ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Χριστοφόρου, για την Εφεσείουσα. Η. Κονναρής, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ν. ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 463/2012, 23/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A517

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 463/2012)

 

23 Νοεμβρίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

Εφεσείουσα/Εναγόμενη

ΚΑΙ

 

xxxxxx ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

-----------------------------------------

 

Α. Χριστοφόρου, για την Εφεσείουσα.

Η. Κονναρής, για τον Εφεσίβλητο.

 

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η Δημοκρατία παραπονείται μέσω της έφεσης της για την απόδοση εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αποζημιώσεων, γενικών και επαυξημένων, αλλά και τιμωρητικών, στον εφεσίβλητο, καθορισθέντων για την διάγνωση της παραβίασης των δικαιωμάτων του μετά από προσφυγή του τελευταίου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης του σε απομόνωση στις φυλακές της Κυπριακής Δημοκρατίας για περίοδο 47 ημερών από τις 21.9.2003 μέχρι και τις 7.11.2003. 

 

        Το ΕΔΑΔ, με την οριστική απόφαση του στην  υπόθεση Ονουφρίου ν. Κύπρου, Αίτηση Αρ. 24407/04, ημερ. 7.1.2010, διαπίστωσε παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου όπως αυτά κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Κατ΄ αρχάς, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης λόγω του αυστηρού καθεστώτος στο οποίο ο εφεσίβλητος είχε  υποβληθεί κατά τη διάρκεια της απομόνωσης του, το οποίο μαζί με την απαγόρευση επισκέψεων και των υλικών συνθηκών υπό των οποίων είχε τεθεί υπό κράτηση, προξένησαν σε αυτόν ταλαιπωρία που σαφώς υπερέβαινε το αναπόφευκτο επίπεδο που είναι συμφυές με το καθεστώς κράτησης ώστε εν τω συνόλω, η έκθεση του υπό αυτές τις συνθήκες για περίοδο 47 ημερών να αποτελούσε ταπεινωτική μεταχείριση.  Παραβίαση διαπιστώθηκε επίσης να υφίστατο λόγω της αναστολής των δικαιωμάτων επισκέψεων κατ΄ αντίθεση με το Άρθρο 8 παράγραφος (1) της Σύμβασης.  Παραβίαση επίσης εκτιμήθηκε να  υπήρχε και στην περίπτωση του Άρθρου 13 της Σύμβασης λόγω της παρακολούθησης της αλληλογραφίας του εφεσίβλητου.  Το ΕΔΑΔ εξέτασε επίσης αυτεπάγγελτα την ύπαρξη αποτελεσματικής θεραπείας στο εθνικό σύστημα αναφορικά με τα παράπονα του εφεσίβλητου δυνάμει των Άρθρων 3 και 8 της Σύμβασης, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε τέτοια αποτελεσματική θεραπεία ώστε να υπήρχε παραβίαση και του Άρθρου 13 της Σύμβασης. 

 

        Τελικώς, το ΕΔΑΔ, πέραν της διαπίστωσης ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 3, 8 και 13, δεν χορήγησε οποιαδήποτε δίκαιη ικανοποίηση διότι ο εφεσίβλητος δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα και, επομένως, δεν χορηγήθηκε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. 

 

        Στη βάση της απόφασης του ΕΔΑΔ, ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή στη Δημοκρατία επιδιώκοντας την απόδοση γενικών, αυξημένων και παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων για την πιο πάνω προσβολή των δικαιωμάτων του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε τα παραβιασθέντα δικαιώματα όπως αυτά προέκυπταν από την εν λόγω απόφαση και αφού, ενδιαμέσως, είχε προηγουμένως απορρίψει τα προδικαστικά ζητήματα που ήγειρε η Δημοκρατία στην υπεράσπιση της και τα οποία αφορούσαν στις θέσεις ότι η αγωγή ήταν ενοχλητική, μηδαμινή και δικονομικά απαράδεκτη ως μη περιέχουσα αιτία αγωγής και ότι τα ευρήματα του ΕΔΑΔ δεν δέσμευαν τους διαδίκους και ούτε το Δικαστήριο και δεν δημιουργούσαν αγώγιμο δικαίωμα, το δε Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιδικάσει αποζημιώσεις αφού, κατ΄ επιλογή του εφεσίβλητου ως ενάγοντα, αποκλειστική δικαιοδοσία για το ζήτημα είχε το ίδιο το ΕΔΑΔ, έκρινε τη μαρτυρία που δόθηκε εκ μέρους των διαδίκων και αφού την αξιολόγησε θετικά υπέρ του εφεσίβλητου-ενάγοντα θεώρησε ότι το ποσό των €20.000 ήταν αποδοτέο ως δίκαιες και εύλογες γενικές και επαυξημένες αποζημιώσεις ώστε να ικανοποιήσουν την πληγείσα αξιοπρέπεια του, ενώ ένα πρόσθετο ποσό €10.000 αποδόθηκε ως παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις λόγω του γεγονότος ότι η καταπάτηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του εφεσίβλητου είχε συντελεστεί από δημόσιους λειτουργούς και, ιδιαιτέρως, από λειτουργούς του Τμήματος Φυλακών.  Επί αμφοτέρων των ποσών επιδικάστηκε νόμιμος τόκος από 21.9.2003, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσίβλητος είχε τεθεί σε απομόνωση στις Κεντρικές Φυλακές. 

 

        Η έφεση με τρεις λόγους επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.  Κατά την εφεσείουσα Δημοκρατία, στην έκθεση απαίτησης δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι ο εφεσίβλητος είχε  υποστεί οποιαδήποτε παραβίαση των δικαιωμάτων του, αλλά μόνο ισχυρισμός ότι το ΕΔΑΔ είχε αποφασίσει ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματα του.  Εξ αυτού, όμως, δεν δημιουργείτο και αγώγιμο δικαίωμα, ιδιαιτέρως διότι ο εφεσίβλητος προσφεύγοντας στο ΕΔΑΔ επέλεξε να μην διεκδικήσει αποζημιώσεις, γεγονός που τον εμπόδιζε στη βάση του δεδικασμένου να διεκδικούσε αποζημιώσεις από τα Δικαστήρια της Δημοκρατίας.  Κατά δεύτερο λόγο, το Δικαστήριο απέτυχε να καθορίσει με δίκαιο τρόπο τις αποζημιώσεις εφόσον στον καθορισμό των αποζημιώσεων το Δικαστήριο είχε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας που προσέφερε ο εφεσίβλητος και την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε ενώ αυτή  ήταν αντιφατική και αντινομική διότι ερχόταν σε αντίθεση με τα γεγονότα όπως τα διαπίστωσε το ΕΔΑΔ και εν γένει ως προς τα πραγματικά γεγονότα που τον οδήγησαν σε απομόνωση. Το Δικαστήριο παραγνώρισε τις πραγματικές διαπιστώσεις του ΕΔΑΔ θεωρώντας ότι τα όποια προβλήματα υγείας του είχαν προέλθει από τις συνθήκες κράτησης.  Κατά τον τελευταίο λόγο έφεσης, λανθασμένα επιδικάσθηκαν παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις εφόσον ούτε οι προϋποθέσεις της νομολογίας πληρούνταν για την απόδοση τέτοιων αποζημιώσεων, αλλά ούτε και τα γεγονότα της υπόθεσης έδειχναν συστηματική ή επαναλαμβανόμενη ανάλογη συμπεριφορά της Δημοκρατίας. 

 

        Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου εστιάζει στο γεγονός ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ είναι δεσμευτική για την Κυπριακή έννομη τάξη και έχει παραχθεί δεδικασμένο σε οτιδήποτε αποφασίστηκε καθιστώντας υπόχρεη τη Δημοκρατία να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη τους κατάσταση, εάν αυτό είναι δυνατό.  Εάν η αποκατάσταση δεν είναι εκ των πραγμάτων επιλογή, τότε ο διάδικος ο οποίος πέτυχε ενώπιον του ΕΔΑΔ την αναγνώριση της παραβίασης των δικαιωμάτων του, δικαιούται σε ανάλογη δίκαιη αποζημίωση.  Τέτοια αποζημίωση δύναται να αποδοθεί είτε από το ίδιο το ΕΔΑΔ, είτε από το εθνικό κράτος κατά την επιλογή του προσφεύγοντος.  Ο εφεσίβλητος δεν είχε ζητήσει αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ διότι  είχε δικαίωμα να αναζητήσει τις αποζημιώσεις αυτές ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων εάν και εφόσον διαπιστωνόταν, όπως και διαπιστώθηκε, η παραβίαση των δικαιωμάτων του.  Η μαρτυρία που πρωτοδίκως παρουσιάσθηκε δεν προσφέρθηκε για να αμφισβητήσει τα ευρήματα του ΕΔΑΔ, ούτε για να επανεκδικαστούν γεγονότα, αλλά στόχευε στον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης.  Εκ της αποφάσεως του ΕΔΑΔ δεν έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο εφόσον αποζημιώσεις δεν ζητήθηκαν. 

 

        Η πρωτόδικη κρίση, πάντοτε κατά τον εφεσίβλητο, όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα, είναι πλήρως σύμφωνη με τα ευρήματα του ιδίου του ΕΔΑΔ, η απόφαση του οποίου εν πάση περιπτώσει είναι τελεσίδικη αφού  δεν   προσεβλήθη   στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου και κατά συνέπεια πλήρως δεσμευτική.  Ο καθορισμός των αποζημιώσεων  εναπόκειτο στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις απέδωσε το συγκεκριμένο ποσό ως δίκαιο αντιστάθμισμα των προβλημάτων που προέκυψαν στον εφεσίβλητο από τις συνθήκες κράτησης του σε απομόνωση, με έντονο το στοιχείο της ηθικής βλάβης.  Οι δε παραδειγματικές αποζημιώσεις είχαν σκοπό να δώσουν έμφαση στο ότι τα δικαιώματα του εφεσίβλητου καταπατήθηκαν από δημόσιους λειτουργούς.  Και προς αυτή την κατεύθυνση το Δικαστήριο είχε το ευεργέτημα να σχηματίσει ιδίαν άποψη από τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του αναφορικά με τις συνθήκες κράτησης του εφεσίβλητου, έχοντας υπόψη και τα διαπιστωθέντα γεγονότα από το ίδιο το ΕΔΑΔ. 

 

        Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης προβάλλει και χρήζει απάντησης η θέση της εφεσείουσας Δημοκρατίας αναφορικά με τη δημιουργία δεδικασμένου από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος επέλεξε, και αυτό είναι παραδεκτό, να μην διεκδικήσει αποζημιώσεις από το ίδιο το ΕΔΑΔ.  Κατά τη Δημοκρατία, στη βάση των γνωστών αρχών περί της δημιουργίας δεδικασμένου, ο εφεσίβλητος εφόσον επέλεξε να μην ζητήσει αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ, καίτοι θα μπορούσε να το έπραττε, εμποδιζόταν πλέον να αναζητήσει τέτοια θεραπεία ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Οι αρχές περί δεδικασμένου η εφαρμογή του οποίου συνιστάται στην ύπαρξη προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης, ταύτισης διαδίκων, ταύτισης της ιδιότητας αυτών και ταύτιση των επιδίκων θεμάτων στις δύο αγωγές (Μιχαήλ ν. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125), καλύπτουν και την περίπτωση όχι μόνο των αξιώσεων που περιελήφθησαν στην πρώτη αγωγή, αλλά και σε σχέση με εκείνες που θα μπορούσαν να είχαν αναζητηθεί στο πλαίσιο του αντικειμένου της πρώτης αντιδικίας, (Theori a.o. v. Djoni a.o. (1984) 1 C.L.R. 296,  K.S.R. Commercio SA. κ.α. ν. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309 και Παπάμιχαηλ ν. Παμπόρης Εργοληπτική Εταιρεία Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 563).

 

        Για την εξέταση του δεδικασμένου στην ιδιάζουσα περίπτωση όπου διαπιστώνεται μεν από το ΕΔΑΔ παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ο προσφεύγων σ΄ αυτό δεν είχε αναζητήσει αποζημιώσεις, αναγκαία είναι η καταφυγή στο Άρθρο 41 της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο αφορά στη «δίκαιη ικανοποίηση» («just satisfaction»).  Το Άρθρο αυτό έχει ως εξής:

 

«Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση.»

 

Η διατύπωση του Άρθρου, σύμφωνα με όλα τα σχετικά συγγράμματα, δεν καθιστά  αυτόματη την απόδοση αποζημίωσης στον προσφεύγοντα κατά τη διαπίστωση ή ως ακόλουθο της, της παραβίασης προνοιών της Σύμβασης.  Έχοντας υπόψη ότι ο πρωταρχικός ρόλος του ΕΔΑΔ είναι η έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων ως προς την προσβολή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τη Σύμβαση, η θεραπεία των αποζημιώσεων παρέχεται επικουρικά και εφόσον ζητηθεί από τον προσφεύγοντα.  Έχει διακηρυχθεί ότι το ΕΔΑΔ δεν συνιστά Δικαστήριο τετάρτου βαθμού, ακυρωτικό των αποφάσεων των εθνικών Δικαστηρίων, αλλά ομοιάζει με συνταγματικό, τροπόν τινά, Δικαστήριο με τη διαφορά ότι δεν μπορεί να  υποδείξει ευθέως στα κράτη μέλη να τροποποιήσουν την εθνική τους νομοθεσία ή να λάβουν άλλα μέτρα.  Αυτή η θέση απορρέει από το συνδυασμό του Άρθρου 41 με το Άρθρο 46 («Binding force and execution of judgments») της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει την υποχρέωση των κρατών να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να τερματίζονται οι παραβιάσεις που έχουν διαπιστωθεί, (δέστε Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ΄ Άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2η Έκδ.    σελ. 721-725).

 

        Όπως, κατά την κοινή διαπιστωμένη νομική θέση, η προηγούμενη προσφυγή στο κράτος μέλος για απόδοση αποζημίωσης δεν είναι αναγκαία για να αναζητηθούν αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ, το ίδιο ισχύει και για το αντίθετο.  Ενώ, δηλαδή, το ΕΔΑΔ δεν επιβάλλει στον προσφεύγοντα να έχει προηγουμένως αναζητήσει αποζημιώσεις κατά το εθνικό δίκαιο της χώρας του, η μη προσθήκη κατά την προσφυγή ενώπιον του και της θεραπείας των αποζημιώσεων, δεν τον αποκλείει να επιδιώξει την απόδοση αποζημιώσεων από το κράτος μέλος μετά τη διαπίστωση των παραβιάσεων των δικαιωμάτων του.  Εάν αναζητηθούν αποζημιώσεις από το ΕΔΑΔ τότε, ως θέμα διακριτικής ευχέρειας, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει τέτοιες αποζημιώσεις, αλλά δεν  υποχρεώνεται να το πράξει σε κάθε περίπτωση.  Το Δικαστήριο σε πλείστες όσες περιπτώσεις δυνατό να διακηρύξει ότι η ίδια η διαπίστωση της παραβίασης είναι αρκετή περιορίζοντας και εξαντλώντας το ζήτημα στην επιδίκαση εξόδων υπέρ του προσφεύγοντος.  Το ΕΔΑΔ δεν αποδίδει αυτεπαγγέλτως αποζημίωση όταν αυτή δεν έχει αναζητηθεί, με δεδομένη την υποχρέωση των κρατών μελών, κατά το Άρθρο 46, να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις του, (δέστε Harris, O'Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights, 2η έκδ. σελ. 856 κ.ε.).

 

        Δεδικασμένο, λοιπόν, δημιουργείται όταν ο προσφεύγων αναζητήσει αποζημιώσεις και αποφασίσει επί τούτου το ΕΔΑΔ, οπότε δεν μπορούν να αναζητηθούν περαιτέρω αποζημιώσεις ενώπιον των εθνικών Δικαστηρίων.  Όπου όμως δεν έχουν αναζητηθεί, δεδικασμένο δεν δημιουργείται, παρά το προφανές, κατά τη θέση του Εφετείου, ότι τουλάχιστον ο προσφεύγων θα έπρεπε να εξηγήσει το λόγο γιατί δεν αναζητά αποζημιώσεις από το ίδιο το ΕΔΑΔ κατά την εκεί προσφυγή του.  Κατά τη διατύπωση του Άρθρου 41, ανωτέρω, είναι φανερό ότι θα πρέπει ο προσφεύγων αναζητώντας τη θεραπεία της δίκαιης ικανοποίησης να εξηγήσει ότι κατά το εσωτερικό δίκαιο του κράτους μέλους δεν μπορεί παρά να έχει ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης.  Με άλλα λόγια, ότι για λόγους που αφορούν το εθνικό δίκαιο, ο προσφεύγων δεν θα μπορέσει να ικανοποιηθεί χρηματικώς ή άλλως πως.

 

Έπεται ότι η μη αναζήτηση αποζημιώσεων, όπως έγινε στην υπό κρίση περίπτωση, συνηγορεί στη θέση ότι ο προσφεύγων θεωρεί ότι μπορεί να έχει τελεία εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης από τα Δικαστήρια του κράτους μέλους.  Σχετική απόφαση περί του πότε δημιουργείται δεδικασμένου σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί η Βιομηχανία Ζωοτροφών Κατερίνης Ανώνυμος Εταιρεία (Βιοζωκατ ΑΕ) Απόφαση 1816/2007 Δικαστήριο του Αρείου Πάγου Δ΄ Πολιτικό Τμήμα, ημερ. 9.5.2007, και βοηθητικά είναι προς τούτο και τα αναφερόμενα στο σύγγραμμα Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights, 5η έκδ., σελ. 44-45), από τα οποία προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν κατ΄ αρχάς την ευχέρεια και την ελευθερία να επιλέξουν τους τρόπους με τους οποίους θα συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ όταν αυτό έχει διαπιστώσει παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

 Ο σχετικός λόγος έφεσης που περιλαμβάνει και την πρόταση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τις πρόνοιες της Σύμβασης και τη σχετική νομολογία επειδή το ΕΔΑΔ έχει το δικαίωμα να επιδικάσει αποζημιώσεις δεν προκρίνεται ως ορθός εφόσον, όπως έχει διαφανεί από την προηγηθείσα ανάλυση, το ΕΔΑΔ αφενός δεν εξετάζει ζήτημα αποζημιώσεων εφόσον δεν ζητούνται και αφετέρου, το κράτος μέλος πέραν της ενδεχόμενης χρηματικής αποζημίωσης, εάν και εφόσον ζητηθεί, δύναται να λάβει και άλλα μέτρα τα οποία  αφορούν και επηρεάζουν ευρύτερα το νομικό πλαίσιο όπως τροποποίηση των κανονισμών των φυλακών, όπως και έχει τροχιοδρομηθεί σε αυτή την περίπτωση.  Είναι γι΄ αυτό το λόγο που αναφέρεται στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου - ανωτέρω -  σελ. 724-725, ότι διαφαίνεται ως νέα τάση του ΕΔΑΔ, να απευθύνει «διαταγές» προς τα κράτη μέλη καλώντας τα να προβαίνουν σε «restitutio in integrum», ιδιαίτερα όπου υπάρχουν μαζικές προσφυγές ενώπιον του αναφορικά με συγκεκριμένα κενά στην εσωτερική νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι ενδεικτικά προβλημάτων μεγάλης κλίμακας οφειλόμενα σε δυσλειτουργία της νομοθεσίας και των διοικητικών πρακτικών, (Broniowski v. Πολωνίας (2005) 40 EHRR 495).

 

        Ο επόμενος λόγος έφεσης αφορά στην αποδοχή εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου της μαρτυρίας του εφεσίβλητου κατ΄ αντίθεση και/ή πέραν από τα διαπιστωθέντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ.  Το Δικαστήριο στην απόφαση του έκρινε ότι ο εφεσίβλητος με σταθερό, άμεσο και εναργή λόγο περιέγραψε με ειλικρίνεια τα προβλήματα που του δημιουργήθηκαν λόγω της απομόνωσης του και ότι συνήδε η μαρτυρία του με τα ευρήματα όπως καταγράφηκαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ.  Τα όσα, κατά το Δικαστήριο, βίωσε ως συνέπεια της επίδικης κράτησης ήταν  σε λογική συνάφεια με τα όσα είχαν διαπιστωθεί ως γεγονότα που θεμελίωναν τις επίδικες αδικοπραξίες.  Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι στον εφεσίβλητο είχε δημιουργηθεί τραυματισμός από την άποψη της πρόσκλησης δυσκαμψίας στο δεξιό ώμο εξ αιτίας του γεγονότος ότι ήταν έγκλειστος σε κελί κατά μήνα Οκτώβριο, φέροντας ως μόνα εξωτερικά ενδύματα ένα παντελόνι τζιν και λεπτό κοντομάνικο πουκάμισο.  Η επίδικη κράτηση επέφερε πλήγμα στο ηθικό και την αυτοεκτίμηση του προκαλώντας ψυχολογική αναστάτωση, ταλαιπωρία και προσβολή της προσωπικότητας του.

 

        Ευθέως να λεχθεί ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μαρτυρία από τον εφεσίβλητο, αλλά και από την εφεσείουσα Δημοκρατία σε σχέση με το ζήτημα των αποζημιώσεων με δεδομένο ότι πρωτοδίκως κατατέθηκε ως κοινό παραδεκτό γεγονός η απόφαση του ΕΔΑΔ σε σχέση με τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων.  Ο συνήγορος του εφεσίβλητου ζήτησε όπως η απόφαση αυτή ληφθεί υπόψη ως μαρτυρία με τη σύμφωνη γνώμη του συνηγόρου της Δημοκρατίας.  Τα όσα καταγράφηκαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ ήταν από μόνα τους αρκετά για να καθορισθούν οι αποζημιώσεις και δεν χρειαζόταν προσθήκη μαρτυρίας, η οποία πράγματι απέκλινε από τα όσα καταγράφηκαν στην εν λόγω απόφαση με την προσθήκη περαιτέρω στοιχείων και δεδομένων τα οποία  αναμφίβολα επηρέασαν το Δικαστήριο  στον καθορισμό των αποζημιώσεων.  Η θέση του εφεσίβλητου ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ακούσει μαρτυρία διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατό να καθοριστεί αποζημίωση δεν είναι ορθή διότι ήδη υπήρχαν, ως μοναδικό αυθεντικό υλικό ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, τα διαπιστωθέντα από το ΕΔΑΔ.

 Προκύπτουν ως ουσιώδη ευρήματα τα καταγραφόμενα στις παραγράφους 80, 97 και 114 όπου διαπιστώνεται παραβίαση των Άρθρων 3, 8 και 13 της Σύμβασης.  Αναφορικά με την παραβίαση του Άρθρου 3, το οποίο καθορίζει ότι «ουδείς επιτρέπεται να υποβληθεί εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς», η διαπίστωση του ΕΔΑΔ στις παραγράφους 71 κ.ε. ήταν ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ενημερωθεί επισήμως και γραπτώς σε οποιοδήποτε στάδιο τους λόγους της απομόνωσης του ή της προβλεπόμενης διάρκειας της.  Ο λόγος που δόθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν για την προστασία του ιδίου του εφεσίβλητου, και άλλων κρατουμένων, η διατήρηση της τάξης, η πειθαρχία και η προστασία του ίδιου του εφεσίβλητου δεν δικαιολογούσαν την κράτηση υπό απομόνωση.  Κρίθηκε επίσης ότι παρά το γεγονός ότι στις 31.10.2003 δόθηκε εντολή για διακοπή της απομόνωσης, η εντολή αυτή χάθηκε με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να παραμείνει αχρείαστα σε απομόνωση άλλες επτά ημέρες. 

 

        Περαιτέρω, το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι στη βάση του Ημερολογίου Φυλακών ο εφεσίβλητος είχε κρατηθεί για σύνολο           47 ημερών σε κελί που δεν διέθετε εγκαταστάσεις υγιεινής, ούτε τρεχούμενο νερό, ενώ η χρήση τουαλέτας ήταν δυνατή μόνο μια φορά την ημέρα επισφραγίζοντας έτσι τον ισχυρισμό του ιδίου του εφεσίβλητου ότι κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων της κράτησης αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί «μπουκάλια νερού και νάυλον σακούλες για τις βιολογικές του ανάγκες».  Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι ο τραυματισμός του, το οποίο στην πράξη σήμαινε τη μυαλγία που αισθάνθηκε ο εφεσίβλητος στον ώμο, προήλθε από το γεγονός ότι το κελί ήταν κρύο και υγρό.  Δεν διαπιστώθηκε, όμως, να υπήρχε  στέρηση στο επίπεδο φροντίδας και προσοχής προς την υγεία του εφεσείοντος δεδομένου ότι καταγράφηκαν δύο επισκέψεις από ιατρικό λειτουργό, ενώ ο ίδιος ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να παραστεί σε προγραμματισμένη συνάντηση με χειρουργό.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος λάμβανε γεύματα σε μη τακτά χρονικά διαστήματα, μερικές φορές με μόνο ένα πλήρες γεύμα την ημέρα, προσθέτοντας έτσι στο αυστηρό καθεστώς κατά το οποίο ο εφεσίβλητος είχε  υποβληθεί κατά τη διάρκεια της απομόνωσης του.

 

        Ως προς την παραβίαση του Άρθρου 8. το οποίο αφορά στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αναστολή των δικαιωμάτων επισκέψεων υπό το φως του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε προειδοποιηθεί επισήμως για την αναστολή αυτή, παραβίαζε το εν λόγω Άρθρο εφόσον και οι περί Φυλακών Κανονισμοί δεν έθεταν ρητή και απόλυτη απαγόρευση επισκέψεων στους βρισκόμενους υπό κατάσταση απομόνωσης καταδικασθέντες.  Το Δικαστήριο, όμως, δεν βρήκε ότι η παρακολούθηση της αλληλογραφίας του εφεσίβλητου συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της αλληλογραφίας.  Η παρακολούθηση όμως της αλληλογραφίας από την άποψη του περαιτέρω ελέγχου της πριν από τη διαβίβαση της στους παραλήπτες, δεν ήταν σύμφωνη με το Νόμο παραβιάζοντας έτσι το Άρθρο 8, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε λάβει καμία αιτιολογημένη απόφαση αναφορικά με το λόγο για τον οποίο υπήρχε η επέμβαση αυτή. 

 

        Επί του Άρθρου 13, το οποίο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως από το ΕΔΑΔ, διαπιστώθηκε παραβίαση δεδομένου ότι δεν υπήρχε δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής και αποτελεσματικής θεραπείας στη Δημοκρατία εφόσον ούτε η προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτε τα παράπονα του ενώπιον του Συμβουλίου Φυλακών ήταν επαρκείς θεραπείες.  Το μεν Συμβούλιο Φυλακών δεν είχε απαντήσει στα παράπονα του εφεσίβλητου, το δε Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποδώσει ουσιαστική θεραπεία αφού σε προηγούμενες αποφάσεις του έκρινε ότι ο εγκλεισμός σε απομόνωση δεν αποτελούσε απόφαση που να καλύπτεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Ανάλογη κρίση ως προς το παραδεκτό της απευθείας προσφυγής στο ΕΔΑΔ με παράπονα ως προς τις συνθήκες κράτησης στις Κεντρικές Φυλακές λόγω της αναποτελεσματικότητας των εσωτερικών μέτρων παροχής θεραπείας έγινε πολύ πρόσφατα στην Danilczuk v. Cyprus, Application No. 21318/12, ημερ. 3.4.2018.

 

        Αυτά ήταν ουσιαστικά τα δεδομένα ενώπιον του ΕΔΑΔ και τα ευρήματα του και οτιδήποτε άλλο λέχθηκε υπό τύπο μαρτυρίας από τον εφεσίβλητο παρέκκλινε από αυτά.  Η ανάγνωση των πρακτικών αποκαλύπτει ότι ο εφεσίβλητος έδωσε περαιτέρω λεπτομέρειες κατ΄ αντίθεση και με τα διαπιστωθέντα από το ΕΔΑΔ όχι μόνο από πλευράς ευρημάτων του, αλλά και από πλευράς γεγονότων όπως αυτά καταγράφηκαν στις παραγράφους 6 και 7 της απόφασης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ κατά τη διεξαγωγή της δίκης διατύπωσε, και ορθά, τη θέση ότι δεσμευόταν από την απόφαση του ΕΔΑΔ και ως προς τα ευρήματα και ως προς τα συμπεράσματα, εντούτοις στο τέλος της ημέρας δέχθηκε το σύνολο της μαρτυρίας του εφεσίβλητου χωρίς να διαχωρίσει ποια από τα  υπ΄ αυτού κατατεθέντα συνήδαν με την απόφαση του ΕΔΑΔ και ποια όχι.  Αυτό αναμφίβολα επηρέασε την ευρύτερη κρίση του ως προς τις αποζημιώσεις στις οποίες θα γίνει αναφορά πιο κάτω.

 

        Παραδείγματα της διάστασης στη μαρτυρία του εφεσίβλητου με τα διαπιστωθέντα από το ΕΔΑΔ είναι η θέση του ότι δεν οπλοφορούσε κατά τη σύλληψη του μετά την παράλειψη του να επιστρέψει στις φυλακές κατόπιν της σχετικής άδειας που του είχε δοθεί, θέση που είναι σε ευθεία αντίθεση με την παράγραφο 7 της απόφασης του ΕΔΑΔ όπου καταγράφεται ότι εντοπισθείς ο εφεσίβλητος είχε «... στην κατοχή του πυροβόλο όπλο και κασέτες, ενώ φορούσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και μια γυναικεία περούκα».

 

        Πρόσθετα, ενώ ο εφεσίβλητος τελούσε υπό καταδίκη αυτός παρουσίασε στη μαρτυρία του την εκδοχή ότι αδίκως είχε καταδικαστεί και ότι είχε βρει στοιχεία που τον απάλλασσαν γι΄ αυτό φρόντισε το κράτος να τον κατηγορήσει ότι δήθεν απέδρασε από τα κρατητήρια Παραλιμνίου.  Επίσης, παρά τη μαρτυρία της ιατρού xxxxx, Μ.Υ.1, ότι είχε εξετάσει δύο φορές τον εφεσίβλητο στις φυλακές και του είχε χορηγήσει αντιφλεγμονώδη αλοιφή για τη δυσκαμψία στον ώμο, ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η ιατρός είχε οδηγίες να μην του παρέχει καμιά φαρμακευτική θεραπεία και ότι με δικά της χρήματα είχε αγοράσει αντιφλεγμονώδη κρέμα.

 

        Ως προς τον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο παρέθεσε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τις αποζημιώσεις που δίδονται σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων που αφορούν σωματικές βλάβες.  Κατέγραψε το νομολογιακό δεδομένο ότι υπάρχει σταθερή άνοδος του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων ώστε να αντανακλάται μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, αλλά και το ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι και κοινωνικά αποδεκτές.  Στο πλαίσιο αυτό και χωρίς οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη ανάλυση, καθόρισε το ποσό των €20.000 ως εύλογες γενικές και επαυξημένες αποζημιώσεις.

 

        Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πέραν του γεγονότος ότι, όπως υποδείχθηκε, ήταν επηρεασμένη από τη γενικότερη αποδοχή των θέσεων που πρόβαλε ο εφεσίβλητος, κάποτε κατ΄ αντίθεση προς τα ευρήματα του ΕΔΑΔ και κάποτε παρουσιασθέντα καθ΄ υπερβολή, είναι και λανθασμένη ως προς την αναζήτηση του μέτρου των αποζημιώσεων από υποθέσεις που αφορούσαν συνήθη αστικά αδικήματα.  Οι αποζημιώσεις που υπολογίζονται στις περιπτώσεις παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν στην ουσία sui generis αποζημιώσεις.  Το ότι αναγνωρίζεται το δικαίωμα σ΄ αποζημίωση ως απότοκο ευθείας παραβίασης των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα αναγνωρίστηκε τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, με την απόφαση στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558.  Προϋπόθεση είναι βεβαίως η διαπίστωση της παραβίασης.  Με τη στοιχειοθέτηση της ανοίγει ο δρόμος για την απόδοση αποζημιώσεων.

Το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα δεδομένα και γεγονότα και  υπό το φως καθοδήγησης από άλλες υποθέσεις παρομοίας φύσεως να καθορίσει τις αποζημιώσεις τις οποίες το ίδιο θεωρεί εύλογες και δίκαιες υπό τις περιστάσεις.  Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights - ανωτέρω -, αναφέρεται ότι η νομολογία που αναπτύχθηκε από το ΕΔΑΔ σε σχέση με τις αποζημιώσεις που αποδίδει κάτω από το Άρθρο 41, έχει υποστεί κριτική λόγω της ασαφούς διατύπωσης καθαρών αρχών ως προς το πότε αποδίδονται τέτοιες αποζημιώσεις και ποιο είναι το μέτρο τους.  Το ΕΔΑΔ θα αποδώσει αποζημιώσεις μόνο εάν η απώλεια αποδεικνύεται να προήλθε ως άμεσο αποτέλεσμα της παραβίασης.  Στο σύγγραμμα των Harris, O'Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights - ανωτέρω -,  επίσης καταγράφεται στη σελ. 856, ότι η νομολογία του ΕΔΑΔ κάτω από το Άρθρο 41 χαρακτηρίζεται από την έλλειψη και απουσία συστηματικής εφαρμογής σαφών νομικών αρχών όπως αυτές ανευρίσκονται στο δίκαιο των κρατών-μελών της Σύμβασης αναφορικά με τις αποζημιώσεις.  Διαπιστώνεται μόνο η παράθεση γενικών αρχών ώστε οι αποζημιώσεις κατά κανόνα να ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες: στην απόδοση των εξόδων της δίκης, ποσά για οικονομική απώλεια και ποσά για μη οικονομική απώλεια.  Στην τελευταία των κατηγοριών αυτών των λεγόμενων «non-pecuniary damages (or moral damages)», η απόδοση των αποζημιώσεων γίνεται στη βάση μιας δίκαιης αποζημίωσης («equitable compensation») και η απόδοση των αποζημιώσεων περιλαμβάνει τον πόνο, την οδύνη, την αγωνία, το άγχος και την απώλεια ευκαιριών.  Το αίσθημα της αδικίας, ο δυσμενής τρόπος επηρεασμού του τρόπου ζωής και η προσωπική δυσχέρεια, αποτελούν επίσης παραδεκτά κεφάλαια αποζημιώσεων.  Το τελικό επίμετρο είναι η κατά το δυνατόν αποκατάσταση του  θύματος υπό τύπο restitutio in integrum.  Το ποσό που θα αποδοθεί θα πρέπει να είναι ανάλογο της σοβαρότητας της παραβίασης και της επίπτωσης της παραβίασης  στον προσφεύγοντα.

 

Τα υψηλότερα ποσά που έχουν αποδοθεί από το ΕΔΑΔ αφορούν παραβιάσεις των Άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης και σχετίζονταν με θάνατο που  το 2009 ανερχόταν σε €20.000 (δέστε Ramsahai and Others v. Netherlands, hudoc (2007) 46 EHRR 983 και Bitiyena and X v. Russia, hudoc (2007)).

 

        Το σύνηθες μέτρο αποζημιώσεων για ηθική βλάβη παρουσιάζεται να είναι €10.000, ανάλογα με τη σοβαρότητα των γεγονότων. Στην υπόθεση Belevitskiy v. Russia, Application No. 72967/01, ημερ. 1.3.2007, το ΕΔΑΔ επιδίκασε €10.000 σε σχέση με μη οικονομική ζημία για παραβίαση των Άρθρων 3 και 5 της Σύμβασης στον προσφεύγοντα για μεγάλης διάρκειας κράτηση και δίκη και απαράδεκτες συνθήκες κράτησης τόσο από πλευράς χώρου  όσο και από πλευράς υγιεινών συνθηκών. Στην υπόθεση Kalashnikov v. Russia, Application No. 47095/99, ημερ. 15.7.2002, επιδικάσθηκαν €5.000 για κράτηση και διαδικασίες που διήρκεσαν 5 έτη, σε συνθήκες απαράδεκτης υγιεινής και συνθηκών λόγω των οποίων προσβλήθηκε από διάφορες ασθένειες, ενώ στην υπόθεση Benediktov v. Russia, Application No. 106/02, ημερ. 10.5.2007, επιδικάσθηκαν €10.000 ως αποζημίωση για κράτηση ενός χρόνου σε συνθήκες συνωστισμού, ξυλοδαρμού κατά τη διάρκεια του οποίου λόγω της ανθυγιεινής διαβίωσης ο προσφεύγων είχε ασθενήσει με ηπατίτιδα Β, με το Δικαστήριο να χαρακτηρίζει τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων κάτω από τη Σύμβαση ως σοβαρές. 

 

        Στη Slawomir Musial v. Πολωνίας, ημερ. 20.1.2009, το ΕΔΑΔ χορήγησε αποζημίωση €10.000 για παραβίαση του Άρθρου 3 σε σχέση με τη φύση, τη διάρκεια και τη σκληρότητα της μεταχείρισης που έτυχε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της κράτησης του.

 

        Σε  υποθέσεις  εντελώς πρόσφατες, το ΕΔΑΔ ενέκρινε σαφώς πιο μειωμένες αποζημιώσεις σε σχέση με προηγούμενες αποφάσεις του.  Στην Pocasovschi and Mihaila v. The Republic of Moldova and Russia, Application 1089/09, ημερ. 29.5.2018, το Δικαστήριο επιδίκασε  €3.000  και  €1.500  αντίστοιχα  για παραβίαση του Άρθρου 3, για περιόδους 19 μηνών και 13 μηνών κατά την οποία οι αιτητές κρατούνταν υπό απανθρώπους συνθήκας, μεταξύ άλλων και για διακοπή του ηλεκτρισμού και των συνθηκών υγιεινής στις φυλακές.  Είχε ληφθεί υπόψη ότι προηγήθηκε χρηματική αποζημίωση από τα εθνικά Δικαστήρια με το ποσό των €1.266, ενώ, οι Μολδαβικές αρχές είχαν λάβει μέτρα προς αποκατάσταση των προβλημάτων. 

 

        Στη Mursic v. Croatia, Application No. 7334/13, ημερ. 20.10.2016, είχαν αποδοθεί €1.000 (ο αιτητής είχε αιτηθεί €30.000), για κράτηση που διήρκεσε 27 μέρες στις οποίες ο αιτητής είχε στη διάθεση του λιγότερο από 3 τ.μ. προσωπικού χώρου, θέτοντας ως κριτήριο τη διάρκεια και τις ανεπαρκείς συνθήκες της κράτησης.

        Το ΕΔΑΔ σε ορισμένες περιπτώσεις προχωρεί σε συνδυασμό με την αποζημίωση ή ως μόνο μέτρο, να ζητήσει από το κράτος-μέλος τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, όπως στην Aleksanyam v. Ρωσίας, ημερ. 22.12.2008, όπου κρίθηκε ότι η Ρωσική κυβέρνηση όφειλε να αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με άλλα περιοριστικά μέτρα λιγότερο επαχθή.  Παρόμοια στην Ananyev κ.ά. ν. Ρωσίας, ημερ. 10.1.2012.  Στη Muminov v. Ρωσίας, ημερ. 4.11.2010, το Δικαστήριο ζήτησε να παρασχεθούν διευκολύνσεις για τις επαφές μεταξύ του προσφεύγοντος ο οποίος είχε μεταφερθεί και κρατείτο σε άγνωστο χώρο και της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.

 

        Η υπόθεση George Lunt v. Liverpool City Justices (1991) W.L. 11666777, η οποία αναφέρθηκε από τον συνήγορο του εφεσίβλητου, δεν έχει σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα.  Πράγματι το επιδικασθέν πρωτοδίκως ποσό των 13.500 στερλινών αυξήθηκε κατ΄ έφεση στις 25.000 στερλίνες, αλλά πρόκειτο για  υπόθεση όπου ο εφεσείων είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση 42 ημερών για μη καταβολή δημοτικών τελών, αλλά το ένταλμα οφειλής των τελών ήταν αναιτιολόγητο και κατ΄ επέκταση και το ένταλμα φυλάκισης του είχε εκδοθεί χωρίς δικαιοδοσία και επομένως ήταν άκυρο όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων με τη διαδικασία του «judicial review».  Ο εφεσείων, κατά τα άλλα φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης, αναγκάστηκε να παραμείνει εξ αιτίας του ακύρου εντάλματος στη φυλακή για 42 ημέρες σε κελί ιδιαίτερα μετρίων διαστάσεων το οποίο μοιραζόταν με άλλους πέντε καταδίκους και με ελάχιστες συνθήκες υγιεινής, ενώ ήταν αναγκασμένος να φορά και τα ρούχα των φυλακισμένων.

 

        Στην  υπό κρίση περίπτωση με τα διαπιστωθέντα από το ΕΔΑΔ ως παραβιάσεις των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου και υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας που σε ένα βαθμό είναι βοηθητική ως προς τον καθορισμό των αποζημιώσεων, το επιδικασθέν ποσό των €20.000 κρίνεται υπερβολικό, αλλά και αναιτιολόγητο.  Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, όπως αποτυπώθηκε πιο πάνω, συναρτώμενα ιδιαιτέρως προς την περίοδο απομόνωσης και τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε ο εφεσίβλητος κρίνεται ως εύλογο και δίκαιο ποσό, υπό τις περιστάσεις, το ποσό των €8.000.

 

        Όσον αφορά την επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων, οι αποζημιώσεις αυτές ενδείκνυνται σε περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο επιθυμεί να δείξει απέχθεια έναντι στην άδικη συμπεριφορά που υπέστη ο παραπονούμενος.  Σκοπός τους είναι η τιμωρία ουσιαστικά του εναγομένου για απαράδεκτες πράξεις και συμπεριφορές έξω από το ορθό και νόμιμο μέτρο, (Παπακόκκινου ν. Κάνθερ (1982) 1 Α.Α.Δ. 65).  Στόχος είναι η τιμωρία του αδικοπραγούντος όταν η συμπεριφορά του αφενός καταδεικνύει έντονη αδιαφορία για τα δικαιώματα του άλλου μέρους και αφετέρου στοχεύει στην επίτευξη κέρδους στον ίδιο.  Για παράδειγμα, στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. ν. Αλωνεύτη  (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, αποδόθηκαν πρωτοδίκως ΛΚ5.000  υπό τύπο παραδειγματικών αποζημιώσεων οι οποίες μνημονεύθηκαν στην έφεση ως εύλογες υπό τις περιστάσεις όταν η εφεσείουσα εφημερίδα δημοσίευε συνεχώς άρθρα, δυσφημιστικά, όπως αποδείχθηκε εν τέλει, για τον εφεσίβλητο.  Άλλες περιπτώσεις απόδοσης παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι η επίδειξη δύναμης καταχρηστικά και άνευ ευλόγου και νομίμου αιτίας από αστυνομικά όργανα εναντίον πολίτη, όπως ήταν η περίπτωση στην  υπόθεση Κυριάκου Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 350/2011, ημερ. 29.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A255, όπου το Εφετείο αντιστρέφοντας τη σχετική πρωτόδικη κρίση, επιδίκασε €10.000 ως παραδειγματικές αποζημιώσεις. 

 

        Όπου επιδικάζονται παραδειγματικές αποζημιώσεις ορθό είναι να διαχωρίζεται το ποσό αυτό από το ποσό που δίνεται για τις γενικές αποζημιώσεις ώστε να φαίνεται ευθέως η κρίση του Δικαστηρίου ως προς το τιμωρητικό του μέτρου, όπως, για παράδειγμα, στις υποθέσεις δυσφήμισης, όπου οι συνήθεις αποζημιώσεις που αποδίδονται δεν θεωρούνται επαρκείς με αποτέλεσμα να πρέπει να δοθούν και παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, (Cassell & Co. Ltd v. Broome (1972) 1 All E.R. 801, Rookes v. Barnard (1964) A.C. 1129 σελ. 1228 και Ogus: "The Law of Damages" σελ. 38).  Όπου δίδονται παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις δεν επιδικάζεται τόκος γιατί στοχεύουν σε διαφορετική κατεύθυνση παρά οι γενικές αποζημιώσεις.  Η υπόθεση Harmsworth κ.ά. ν. Salamis Glory κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1617, η οποία χρησιμοποιήθηκε πρωτοδίκως για την επιδίκαση τόκου επί των παραδειγματικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία που ο εφεσίβλητος τέθηκε σε απομόνωση, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης.  Η υπόθεση αφορούσε σε συνενωμένες αγωγές για την απόδοση αποζημιώσεων για σωματικές βλάβες τις οποίες οι ενάγοντες είχαν υποστεί ενώ συμμετείχαν σε κρουαζιέρα. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα, κρίνεται, επιδίκασε παραδειγματικές αποζημιώσεις στην επίδικη περίπτωση παραγνωρίζοντας ότι ο εφεσίβλητος τέθηκε υπό απομόνωση λόγω της μη επιστροφής του από την άδεια εξόδου που έλαβε και ενώ ήταν ήδη κατάδικος στις κεντρικές φυλακές.  Οι διαπιστώσεις του ΕΔΑΔ αφορούσαν τις συνθήκες κράτησης του, εν πολλοίς λόγω λειτουργικών αδυναμιών, και σε καμία περίπτωση δεν είχε διαπιστωθεί ηθελημένη καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του.  Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα επιβαρυντικές συνθήκες ή ποικιλότροπη βλάβη τόσο βαριά που να δικαιολογούσαν την ανάγκη για τιμωρία του αδικοπραγούντος προς αποτροπή. Δεν ενδείκνυτο συνεπώς η απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων εφόσον αφενός η διαπίστωση από το ίδιο το ΕΔΑΔ της παραβίασης των δικαιωμάτων του εφεσίβλητου, αφετέρου δε η απόδοση των γενικών αποζημιώσεων για την περίοδο και τις συνθήκες κράτησης του από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έπρεπε να θεωρούντο αρκετά ως αποζημίωση για ηθική βλάβη. 

 

        Στη Γιάλλουρος ν. Νικολάου - ανωτέρω -, διατυπώθηκε η θέση, ιδιαιτέρως από τον Αρτεμίδη, Δ., ως ήταν τότε, ότι ο χαρακτηρισμός των αποζημιώσεων που επιδικάζονται για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αδόκιμα χαρακτηρίζονται ως «παραδειγματικές», «τιμωρητικές» ή «επαυξημένες».  Ο μοναδικός σκοπός της αποζημίωσης είναι η αποκατάσταση της ζημιάς που το θύμα υπέστη και η καταδίκη του υπαιτίου σε τιμωρητικές αποζημιώσεις «εκφεύγει των ορίων της αστικής δικαιοδοσίας, που δε λειτουργεί για τον κολασμό των διαδίκων σε αστική υπόθεση».  Δεν δικαιολογείται η πρόσδοση επιβαρυντικού ή τιμωρητικού χαρακτήρα στις αποζημιώσεις. 

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και το ποσό των €20.000 γενικών αποζημιώσεων αντικαθίσταται με €8.000 με νόμιμο τόκο από 21.9.2003.  Η πρωτόδικη κρίση ως προς την απόδοση των παραδειγματικών αποζημιώσεων ακυρώνεται.

 

        Ο επιδικασμός των πρωτοδίκων εξόδων παραμένει, αλλά υπό τα δεδομένα της υπόθεσης και του γεγονότος της διάγνωσης της παραβίασης, δεν εκδίδεται καμία διαταγή επί της εφέσεως. 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο