ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A327
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ.Αγωγής 1/2017)
4 Ιουλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΚΑΟΥΛΛΑΣ
2. ΚΑΟΥΛΛΑ
Ενάγοντες,
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εναγόμενος.
_ _ _ _ _ _
Π.Αγγελίδης με Αλ.Ελευθερίου, για τους Ενάγοντες
Ελ.Φλουρέντζου, (κα) - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εναγόμενο
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με βάση τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο χρόνο Νόμο του 2010, Ν.2(Ι)/2010, στο εξής («ο Νόμος»), οι ενάγοντες εγείρουν την παρούσα αγωγή. Επειδή δε αφορά κατ΄ισχυρισμόν παραβίαση του δικαιώματος «σε διάγνωση αστικών υποχρεώσεων σε υποθέσεις που περατώθηκαν με έκδοση τελεσίδικης απόφασης σε σχέση με υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου» έχει τεθεί ενώπιον μας δυνάμει του άρθ.6(1)(β) του Νόμου. Πρόκειται για την εκδίκαση της έφεσης Π.Ε. 77/12.
Είναι αναγκαία η παράθεση ενός σύντομου ιστορικού της πρωτόδικης διαδικασίας (που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αγωγής) και της διαδικασίας της ως άνω Πολιτικής ΄Εφεσης.
Οι ενάγοντες, αρχικά, είχαν καταχωρήσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Αμμοχώστου την αγωγή υπ΄αρ.743/07, με κύριο ισχυρισμό ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ουδέποτε προσπάθησε να διαμοιράσει το δημόσιο βάρος από την τουρκική εισβολή του 1974 και την κατοχή στο σύνολο των πολιτών, εκτοπισθέντων και μη.
Οι ενάγοντες είχαν ισχυρισθεί επίσης ότι η Δημοκρατία είχε υποχρέωση να τους αποζημιώσει τουλάχιστον για τα απoλεσθέντα εισοδήματα τους ένεκα της εισβολής και της κατοχής. Η Δημοκρατία όχι μόνο δεν συνεισέφερε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά αντίθετα επέτεινε τη διαφορά με την επιβολή φορολογιών και τελών για δραστηριότητες τους στις ελεύθερες περιοχές. Ενόψει των πιο πάνω αξίωναν ειδικές, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με το βασικό σκεπτικό ότι οι ενάγοντες δεν είχαν, σε οποιονδήποτε στάδιο, υποβάλει προσφυγές δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος για να ακυρώσουν τις φορολογίες.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ημερ. 5.1.2012, καταχωρήθηκε στις 7.2.2012 από τους ενάγοντες η εν λόγω Πολιτική ΄Εφεση αρ.77/2012. Στις 22.10.2012 καταχωρήθηκε εκ μέρους των εναγόντων, αίτηση για να εκδοθεί διάταγμα όπως το νομικό ερώτημα παραπεμφθεί, ως προδικαστικό ερώτημα, ενώπιον του Δ.Ε.Ε. Το Εφετείο απέρριψε στις 13.2.2013 το αίτημα (βλ. Καούλλα κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 347).
Μετά τον ορισμό της έφεσης για προδικασία στις 24.10.2013, ακολούθησαν δύο αιτήσεις για παράταση χρόνου καταχώρησης περιγράμματος για τους εφεσείοντες (στις 25.11.2013 και 9.1.2014).
Οι αιτήσεις εγκρίθηκαν και τελικά το περίγραμμα των εφεσειόντων καταχωρήθηκε στις 24.2.2014.
Μεσολάβησαν δύο αιτήσεις των εφεσειόντων για άμεσο ορισμό της έφεσης (31.3.2014 και 4.12.2014). Ακολουθεί αίτημα των εφεσιβλήτων για παράταση του χρόνου καταχώρησης του περιγράμματος το οποίο καταχωρείται τελικά στις 11.1.2017.
Ορίζεται η έφεση για ακρόαση στις 18.1.2017.
Στις 18.1.2017 οι ενάγοντες-εφεσείοντες ζητούν άδεια να αποσύρουν την έφεση. ΄Αδεια τους δίδεται και η έφεση απορρίπτεται. Κατά την απόσυρση επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να εγείρουν αγωγή δυνάμει του ως άνω Νόμου. Κάτι που γίνεται δια της καταχώρησης της παρούσης αγωγής στις 25.9.2017.
Το θέμα που έχει εγερθεί προδικαστικά και ζητήσαμε όπως οι συνήγοροι υποβάλουν προς τούτο γραπτές αγορεύσεις, αφορούσε ακριβώς το ερώτημα κατά πόσον μετά την απόσυρση και απόρριψη της ως άνω έφεσης στοιχειοθετείται αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων βάσει του ως άνω Νόμου και ειδικότερα δυνάμει των άρθ.4 και 5 αφού για να γεννηθεί τέτοιο δικαίωμα πρέπει η υπόθεση να «περατώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση».
Βεβαίως οι προϋποθέσεις είναι διαφορετικές όταν εγείρεται αγωγή ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, και δεν αφορά την παρούσα υπόθεση.
Μας απασχόλησε ιδιαίτερα η έννοια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης.
Συνεπακόλουθα, πρέπει να απαντηθεί το ακόλουθο ερώτημα: Η απόρριψη της έφεσης η οποία ήταν το τυπικό αποτέλεσμα του αιτήματος των εφεσειόντων να αποσύρουν την έφεση τους μπορεί να ενταχθεί στην έννοια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης; Αυτό βεβαίως θα πρέπει να κριθεί όχι αφηρημένα και θεωρητικά, αλλά εντασσόμενο στο πλαίσιο και το σκοπό του νόμου.
Η νομολογία επιχείρησε να αποδώσει εννοιολογικά τον όρο «τελεσίδικη δικαστική απόφαση». Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Σιαμμά (2010) 1 Α.Α.Δ. 2114 και Οικονομίδης ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255.
Στη Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) αναφέρεται:
"Κατ' αρχάς, η έννοια «τελεσίδικη απόφαση» δεν σημαίνει απόφαση που δεν υπόκειται σε έφεση αλλά «τελική απόφαση» («final judgment») (ίδε Huntley (Marchioness) v. Gaskell [1905] 2 Ch. R. (CA) 656, Τάκης Οικονομίδης v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 1255). Εξ άλλου το άρθρο 3(1)(ζ) εν πάση περιπτώσει δεν μιλά για «τελεσίδικο» διάταγμα, όπως μιλά για «τελεσίδικη» απόφαση, αλλά, διαφοροποιώντας, για «τελικό» διάταγμα για πληρωμή ποσού. Ο όρος «τελικό διάταγμα» δεν θα μπορούσε να επεκτείνετο πέραν της έννοιας του διατάγματος για πληρωμή ήδη οφειλόμενου ποσού επί τη διαγνώσει ανάλογης ουσιαστικής αστικής ευθύνης, για να εκάλυπτε και διάταγμα για καταβολή εξόδων. Και να επεκτείνετο όμως πέραν τούτου, με τον προσδιορισμό του όρου «τελικό» μόνο σε τελικό και όχι ενδιάμεσο διάταγμα για πληρωμή εξόδων θα μπορούσε να παραπέμπει. Αυτό εξ άλλου θα ήταν και λογικό, αφού η εξασφάλιση ενδιάμεσου διατάγματος για έξοδα με ανοικτή ακόμα την τύχη των ουσιαστικών απαιτήσεων και των τελικών εξόδων δεν θα ήταν λογικό να μπορούσε να καθίσταται βάση για έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης. Εξ άλλου, όπως παρατηρεί και ο Εφεσίβλητος, όταν εξεδόθη η εν λόγω διαταγή για έξοδα, ούτε αυτή ούτε η ενδιάμεση αίτηση την οποία αφορούσε ήταν εφέσιμη, σύμφωνα με τη νομολογία, και μόνο στα πλαίσια της τελικής απόφασης θα μπορούσε να εφεσιβάλλετο. Θα δημιουργείτο έτσι πρόσθετη αδικία στον Εφεσίβλητο αν η μη δυνάμενη ακόμα να εφεσιβληθεί διαταγή για έξοδα καθίστατο βάση για έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης".
Στην Οικονομίδης (ανωτέρω) λέχθηκαν και τα εξής:
«Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" ("final judgment") εμφανίζεται και στο άρθρο 4(1) (g) της Αγγλικής Bankruptcy Act, 1883 (βλ. τώρα Bankruptcy Act, 1914, άρθρο 1(1) (g)). Έχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Re Chinery, Ex p. Chinery [1884] 12 Q.B.D. 342, 345:
"I think we ought to give to the words 'final judgment' in this subsection their strict and proper meaning, i.e. a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε στις λέξεις 'τελεσίδικη απόφαση' σ' αυτό το εδάφιο την αυστηρή και σωστή έννοια τους. Είναι απόφαση που λαμβάνεται σε μια αγωγή με την οποία μια προϋπάρχουσα υποχρέωση του εναγομένου προς τον ενάγοντα εξακριβώνεται ή αποδεικνύεται."
Στην Huntly (Marchioness) ν. Gaskell [1905] 2 Ch. (CA) 656, 667 ο όρος έχει ερμηνευθεί ως εξής:
"When the word 'final' is used, as I think it is in some authorities with reference to judgments, that does not mean, I apprehend, a judgment which is not open to appeal, but merely 'final' as opposed to 'interlocutory'. A judgment is, in my opinion, not the less an estoppel between the parties to the action because it may be reversed on appeal to the House of Lords."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Όπου η λέξη 'τελεσίδικη' χρησιμοποιείται, καθώς νομίζω, σε μερικές αυθεντίες σε σχέση με αποφάσεις, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν σημαίνει απόφαση η οποία δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά απλώς 'τελεσίδικη' σε αντίθεση με την 'ενδιάμεση'. Κατά την γνώμη μου μια απόφαση δεν αποτελεί μικρότερο κώλυμα μεταξύ των μερών επειδή δυνατόν να ανατραπεί κατ' έφεση από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων."
Η έννοια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο του Νόμου για να είναι δυνατή η σύζευξη της με το σκοπό του.
Ο ίδιος ο Νόμος στον τίτλο του και στο περιεχόμενο του αναφέρεται σε δύο βασικές παραμέτρους:
(α) δικαίωμα για διάγνωση αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο.
(β) παραβίαση αυτού του δικαιώματος να αποφασισθεί δικαστικά.
Το δικαίωμα αυτό ως (α) ανωτέρω προϋποθέτει είτε εκκρεμή διαδικασία (όπου ισχύουν συγκεκριμένες πρόνοιες) είτε περατωθείσα διαδικασία με τελεσίδικη απόφαση (όπου επιχειρείται να ενταχθεί η παρούσα).
Η τελεσίδικη απόφαση, που έχει την έννοια της τελικής απόφασης όπως προσδιορίστηκε από την πιο πάνω νομολογία, είναι απαραίτητο στάδιο της κρίσης για «παραβίαση δικαιώματος», γιατί ακριβώς το δικαίωμα προϋποθέτει διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. ΄Αλλωστε, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 11 του Νόμου, το Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα διάγνωσης αστικών δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο, λαμβάνει υπόψη μια σειρά παραγόντων που προσδιορίζονται, συμπεριλαμβανομένων του συνολικού χρόνου που διήρκεσε η διάγνωση και της όλης συμπεριφοράς των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, παράγοντες που προϋποθέτουν έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Και διερωτώμεθα: Για ποια διάγνωση μπορούμε να ομιλούμε όταν ο παραπονούμενος για την παραβίαση, είχε αποσύρει τη διαδικασία που θα έκρινε ακριβώς τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του;
Η απόσυρση της έφεσης και η απόρριψη της ως εκ τούτου δεν μπορεί να σημαίνει τελεσίδικη απόφαση με την οποία εκρίθη είτε θετικά είτε αρνητικά οποιονδήποτε αστικό δικαίωμα ή υποχρέωση των εναγόντων, αφού η απόσυρση επιφέρει το πέρας της διαδικασίας χωρίς διάγνωση (βλ. Γαβριήλ ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868).
Για το λόγο αυτό οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει κανένα αγώγιμο δικαίωμα και η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.
Το γεγονός ότι οι ενάγοντες δια των δικηγόρων τους στις 18.1.2017 «επιφύλαξαν» το δικαίωμα προσφυγής τους ως άνω, δεν μπορεί να έχει σημασία. Η επιφύλαξη δεν δημιουργεί δικαιώματα, εκεί που δεν υφίστανται.
Πρέπει να πούμε ότι, εκτός των δοθέντων οδηγιών, η πλευρά των εναγόντων στη γραπτή αγόρευση αυτής έθεσε διάφορα θέματα που αφορούν κυρίως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και το αμερόληπτο των Δικαστηρίων ως αυτά καθορίζονται στο ίδιο το Νόμο. Το θέμα ετέθη γενικά και με τρόπο αντινομικό με την ίδια την προστασία που οι ενάγοντες ζητούσαν από το Δικαστήριο, στο οποίο οι ίδιοι επέλεξαν να προσφύγουν, επικαλούμενοι την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του, βάσει του Νόμου.
Ενόψει της κατάληξης μας αλλά και θεσμικά όπως τέθηκαν τα θέματα, δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης τους.
Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εναγομένου ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.