ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A24
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/2013
30 Ιανουαρίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσείοντα - Εναγόμενος 1
και
1. SUN SEA (SS) DEVELOPERS LTD
2. SUN FLOWER ESTATES S.R.L
Εφεσίβλητοι - Ενάγοντες
***************
Αντωνάκης Σωτηρίου για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο 1
Αντρέας Ποιητής με Φούλα Χ"Νικολάου (κα) για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία για τους Εφεσίβλητους Ενάγοντες
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 μαζί με τον εναγόμενο 2 συμφώνησαν προφορικά να πωλήσουν στους εφεσίβλητους/
ενάγοντες τρία τεμάχια γης στη Ρουμανία έναντι του τμήματος πώλησης των €120.000,00, προς εξόφληση του οποίου πληρώθηκε σταδιακά προς τους πωλητές-εναγομένους ποσό εκ €75.000 μεταξύ των ημερομηνιών 4/9/2006 και 23/1/2007. Παρά την παραχώρηση από πλευράς εφεσιβλήτων πληρεξούσιου εγγράφου στον εφεσείοντα για να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση των ακινήτων επ' ονόματι τους, οι πωλητές στις 20/2/2007 πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους ότι δεν επρόκειτο να προβούν στη μεταβίβαση και ότι θα επέστρεφαν το ποσό των €75.000,00 που είχαν λάβει έναντι του τιμήματος πώλησης. Παρά τις διαβεβαιώσεις όμως των πωλητών για επιστροφή του καταβληθέντος ποσού παρέλειψαν να υλοποιήσουν την υπόσχεση τους αυτή, οπότε οι εφεσίβλητοι προχώρησαν με την καταχώρηση της Αγωγής υπ. Αρ. 1612/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον τους, με την οποία ζητούσαν την επιστροφή του ποσού των €75.000,00 στη βάση της συμφωνίας και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή λήξασας αιτίας, πλέον €20.000,00 ζημιές από τη μετατροπή του συναλλάγματος, τόκους, μεταφορικά έξοδα καθώς και €120.000,00 για απώλεια κέρδους.
Ο εφεσείων/εναγόμενος 1 με την Υπεράσπιση του ήγειρε προδικαστικήν ένσταση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας είναι κατά τόπο αναρμόδιο προς εκδίκαση της Αγωγής ενόψει του ότι τα ακίνητα ευρίσκοντο εκτός της δικαιοδοσίας του. Αρνείτο την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας με τους εφεσίβλητους, προβάλλοντας τη θέση ότι απλά ενήργησε ως μεσάζων στη δοσοληψία της αγοραπωλησίας. Αρνείτο επίσης ότι εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό ή ότι του παραχωρήθηκε πληρεξούσιο έγγραφο προς το σκοπό μεταβίβασης των ακινήτων. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή ο ίδιος έφερε σε επαφή τον εναγόμενο 2 με κάποιον Πxx Κxx που ενδιαφέρετο να αγοράσει ακίνητα στη Ρουμανία, οι οποίοι κατέληξαν σε συμφωνία αγοράς από πλευράς Κxx αριθμού ακινήτων τα οποία είχε επιθεωρήσει επί τόπου. Ως αποτέλεσμα, οι τρεις τους μετέβησαν στο γραφείο δικηγόρου στη Ρουμανία όπου ο Κxx έδωσε οδηγίες για σύσταση εταιρείας επ' ονόματι της οποίας θα μεταβιβάζοντο τα ακίνητα και κατέβαλε προς τούτο το ποσό των €1.200,00 αμοιβή του δικηγόρου και τέλη εγγραφής των ακινήτων. Κατέβαλε επιπρόσθετα στον εναγόμενο 2 το ποσό των €8.000 σε μετρητά ως προκαταβολή, ποσό που θα κατέβαλλε ο τελευταίος για λογαριασμό του Κxx για την αγορά των ακινήτων. Ο εφεσείων πρόβαλλε και Ανταπαίτηση για τα ποσά των Λ.Κ.250,00 και Λ.Κ. 300,00 έξοδα στα οποία υπεβλήθη για τη μετάβαση του Κxx στη Ρουμανία.
Η ακρόαση διεξήχθη σ' όσον αφορά μόνο τον εφεσείοντα. Σε σχέση με τον εναγόμενο 2 αν και του είχε επιδοθεί η Αγωγή διά δημοσιεύσεως του Κλητηρίου Εντάλματος σε Κυπριακή εφημερίδα, σύμφωνα με σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου, δεν καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης εξού και η καταχώρηση από πλευράς εφεσιβλήτων εναντίον του αίτηση γι' απόφαση, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε άνευ βλάβης. Έκτοτε κανένα διάβημα δεν έγινε σ' όσον αφορά τον εναγόμενο 2, εκτός της αποστολής από τον Πρωτοκολλητή ειδοποίησης ορισμού της υπόθεσης για οδηγίες, η οποία όμως επιστράφηκε ανεπίδοτη γιατί δεν ανευρίσκετο. Μετά την πιο πάνω εξέλιξη η ακρόαση προχώρησε μόνο σ' όσον αφορά τον εφεσείοντα ενώ ο εναγόμενος 2 κλήθηκε στη συνέχεια ως μάρτυρας για την πλευρά του εφεσείοντα (ΜΥ3). Η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η έκδοση απόφασης υπέρ των εφεσιβλήτων/εναγόντων και εναντίον του εφεσείοντα/εναγομένου 1 για το ποσό των €75.000,00 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Περαιτέρω απέρριψε την Ανταπαίτηση, ενόψει των ευρημάτων του, με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δεκαπέντε λόγους έφεσης που είναι συναφείς και περιστρέφονται κυρίως γύρω από την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας του εφεσείοντα στους λόγους έφεσης του είναι η λανθασμένη αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων κατά προτίμηση εκείνης του εφεσείοντα, που είχε ως αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες προς υποστήριξη της υπόθεσης τους πρωτόδικα κάλεσαν τρεις μάρτυρες την Εxx Κxx (ΜΕ1), τον Πxx Κxx (ΜΕ2) και τον Γxx Κxx (ΜΕ3) ενώ από πλευράς υπεράσπισης κατέθεσαν ο Εναγόμενος 1 (ΜΥ1), ο Γxx Ρxx (ΜΥ2) και ο Κxx Νxx (ΜΥ3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδίδοντας την απόφαση του ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Έκρινε τους ΜΕ1, ΜΕ2 και ΜΕ3 ως καθόλα αξιόπιστους και ότι ήταν μάρτυρες της αλήθειας. Θεώρησε το ΜΕ2 ως τον ουσιαστικό μάρτυρα από πλευράς εφεσιβλήτων και ότι η μαρτυρία του συνάδει πλήρως με τα τεκμήρια, ιδιαίτερα τα Τεκμήρια 11 και 13, αλλά και με τη μαρτυρία του ΜΕ3 η οποία επιβεβαιώνει σε ουσιώδεις πτυχές εκείνη του ΜΕ2, όπως ότι ήταν παρών κατά τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ του ΜΕ2 και του εφεσείοντα και μάλιστα ο τελευταίος προσφέρθηκε να του πωλήσει και του ιδίου ακίνητα στη Ρουμανία.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση της γραπτής δήλωσης/κατάθεσης του xxx Καραγιώργη, που κατατέθηκε από τον Κxx (ΜΕ2) (Τεκμήριο 39), ο οποίος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, με το δικαιολογητικό ότι απουσίαζε στη Γερμανία για επαγγελματικούς λόγους. Με αναφορά σε νομολογία (Pakistan Cables Limited v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1711 και Δημητρίου Άννα κ.ά. ν. Νίκου Θεωρή Ξανδρή (2012) 1 Α.Α.Δ. 2184) έκρινε ότι δεν προσκομίστηκε ικανοποιητική εξήγηση για τη μη κλήση του Καραγιώργη ως μάρτυρα, γι' αυτό και δεν προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στο συγκεκριμένο τεκμήριο.
Σ' όσον αφορά την εκδοχή του εφεσείοντα/εναγομένου 1, όπως προέκυπτε από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς του, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ως μη λογικοφανή και μη αληθοφανή και περαιτέρω ότι διαψεύδετο από αριθμό τεκμηρίων, για τους λόγους που παραθέτει στην εμπεριστατωμένη και πολυσέλιδη απόφαση του. Σημειώνει στην απόφαση ότι παρά την εκδοχή του ότι δεν γνώριζε Αγγλικά, ο εφεσείων δεν μπόρεσε να εξηγήσει γιατί υπέγραψε το Τεκμήριο 13 που ήταν στην Αγγλική γλώσσα. Το Τεκμήριο 13 ήταν ουσιώδες έγγραφο εφόσον, σύμφωνα με το περιεχόμενο του, συνιστά απόδειξη πληρωμής προς τον εφεσείοντα από τον Κxx ποσού εκ €22.000 επιπρόσθετα του ποσού των €8.000, για την πώληση των ακινήτων στη Ρουμανία. Την απόδειξη υπογράφει ο εφεσείων για λογαριασμό του ιδίου και του ΜΥ3.
Δεν έδωσε επίσης ικανοποιητική εξήγηση ως προς την υπογραφή του Τεκμηρίου 15, που επίσης είναι απόδειξη παραλαβής ποσού €45.000 με τραπεζική επιταγή που υπογράφεται από τον εφεσείοντα για λογαριασμό του ιδίου και του ΜΥ3. Με το Τεκμήριο 18 που επίσης υπογράφεται από τον εφεσείοντα για λογαριασμό του ιδίου και του εναγόμενου 2, ο εφεσείων αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώσει προκαταβολές για άλλα τρία ακίνητα.
Το Δικαστήριο προσθέτει στην απόφαση του ότι ο τρόπος ανάμειξης του εφεσείοντα στην επίδικη δοσοληψία και η υπ' αυτού γνώση όλων των λεπτομερειών των γεγονότων που λάμβαναν χώρα ήταν παράδοξος, εφόσον δεν συνήδε με την εκδοχή του ότι δηλαδή ήταν απλά ο μεσάζων και ότι παρείχε διευκολύνσεις για τη μεταφορά εγγράφων και χρημάτων στον ΜΥ3.
Παραθέτει δε και σχετικά παραδείγματα της συμπεριφοράς του που έκρινε ότι όχι μόνο δεν συνάδουν με την εκδοχή του αυτή, αλλά συμβιβάζοντο με την εκδοχή των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο προέβη επίσης στη διαπίστωση ότι η εκδοχή του εφεσείοντα δεν συμφωνούσε με τις δικογραφημένες θέσεις του, όπως για το λόγο μετάβασης του Κxx στη Ρουμανία που αναφέρεται στην παράγραφο 14 της Υπεράσπισης ή ως προς το λόγο που ακυρώθηκε η συμφωνία στην παράγραφο 17.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση στο τέλος της ενότητας που αφορούσε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ότι σε συνάρτηση με τα τεκμήρια δόθηκε η εντύπωση ότι ο εφεσείων προσπάθησε να προωθήσει μια εκδοχή που θα οδηγούσε σε αποσύνδεση και απαλλαγή του απ' οποιανδήποτε ευθύνη, προσπάθεια του όμως που προκάλεσε την προβολή αναληθών και παραδόξων ισχυρισμών και αντιφάσεων.
Με τον ίδιο τρόπο αξιολόγησε και τη μαρτυρία του ΜΥ3 που τυπικά παρέμεινε ως εναγόμενος 2 στην Αγωγή χωρίς όμως ποτέ, επαναλαμβάνουμε, να λάβει μέρος στη διαδικασία, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του να υποστηρίξει την εκδοχή του εφεσείοντα ότι δηλαδή είναι με τον ίδιο που συμφώνησε ο Κxx (ΜΕ2) για να αγοράσει τα ακίνητα και όχι με τον εφεσείοντα. Παράθεσε δε στοιχεία από τη μαρτυρία του ΜΥ3 που καταδείκνυαν ότι ήταν αντίθετα τόσο με τη δική του εκδοχή αλλά και με τεκμήρια και τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα.
Τονίζει στην απόφαση ότι η εκδοχή του ΜΥ3, όπως την παρουσίασε στο Δικαστήριο, ότι δηλαδή η επιταγή για €45.000 χρειαζόταν 3 μήνες για να ξεκαθαρίσει, δεν συνάδει και αποκλίνει από το βασικό ισχυρισμό του εφεσείοντα στην Υπεράσπιση στην παράγραφο 17 ότι «υπήρχε αδυναμία πληρωμής του ποσού των €45.000, η δε επιταγή δεν ήταν δυνατόν να εξαργυρωθεί.......».
Καταλήγοντας το Δικαστήριο χαρακτηρίζει τις θέσεις του ΜΥ3 αφύσικες και παράδοξες και ότι δεν έδωσε πειστικές και λογικές απαντήσεις σε καίρια και εύλογα ερωτήματα που του τέθηκαν κατά την αντεξέταση. Απέρριψε στη συνέχεια τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη.
Σ' όσον αφορά το ΜΥ2 θεώρησε τη μαρτυρία του ότι δεν ήταν διαφωτιστική αλλ' ούτε και κατατοπιστική λόγω αοριστίας και χωρίς να επιβεβαιώνει ή να ενισχύει την εκδοχή της Υπεράσπισης.
Ενόψει της αξιολόγησης της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα:
ü Ο ΜΕ2 είναι Λογιστής/Ελεγκτής και εκπρόσωπος της Ενάγουσας εταιρείας αρ. 1 εγγεγραμμένης στην Κύπρο και διαχειριστής της Ενάγουσας εταιρείας αρ. 2 εγγεγραμμένης στη Ρουμανία
ü Ο Εναγόμενος 1 πίεζε τον ΜΕ2 αρκετές φορές να πάνε στη Ρουμανία για αγορά κτημάτων και να τους πωλήσει ο ίδιος κτήματα εκεί.
ü Τελικά έπεισε τον ΜΕ2 να πάει μόνος του μαζί του χωρίς υποχρέωση ότι θα αγοράσει κτήματα για την Ενάγουσα 1.
ü Το ταξίδι έγινε στις 3.9.06. Στο αεροδρόμιο τους παρέλαβε ο Κxx Νxx (Εναγόμενος 2) τον οποίον ο Εναγόμενος 1 σύστησε ως συνέταιρο του και αντιπρόσωπο των εργασιών του στη Ρουμανία.
ü Αμέσως μετά που ο Εναγόμενος 2 και ο Εναγόμενος 1 έδειξαν στον ΜΕ2 τους χάρτες του Βουκουρεστίου του ανέφερε και τον έπεισε ότι ήταν το πιο καλό μέρος με πολύ περιθώριο κέρδους διότι οι τιμές ήταν χαμηλές και τα κτήματα κοντά στο χωριό Sinesti περίπου 27χλμ. από το κέντρο αλλά πολύ κοντά, 2-3χλμ. μετά θα γινόταν νέος περιφερειακός δρόμος γύρω από το Βουκουρέστι. Κοντά στα κτήματα προς πώληση υπήρχε μεγάλη λίμνη και ο ίδιος ο Εναγόμενος 1 είχε ήδη αγοράσει εκεί. Η πρόταση τους ήταν να αγοράσει η Ενάγουσα 1 κοντά τους και άλλοι Κύπριοι, να ενοποιηθούν τα κτήματα με σκοπό να γίνει ενιαία ανάπτυξη και διαχωρισμός οικοπέδων αφού ήδη είχαν κάνει ενέργειες να γίνει η περιοχή κατοικημένη.
ü Ο ΜΕ2 βασίστηκε στις υποσχέσεις του Εναγόμενου 1.
ü Την επόμενη μέρα 4.9.06 τον πήραν στον δικηγόρο τους και πείστηκε να αγοραστούν για λογαριασμό της Ενάγουσας 1 συνεχόμενα κτήματα 60 τ.μ. προς €2 για τα οποία πλήρωσε με απόδειξη πληρωμής €8.000 στον Εναγόμενο 2 έναντι κατόπιν οδηγιών του Εναγόμενου 1 στον Εναγόμενο 2 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 11). Τα κτήματα θα μεταβιβάζονταν στην Ενάγουσα 2. Την ίδια στιγμή ο ΜΕ2 κατέβαλε €1.000 στη δικηγόρο τους με υπογραφή του Εναγόμενου 1 και Εναγόμενου 2 ως μάρτυρες για ετοιμασία, εγγραφή εταιρείας και εγγεγραμμένο γραφείο της Ενάγουσας 2 για την οποία είχε έτοιμη την ονομασία (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 12). Η εταιρεία αυτή ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία στη Ρουμανία για να αγοράσει κτήματα για λογαριασμό της Ενάγουσας 1.
ü Μετά από αρκετά τηλεφωνήματα του Εναγόμενου 1 ότι χρειαζόταν περισσότερα χρήματα ο ΜΕ2 τον επισκέφθηκε στις 5.10.06 στο γραφείο του στην Ορόκλινη μαζί με τη σύζυγο του η οποία του έδωσε €22.000 μετρητά ανεβάζοντας το συνολικό ποσό πληρωμής στις €30.000. Απόδειξη πληρωμής των €22.000 κατατέθηκε ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 13. Η απόδειξη αυτή υπογράφεται από τον Εναγόμενο 1 για τον εαυτό του και τον Εναγόμενο 2. Όλα τα πιο πάνω ποσά κατεβλήθηκαν από λογαριασμό της Ενάγουσας 1 προς όφελος της Ενάγουσας 2.
ü Μετά από πολλά τηλεφωνήματα του Εναγόμενου 1 ότι χρειαζόταν και άλλα λεφτά τον επισκέφθηκε ο ΜΕ2 με τη σύζυγο του ΜΕ1 στο γραφείο του μέσα Ιανουαρίου 2007 όπου τους παρουσίασε σχέδιο με πίνακα ενός άλλου τμήματος κτημάτων διαφορετικό από αυτόν που αγόρασε ο ίδιος και τους διαβεβαίωσε ότι αγοράστηκαν τρία συνεχόμενα κτήματα για τα οποία παρουσίασε και τους τρεις τίτλους τους με σύνολο εμβαδού 57.795 τ.μ. Κατόπιν προτάσεως του Εναγόμενου 1 συμφωνήθηκε ότι με τα μεταβιβαστικά και άλλα έξοδα το συνολικό κόστος τους θα ανέρχετο στις €120.000. Συμφωνήθηκε με τον Εναγόμενο 1 όπως αποσταλούν προς τον Εναγόμενο 2 ακόμη €45.000 και να ετοιμαστούν όλα για μεταβίβαση και τους δόθηκε το «bank a/c» του Εναγόμενου 2 για να του εμβάσουν τα λεφτά. Ως εκ τούτου στάληκε μέσω τραπέζης στον Εναγόμενο 2 ποσό €45.000 στις 21.1.07 με τις διαβεβαιώσεις του Εναγόμενου 1 ότι σύντομα θα μεταβιβάζονταν τα κτήματα. Το «slip» της πληρωμής ημερ.22.1.07 για €45.000 από την Alpha Bank Βουκουρεστίου ημερ.23.1.07 με ένδειξη ότι ο εισπράξας είναι ο Κxx Νxx κατατέθηκε ως το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 14.
ü Περί τις 25.1.07 ο Εναγόμενος 1 πίεζε όπως πληρωθούν οι υπόλοιπες €45.000 και μεταβιβαστούν τα τρία κτήματα.
ü Επειδή ο ΜΕ2 δεν μπορούσε να κάνει ταξίδι και με την εμπιστοσύνη που είχε προς τον Εναγόμενο 1 και κατόπιν της πίεσης απ' αυτόν ότι θα έπρεπε να μεταβιβαστούν τα κτήματα στη συνάντηση στις 2.2.07 στο γραφείο του ΜΕ2 ο ΜΕ2 παρέδωσε στον Εναγόμενο 1 τα εξής:
i. Bankers' draft για €45.000 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16) επ' ονόματι του Εναγόμενου 2 όπως ζητήθηκε από τον Εναγόμενο 1 για μεταβίβαση των τριών κτημάτων.
ii. Ετοιμάστηκε απόδειξη είσπραξης με πιστοποίηση πιστοποιούντος υπαλλήλου για πώληση από τον Εναγόμενο 1 των τριών κτημάτων που αγοράστηκαν και εξόφληση του οφειλόμενου ποσού των €45.000 όπου ο Εναγόμενος 1 υπογράφει για τον εαυτό του και τον συνέταιρο του για το συνολικό ποσό των €120.000 για εξόφληση της αγοράς των τριών κτημάτων και τα μεταβιβαστικά.(ΤΕΚΜΗΡΙΟ 15)
iii. Την ίδια μέρα ετοιμάστηκε «special power of attorney» με πιστοποίηση πιστοποιούντος υπαλλήλου στον Εναγόμενο 2 με οδηγίες του Εναγόμενου 1 για μεταβίβαση των τριών κτημάτων (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 17).
iv. Παρουσιάστηκε και πρακτικό της Ενάγουσας 1 που εξουσιοδοτεί τον ΜΕ2 για τις σχετικές διεργασίες - ενέργειες που χρειάζονται.
v. Το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 18 που αποτελεί ανάληψη υποχρεώσεως του Εναγόμενου 1 να πληρώσει περαιτέρω προκαταβολές για περαιτέρω κτήματα τα οποία ο ίδιος στην πραγματικότητα αναλάμβανε να πωλήσει για λογαριασμό μιας άλλης εταιρείας.
ü Στις 5.2.07 ο ΜΕ2 είχε τηλεφώνημα από τον Εναγόμενο 1 ενόσω ο τελευταίος ήταν στο Βουκουρέστι ότι το bankers' draft δεν μπόρεσαν να το εξαργυρώσουν, ούτε να καταθέσουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς του Εναγόμενου 2. Ο Εναγόμενος 1 τον κάλεσε να πάει στο Βουκουρέστι μέχρι τις 9 του μηνός για μεταβίβαση. Την ανεξαργύρωτη επιταγή ο Εναγόμενος 1 τους την επέστρεψε στις 12.2.07 και συνεννοήθηκαν ότι η μετάβαση του ΜΕ2 στο Βουκουρέστι θα έπρεπε να γίνει στις 19.2.07 για να πάρει τα χρήματα των €45.000 στο Βουκουρέστι για μεταβίβαση.
ü Ο ΜΕ2 έκοψε το εισιτήριο που κράτησε για Βουκουρέστι για τις 19.2.07 και ειδοποίησε τον Εναγόμενο 1 να ειδοποιήσει τον Εναγόμενο 2 να ετοιμαστεί για μεταβίβαση των τριών κτημάτων που αγοράστηκαν στο όνομα της Ενάγουσας 2 με λεφτά της Ενάγουσας 1.
ü Διευθέτησε ο ΜΕ2 μεταφορά μέσω της Λαϊκής Τράπεζας ποσού €75.000 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 20) και όχι €45.000 που χρωστούσε και πήρε μαζί του άλλα €20.000 σε μετρητά (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 21).
ü Στις 9.2.07 τηλεφώνησε και στους δύο (Εναγόμενο 1 και Εναγόμενο 2) και διευθετήθηκε να μεταβεί στο Βουκουρέστι στις 19.2.07 για μεταβίβαση των κτημάτων και προς επιβεβαίωση τους έγραψε την επιστολή ημερ. 9.2.07 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 30) στα Αγγλικά στη διεύθυνση του δικηγόρου τους. Σε αυτήν επεσύναψε τη συμφωνία αγοράς των τριών κτημάτων από την Ενάγουσα 2 με αύξηση του συνολικού ποσού αγοράς στις €47.530 αντί €45.000.
ü Ο ΜΕ2 ετοίμασε και πήρε μαζί του στη Ρουμανία γενικό πληρεξούσιο για μεταβίβαση στη συμφωνηθείσα τιμή και ειδικό πληρεξούσιο στο όνομα του xxx Καραγιώργη, προξένου της Κύπρου στη Ρουμανία, για σκοπούς μεταβίβασης των κτημάτων που αγοράστηκαν από την Ενάγουσα Εταιρεία αρ. 1.
ü 'Εκπληξη στον ΜΕ2 προκάλεσε η λήψη νέου φαξ από τον Εναγόμενο 2 στις 12.2.07 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 31) με εντελώς αδικαιολόγητο περιεχόμενο μετά τις διαβεβαιώσεις και των δύο στις 9.2.07.
ü Μετά την άφιξη του ΜΕ2 στο Βουκουρέστι στις 19.2.07 και αφού συνάντησε δικηγόρο εξειδικευμένο στις μεταβιβάσεις και εξέταση τίτλων διαπίστωσε ότι καμιά αίτηση είχε γίνει για την περιοχή όπου ευρίσκονταν τα κτήματα που αγοράστηκαν για αλλαγή στη ζώνη και μετατροπή της σε κατοικημένη. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι δεν έγινε νέος περιφερειακός δρόμος παραπλεύρως των κτημάτων που θα συνόρευε στο SINESTI.
ü Στις 19.2.07 ο ΜΕ2 συνάντησε τον xxx Καραγιώργη ο οποίος μίλησε με τον Εναγόμενο 2 και όρισε συνάντηση μεταξύ τους την άλλη μέρα στο γραφείο του και τηλεφώνησε και στον Εναγόμενο 1 και του είπε να μιλήσει με τον Εναγόμενο 2 για να διευθετήσει μεταβίβαση των κτημάτων μέσω του xxx Καραγιώργη αφού έχει όλα τα πληρεξούσια και χρήματα που χρειάζονται. Ο Εναγόμενος 1 υποσχέθηκε να το πράξει.
ü Στη συνάντηση τους 20.2.07 με τον Εναγόμενο 2 ο τελευταίος αρνήθηκε την μεταβίβαση. Τότε ο xxx Καραγιώργης τον ρώτησε κατά πόσον θα έδινε τα λεφτά που πήρε πίσω εφόσον ακύρωνε την πράξη και ο Εναγόμενος 2 απάντησε καταφατικά προσθέτοντας ότι θα συνεννοείτο με τον Εναγόμενο 1 πότε ο ΜΕ2 θα έπαιρνε τα λεφτά.
ü Ο ΜΕ2 ζήτησε από τον Εναγόμενο 2 τα έξοδα του, έξοδα μεταφοράς, απώλεια συναλλαγματικής διαφοράς, τραπεζικά δικαιώματα, τόκους ως και ένα μέρος από τα κέρδη που θα γίνονταν από την πώληση των κτημάτων και ενώ στην αρχή ο Εναγόμενος 2 απέφυγε να απαντήσει αργότερα ανέφερε ότι θα εξαρτάτο από την τιμή που τα κτήματα θα πωλούνταν.
ü Μετά την επιστροφή του ΜΕ2 στην Κύπρο, περίπου μία εβδομάδα μετά, τηλεφώνησε στον Εναγόμενο 2 και του ζήτησε πληρωμή της οφειλής του. Η απάντηση του ήταν ότι θα συνεννοηθεί με τον Εναγόμενο 1 και θα επανέρχετο σύντομα.
ü Αργότερα και σε τακτά διαστήματα η ΜΕ1 και ταμίας της Ενάγουσας εταιρείας αρ. 1 δοκίμασε επανειλημμένως διά τηλεφώνου και στους δύο Εναγομένους να εισπράξει τα οφειλόμενα στην εταιρεία χωρίς αποτέλεσμα διότι ο ένας παρέπεμπε στον άλλον. Ούτε ο ένας πλήρωσε, ούτε ο άλλος.
Σημειώνεται ότι η αναφορά στα πιο πάνω ευρήματα, σε αγορά 60 τ.μ. συνεχόμενων κτημάτων προς €2 το τ.μ. οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος, εφόσον από τη μαρτυρία και τα τεκμήρια (βλ. Τεκμήριο 13) τα υπό αναφορά ακίνητα ήταν έκτασης 60.000 τ.μ.
Μετά την αξιολόγηση και καταγραφή των ευρημάτων του το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την προδικαστική ένσταση που αναφέρετο σε κατά τόπο αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Έκρινε με αναφορά σε νομολογία (Τσιακλίδης ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 768, Ν.S.Κ. Leather Plast Ltd κ.ά. v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 145) ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κέκτητο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την Αγωγή δυνάμει της επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 21 του Νόμου 14/60. Στη συνέχεια με αναφορά στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, General Principles 27η έκδ. σελ. 1160, παραγρ. 24-016 και σελ. 1161 παραγρ. 24-015 θεώρησε ότι στην παρούσα περίπτωση η συμπεριφορά του εφεσείοντα όπου αρνήθηκε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του στη βάση της συμφωνίας, συνιστούσε αποκήρυξη της συμφωνίας, οπότε οι εφεσίβλητοι δικαιούντο στην επιστροφή του ποσού των €75.000 στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή της πλήρους αποτυχίας της αντιπαροχής για το οποίο εξέδωσε απόφαση. Απέρριψε όμως την αξίωση για αποζημιώσεις εκ €20.000, εφόσον έκρινε ότι συνιστούσαν στην πραγματικότητα ειδικές αποζημιώσεις και ως τέτοιες θα έπρεπε να δικογραφηθούν και να αποδειχθούν με την απαραίτητη λεπτομέρεια, που δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση. Η απόρριψη της συγκεκριμένης αξίωσης προσβάλλεται από πλευράς εφεσιβλήτων με ειδοποίηση αντέφεσης.
Σ' όσον αφορά την αξίωση για €120.000,00 απώλεια κέρδους, απερρίφθη επίσης λόγω απουσίας οποιασδήποτε μαρτυρίας που να τη στοιχειοθετεί.
Ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης προσβάλλει κυρίως ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενόψει λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας, που είναι τα εξής: ότι ο εφεσείων επίεζε τον Κxx να μεταβούν στη Ρουμανία προς το σκοπό αγοράς ακινήτων (λόγος έφεσης 1), ότι ο εναγόμενος 2 ήταν συνέταιρος και αντιπρόσωπος του εφεσείοντα (λόγος έφεσης 2), ότι ήταν ο εναγόμενος 1 που έδειξε επί τόπου τα ακίνητα στον Κxx (λόγος έφεσης 3), ότι ο Κxx βασίστηκε στις υποσχέσεις του εφεσείοντα (λόγος έφεσης 4), ότι η πώληση των ακινήτων έγινε από τον εναγόμενο 1 μέσω του εναγομένου 2 (λόγος έφεσης 5), ότι το έμβασμα των €45.000,00 έγινε από τους εφεσίβλητους στον εναγόμενο 2 για αγορά των κτημάτων Ρ9 Ρ10 και Ρ11 (λόγος έφεσης 6), ότι ο εφεσείων φάνηκε ότι ήταν ενήμερος τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ Κxx και εναγομένου 2 (λόγος έφεσης 7), ότι ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος χωρίς να λάβει υπόψη ότι τον ενέπλεξε στην όλη υπόθεση ο ΜΥ3 εναντίον του οποίου δεν προχώρησε τελικά η Αγωγή (λόγος έφεσης 8), η θεώρηση ως επίδικου θέματος της επιστροφής της επιταγής για €45.000,00 (λόγος έφεσης 9), ότι τα ποσά που καταβλήθηκαν από τους εφεσίβλητους είσπραξε ο εφεσείων (λόγος έφεσης 10), ότι προκύπτει από το Τεκμήριο 11 ότι η συμφωνία αγοράς έγινε μεταξύ του Κxx και του εφεσείοντα μέσω του εναγομένου 2 (λόγος έφεσης 11), ότι ο εφεσείων αρνήθηκε να προχωρήσει στη μεταβίβαση προφασιζόμενος καθυστέρηση από πλευράς εναγομένου 2 (λόγος έφεσης 12), ότι με την αναφορά του εφεσείοντα ότι δεν γνωρίζει γράμματα σήμαινε ότι δεν γνωρίζει ελληνικά (λόγος έφεσης 13), ότι η εκδοχή του ΜΥ3 ότι πλήρωσε προκαταβολές εκ €75.000,00 χωρίς αποδείξεις δεν πείθει (λόγος έφεσης 14) και ότι ο εναγόμενος 2 ήταν αναξιόπιστος (λόγος έφεσης 15).
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287, Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333 και Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ ν. xxx Mikelov, Πολ. Έφ. 73/2012 ημερ. 28/9/2018).
Εξετάσαμε την εισήγηση περί λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα, σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ενδιατρίψει στη μαρτυρία του Κxx (ΜΕ2) από τη μια και των εφεσείοντα και εναγομένου 2/ΜΥ3 από την άλλη, πρωταγωνιστών της υπόθεσης, με πάσαν επιμέλεια που είχε ως αποτέλεσμα την εξαγωγή των πιο πάνω ευρημάτων του.
Καταλήγουμε ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από πλευράς εφεσείοντα με το οποίο να μπορούσε να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνακόλουθα εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας από πλευράς των εφεσιβλήτων.
Η προσέγγιση του σ' όσον αφορά την εμπλοκή του εφεσείοντα στην επίδικη δοσοληψία μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Συνάδει με τα τεκμήρια, ιδιαίτερα με τις αποδείξεις πληρωμής χρημάτων όπου ο εφεσείων υπογράφει ότι παραλαμβάνει τα ποσά για λογαριασμό του ιδίου και του ΜΥ3 (Τεκμήρια 13, 15 και 18) στη βάση της επίδικης συμφωνίας πώλησης.
Η σημασία των τεκμηρίων αυτών είναι δεδομένη εφόσον το περιεχόμενο τους επιβεβαιώνει τον καταρτισμό συμφωνίας αγοραπωλησίας ακινήτων στη Ρουμανία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα και είσπραξη από μέρους του εφεσείοντα συνολικού ποσού εκ €75.000,00 έναντι του τιμήματος πώλησης.
Συνεπώς δεν τίθεται θέμα ότι ο εφεσείων ενεργούσε απλά ως μεσάζων στην επίδικη αγοραπωλησία, που ήταν η εκδοχή που προώθησε πρωτόδικα προς υπεράσπιση του, αλλά στην πραγματικότητα ενεργούσε ως συμβαλλόμενο μέρος. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο παραλείπει να κάμει ειδική αναφορά σ' όλα τα τεκμήρια, για την οποίαν παράλειψη παραπονείται ο εφεσείων, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν τα έλαβε υπόψη. Όπως αναφέρει στην απόφαση του η αξιολόγηση του δεν περιορίστηκε μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την υπέβαλε στη βάσανο της συνεκτίμησης στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Σημειώνεται ότι η Αγωγή δεν προχώρησε εναντίον του εναγομένου 2/ΜΥ3. Κατά την ακρόαση όμως διαφάνηκε ότι ο ρόλος του ήτο ως συνέταιρος και αντιπρόσωπος του εφεσείοντα στη Ρουμανία. Η διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τον εφεσείοντα από τις ευθύνες του ως πωλητή στη βάση της επίδικης συμφωνίας. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 10, 11, 12, 13, 14 και 15 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Παρέμεινε να εξεταστεί η ειδοποίηση των εφεσιβλήτων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε στους εφεσίβλητους το ποσό των €20.000 ως αποζημίωση με το δικαιολογητικό ότι θα έπρεπε να γινόταν πλήρης εξειδίκευση της ζημιάς αυτής στην Έκθεση Απαίτησης για την οποίαν ο εφεσείων δεν ζήτησε λεπτομέρειες.
Είναι γνωστό ότι το σύνηθες μέτρο της αποζημίωσης για διάρρηξη συμφωνίας συναρτάται με το ποσό που θα χρειαζόταν για να τεθεί το αναίτιο μέρος στη θέση που θα ήταν αν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά (βλ. Alpan (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679 και Α. Panayides Contracting Ltd v. M & M Frangos Engineering and Contracting Ltd (2012) 1 A.A.Δ. 1136).
Οι εφεσίβλητοι ως το αναίτιο μέρος δικαιούνται να ανακτήσουν το καταβληθέν υπ' αυτούς ποσό, ως αποζημίωση για τη διάρρηξη της συμφωνίας από μέρους του εφεσείοντα και αυτό αποτελεί κλασσική θεραπεία του δικαίου των συμβάσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούντο στην επιστροφή του ποσού των €75.000,00, ως αποζημιώσεις για διάρρηξη από μέρους του εφεσείοντα της συμφωνίας με την άρνηση του να μεταβιβάσει επ' ονόματι των εφεσιβλήτων τα αγορασθέντα ακίνητα αλλά και στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου για επιστροφή του πιο πάνω ποσού στη βάση και του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι εξωσυμβατική θεραπεία γι' αυτό και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση ενόψει της διαπίστωσης καταρτισμού συμφωνίας και ότι υπήρξε παραβίαση της από πλευράς εφεσείοντα. (βλ. Minerva Finance & Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2173).
Σ' όσον αφορά την αξίωση για €20.000 το πρωτόδικο Δικαστήριο την ενέταξε στις ειδικές ζημιές. Είναι νομολογιακά γνωστό ότι οι ειδικές ζημιές θα πρέπει να δικαιολογούνται στην Έκθεση Απαίτησης με πάσα λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται αυστηρά κατά την ακρόαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ως εξής την αξίωση αυτή:
«Όσον αφορά το θέμα της δικογράφησης διαπιστώνω ότι αξιώνεται, απλώς, το συνολικό ποσό των €20.000 ως «έξοδα εξαγοράς ευρώ, τόκοι, οδοιπορικά, μεταφορικά, χαρτόσημα κλπ.» χωρίς, ωστόσο, να δίδονται λεπτομέρειες των γεγονότων που οδηγούν στο συνολικό αυτό ποσό που υπολογίσθηκε ότι συνιστά την ειδική ζημιά που οι Ενάγουσες έχουν υποστεί λόγω της παράβασης της επίδικης Συμφωνίας. Όπως ήδη επισημάναμε ανωτέρω, ειδική ζημιά υπό την έννοια της χρηματικής απώλειας που ο Ενάγων έχει υποστεί μέχρι τη μέρα της δίκης θα πρέπει να δικογραφείται και να δίδονται γι' αυτή όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες διαφορετικά δεν μπορεί να ανακτηθεί.
Έπειτα κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η μόνη μαρτυρία που προσκομίσθηκε σε σχέση με την απαίτηση του ποσού των €20.000 ήταν, απλώς, η κατάθεση από μέρους του ΜΕ2 μιας κατάστασης, το ΤΕΚΜΗΡΙΟ 38, με διάφορες στήλες και ποσά και επισυνημμένα διάφορα αντίγραφα αποδείξεων χωρίς καμιά απολύτως επεξήγηση των εν λόγω ποσών και το πώς προέκυπταν .Με άλλα λόγια ουδεμία συσχέτιση έγινε των ποσών που καταγράφονται στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ 38 με τα επισυνημμένα σε αυτό αντίγραφα, ενώ για κάποια ποσά π.χ. τόκος καταγράφεται, απλώς, ένα ποσό χωρίς να δοθεί καμία απολύτως εξήγηση για το πώς προκύπτει το αναφερόμενο ποσό τόκου.
Όπως είναι αντιληπτό και με βάση τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν σε σχέση με τον τρόπο δικογράφησης αλλά και απόδειξης των ειδικών ζημιών, η προσαχθείσα μαρτυρία σε σχέση με την αξίωση για το ποσό των €20.000 δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει την εν λόγω απαίτηση έστω και αν δεν υπήρξε επί του ζητήματος αυτού οποιαδήποτε αντεξέταση από την αντίδικη πλευρά. Ήταν υποχρέωση της πλευράς των Εναγουσών να αποδείξει με τον δέοντα τρόπο την πιο πάνω ειδική ζημιά που ισχυρίζετο ότι είχε υποστεί λόγω της παράβασης της επίδικης Συμφωνίας κάτι το οποίο, επαναλαμβάνω, δεν έχει γίνει.»
Έχουμε ανατρέξει στο Τεκμήριο 38 και στα πρακτικά και βρίσκουμε ότι η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Συνεπώς η ειδοποίηση αντέφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €3.000 υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Η ειδοποίηση αντέφεσης επίσης απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Η Αγωγή 1612/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας απορρίπτεται εναντίον του εναγομένου 2 λόγω μη προώθησης και/ή εγκατάλειψης της χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/Α.Λ.Ο