ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A329
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 320/2017
4 Ιουλίου, 2018.
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ,
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 115.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 33/1964 ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΛΩΛΟΥ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ, ΕΛΛΑΔΟΣ, ΔΙ' ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΕΠΙ ΤΟΙ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 9357/16 ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14.6.2017
*****************
Χρ. Τριανταφυλλίδης με τον Ν. Μαγκλάρα και Ε. Μάνουλο, για τον Εφεσείοντα
Ν. Κέκκο με τον Κ. Τίκκα για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Σύμφωνα με τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που απορρέουν από την παρούσα έφεση, στις 30/3/16 ο εισαγγελέας Εφετών Αθηνών ενημέρωσε τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι ο εφεσείων, Λώλος, συνελήφθη στη βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ημ. 28/3/16 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, ότι συναίνεσε στην προσαγωγή του στις Αρχές της Δημοκρατίας και ότι δεν παραιτήθηκε από την προστασία που του παρέχει ο Κανόνας της Ειδικότητας.
Η Πρόεδρος Εφετών Αθηνών με την απόφαση της με Αριθμό 39/16 και ημερομηνίας 7/4/16 έκρινε ότι συνέτρεχαν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, απορρίπτοντας τις θέσεις του εφεσείοντα με το σχετικό υπόμνημα του, και αποφάσισε την εκτέλεση του εντάλματος «προκειμένου να ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη για τις πράξεις: 1)της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154, 2) της συνωμοσίας για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302, 3) της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297, 298(1), 4) της απάτης, κατά παράβαση του άρθρου 300, 5) της κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255(1), (2α-γ) και 262, 6) της κλοπής από δημόσιους λειτουργούς, κατά παράβαση του άρθρου 267 και 7) της παράβασης των άρθρων 3, 4, 5 του Νόμου 2007 (Ν.188(Ι)/2007) περί της παρεμπόδισης και καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και του άρθρου 2 του Κεφ. 154, υπό τον όρο ότι μετά τη δίκη και σε εύλογο χρόνο από την λήξη της, ο εκζητούμενος, μετά την ακρόαση του, θα διαμεταχθεί στην Ελλάδα, για να εκτίσει σε αυτή τη στερητική της ελευθερίας ποινή που τυχόν θα απαγγελθούν εναντίον του από τις αρμόδιες Δικαστικές Αρχές της Κύπρου, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. η΄ του Ν.3251/2004».
Με την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης και τη μεταφορά του εφεσείοντα στην Κύπρο καταχωρήθηκε στις 28/7/16 η Ποινική Υπόθεση με αρ. 9357/16 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, εναντίον δεκαέξι κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων και ο αιτητής ως κατηγορούμενος 14, ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορία για συνωμοσία στη βάση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα ότι δηλαδή μαζί με συγκατηγορούμενους του «... σε άγνωστη ημερομηνία, κατά το 2006, στη Δημοκρατία και στην Ελλάδα, συνωμότησαν να καταδολιεύσουν το κοινό, δηλαδή .....» που αφορά η κατηγορία 88. Αντιμετωπίζει επίσης και την κατηγορία της απάτης στη βάση των άρθρων 300, 20, 21 και 29 του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία 89).
Μετά την παροχή στις 2/6/17 των λεπτομερειών που ζητήθηκαν από τον αιτητή, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής κατά τη δικάσιμο της 8/6/17 υπέβαλε αίτημα τροποποίησης των κατηγοριών 88 και 89, άσχετης με το υπό εξέταση θέμα, το οποίο ενέκρινε το Κακουργιοδικείο και το κατηγορητήριο τροποποιήθηκε ανάλογα. Στις 12/6/17 ο εφεσείων, προτού απαντήσει στο τροποποιημένο κατηγορητήριο, υπέβαλε αίτημα για τη διακοπή και/ή αναστολή της διαδικασίας και/ή δίωξης εναντίον του σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27.2 της Απόφασης - Πλαισίου 584/2002 για το λόγο ότι το κατηγορητήριο μετά την τροποποίηση δεν αναφέρετο στις ίδιες αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εκτελέστηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εφόσον το ένταλμα αναφέρετο σε αδικήματα που διαπράχθηκαν στην Κύπρο ενώ το κατηγορητήριο σε αδικήματα που διαπράχθηκαν σε Κύπρο και Ελλάδα. Θεώρησε τον τόπο διάπραξης του αδικήματος ως ουσιώδους σημασίας εφόσον αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορούσε σε αδικήματα που διαπράχθηκαν εξ ολοκλήρου η εν μέρει στην Ελλάδα, η αντιμετώπιση του Ελληνικού Δικαστηρίου θα ήταν διαφορετική εφόσον η Ελληνική Νομοθεσία απαγορεύει την έκδοση. Ήταν εισήγηση του, με παραπομπή σε νομολογία του ΔΕΕ, ότι θέματα δικαιοδοσίας και συνταγματικότητας μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Το Κακουργιοδικείο στις 14/6/17 εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του με την οποίαν έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 5(1)(α) του Ποινικού Κώδικα και 20(1)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), με το δικαιολογητικό ότι η αξιόποινη πράξη φέρεται να τελέστηκε και στην Κύπρο. Αμέσως μετά την απαγγελία της απόφασης, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση των λεπτομερειών της κατηγορίας 88 με τη διαγραφή της φράσης «και στην Ελλάδα» ώστε ο τόπος τέλεσης του αδικήματος να περιορίζεται στην Κύπρο, όπως αναφέρετο και στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το Κακουργιοδικείο ενέκρινε και αυτό το αίτημα και το κατηγορητήριο τροποποιήθηκε ανάλογα με μεταγενέστερη απόφαση του την ίδια ημέρα.
Ο εφεσείων καταχώρησε στη συνέχεια στις 27/6/17 την Πολιτική Αίτηση αρ. 93/17 στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari προσβάλλοντας τη νομιμότητα της πρώτης απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ. 14/6/17, με την οποίαν έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης, και του χορηγήθηκε η σχετική άδεια με την απόφαση ημ. 4/7/17.
Ως αποτέλεσμα, στις 17/7/17 καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο η Πολιτική Αίτηση αρ. 103/17 η οποία, κατόπιν ακρόασης, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημ. 6/9/17.
Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης ημ. 6/9/17 με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης που έχει ως κύριο άξονα τη λανθασμένη παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός της παραβίασης της αρχής της ειδικότητας που έθετε τέρμα στη δίωξη του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του συνόψισε κατ' αρχάς τους λόγους ένστασης στην αίτηση για certiorari σε δύο, ότι δηλ. 1) ο εφεσείων απέκρυψε το γεγονός της τροποποίησης της κατηγορίας 88 στις 14/6/17 με τη διαγραφή της φράσης «και στην Ελλάδα» από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και 2) ότι με την τροποποίηση η αίτηση απώλεσε το αντικείμενο της. Έκρινε ότι με τις αγορεύσεις των δικηγόρων είχε αποκρυσταλλωθεί ότι η τύχη της αίτησης θα ήταν ανάλογη αυτών των δύο λόγων ένστασης του εφεσίβλητου ο οποίος, μέσω του δικηγόρου του, αναγνώρισε σαφώς ότι το Κακουργιοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δεν εφάρμοσε την αρχή της ειδικότητας σύμφωνα με την οποίαν η Κύπρος, που πέτυχε την έκδοση, δεν δικαιούτο να διώξει τον εκδοθέντα για αξιόποινη πράξη διαφορετική απ' εκείνη για την οποίαν εκδόθηκε και εκτελέστηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι με την παραδοχή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ειδικότητας, το Κακουργιοδικείο όφειλε στη βάση του άρθρου 36(1) του Νόμου 133(Ι)/2004 να σταματήσει σ' εκείνο το σημείο τη δίωξη του εφεσείοντα και όχι να προχωρήσει με την τροποποίηση του κατηγορητηρίου που αποσκοπούσε ουσιαστικά στην άρση της παραβίασης αυτής. Είναι εισήγηση του ότι αφ΄ ης στιγμής διαπιστώθηκε η παραβίαση της αρχής της ειδικότητας, οτιδήποτε ακολούθησε ήταν άκυρο. Συνεπώς, κατά το δικηγόρο του εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά τη διαπίστωση, ενόψει και της παραδοχής από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής ότι παραβιάστηκε η αρχή της ειδικότητας, δεν θα μπορούσε να εξετάσει το θέμα της μη αποκάλυψης ουσιώδους γεγονότος και να απορρίψει την αίτηση για certiorari για το συγκεκριμένο λόγο.
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση της ουσίας της έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο και πεδίο εφαρμογής του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως έχει συνοψιστεί στην πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 348/15, ημ. 9/6/17, ECLI:CY:AD:2017:A216.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).»
Η υπό κρίση έφεση, σύμφωνα με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα, περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από την αρχή της ειδικότητας. Συγκεκριμένα προβάλλεται η εισήγηση ότι αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση ότι υπήρξε παραβίαση της πιο πάνω αρχής, εν τούτοις δεν της απέδωσε τη δέουσα σημασία, προχωρώντας στην εξέταση άλλων θεμάτων που εγείροντο, και ανέκυψαν εκ των υστέρων.
Η αρχή της ειδικότητας προβλέπεται από το άρθρο 36 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004) με το οποίο ενσωματώθηκε στο Κυπριακό Δίκαιο το άρθρο 27, εδάφιο 2 της Απόφασης - Πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου του 2002 που είναι το εξής:
«Κανόνας ειδικότητας
36. (1) Ο εκζητούμενος που παραδόθηκε στις Κυπριακές Αρχές δεν διώκεται, ούτε καταδικάζεται ούτε στερείται με άλλο τρόπο της ελευθερίας του για αξιόποινη πράξη, η οποία τελέστηκε πριν από την παράδοσή του και είναι διαφορετική από εκείνη για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
(2) Το εδάφιο 1 δεν εφαρμόζεται όταν:
(α) Ο παραδοθείς μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το Κυπριακό έδαφος δεν το έπραξε εντός 45 ημερών από την οριστική απελευθέρωσή του ή επέστρεψε σε αυτό αφού το είχε εγκαταλείψει.
(β) Η αξιόποινη πράξη δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας.
(γ) Η ποινική διαδικασία δεν συνεπάγεται την εφαρμογή μέτρου περιοριστικού της ελευθερίας του προσώπου.
(δ) Στον παραδοθέντα ενδέχεται να επιβληθεί ποινή ή μέτρο που δεν συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή υποκατάστατο μέτρο, ακόμη κι αν αυτή η ποινή ή το μέτρο ενδέχεται να περιορίζει την προσωπική του ελευθερία.
(ε) Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος δίδει τη συγκατάθεσή της, μετά την υποβολή σχετικής αίτησης, σύμφωνα με το εδάφιο 4 του παρόντος.
(στ) Ο παραδοθείς είχε παραιτηθεί ρητά από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας, συγχρόνως με την συγκατάθεσή του να παραδοθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία στην αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος.
(ζ) Ο παραδοθείς παραιτηθεί ρητά, μετά την παράδοσή του, από το ευεργέτημα του κανόνα της ειδικότητας όσον αφορά αξιόποινες πράξεις, οι οποίες τελέστηκαν πριν από την παράδοσή του. Η δήλωση παραίτησης δίδεται στον αρμόδιο Δικαστή, ο οποίος προηγουμένως τον ενημερώνει για τις συνέπειες της παραίτησης από τον κανόνα της ειδικότητας καθώς και για το δικαίωμά του να παρίσταται με συνήγορο ή και με διερμηνέα, αν τούτο είναι αναγκαίο. Για την ενημέρωση και τις δηλώσεις του παραδοθέντα συντάσσεται έκθεση.
(3) Η κατά την παράγραφο (ε) του προηγούμενου εδαφίου αίτηση συγκατάθεσης, η οποία υποβάλλεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης του εντάλματος συνοδεύεται από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 εδάφιο 1 του παρόντος και από την μετάφραση που προβλέπεται στο εδάφιο 3 του ιδίου άρθρου.»
Με την ερμηνεία του άρθρου 27, εδάφια 2-4, ασχολήθηκε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-388/08PPU Artur Leymann και Aleksei Pustovarov, ημ. 1/12/08 που αφορούσε σε αίτηση έκδοσης προδικαστικών αποφάσεων που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο της Φινλανδίας. Ένα από τα προδικαστικά ερωτήματα που έχρηζαν απάντησης ήταν η ερμηνεία της φράσης «αξιόποινη πράξη» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 27, εδάφιο 2 της Απόφασης - Πλαισίου και ειδικότερα ποια είναι τα αποφασιστικά κριτήρια προκειμένου να προσδιοριστεί αν η περιγραφή των σχετικών πράξεων που αποτελούν τη βάση του κατηγορητηρίου διαφέρει απ' εκείνη που αποτελεί τη βάση για την έκδοση του, έτσι ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για «άλλη αξιόποινη πράξη», μη τιμωρούμενη παρά μόνο με τη συγκατάθεση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφος 3, στοιχεία 1 και 4. Σημειώνεται ότι η αίτηση για προδικαστική απόφαση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά των Leymann και Pustovarov στη Φινλανδία οι οποίοι παραδόθηκαν στις Φινλανδικές Αρχές κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης και μάλιστα μετά την καταδίκη τους για διακίνηση ναρκωτικών.
Στην απόφαση του επί του πιο πάνω ερωτήματος το ΔΕΕ αναφέρει τα εξής:
«1. Προκειμένου να προσδιοριστεί αν πρόκειται για άλλη αξιόποινη πράξη «πλην εκείνης» η οποία προκάλεσε την παράδοση, υπό την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, ώστε να απαιτείται η εφαρμογή της διαδικασίας συγκαταθέσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 27, παράγραφοι 3, στοιχείο ζ΄, και 4, της αποφάσεως - πλαισίου, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα στοιχεία που συνθέτουν την αξιόποινη πράξη, σύμφωνα με τη νομική περιγραφή της εντός του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος, είναι εκείνα για τα οποία παραδόθηκε ο καταζητούμενος και αν υπάρχει επαρκής αντιστοιχία μεταξύ των περιλαμβανομένων στο ένταλμα συλλήψεως στοιχείων και εκείνων της μεταγενέστερης διαδικαστικής πράξεως. Μεταβολές όσον αφορά τον χρόνο και τον τόπο είναι αποδεκτές, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι απορρέουν από στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που κινήθηκε εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος σχετικά με τις πράξεις που περιγράφονται στο ένταλμα συλλήψεως, ότι δεν αλλοιώνουν τη φύση της αξιόποινης πράξεως και ότι δεν συνεπάγονται λόγο μη εκτελέσεως βάσει των άρθρων 3 και 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου.
............................»
Το άρθρο 4(1) του Νόμου 133(Ι)/2004 με το οποίο ενσωματώθηκε το άρθρο 8 της πιο πάνω Απόφασης - Πλαισίου, καθορίζει το περιεχόμενο και τον τύπο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προβλέπει τα εξής:
«Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης
4. (1) Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου όπου είναι γνωστή·
(β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής και τηλεομοιοτυπικής σύνδεσης και ηλεκτρονική διεύθυνση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος·
(γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής απόφασης, του εντάλματος σύλληψης ή της συναφούς διάταξης δικαστικής αρχής·
(δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης·
(ε) περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης καθώς και η μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη·
(στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για τελεσίδικη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και
(ζ) στο μέτρο του δυνατού, τις οποιεσδήποτε λοιπές συνέπειες, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε παρεπόμενης ποινής της αξιόποινης πράξης.»
Ενόψει του πιο πάνω άρθρου ο τόπος διάπραξης είναι ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν τις περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος, που πρέπει να περιέχει ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι το επίδικο ένταλμα αναφέρει ως τόπο διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας 88 την Κύπρο ενώ στο κατηγορητήριο, όπως εμφανίζετο στις 8/6/17 μετά την τροποποίηση, επί του οποίου στηρίχθηκε η εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ειδικότητας σ' όσον αφορά την κατηγορία 88 που αφορά στον εφεσείοντα, εμφαίνετο ως τόπος διάπραξης η Κύπρος και η Ελλάδα. Δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε επίσης η ύπαρξη πρόνοιας στον Ελληνικό Νόμο 3251/04 ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης όταν αυτό αφορά σε αδικήματα που κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θεωρούνται ότι διαπράχθηκαν εξ ολοκλήρου η εν μέρει στο έδαφος του κράτους μέλους εκτέλεσης.
Ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ειδικότητας, είχε γίνει παραδεκτός από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά.
«ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Κύριε Κέκκο, έχουμε ενώπιον μας το εξαιρετικό μέσο του Certiorari που η προσοχή του Δικαστηρίου σύμφωνα με τη νομολογία πρέπει να επικεντρωθεί στο κατά πόσο αυτή η απόφαση πάσχει στον πυρήνα της από απόψεως νομιμότητας. Το ερώτημα που εγείρεται και εδώ θέλω τη βοήθεια σας, υπήρξε παραβίαση της αρχής της ειδικότητας όταν στο κατηγορητήριο αναφερόταν ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν και στην Ελλάδα; Θέλω τη σαφή σας τοποθέτηση. Δεύτερο, η απάντηση αυτή συναρτάται με το αμέσως επόμενο ερώτημα. Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι θετική κατά πόσο έπαυσε να έχει αντικείμενο η αίτηση με την επελθούσα τροποποίηση.
κ. Κέκκος: Μάλιστα. Η θέση μας είναι κ.Πρόεδρε ότι με την επελθούσα τροποποίηση οποιαδήποτε και να ήταν η απάντηση μου στο πρώτο, που μπορεί να υπήρχε.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Θέλω σαφή απάντηση.
κ. Κέκκος: Υπήρξε παραβίαση της αρχής της ειδικότητας με το να περιληφθεί στις λεπτομέρειες του αδικήματος από πλευράς μας και η Ελλάδα. Όταν τέθηκε το θέμα από τον κ. Τριανταφυλλίδη στην αγόρευση του εγώ είπα στο Δικαστήριο «κ. Πρόεδρε δεν υπάρχει μαρτυρία που να δείχνει ότι το αδίκημα έγινε και στην Ελλάδα». Δηλαδή ήθελα να πω του Δικαστηρίου ότι θα τροποποιήσω το κατηγορητήριο και μόλις έβγαλε το ruling το επόμενο βήμα ήταν να τροποποιήσω το κατηγορητήριο.»
Είναι γνωστή η αρχή ότι όταν ένα γεγονός, καθίσταται παραδεκτό τότε αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητο εκτός αν αποσυρθεί με την άδεια του Δικαστηρίου όπως προνοείται στο άρθρο 19(4) του περί Αποδείξεως Νόμου (βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444 και Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. Χαραλάμπους (2000) 2 Α.Α.Δ. 186. Σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν επιχειρήθηκε η απόσυρση του πιο πάνω παραδεκτού γεγονότος από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής. Προσπάθεια απόσυρσης του έγινε κατά την ακρόαση της παρούσας έφεσης όταν το Εφετείο υπέδειξε στο δικηγόρο την αντίθεση των θέσεων που πρόβαλε ενώπιον του με την πιο πάνω δήλωση του πρωτόδικα. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργώντας στη βάση της παραδοχής της Κατηγορούσας Αρχής ότι το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε την αρχή της ειδικότητας στην απόφαση του ημ. 14/6/17, που αφορούσε στη σχετική εισήγηση, έκρινε ορθό και δίκαιο να μην επιδικάσει έξοδα σε καμιά πλευρά. Είναι κατάληξη μας ότι στο στάδιο αυτό η Κατηγορούσα Αρχή δεν μπορεί να αποστεί από τη θέση που πρόβαλε πρωτόδικα στη βάση της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση της απόφασης του.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι πώς επηρεάζει το παραδεκτό πλέον γεγονός της παραβίασης της αρχής της ειδικότητας την περαιτέρω εξέλιξη και εγκυρότητα της κατηγορίας 88 ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Εξετάσαμε με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών σε συνάρτηση με όλα τα έγγραφα και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων και των πρακτικών των δικασίμων ημ. 12/6/17, ημερομηνία κατά την οποίαν υποβλήθηκε η εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της ειδικότητας και 14/6/17, ημερομηνία έκδοσης της επιφυλαχθείσας απόφασης επί της εισήγησης.
Οι πρόνοιες του άρθρου 36(1) του Νόμου 133(Ι)/2004 είναι σαφείς και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας, απ' εκείνη που μεταδίδει το λεκτικό του ότι δηλ. ο εκζητούμενος που παραδίδεται στις Κυπριακές Αρχές δεν διώκεται και ούτε καταδικάζεται για αξιόποινη πράξη που είναι διαφορετική απ' εκείνη για την οποίαν εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αφ' ης στιγμής τέθηκε ενώπιον του θέμα παραβίασης της αρχής της ειδικότητας που ήταν παραδεκτό από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής και ήταν και διαπίστωση του ίδιου του Δικαστηρίου ότι δημιουργούσε πρόβλημα διαδικασίας, όφειλε να εξετάσει κατά προτεραιότητα τις επιπτώσεις που ενέχει το γεγονός της παραβίασης στην όλη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου σ' όσον αφορά την κατηγορία 88 και όχι να προχωρήσει στην εξέταση των λόγων ένστασης που αφορούσαν στην μη αποκάλυψη γεγονότων που ακολούθησαν της πρώτης απόφασης ημ. 14/6/17.
Σημειώνεται ότι η αίτηση για certiorari προσέβαλλε την πρώτη απόφαση του Κακουργιοδικείου που εκδόθηκε στις 14/6/17 που αφορούσε στην παραβίαση της αρχής της ειδικότητας.
Η σημασία εξέτασης της εισήγησης είναι δεδομένη, εφόσον αν γινόταν δεκτή θα είχε ως αποτέλεσμα την άμεση διακοπή και/ή αναστολή της δίωξης του εφεσείοντα ως προς τη συγκεκριμένη κατηγορία, οπότε δεν θα ετίθετο θέμα στη συνέχεια τροποποίησης της κατηγορίας.
Είναι κατάληξη μας ότι ενόψει της παραβίασης της αρχής της ειδικότητας, το Κακουργιοδικείο όφειλε να διακόψει τη δίωξη σ' όσον αφορά τη συγκεκριμένη κατηγορία και όχι να θεωρήσει ότι είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της κατηγορίας 88 με το δικαιολογητικό ότι το αδίκημα που αφορούσε φέρεται να διαπράχθηκε και στην Κύπρο, όπως αναφέρει στην πρώτη απόφαση του ημ. 14/6/17.
Το τι ακολούθησε της προσβαλλόμενης απόφασης είναι άνευ σημασίας και άσχετο με το υπό εξέταση θέμα, εφόσον η δίωξη σταματά αφ΄ ης στιγμής διαπιστώνεται η παραβίαση της αρχής της ειδικότητας. Δεν παρέχεται καμιά θεραπεία άρσης της παραβίασης εκ των υστέρων, όπως θεώρησε το Κακουργιοδικείο ότι μπορούσε να προβεί όπως και έπραξε με την τροποποίηση του κατηγορητηρίου αφαιρώντας την πρόταση «και στην Ελλάδα» με τη δεύτερη απόφαση του στις 14/6/17, η οποία επίσης προσβλήθηκε με έφεση. Ήδη όμως είχε παραβιαστεί η αρχή της ειδικότητας με την προσθήκη και της Ελλάδας ως τόπου διάπραξης του αδικήματος.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Εκδίδεται επιπρόσθετα διάταγμα ακύρωσης της ενδιάμεσης απόφασης που εκδόθηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ. 9357/2016, ημερομηνίας 14/6/2017, με την οποία, απέρριψε το αίτημα του εφεσείοντα να αναστείλει την δίωξη του στη βάση της κατηγορίας 88, ως αυτή καταγράφετο κατά τη δικάσιμο της 8/6/2017, όπου εμφαίνετο και η Ελλάδα ως τόπος διάπραξης του αδικήματος.
Η διαδικασία της κατηγορίας 88 διακόπτεται σ' όσον αφορά τον εφεσείοντα ο οποίος απαλλάσσεται της κατηγορίας. Τα έξοδα της έφεσης εκ €2.500 επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και σε βάρος της εφεσίβλητης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Α.Λ.Ο.