ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D213
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 9/2017)
2 Μαΐου, 2018
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤHΣ]
ANDREW BURNESS,
Ενάγων,
ν.
SAIPEM S.p.A.,
Εναγόμενης.
_ _ _ _ _ _
ΑΙΤΗΣΗ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΚΛΗΤΗΡΙΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 25.9.2017
_ _ _ _ _ _
Γ. Καραμανώλης για Δρ Κ. Χρυσοστομίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εναγόμενη-Αιτήτρια.
Α. Λύτρας για Μ. Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Ενάγοντα-Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Ενάγοντας - Καθ΄ ου η αίτηση, επικαλούμενος δικαιοδοσία ναυτοδικείου, αξιώνει με αγωγή εναντίον προσώπου (action in personam) γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, απώλεια και ζημιά που υπέστη συνεπεία ατυχήματος το οποίο, κατ΄ ισχυρισμό, επεσυνέβη κατά ή περί την 6.10.2014 επί του πλοίου «Saipem 10000», υπό σημαία Μπαχαμών και, κατά τη θέση του Ενάγοντα, ιδιοκτησίας της Εναγόμενης - Αιτήτριας, στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΑΟΖ) και ενώ ο Ενάγοντας βρισκόταν στην υπηρεσία της Εναγομένης και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Πάντα κατά τη θέση του Ενάγοντα, το υπό αναφορά ατύχημα προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της αμέλειας και/ή των πράξεων και/ή παραλείψεων και/ή της παράβασης των νομίμων και ή θέσμιων καθηκόντων και/ή παράβασης σύμβασης εκ μέρους της Εναγομένης και/ή των εργαζομένων και/ή υπηρετών και/ή αντιπροσώπων της.
Η Εναγόμενη καταχώρησε εμφάνιση υπό διαμαρτυρία, επιφυλάσσοντας το δικαίωμά της προς καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της επίδοσης αλλά και του κλητηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, δόθηκαν οδηγίες προς καταχώρηση σχετικής αίτησης για παραμερισμό, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.
Προβάλλεται εκ μέρους της Αιτήτριας έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων και τίθεται, περαιτέρω, ότι τα κυπριακά δικαστήρια δεν αποτελούν το κατάλληλο forum και/ή forum conveniens. Είναι επιβεβλημένη λεπτομερής καταγραφή των σχετικών θέσεων της Αιτήτριας, όπως αυτές αναδύονται μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, αλλά και από τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδετου συνηγόρου που την αντιπροσωπεύει, ούτως ώστε να καταστεί ευκολότερη η κατανόηση των επιδίκων θεμάτων που εγείρονται και ευχερέστερη η παρακολούθηση της κρίσης του Δικαστηρίου:
Με δεδομένο ότι το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη εντός της ΑΟΖ και κατ΄ επίκληση προνοιών του περί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμου του 2004, Ν. 64(Ι)/2004 και των άρθρων 56 και 60 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών περί του Δικαίου της Θάλασσας (η Σύμβαση), ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι το γεγονός πως το, κατ΄ ισχυρισμόν, ατύχημα επεσυνέβη εντός της ΑΟΖ δεν προσδίδει αυτομάτως δικαιοδοσία στα δικαστήρια του κράτους της ΑΟΖ. Αυτό, έθεσε, είναι εφικτό μόνο όταν υπάρχει σύνδεση του ατυχήματος με την εξερεύνηση και/ή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του παράκτιου κράτους. Στην υπό κρίση περίπτωση, εισηγήθηκε, οι σχετικοί ισχυρισμοί περί διεξαγωγής εργασιών εξερεύνησης και εκμετάλλευσης φυσικών πόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν καλύπτονται από το κλητήριο ένταλμα, αλλά προβάλλονται μέσω της ένστασης του Καθ΄ ου η αίτηση, γενικά και αόριστα χωρίς να τεκμηριώνονται. Εγείρεται περαιτέρω ότι το πλοίο SAIPEM 10000 δεν ανήκει στην Εναγόμενη αλλά σε άλλη εταιρεία, την SAIPEM (PORTUGAL) COMERCIO MARITIMO SOCIEDADE UNIPESSOAL LDA και, συνεπώς, ο Ενάγοντας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεν βρισκόταν στην υπηρεσία της Εναγομένης, ως προβάλλεται στο κλητήριο ένταλμα. Τίθεται περαιτέρω ότι θα πρέπει να αποσαφηνιστεί από αυτό το στάδιο το ζήτημα της δικαιοδοσίας αφού, παρά την μη καταχώρηση ακόμη ΄Εκθεσης Απαίτησης, όλα τα σχετικά γεγονότα βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι λεπτομερής καταγραφή τους αποτυπώνεται μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση και τα επισυνημμένα σε αυτήν τεκμήρια. Προβάλλεται, συναφώς, πως προκύπτει μέσα από το σύνολο των δεδομένων αυτών ότι τα προαπαιτούμενα για ανάκτηση δικαιοδοσίας από το Ναυτοδικείο, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 1(1)(f) του Administration of Justice Act 1956 - που ισχύει στην Κύπρο δυνάμει των άρθρων 19(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 - δεν υφίστανται. Ηταν η σχετική προέκταση των θέσεων της πλευράς της Αιτήτριας πως μέσα από την ίδια την εκδοχή του Ενάγοντα επιβεβαιώνεται ότι η πράξη και/ή παράλειψη που οδήγησε στο ατύχημα, που ο ίδιος επικαλείται, δεν συνδέεται με τη λειτουργία του πλοίου αλλά με ένα μεμονωμένο περιστατικό και ένα λάθος χειρισμό συγκεκριμένου προσώπου. Υπό την επιφύλαξη της, κατά τα ανωτέρω, ανυπαρξίας δικαιοδοσίας, αγορεύοντας ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας ως προς το ζήτημα του προσφορότερου Δικαστηρίου για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς (forum conveniens), έθεσε ότι τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν είναι το κατάλληλο forum προς εκδίκαση. Επικαλέστηκε προς τούτο σειρά παραγόντων, όπως τη δυσχέρεια στην παρουσίαση μαρτυρίας, το νόμο που διέπει την επίδικη διαφορά, το χώρο στον οποίο κατοικούν ή διεξάγουν επιχειρήσεις τα εμπλεκόμενα μέρη και άλλα παρόμοια πρακτικά ζητήματα.
Ο Καθ΄ ου η αίτηση αντικρούει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας. Είναι η θέση του ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή, δεδομένου ότι αφορά αστικό αδίκημα το οποίο έχει διαπραχθεί στην Κύπρο και καθ΄ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Ναυτοδικείο. Τίθεται, πιο συγκεκριμένα, ότι, όπως εντοπίζεται μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, το πλοίο διεξήγαγε έρευνες αναφορικά με τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στο υπέδαφος κάτω από την υφαλοκρηπίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη φυσική δηλαδή προέκταση του εδάφους του παράκτιου κράτους. Προκύπτει, τίθεται περαιτέρω, ότι η εργασία του Καθ΄ ου η αίτηση κατά τη στιγμή του ατυχήματος πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία ασκηθείσα επί του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αγωγή δύναται να εγερθεί εναντίον της Αιτήτριας - Εναγόμενης στην Κύπρο, αφού αυτή διατηρεί γραφείο και/ή διεξάγει δραστηριότητες μεταξύ άλλων και στην Κύπρο. Τα Κυπριακά Δικαστήρια, προστίθεται, αποτελούν, υπό τις περιστάσεις, το κατάλληλο forum για επίλυση της παρούσας διαφοράς, η δε Κύπρος είναι η χώρα που έχει την πιο στενή σύνδεση με το ατύχημα παρά οποιαδήποτε άλλη χώρα. Προβάλλεται τέλος η εισήγηση, σε αναφορά με τη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου, ότι τα σχετικά με το ατύχημα γεγονότα, όπως αυτά αποτυπώνονται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, επιμαρτυρούν ότι το επίδικο ατύχημα προκλήθηκε κατά την έκρηξη σωλήνα στο πλοίο και, επομένως, εγείρεται ζήτημα ελαττωματικού εξοπλισμού και τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 1(1)(f) του Administration of Justice Act 1956. Αναφύονται ακόμη, πάντα ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας, ζητήματα αμέλειας, λαθών και παραλείψεων του επικεφαλής των εργασιών, εργοδοτούμενου της Αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο, για τις πράξεις και παραλείψεις του οποίου η Αιτήτρια φέρει εκ προστήσεως ευθύνη, αφού ήταν, ουσιαστικά, η ωφέλιμη ιδιοκτήτρια (beneficial owner) του πλοίου, αλλά και η έχουσα τον έλεγχο και τη διαχείρισή του.
Το ζήτημα της επικληθείσας έλλειψης δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων με αναφορά στην ΑΟΖ, προωθήθηκε στη βάση των άρθρων 4(1) και 8Β του Ν.64(Ι)/2004 καθώς επίσης, όπως ήδη λέχθηκε, των άρθρων 56 και 60 της Σύμβασης. Τα παραθέτω:
«4. (1) Στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη η Δημοκρατία ασκεί-
(α)κυριαρχικά δικαιώματα σ΄ ό,τι αφορά στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζώντων ή μη, των υδάτων των υπερκείμενων του βυθού της θάλασσας, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους της, και που σχετίζονται με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.
(β)δικαιοδοσία σ΄ ό,τι αφορά-
(i)την εγκαθίδρυση και χρησιμοποίηση τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και κατασκευών.
(ii)τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα.
(iii)την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
(γ)άλλα δικαιώματα και καθήκοντα που προβλέπει η Σύμβαση.
(2) Τα δικαιώματα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αναφορικά με το βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος θα ασκούνται σύμφωνα με το Μέρος VI της Σύμβασης - Διατάξεις περί Υφαλοκρηπίδας.»
«8Β.-(1) Επιφυλασσομένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου-
(α) οποιαδήποτε εγκατάσταση, κατασκεύασμα ή τεχνητή νήσος βρίσκεται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και/ή Υφαλοκρηπίδα της Δημοκρατίας θεωρείται, για τους σκοπούς της πολιτικής ή ποινικής δικαιοδοσίας, ότι βρίσκεται στην επαρχία Λευκωσίας,
(β) οποιαδήποτε εγκατάσταση, κατασκεύασμα ή τεχνητή νήσος και όλα τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους, τα οποία εισάγονται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και/ή στην Υφαλοκρηπίδα της Δημοκρατίας από την ανοικτή θάλασσα και τοποθετούνται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και/ή στην Υφαλοκρηπίδα της Δημοκρατίας, θεωρούνται ότι εισήχθησαν στη Δημοκρατία, και, ομοίως, η απομάκρυνση της εγκατάστασης, του κατασκευάσματος, της τεχνητής νήσου ή των υλικών από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και/ή την Υφαλοκρηπίδα και μη κομιζομένων στη Δημοκρατία, θεωρείται ότι εξήχθησαν από τη Δημοκρατία.
(2) Κατά την ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και την Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και το διεθνές δίκαιο, εφαρμόζονται όλοι οι νόμοι, οι οποίοι ισχύουν στη Δημοκρατία, εκτός εάν η εφαρμογή τους εξαιρείται εν όλω ή εν μέρει δυνάμει του οικείου Νόμου.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), εντός των ζωνών ασφαλείας που κηρύσσονται στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και/ή την Υφαλοκρηπίδα εφαρμόζονται μόνο οι νόμοι της Δημοκρατίας που αφορούν την προστασία της ναυσιπλοΐας και την ασφάλεια των εγκαταστάσεων, κατασκευασμάτων και τεχνητών νήσων, μόνιμων ή προσωρινών, που κατασκευάζονται και/ή τοποθετούνται και/ή βρίσκονται εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και/ή της Υφαλοκρηπίδας.
(4) Στο παρόν άρθρο, ο όρος «κατασκεύασμα» περιλαμβάνει κάθε μηχάνημα, πλοίο, εξέδρα ή αεροσκάφος που χρησιμοποιείται σε σχέση με οποιαδήποτε εγκατάσταση και/ή τεχνητή νήσο.».
"Article 56
Rights, jurisdiction and duties of the coastal State in the exclusive economic zone
1. In the exclusive economic zone, the coastal State has:
(a) sovereign rights for the purpose of exploring and exploiting, conserving and managing the natural resources, whether living or non-living, of the waters suprajacent to the seabed and of the seabed and its subsoil, and with regard to other activities for the economic exploitation and exploration of the zone, such as the production of energy from the water, currents and winds;
(b) jurisdiction as provided for in the relevant provisions of this Convention with regard to:
(i) the establishment and use of artificial islands, installations and structures:
(ii) marine scientific research:
(iii) the protection and preservation of the marine environment:
(c) other rights and duties provided for in this convention.
2. In exercising its rights and performing its duties under this Convention in the exclusive economic zone, the coastal State shall have due regard to the rights and duties of other States and shall act in a manner compatible with the provisions of this Convention.
3. The rights set out in this article with respect to the seabed and subsoil shall be exercised in accordance with Part VI."
"Article 60
Artificial islands, installations and structures in the exclusive economic zone
1. In the exclusive economic zone, the coastal State shall have the exclusive right to construct and to authorize and regulate the construction, operation and use of:
(a) artificial islands:
(b) installations and structures for the purposes provided for in article 56 and other economic purposes:
(c) installations and structures which may interfere with the exercise of the rights of the costal State in the zone.
Όπως προκύπτει μέσα από την ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αλλά και από το ίδιο το κλητήριο ένταλμα, το, κατ΄ ισχυρισμό, ατύχημα επεσυνέβη επί του υπό αναφορά πλοίου, το οποίο βρισκόταν εντός της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προκύπτει επίσης ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ενάγοντας εργαζόταν ως μηχανικός στο εν λόγω πλοίο, το οποίο και διεξήγαγε έρευνες αναφορικά με τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στο υπέδαφος της υφαλοκρηπίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η υφαλοκρηπίδα αποτελεί φυσική προέκταση του εδάφους του παράκτιου κράτους στη θάλασσα, εν προκειμένω της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προβλέπει, σχετικά, το άρθρο 76(1) της Σύμβασης:
«The continental shelf of a coastal State comprises the sea-bed and subsoil of the submarine areas that extend beyond its territorial sea throughout the natural prolongation of its land territory to the outer edge of the continental margin, or to a distance of 200 nautical miles from the baselines from which the breadth of the territorial sea is measured where the outer edge of the continental margin does not extend up to that distance.»
Τα όρια της υφαλοκρηπίδας καθορίζονται από το άρθρο 5Α του Νόμου 64(Ι)/2004. Tα εξωτερικά όριά της, κατ΄ ακολουθίαν του άρθρου 5Α(2) συμπίπτουν με τα όρια της ΑΟΖ.
Στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Herbert Weber v. Universal Ogden Services Ltd, C-37/00, ημερομηνίας 27.2.2002, που αφορούσε διαφορά που προέκυψε σε σχέση με συμβόλαιο εργοδότησης και εργασία που ασκήθηκε επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας, αποφασίστηκαν τα εξής σχετικά:
«34. Επίσης, το Διεθνές Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους σχετικά με την υφαλοκρηπίδα, ως φυσικής προεκτάσεως του εδάφους του υπό την θάλασσα, υφίστανται ipso facto και ab initio δυνάμει της κυριαρχίας αυτής υπό μορφή ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων για την εξερεύνηση του βυθού της θάλασσας και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του (απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου 1969 στις αποκαλούμενες υποθέσεις «της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας», Recueil des arrêts, avis consultatifs et ordonnances, 1969, σ.3, σκέψη 19).
........................................................................
36. Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, εργασία ασκηθείσα από μισθωτό επί σταθερών ή πλωτών εγκαταστάσεων επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας κράτους μέλους, στο πλαίσιο της εξερευνήσεως και/ή της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων της, πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία ασκηθείσα επί του εδάφους του εν λόγω κράτους.»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση προκύπτει, ως απόρροια των δεδομένων που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι υπάρχει σύνδεση του ατυχήματος με τις εργασίες εξερεύνησης και/ή εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, αφού κατά τη στιγμή του ατυχήματος ο Ενάγοντας ασκούσε εργασία επί του συγκεκριμένου πλοίου, στα όρια της κυπριακής υφαλοκρηπίδας και στο πλαίσιο εξερευνήσεως προς εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει να εκλαμβάνεται ότι η εργασία λάμβανε χώραν επί του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και, συνεπώς, η εξεταζόμενη εισήγηση της Αιτήτριας δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Στα πλαίσια της υπό εξέταση Αίτησης προβλήθηκε η εισήγηση ότι η Αιτήτρια δεν είναι η ορθή διάδικος στην αγωγή, αφού το πλοίο ανήκει σε άλλο νομικό πρόσωπο, ο δε Ενάγοντας δεν εργοδοτήθηκε από την Εναγόμενη αλλά από άλλη εταιρεία. Τίθεται επίσης ότι η κατ΄ ισχυρισμόν αδικοπραξία δεν συνδεόταν με την πλοήγηση ή διαχείριση του πλοίου ούτε και με τη συνήθη λειτουργία του.
Το κατά πόσο η Αιτήτρια είναι η ορθή διάδικος στην αγωγή ή όχι, δεν συνδέεται βεβαίως με το ζήτημα της δικαιοδοσίας των κυπριακών δικαστηρίων προς εκδίκαση αγωγής για αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε στα όρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι δεν βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης εργασιακής ή συμβατικής διαφοράς μεταξύ του Ενάγοντα και της εταιρείας που τον εργοδότησε. Τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία επιμαρτυρούν ότι η Εναγόμενη - Αιτήτρια είχε τον έλεγχο και/ή διαχείριση του επιδίκου πλοίου, οι δε εργασίες έρευνας και/ή εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων λάμβαναν χώραν υπό τις οδηγίες και/ή την ευθύνη της. Υπό το φως αυτών των δεδομένων και σημειώνοντας ότι, όπως προκύπτει εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως σε αυτό το στάδιο, ο Ενάγοντας λάμβανε οδηγίες από υπαλλήλους της Εναγομένης ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, θεμελιώνεται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγομένης σε σχέση με το επίδικο ατύχημα.
Το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείου και της καθ΄ ύλην αρμοδιότητάς του για εκδίκαση, εξετάζεται στη βάση των προβαλλομένων στην ΄Εκθεση Απαίτησης ισχυρισμών. Κατά κανόνα τα γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση του Ενάγοντα αποτελούν και τη βάση καθορισμού της δικαιοδοσίας (Sevegep Ltd v. United Sea Transport (1989) 1 ΑΑΔ 729). Στην παρούσα όμως περίπτωση παρέχεται η ευχέρεια εξέτασης του ζητήματος της δικαιοδοσίας στο πρόωρο αυτό στάδιο, με βάση τουλάχιστο το υλικό που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου και το οποίο προβάλλει ως αδιαμφισβήτητο.
Όπως ήδη λέχθηκε, ο Ενάγων διεκδικεί γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, συνεπεία ατυχήματος, το οποίο, ως ισχυρίζεται, επεσυνέβη επί του επίδικου πλοίου και ενώ ο Ενάγοντας βρισκόταν στην υπηρεσία της Εναγομένης και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Θέτει, μέσω του κλητηρίου εντάλματος, ότι το ατύχημα προέκυψε ως αποτέλεσμα αμέλειας και/ή πράξεων ή παραλείψεων και/ή παράβασης καθηκόντων εκ μέρους της Εναγομένης και/ή των εργαζομένων και/ή υπηρετών και/ή αντιπροσώπων της. Τα σχετικά με το επίδικο ατύχημα γεγονότα παρατίθενται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, πιο συγκεκριμένα στις παραγράφους 7-10. Προβάλλεται ότι το ατύχημα έλαβε χώραν κατά τη διάρκεια διεξαγωγής μηχανικών ελέγχων πίεσης σε μέρος του υποθαλάσσιου εξοπλισμού του πλοίου. Ελεγχοι οι οποίοι γίνονται συχνά και αποτελούν μέρος των εργασιών και της διαχείρισης του πλοίου. Αποδίδεται, περαιτέρω, αμελής συμπεριφορά στον επικεφαλής των διαδικασιών ελέγχου, υπάλληλο της Εναγόμενης, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η πρόκληση έκρηξης σε σωλήνα και ο τραυματισμός του Ενάγοντα. Κατά την πλευρά του Ενάγοντα, όπως εξειδικεύεται στην παράγραφο 24 της προαναφερθείσας ένορκης δήλωσης, αναφύονται ζητήματα τόσο ελαττωματικού εξοπλισμού του πλοίου, όσο και μη επαρκών μέτρων ασφάλειας, καθώς επίσης και θέματα αμέλειας, λαθών και παραλείψεων του επικεφαλής των εργασιών, για τα οποία ευθύνη φέρει, εκ προστήσεως, η Εναγόμενη, η οποία είχε την κατοχή, τον έλεγχο και διαχείριση του πλοίου. Προστίθεται ακόμη ότι «Επιπλέον, το ατύχημα συνέβη κατά τη διάρκεια ελέγχων οι οποίοι γίνονται συνήθως στο πλοίο και αποτελούν μέρος της διαχείρισης (management) του πλοίου. Εξάλλου, ο Ενάγοντας εργαζόταν στο πλοίο ως «drilling subsea engineer» γεγονός που υποδηλώνει ότι η φύση της εργασίας του περιελάμβανε τη διεξαγωγή ελέγχων στους μηχανισμούς του πλοίου. Η πρόκληση δηλαδή του ατυχήματος αφορούσε ακριβώς, και είχε άμεση σχέση, με το ίδιο το πλοίο.».
Το άρθρο 1(1)(f) του Administration of Justice Act 1956, προνοεί ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, μεταξύ άλλων, σε σχέση με:
«any claim for loss of life or personal injury sustained in consequence of any defect in a ship or in her apparel or equipment, or of the wrongful act, neglect or default of the owners, charterers or persons in possession or control of a ship; or of the master or crew thereof, or of any other person for whose wrongful acts, neglects or defaults the owners, charterers or persons in possession or control of a ship are responsible, being an act, neglect or default in the navigation or management of the ship, in the loading, carriage or discharge of goods on, in or from the ship, or in the embarkation, carriage or disembarkation of persons on, in or from the ship.»
Συνεπώς, το υπό αναφορά άρθρο παρέχει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο - Ναυτοδικείο, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις όπου η αξίωση για σωματικές βλάβες προκλήθηκε ως αποτέλεσμα οποιουδήποτε ελαττώματος του πλοίου ή εξαρτημάτων του ή εξοπλισμού του, είτε στις περιπτώσεις όπου εντοπίζεται αδικοπραξία ή αμέλεια ή παράβαση καθηκόντων των ιδιοκτητών, των ναυλωτών ή προσώπων που έχουν την κατοχή ή έλεγχο του πλοίου ή του πλοιάρχου ή του πληρώματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, για τις πράξεις των οποίων υπεύθυνοι είναι οι ιδιοκτήτες, ναυλωτές ή πρόσωπα που έχουν την κατοχή ή έλεγχο του πλοίου. Νοουμένου βεβαίως, ότι οι υπό αναφορά πράξεις ή παραβάσεις σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με την πλοήγηση ή διαχείριση του πλοίου.
Οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, όπως τουλάχιστον μπορούν να αποκρυσταλλωθούν στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, δεικνύουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον ατυχήματος το οποίο προκλήθηκε ως αποτέλεσμα αμέλειας, λαθών και παραλείψεων προσώπων για τα οποία η Εναγόμενη, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο είχε την κατοχή και/ή έλεγχο του πλοίου, φέρει, εκ προστήσεως, ευθύνη. Ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στα πλαίσια ελέγχων που αφορούσαν το ίδιο το πλοίο και κατά την συνήθη διαχείρισή του. Ζητήματα επίσης ελαττωματικών εξαρτημάτων ή εξοπλισμού του πλοίου προβάλλονται και δεν μπορεί, εκ προοιμίου, στο παρόν στάδιο, να αποκλειστεί η βασιμότητά τους και η πιθανότητά εξέτασής τους στα πλαίσια της κυρίως διαδικασίας. Συνακόλουθα, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του υπό αναφορά άρθρου 1(1)(f) και κρίνεται ότι το Ναυτοδικείο είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο και έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή.
Παραμένει προς εξέταση το ζήτημα του κατάλληλου βήματος (forum conveniens). Θέτει η πλευρά της Αιτήτριας ότι τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ακόμη και αν έχουν δικαιοδοσία, δεν είναι το κατάλληλο βήμα για εκδίκαση της παρούσας διαφοράς. Προεκτείνοντας, εισηγείται ότι οι εμπλεκόμενοι μάρτυρες, αλλά και οι ίδιοι οι διάδικοι είναι αλλοδαποί, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύνδεση του ισχυριζόμενου ατυχήματος και της αξίωσης του Ενάγοντα με την Κυπριακή Δημοκρατία και τα δικαστήριά της. Προβάλλει, καταλήγοντας, ότι το κατάλληλο forum είναι τα δικαστήρια της Ιταλίας.
Δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η πιο πάνω προσέγγιση. Το καταλληλότερο forum για την επίλυση της παρούσας διαφοράς είναι τα κυπριακά δικαστήρια, δεδομένου ότι το, κατ΄ ισχυρισμό, αστικό αδίκημα έλαβε χώρα στην Κύπρο, από όπου και προέρχεται σημαντικό μέρος της ουσιαστικής μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής. Περαιτέρω, εφαρμοστέο στην υπόθεση δίκαιο είναι το κυπριακό δίκαιο και καμία από τις υπόλοιπες χώρες που συνδέονται, είτε ως χώρες καταγωγής μαρτύρων είτε ως έδρες εμπλεκομένων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών, δεν έχουν πιο στενή σύνδεση με το ατύχημα ούτε και ουσιαστική εμπλοκή υπό το φως των γεγονότων που το καλύπτουν. Κατ΄ ακολουθίαν η πλευρά της Αιτήτριας - Εναγόμενης δεν κατέδειξε, ως βαρύνεται (Zeeland Navig. Comp. Ltd v. Bangue Worms (2000) 1 ΑΑΔ 707), ότι άλλο forum καθαρά ή ευδιάκριτα είναι προσφορότερο. Καταληκτικά, σταθμίζοντας όλα τα σχετικά στοιχεία, είναι η τελική κρίση του Δικαστηρίου ότι το κατάλληλο forum είναι τα κυπριακά δικαστήρια, με τα οποία η αγωγή έχει το στενότερο και ρεαλιστικότερο σύνδεσμο.
Ως αποτέλεσμα, η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της Αιτήτριας - Εναγομένης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.