ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A422
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2012)
28 Σεπτεμβρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
1. ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ (ΣΕ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ) ΗΕ 106855,
2. XXXXX ΜΑΓΟΥ,
3. XXXXX ΡΩΣΣΙΔΟΥ,
4. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
LAKIS GEORGIOU CONSTRUCTION LTD,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------
Καμιά εμφάνιση για την Εφεσείουσα 1.
Α. Μάγος με Στ. Δημητρίου (κα) και Λ. Βραχίμη,
για τους Εφεσείοντες 2, 3 και 4.
Α. Γεωργιάδης, για τους Εφεσίβλητους.
---------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πολυσέλιδη απόφαση του ενέκρινε αίτηση των εφεσιβλήτων με την οποία ακυρώθηκε η δωρεάν μεταβίβαση του ακινήτου υπ΄ αριθμό εγγραφής 9863 Φ/Σχ. 35/59, τεμάχιο 87, στην τοποθεσία Κάτω Φρακτή στο χωρίο Κάθηκας της επαρχίας Πάφου που έγινε στις 26.11.2006 με το φάκελο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου Δ.1984, από την εφεσείουσα εταιρεία προς τους εφεσείοντες 2, 3 και 4 προσωπικά. Ταυτόχρονα διέταξε την επανεγγραφή του ως άνω ακινήτου στο όνομα της εφεσείουσας εταιρείας και την εγγραφή του εξ αποφάσεως εναντίον της εταιρείας χρέους ως επιβάρυνσης επί του εν λόγω ακινήτου. Επιδίκασε επίσης τα έξοδα εναντίον των εφεσειόντων 2, 3 και 4.
Το ιστορικό της διαφοράς των διαδίκων παραπέμπει σε βάθος χρόνου και σε αριθμό πρωτόδικων αποφάσεων που επικυρώθηκαν κατ΄ έφεση. Καταγράφονται εμπεριστατωμένα και λεπτομερειακά στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά για σκοπούς της παρούσας συζήτησης, αρκεί να λεχθεί ότι η εφεσείουσα εταιρεία κατέστη δυνάμει διαιτητικής απόφασης η οποία στη συνέχεια ενεγράφη ως δικαστική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης, οφειλέτρια για διάφορα ποσά. Η εταιρεία ήταν από το 2001 εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του προαναφερθέντος τεμαχίου γης, μετά δε τη γένεση της αστικής ευθύνης της προς τους εφεσίβλητους, η εν λόγω εταιρεία μεταβίβασε το ακίνητο με δωρεά στους εφεσείοντες 2, 3 και 4 ανά έν τρίτο μερίδιο, οι οποίοι και είναι οι μόνοι διοικητικοί σύμβουλοι και μέτοχοι της αυτής. Η εταιρεία ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους και ούτε κατέχει οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία.
Με τα πιο πάνω δεδομένα, κατεχωρήθη αίτηση δυνάμει των σχετικών άρθρων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 προς ακύρωση της μεταβίβασης στην οποία και υπήρξε ανάλογη ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ανέλυσε την έννοια της καταδολίευσης και τα σχετικά άρθρα του Νόμου, κατέληξε στην έγκριση της θεωρώντας κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον του, ότι ο εφεσείων 2 δεν ήταν αξιόπιστος ενόψει του ότι οι απαντήσεις του αναφορικά με το όλο ιστορικό και τη μεταβίβαση του ακινήτου από την εφεσείουσα εταιρεία στον ίδιο και τις αδελφές του εφεσείουσες 3 και 4, ήσαν ασαφείς, αόριστες και δεν έπεισαν για την καλόπιστη ανάγκη μεταβίβασης.
Το Δικαστήριο στο σκεπτικό του απέρριψε επίσης την προβληθείσα θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου δεν είχε κατά τόπο αρμοδιότητα να εξετάσει την αίτηση θεωρώντας ότι το γεγονός ότι το εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσείουσας εταιρείας ήταν στη Λευκωσία δεν ενείχε σημασία, διότι η αίτηση είχε καταχωρηθεί στο πλαίσιο της κυρίως αιτήσεως με την οποία είχε ζητηθεί άδεια εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης και η οποία θεωρείτο ως εναρκτήρια κλήση εντός της ευρύτερης εννοίας μιας αγωγής. Όσον αφορά την ίδια τη μεταβίβαση διά δωρεάς, κρίθηκε ότι αυτή ήταν μεταβίβαση ακινήτου από εταιρεία σε μετόχους χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, πράξη που έγινε μετά την έκδοση και γνωστοποίηση στην εταιρεία της διαιτητικής απόφασης και μετά την καταχώρηση της κυρίως αιτήσεως προς εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ως δικαστικής τοιαύτης. Σύμφωνα με το Νόμο Κεφ. 6, σημασία έχει ότι η δωρεά και μεταβίβαση έγινε μετά τη γένεση της αστικής ευθύνης, ενώ ταυτόχρονα το μαχητό τεκμήριο ότι η δωρεά και μεταβίβαση έγιναν με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή, δεν ανετράπη με σχετική μαρτυρία περί του αντιθέτου, η οποία όπως έχει προαναφερθεί απερρίφθη επί της ουσίας της.
Επιδιώκεται με την έφεση η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, βάλλοντας κατά της κρίσης ότι το Δικαστήριο είχε τοπική αρμοδιότητα να εκδικάσει την αίτηση, η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αυτοτελούς και πρωτογενούς φύσεως ούτως ώστε να έπρεπε να εισαχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου το εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσείουσας εταιρείας, αλλά και όπου εισήχθηκε και αίτηση διάλυσης της, με τον Επίσημο Παραλήπτη να είχε αρχικά διοριστεί ως προσωρινός εκκαθαριστής παρά το γεγονός ότι μετέπειτα δεν ενδιαφέρθηκε να διορίσει δικηγόρο για την υπεράσπιση των συμφερόντων της. Κατά δεύτερο λόγο, λανθασμένα το Δικαστήριο εξέλαβε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 ως μη καλής ποιότητας, δεδομένου ότι η μαρτυρία αυτή ήταν λεπτομερής και έδωσε πλήρη στοιχεία που αφορούσαν την όλη διαφορά. Ο μάρτυρας που ήταν ο ίδιος ο εφεσείων 2, ο οποίος είχε προβεί σε ένορκη δήλωση υποστηρικτική της ενστάσεως και ο οποίος αντεξετάστηκε, ανέφερε με ειλικρίνεια ότι υπήρχε δάνειο που η εταιρεία συνήψε και το οποίο είχε πληρωθεί από τους εφεσείοντες 2, 3 και 4 προσωπικά και είναι γι΄ αυτό το λόγο που μεταβιβάσθηκε το ακίνητο στην εταιρεία. Δεδομένου δε ότι η εφεσείουσα εταιρεία είναι οικογενειακής φύσεως, το ακίνητο μεταβιβάσθηκε στους αξιωματούχους και μετόχους αυτής εφόσον ήταν και συνιδιοκτήτες παραπλεύρου κτήματος με το επίδικο για το οποίο είχαν διατεθεί μεγάλα ποσά για την ανέγερση εντός αυτού οικοδομής με 13 διαμερίσματα. Το Δικαστήριο δεν έλαβε αυτά υπόψη επαρκώς, όπως δεν έλαβε υπόψη και τεκμήρια που κατατέθηκαν για την ανάπτυξη του άλλου τεμαχίου, καθώς και επιστολή από το Κ.Ο.Τ., ως προς τις προσπάθειες ανάπτυξης και ενοποίησης των δύο τεμαχίων σε ένα. Επομένως, η πρόθεση κατά τη μεταβίβαση ήταν η ανάπτυξη ενιαίως των δύο τεμαχίων και όχι η καταδολίευση των εφεσιβλήτων. Με αυτά τα δεδομένα, δεν δικαιολογείτο η κρίση ότι ήταν δόλιος ο σκοπός της μεταβίβασης, η οποία έγινε προς τα τέλη του 2006 πριν την τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου επί της διαιτητικής αποφάσεως στις αρχές του 2010. Εάν η εφεσείουσα εταιρεία είχε πρόθεση καταδολίευσης, θα μπορούσε άνετα να μεταβίβαζε το ακίνητο στο μεταξύ σε τρίτα πρόσωπα εφόσον δεν υπήρχε επί του ακινήτου οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος.
Αντίθετη είναι η θέση των εφεσιβλήτων οι οποίοι υποστηρίζουν πλήρως την πρωτόδικη απόφαση, εφόσον και επί της αξιοπιστίας του εφεσείοντα 2 και επί της νομικής ανάλυσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθά.
Το ζήτημα που εγείρεται ως προς την κατά τόπο αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και το οποίο είχε εγερθεί μόνο διά της αγορεύσεως των εφεσειόντων πρωτοδίκως, δεν μπορεί να ευσταθήσει διότι κατά τόπο αρμοδιότητα έχει ένα Επαρχιακό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 21 του Νόμου αρ. 14/60 όταν, μεταξύ άλλων, η βάση της αγωγής έχει προκύψει, είτε εξ ολοκλήρου, είτε μερικώς, εντός των ορίων της επαρχίας για την οποία καθιδρύθηκε το Δικαστήριο. Η κυρίως αίτηση αφορούσε τη Γενική Αίτηση υπ΄ αρ. 209/06 με την οποία αναγνωρίστηκε η διαιτητική απόφαση που είχε εκδοθεί προηγουμένως ως δικαστική απόφαση και είχε εισαχθεί στο εν λόγω Επαρχιακό Δικαστήριο. Πέραν του ότι ουδεμία ένσταση είχε εγερθεί τότε για την κατά τόπο αρμοδιότητα, οι εφεσείοντες είχαν οι ίδιοι υποβάλει άλλη Γενική Αίτηση την υπ΄ αρ. 108/06, με την οποία είχε επιδιωχθεί ο παραμερισμός και/ή η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Επομένως το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ανέλαβε τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκαση των όποιων διαφορών προέκυψαν από τη διαιτητική απόφαση και η οποία αφορούσε σε διαφορές που είχαν προκύψει μεταξύ των διαδίκων σε σχέση με την ανέγερση σε παρακείμενο τεμάχιο ενός συγκροτήματος διαμερισμάτων στο χωριό Κάθηκας της επαρχίας Πάφου. Φυσιολογικά, επομένως, η βάση της αγωγής κατά το άρθρο 21 προέκυψε στην επαρχία Πάφου.
Πέραν όμως των πιο πάνω, παρατηρείται ότι η διαδικασία κατά το Μέρος ΙΧ του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, αρχίζει με «αίτηση» οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που επιδιώκει την ακύρωση μεταβίβασης, επιβάρυνσης ή αποξένωσης περιουσιακού στοιχείου από οφειλέτη που θεωρείται, κατά το άρθρο 91Γ, ως καταδολιευτική. Δεν αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο ο τρόπος ή η φύση της αίτησης, αλλά στο προηγούμενο άρθρο 89(3), προνοείται ότι μέχρις ότου εκδοθούν διαδικαστικοί κανονισμοί για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων των Μερών VIII και ΙΧ, θα εφαρμόζονται οι ισχύοντες διαδικαστικοί κανονισμοί αναφορικά με αιτήσεις διά κλήσεως. Επομένως η αίτηση η οποία εισήχθηκε από τους εφεσίβλητους για την ακύρωση της μεταβίβασης είχε ορθά καταχωρηθεί στον Τύπο Αιτήσεως διά Κλήσεως και δεν θα μπορούσε να εισαγόταν, παρά την αυτοτέλεια του αντικειμένου της, με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία εκτός εντός του φακέλου της κυρίως αιτήσεως για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης.
Επιβεβαίωση των ανωτέρω προσφέρουν τα προνοούμενα στον περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ. 62, στον οποίο δεν βασίζεται η επίδικη αίτηση για ακύρωση, αλλά οι πρόνοιες του στοχεύουν προς την ίδια κατεύθυνση με το Μέρος ΙΧ του Κεφ. 6. Στο άρθρο 4 του Κεφ. 62, που τιτλοφορείται «διαδικασία ακύρωσης μεταβίβασης», προβλέπεται ότι οποιαδήποτε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση κινητής ή ακίνητης περιουσίας που θεωρείται δόλια δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, δύναται να ακυρωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου «.. που εξασφαλίζεται με αίτηση οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που γίνεται στην εν λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία και στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.». Και αυτό, βεβαίως, είναι και λογικό ούτως ώστε να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κυρίως αγωγής ή άλλης εναρκτήριας διαδικασίας, όπως ήταν εν προκειμένω η Γενική Αίτηση για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, με την αίτηση ακύρωσης της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου. Κατ΄ αναλογία, λοιπόν, ορθό και λογικά αναμενόμενο είναι η ενιαία και σφαιρική αντίκρυνση και επίλυση θεμάτων που αναδύονται από το ίδιο υπόβαθρο γεγονότων ή έχουν κοινή θεματολογία.
Έπεται ότι η θέση των εφεσειόντων περί της εισαγωγής της αίτησης καταδολίευσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας όπου η έδρα της εφεσείουσας εταιρείας και στο οποίο Επαρχιακό Δικαστήριο έγινε και η αίτηση διάλυσης της, δεν ευσταθεί με συνέπεια να μην έχει θέση ή εφαρμογή ούτε και η υπόθεση Τ. & Μ. Οικονόμου & Υιός Λίμιτεδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 140, την οποία εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες ως εφαρμοζόμενη στα γεγονότα της υπόθεσης για τη δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσης από ένα Δικαστήριο σε άλλο. Ούτε βεβαίως εφαρμογή έχουν και οι υποθέσεις Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (1997) 1 Α.Α.Δ. 724, που αφορούσε άλλα γεγονότα και Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060. Καμία παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης δεν παρατηρείται στην υπό κρίση περίπτωση, ενώ όπως έχει ήδη κριθεί προηγουμένως, οι εφεσίβλητοι εισήγαγαν ορθή διαδικασία η οποία αρμοδίως κατά τόπο και καθ΄ ύλην εκδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης είναι ορθή η ανάλυση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τη νομική πτυχή του θέματος. Ένα Δικαστήριο έχει κατά το άρθρο 91Γ του Κεφ. 6, τη δυνατότητα ακύρωσης καταδολιευτικής μεταβίβασης και, αναλόγως, δύναται να διατάξει την ακύρωση της εγγραφής και την επαναεγγραφή στο όνομα του οφειλέτη, με ταυτόχρονη εγγραφή του εξ αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνση επί του περιουσιακού στοιχείου. Κατά δε το άρθρο 91Α του Κεφ. 6, μεταξύ άλλων, θεωρείται πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή, η δωρεά, μεταβίβαση ή επιβάρυνση προς όφελος τρίτου οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του εξ αποφάσεως οφειλέτη εφόσον γίνεται με σκοπό την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση ικανοποίησης των εξ αποφάσεως χρεών. Τέτοια πράξη λογίζεται κατά το εδάφιο (2) του άρθρου ως γενόμενη με σκοπό την καταδολίευση του εξ αποφάσεως πιστωτή μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Περαιτέρω, τέτοια πράξη θεωρείται καταδολιευτική, ανεξαρτήτως του αν έγινε πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής δυνάμει της οποίας εκδόθηκε απόφαση υπέρ του πιστωτή.
Παρατηρείται επομένως ότι υπάρχει τεκμήριο το οποίο λειτουργεί υπέρ του πιστωτή με τον οφειλέτη να βαρύνεται με την απόδειξη του αντιθέτου. Απόδειξη που ικανοποιείται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, (Ευαγγέλου ν. Κωστάκης Κουρέας και Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ. 415). Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Παρόμοιες πρόνοιες υπάρχουν στο Κεφ. 62, το άρθρο 3(1) του οποίου προνοεί ότι κάθε δωρεά, πώληση, κλπ, με πρόθεση την παρεμπόδιση ή καθυστέρηση των πιστωτών θα θεωρείται ως δόλια, κατά τεκμήριο, δηλαδή, με το βάρος κατά το εδάφιο (2), απόδειξης της καλής πίστης της μεταβίβασης ή εκχώρησης να φέρει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής καθώς και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση ή εκχώρηση. Παρόμοιες είναι και οι πρόνοιες των άρθρων 46(1) και 47(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου Κεφ. 5, τα οποία προνοούν ότι οποιαδήποτε διάθεση περιουσίας που δεν γίνεται λόγω γάμου ή προς όφελος αγοραστή καλή τη πίστει και με νόμιμη αντιπαροχή, θα είναι άκυρη έναντι του Επιτρόπου Πτωχεύσεως αν η διάθεση έγινε μέσα σε δύο χρόνια από την κήρυξη του διαθέτη σε πτώχευση ή αν ο διαθέτης σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μετά τη διάθεση και εντός περιόδου δέκα ετών κηρύχθηκε σε πτώχευση.
Η αποξένωση της περιουσίας της εφεσείουσας εταιρείας προς τους εφεσείοντες 2, 3 και 4, θεωρείται βεβαίως ως αποξένωση προς τρίτους εφόσον εταιρεία και φυσικά πρόσωπα είναι κατά πάγια νομολογία διάφορα πρόσωπα. Η θέση των εφεσειόντων ότι πρόκειται για οικογενειακή εταιρεία δεν αλλοιώνει τη γνωστή αρχή περί της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου και το διαχωρισμό του από τους μετόχους του. Πρόσθετα, εφόσον η μεταβίβαση έγινε στις 22.11.2006, μετά δηλαδή την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τεκμαίρεται ότι η εφεσείουσα εταιρεία μεταβίβασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο θεωρούμενη κατά το άρθρο 91Α(1), ως πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή. Η γένεση επομένως της οφειλής των εφεσειόντων προς τους εφεσιβλήτους έγινε με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης η οποία στην πορεία ενεγράφη ως δικαστική απόφαση δυνάμει της υπό ημερομηνία 31.7.2006 Γενικής Αιτήσεως υπ΄ αρ. 209/06 που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Συνάγεται, ότι δεν έχει χρονικά σχέση, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, η έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου της απόφασης του με την οποία αναγνωρίστηκε η διαιτητική απόφαση, ούτε και η μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου με την οποία απορρίφθηκε η έφεση που άσκησαν οι εφεσείοντες εναντίον της απόρριψης της αιτήσεως στις 17.9.2007 που οι ίδιοι υπέβαλαν με τη Γενική Αίτηση υπ΄ αρ. 103/07 για παραμερισμό ή ακύρωση της διαιτητικής απόφασης. Πρόκειται για την υπόθεση ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ ν. Λάκης Γεωργίου Construction Limited (2010) 1 Α.Α.Δ. 223.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα λεχθέντα από τον μάρτυρα των εφεσειόντων. Έχοντας εξετάσει τα παράπονα εναντίον της αξιολόγησης αυτής και έχοντας υπόψη τη σταθερή νομολογία ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που αφορούν στο παράλογο της αξιολόγησης ή την αντιφατική αξιολόγηση ή αντίληψη της μαρτυρίας, δεν εντοπίζεται ουσιαστικός λόγος επέμβασης. Το Δικαστήριο ανάλωσε αρκετές σελίδες στο σκεπτικό του για να καταγράψει τις αντιφατικές θέσεις του μάρτυρα, αλλά και την αοριστία με την οποία τοποθετείτο επί ορισμένων ζητημάτων. Αναμφίβολα κάποιες από τις κρίσεις του Δικαστηρίου παραπέμπουν σε επουσιώδη ζητήματα που σχετίζονται με το ύψος του δανείου που ήταν ΛΚ20.000, ενώ ζητήθηκε δάνειο από την τράπεζα για ΛΚ25.000, ή, σε σχέση με τα εισπραχθέντα ποσά από κτηματομεσήτρια σχετικά με την αγορά του επιδίκου ακινήτου. Πιο ουσιώδες από πλευράς ευρημάτων ήταν η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ίδια η συμφωνία δανείου που έγινε με την τράπεζα καταρτίστηκε επ΄ ονόματι της εφεσείουσας εταιρείας, η οποία φαινόταν ως ο χρεώστης και όχι οι εφεσείοντες 2, 3 και 4, όπως υποστηρίχθηκε ενόρκως και οι οποίοι κατά τη συνομολόγηση της συμφωνίας δανείου δεν παρουσιάζονταν ως χρεώστες παρά μόνο έθεσαν υπογραφές πάνω από το όνομα της εταιρείας. Ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν λογικό, αν πράγματι το δάνειο είχε συναφθεί από τους εφεσείοντες 2, 3 και 4 προσωπικά, το ακίνητο να εγγραφόταν στο όνομα της εφεσείουσας εταιρείας. Πρόσθετα δεν παρουσιάστηκαν επαρκή στοιχεία όπως πρακτικό της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας στο οποίο να φαινόταν, όπως είχε υποστηριχθεί, ότι η αγορά του επιδίκου ακινήτου έγινε με δανειοδότηση στο όνομα των τριών φυσικών προσώπων-εφεσειόντων. Τα δεδομένα αυτά δεν έπεισαν, εύλογα, για τη θέση ότι ήταν οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 που πλήρωσαν για την αγορά του επιδίκου ακινήτου και συνεπώς η εφεσείουσα τους το μεταβίβασε άνευ άλλου ανταλλάγματος.
Το Δικαστήριο καταγράφει και άλλες ασάφειες ή μη λογικές απαντήσεις σε σχέση με την ενοικίαση των διαμερισμάτων που οικοδομήθηκαν στο όμορο τεμάχιο ή σε σχέση με τα σχετιζόμενα περί ενοποίησης των δύο τεμαχίων για σκοπούς κοινής επένδυσης στα οποία δεδομένα, κατά τους εφεσείοντες, δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Αυτό όμως δεν είναι ορθό. Το Δικαστήριο επισταμένα κατέγραψε κάθε τι σχετικό με την εν λόγω ανάπτυξη και παρέπεμψε στα κατατεθέντα τεκμήρια. Όλα αυτά αναλύθηκαν με περισσή σπουδή και δεν συντρέχει λόγος επέμβασης. Να υποδειχθεί μόνο ως καταλυτικής σημασίας, το δεδομένο ότι η σχετική αίτηση για ενοποίηση των τεμαχίων, ως παρατηρήθηκε εύλογα από το Δικαστήριο, έγινε πέντε έτη μετά τη μεταβίβαση του επιδίκου επ΄ ονόματι των εφεσειόντων 2, 3 και 4. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης την αντιφατική προσέγγιση στη μαρτυρία που ενώ υποδείκνυε από τη μια ότι έγινε η μεταβίβαση λόγω δωρεάς λόγω πληρωμής του τιμήματος από τους εφεσείοντες 2, 3 και 4, από την άλλη τονίσθηκε η ανάγκη ενοποίησης του με το άλλο τεμάχιο για σκοπούς τουριστικής ανάπτυξης και για αποφυγή υψηλότερης φορολογίας παρά αν το όμορο τεμάχιο μεταβιβαζόταν στην εταιρεία.
Η ουσία παραμένει ότι το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε σε χρόνο που κατά τη νομοθεσία δημιουργεί μαχητό τεκμήριο περί πρόθεσης καταδολίευσης. Εναπόκειτο στους εφεσείοντες να πείσουν ότι καλή τη πίστει είχε γίνει η μεταβίβαση χωρίς πρόθεση αποστέρησης από τους εφεσίβλητους του προϊόντος της διαιτητικής αποφάσεως. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα εταιρεία μεταβίβασε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο και μάλιστα στους μετόχους της χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα εύλογα καταγράφηκε ως πράξη που αποστερεί τους πιστωτές από αυτό το περιουσιακό στοιχείο και καμία ουσιαστική εύλογη εξήγηση δεν δόθηκε για το αντίθετο. Η υπόθεση Αργυρού ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 1256, που επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες δεν προσομοιάζει με τα εδώ δεδομένα. Εκεί ο εφεσείων είχε σε ανύποπτο χρόνο πριν τη γένεση οποιασδήποτε αστικής ευθύνης δηλώσει εγγράφως πρόθεση μεταβίβασης.
Σημασία έχει η ίδια η πράξη της μεταβίβασης η οποία ομιλεί αφεαυτής και όχι, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, ότι αν ήθελαν πράγματι να αποστερήσουν τους εφεσίβλητους από του να εισπράξουν το λαβείν τους ήταν δυνατό να γίνει μεταβίβαση σε τρίτους στα πέντε έτη που μεσολάβησαν μεταξύ της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου. Κάτι τέτοιο παραμένει στη σφαίρα της θεωρίας εφόσον ουδέποτε έγινε, η δε μεταβίβαση έγινε διά δωρεάς και χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα, χωρίς δηλαδή, οποιαδήποτε αντιπαροχή για να παρουσιαζόταν τουλάχιστον, εκ πρώτης όψεως, η ύπαρξη νόμιμου ανταλλάγματος για τη δικαιοπραξία αυτή. Η πρόθεση, σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, συνάγεται από τα γεγονότα και μόνο.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.