ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A297
21 Ιουνίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
1. MALAK,
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτων
-------------------------------------
Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Δημητριάδης για Α.Α. Παπαλλή και Συνεργάτες ΔΕΠΕ,
για τους Εφεσίβλητους.
Εφεσείων παρών.
--------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και η Πούγιουρου, Δ. θα δοθεί από εμένα. Διαφορετική
απόφαση θα δώσει ο Παρπαρίνος, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ένα συνηθισμένο τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 5.11.2004 στη Λεμεσό, έμελλε να δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων ούτως ώστε η αγωγή που καταχωρήθηκε στις 3.10.2006 να τελεσφορήσει με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μόλις στις 17.2.2012. Με αυτήν, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε ότι το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντος εναντίον της εφεσίβλητης 2 - πρώην εναγομένης 2 - είχε παραγραφεί και η αγωγή αναστάληκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες στην υπό κρίση υπόθεση, και πολλές ήταν και οι προηγηθείσες διαδικασίες, αλλά για σκοπούς της παρούσας απόφασης είναι αρκετό να λεχθεί ότι η αγωγή στρεφόταν αρχικά μόνο εναντίον του εφεσείοντος 1 και η προσθήκη της εφεσίβλητης 2 επετεύχθη μετά από διάφορες δικονομικές αιτήσεις στις 5.10.2009. Στην έκθεση υπεράσπισης, η εφεσίβλητη 2 ήγειρε θέμα παραγραφής του αγωγίμου δικαιώματος του εφεσείοντος εναντίον της, χωρίς όμως οποτεδήποτε να ζητηθεί δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με αίτηση η προεκδίκαση αυτού του θέματος ως καταλυτικού για την υπόθεση. Το Δικαστήριο, όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 14.12.2011, έθεσε υπόψη των συνηγόρων το εγειρόμενο με την υπεράσπιση ζήτημα και όρισε την 9.1.2012 ως ημερομηνία για να ακουστεί η σχετική επιχειρηματολογία. Στις 20.1.2012 το Δικαστήριο, αφού άκουσε τις θέσεις των διαδίκων, εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση με την οποία έκρινε όπως το νομικό σημείο που εγειρόταν αναφορικά με την παραγραφή, προεκδικαστεί. Ορίστηκε στη συνέχεια για ακρόαση και το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 17.2.2012 έκρινε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι ο εφεσείων δεν είχε πλέον αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της εφεσίβλητης 2, λόγω παραγραφής. Τόσο η ενδιάμεση απόφαση για την προεκδίκαση του νομικού σημείου, όσο και η τελική απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία αναστάληκε η αγωγή, αποτέλεσαν το θεματολόγιο δύο χωριστών εφέσεων στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 66/2012 και Αρ. 118/2012. Με σχετικό διάταγμα που εκδόθηκε από το Εφετείο μετά από σχετική αίτηση, οι λόγοι έφεσης στην υπ΄ αρ. Έφεση 66/2012 προσετέθηκαν στους λόγους έφεσης στην υπ΄ αρ. ΄Εφεση 118/2012, με αποτέλεσμα το Εφετείο να έχει ενώπιον του το σύνολο των δεδομένων προς απόφαση.
Το Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια ιστορική καταγραφή του περί Παραγραφής Νόμου Κεφ. 15 και αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι η κρίσιμη ημερομηνία για το ζήτημα που απασχόλησε ήταν η 5.10.2009, στη βάση της οποίας παρήλθε ο χρόνος των τριών ετών από τη δημιουργία του αγωγίμου δικαιώματος λόγω του τροχαίου ατυχήματος το οποίο, υπενθυμίζεται, επεσυνέβη στις 5.11.2004. Επομένως, η προσθήκη της εφεσίβλητης 2 ως διαδίκου στην αγωγή μετά την παρέλευση των τριών ετών προσέκρουε στο χρόνο παραγραφής και η αγωγή εναντίον της δεν μπορούσε να προχωρήσει. Αποφασίζοντας το ζήτημα, το Δικαστήριο απέρριψε όλες τις σχετικές εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσείοντα περί της συμπεριφοράς της εφεσίβλητης 2 που την εμπόδιζε από το να εγείρει θέμα παραγραφής, ή, μη εφαρμογής των άρθρων 7 και 8Α του Κεφ. 15 ή και του άρθρου 68(δ) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.
Με την έφεση, παρά τα πολλά και αχρείαστα σημεία που εγείρονται, η βασική εισήγηση που προβάλλει είναι ότι παρά την εκ των υστέρων προσθήκη της εφεσίβλητης 2 ως εναγομένης στην υπόθεση, η διαδικασία εναντίον της θεωρείται, δυνάμει της Δ.9 θ.11 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ως αυτή να ήταν εξ αρχής εναγόμενη με την καταχώρηση της αγωγής. Η αγωγή κατεχωρήθη εμπροθέσμως μετά το δυστύχημα εναντίον αρχικά του εφεσίβλητου 1, ο οποίος είχε ενοικιάσει όχημα από την εφεσίβλητη 2. Το όχημα το οποίο ενοικιάστηκε από την εφεσίβλητη 2 προς τον εφεσίβλητο 1, ήτο όχημα δημοσίας χρήσεως και θα έπρεπε να ήταν ασφαλισμένο στην Κοινοπραξία Ασφαλιστών Οχημάτων Δημοσίας Χρήσεως, η οποία όμως, όπως διαπιστώθηκε στην πορεία, δεν κάλυπτε το όχημα που είχε ενοικιασθεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα του δυστυχήματος. Αυτό διότι η εφεσίβλητη 2, μόνο μετά το δυστύχημα υπέβαλε αίτημα για την ασφάλιση του οχήματος που ενοικίασε στον εφεσίβλητο 1, ενώ είχε παράλληλα ψευδώς δηλώσει στον αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης ότι το όχημα είχε ασφαλιστική κάλυψη, με αποτέλεσμα η αστυνομία να θεωρούσε ότι το όχημα ήταν όντως ασφαλισμένο. Μόνο εκ των υστέρων και όταν έγιναν αντιληπτά τα πραγματικά γεγονότα ότι η εφεσίβλητη 2 είχε παραπλανήσει τους πάντες με τη συμπεριφορά της, ήταν που κατέστη αναγκαία η προσθήκη της ιδίας της εφεσίβλητης 2, ως συνεναγομένης, εφόσον εν τέλει ο εφεσείων έμενε ακάλυπτος για τις ζημιές του αφού ο εφεσίβλητος 1 ήταν αλλοδαπός επισκέπτης που έφυγε στη συνέχεια από την Κύπρο.
Η περαιτέρω εισήγηση είναι ότι τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά εκτίθεντο στα δικόγραφα, ιδιαιτέρως δε υπό το φως της πλήρους άρνησης τους από την υπεράσπιση, δεν παρείχαν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο με αποτέλεσμα εσφαλμένα να θεωρήθηκε ότι εγειρόταν αμιγώς νομικό σημείο με αποκρυσταλλωμένα τα γεγονότα και συνακόλουθα κακώς αποφασίστηκε η προεκδίκαση του ζητήματος της παραγραφής. Περαιτέρω, η χρονική παραγραφή εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με τις διατάξεις του Κεφ. 333, ενώ παρερμηνεύθηκε τόσο ο περί Παραγραφής Νόμος Κεφ. 15, όσο και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας ούτως ώστε το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος παραγραφής θα έπρεπε να υπολογιστεί από τις 5.10.2009 να είναι εσφαλμένο, αλλά και αντιφατικό με άλλα σημεία της απόφασης που καταγράφουν διαφορετικές ημερομηνίες, κρίσιμες και πάλι, όπως την 8.7.2005, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων ειδοποιήθηκε με επιστολή από την Κοινοπραξία Ασφαλιστών Οχημάτων Δημοσίας Χρήσεως ότι δεν καλυπτόταν το όχημα και την 5.11.2004, ημερομηνία του δυστυχήματος. Για την τελευταία το Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι προέκυπτε από την ίδια την έκθεση απαίτησης και επομένως το θέμα που ανέκυπτε ήταν καθαρά νομικό. Τέλος, ότι υπήρξε πολλαπλή και αχρείαστη αναφορά σε νομολογία που ήταν άσχετη και μη βοηθητική στα δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να απωλεσθεί η καθαρότητα του δικαστικού λόγου, αλλά και να προκληθεί σύγχυση ως προς το καθαυτό αντικείμενο που το Δικαστήριο όφειλε να επιλύσει στα δεδομένα της υπόθεσης.
Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης 2, η οποία διατείνεται ότι ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε εξ ιδίων του να θέσει ζήτημα προεκδίκασης εφόσον εγειρόταν ζήτημα παραγραφής, αλλά και ορθά αποφασίστηκε η ουσία της υπεράσπισης της παραγραφής έχοντας υπόψη το δεδομένο ότι η εφεσίβλητη 2 προσετέθηκε ως εναγομένη μόλις στις 5.10.2009 και αφού της επεδόθη το κλητήριο ένταλμα την 1.3.2010. Τα δεδομένα επίσης αποκάλυπταν ότι η Κοινοπραξία Ασφαλιστών Οχημάτων Δημοσίας Χρήσης είχε με επιστολή της ημερ. 8.7.2005 πληροφορήσει τον εφεσείοντα ότι το όχημα που είχε ενοικιάσει δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη. Επομένως, κακώς ο εφεσείων αποφάσισε να προσθέσει την εφεσίβλητη 2 ως διάδικο μόλις στις 5.10.2009. Συναφώς ακόμη και λαμβανομένης υπόψη αυτής της ημερομηνίας και πάλι το αγώγιμο δικαίωμα είχε παραγραφεί.
Εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα, πρωτίστως να λεχθεί ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε πρόβλημα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την εκ μέρους του υπόδειξη στους διαδίκους ότι εγειρόταν ζήτημα παραγραφής και άρα το θέμα θα έπρεπε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα χωρίς δηλαδή να αναμένεται η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας με την παρέλαση μαρτύρων και συνακόλουθης απώλειας δικαστικού χρόνου και εξόδων, εάν στο τέλος της ημέρας όντως κρινόταν ότι βάσιμα τέθηκε η υπεράσπιση της παραγραφής. Η Δ.27 θ.1, δίδει το στίγμα ότι το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει και αυτεπάγγελτα το ζήτημα ενός νομικού σημείου που εγείρεται στη δικογραφία ούτως ώστε κατά το θεσμό 2 της ιδίας Διαταγής, η αγωγή να οδηγηθεί σε εκ προοιμίου απόρριψη εάν διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει καλό αγώγιμο δικαίωμα. Το ζήτημα είναι δικαιοδοτικό και ορθό είναι να εξετάζεται κατά προτεραιότητα και να αποφασίζεται αναλόγως. Παρόλο που ο διάδικος που το εγείρει δύναται να υποβάλει σχετική αίτηση για προεκδίκαση, το Δικαστήριο δεν αποκλείεται, έχοντας υπόψη του τη δικογραφία, να το εγείρει αυτεπαγγέλτως προς εξέταση. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται ενόψει της σοβαρότητας του θέματος. Κατά αντιδιαστολή, αίτηση χρειάζεται από το διάδικο κατά τη θ.3 της Δ.27, σε συνδυασμό με τη Δ.48 θ.9(ο), όπου επιδιώκεται διάταγμα διαγραφής οποιουδήποτε δικογράφου λόγω του ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής ή υπεράσπιση ή όπου θεωρείται ότι η αγωγή ή η υπεράσπιση είναι επιπόλαιη και καταχρηστική οπότε το Δικαστήριο επί αιτήσει αποφασίζει το ζήτημα.
Το ζήτημα ενδεχομένως να έχει τώρα διαφοροποιηθεί με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο αρ. 66(Ι)/2012, που δημοσιεύθηκε μεταγενέστερα των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης και της εκδοθείσας απόφασης ο οποίος με το άρθρο 20 έχει προνοήσει ότι το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής. Οι αποφάσεις στην Φεσά ν. Κασάπη (1998) 1 Α.Α.Δ. 341 και Χατζηστυλλή ν. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551, δίδουν το στίγμα ότι με βάση την πρώτη απόφαση το ζήτημα της παραγραφής πρέπει να εγείρεται στο δικόγραφο από το διάδικο που επιθυμεί να το εγείρει και με τη δεύτερη, το θέμα της παραγραφής είναι, για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος να καταγραφούν, καταλυτικό εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση. Εφόσον είναι δικαιοδοτικό μπορεί να εγερθεί και αυτοβούλως από το Δικαστήριο. Επομένως, ορθά από οποιαδήποτε θεώρηση ήγειρε το θέμα της παραγραφής το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ η έννοια και έκταση του πιο πάνω άρθρου 20, θα απασχολήσει αναμφίβολα κάποια στιγμή τη νομολογία.
Επί της ουσίας, όμως, το Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του ότι το αγώγιμο δικαίωμα είχε παραγραφεί. Στην απλότητα του το θέμα εξαντλείται στην πρόνοια της Δ.9 θ.1, η οποία, όπως ήδη λέχθηκε, προνοεί ότι η προώθηση ή αντικατάσταση εναγόμενου ανατρέχει πίσω στην καταχωρηθείσα αγωγή. Η διαδικασία συνεχίζεται με τον προστεθέντα εναγόμενο «... as if the new defendant had originally been made a defendant». Αυτή δεν είναι μια απλή και μόνο δικονομική διάταξη. Έχει έρεισμα στην όλη φιλοσοφία του συστήματος αντιπαράθεσης. Υπό την αίρεση της μη ευθύνης ή εμπλοκής ενός προστιθέμενου εναγόμενου στα προηγηθέντα της διαδικασίας όσον αφορά έξοδα και άλλες οδηγίες που δόθηκαν μεταξύ των αρχικά υφιστάμενων διαδίκων, η προσθήκη ανατρέχει ως ζήτημα ουσίας πλέον, στην ίδια τη βάση της αγωγής, ως έννοιας που παραπέμπει στο σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν αγώγιμο δικαίωμα. Όπως το θέτει το σύγγραμμα Street on Torts, 11η Έκδ., σελ. 626, η βάση αγωγής δημιουργείται, και επομένως από εκεί αρχίζει να μετρά και η όποια περίοδος παραγραφής, κατά το χρονικό σημείο που ένας προτιθέμενος ενάγων δικαιούται να επιτύχει σε αγωγή εναντίον ενός προτιθέμενου εναγόμενου.
Εφόσον το σύνολο των γεγονότων είναι γνωστά στον προτιθέμενο ενάγοντα αναδύεται αγώγιμο δικαίωμα και βάση αγωγής. Εναπόκειται βεβαίως στον έχοντα απαίτηση διάδικο να κρίνει εναντίον ποιού ή ποιών εναγομένων επιθυμεί να εγείρει την αγωγή, (The Supreme Court Practice 1970, Vol. 1, σελ. 169, σχόλια στο O.15 r.6/9). Όλα τα γεγονότα πρέπει όμως να είναι αδιαψεύστως γνωστά για την επιλογή αυτή. Διαφορετικά επιτρέπεται ως θέμα δικαίου η προσθήκη διαδίκου ακόμη και αν η τροποποίηση ή προσθήκη επιδιώκεται μετά τη λήξη της περιόδου παραγραφής υπό την προϋπόθεση ότι διαπιστώνεται καλόπιστο λάθος στο όνομα ή το διάδικο και το λάθος αυτό δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την πραγματική ταυτότητα του διαδίκου, (The Supreme Court Practice 1970 - ανωτέρω - σελ. 172, σχόλια στο O.15/6/14). Εξ ου και νομοθετικά είχε ήδη από το Κεφ. 15 αναγνωριστεί αυτή η δυνατότητα επέκτασης του χρόνου με το άρθρο 7, όταν λόγω δόλου ή λάθους δεν αποκαλύπτεται το αγώγιμο δικαίωμα, με παρόμοιες πρόνοιες στις διάφορες έκτοτε νομοθεσίες με την ίδια φιλοσοφία να έχει περάσει και στο νέο Νόμο αρ. 66(Ι)/2012. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη δόλου ή περιστάσεων που ανακόπτουν την περίοδο παραγραφής παραπέμπει στη μη συμπλήρωση, λόγω άγνοιας, της βάσης αγωγής, από πλευράς γεγονότων.
Το Δικαστήριο συνεπώς έσφαλε και στην κρίση του ότι ακόμη και να λαμβανόταν υπόψη η επιστολή της Κοινοπραξίας θα υπήρχε και πάλι παραγραφή διότι στα δεδομένα της υπόθεσης υπήρχε ήδη αγωγή εγερθείσα εντός της περιόδου παραγραφής και άρα ο χρόνος δεν μπορούσε να προσμετρήσει με μόνο γνώμονα τη μεταγενέστερη γνωστοποίηση της απουσίας ασφαλιστικής κάλυψης για το ενοικιασθέν όχημα. Όπως ορθά διέκρινε το Δικαστήριο επί του σημείου, το καθαυτό αγώγιμο δικαίωμα είχε δημιουργηθεί την ημέρα του τροχαίου ατυχήματος στις 5.11.2004. Δεν ήταν συνεπώς η προσθήκη στις 5.10.2009 της εφεσίβλητης 2 πού ήταν η καθοριστική ημερομηνία ώστε να τρέχει πίσω στις 5.11.2004, αλλά η ίδια η έγερση της αγωγής. Η αγωγή για το δημιουργηθέν αγώγιμο δικαίωμα με βάση αγωγής το δίκαιο της αμέλειας, με βάση και το άρθρο 68 του Κεφ. 148. είχε εμπροθέσμως εγερθεί. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το Δικαστήριο παραγνώρισε στην εκτίμηση των γεγονότων, την ιδίαν υπ΄ αυτού στην αρχή της απόφασης του καταγραφή των δεδομένων που έδειχναν, μεταξύ άλλων, ότι έγινε η πρώτη απόπειρα για προσθήκη της εφεσίβλητης στις 13.7.2007, εντός δηλαδή της περιόδου παραγραφής, ακόμη και αν το ζήτημα αντιμετωπιζόταν από αυτή την οπτική εικόνα.
Η προσθήκη της εφεσίβλητης 2, ανατρέχει, για σκοπούς ουσίας πάντοτε, στο χρόνο κατάθεσης του κλητηρίου εντάλματος. Το ζήτημα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί ως περίπτωση προσθήκης ενός αναγκαίου στα γεγονότα της υπόθεσης, διαδίκου. Η σχετική ρητή πρόνοια της Δ.9 θ.11 εμπεριέχεται και στις μετέπειτα τροποποιήσεις των Αγγλικών Θεσμών. Διαχωρίζεται η ανάγκη επίδοσης της αγωγής στο νέο διάδικο και η ανάγκη τροποποίησης του κλητηρίου εντάλματος από τη μεταχείριση του νέου διαδίκου ως εξαρχής εναγομένου με όλες τις προηγηθείσες διαδικασίες να ισχύουν και γι΄ αυτόν, (Annual Practice 1970 σελ. 183-184). Ακόμη και μετά τη ριζική αναθεώρηση των Αγγλικών Θεσμών, η ουσία του πράγματος έγκειται στο ότι η προσθήκη διαδίκου είναι εφικτή ακόμη αν η περίοδος παραγραφής είχε περάσει κατά το χρόνο της αίτησης για συνένωση ή αντικατάσταση, εφόσον όμως η περίοδος παραγραφής ακόμη έτρεχε όταν η αγωγή ηγέρθη και η προσθήκη του διαδίκου είναι αναγκαία λόγω λάθους στον αρχικό διάδικο, η δε απαίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την προσθήκη του νέου διαδίκου. Σκοπός πάντοτε είναι η παρουσίαση ενώπιον του Δικαστηρίου πάντων των αναγκαίων διαδίκων προς επίλυση όλων των αναγκαίων επιδίκων θεμάτων, (O'Hare & Browne: Civil Litigation 2η Έκδ. σελ. 94-98).
Η υπόθεση Stavros Papaioannou Ltd v. Intermed Shipping SRL (1995) 1 Α.Α.Δ. 467, που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την πρόταση ότι «... προσθήκη νέου εναγομένου έχει αφετηρία την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για τη συνένωση του νέου διαδίκου και όχι την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αγωγή εναντίον άλλων εναγομένων», δεν έχει εφαρμογή στα εδώ δεδομένα. Όχι μόνο διότι η εν λόγω απόφαση ήταν στο πλαίσιο πρωτόδικης δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερες δικονομικές ρυθμίσεις, αλλά και διότι στο βαθμό που αντλήθηκε καθοδήγηση από τους τότε ισχύοντες Αγγλικούς Θεσμούς και το O.16 r.13 (ίδια με τη Δ.9 θ.11), η προσθήκη τρίτου εναγομένου θα γινόταν αφού ήδη είχε παρέλθει το ένα έτος για την έγερση της αγωγής με βάση τους Κανόνες της Χάγης, έτσι ώστε να μην ήταν δυνατόν να δοθεί αναδρομική ισχύς ώστε να στοιχειοθετηθεί γένεση αγωγίμου δικαιώματος.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, λανθασμένα κρίθηκε βάσιμο το εγερθέν σημείο της παραγραφής.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης 2, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αγωγή θα πρέπει να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για να εκδικαστεί, κατά προτεραιότητα, η ουσία της υπόθεσης ενώπιον άλλου αρμοδίας δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστή.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΕΘ
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 118/12
21 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]
ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Εφεσείοντας
και
1. MALAK
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητων
--------------------
Μ. Ιωάννου για τον Εφεσείοντα
Χρ. Δημητριάδης για Α.Α. Παπαλλή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους
-------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η (Μειοψηφίας)
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Με όλο το σεβασμό προς την πλειοψηφία, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.
Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση είναι τ' ακόλουθα.
Στις 3.10.2006 ο Εφεσείων/Ενάγων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με αξίωση για αποζημιώσεις συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που επεσυνέβη στις 5.11.2004 στη Λεμεσό. Η αγωγή στρέφετο εναντίον μόνο του Εφεσίβλητου 1. Σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες και συγκεκριμένα στις 1.11.2007, 22.2.2008 και 17.3.2009 ο Εφεσείων κατεχώρησε αίτηση για προσθήκη της Εφεσίβλητης 2, ως Εναγομένης 2. Όλες και οι τρεις αιτήσεις απεσύρθησαν από τον Εφεσείοντα. Τέταρτη αίτηση προς την ίδια κατεύθυνση κατεχωρήθηκε στις 17.6.2009 και στις 5.10.2009 εξεδόθη Διάταγμα προσθήκης της Εφεσίβλητης 2 ως Εναγομένης 2.
Σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, η Εφεσίβλητη 2 δεν συμπεριελήφθη αρχικά ως Εναγομένη 2, καθότι η αστυνομική έκθεση που ετοιμάστηκε μετά το ατύχημα ανέφερε ότι το όχημα που οδηγούσε ο Εφεσίβλητος 1 είχε ασφαλιστική κάλυψη στην Κοινοπραξία Ασφαλίσεως με αριθμό ασφαλιστικού συμβολαίου 3HC/15209/26. Αργότερα από ότι φάνηκε από επιστολή της Κοινοπραξίας Ασφαλίσεων Οχημάτων Δημόσιας Χρήσης, ημερ. 8.7.2005 προς το δικηγόρο του Εφεσείοντα δεν υπήρχε ασφαλιστική κάλυψη. (βλ. Ένορκη Δήλωση Εφεσείοντα ημερ. 7.9.2010). Σημειώνεται επίσης, για ό,τι αξίζει, ότι η Εφεσίβλητη 2, ενάγεται ως εκ προστήσεως υπεύθυνη για τις πράξεις παράλειψης του Εφεσίβλητου 1.
Το Άρθρο 68 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148, κατά τον ουσιώδη χρόνο προέβλεπε ότι καμία αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί εντός δύο ετών.
"(α) αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή
(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα από τηv κατάπαυση αυτής, ή
(γ) αv η βάση της αγωγής δεv πρoκύπτει από τηv τέλεση oπoιασδήπoτε πράξης ή παράλειψης για τέλεση πράξης αλλά από τη ζημιά πoυ απoρρέει από τηv πράξη αυτή ή παράλειψη αμέσως επόμεvωv ετώv μετά πoυ o εvάγovτας υπέστη τη ζημιά, ή
(δ) αv τo αστικό αδίκημα δόλια απoκρύφτηκε από τov εvαγόμεvo, από τηv αvακάλυψη τoυ από τov εvάγovτα, ή από τo χρόvo πoυ θα αvακαλύπτετo από αυτό αv κατέβαλλε εύλoγη φρovτίδα και επιμέλεια."
Με το Ν.171(Ι)/06 τα δύο έτη αυξήθηκαν σε 3 έτη. Ο Νόμος δημοσιεύτηκε στις 29.12.2006 Ε.Ε. Παρ.1(Ι) Αρ. 4105 και δεν είχε αναδρομική ισχύ. Συνεπώς, εφόσον το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη στις 5.11.2004 ο χρόνος παραγραφής που ίσχυε τότε ήταν δύο (2) έτη. Ως αποτέλεσμα ο χρόνος παραγραφής στην παρούσα υπόθεση άρχιζε από την 6.11.2004, την αμέσως επομένη του δυστυχήματος ή στις 8.7.2005 εάν δεχθούμε τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα για δόλια συμπεριφορά της Εφεσίβλητης 2. Ακολούθως ο Ν.110(Ι)/2002 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1.6.2005 ρητώς προέβλεψε ότι αγώγιμο δικαίωμα το οποίο διατηρήθηκε εν ζωή δυνάμει των καταργούμενων Νόμων (1964 και 1982) δεν παραγράφεται εκτός αν και μέχρις ότου συμπληρωθεί, ο χρόνος παραγραφής μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου (1.6.2005), νέος από την αρχή χρόνος παραγραφής, για το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα.
Το απαύγασμα όλων των πιο πάνω είναι ότι ο ουσιώδης χρόνος από τον οποίο άρχισε να προσμετρά ο χρόνος παραγραφής των δύο ετών, εάν ληφθεί η ευνοϊκότερη για τον Εφεσείοντα, ήτοι η 8.7.2005 όταν ο Εφεσείων πληροφορήθηκε για την μη ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης και ο χρόνος της αίτησης βάσει της οποίας εξεδόθη το διάταγμα για προσθήκη της Εφεσίβλητης 2 ως Εναγομένης 2. Ο χρόνος της αίτησης είναι 17.6.2009. Παρενθετικά αναφέρεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προσμετρά το χρόνο μέχρι τις 5.10.2009 ημερομηνία κατά την οποία εξεδόθη το Διάταγμα για προσθήκη της Εφεσίβλητης 2 ως Εναγομένης 2. Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα εάν ληφθεί υπόψιν ο ένας ή ο άλλος χρόνος ως άνω, ο χρόνος παραγραφής των τριών ετών συνεπληρώθη πολύ νωρίτερα, στις 31.5.2008.
Η Δ.9 Ο.11, επί της οποίας και στηρίζεται και η απόφαση της πλειοψηφίας, προβλέπει:
"11. Where a defendant is added or substituted, the writ of summons shall be amended accordingly and the plaintiff shall unless otherwise ordered by the Court or a Judge, file a copy of the writ as amended, and serve the new defendant with such amended writ or notice in lien of service thereof in the same manner as original defendants are served, and the proceedings shall be continued as if the new defendant had originally been made a defendant."
Εδώ αναφύεται και η κύρια διαφωνία μου με την απόφαση της πλειοψηφίας. Η Papaioannou Ltd v. Intermed Shipping S.R.L. κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 467, στην οποία αναφέρθηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλυσε το θέμα που απασχολεί εδώ. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.
"Ζήτησα από τη δικηγόρο των αιτητών (εναγόντων) να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει νομολογία η οποία διαφωτίζει ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου η προθεσμία για την έγερση αγωγής εναντίον του νέου εναγομένου έχει εκπνεύσει. Έθεσε υπόψη μου την Payabi v. Armstel Shipping Corp [1992] 3 All E.R. 329, η οποία υποστηρίζει ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα προσθήκης νέου εναγόμενου και η πρόσδοση αναδρομικότητας στη διαταγή για τη συνένωσή του σε περιπτώσεις όπως η παρούσα όπου το αγώγιμο δικαίωμα ατόνισε. Εξηγείται ότι μετά την πάροδο της χρονικής περιόδου που προβλέπεται από την παράγραφο 6 του Άρθρου III των Κανόνων της Χάγης. (The Hague Rules), περίοδος ενός έτους, το δικαίωμα για έγερση αγωγής εναντίον του μεταφορέα εκλείπει, καθώς και η αντίστοιχη ευθύνη του βάσει της σύμβασης μεταφοράς. Η θέση αυτή διασαφηνίζεται στην Aries Tanker Corp v. Total Transport Ltd [1977] 1 All E.R. 398, 402. Διακρίνονται οι περιπτώσεις που αναφέρονται στους Κανόνες της Χάγης που συναρτούν το αγώγιμο δικαίωμα με την έγερση αγωγής μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, από εκείνες της παραγραφής στις οποίες το δικαίωμα δεν εκλείπει αλλά μόνο η δυνατότητα διεκδίκησής του. Βέβαια, δε θα επεκταθούμε σ' εκείνο το θέμα το οποίο δε μας αφορά.
Η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ketteman v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 All E.R. 38,47,48, είναι καθοριστική για το απαράδεκτο πρόσδοσης, αναδρομικής ισχύος σε διαταγή για την προσθήκη εναγόμενου όπου αυτό θα συνεπαγόταν την αναβίωση αγώγιμου δικαιώματος το οποίο έπαυσε να υφίσταται. Ανάλογη υπήρξε η θέση του ίδιου Δικαστηρίου στη Byron v. Cooper [1844] 11 C1 & Fin 556, 8 ER 1212. Στην Payabi υποδεικνύεται ότι η απόφαση στην The Joanna Borchard [1988] 2 Lloyd's Rep 274, η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εμπεριέχουσα ευρύτερη αρχή, συναρτάται με τα ιδιαίτερα γεγονότα της και ειδικά με το γεγονός ότι επρόκειτο για αντικατάσταση διαδίκου.
Ο λόγος της Ketteman είναι ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού προς το σκοπό δημιουργίας ή αναβίωσης αγώγιμου δικαιώματος. Η εφαρμογή δικονομικού κανόνα, όπως η Ord.16 r. 13 (βλ. The Annual Practice, 1958 1, σ.351) (η οποία στην Αγγλία έχει αντικατασταθεί με νεότερες θεσμικές διατάξεις), δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπου η προσθήκη νέου εναγομένου θα συνεπαγόταν την αποστέρηση ουσιαστικού δικαιώματος του διαδίκου του οποίου η προσθήκη επιδιώκεται, πράγμα που θα συνέβαινε σ' αυτή την υπόθεση αν εγκρινόταν το αίτημα. Και να εγκρινόταν σε τέτοιες περιπτώσεις το αίτημα, η προσθήκη του νέου εναγόμενου θα είχε αφετηρία την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για τη συνένωση του νέου διαδίκου και όχι την ημερομηνία που κινήθηκε η αγωγή. Οι θεσμικές διατάξεις ρυθμίζουν τη διαδικασία. Η εφαρμογή τους δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει τη γένεση αγώγιμου δικαιώματος ή να αποστερήσει τον εναγόμενο από υπεράσπιση την οποία του παρέχει ο νόμος."
(οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Στην Mabro v. Eagle Star and British Dominions Insurance Co Ltd (1932) 1 Κ.Β. 485 αποφασίστηκε ότι τα Δικαστήρια αρνούνται να επιτρέψουν την προσθήκη διαδίκου ή βάση αγωγής αν η προσθήκη θα ανατρέψει την υπεράσπιση που προβλέπεται από τον περί Παραγραφής Νόμο. (βλ. επίσης Weldon v. Neal (1887) 19 Q.B.D. 394, Lucy v. Hemleys Telegraphic Works (1969) 3 All E.R. 456, Liff v. Peasley and Another (1980) 1 All E.r. 623).
Η πλασματική μετατόπιση του χρόνου που προνοείται στη Δ.9 θ.11, τυγχάνει εφαρμογής για διαδικαστικούς σκοπούς και μόνο. Αποτελεί εξαίρεση του δικονομικού κανόνα που θεωρεί ότι μια αγωγή καταχωρείται στο χρόνο που το κλητήριο ένταλμα σφραγίζεται από τον Πρωτοκολλητή (Ο.2 r.12). "Όπως και κάθε άλλη εξαίρεση κανόνα η εφαρμογή της περιορίζεται αυστηρά στο πλαίσιο που τη στοιχειοθετεί" (βλ. Μυλωνάς ν. Μυλωνά (Αρ.2) (2003) 1 Α.Α.Δ. 688).
Δια τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την Έφεση.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ