ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Μ. Γεωργίου (κα) για Α. Μαθηκολώνη, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΓΚΩΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2018, 4/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:B218

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2018)

 

4 Μαΐου 2018 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 221/2010

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ  ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΕΛΕΓΚΩΣ ΚΥΠΡΟΥ ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ

ΕΞ ΑΘΗΑΙΝΟΥ,

Ενάγων

ΚΑΙ

 

               1. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

               2. ΚΩΣΤΑ Χ»ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

               3. ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΙΝΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΟΥ

               5. ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΡΟΥΣΟΥ

               6. ΙΩΑΝΝΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΔΙΟΜΗΔΗ

               7. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗ ΔΙΟΜΗΔΗ

               8. ΑΝΔΡΕΑ Χ»ΚΩΣΤΑ ΚΟΛΙΟΥ

               9. ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΛΙΟΥ

              10. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ

Εναγομένων

-----------------------------------------

Μ. Γεωργίου (κα) για Α. Μαθηκολώνη, για τον Αιτητή.

------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με την αίτηση του ο αιτητής επιδιώκει την παροχή άδειας με σκοπό την καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία ενεκρίθη ο υποβληθείς υπολογισμός εξόδων υπέρ των εναγομένων 4 και 5 στην Αγωγή υπ΄ αρ. 221/2010, στις 22.12.2017.  Ταυτόχρονα, αιτείται παράταση της προθεσμίας για άσκηση έφεσης. 

 

        Στην ένορκη του δήλωση ο αιτητής, διαχειριστής της αποβιωσάσης Ελέγκως Κύπρου Χωματένου, παραπονείται ότι στην εν λόγω αγωγή, απόφαση επί της οποίας εκδόθηκε στις 30.6.2017, το Δικαστήριο διέταξε όπως τα έξοδα είναι υπέρ των εναγομένων.  Αναμένοντας ότι τα έξοδα της διαδικασίας θα έφθαναν σε υπερβολικά επίπεδα λόγω της κλίμακας της υπόθεσης, αλλά και των αχρείαστων δικασίμων, απεστάλη προληπτικά επιστολή από τους δικηγόρους του με σκοπό τον περιορισμό των προς υπολογισμό εξόδων.  Ο υπολογισμός των εξόδων για τους εναγομένους 4 και 5 κατετέθη στις 3.10.2017 και αφορούσε βεβαίως δύο διαφορετικούς καταλόγους, για έκαστο των εναγομένων αυτών.  Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής ενέκρινε το ποσό των €8.073 πλέον Φ.Π.Α. επί ποσού €8.062.  Το ποσό αυτό αφορούσε και τους δύο εναγόμενους και το Δικαστήριο το ενέκρινε στις 22.12.2017. 

 

        Το παράπονο του αιτητή, τόσο στην αίτηση του, όσο και με την αγόρευση του συνηγόρου του, είναι ότι ο υπολογισμός αυτός έγινε κατ΄ αντίθεση των προνοιών της Δ.35 θ.20 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών εφόσον αντίκειται προς οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, ενώ διατάχθηκε να πληρώσει έξοδα που προκλήθηκαν ή προξενήθηκαν χωρίς επαρκή λόγο από άλλο διάδικο.  Αναφέρθηκε προς τούτο στις πρόνοιες της Δ.59 θ.14 και θ.16, ως προς το ότι τα έξοδα πρέπει να υπολογίζονται εύλογα με κατάληξη σε ορθό και λογικό ποσό.  Αντίθετα, το ποσό το οποίο επιδικάσθηκε είναι υπερβολικό ιδιαιτέρως εφόσον δεν λήφθηκε υπόψη η συμπεριφορά των εναγομένων, η κλίμακα της αγωγής και οι καθυστερήσεις που έλαβαν χώραν με διάφορες αιτήσεις και ενστάσεις, και με αχρείαστες εμφανίσεις, αντεξετάσεις και συμπεριφορά που προκαλούσε καθυστέρηση και σπατάλη χρόνου.  Η αγωγή καταχωρήθηκε το 2010 με την απόφαση να έχει εκδοθεί το 2017.  Το συνολικό ποσό των εξόδων που υπολογίσθηκε, συμπεριλαμβανομένων και των υπολογισθέντων εξόδων για τους εναγόμενους 1, 2, 3, 6, 7 και 10, συμποσούται στις €52.699, ενώ το επίδικο θέμα και η φύση της υπόθεσης αφορούσε ακίνητα και μεταβιβάσεις του 1987 στην κλίμακα των €2.000-€10.000. 

 

        Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή την υπό κρίση  αίτηση θα πρέπει κατ΄ αρχάς να παρατηρηθεί ότι η σχετική διαταγή του Δικαστηρίου ως προς την επιδίκαση εξόδων, όπως απορρέει από το συνταγμένο κείμενο της απόφασης, ομιλεί για υπολογισμό των εξόδων και όχι επιψήφιση εξόδων, όπως προνοεί η μοναδική σχετική αναφορά που απαντάται στη Δ.59 θ.θ. 14 και 16 που, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, δεν εφαρμόσθηκε κατά τον υπολογισμό και έγκριση των εξόδων.  Τόσο ο θ.14, όσο και ο θ.16 προνοούν για επιψήφιση εξόδων, («taxation»), και όχι για υπολογισμό.  Η έννοια του υπολογισμού είναι άγνωστη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας όπως έχει υποδείξει η υπόθεση Pugachev Sergei (2006) 1 Α.Α.Δ. 353.  Κατά τα αποφασισθέντα εκεί, η διαταγή Δικαστηρίου για «υπολογισμό» εξόδων ισοδυναμεί με απευθείας «διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά θα εγκριθούν τελικά από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή ... ο οποίος υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση των υπολογισθέντων εξόδων προς το Δικαστήριο το οποίο έχει και την οριστική ευθύνη στο θέμα.».

 

  Όπως οι θ.θ. 14 και 16 της Δ.59 αναφέρουν, σε κάθε επιψήφιση ο επιτετραμμένος Πρωτοκολλητής («Taxing Officer»), θα επιτρέπει εκείνα τα έξοδα, τέλη και δαπάνες όπως φαίνονται στον ίδιο να ήσαν αναγκαία για την απόδοση δικαιοσύνης ή για την υπεράσπιση δικαιωμάτων οποιουδήποτε διαδίκου, αλλά δεν θα επιτρέπονται έξοδα που φαίνονται να είχαν δημιουργηθεί ή μεγιστοποιηθεί από υπερβολική σπουδή ή αμέλεια ή εκ λάθους.  Η επιψήφιση εξόδων σύμφωνα με τους Θεσμούς έχει την έννοια της παρουσίασης και των δύο πλευρών ενώπιον του επιτετραμμένου επιψήφισης εξόδων, δηλαδή, του Πρωτοκολλητή, ώστε όπου υπάρχουν διαφωνίες ο Πρωτοκολλητής να είναι σε θέση να εκδώσει σχετική απόφαση και πιστοποιητικό, («certificate»), το  οποίο μάλιστα δύναται εντός επτά ημερών, κατά τον θ.17, να τύχει αναθεώρησης από το Δικαστήριο σε σχέση με οποιοδήποτε συγκεκριμένο κονδύλι για το οποίο υπήρξε αντιπαράθεση και διαφωνία κατά την επιψήφιση ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Το πιστοποιητικό, κατά τα άλλα, του επιτετραμμένου επιψήφισης εξόδων, δηλαδή, ως προς όλα εκείνα τα κονδύλια για τα οποία δεν υπήρξε ένσταση, είναι τελεσίδικο. 

 

        Δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία επιψήφισης εξόδων ώστε ο αιτητής εκεί και όπου διαφωνούσε να είχε ως θεραπεία την παρουσίαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ώστε να τύχει αναθεώρησης το εγκριθέν ποσό τουλάχιστο κατά το μέρος για το οποίο θα υπήρχε ένσταση από πλευράς του.  Εδώ το Δικαστήριο ενέκρινε τον υπολογισμό των εξόδων στον οποίο προέβη ο Πρωτοκολλητής.  Επομένως το ερώτημα που τίθεται στα δεδομένα της παρούσας αίτησης είναι κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια της Δ.35 θ.20 ώστε να εγκριθεί η επιδιωκόμενη αίτηση αναφορικά με τον εγκριθέντα από το Δικαστήριο κατάλογο εξόδων όπως  υπολογίσθηκε από τον Πρωτοκολλητή.  Εάν ο αιτητής, ως αποτυχών ενάγοντας ασκούσε έφεση επί της απόφασης του Δικαστηρίου επί της ουσίας, τότε φυσιολογικά μπορούσε να ενσωματώσει στους λόγους έφεσης του και λόγο που να αφορούσε τη διαταγή επί των εξόδων.  Επί μη ασκηθείσας όμως έφεσης έχει αυτοτελές δικαίωμα αναθεώρησης του εγκριθέντος πλέον ποσού;

 

        Η περίπτωση, κρίνεται, δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της Δ.59 θ.20, η οποία έχει διαφορετικό σκοπό και αφορά σε γενικότερη λανθασμένη  διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα με την τελεσφόρηση της αγωγής ή από διαταγή που έχει ληφθεί «on taxation or review of taxation».  Οι προϋποθέσεις που εκεί καθορίζονται είναι πρώτον ότι η διαταγή για έξοδα, δηλαδή, ποιος διάδικος θα επωμισθεί έξοδα αντίκειται προς οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό.  Σαφώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται στη διαδικασία επιψήφισης κατά την οποία ο επιτετραμμένος επιψήφισης εξόδων χρησιμοποιεί τις πρόνοιες της Δ.59 θ.θ. 14 και 16, όπου είναι παρόντες και οι δύο διάδικοι και εν πάση περιπτώσει εδώ δεν εκδόθηκε διάταγμα επιψήφισης εξόδων.  Αφορά σε γενικότερο πλαίσιο όπου η καταβολή εξόδων έρχεται σε σύγκρουση προς οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, υπό την έννοια ότι νομοθετικά με πρωτογενή ή δευτερογενή νομοθεσία, καθορίζεται συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας σε σχέση με έξοδα διαδικασίας.

 

 Κατά το δεύτερο και διαζευκτικό σκέλος της Δ.35 θ.20, άδεια για έφεση σε σχέση μόνο με τα έξοδα μπορεί να δοθεί όπου η διαταγή βασίστηκε σε παρανόηση γεγονότων που δεν είναι η παρούσα περίπτωση.  Δεν τίθεται άλλωστε τέτοιο θέμα στην αίτηση.  Κατά το τρίτο και τελευταίο σκέλος, η άδεια δίδεται όταν ο αιτητής διατάσσεται να πληρώσει έξοδα που προκλήθηκαν ή προξενήθηκαν χωρίς επαρκή λόγο από άλλο διάδικο.  Αυτή η πρόνοια καλύπτει τις περιπτώσεις εκείνες που ενώ τα έξοδα  προκαλούνται αναίτια από τον αντίδικο, εν τούτοις το Δικαστήριο διατάσσει την πληρωμή τους από τον άλλο διάδικο οπότε και θεωρείται ως λανθασμένη διαταγή για να προκαλέσει την αναθεώρηση της από το Εφετείο, (παράδειγμα η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Παναγιώτης Κυριάκου ν. Ανδρέα Αυγουστίνου Πιλόττου, Πολ. Έφ. αρ. 98/2012, ημερ. 14.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:A116  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη δική του διακριτική ευχέρεια όταν αποφασίζει επί των εξόδων και της επίπτωσης αυτών, μπορεί να διακρίνει τις περιπτώσεις εκείνες όπου τα έξοδα προκλήθηκαν χωρίς επαρκή λόγο από ένα διάδικο και να μην τα αποδώσει, είτε για συγκεκριμένες ημερομηνίες, είτε γενικότερα. 

 

Η Δ.35 θ.20 δεν είχε και δεν μπορεί να έχει την έννοια της παροχής άδειας από το Εφετείο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα ώστε το ίδιο το Εφετείο να καθίσταται στην ουσία επιτετραμμένος Πρωτοκολλητής για την επιψήφιση εξόδων, εισερχόμενο δηλαδή, σε κάθε ένα των κονδυλίων που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτοκολλητή και του Δικαστηρίου προς έγκριση και τα οποία τελικώς εγκρίθηκαν. 

 

Η Δ.35 θ.20 προέρχεται από την παλαιότερη C. 21, 31.  Υπάρχει αντιστοιχία με το παλαιό O.65 r.1, των Αγγλικών Θεσμών όπου για να δοθεί άδεια για έφεση επί διαταγής ως προς τα έξοδα, πρέπει να υπάρχει, «a manifest disregard of principle or misapprehension of facts», (Annual Practice 1958 σελ. 1838).  Επίσης το s.18(i)(f) του Supreme Court 1981 που επιτρέπει την καταχώρηση έφεσης επί των εξόδων μόνο με την άδεια του Δικαστηρίου, έχει ερμηνευθεί να περιλαμβάνει την περίπτωση όπου η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου έχει ασκηθεί επί υλικού που είναι παράνομο ή ανύπαρκτο ή σε καταστρατήγηση κάποιας αρχής ουσιαστικού δικαίου, (Odgers' Principles of Pleading and Practice, 2η Έκδ.        σελ. 349-351).

 

Από τα πιο πάνω, αλλά και τις διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υπάρχουν επί της Δ.35 θ.20, (ενδεικτικά οι Φιλίππου ν. Γιαννήταη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1229, Ε. Στεφάνου-Μετζίτη (2010) 1 Α.Α.Δ. 981 και Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12), απορρέει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζει τη χορήγηση άδειας αποκλειστικά και μόνο ως προς τα έξοδα, ως μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπου το Εφετείο έρχεται αντιμέτωπο με παραβίαση κάποιας ευρύτερης αρχής μέσα στην έννοια των προϋποθέσεων που θέτει η Δ.35 θ.20, έχοντας πάντοτε  υπόψη ότι  η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τα έξοδα της διαδικασίας κατά τη Δ.59. θ.1, επαφίονται σ΄  αυτό και ελέγχεται δικαστικά ως ζήτημα που σχετίζεται με τη δίκη και το αποτέλεσμα της (C & H Heat Flow Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 355), ώστε κατά τον καθιερωμένο κανόνα πρακτικής, απόρροια της λογικής, ο επιτυχών διάδικος λαμβάνει τη δικαστική του δαπάνη από τον αποτυχόντα διάδικο, (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390 και Αίτηση Λουκά Ναζίρη, Πολ. Αίτηση αρ. 90/2017, ημερ. 29.11.2017), ECLI:CY:AD:2017:B433.  Κανόνας, που καλώς εμπεδωμένος ως είναι, δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη αιτιολόγηση.  Μόνο όπου υπάρχει παρέκκλιση απαιτείται δικαιολογία, (Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477).

Οι τρεις προϋποθέσεις της Δ.35 θ.20 είναι «εξαντλητικές και αντικειμενικές», (Αργυρίδη (2000) 1 Α.Α.Δ. 143).  Εφόσον το σφάλμα που επικαλείται ο αιτητής «... ανάγεται σε εσωγενή παράγοντα», (Μάριου Ρούσου και Τασούλλα Χριστοφή (1999) 1 Α.Α.Δ. 360), η άδεια δεν δίδεται εφόσον κατά τη Δ.59 θ.1, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας ως προς το χειρισμό των εξόδων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η υπόθεση στη Μιχαήλ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1275, την οποία επικαλείται ο αιτητής είχε διαφορετικά δεδομένα αφού εκεί είχε γίνει διαδικασία αναθεώρησης του καταλόγου εξόδων στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εν πάση περιπτώσει δεν δόθηκε καμιά ιδιαίτερη εξήγηση, ούτε έγινε ανάλυση ως προς το λόγο που εγκρίθηκε η αίτηση για χορήγηση άδειας προς έφεση.  Τα λεχθέντα στην Pugachev - ανωτέρω - ότι η τελείωση της διαταγής εξόδων προς υπολογισμό με την προς τούτο έγκριση του υπολογισμού από το Δικαστήριο δημιουργεί και τη δυνατότητα για αμφισβήτηση του ποσού, δεν επιλύει το ζήτημα εφόσον η άδεια πρέπει να δοθεί εντός των αυστηρών παραμέτρων της Δ.35 θ.20.  Στην Pugachev, η αίτηση απορρίφθηκε  διότι το Δικαστήριο δεν είχε ακόμη εγκρίνει τον υπολογισθέντα από τον Πρωτοκολλητή κατάλογο.  Τα όσα λέχθηκαν επομένως, πρόσθετα, ήταν obiter.

 

Ο αιτητής παραπέμπει και στην απόφαση του Εφετείου στην Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Χριστάκη Γεωργίου κ.ά., Πολιτική Αίτηση αρ. 164/2017, ημερ. 22.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:B35, όπου δόθηκε άδεια σ΄ αυτόν να καταχωρήσει έφεση αναφορικά με τα έξοδα που υπολογίσθηκαν και εγκρίθηκαν σε σχέση με τους  υπόλοιπους εναγομένους στην αγωγή υπ΄ αρ. 221/2010.  Δεν γίνεται όμως κάποια ιδιαίτερη ανάλυση ως προς το λόγο που η περίπτωση εμπίπτει στις     Δ.35 θ.20 και η απόφαση δεν μπορεί να ακολουθηθεί.

 

Δεν είναι δυνατόν διά του μηχανισμού του υπολογισμού εξόδων που επικράτησε να ακολουθείται σε πολλές περιπτώσεις, η αμφισβήτηση του ποσού να αναθεωρείται από το ίδιο το Εφετείο, χωρίς δηλαδή, να προσφέρεται ο μηχανισμός αναθεώρησης των εξόδων, κονδύλι προς κονδύλι όσων τουλάχιστον αμφισβητούνται, από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση και γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα.  Το όποιο κενό στους Θεσμούς πρέπει να αντιμετωπιστεί με σχετική τροποποίηση.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                        Δ.

 

 

 

                                        Δ.

 

 

 

                                        Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο