ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A440
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E4/2017)
11 Οκτωβρίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL),
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
XXXXX ΣΙΑΚΟΛΑΣ,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.
_ _ _ _ _ _
Κ. Μιχαηλίδης με Σ. Γιετίμη (κα), για την Εφεσείουσα.
Χρ. Φρακάλας με Λ. Παπακωνσταντίνου (κα), για Ιωαννίδης
Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην υπόθεση 747/1986 με την οποία επέτρεψε τροποποίηση της υπεράσπισης.
Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε σε μία αναδρομή του ιστορικού αυτής της υπόθεσης, η οποία ταλανίζει τα Δικαστήρια από το έτος 1986, οπόταν καταχωρήθηκε η αγωγή.
Η ενάγουσα-εφεσείουσα είναι τραπεζικός οργανισμός με έδρα το Λίβανο και ενάγει τον εναγόμενο-εφεσίβλητο υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή των υποχρεώσεων της Ελληνικής εταιρείας Hellas Eurotrade Ltd προς την οποία η εφεσείουσα είχε παράσχει τραπεζικές διευκολύνσεις μεταξύ των ετών 1975-1977.
Η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διήρκεσε αρκετά χρόνια, υπήρξαν ενδιάμεσες διαδικασίες και εφέσεις επί των ενδιαμέσων διαδικασιών. Η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης διήρκεσε 150 δικασίμους, κατατέθηκαν εκατοντάδες τεκμήρια και τα πρακτικά της υπόθεσης καλύπτουν χιλιάδες σελίδες.
Στις 15.9.2005 ο Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αγωγή, με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας. Ακολούθησε έφεση και το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση που εκδόθηκε στις 18.7.2011, κατά πλειοψηφία, (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (2011) 1 ΑΑΔ 1422) αποδέχθηκε την έφεση, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Επιδικάστηκαν επίσης τα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας, όσο και της έφεσης υπέρ της εφεσείουσας. Ακολούθησε στις 28.11.2011 αίτηση τροποποίησης της υπεράσπισης, η οποία, μετά από ακρόαση, έγινε αποδεκτή. Παρέλειψε, όμως, ο εναγόμενος να προβεί σε έγκαιρη καταχώρηση τροποποιημένης υπεράσπισης, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να καταχωρήσουν αίτηση για παραμερισμό της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, ενώ κατ΄ έφεση η απόφαση αυτή ανετράπη και η τροποποιημένη υπεράσπιση παραμερίστηκε. Ακολούθησε εκ νέου αίτηση τροποποίησης της υπεράσπισης, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η οποία εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Οι τροποποιήσεις καταλαμβάνουν 14 σελίδες και αφορούν ουσιαστικά τρία θέματα:
(α) Προσθήκη προδικαστικής ένστασης ότι η περαιτέρω διαδικασία επανεκδίκασης με βάση την απόφαση του Εφετείου θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι θα οδηγήσει σε παραβίαση του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος για δίκαιη δίκη. Και αυτό με ειδική επίκληση του γεγονότος ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αποφασίσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και κατ΄επέκταση τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσίβλητου έχουν ήδη παραβιαστεί από το 1999. Στο πλαίσιο της προδικαστικής ένστασης ζητείται η εισαγωγή λεπτομερειών ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη λόγω του μακρού χρόνου που πέρασε από της δημιουργίας του αγώγιμου δικαιώματος, καθότι μάρτυρες απεβίωσαν ή κατέστησαν ανίκανοι να δώσουν μαρτυρία.
(β) Εισαγωγή ισχυρισμών δόλου και ψευδών παραστάσεων σε σχέση με ισχυριζόμενες συμφωνίες που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης, ως αποτέλεσμα της απόφασης του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση 314/2005.
(γ) Τροποποιήσεις σε σχέση με τις πρόνοιες του νόμου του Λιβάνου, με στόχο τον καλύτερο προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων που σχετίζονται με την εν λόγω νομοθεσία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση σφαιρικά και όχι μικροσκοπικά, όπως ανέφερε, ενέκρινε τις αιτούμενες τροποποιήσεις. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, όπου φαίνεται το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου:
«Στην παρούσα υπόθεση, εξετάζοντας σφαιρικά, και όχι μικροσκοπικά το θέμα, καταλήγω στην έγκριση της παρούσας Αιτήσεως. Έλαβα υπ΄ όψιν, αφενός τα επιχειρήματα του Αιτητή ότι με την έγκριση της τροποποίησης θα απλουστευθεί η διαδικασία όπως περιγράφονται πιο πάνω και, αφετέρου την πιο πρόσφατη νομολογία ότι στο θέμα της τροποποίησης πρέπει να επιδεικνύεται μία πιο φιλελεύθερη προσέγγιση, εκτός στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται κακοπιστία και ζημιά ή αδικία, η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα. Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 745, Παπαχρυστοστόμου ν. Κ. Γρηγοριάδης και Συνέταιροι, (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 817, D.J. Karapatakis & Sons Ltd ν. Δήμου Στροβόλου, (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226 και Θρασυβούλου ν. Βιολάρη, (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2119.
Στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνεται μεν αμέλεια από πλευράς του Αιτητή, αλλά δεν διαπιστώνεται κακοπιστία. Θεωρώ ορθό και δίκαιο να του δοθεί το δικαίωμα να συμπεριλάβει στην Υπεράσπισή του, υπό μορφή τροποποίησης, όλους τους ισχυρισμούς που επιθυμεί να συμπεριλάβει. Δεν προκαλείται οποιαδήποτε ζημία στην Καθ΄ης η Αίτηση η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα.»
Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την πρωτόδικη κρίση. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει ότι όφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης λόγω δεδικασμένου και λόγω του ότι οι ενάγοντες στερούνται δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρόνου, ενόψει του ότι η όλη διαδικασία αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια επιτρέποντας για τρίτη φορά την τροποποίηση της υπεράσπισης.
Θα εξετάσουμε τους δύο λόγους έφεσης μαζί λόγω της συνάφειάς τους.
Αποτελεί θέση της εφεσείουσας ότι η προδικαστική ένσταση που ζητείται όπως προστεθεί στην υπεράσπιση με την παράγραφο 1Α1 είναι ανεπίτρεπτη και αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου ενόψει του γεγονότος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν έχει δικαιοδοσία να ακυρώσει ουσιαστικά την απόφαση του Εφετείου με την οποία διετάχθη επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η δε επίκληση της απόφασης του ΕΔΑΔ, η οποία δεν είναι δεσμευτική για τα Κυπριακά Δικαστήρια και στην οποία δεν ήταν διάδικο μέρος η εφεσείουσα, επίσης αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες ισχυρισμών που επιθυμεί η πλευρά της εφεσίβλητης να εισαγάγει προδικαστικά, με στόχο να αποδειχθεί ότι δεν μπορεί να διεξαχθεί δίκαιη δίκη, έχει επανειλημμένα εγερθεί από τον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της δίκης και αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια της απόφασής του ημερομηνίας 15.9.2005, απορρίπτοντας την εισήγηση για κατάργηση της δίκης, χωρίς ο εφεσίβλητος να αμφισβητήσει αυτή την κατάληξη του Δικαστηρίου. Στην απόφαση Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 AAΔ 1338, κρίθηκε ότι ζήτημα παρέκκλισης από τα θέσμια μίας δίκαιης δίκης δεν μπορεί να εξεταστεί και αποφασιστεί προδικαστικά, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, όπου θα διαπιστωθούν και τα δικαιώματα των διαδίκων.
Η προσθήκη ισχυρισμών που ασχολούνται με το θέμα του δικαίου του Λιβάνου και γεγονότων που σχετίζονται με αυτά ήδη κρίθηκε από το Εφετείο στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Νίκου Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223 και άρα αποτελεί δεδικασμένο. Συνεπώς, ο Εφεσίβλητος δε νομιμοποιείται να καταχωρήσει παρόμοια αίτηση τροποποίησης. Το γεγονός δε ότι διατάχθηκε επανεκδίκαση της αγωγής μετά την έφεση των Εναγόντων, δεν σημαίνει ότι ο χρόνος καταχώρησης της αίτησης για τροποποίηση της Υπεράσπισης υπολογίζεται από την ημέρα της διαταγής της επανεκδίκασης ή της ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της τροποποιημένης Υπεράσπισης η οποία καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα. Άλλωστε, ούτε η εφεσείουσα προχώρησε σε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησής της συμμορφούμενη με το δεδικασμένο που προέκυψε από την υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ 44. Η εφεσείουσα διαφοροποίησε την υπόθεση Bobolas v. Economist Newspaper (CA) (1987) 1 WLR 1101, επί της οποίας στήριξε τις θέσεις του ο εφεσίβλητος, από τα γεγονότα της παρούσας. Η εφεσείουσα επικαλείται, επίσης, την τελευταία τροποποίηση που έγινε αφότου άρχισε η επανεκδίκαση, όπου λόγω καθυστέρησης στην καταχώρηση του τροποποιημένου δικογράφου, το σχετικό διάταγμα παραμερίστηκε, με την εισήγηση πως αν επιτρεπόταν να αφήνονται οι προθεσμίες να παρέρχονται και μετά να υποβάλλονται νέες αιτήσεις για τροποποίηση τότε η Διαταγή 25 θ. 2 θα καθίστατο ανενεργός.
Σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό της περί λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι μεγάλος αριθμός ισχυρισμών προβάλλεται για πρώτη φορά, πράγμα που θα εκτροχιάσει την επανεκδίκαση και θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην ίδια που δεν μπορεί να αποζημιωθεί με την πληρωμή εξόδων.
Οι νέοι ισχυρισμοί περί του νόμου του Λιβάνου θα έπρεπε να είχαν προβληθεί από καιρό. Η για πρώτη φορά προβολή τους θα συνεπάγεται νέα σημαντική καθυστέρηση στην επανεκδίκαση της αγωγής. Ενώ ο εφεσίβλητος παραπονείται για καθυστέρηση, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πρόσθετη σημαντική καθυστέρηση, η οποία θα προκληθεί συνεπεία της αιτούμενης τροποποίησης. Ούτε και έλαβε υπόψη το Δικαστήριο ότι δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου έχει και η εφεσείουσα.
Από την άλλη, ο εφεσίβλητος υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης και της ορθότητας της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, η οποία ασκήθηκε μετά από λεπτομερή ανάλυση των αρχών που διέπουν την τροποποίηση δικογράφων. Αποτελεί, περαιτέρω, θέση του εφεσίβλητου ότι δεν προέκυψε δεδικασμένο από την απόφαση στη Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 ΑΑΔ 1338, ανωτέρω, αφού επιδιώκεται η τροποποίηση της υπεράσπισης με σκοπό να συμπεριληφθούν νέα γεγονότα τα οποία προέκυψαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με δικαστικό εύρημα του ΕΔΑΔ για παράβαση του δικαιώματος του εφεσίβλητου σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου το οποίο μπορεί να εξεταστεί προδικαστικά.
Κατά τον εφεσίβλητο, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση, εφόσον η υπεράσπιση της δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρόνου υπάρχει στην παράγραφο 44(e) της υπεράσπισης, και, ως εκ τούτου, δεν εισάγεται στη δίκη νέα υπεράσπιση. Με επίκληση της Bobolas προβάλλεται η θέση ότι στην περίπτωση επανεκδίκασης δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, εφόσον πρόκειται για επανεκδίκαση μετά από διαταγή του Εφετείου, ο χρόνος δυνατότητας τροποποίησης αρχίζει από αυτό το σημείο. Για οποιαδήποτε δε καθυστέρηση διαπιστώνεται πρέπει να παρέχονται εξηγήσεις, χωρίς αυτή, έστω και αν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, από μόνη της να οδηγεί σε απόρριψη. Εξάλλου, η διαταγή για επανεκδίκαση δεν αφορούσε συγκεκριμένα σημεία των γεγονότων όπως είχαν ακουστεί αρχικά, αντίθετα, διατάχθηκε η επανεκδίκαση ολόκληρου του φάσματος των αμφισβητούμενων γεγονότων της υπόθεσης.
Με την αίτηση για τροποποίηση δεν καθίσταται άκυρη η απόφαση του Εφετείου στην ΠΕ 314/2005. Η δε ανάγκη για τροποποίηση προκύπτει και είναι άμεσα συνυφασμένη με την εν λόγω απόφαση. Καθυστέρηση δεν υπάρχει εκτός από την καθυστέρηση που κατέστησε την καταχώρηση της τροποποιημένης Υπεράσπισης εκ των πραγμάτων άκυρη, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου Ε21/13, ημερομηνίας 11.11.2015. Επίσης, τα γεγονότα είναι πολύ διαφοροποιημένα σε σχέση με την αίτηση του εφεσίβλητου το 2001 καθότι εκεί η αίτηση έγινε όχι μόνο μετά την έναρξη της διαδικασίας αλλά και μετά την ολοκλήρωση της κυρίως εξέτασης του εμπειρογνώμονα μάρτυρα της εφεσείσουσας σε σχέση με το δίκαιο του Λιβάνου που ήταν το θέμα της τροποποίησης. Σε αντίθεση με προκειμένω που γίνεται πριν την έναρξη της ακρόασης και σε διαδικασία επανεξέτασης. Πρόκειται δε για διεύρυνση της ήδη υπάρχουσας πραγματικής βάσης των ισχυρισμών του εφεσίβλητου, ήδη γνωστούς στην εφεσείουσα, ώστε να είναι σε θέση ο εφεσίβλητος να προβάλει την ίδια Υπεράσπιση που είχε προβάλει πρωτόδικα, συμμορφούμενος με την απόφαση του Εφετείου.
Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο με την Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών έχουν καθοριστεί με σαφήνεια από τη νομολογία. Από αυτές προκύπτει ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις δικογράφων από το Δικαστήριο, ακόμα και όπου οι περιπτώσεις αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά, η οποία να μην μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Φοινιώτης ν. Green Mar Navigation (1989) 1(E) ΑΑΔ 33, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.α. (1991) 1 ΑΑΔ 934, Γραμμές Στρίντζη Αιγαίου Ναυτική Εταιρεία ν. Επίσημου Παραλήπτη (1995) 1 ΑΑΔ 607, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) ν. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237, Νικολάου ν. Μιλτιάδους κ.α. (2007) 1(Β) ΑΑΔ 1005, Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2138, Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι (2012) 1(Α) ΑΑΔ 817, Kayat Trading Limited ν. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1(Α) ΑΑΔ 543, Kyriacos Andreou Arsiotis Developments & Constructions Ltd κ.α. ν. Highway Gardens City Ltd, ΠΕ 106/2012, ημερομηνίας 18.4.2018).
Σύμφωνα με τη νομολογία, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου, αλλά με αντικειμενικά κριτήρια που περιορίζουν την ευχέρεια επέμβασης σε δύο μόνο περιπτώσεις:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες, και
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση απόφασης στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Κρέντου ν. General Constructions Company Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 1270).
Εξετάσαμε με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών.
Η παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το ιστορικό της, παρουσιάζει ιδιαιτερότητες. Ζητείται εκτενής τροποποίηση της υπεράσπισης, 29 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, αφού προηγήθηκε απόφαση του Εφετείου με την οποία διετάχθη επανεκδίκαση της υπόθεσης. Κάποια από τα θέματα που ζητείται όπως ενσωματωθούν στην υπεράσπιση, έχουν ήδη αποφασιστεί σε προηγούμενες ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες έχουν εφεσιβληθεί και υπάρχουν επί τούτων αποφάσεις Εφετείου.
Συγκεκριμένα, σε προηγούμενα στάδια εκδίκασης της αγωγής από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε τεθεί πανομοιότυπο αίτημα για τροποποίηση, σε συνάρτηση με προσθήκη ισχυρισμών που ασχολούνται με το δίκαιο του Λιβάνου, κάτι για το οποίο υπήρξε απόφαση Εφετείου ότι δεν ήταν επιτρεπτό, λόγω του ότι διέρρευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την ημέρα που οι τροποποιήσεις αυτές κατέστησαν εμφανείς μέχρι τις 17.10.2001 που υπεβλήθη το αίτημα (βλ. Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223, ανωτέρω). Ως προς την προδικαστική εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος της καθυστέρησης της εκδίκασης της υπόθεσης ως επηρεάζουσας τη δίκαιη δίκη, επίσης υπάρχει απόφαση Εφετείου στην υπόθεση Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 AAΔ 1338, ανωτέρω, όπου κρίθηκε ότι ζήτημα παρέκκλισης από τα θέσμια μίας δίκαιης δίκης δεν μπορεί να εξεταστεί και αποφασιστεί προδικαστικά, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, όπου θα διαπιστωθούν και τα δικαιώματα των διαδίκων, όπως έγινε και στην πρώτη δίκη.
Ο εφεσίβλητος επί των ενστάσεων που έχουν υποβληθεί, εστιάζεται στην υπόθεση Bobolas v. Economist Newspaper (πιο πάνω), η οποία, σύμφωνα με την εισήγηση, αφορά σε πανομοιότυπα γεγονότα, προβάλλοντας τη θέση ότι, σε περίπτωση επανεκδίκασης, δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου. Από την άλλη, η εφεσείουσα εισηγείται ότι διαφοροποιείται η παρούσα από την υπόθεση Bobolas, καθότι, εν προκειμένω, το Εφετείο, μετά που παρουσιάστηκαν όλα τα γεγονότα και είχαν ακουστεί και οι δύο πλευρές, αποφάνθηκε τελεσίδικα ότι ο εφεσίβλητος δεν δικαιούτο να προχωρήσει στην εν λόγω τροποποίηση. Παρέπεμψε δε σε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 1105 (A-C) της απόφασης, με την εισήγηση πως, έστω και εάν αφορούσε ενδιάμεση αίτηση δια κλήσεως, υπάρχει δεδικασμένο, αφού επρόκειτο περί τελικής αποφάσεως του Εφετείου.
Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών με προσοχή. Στην υπόθεση Bobolas, η οποία αφορούσε υπόθεση δυσφήμισης, διατάχθηκε επανεκδίκαση μετά από διαφωνία των ενόρκων στο τέλος της δίκης. Εκκρεμούσης της επανεκδίκασης, το Δικαστήριο επέτρεψε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης και οι εναγόμενοι καταχώρησαν έφεση στη βάση ότι λανθασμένα επετρέπησαν οι τροποποιήσεις, εφόσον ήγειραν θέματα τα οποία είχαν αποφασιστεί κατά τη δίκη. Το Αγγλικό Court of Appeal απέρριψε την έφεση, αποφασίζοντας ότι η επανεκδίκαση αποτελεί νέα δίκη, εντελώς ανεξάρτητη από την πρώτη, και οι διάδικοι δεν περιορίζοντο από οτιδήποτε έλαβε χώρα στην προηγούμενη διαδικασία και, περαιτέρω, δε διέγνωσε προκατάληψη ή ότι προκλήθηκε αδικία από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιτρέψει τις τροποποιήσεις. Στα πλαίσια της έφεσης, ο Δικαστής Lloyd LJ αποδέχθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ως ορθό:
«My view is this. It makes no difference whether the retrial takes place as a result of a ruling of the Court of Appeal or because the jury has failed to agree. An order or ruling made, whether in interlocutory proceedings or in the course of proceedings at trial, which is a final decision may be described as res judicata. But if it is raised in proceedings which have come to no final conclusion, it is not res judicata. It is as if it were 'writ in water'. In any event, I see no reason why a party should not re-amend their pleadings to circumvent the effect of such a ruling, whether res judicata or not. The retrial is a new trial. It is wholly independent of the first. The parties are not fettered by anything that took place in the previous proceedings. I do not agree that Kenneth Jones J.'s rulings are res judicata. In my judgment they are not.»
Η νομική αρχή που προκύπτει από την πιο πάνω απόφαση, είναι ότι σε περίπτωση επανεκδίκασης, το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από ενδιάμεσες αποφάσεις (rulings) που έχουν δοθεί κατά την πρώτη διαδικασία. Με δεδομένο ότι στην παρούσα περίπτωση η επανεκδίκαση δεν περιορίστηκε σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ζήτημα, η ακρόαση ξεκινά από την αρχή.
Κατ΄ αρχάς, θεωρούμε ότι τα γεγονότα στην υπόθεση Bobolas διακρίνονται από τα γεγονότα της παρούσας. Στην προκείμενη περίπτωση, υπήρξαν δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήτοι η απόφαση για τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης αναφορικά με το δίκαιο του Λιβάνου και η απόφαση για προδικαστική εξέταση παραβίασης της δίκαιης δίκης, οι οποίες εφεσιβλήθηκαν και υπάρχουν επί των εγειρομένων ζητημάτων αντίστοιχες, τελεσίδικες αποφάσεις του Εφετείου, κάτι που δεν υπάρχει στην υπόθεση Bobolas. Αυτό δίδει μία διαφορετική διάσταση στο όλο ζήτημα. Δεν μπορεί ο εφεσίβλητος να εγείρει εκ νέου τα δύο αυτά ζητήματα στην ίδια υπόθεση, ζητώντας ουσιαστικά νέα κρίση επ΄αυτών, στη βάση του ότι η ακρόαση ξεκινά από την αρχή και άρα είναι ωσάν να μην υπήρξαν ποτέ αυτές οι αποφάσεις. Αλλά ακόμα και σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτή η θέση του εφεσίβλητου, δε θα μπορούσε να επιτύχει η επιχειρηματολογία του, εφόσον οι δύο αυτές αποφάσεις του Εφετείου αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, τα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα αφορούν τα ίδια θέματα που αποφασίστηκαν στις αντίστοιχες εφέσεις και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσαν να αποφασιστούν διαφορετικά.
Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 AΑΔ 223, ανωτέρω, το αίτημα για τροποποίηση της υπεράσπισης με στόχο την ενσωμάτωση ισχυρισμών περί του δικαίου του Λιβάνου δεν έγινε αποδεκτό από το Εφετείο. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τη σελ. 229 της απόφασης:
«Θεωρούμε πως, λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα συμπερίληψης σε προγενέστερο στάδιο των ισχυρισμών που ήθελε να περιλάβει σε τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης (sic) ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, την παράλειψή του να πράξει τούτο, το πολύ καθυστερημένο στάδιο στο οποίο υπέβαλε την αίτηση και την απόρριψη του λόγου που πρόβαλε για την καθυστέρηση, κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση για τροποποίηση.»
Το γεγονός ότι το Εφετείο ανέφερε στη συνέχεια ότι ενδεχόμενα να μην ήταν αναγκαία η τροποποίηση δεν αλλοιώνει τα πράγματα.
Είναι εμφανές ότι τα όσα λέχθηκαν στην πιο πάνω απόφαση του Εφετείου ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση. Ο χρόνος όπου ο εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να συμπεριλάβει στο δικόγραφό του τους ισχυρισμούς περί του νόμου του Λιβάνου δεν μπορεί να αρχίσει να προσμετρά από την ημερομηνία που διετάχθη η επανεκδίκαση. Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί η εισαγωγή στην υπεράσπιση προδικαστικών ζητημάτων κατάργησης της δίκης λόγω επίκλησης των εχέγγυων της δίκαιης δίκης. Αυτό το ζήτημα όπως κρίθηκε στην Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon SAL (1998) 1 AAΔ 1338, ανωτέρω, είναι κάτι που δεν μπορεί να κριθεί προδικαστικά, έξω από το πλαίσιο της δίκης. Δεν μπορεί συνεπώς να επιτραπούν ισχυρισμοί επί του ιδίου ζητήματος, προδικαστικά.
Σε ό,τι αφορά την παράγραφο 1Α1 που γίνεται προσπάθεια να προστεθεί στην υπεράσπιση, ότι δηλαδή η απόφαση του Εφετείου για επανεκδίκαση προσκρούει στο Άρθρο 6 της Σύμβασης και το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, λόγω καθυστέρησης, θεωρούμε ότι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι τέτοια προσθήκη είναι ανεπίτρεπτη, ανεξαρτήτως χρόνου υποβολής της αίτησης, είναι ορθή. Επιχειρείται δια της παραγράφου αυτής να δοθεί δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να παραμερίσει και να ακυρώσει ουσιαστικά την απόφαση του Εφετείου με την οποία διετάχθη επανεκδίκαση της υπόθεσης. Δεν παρέχεται όμως τέτοια εξουσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αναθεωρήσει απόφαση Εφετείου και, κατά συνέπεια, τροποποίηση του δικογράφου επί του προκειμένου θα ήταν άσκοπη.
Αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση δικογράφου, αυτή ασκείται στη βάση των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής αποτελεί ένα δεδομένο το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση τέτοιου αιτήματος, ειδικότερα όταν πρόκειται για μία υπόθεση που έχει καταχωρηθεί σχεδόν τριάντα χρόνια προηγουμένως. Συνεπώς, εξετάζοντας το χρόνο που διέρρευσε ως μέρος των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη για τέτοιου είδους αιτήσεις, είναι ο χρόνος καταχώρησης της αγωγής και όχι ο χρόνος που διετάχθη η επανεκδίκαση που λογίζεται ως αφετηρία. Με βάση τη νομολογία, σε αιτήσεις για τροποποίηση, ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας (βλ. Astor Manufacturing & Exporting Co κ.ά. ν. A & G Leventis & Company (Nigeria) Ltd κ.ά. (1993) 1 ΑΑΔ 726). Όπου υπάρχει, όμως, καθυστέρηση, απαιτείται η παροχή κάποιας εξήγησης (Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 ΑΑΔ 223, ανωτέρω). Στην παρούσα περίπτωση, κρίθηκε από το 2002 ότι υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για τροποποίηση δικογράφου, σε συνάρτηση με το νόμο του Λιβάνου, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εύλογη εξήγηση. Δεν μπορεί στα πλαίσια της παρούσας αίτησης να αξιολογηθεί με διαφορετικό τρόπο ο παράγοντας χρόνου. Αντίθετη αντίκριση θα οδηγούσε σε παραδοξότητα. Γι΄ αυτό, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εξετάσει τον παράγοντα χρόνο υπό αυτό το πρίσμα, κάτι που λανθασμένα δεν έπραξε. Επιπρόσθετα, σε μία υπόθεση όπου υπάρχει εκκρεμοδικεία για τριάντα χρόνια, δεν μπορεί να μην εξετάσει το Δικαστήριο τις επιπτώσεις που θα έχει στην αντίδικη πλευρά η έγκριση τέτοιας τροποποίησης.
Αναφορικά με την τροποποίηση της υπεράσπισης με στόχο να προστεθούν ισχυρισμοί περί δόλου και απάτης στη βάση της απόφασης του Εφετείου, θεωρούμε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να στρέψει την προσοχή του στο χρόνο που επιδιώκεται η τροποποίηση, εφόσον τα γεγονότα ήταν γνωστά στον εφεσίβλητο τουλάχιστον πριν ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Παράλειψη του να εισάξει τους ανάλογους ισχυρισμούς τότε και χωρίς να δώσει εξήγηση, δεν του επιτρέπει να αξιώνει την εισαγωγή τους τώρα. Ισχυρισμοί περί δόλου και απάτης πρέπει να εισάγονται στο δικόγραφο στα αρχικά στάδια για να γνωρίζει ο αντίδικος την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει. Όπως αναφέρεται στο The Annual Practice 1958, Τόμος 1, στη σελίδα 626, δεν επιτρέπεται τροποποίηση με στόχο να προστεθεί ισχυρισμός περί δόλου ή απάτης (fraud) όταν δεν εγείρεται στο αρχικό δικόγραφο, παρά μόνο όταν εγείρεται σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Ο λόγος είναι προφανής. Ένας τέτοιος ισχυρισμός πρέπει να προβάλλεται σε αρχικό στάδιο, ώστε να μπορεί η αντίδικη πλευρά να προβάλει τις θέσεις της επί ενός τόσο σοβαρού θέματος. Εδώ η προσπάθεια εισαγωγής τέτοιου ισχυρισμού τριάντα χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής δεν είναι επιτρεπτή γιατί σίγουρα επηρεάζει τον αντίδικο, ο οποίος μετά από τόσα χρόνια θα αντιμετωπίσει νέους ισχυρισμούς και θα πρέπει να προσφέρει την ανάλογη μαρτυρία προς αντίκρουση των ισχυρισμών αυτών.
Η εισήγηση του εφεσίβλητου περί δυνατότητας τροποποίησης του δικογράφου του σε αυτό το στάδιο, λόγω της διαταγής για επανεκδίκαση, άνευ ετέρου, δημιουργεί μία παραδοξότητα. Ζητείται η τροποποίηση της υπεράσπισής του για να προσθέσει προδικαστική ένσταση με την οποία να εισηγείται ότι η υπόθεση θα πρέπει να απορριφθεί λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έγερση της αγωγής και, από την άλλη, ότι κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης ο χρόνος και οι περιστάσεις αρχίζουν να προσμετρούν από την διαταγή για επανεκδίκαση. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι σε τέτοιου είδους υποθέσεις εξετάζεται τόσο το δικαίωμα του αιτητή να τύχει τροποποίησης το δικόγραφο του έτσι ώστε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την υπόθεση του πλήρως όσο και το δικαίωμα του αντίδικου να μην υποστεί ζημιά από την τροποποίηση που να μην μπορεί να αποζημιωθεί σε χρήμα. Τυχόν έγκριση εκτεταμένης τροποποίησης σε αυτό το στάδιο, δηλαδή τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, στα θέματα που άπτονται της ουσίας της διαφοράς, σημαίνει ότι η εφεσείουσα θα αντιμετωπίσει διαφοροποιημένες θέσεις μετά από ένα τόσο υπερβολικά μεγάλο χρόνο, με αποτέλεσμα οι δυσκολίες που διατείνεται ότι θα επωμισθεί ο εφεσίβλητος, να τις επωμισθεί η εφεσείουσα.
Στη βάση των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω, θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκήθηκε ορθά, καθότι δε λήφθηκαν υπόψη ουσιώδεις παράγοντες, όπως λεπτομερώς παρατίθενται ανωτέρω.
Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της έφεσης, τα οποία καθορίζονται σε €2.500, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ