ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A376
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 32/2018)
(σχ.με 33/2018)
24 Ιουλίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου αρ.6
και
1. ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΙΣ ΑΓΩΓΕΣ αρ. τις αγωγές 4567/10, 4568/10, 4569/10. 4599/10, 4600/10, 4601/10, 4638/10, 4639/10,4640/10, 4688/10, 4689/10, 4729/10, 4730/10, 4731/10, 5904/10, 9226/10, 9550/10, 1860/11, 7200/11, 116/12, 117/12)
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
2. ΛΙΑΣΗ
3. ΑΣΤΡΑΣΟΛ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι αρ.3 και 4
(Πολιτική ΄Εφεση αρ.33/18)
(σχ. με 32/18)
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΛΙΑΣΗ
2. ΑΣΤΡΑΣΟΛ ΛΤΔ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 3 και 4
και
1. Χρυσάνθου με την προσωπική ιδιότητα και ως πατέρας και κηδεμόνας του Σταύρου ετών 11 αμφότεροι από τα Λατσιά
2. Μπάρκα με την προσωπική της ιδιότητα και ως μητέρα και συγκηδεμόνας του πιο πάνω παιδιού
Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες
------------------
Αιτήσεις ημερ. 1ης.3.2018
Για τους αιτητές-εφεσίβλητους και στις 2 αιτήσεις ο κ.Λ.Λουκαϊδης
Για τους καθ΄ων η αίτηση-εφεσείοντες (εναγόμενους 3 και 4) στην έφεση 33/18 η Ελ.Μιντή, (κα)
Για τον καθ΄ου η αίτηση-εφεσείοντα (εναγόμενο 6) στην έφεση αρ.32/18 ο κ.Α.Χριστοφόρου για Γεν.Εισαγγελέα
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με τις ως άνω αιτήσεις, οι εφεσίβλητοι ζητούν έκδοση διατάγματος που να απορρίπτει την εξέταση των ειδοποιήσεων εφέσεων των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση σε σχέση με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αλέξανδρος Παναγιώτου Π.Ε.Δ., ημερ. 29.12.17) για τους εξής 3 λόγος:
Α) Η εν λόγω απόφαση δεν είναι τελική
Β) Η έφεση είναι ασυμβίβαστη με την υποχρέωση των Δικαστηρίων για σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων,
Γ) Η εν λόγω απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού δεν αποτελεί τελική απόφαση.
Η νομική βάση των αιτήσεων αίτησης παρουσιάζεται να είναι το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, οι συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου με βάση νομολογία που επίσης αναφέρεται. Στηρίζονται δε αντίστοιχα στην ένορκη δήλωση του Χρίστου - εφεσίβλητου/ενάγοντα στην αγωγή 4567/10 με την οποία αναφέρεται ότι με συγκατάθεση των αντιδίκων σε όλες τις πιο πάνω αγωγές που συνεκδικάζονταν το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα 7.3.2014 για να εξεταστεί το κοινό θέμα ευθύνης ή μη των εναγομένων από ένα δικαστή και η απόφαση να δεσμεύει όλους τους διαδίκους στις εν λόγω υποθέσεις. Η απόφαση για την ευθύνη εξεδόθη τελικώς στις 29.12.2017 αφού ολοκληρώθηκε η εκδίκαση των υποθέσεων όσον αφορά την ευθύνη και ενώ το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία και των δύο πλευρών. Σύμφωνα με την απόφαση το Δικαστήριο «απέδωσε ευθύνη για πρόκληση καρκίνου λόγω ενεργειών ή παραλείψεων» εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων 3, 4 και 6, δηλαδή του Λιασή, ΑΣΤΡΑΣΟΛ ΛΤΔ και του Γενικού Εισαγγελέα. Ταυτόχρονα απάλλαξε με την ίδια απόφαση τους εναγομένους 1, 2, 5 και 7. Σύμφωνα δε με την ίδια ένορκη δήλωση, κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου, οι αγωγές αποσυνδέθησαν για να εκδικαστεί και αποφασιστεί το ύψος των αποζημιώσεων από το δικαστή της κάθε αγωγής ξεχωριστά. Στις 9.2.2018 κατεχωρήθησαν από τους ως άνω εναγομένους, ειδοποιήσεις εφεσέων. Ακολούθησε η καταχώρηση των υπό εκδίκαση δύο αιτήσεων, στις οποίες προβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και των λοιπών εφεσειόντων. Προβάλλονται ως κοινά θέματα και στις δύο ενστάσεις ότι οι αιτήσεις είναι νόμω και ουσία αβάσιμες, στερούνται πραγματικού και νομικού ερείσματος, ενώ προβάλλεται πως είναι δικαίωμα των εφεσειόντων να καταχωρήσουν και προωθήσουν τις εφέσεις τους και οι επίδικες αιτήσεις καθυστερούν τη διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει οι εφέσεις μπορούν να προωθηθούν εφόσον η εν λόγω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είναι εφέσιμη, ως καθορίζουσα σε ουσιαστικό βαθμό τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των διαδίκων. Οι ενστάσεις στηρίζονται και σε ενόρκους δηλώσεις του κ.Θ.Παπαθεοδώρου και της κας Νεοφύτου οι οποίες επίσης αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά της εκδίκασης της υπόθεσης πρωτοδίκως αλλά και της εξέλιξης της διαδικασίας στις καταχωρηθείσες εφέσεις.
Πρωτίστως εκείνο που θα πρέπει να αποφασιστεί είναι το μέρος της ένστασης με το οποίο προβάλλεται το νομικό αστήρικτο των αιτημάτων. Είναι γεγονός ότι η προβαλλόμενη νομική βάση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου δεν μπορεί να αποτελέσει πλαίσιο εξέτασης των επιδιωκόμενων θεραπειών. Ωστόσο είναι μέρος της πρακτικής πως όταν διάδικος θεωρεί ότι η έφεση του αντιδίκου του δεν μπορεί να προχωρήσει και θα πρέπει να απορριφθεί για νομικούς λόγους, θα μπορεί να θέσει το θέμα ενώπιον του Εφετείου, εφόσον αυτό αφορά το παραδεκτό της έφεσης. Στην ουσία του το αίτημα αυτό αφορά και βρίσκουμε πρακτικό να εξεταστεί στο παρόν στάδιο. Αφού αν διαπιστωθεί ότι η απόφαση δεν είναι εφέσιμη το θέμα θα πρέπει να τελειώσει εκεί και οι εφέσεις να απορριφθούν.
Το σκεπτικό που οδήγησε τους εφεσίβλητους στα αιτήματα τους υπήρξε η θέση πως η δικανική κρίση ουσιαστικά παραμένει ημιτελής αφού δεν προχώρησε πέραν του να αποφανθεί για το θέμα της ευθύνης και άφησε το θέμα των ενδεχόμενων αποζημιώσεων να αποφασιστεί από άλλα Δικαστήρια. Αυτή η απόφαση, κατά τον κ.Λουκαϊδη, «δεν είναι εκτελεστή, δεν αποφάσισε τελικά τα δικαιώματα των διαδίκων και παραμένει απλώς ως μια δικαστική άποψη ενός μέρους της διαδικασίας». Αντίθετη θέση εκφράζουν τόσο η κα Μιντή όσο και ο κ.Χριστοφόρου, εμμένοντας ότι η απόφαση είναι εφέσιμη αφού καθορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Για να εξεταστεί η θέση των δύο πλευρών θα πρέπει να στραφούμε στην πρωτόδικη απόφαση η οποία μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη νομική θεώρηση των ευρημάτων που εξήγαγε αποφάσισε ως εξής:
1. Οι εναγόμενοι 3 και 4 με την λειτουργία του εργοστασίου Astrasol, έχουν διαπράξει το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας εναντίον όλων των εναγόντων που ήταν κάτοικοι της περιοχής γύρω από το εργοστάσιο πλην του ενάγοντα στην αγωγή 9226/10 Κυριάκου Μιχαήλ που εργαζόταν στο εργοστάσιο της Astrasol.
2. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, η οχληρία συνίστατο στην συστηματική εκπομπή από το εν λόγω εργοστάσιο, θορύβου μεγάλης έντασης και ενοχλητικής δυσοσμίας για πάρα πολλές ώρες της ημέρας και της νύχτας. Ο θόρυβος και οι οσμές ήταν τέτοιας έντασης, σε βαθμό που συνιστούσαν μη εύλογη επέμβαση στην χρήση και απόλαυση της ακίνητης περιουσίας των εναγόντων.
3. Επιπλέον, η από το 1976 έως το 2009 συστηματική εκπομπή του τοξικού αερίου «Διχλωρομεθάνιο R40» που είναι δυνητικά καρκινογόνο, δημιούργησε σύμπλεγμα καρκίνου στην επίδικη περιοχή. Τα κρούσματα καρκίνου που εμφανίστηκαν στις περιπτώσεις των αγωγών 4567/2010, 9226/2010, 4730/2010, 4568/2010, 5904/2010, 4600/2010, 4729/2010, 4569/2010, 4689/2010, 4601/2010, 4639/2010, 4688/2010, 9550/2010 και 1860/2011 , οφείλονται στο σύμπλεγμα καρκίνου που δημιούργησε το εργοστάσιο της Astrasol λόγω των πιο πάνω συστηματικών εκπομπών διχλωρομεθανίου από το 1976 μέχρι το 2009. Για τις υπόλοιπες αγωγές, η ευθύνη των εναγομένων 3 & 4, συνίσταται σε ιδιωτική οχληρία με την κατ' εξακολούθηση εκπομπή μεγάλων σε ένταση θορύβων και ενοχλητικής δυσοσμίας από το εργοστάσιο της Astrasol.
4. Οι εναγόμενοι 3 & 4 απέτυχαν να παράσχουν ασφαλές σύστημα και χώρο εργασίας στον ενάγοντα στην αγωγή 9226/10 Κυριάκο Μιχαήλ που εργαζόταν στο εργοστάσιο της Astrasol. Η καθημερινή και χρόνια επαφή του με το δυνητικά καρκινογόνο υλικό «Διχλωρομεθάνιο R40» με το οποίο καθάριζε τις μηχανές του εργοστασίου και η άρνηση των εναγομένων 3 & 4 να του προσφέρουν ειδικές στολές, μάσκες και γάντια παρά τις διαμαρτυρίες του, είχαν ως αποτέλεσμα να ασθενήσει με καρκίνο τύπου Hodgkin's.
5. Ο εναγόμενος 6 ευθύνεται έναντι όλων των εναγόντων για παράβαση των θέσμιων καθηκόντων της Δημοκρατίας όπως αυτά πηγάζουν από τον Περί Ελέγχου της Ρύπανσης Νόμο 70/91 και τον Περί Ελέγχου της Ρύπανσης της Ατμόσφαιρας Νόμο 187(I)/2002. Συγκεκριμένα, παραχωρήθηκε από τον Υπουργό Εργασίας στο εργοστάσιο της Astrasol, «Πιστοποιητικό Εγγραφής Διεργασίας» και «Άδεια Εκπομπής Αερίων Αποβλήτων» χωρίς να έχει εξασφαλιστεί προηγουμένως σχετική πολεοδομική άδεια και ενώ ο Υπουργός εργασίας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εξασφάλιση τέτοιας άδειας δεν ήταν νομικά εφικτή στην εν λόγω αστική περιοχή. Επιπλέον, το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, από την 1η Ιουλίου 1999 που εκδόθηκε «Πιστοποιητικό Εγγραφής Διεργασίας» μέχρι και την λήξη του στις 30 Ιουνίου 2004, παρέλειψε να προβεί σε οποιανδήποτε μέτρηση εκπομπής των αερίων αποβλήτων του εργοστασίου της Astrasol, παρά την νομική του υποχρέωση να ελέγχει την ρύπανση της ατμόσφαιρας. Όταν δε μετά την έκδοση της Άδειας Εκπομπής Αερίων Αποβλήτων, διαφάνηκε από μετρήσεις στο φουγάρο σοβαρή υπέρβαση των ορίων του διχλωρομεθανίου, το Υπουργείο Εργασίας παρέλειψε να λάβει οιονδήποτε μέτρο για να τερματιστεί η παράνομη λειτουργία του εργοστασίου. Περαιτέρω το Τμήμα Πολεοδομίας παρότι γνώριζε ότι το εργοστάσιο της Astrasol δεν είχε εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια για την μαζική παραγωγή σόλων υποδημάτων, εντούτοις δεν πήρε οποιοδήποτε δικαστικό μέτρο για να τερματίσει αυτή την παρανομία. Γνώριζε επίσης ότι το διχλωρομεθάνιο που χρησιμοποιούσε η Astrasol, είναι δυνητικά καρκινογόνο υλικό και ότι η κατασκευή σόλων για την οποία χρησιμοποιείται διχλωρομεθάνιο δεν καλύπτεται με άδεια ούτε είναι εφικτή η χορήγηση πολεοδομικής άδειας.
6. Οι εναγόμενοι 3, 4 & 6, ευθύνονται έναντι των εναγόντων για οιανδήποτε ζημιά έχουν υποστεί λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς και της αντίστοιχης διάπραξης των αστικών αδικημάτων της ιδιωτικής οχληρίας, παράβασης ευθύνης εργοδότη και παράβασης θέσμιου καθήκοντος όπως πιο πάνω αναλυτικά αναφέρεται.
7. Για τους εναγομένους 1, 2, 5 & 7 δεν έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό οιαδήποτε ευθύνη έναντι των εναγόντων.
Tελικά δε το Δικαστήριο αποφάσισε και τα ακόλουθα:
«Υπενθυμίζεται ότι η συνεκδίκαση των υπό κρίση αγωγών διατάχθηκε μόνο για το θέμα της ευθύνης. Ως εκ τούτου και ενόψει της απόδειξης ευθύνης των εναγομένων 3, 4 & 6, οι αγωγές θα πρέπει να αποσυνδεθούν για να εκδικαστεί και αποφασιστεί, το ύψος των αποζημιώσεων από τον φυσικό Δικαστή της κάθε αγωγής ξεχωριστά (βλ. Αντωνιάδης ν. Οικονομίδης (1977) 1 JSC 103). Εκδίδεται ως εκ τούτου διάταγμα αποσύνδεσης των αγωγών προκειμένου να εκδικαστεί ξεχωριστά σε κάθε αγωγή, το ύψος των αποζημιώσεων που οι ενάγοντες δικαιούνται από τους εναγομένους 3, 4 & 6 λόγω της διάπραξης των πιο πάνω αστικών αδικημάτων.
Αντιθέτως, οι αγωγές εναντίον των εναγομένων 1, 2, 5 & 7 απορρίπτονται για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω.
Οι εναγόμενοι 3, 4 & 6 να επιβαρυνθούν αλληλέγγυα ή κεχωρισμένα με τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων στην παρούσα δεσπόζουσα αγωγή. Όμως οι ενάγοντες στην παρούσα διαδικασία να επιβαρυνθούν με τα έξοδα των εναγομένων 1, 2, 5 & 7 για τους οποίους δεν αποδείχθηκε καμία ευθύνη. Για τους εναγομένους 1 & 2 να επιδικαστεί ένα σετ εξόδων αφού εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο».
Μας προβλημάτισαν οι θέσεις των διαδίκων στην προσπάθεια μας να διαγνώσουμε ποιά οδός θα είναι η ορθότερη στο χειρισμό της διαδικασίας.
Στην Πάφος Στόουν Σ. Eστέιτς Λτδ κ.ά. ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 220 αναφέρθηκε ο προβληματισμός του Εφετείου αν η απόφαση της ευθύνης (επί συνεκδικαζομένων) αγωγών είναι εφέσιμη πριν να ολοκληρωθεί η διαδικασία και επί των ζημιών.
Χρήσιμο είναι να παραθέσουμε αυτούσιο τον προβληματισμό αυτό, από Πική, Π.:
«Κατ' αρχήν, πρέπει να επισημάνουμε ότι η Δ.14 δεν παρέχει ρητή εξουσία για την τμηματική εκδίκαση ενός ή περισσοτέρων των επιδίκων θεμάτων. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι, αφενός, η αγγλική νομολογία δέχεται, ως θέμα ερμηνείας της Ord. 49, την ύπαρξη ευχέρειας, στο πλαίσιο της συνεκδίκασης, διαχωρισμού της εκδίκασης συγκεκριμένου θέματος από την εκδίκαση των υπολοίπων και, ειδικά, του θέματος της ευθύνης και, αφετέρου, η κυπριακή νομολογία προσεγγίζει την ερμηνεία της Δ.14, κατ' ανάλογο τρόπο προς την ερμηνεία της Ord. 49 από τα αγγλικά δικαστήρια - (βλ. Healey ν. A. Waddington & Sons, Ltd. [1954] 1 All E.R. 861,1 W.L.R. 688. The Annual Practice 1958,1, σελ. 1185 και επέκεινα και Georghios Hadjiathanassiou ν. Loizos Parperides and Others (1975) 1 C.L.R. 401). Δε θα ενδιατρίψουμε στο θέμα αυτό, ούτε θα δώσουμε οριστική απάντηση στα θέματα αυτά, τα οποία δε συζητήθηκαν στην έφεση. Περιοριζόμαστε στη διατύπωση των ερωτημάτων και των επιφυλάξεων μας για την ορθότητα της προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου».
Παρά το ως άνω απόσπασμα, το Εφετείο θεώρησε - μη απαντώντας καταληκτικά - ότι μπορούσε να προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης επειδή δεν έγινε ένσταση επί του παραδεκτού της έφεσης.
Στη Λ.Χ. Χαρούς ν. Β.Χ.Χαρούς (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1530 γίνεται μια νομολογιακή επισκόπηση για την έννοια της απόφασης ως καθορίζουσας δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την υπόθεση:
«Υπό το πρίσμα της ερμηνείας του όρου «απόφαση» στο άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) - ο Νόμος, ορώμενο στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε στη Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389, ότι μόνο αποφάσεις καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων, υπόκεινται σε έφεση. Κατά συνέπεια μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης. Ως εκ τούτου αποφασίστηκε ότι δεν χωρούσε έφεση κατά απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου απορριπτικής αιτήματος για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, εφόσον αυτή δεν ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα του διαδίκου. Ήταν η πρώτη απόφαση, αφότου εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία και θεσπίστηκε ο περί Δικαστηρίων Νόμος Ν.14/60, - ο Νόμος, που το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε καθοριστικά την έννοια του όρου «απόφαση» στο άρθρο 25(1) του Νόμου, προσδιορίζοντας ποίες από τις ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση.
Στην Pinelopi D. Christofidou v. Elli P. Nemitsas and 3 Others (1963) 2 C.L.R. 269, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο όρος «απόφαση» δεν περιλαμβάνει κάθε απόφαση που εκδίδεται από το δικάζον δικαστήριο στην πορεία της δίκης, υπογραμμίζοντας συγχρόνως το ανεπιθύμητο της διακοπής της πρωτόδικης διαδικασίας με την υποβολή εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων, πρακτική η οποία αντιστρατεύεται το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πριν την καθίδρυση του Συντάγματος και τη θέσπιση του Νόμου, στην Costas Korallis v. Cleanthis Christoforou and Others, 22 C.L.R. 159, διασαφηνίζει ότι ο όρος «απόφαση» (decision) στο άρθρο 27 του τότε ισχύοντος περί Δικαστηρίων Νόμου, Κεφ. 8, δεν περιλάμβανε κάθε απόφαση του δικαστηρίου η οποία εκδίδεται στην πορεία της δίκης. Με αυτά υπόψη κρίθηκε ότι απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου βάσει της Δ.33, θ.7 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως προς το ποίος από τους διαδίκους φέρει το βάρος της απόδειξης και ως εκ τούτου υπέχει τη θέση του πρώτου μέρους στη διαδικασία, δεν υπόκειται σε έφεση».
Και παρακάτω:
«O λόγος της Χάσικος (ανωτέρω), υιοθετήθηκε και έτυχε εφαρμογής στην Apak Agro v. Union des Cooperatives (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1166. Κατ' επίκληση των αρχών της, κρίθηκε ότι η υπό εξέταση έφεση στρεφόμενη κατά απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με το παραδεχτό μαρτυρίας, ήταν ανυπόστατη. Η υπό έφεση απόφαση ως υποδείχθηκε, δεν ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του δικαστηρίου στη διαπίστωση του εφέσιμου ενδιάμεσων αποφάσεων στην Πάφος Στόουν Εστ. Λτδ κ.ά. ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 220.
Με αναφορά στο λόγο της Χάσικος και Apak (ανωτέρω), στην Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1290, κρίθηκε ότι δεν χωρούσε έφεση κατά διαταγής εξόδων, που εκδόθηκε σε απόφαση αναφορικά με την αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρεί έφεση κατά ενδιάμεσων αποφάσεων του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα κατά την πορεία της διαδικασίας, γιατί αυτές δεν αποτελούν απόφαση ή διαταγή με την έννοια που οι όροι ενέχουν στο άρθρο 25 του Νόμου.
Στην Evand Promotions Ltd κ.ά. ν. Rutman (1997) 1 A.A.Δ. 1787, επεξηγείται, υπό το φως των πιο πάνω αποφάσεων, ότι δεν χωρεί έφεση κατά ενδιάμεσων αποφάσεων πρωτόδικου δικαστηρίου μη καθοριστικών αφ' εαυτών για τα δικαιώματα των διαδίκων. Επισημαίνεται παράλληλα ότι: (σ.1789)
«Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν έχει ως λόγο την επιτήρηση της πορείας ή της εξέλιξης της δίκης αλλά των αποτελεσμάτων της καθοριστικών για τα δικαιώματα των διαδίκων.»
Το Δικαστήριο θεωρώντας δεσμευτικές τις πιο πάνω αποφάσεις θεώρησε ότι η απόφαση δεν ήταν εφέσιμη και ως εκ τούτου απέρριψε την έφεση.
Με βάση το αρθ.25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, ως έχει προσφάτως τροποποιηθεί.
«25«1» Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.»
Το ουσιαστικό ερώτημα λοιπόν που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν πρόκειται για απόφαση που ως εκ της φύσεως είναι καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα για τα δικαιώματα των μερών ή αν πρόκειται για μη καθοριστική των δικαιωμάτων των μερών.
Ο σκοπός βέβαια και της τροποποίησης και της Χαρούς υπήρξε η αποφυγή κατατεμαχισμού των εφέσεων. Σκοπός που είναι καθοριστικός και για το εύλογο χρόνο εκδίκασης.
Στη M.Χαραλάμπους ν. Χ΄Παναγιώτου (2013)1 A.A.Δ. 205 με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά το θέμα της ευθύνης του εφεσείοντος για το δυστύχημα, παρατηρούμε ότι αυτό δεν είναι εφέσιμο για το λόγο ότι η περί τούτου απόφαση δεν είναι αφ' εαυτής καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων. Εφόσον η περί ευθύνης απόφαση θα επηρεάσει, όπως αναμένεται, το τελικό αποτέλεσμα, αυτή θα μπορεί να αναθεωρηθεί μόνο στα πλαίσια έφεσης κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου. (Βλ. Evand Promotions v. Rutman [1997] 1 Α.Α.Δ. 1787 με αναφορά στη Χάσικος κ.ά. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389). Άμεσα σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Πική, Π. στην Πάφος Στόουν Εστ. Λτδ ν. Βαλαωρίτη κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 220, 225:
«Η απαίτηση για αποζημιώσεις, λόγω αμέλειας ή άλλου αστικού αδικήματος, συνιστά αγώγιμο δικαίωμα, η επίλυση του οποίου συναρτάται τόσο με τον καθορισμό της ευθύνης όσο και της ζημίας. Μόνο μετά τον καθορισμό της ζημίας διαπιστώνονται οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα.»
Διαπιστώνεται ότι με την τελευταία αυθεντία το θέμα έχει πλήρως διευκρινιστεί, πως δηλαδή η απόφαση επί της ευθύνης χωρίς την ολοκλήρωση της διαδικασίας σε σχέση με τις ζημιές, δεν είναι εφέσιμη.
Μας τονίστηκε - ιδιαίτερα από τον κ.Χριστοφόρου - πως η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την πιο πάνω νομολογία ενόψει της «τελειωτικής απόφασης» περί απόρριψης της αγωγής για ορισμένους εναγόμενους. Είναι γεγονός πως οι αγωγές απορρίφθηκαν, με την εκκαλούμενη απόφαση, για αριθμό εναγομένων. Μεταξύ αυτών - σύμφωνα με την απόφαση - υπήρξε καταχώρηση ειδοποιήσεων συνεναγομένων δυνάμει της Δ.10 θ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με επίκληση της Γ.Ιωαννίδης ν. Ν.Χαραλάμπους (1992)1Α Α.Α.Δ. 558 έκρινε πως επειδή oι εναγόμενοι δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους δικόγραφα, δεν τίθεται θέμα επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ τους. Στο εφετήριο του Γενικού Εισαγγελέα ως εναγομένου 6 διατυπώνεται ως 10ος λόγος έφεσης ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν κατένειμε την ευθύνη μεταξύ των εναγομένων». Επίσης ως 11ος λόγος πως «το πρωτόδικο Δικαστήριο παρεμπόδισε τον εναγόμενο 6 από του να αντεξετάσει τους μάρτυρες των υπολοίπων εναγομένων με το αιτιολογικό ότι οι εναγόμενοι δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους δικόγραφα».
΄Εχουμε προβληματιστεί και επ΄αυτής της πτυχής. Παρά το φαινομενικά βάσιμο της θέσης του κ.Χριστοφόρου, εάν ελεγχθεί το επιχείρημα του στα πραγματικά γεγονότα, όπως έχουν εξελιχθεί δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί η παρούσα από την πιο πάνω νομολογιακή αρχή. Εφόσον οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν αυτήν καθ΄εαυτήν την απόρριψη της αγωγής εναντίον κάποιων εναγομένων, δεν μπορεί να έχει σημασία ο μη καταμερισμός μεταξύ τους, ευθύνης. Αφού για να κατανεμηθεί ευθύνη πρέπει να προηγηθεί εύρημα ευθύνης. Αυτό εν σχέσει με το 10ο λόγο έφεσης ανωτέρω. Σε σχέση με τον 11ο λόγο έφεσης είναι αρκετό να λεχθεί ότι το θέμα θα πρέπει να κριθεί μετά και την απόφαση επί του θέματος των ζημιών.
Με βάση τους λόγους που εξηγήσαμε θεωρούμε ότι η δικανική κρίση παραμένει ατελής και μη καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων ώστε να μην είναι εφέσιμη. Εφέσιμη θα καταστεί με την τελείωση της δικανικής κρίσης αφού αποφασιστεί και το θέμα των ζημιών.
Συνεπώς οι αιτήσεις επιτυγχάνουν και οι εφέσεις απορρίπτονται. ΄Εξοδα υπέρ εφεσιβλήτων/αιτητών ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.