ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D484
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 125/2018)
8 Νοεμβρίου 2018
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
--------------
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΙ ΑΡΘΡΟΝ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX ΛΩΛΟΥ
ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ, ΕΛΛΑΔΟΣ, ΔΙ΄ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙ΄ΕΚΔΟΣΙΝ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡ. 9357/2016
ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 1819/2018
---------------
Χρίστος Τριανταφυλλίδης, για εαυτόν και για Νικόλαο Μαγκλάρα, μαζί με Ευρ. Μάνουλο, Έλενα Κελεπέση (κα) και Νίκη Κλεάνθους (κα), για τον αιτητή.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο αιτητής αντιμετωπίζει μαζί με άλλα πρόσωπα ως κατηγορούμενος 14, μεταξύ άλλων κατηγοριών, την κατηγορία υπ΄αρ. 89 στην Ποινική Υπόθεση αρ. 9357/2016 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.
Η εν λόγω κατηγορία αφορά τη διάπραξη απάτης. Στις λεπτομέρειες αδικήματος αναφέρεται ότι οι κατηγορούμενοι 13, 14 και 15 μαζί με την κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ-Ελληνική Τεχνοδομική ΤΕΒ Α.Ε. Cyparco Ltd, που εκπροσωπείτο από τον XXXXX Κατρή «μεταξύ των ετών 2010-2016 με δόλιο επινόημα εξαπάτησαν τη Δημοκρατία με αποτέλεσμα το Δημόσιο να υποστεί ζημία €4.469.501,00, δηλαδή, παρουσίασαν έκθεση στο Υπουργείο Εσωτερικών, με την οποία παραπλανητικά φαίνονταν ότι το κόστος διαχείρισης στο ΧΥΤΥ Κόσης ήταν €56,7 ανά τόνο σκουπιδιών αντί €49,86 ανά τόνο σκουπιδιών όπως αρχικά είχε υπολογιστεί από τους κατηγορούμενους 13 και 14».
Ο αιτητής, πολίτης της Ελληνικής Δημοκρατίας, κάτοικος Ελλάδας, παραδόθηκε στις αρχές της Δημοκρατίας για τους σκοπούς της εν λόγω υπόθεσης δυνάμει Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στο οποίο οι πράξεις που του αποδίδονται προσδιορίζονται χρονικά μεταξύ των ετών 2003-2015 και τοποθετούνται στην Κύπρο.
Αρχικά, στην κατηγορία 89 αναφερόταν ως ο τόπος διάπραξης της αποδιδόμενης απάτης το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο προσδιορισμός αυτός απαλείφθηκε στις 8.6.2016 με σχετική τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Προτού όμως ο αιτητής επανακατηγορηθεί, ο συνήγορός του ζήτησε την απαλλαγή του από την κατηγορία 89 λόγω απουσίας από τις λεπτομέρειες της του τόπου διάπραξης, ενώ ο τόπος είναι απαραίτητο στοιχείο του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (άρθρο 4(1)(ε) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν. 133(Ι)/2004). Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι από τη διατύπωση των κατηγοριών προκύπτει καθαρά ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στο έδαφος της Δημοκρατίας. Η προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου κρίθηκε ορθή στα πλαίσια αίτησης για άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari και τέτοια άδεια δεν δόθηκε σε σχέση με την κατηγορία 89 (Επί τοις αφορώσι την Αίτηση του Θεοφάνη Λώλου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 93/2017, ημερ 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:D242, απόφαση Χριστοδούλου, Δ.).
Άδεια δόθηκε για την κατηγορία 88 χωρίς όμως να εκδοθεί διάταγμα certiorari (Επί τοις αφορώσι την Αίτηση του Θεοφάνη Λώλου, Πολ. Αίτηση Αρ. 103/17, ημερ. 6.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:D281), το οποίο τελικά εκδόθηκε κατόπιν εφέσεως (Θεοφάνης Λώλος ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2017, ημερ. 4.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A329). Το αποτέλεσμα ήταν να απαλλαγεί από την κατηγορία 88 από το ίδιο το Εφετείο.
Με την έφεση όμως εκείνη δεν προσβλήθηκε η πτυχή της απόφασης του Χριστοδούλου, Δ., αναφορικά με την κατηγορία 89.
Παρά ταύτα, ο αιτητής επανέφερε αργότερα το ίδιο ζήτημα ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ειδικότερα, με την ακρόαση των κατηγοριών εν εξελίξει, προέβαλε «ένσταση» με σκοπό την απαλλαγή του από την κατηγορία 89, επειδή παραβιάζει την αρχή της ειδικότητας, παραβιάζει το Άρθρο 12 του Συντάγματος και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Η ουσία της εισήγησης τώρα του αιτητή είναι πως υπάρχει και κατατέθηκε μαρτυρία ότι το αδίκημα τελέστηκε και στην Ελλάδα. Πρόκειται για το τεκμήριο 175 (τηλεοποιότυπο που κατατέθηκε από το Μ.Κ.3) από το οποίο, κατά τον αιτητή, προκύπτει σαφώς ότι το αδίκημα τελέστηκε και στην Ελλάδα. Συνεπώς, έγινε εισήγηση ότι το Κακουργιοδικείο, μετά από σχετική τροποποίηση ώστε το κατηγορητήριο να συνάδει με τη μαρτυρία ή/και χωρίς τέτοια τροποποίηση, θα έπρεπε να διακόψει την κατηγορία 89 από την οποία και να απαλλάξει τον αιτητή. Τέτοια υποχρέωση είχε το Κακουργιοδικείο και με βάση το Άρθρο 12 του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή nulla poena sine lege certa, ως επιμέρους εκδήλωση του θεμελιακού αξιώματος nulla poena sine lege, καταλήγει η «ένσταση».
Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την «ένσταση» θεωρώντας ότι συνιστούσε επαναφορά ζητήματος κατά τρόπο που να αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το ίδιο ζήτημα είχε υποβληθεί, παρατήρησε το Κακουργιοδικείο, στις 7.9.2017 σε σχέση με αίτημα για τροποποίηση της κατηγορίας 88, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 7.9.2017. Είχε τότε αναφέρει το Κακουργιοδικείο σε σχέση με την προβαλλόμενη ξανά ως καθοριστική μαρτυρία σε σχέση, αυτή τη φορά, με την κατηγορία 89 τα ακόλουθα:
«Το γεγονός ότι έγινε αναφορά από το ΜΚ3 στη συγκεκριμένη επιστολή, που φέρεται να αποστάληκε από την Ελλάδα, δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα, εφόσον η κατηγορούσα αρχή θεωρεί με βάση το σύνολο της μαρτυρίας το αδίκημα ότι διαπράχθηκε μόνο στην Κύπρο και όχι 'και στην Ελλάδα'».
Πέραν τούτου, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το εγειρόμενο με την «ένσταση» ζήτημα αποτελούσε δεδικασμένο, εφόσον με την απόφαση στην Πολιτική Αίτηση 93/2017 ο Χριστοδούλου, Δ., απέρριψε τη θέση του αιτητή ότι στην κατηγορία 89 δεν προσδιορίζεται τόπος διάπραξης αδικήματος ως εξής:
«Σε ότι αφορά την πράξη της κατηγορίας 89 κατέληξα ότι η επισήμανση του Κακουργιοδικείου πως, από τη διατύπωση των λεπτομερειών της εν λόγω κατηγορίας (ανωτέρω) 'είναι καθαρό ότι ο τόπος διάπραξης είναι σε έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού η φερόμενη παραπλανητική έκθεση παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών το οποίο χωρίς αμφιβολία δεν μπορεί να είναι άλλο από το Υπουργείο Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας', είναι προδήλως ορθή και νόμιμη και κατά συνέπεια σε σχέση με αυτή δεν εγείρεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα ώστε να γίνει αποδεκτό το αίτημα για άδεια.»
Με την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια ώστε να καταχωριστεί αίτηση προς έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση της εν λόγω απορριπτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγήθηκε ότι δεν ισχύει το δεδικασμένο εφόσον το ζήτημα της αρχής της ειδικότητας μπορεί να εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο. Τούτο εξυπακούει ότι το Δικαστήριο οφείλει να τελεί σε εγρήγορση ανά πάσα στιγμή και να εξετάζει το ζήτημα όταν τούτο εγείρεται μέσα από τη μαρτυρία, όπως έγινε εν προκειμένω. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής παρέπεμψε στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Leiman και Pustovarov (Yπόθεση C-388/08 [2008] ECR I-6307) και στην προαναφερθείσα Πολιτική Έφεση 320/2017 στην οποία ελέχθη ότι η σημασία της εξέτασης της παραβίασης της αρχής της ειδικότητας είναι δεδομένη εφόσον εάν γίνει δεκτή έχει ως αποτέλεσμα την άμεση διακοπή της δίωξης.
Όμως εν προκειμένω το θέμα της αρχής της ειδικότητας είχε εξεταστεί προηγουμένως και η θέση του αιτητή είχε απορριφθεί ως προς την κατηγορία 89. Τούτου δοθέντος, δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να σταματά τη δίκη και να εξετάζει την αρχή της ειδικότητας ή οποιοδήποτε άλλο θέμα ξανά και ξανά κάθε φορά που η Υπεράσπιση θεωρεί ότι έχει εισαχθεί σχετική μαρτυρία. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε κατάτμηση και τελικά παράλυση των διαδικασιών κατά τη βούληση κάθε φορά της υπεράσπισης. Η μαρτυρία κατατίθεται και είναι ενώπιον του Δικαστηρίου για να αξιολογηθεί (ως προς την αξιοπιστία της) και να εκτιμηθεί (ως προς τη σημασία της) στο τέλος της δίκης. Ακόμα και το θεμελιώδες ζήτημα της δίκαιης δίκης κατά πάγια νομολογία εξετάζεται στο τέλος, υπό το φως όλων των δεδομένων. Η νομική αρχή που τέθηκε στην Πολιτική Έφεση 320/2017 αφορά στις συνέπειες της διατύπωσης του κατηγορητηρίου από την κατηγορούσα αρχή και όχι στην εκτίμηση της επίδρασης στοιχείων μαρτυρίας που ενδεχομένως να ακολουθήσουν.
Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα και κατέληξε σε αιτιολογημένη απόφαση με τέτοιο τρόπο ώστε καθόλου να μην τίθεται ζήτημα παρέμβασης με προνομιακό ένταλμα της φύσεως certiorari. Το παράπονο του αιτητή δεν αφορά σε «νομικό σφάλμα πρόδηλο στο πρακτικό», αλλά η εξέτασή του προϋποθέτει εκτίμηση της μαρτυρίας και της σημασίας που θα μπορούσε η μαρτυρία να έχει.
Επιπροσθέτως, είχα θέσει στον κ. Τριανταφυλλίδη ζήτημα αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης θεραπείας ενόψει του γεγονότος ότι με την αίτηση δεν ζητείται παρά μόνο η έκδοση certiorari προς ακύρωση της απορριπτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου. Η ακύρωση όμως μιας απορριπτικής απόφασης δεν έχει από μόνη της οποιαδήποτε πρακτική συνέπεια, εφόσον ως μόνο αποτέλεσμα μπορεί να έχει την αναγνώριση του έκδηλα εσφαλμένου της δικαστικής απόφασης. Γι΄αυτό το λόγο, όταν προσβάλλεται άρνηση ή παράλειψη, το αίτημα για certiorari αναμένεται να συνοδεύεται και από αίτημα για mandamus ώστε στη συνέχεια να ενεργήσει το κατώτερο Δικαστήριο σύμφωνα με το νόμο, εφόσον η δικαιοδοσία του ελέγχοντος Δικαστηρίου σε διαδικασία certiorari είναι ακυρωτική[1], με την εξουσία του να περιορίζεται αποκλειστικά στην έκδοση του ακυρωτικής φύσεως εντάλματος certiorari (Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, Επί της αφορώσι της αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 4314/2017, ημερ. 1.11.2018).
Ως προς τον τρόπο που λειτουργεί το ένταλμα certiorarti σε περίπτωση ακύρωσης απορριπτικής απόφασης παραπέμπω στο Judicial Remedies in Puplic Law, 5th Ed. 6-010, «Refusals or failure to act»):
«A quashing order may issue to quash the decision refusing to exercise the discretionary power or refusing to act. This will establish that the public body is acting unlawfully, but will not of itself compel the public body to consider exercising its discretion or exercising its jurisdiction to act. A quashing order may need to be accompanied by a mandatory order ordering the public body to consider exercising its discretion according to law, or ordering the body to hear and determine the application according to law.»
O κ. Τριανταφυλλίδης απάντησε υποδεικνύοντας ότι στην Πολιτική Έφεση 320/2017, παράλληλα με την έκδοση εντάλματος certiorari με το οποίο ακυρώθηκε η άρνηση του Κακουργιοδικείου να αναστείλει την κατηγορία 88, το Εφετείο προχώρησε και διέκοψε την κατηγορία αυτή απαλλάσσοντας τον κατηγορούμενο. Η κατάληξη όμως αυτή δεν αποτελούσε το «λόγο» (ratio) της απόφασης, όπως εισηγήθηκε ο κ. Τριανταφυλλίδης. Στην υπόθεση εκείνη δεν εγέρθηκε τέτοιο ζήτημα.
Η παράλειψη να επιδιωχθεί, παράλληλα, εξασφάλιση άδειας για αίτηση mandamus ώστε να μπορούσε να δοθεί συνέχεια μετά την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης με certiorari, θα καθιστούσε, εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν διαπιστωνόταν νομικό σφάλμα στην απόφαση αυτή, το όλο εγχείρημα των αιτητών αλυσιτελές. Καμιά δικαστική διαδικασία δεν διενεργείται επί ματαίω. Η θεμελιακή αυτή αρχή ισχύει ιδιαίτερα σε σχέση με προνομιακά εντάλματα. Όπως αναφέρεται στα Halsbury's Laws of England, 3rd Ed., Vol. 11, σελ. 141:
«Where grounds are made out upon which the Court might grant the order, it will not do so where no benefit could arise from granting it.»
(βλ. Α. & Π. Φωκάς Λτδ, ανωτέρω)
Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν μπορεί να δοθεί άδεια για προώθηση της αίτησης προς έκδοση certiorari.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία το ένταλμα certiorari έχει μετονομαστεί σε "quashing order", βλ. s. 29, Senior Courts Act, 1981, όπως τροποποιήθηκε το 2004.