ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου για τους Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-06-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CONTENT UNION S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, 11/6/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D286

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018)

 

11 Ιουνίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CONTENT UNION S.A. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29.05.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ

 

---------------------------------------

 

Γ. Τριανταφυλλίδης με Χρ. Κότσαπα (κα) και Γ. Οικονόμου,

για τους Αιτητές.

 

----------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

(Ex-tempore)

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Δικαστήριο έχει ακούσει τον ευπαίδευτο συνήγορο για την προώθηση της υπό κρίση αίτησης για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αιτήσεως διά κλήσεως προς ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 29.5.2018.

 

Στην ουσία πρόκειται για το διάταγμα ημερ. 12.10.2017, με το οποίο είχε επιτραπεί η υποκατάστατος επίδοση σε Κύπριους δικηγόρους όταν προηγηθέν διάταγμα ημερ. 12.7.2017 προς επίδοση της ειδοποίησης κλητηρίου εντάλματος, της αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων του ιδίου του προσωρινώς εκδοθέντος διατάγματος, της ίδιας της αίτησης ημερ. 25.7.2917 και του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης στη Ρωσία ακολουθώντας τις πρόνοιες της Συνθήκης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, θεωρήθηκε από τους αιτητές- ενάγοντες, μέσω των συνηγόρων τους, ως αναποτελεσματικό, διότι οι εναγόμενοι 2-4  Ρώσοι υπήκοοι, εταιρεία και φυσικά πρόσωπα διαμένοντας στη Ρωσία, θα έπρεπε στη βάση των προνοιών της Συνθήκης να παραλάβουν αυτοβούλως τα προς επίδοση έγγραφα, κάτι το οποίο δεν έπραξαν.

 

Το διάταγμα ημερ. 12.7.2017 ακυρώθηκε με την υπό κρίση και υπό εξέταση απόφαση ημερ. 29.5.2018, με το Δικαστήριο να αναλύει τις πρόνοιες της Συνθήκης και να αποδέχεται τη θέση των δικηγόρων στους οποίους είχε διαταχθεί υποκατάστατος επίδοση ότι δεν ήταν δυνατό να επιδίδονταν δικαστικά έγγραφα στους ιδίους οι οποίο και δεν είχαν εξουσιοδότηση από τους εναγομένους γι΄ αυτό το σκοπό και εν πάση περιπτώσει ήσαν έγγραφα τα οποία δεν είχαν μεταφραστεί δεόντως στη Ρωσική γλώσσα, κλπ.  Περαιτέρω, ότι οι αιτητές-ενάγοντες δεν είχαν δείξει ότι είχαν εξαντληθεί οι προσπάθειες επίδοσης στη γνωστή διεύθυνση των εναγομένων 2-4 ή προς τούτο αντικειμενική αδυναμία. Το Δικαστήριο στην ουσία κατέληξε ότι η επίδοση σε πρόσωπα που διέμεναν στη Ρωσική Ομοσπονδία ενόψει των προνοιών της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9 της Συνθήκης τα οποία παρέθεσε και ερμήνευσε.  Θεωρώντας, επομένως, ότι η επίδοση στους εναγόμενους 2-4, δεν ήταν εντός των προνοιών της Συνθήκης, έκρινε άκυρο το προηγηθέν διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης το οποίο και παραμέρισε.

 

        Οι αιτητές με την παρούσα τους αίτηση θεωρούν, αφού ανέτρεξαν στα γεγονότα, ότι έχει δημιουργηθεί ένα μείζον πρόβλημα στην προώθηση της επίδοσης επειδή το Δικαστήριο με απόλυτο τρόπο εξέφρασε τη δικαστική θέση ότι δεν μπορεί ποτέ να επιδοθεί η αγωγή με υποκατάστατο τρόπο εκτός και εάν επιδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης στους εναγομένους που διαμένουν στη Ρωσία.  Εισηγούνται  ότι το ζήτημα δεν είναι εφέσιμο, δηλαδή, η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ημερ. 29.5.2018, δεν είναι εφέσιμη εφόσον δεν  είναι καθοριστική των δικαιωμάτων των διαδίκων ή των ιδίων των αιτητών καθότι πρόκειται για μια διαδικασία  επίδοσης και όχι για την ίδια την αγωγή.

 

Ο ισχυρισμός, όμως,  στην παρ. 10 της ένορκης δήλωσης της Χλωρακιώτου που συνοδεύει την αίτηση για την άδεια ότι η απόφαση δεν είναι «απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα για το δικαίωμα των διαδίκων», αντιφάσκει, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, με την παρ. ΣΤ της αίτησης για άδεια όπου οι ίδιοι οι αιτητές εισηγούνται ταυτόχρονα ότι το Δικαστήριο «ουσιαστικά σφράγισε την τύχη της αγωγής σε σχέση με τους αλλοδαπούς εναγόμενους η οποία μοιραία θα οδηγηθεί σε απόρριψη καθότι το κλητήριο ένταλμα ουδέποτε θα μπορούσε να επιδοθεί στους αλλοδαπούς εναγομένους στη Ρωσία με βάση τις πρόνοιες της Συνθήκης.».

 

        Ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται ως προς αυτό οι αιτητές δείχνει και τη θέση ότι η απόφαση του Δικαστηρίου έχει καθορίσει τα δικαιώματα τους, κατά την άποψη βεβαίως των αιτητών, έστω και αν χρονικά έπονται άλλα διαβήματα ή θα πρέπει η διαδικασία να προχωρήσει η οποία ενδεχομένως να καταλήξει στη μη ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος το οποίο λήγει τον επόμενο μήνα.  Οι αιτητές ισχυρίζονται επίσης επικαλούμενοι, τα όσα ανωτέρω έχουν αναφερθεί, ότι αυτά αποτελούν και εξαιρετικές περιστάσεις που παρέχουν διαζευκτικά έρεισμα στο να παρεκκλίνει το Δικαστήριο από τον κανόνα ότι όπου το ζήτημα είναι εφέσιμο τότε δεν χορηγείται άδεια.  Όπως αναφέρθηκε το κλητήριο ένταλμα λήγει στις 11.7.2018.

 

Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, εμμέσως, πλην σαφώς, γίνεται παραδοχή ότι υπάρχει και είναι διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης, αφετέρου δε τίποτε δεν εμποδίζει την ανανέωση του κλητηρίου ή τουλάχιστον τις προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση.  Επικαλούνται επίσης  οι συνήγοροι δικονομική αμηχανία με αναφορά σε απόφαση αδελφού Δικαστή στην Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Αίτ. αρ. 175/2014, ημερ. 9.10.2014, αλλά το παρόν Δικαστήριο, με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή.  Άλλο είναι να υποστηριχθεί με την έφεση ότι η αγωγή ορθά και νομότυπα επιδόθηκε με την υποκαστάστατο επίδοση και ότι η ερμηνεία που έδωσε το κατώτερο Δικαστήριο είναι λανθασμένη, και άλλο να επιζητείται ταυτόχρονα ή σε σύντομο χρόνο μετά, η ανανέωση του κλητηρίου προβάλλοντας ακριβώς τη θέση ότι λόγω της ακύρωσης του διατάγματος υποκατάστατης  επίδοσης από το Δικαστήριο, είναι υποχρεωμένοι οι αιτητές ως ενάγοντες να κρατήσουν ζωντανή την αγωγή μέχρι την επίλυση της προκύψασας διαφοράς.  Όλα τα ανωτέρω, δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις.

 

Επομένως, κατά το Δικαστήριο, από τη στιγμή που υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης που είναι και ο ορθόδοξος τρόπος αναθεώρησης απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου και με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δεν ενήργησε εκτός ή καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας διότι εκείνο το οποίο έπραξε ήταν να επιλύσει με το δικό του σκεπτικό όλα τα τεθέντα ενώπιον του θέματα, η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.  Αν η νομική σκέψη του κατώτερου Δικαστηρίου ήθελε αποδειχθεί λανθασμένη, αυτό δεν εντάσσει την υπόθεση εντός της εμβέλειας και του σκοπού του προνομιακού εντάλματος.  Είναι γνωστή η νομολογία ότι λανθασμένη αντίληψη νόμου ή ερμηνεία νόμου ελέγχεται κατ΄ έφεση και όχι με Certiorari.  Σχετική είναι η αναφορά στο σύγγραμμα του  Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 127-128, παρ. 4-26 έως 4-28, και   οι υποθέσεις Τ & Μ Οικονόμου και Υιός Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 140 και Αναφορικά με την Αίτηση της Νέδας Μουστερή κ.ά., Πολ. Αίτ. αρ. 150/2017, ημερ. 24.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:D367.

 

Περαιτέρω, τα προς συζήτηση εγερθέντα θέματα δεν μπορούν να μεταφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο προς επίλυση τελεσιδίκως με τη χορήγηση ενδεχόμενης άδειας για καταχώρηση του ένδικου μέσου της αιτήσεως διά κλήσεως για ακύρωση, από την οποία, εάν δεν δοθεί η άδεια, κατά κανόνα ακολουθεί έφεση, αν δε αυτή επιτύχει, επανεξέταση και, ανάλογα με το αποτέλεσμα, νέα έφεση.  Η εργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο των Εφετείων και ιδιαίτερα στο πεδίο του Εφετείου που έχει δημιουργηθεί ειδικά για να εξετάζει, κατά το δυνατό το ταχύτερο, ενδιάμεσες αποφάσεις όπως είναι εδώ η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου και, πάντοτε για καλό λόγο, να ζητηθεί η επίσπευση της έφεσης προς εξέταση και τελική απόφαση.

 

 

 

 

 

        Η αίτηση συνεπώς απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                          Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο