ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D404
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 114/2018
18 Σεπτεμβρίου, 2018
[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 11, 15, 16, 33-35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2, 4, 5, 102, 103, 112, 118, 119, 122, 123, 127, 138, ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ 1964, (40/1964), ΤΑ ΑΡΘΡΑ 4, 5, 27 - 29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX ΜΟΥΖΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ - ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/8/2018 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΥΟ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΣΤΑΣΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ XXXXX XXXXX, ΑΡ. 6, ΜΕΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ, ΛΕΜΕΣΟΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΧΗΜΑΤΑ, ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ, ΤΟΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ, ΤΑ ΣΥΡΤΑΡΙΑ, ΤΟΝ ΦΟΡΙΑΜΟ, ΤΟΝ ΣΑΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΚΙΔΙΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ, ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ Η ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ XXXXX ΜΟΥΖΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ.
--------------------------------------------
Α. Χαραλάμπους, για τον αιτητή
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, μόνιμος αρχιλοχίας της Εθνικής Φρουράς (ΕΦ), αποβλέπει σε άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνονται δύο (2) εντάλματα έρευνας που εκδόθηκαν από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 20.8.18, ισχυριζόμενος βασικά ότι τα επίδικα εντάλματα εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας.
Η αίτηση συνοδεύεται από μακροσκελή ένορκη δήλωση δικηγόρου του αιτητή, πλην όμως τα ουσιώδη γεγονότα στη βάση των οποίων θα κριθεί το αίτημα είναι απλά και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:-
Κατά την επιδιόρθωση ταβανιού στα λουτρά του Λόχου Διοικήσεως του Στρατοπέδου Στέλιου Μαυρομμάτη - όπου υπηρετούσε ο αιτητής - εντοπίστηκαν κρυμμένα ένα στρατιωτικό αδιάβροχο μέσα στο οποίο υπήρχαν τυλιγμένα εκρηκτική ύλη τύπου C4, πυροκροτητές, ένα έμφορτο περίστροφο με έξι φυσίγγια, μία κουκούλα και μία καπνογόνος χειροβομβίδα.
Η ανεύρεση των πιο πάνω γνωστοποιήθηκε από το Διοικητή του Στρατοπέδου στο ΤΑΕ Λάρνακας, μέλη του οποίου και του Κλάδου Πυροτεχνουργών εξέτασαν αυθημερόν την σκηνή και τα ανευρεθέντα στάλθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις. Ακολούθως, στις 20.8.18, η αστυνομία εξασφάλισε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ένταλμα σύλληψης του αιτητή, καθώς και τα επίδικα εντάλματα έρευνας. Και αυτό στη βάση μαρτυρίας που δημιουργούσε - κατά την αστυνομία - εύλογη υποψία ότι ο αιτητής ενεχόταν σε 4 υπό διερεύνηση αδικήματα:- Παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, παράνομη κατοχή και μεταφορά πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών και κλοπή από δημόσιο λειτουργό.
Εν τέλει, με την συμπλήρωση του ανακριτικού έργου, στις 28.8.18, καταχωρίστηκε εναντίον του αιτητή η υπ΄ αρ. 147/18 υπόθεση στο Στρατιωτικό Δικαστήριο, με την οποία του προσήφθησαν οι κατηγορίες της παράνομης κατοχής πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών, καθώς και η κατηγορία της κλοπής υπό δημοσίου λειτουργού.
Είναι θέση του αιτητή ότι τόσο το ένταλμα σύλληψης όσο και τα επίδικα εντάλματα έρευνας εκδόθηκαν καθ΄ υπέρβαση και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας από Επαρχιακό Δικαστή καθότι πρόκειται για στρατιωτικά αδικήματα και δικαιοδοσία για έκδοση τους, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5, 102, 103 και 112(1) του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν.40/1964), είχε μόνο το Στρατιωτικό Δικαστήριο. Επιπρόσθετα καταλογίζει στο κατώτερο Δικαστήριο νομική πλάνη και σφάλμα καθότι ο Α/Λοχίας που αιτήθηκε και εξασφάλισε τα εντάλματα δεν είχε εξουσία να διεξάγει ανάκριση δυνάμει των άρθρων 118 και 119 του Ν.40/1964 και του άρθρου 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ.155. Τούτο γιατί δεν αποκάλυψε στο κατώτερο Δικαστήριο ότι είχε σχετική εξουσιοδότηση είτε από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Γενικό Εισαγγελέα να ενεργήσει ως ανακριτής, όπως προβλέπεται από το άρθρο 119 του Ν.40/1964.
Όπως γίνεται αντιληπτό από την παράθεση του πραγματικού και νομικού πλαισίου της υπόθεσης, δύο είναι τα ερωτήματα που εγείρονται υπό τα περιστατικά της υπόθεσης. Το πρώτο, κατά πόσο τα αδικήματα που αποδίδονται στον αιτητή εμπίπτουν στα αδικήματα που προνοούνται από το Ν.40/1964 και, εάν ναι, κατά πόσο ο Α/Λοχίας που αιτήθηκε την έκδοση των ενταλμάτων - εδώ των ενταλμάτων έρευνας - είχε εξουσία δυνάμει του Νόμου να ενεργήσει ως ανακριτής και, προς υποβοήθηση του ανακριτικού έργου, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα επίδικα εντάλματα.
Το ότι τα αδικήματα που αποδίδονται στον αιτητή είναι στρατιωτικά θεωρώ πως είναι δεδομένο εφόσον, εν τέλει, το σχετικό κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο. Ενόψει τούτου θα περιοριστώ στο δεύτερο ερώτημα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, προς τεκμηρίωση της θέσης του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα επίδικα εντάλματα, βασίζεται στο άρθρο 119 του Ν.40/1964 που έχει ως ακολούθως:-
«119.(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).
(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν ─
(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής·
(β) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Διοικητή, οι διοικητές Μεραρχιών, Ταξιαρχιών, Συνταγμάτων και Τακτικών Διοικήσεων, οι φρούραρχοι, οι στρατοπεδάρχες, οι διοικητές μονάδων, οι διοικητές ανεξάρτητων υπομονάδων και οι διευθυντές στρατιωτικών υπηρεσιών και καταστημάτων·
(γ) τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού.
(3) Ο Διοικητής, όταν αποφασίζει τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), δύναται να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό αυτό.
(4) Καθένας από τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δύναται, είτε να διεξάγει την ανάκριση ο ίδιος, είτε να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που τελεί υπό τις διαταγές του.
(5) Κάθε ανακριτής, κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, εφαρμόζει όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.»
Στην παρούσα περίπτωση η ανάκριση δεν διεξήχθηκε αυτεπάγγελμα, αλλά από αστυνομικό και κατά συνέπεια τυγχάνει εφαρμογής το εδάφιο 2(γ) του άρθρου 119. Ποια όμως είναι τα πρόσωπα που «. εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.»; Πρώτα και κύρια οποιοσδήποτε αστυνομικός και δευτερευόντως, οποιοδήποτε πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να διεξάγει ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος. Σχετικό είναι το άρθρο 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, που έχει ως ακολούθως:-
«4.-(1) Οποιοσδήποτε αστυνομικός δύναται να διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται να εξουσιοδοτήσει οποιοδήποτε πρόσωπο, με το όνομα ή το αξίωμα του, το οποίο θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό, να διεξάγει ανακρίσεις σε σχέση με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.
(3) Αστυνομικός ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο δυνάμει του εδαφίου (2) που διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος στο εξής στο Νόμο αυτό αναφέρεται ως "ανακριτής".»
Όπως πρόδηλα προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο μόνο όπου εφαρμόζεται το εδάφιο (2) απαιτείται εξουσιοδότηση από το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Γενικό Εισαγγελέα, ενώ τέτοια εξουσιοδότηση δεν χρειάζεται αστυνομικός που έχει εκ του Νόμου εξουσία να διεξάγει ανάκριση σε σχέση με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Παραθέτω σχετικά αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την Νικολεττίδης και άλλος ν. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 222, το οποίο τυγχάνει πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα:-
«Εις την παρούσαν περίπτωσιν η ανάκρισις δεν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, βάσει του εδαφίου (2) του άρθρου 119, αλλά, συμφώνως προς υφισταμένας οδηγίας, υπό αστυνομικών οργάνων εχόντων, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να προβαίνουν εις ανακρίσεις».
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο Α/Λοχίας που αιτήθηκε την έκδοση των επιδίκων ενταλμάτων, ως αστυνομικός, είχε εξουσία εκ του Νόμου να ενεργήσει όπως ενήργησε και κατ΄ επέκταση και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να επιληφθεί των αιτημάτων του. (Βλ. και Νικολεττίδης, ανωτέρω, που παραπέμπει και στα άρθρα 138 και 121(1) του Ν.40/64 που παρέχουν στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές δυνατότητα να ζητήσουν από Επαρχιακό Δικαστήριο διατάγματα για τους σκοπούς της ανάκρισης.) Δεν αποκαλύπτεται επομένως εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου που σύμφωνα με τις καλώς εμπεδωμένες νομικές αρχές αποτελεί προϋπόθεση για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (Δικαστή) του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης Certiorari (βλ. μεταξύ άλλων Λυσιώτης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1066, Περέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 και Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ