ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D481
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 138/2018)
7 Νοεμβρίου 2018
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 & 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) Ν. 33/64 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60) ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΥ 33 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. C.M.K. METAL CONSTRACTION LIMITED (H.E. 49559) EK ΛΕΜΕΣΟΥ KAI 2. XXXXX ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ (Α.Τ. XXXXX9095) EK ΛΕΜΕΣΟΥ KAI ΑΙΤΗΤΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 314/2018 ΑΙΤΗΣΕΩΣ/ΕΦΕΣΕΩΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, PROHIBITION KAI MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2.11.2018 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΜΟΝΟΜΕΡΟΥΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 31.10.2018 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 314/2018 ΑΙΤΗΣΗΣ/ΕΦΕΣΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 2 ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΔΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΥΠΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ ΚΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΗ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ στις 8.11.2018 ΚΑΙ 9.11.2018 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ.
EX PARTE ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ: 1. C.M.K. METAL CONSTRACTION LIMITED (H.E. 49559) EK ΛΕΜΕΣΟΥ KAI 2. XXXXX ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ (Α.Τ. XXXXX9095) EK ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI, PROHIBITION KAI MANDAMUS - ΑΙΤΗΤΩΝ
--------------
Για τον αιτητή: Χρίστος Χριστοφόρου.
-----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Εx tempore)
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση αφορά διαδικασία πώλησης ενυποθήκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIΑ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν. 9/1965, όπως τροποποιήθηκε (142(Ι)/2014 και 87(Ι)/2018).
Η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του Μέρους VIA του Νόμου αρχίζει με επίδοση από τον ενυπόθηκο δανειστή στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, έγγραφης ειδοποίησης κατά τον Τύπο «Ι» του Δευτέρου Παραρτήματος του Νόμου, η οποία αποτελεί πρόσκληση προς εξόφληση του οφειλόμενου ποσού εντός προθεσμίας όχι μικρότερης των 30 ημερών από της επίδοσης (άρθρο 44Γ(1)).
Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν συμμορφωθεί, τότε ο δανειστής δύναται να επιδώσει δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία να αναφέρεται ότι το ενυπόθηκο ακίνητο πρόκειται να πωληθεί με πλειστηριασμό. Η ειδοποίηση αυτή επιδίδεται κατά τον Τύπο «ΙΑ» εντός περιόδου 30 ημερών από την καθορισμένη ημέρα πώλησης (άρθρο 44Γ(2)).
Σύμφωνα δε με το άρθρο 44Γ(3) ο ενυπόθηκος οφειλέτης, καθώς και οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο μέρος, δύναται εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης (Τύπος «ΙΑ») να καταχωρίσει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για παραμερισμό της ειδοποίησης για συγκεκριμένους μόνο λόγους που απαριθμούνται περιοριστικά στο Νόμο.
Στην παρούσα υπόθεση, αφού παρήλθε άπρακτη η πρώτη ειδοποίηση για εξόφληση (Τύπος «Ι»), η ειδοποίηση για πώληση (Τύπος «ΙΑ») επιδόθηκε στους ενυπόθηκους οφειλέτες, αιτητές στην παρούσα αίτηση, στις 2.10.2018, ορίζοντας ως χρόνο του πλειστηριασμού των επιδίκων ακινήτων την 8.11.2018 και 9.11.2018, αντιστοίχως. Αυτοί είχαν συνεπώς προθεσμία να καταχωρίσουν την προβλεπόμενη από το εδάφιο (3) του άρθρου 44Γ έφεση μέχρι και την 1.11.2018. Το έπραξαν εμπρόθεσμα, εφόσον η έφεση καταχωρίστηκε στις 31.10.2018. Παράλληλα, όμως, καταχώρισαν και αίτηση χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά (ex parte) με την οποία ζητήθηκε αναστολή της διαδικασίας πώλησης μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της έφεσης.
Εξετάζοντας τη μονομερή αυτή αίτηση στις 2.11.2018, το Επαρχιακό Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα έκρινε ότι δεν εστοιχειοθετείτο το κατεπείγον του ex parte αιτήματος το οποίο και απέρριψε. Είναι οι αιτητές, θεώρησε, οι οποίοι, καταχωρώντας την αίτηση στο τέλος της προθεσμίας, δημιούργησαν τα στενά χρονικά περιθώρια.
Ακολούθησε η παρούσα αίτηση με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 2.11.2018, προς έκδοση εντάλματος prohibition που να απαγορεύει τη συνέχιση διαδικασίας αναγκαστικής πώλησης μέχρι νεωτέρων διαταγών του Δικαστηρίου ή μέχρι πλήρους εκδικάσεως της αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari ή αναστολή της διαδικασίας και άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται ή να δίδονται οδηγίες στο αρμόδιο Δικαστήριο να ακούσει και να αποφασίσει σύμφωνα με το Νόμο τη μονομερή αίτηση ημερομηνίας 31.10.2018.
Οι αιτητές επικαλούνται ως λόγους επί των οποίων βασίζεται η αίτηση τους στην κατ΄ισχυρισμόν αρνησιδικία του Δικαστηρίου να εξετάσει την αίτησή τους με αποτέλεσμα, ουσιαστικά, να καθίσταται άνευ αντικειμένου η έφεση. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών τόνισε ότι το κατεπείγον θα έπρεπε να κριθεί από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης στις 31.10.2018 και όχι από την ημερομηνία επίδοσης της σχετικής ειδοποίησης για εκποίηση των ακινήτων στις 2.10.2018.
O ισχυρισμός για αρνησιδικία δεν ευσταθεί. Το Δικαστήριο επελήφθη της αίτησης, την εξέτασε και την απέρριψε με αιτιολογημένη απόφαση. Αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών σε κατ΄ισχυρισμό λάθη του Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και έθεσε θέματα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών για τους λόγους που εξήγησε.
Όπως έχει διατυπώσει την παγιωμένη νομολογιακή αρχή ο Καλλής, Δ., στην υπόθεση Αναφορικά με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:-
«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92 / 24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95).»
Η έννοια του «προδήλου νομικού σφάλματος» δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις, αλλά περιπτώσεις όπου υπάρχει κατάδηλα εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου σε συγκεκριμένη περίπτωση, αποκλειόμενης πλάνης σε σχέση με την εφαρμογή μιας καθιερωμένης νομικής αρχής (Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 620).
Η απόδοση θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά αποτελεί σοβαρή εκτροπή από θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δικαιολογείται κατ΄εξαίρεση στις περιπτώσεις που στοιχειοθετείται κατεπείγουσα ανάγκη, αλλά το κατεπείγον έχει αναγνωριστεί ως δικαιοδοτικός όρος. Εν προκειμένω η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν επληρούτο στοιχειώδης προϋπόθεση ώστε να μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία επί μονομερούς αιτήσεως.
Όχι μόνο δεν υπάρχει αρνησιδικία και γενικότερα πρόδηλο νομικό σφάλμα υπό την παραπάνω έννοια αλλά, έστω και αν δεν είναι αναγκαίο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, θεωρώ πάντως χρήσιμο να καταγράψω τη συμφωνία μου με τον τρόπο που ο ευπαίδευτος Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής χειρίστηκε συνοπτικά μεν, ουσιαστικά δε το ζήτημα.
Εν προκειμένω οι αιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να καταχωρίσουν την έφεση μέχρι και το τελευταίο λεπτό της προβλεπόμενης προθεσμίας. Εφόσον όμως είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργήσουν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά, κυρίως, για την άλλη πλευρά. Θα έπρεπε να καταχωρίσουν την έφεση και την ενδιάμεση αίτηση ενωρίτερα, οπότε και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κατεπείγουσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση. Η δέουσα, υπ΄αυτή την έννοια, δικονομική συμπεριφορά των αιτητών, θα έδιδε την ευκαιρία στο Δικαστήριο να προγραμματίσει και να χειριστεί την υπόθεση ακούγοντας προηγουμένως και τις δύο πλευρές, εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τους κινδύνους κάθε πλευράς, θέματα στα οποία αναφέρθηκε αγορεύοντας σήμερα ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών. Θα μπορούσε σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο να εκδικάσει την ενδιάμεση αίτηση με την απαιτούμενη ταχύτητα ή να κατέληγαν τα μέρη σε εκ συμφώνου αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού με μια πρακτική μεταξύ τους διευθέτηση μέσα από συναινετικές προσεγγίσεις.
Αυτές όμως οι ορθές και δίκαιες δυνατότητες εξουδετερώθηκαν από τον χειρισμό των αιτητών να καταχωρίσουν την αίτησή τους στον ύστατο χρόνο που επέλεξαν να την καταχωρίσουν.
Η αντιμετώπιση του θέματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν ορθή. Ορθά θεώρησε πως το κατεπείγον της αίτησης προέκυπτε από τους χειρισμούς των ίδιων των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούσαν να το επικαλούνται ως δικαιοδοτική προϋπόθεση της αίτησης τους. Αντίθετη προσέγγιση θα επιβράβευε τέτοιες πρακτικές προς ζημία της απονομής της δικαιοσύνης και των ταλαιπωρημένων δικαστικών διαδικασιών.
Η αναγκαία και πολύτιμη στις κατάλληλες περιπτώσεις εξαίρεση απόδοσης θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά δεν μπορεί να λειτουργεί προς απόκτηση τακτικού δικονομικού πλεονεκτήματος ή εν πάση περιπτώσει για πρόκληση πίεσης στο Δικαστήριο και τους αντιδίκους. Είναι χαρακτηριστική τέτοιας προσέγγισης η εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των αιτητών κατά την επιχειρηματολογία του ότι εάν το Δικαστήριο επιλαμβανόταν της αίτησης την ίδια ημέρα που καταχωρίστηκε και εξέδιδε τα διατάγματα ορίζοντας τα επιστρεπτέα στις 6.11.2018 θα μπορούσε να ακούσει την άλλη πλευρά και να εξέδιδε απόφαση πριν τις 8.11.2016.
Η παρούσα αίτηση δεν αποσκοπεί στην έκδοση προνομιακών διαταγμάτων αλλά στην παροχή άδειας για καταχώριση σχετικής αίτησης, θεωρώ όμως ότι δεν έχει αποκαλυφθεί ούτε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να δοθεί τέτοια άδεια.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
ΚΧ»Π