ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες. Ε. Χριστοφή (κα) για Π. Παύλου amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ONEWORLD LTD ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Εφεση Αρ. E50/2018, 13/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A535

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. E50/2018)

 

13 Δεκεμβρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ONEWORLD LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

 

OJSC BANK OF MOSCOW,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Χριστοφή (κα) για Π. Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση οι Εφεσείοντες - εναγόμενοι εφεσιβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 30.3.2018, με την οποία διατάχθηκε η επαναφορά της αγωγής αρ. 6029/12 και ο παραμερισμός απόφασης επί της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων.

 

Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 28.4.2016 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των Εφεσιβλήτων - εναγόντων, λόγω μη εκπροσώπησής τους στη δικαστική διαδικασία και, αργότερα, στις 31.5.2016, εξέδωσε απόφαση εις βάρος των Εφεσιβλήτων, λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης στην εγερθείσα εκ μέρους των Εφεσειόντων ανταπαίτηση. Στις 30.6.2016 καταχωρήθηκε αίτηση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων - εναγόντων για επαναφορά της απορριφθείσας αγωγής και παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης στην ανταπαίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφασή του ημερομηνίας 30.3.2018, ικανοποίησε τις αξιώσεις και εξέδωσε ανάλογα διατάγματα επαναφοράς της αγωγής και παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης επί της ανταπαίτησης.

 

Κατά το στάδιο της ενώπιόν μας προδικασίας, ηγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 109(Ι)/2017, ο οποίος και τέθηκε σε εφαρμογή την 21.7.2017. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται:

 

«(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,

 

(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και

(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:

Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν  αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.»

 

 

Εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση είναι ενδιάμεσης μορφής και, ως εκ τούτου, για να υπόκειται σε έφεση πρέπει να στοιχειοθετείται ως απόλυτα καθοριστική ως προς τα αποτελέσματά της για τα δικαιώματα των διαδίκων. Θέτει ότι η ενώπιόν μας περίπτωση δεν εμπίπτει στην κατηγορία αυτή, εφόσον με την πρωτόδικη απόφαση αφενός επαναφέρθηκε η αγωγή η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της και όχι συνεπεία ακρόασης και διάγνωσης της ουσίας της διαφοράς και αφετέρου παραμερίστηκε η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην των Εφεσιβλήτων στη βάση της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι η τελική εισήγηση, ότι τόσο η αγωγή όσο και η ανταπαίτηση παραμένουν εν ζωή και τα δικαιώματα των μερών, αλλά και τα νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν άθικτα ζητήματα, επί των οποίων θα αποφανθεί το εκδικάζον Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν τις θέσεις τους.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων προβάλλει ότι η επίδικη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι ενδιάμεση, αλλά τελική και ως τέτοια υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θέτει, επεκτείνοντας σχετικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 28.4.2016, απέρριψε την αγωγή τελεσίδικα, όπως, τελεσίδικα επίσης, εξέδωσε απόφαση επί της ανταπαίτησης. Συνεπώς, μόνο με έφεση θα μπορούσαν να παραμεριστούν οι πιο πάνω τελεσίδικες αποφάσεις. Ως εκ τούτου, η αίτηση για ακύρωση που οδήγησε στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεσης μορφής και, κατά προέκταση, η προσβαλλόμενη απόφαση επίσης δεν είναι ενδιάμεση. Προωθεί, υπαλλακτικά, ότι και αν ακόμα θεωρηθεί ως ενδιάμεση απόφαση, αυτή είναι απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμά της για τα δικαιώματα των διαδίκων. Θέτει, επεξηγώντας, ότι τα δικαιώματα των Εφεσειόντων είχαν ήδη αποκρυσταλλωθεί και, υπό τις συνθήκες αυτές, θα ήταν εντελώς άτοπο, παρακινδυνευμένο και ενάντια στα συμφέροντα της δικαιοσύνης να τεθεί και να εκδικαστεί στο πλαίσιο έφεσης κατά της τελικής απόφασης το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με την παρούσα έφεση  απόφασης.

 

Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι επίλυση υπόθεσης επί της ουσίας προϋποθέτει ακρόαση και των δύο μερών σε σχέση με τη διαφορά η οποία ανακύπτει από την αντιπαραβολή των εκατέρωθεν θέσεων όπως αυτές παρατίθενται και στοιχειοθετούνται στη δικογραφία (Γεωργίου κ.ά. ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 1 ΑΑΔ 79). Στην υπόθεση Evagorou v. Christodoulou and Another (1982) 1 CLR 771, το Ανώτατο Δικαστήριο προσεγγίζοντας το ζήτημα της επαναφοράς υπόθεσης υπό το πρίσμα της ερμηνείας της Δ.26, θ.14, έκρινε ότι ο εν λόγω θεσμός έχει καθολικό χαρακτήρα και διέπει και τα της επαναφοράς υπόθεσης η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης (default) διαδίκου - ως η ενώπιόν μας περίπτωση (F.N. & A.G. Developers Ltd vKermia Properties & Investments Ltd κ.ά., Π.Ε. 31/2012, ημερ. 11.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A285) - να ενεργήσει κατά τα δέοντα και όχι επί της ουσίας. Όπως τονίζεται στην Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 2071, 2074:

 

«Κατανοητή είναι η διάκριση η οποία γίνεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας πρώτον, μεταξύ αποφάσεων που δεν προκύπτουν από την εξέταση της ουσίας του αντικειμένου της δίκης και δεύτερον, εκείνων που αποτελούν το απαύγασμα της δίκης. Θέμα επαναφοράς μπορεί να εγερθεί μόνο στην πρώτη περίπτωση όχι στη δεύτερη, όπου εξαντλούνται τα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Το δικαίωμα έφεσης το οποίο παρέχεται από τις διατάξεις του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 κατά απόφασης Δικαστηρίου ασκούντος πολιτική δικαιοδοσία, τελεί υπό την αίρεση των προνοιών του ισχύοντος διαδικαστικού κανονισμού, δηλαδή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι διαγράφουν ως μέσο αποκατάστασης απορριφθείσας υπόθεσης την υποβολή αίτησης για το σκοπό αυτό στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Εξυπακούεται ότι απόφαση απορριπτική αιτήματος για επαναφορά απορριφθείσας αγωγής μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο έφεσης. Και στην προκείμενη υπόθεση υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για επαναφορά της απορριφθείσας υπόθεσης η οποία όμως, για λόγους που δεν εξηγούνται αποσύρθηκε και επέκεινα απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.»

 

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, κρίνεται, με όλο το σεβασμό, ως αβάσιμη η θέση της πλευράς των Εφεσειόντων ότι η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ενδιάμεση αλλά τελική και πως, ως παρεπόμενο, παρέχουσα αυτοτελές δικαίωμα έφεσης στη βάση των διαλαμβανομένων στην παράγραφο (α) του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Παραμένει προς εξέταση η υπαλλακτική θέση των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση εμπίπτει στα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γ) του πιο πάνω άρθρου, ότι δηλαδή είναι απόλυτα καθοριστική ως προς τα αποτελέσματά της για τα δικαιώματα των διαδίκων και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε έφεση.

 

Δεδομένου ότι το υπό εξέταση ζήτημα παραπέμπει ευθέως σε ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 25(1), όπως προσφάτως τροποποιήθηκε από το Νόμο 109(Ι)/2017, κρίνουμε σκόπιμη συνοπτική παράθεση του ιστορικού του εν λόγω άρθρου, από της αρχικής εισαγωγής του, με τη θέσπιση του Νόμου το 1960, μέχρι και της τελευταίας, πιο πάνω, τροποποίησής του:

 

Από της θέσπισης του Νόμου 14/60 μέχρι και της τροποποίησής του με τον Τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/2008, το άρθρο 25(1) προέβλεπε:

 

«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.»

 

 

Το υπό αναφοράν άρθρο τροποποιήθηκε το 2008, τροποποιητικός νόμος 118(Ι)/2008, ως εξής:

 

«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο:

 

Νοείται ότι διάδικος που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης, δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση.»

 

 

 

Της πιο πάνω τροποποίησης προηγήθηκε παρεμβολή σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της έννοιας του όρου «απόφαση» του άρθρου 25(1). Στην υπόθεση Λουκία Χρίστου Χαρούς ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς, συζύγου Ηλία Καγιά (2003) 1 ΑΑΔ 1530, υιοθετήθηκε, από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ερμηνεία του εν λόγω όρου όπως δόθηκε στη βασική επί του θέματος υπόθεση Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389. Διευκρινίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι «απόφαση» σημαίνει «δικαστική απόφαση, ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων». Αυτές και μόνο οι αποφάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1). Ας σημειωθεί ότι στην Χάσικος (ανωτέρω) για πρώτη φορά από της θέσπισης του Ν.14/60, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε καθοριστικά την έννοια του όρου «απόφαση», προσδιορίζοντας ποιες από τις ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση.

 

Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της Χαρούς (ανωτέρω) που οδήγησε, εξελικτικά, στην τροποποίηση  του άρθρου 25(1), που επήλθε με τον Ν. 118(Ι)/2008.

 

Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στο αρχικό κείμενο του άρθρου 25 δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ «ενδιάμεσης» και «τελικής» απόφασης. Ο διαχωρισμός επήλθε, ερμηνευτικά, ως ήδη λέχθηκε, στις κρίσιμες επί του ζητήματος αποφάσεις Χάσικος και Χαρούς (ανωτέρω). Κρίθηκε, όπως προαναφέραμε, ότι «απόφαση» στα πλαίσια του άρθρου 25(1), σημαίνει δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι στην πορεία των τροποποιήσεων του εν λόγω άρθρου που γίνεται σαφής πλέον αναφορά σε «ενδιάμεση» και «τελική» απόφαση.

 

Εν τέλει, η πιο πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 25(1), διά του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τον δικαστικό λόγο της απόφασης Χαρούς, αλλά κινείται και πέραν της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, περιορίζοντας, νομοθετικά πλέον, το πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων όχι απλώς καθοριστικών ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικών.

 

Είναι υπό το φως της νέας νομοθετικής επιταγής και με καθοδήγηση την υφιστάμενη, προ της τροποποίησης του 2008, νομολογιακή προσέγγιση, που θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.

 

Στη Χαρούς (ανωτέρω) η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι τόσο ως ζήτημα νομολογιακής δέσμευσης, όσο και ως θέμα αρχής, η Χάσικος και μεταγενέστερες αποφάσεις στοιχειοθετημένες στον ίδιο λόγο, καθορίζουν ποιες ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση. Εκρινε επίσης ότι οι διαπιστώσεις στην Price v. Gray (2002) 1 AAΔ 424, συνιστούσαν απόκλιση από τον λόγο προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων, αλλά και από τη σωστή ερμηνεία του όρου «απόφαση», ως καθορίζεται από τη νομολογία. Στην Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1368, κρίθηκε, κατ΄ ακολουθίαν υιοθέτησης των αρχών που τέθηκαν στις αποφάσεις Χαρούς και Χάσικος, ότι ενδιάμεση απόφαση με την οποία παραμερίστηκε απόφαση που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων δεν ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων και άρα μη εφέσιμη. Εισήγηση του συνήγορου των εφεσειόντων περί διαφοροποίησης, λόγω της υπέρ τους τελεσίδικης απόφασης και επηρεασμού των δικαιωμάτων τους με τον παραμερισμό, κρίθηκε ως εσφαλμένη με το σκεπτικό ότι η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην των εφεσιβλήτων και ότι στη δίκη που θα ακολουθούσε η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή  παρέμενε αλώβητη.

 

Σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017 είναι η αποφυγή αχρείαστων παρατάσεων και  ο περιορισμός των διαδικαστικών διαδικασιών, καθώς και η αποτροπή ενθάρρυνσης αποσπασματικών εφέσεων και κατατεμαχισμού τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αστρασολ Λτδ κ.ά., Π.Ε. 32/18, ημερ. 24.7.2018). Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να λάβει χώραν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

 Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Δεν κρίνουμε ορθό να προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, δεδομένου ότι το υπό συζήτηση θέμα ηγέρθη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και αφορούσε ερμηνεία πρόσφατης τροποποίησης του Νόμου.  

 

 

                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο