ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για Εφεσείοντες Κ. Βελάρης με Χ. Βελάρη, για τον Εφεσίβλητο CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΥΡΟΣ κ.α. ν. ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 59/2012, 29/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A257

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                               

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 59/2012

 

29 ΜΑΪΟΥ 2018

 

(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ,  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

                  1.  ΜΑΥΡΟΣ

                2.  ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΛΤΔ

3.  ΚΡΟΝΟΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΛΤΔ

ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

ΚΑΙ

 

ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ

--------------------

 

Α. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη, για Εφεσείοντες

Κ. Βελάρης με Χ. Βελάρη, για τον Εφεσίβλητο

 

-------------------------------------

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η  ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.   Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα Έφεση, στις 16.1.2007 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΣΗΜΕΡΙΝΗ" άρθρο του Εφεσείοντα με τίτλο "Δεν σας θέλει ο λαός".  Το σχετικό κείμενο είναι το ακόλουθο:

 

«ΟΙ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ της ομάδας που διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτο, η δεδηλωμένη απέχθεια του λαού προς το πολιτικό τους πρόσωπο. Στο δημοκρατικό μας πολίτευμα οι κ.κ.

 

·         Μιχάλης Παπαπέτρου,

·         Κώστας Θεμιστοκλέους,

·         Τάκης Χατζηδημητρίου και

·         Καίτη Κληρίδου,

 

Εισέπραξαν επισημότατα από το εκλογικό σώμα σαφέστατη την απάντηση: «Δεν σας θέλει ο λαός». Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι χάνουν και τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ιδίως το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, διάδοσης και διαδήλωσης των όποιων απόψεών τους. Ακόμα και των πιο μειοψηφικών. Στην ιστορία είναι γνωστό ότι, πεφωτισμένες μειοψηφίες, με την διάδοση των αγωνιστικών απόψεών τους, ιδίως σε υπό ξένη κατοχή χώρες και ενάντια σε ανελεύθερα, αντιδημοκρατικά και αυταρχικά καθεστώτα, βοήθησαν στην απελευθερωτική πορεία των λαών.

 

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, όμως, των τεσσάρων, είναι ακριβώς το αντίθετο: Βρίσκονται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού. Και αυτό είναι το άλλο κοινό τους χαρακτηριστικό. Για το οποίο, κυρίως, εισέπραξαν το «δεν σας θέλει ο λαός». Επειδή συντάσσονται με την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική και κατοχική πολιτική του ψευδοκράτους του Αττίλα. Εναντίον του λαού και σε βάρος της απελευθερωτικής του πορείας. Υποστήριξαν και οι τέσσερις αμετανόητοι, με εξτρεμιστικό φανατισμό, το αγγλοαμερικανικό σχέδιο (Ανάν) διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετατροπής της Κύπρου σε τουρκοβρετανικό προτεκτοράτο και επιβολής της δικτατορίας των τριών ξένων δικαστών. Συντάχθηκαν, και οι τέσσερις, με τον επικεφαλής της πολιτικής πτέρυγας του Αττίλα, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Στον οποίο η Άγκυρα ανέθεσε την εντολή να διαδεχθεί τον Ραούφ Ντενκτάς. Για την συνέχιση της τουρκικής πολιτικής, που δεν εξαντλείται με τη διχοτόμηση που επέβαλαν στην Κύπρο τα στρατεύματα κατοχής. Αλλά επιδιώκει να επεκτείνει τον τουρκικό έλεγχο εφ' ολοκλήρου της νήσου, μέσα από τα σχήματα της συνομοσπονδιακής εξ αδιαιρέτου συγκυριαρχίας. Την τουρκική πολιτική της «άνευ όρων κατεδάφισης του τοίχου της οδού Λήδρας», υπό τους όρους της παρουσίας του Αττίλα, βγήκαν εν διαδηλώσει να υποστηρίξουν εναντίον το λαού το Σάββατο. Γι 'αυτό και δεν το γύριζε η γλώσσα τους να Φωνάξουν το σύνθημα «έξω ο Αττίλας από την Κύπρο» κατά την πινακιδοφορία τους.

 

                                                   ΛΑΖΑΡΟΣ Α. ΜΑΥΡΟΣ"

 

 

Ο Εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ένας εκ των τεσσάρων προσώπων που αναφέρονται στο δημοσίευμα, θεώρησε ότι το σύνολο του δημοσιεύματος αλλά και συγκεκριμένα αποσπάσματα είναι δυσφημιστικά για το άτομο του, έχουν πλήξει την αξιοπρέπεια, τιμή και υπόληψη του προσωπικά αλλά και ως επαγγελματία και πολιτικό.  Το παράπονο του ως δικογραφικά παρουσιάστηκε με την αγωγή που καταχώρησε και εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, αφορούν τ'  ακόλουθα μέρη/φράσεις του δημοσιεύματος:

 

·         "διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

·         απέχθεια του λαού προς το πολιτικό τους πρόσωπο

 

·         Βρίσκονται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού

 

·         Συντάσσονται με την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική και κατοχική πολιτική του ψευδοκράτους του Αττίλα.  Εναντίον του λαού και σε βάρος της απελευθερωτικής του πορείας.

 

·         Συντάχθηκαν, και οι τέσσερις, με τον επικεφαλής της πολιτικής πτέρυγας του Αττίλα, Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. [Στον οποίο η Άγκυρα ανέθεσε την εντολή να διαδεχθεί τον Ραούφ Ντενκτάς].  Για την συνέχιση της τουρκικής πολιτικής, που δεν εξαντλείται με τη διχοτόμηση που επέβαλαν στην Κύπρο τα στρατεύματα κατοχής.  Αλλά επιδιώκει να επεκτείνει τον τουρκικό έλεγχο εφ'  ολοκλήρου της νήσου, μέσα από τα σχήματα της συνομοσπονδιακής εξ αδιαιρέτου συγκυριαρχίας.

 

·         Βγήκαν εν διαδηλώσει να υποστηρίξουν εναντίον του λαού το Σάββατο.  Γι'  αυτό και δεν το γύριζε η γλώσσα τους να φωνάξουν το σύνθημα "έξω ο Αττίλας από την Κύπρο."

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα, αποδεχόμενο τη σχετική μαρτυρία του Εφεσίβλητου, ότι "η εκδήλωση που έγινε τον Ιανουάριο του 2007 είχε ως αντικείμενο την υποστήριξη στη διάνοιξη του οδοφράγματος στο τέρμα της οδού Λήδρας.  Δεν ήταν εκδήλωση υποστήριξης ή προώθησης του σχεδίου Ανάν".

 

Περαιτέρω, έκρινε ότι εκτός από τις δύο τελευταίες ενότητες παραπόνου του Εφεσίβλητου (ως άνω), όλες οι άλλες ήταν δυσφημιστικού χαρακτήρα και κατέληξε ότι "το υπό κρίση άρθρο εξεταζόμενο συνολικά είναι δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα".  Παράλληλα, έκρινε ότι καμία από τις υπερασπίσεις που προβάλλουν οι Εφεσείοντες μπορούσε να επιτύχει και ως αποτέλεσμα επεδίκασε προς όφελος του Εφεσίβλητου το ποσό των €20.000 ως αποζημίωση.

 

Οι Εφεσείοντες/Εναγόμενοι με 10 λόγους προσβάλλουν την πρωτόδική απόφαση ως εσφαλμένη. 

 

Με τον πρώτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό και με το δεύτερο ότι εσφαλμένα απέρριψε σωρευτικά τις υπερασπίσεις της αλήθειας, του εύλογου σχολίου και του υπό επιφύλαξη προνομίου παρόλο που δεν υπήρξε επίκληση και/ή δεν αποδείχθηκε από τον Εφεσίβλητο κακοβουλία εκ μέρους των Εφεσειόντων. Ο τρίτος λόγος συνδέεται με τον δεύτερο και προβάλλει ότι λανθασμένα και χωρίς επαρκή αιτιολογία αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι για το επίδικο δημοσίευμα "η υπεράσπιση της αλήθειας δεν είναι διαθέσιμη σε αυτήν την περίπτωση" λόγω της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου/Ενάγοντα και "άλλων μαρτύρων" χωρίς να εξειδικεύει ποιων άλλων μαρτύρων και ποια από τα γεγονότα του επίδικου δημοσιεύματος το καταδεικνύουν ως αναληθή.  Με τον τέταρτο λόγο και πάλι προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου επί θέματος δημοσίου συμφέροντος που έγινε καλόπιστα.  Ο πέμπτος λόγος προβάλλει ότι εσφαλμένα "το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση του υπό επιφύλαξη προνομίου και/ή ότι οι Εφεσείοντες ενεργούσαν κατά την άσκηση του δικαιώματος και υποχρέωσης τους, όπως πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγμα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς, να πληροφορούν λαμβάνοντας υπόψη και το κοινό περί δικαίου συναίσθημα, και ότι το κοινό είχε το δικαίωμα και ενδιαφέρον να πληροφορείται και/ή να λαμβάνει τις απόψεις των Μ.Μ.Ε. και/ή των Εφεσειόντων, όπως το επίδικο δημοσίευμα, στα πλαίσια της άσκησης του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις".  Με τον έκτο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ενδιάμεση πρωτόδικη απόφαση να μην επιτρέψει στους Εφεσείοντες να παρουσιάσουν δημόσιες δηλώσεις του Εφεσίβλητου πολιτικής φύσεως  ανάλογων δημοσιευμάτων όπως αυτά που παρουσίασε ο ίδιος.  Με τον έβδομο λόγο και πάλι προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι έκρινε το επίδικο δημοσίευμα "δυσφημιστικό για το πρόσωπο του Ενάγοντα παραγνωρίζοντας και/ή μη σταθμίζοντας ορθά το δικαίωμα της φήμης με άλλα αντίστοιχα και ισότιμα δικαιώματα όπως το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος ενημέρωσης επί ενός θέματος που είχε προκαλέσει το δημόσιο ενδιαφέρον ως εκ της φύσης του, αφού αφορούσε ενέργειες κατονομαζόμενων πολιτικών, σε σχέση με το δικαίωμα πληροφόρησης που έχει το κοινό".  Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη σημασία του ότι ο Εφεσίβλητος/Ενάγοντας τύγχανε να είναι δημόσιο πρόσωπο και/ή εν ενεργεία πολιτικός, με αποτέλεσμα η κρίση του να πάσχει.  Με τον ένατο λόγο προσβάλλεται το ύψος των επιδικασθέντων αποζημιώσεων και τέλος με τον δέκατο ότι λανθασμένα παραγνωρίστηκε πλήρως η μαρτυρία και επιχειρηματολογία για τους Εφεσίβλητους υπό  προφανή σπουδή εφόσον ο πρωτόδικος Δικαστής "διαμόρφωσε προσωπική  μεταβολή στην ιδιότητα του για μετά την 31.12.2011".

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1, 7 και 8  οι οποίοι είναι αλληλένδετοι και αφορούν ουσιαστικά, το θέμα κατά πόσο το επίδικο δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό. 

 

Σε υποθέσεις της φύσεως όπως η παρούσα ένα είναι το θεμελιακό ερώτημα το οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να διαπιστώσει προτού προβεί σε οτιδήποτε άλλο. Είναι το επίδικο δημοσίευμα δυσφημιστικό ή όχι;  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αυτό ως δυσφημιστικό για τους λόγους που αναφέρει στην απόφαση.  Οι Εφεσείοντες διά μέσου του ευπαίδευτου συνηγόρου τους ισχυρίζονται ότι το επίδικο δημοσίευμα, αντικειμενικά ιδωμένο, είναι αιχμηρή κριτική κατά συγκεκριμένης πολιτικής θέσης του κόμματος και της ιδεολογίας την οποία ενστερνίζεται και ο Εφεσίβλητος όπως και άλλοι πολιτικοί που συμμετείχαν στην εκδήλωση υποστήριξης διάνοιξης του οδοφράγματος της οδού Λήδρας και οι οποίοι κατονομάζονται στο δημοσίευμα.  Αυτή τη διαχρονική πολιτική και δημοσιοποιημένη για χρόνια στηλίτευσε ο Εφεσείοντας 1.  Δεν αφορούσε το πρόσωπο του Εφεσίβλητου ούτε το πρόσωπο των άλλων παρευρισκομένων τριών πολιτικών, οι οποίοι ως φαίνεται, αντελήφθηκαν το περιεχόμενο του δημοσιεύματος ως αυστηρή κριτική, εξ' ου και δεν διαμαρτυρήθηκαν και ούτε κλήθηκαν ως μάρτυρες από τον Εφεσίβλητο.  Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση, το επίδικο δημοσίευμα δεν εξετάστηκε στο σύνολο του, ως θέμα διαχρονικής πολιτικής άποψης μη σπασμοδικώς τελούσας, ούτε λήφθηκε υπόψη ο ουσιώδης χρόνος και οι περιστάσεις.  Επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι με το επίδικο δημοσίευμα γινόταν αντιληπτό στον αναγνώστη ότι ο Εφεσίβλητος "διαδήλωσε" δήθεν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας ή πως υπάρχει "απέχθεια" προς το πρόσωπο του αφού ξεκάθαρο το δημοσίευμα αναφέρεται σε "πολιτικά πρόσωπα" και στην πολιτική θεώρηση και φιλοσοφία τους και άρα το συμπέρασμα, έπρεπε να ήταν αντίθετο από αυτήν την κρίση του Δικαστηρίου.  Ο Εφεσείοντας ασκούσε πολιτική κρίση επί καταστάσεων που θεωρούσε με καλόπιστη δημοσιογραφική διάθεση ως βλαπτικές για το κυπριακό πρόβλημα.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν τον πυρήνα της εισήγησης των Εφεσειόντων πλαισιωμένης από αποσπάσματα σχετικής νομολογίας και συγγραμμάτων σχετικά επί του εξεταζόμενου θέματος. 

 

Ο αντίλογος που προβάλλεται από τον Εφεσίβλητο δια μέσου των ευπαίδευτων συνηγόρων του είναι ότι οι αναφορές που περιέχοντο στο δημοσίευμα και κρίθηκαν δυσφημιστικές δεν επιδέχονται οποιασδήποτε αθώας ερμηνείας.  Το δημοσίευμα μετέδιδε στο μέσο συνηθισμένο αναγνώστη ότι ο Εφεσίβλητος και τα άλλα τρία πρόσωπα ηγήθηκαν  διαδήλωσης η οποία στρεφόταν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι τάσσονται ενάντια στην απελευθέρωση της Κύπρου, ότι συντάσσονται με την κατοχική πολιτική του ψευδοκράτους και με την Τουρκία η οποία επιδιώκει να καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο και ότι, για αυτούς τους λόγους, ο λαός τον αποστρέφεται.  Οι αναφορές αυτές δεν συνιστούσαν "κριτική" αλλά δηλώσεις περί γεγονότων (imputations of fact) και δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από το μέσο λογικό αναγνώστη ως οτιδήποτε άλλο.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα είναι άκρως δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο έκδηλα βασίστηκε σε αντικειμενική εξέταση του όπως η νομολογία επιβάλλει. Το Δικαστήριο ορθά δεν έδωσε οποιαδήποτε σημασία στο πώς το επίδικο δημοσίευμα έγινε αντιληπτό από τους διαδίκους ή μάρτυρες τους.  Το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος είναι δημόσιο πρόσωπο δεν μπορεί να αποτελεί "υπεράσπιση" σε αγωγές για δυσφήμιση οι οποίες αφορούν δημοσιεύματα που δεν συνιστούν άσκηση (έστω αυστηρής, έντονης ή ακόμα και κακόπιστης) κριτικής αλλά που αποδίδουν ψεύδος στο δημόσιο πρόσωπο, υπό μορφή δηλώσεων γεγονότων, ενέργειες ή θέσεις που αποσκοπούν ή και ενδέχεται να δημιουργήσουν στο μέσο αναγνώστη αισθήματα μίσους, περιφροσύνης ή χλευασμού για το συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα κατά πόσο το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό ή όχι ως ακολούθως:

 

 

"21.  Η πρώτη τοποθέτηση του εναγομένου 1 είναι ότι ο ενάγων και άλλα τρία πρόσωπα τα οποία κατονομάζει στο άρθρο του «διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας». Η φράση αυτή τόσο από μόνη της όσο και εντασσόμενη στο υπόλοιπο κείμενο δημιουργεί στον αντικειμενικό αναγνώστη την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη διαδήλωση ήταν εκδήλωση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως είναι διατυπωμένη προβάλλει ως γεγονός ότι αυτό ήταν το αντικείμενο της διαδήλωσης. Δεν διατυπώνεται οποιαδήποτε γνώμη ή σχόλιο. Έχουμε εδώ μια δήλωση περί γεγονότος. Η συγκεκριμένη φράση αποδίδει στον ενάγοντα την συμμετοχή, και μάλιστα ως επικεφαλής, σε διαδήλωση εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι δυσφημιστικού χαρακτήρα.

 

................................. ....................

 

30.  Η δεύτερη φράση μιλά για «δεδηλωμένη απέχθεια του λαού προς το πολιτικό ... πρόσωπο» του Ενάγοντα και των άλλων τριών προσώπων.  Έχουμε και εδώ δήλωση γεγονότος, ότι δηλαδή ο λαός απεχθάνεται τον ενάγοντα. Γίνεται μάλιστα προσπάθεια να στηριχθεί η δήλωση αυτή με αναφορά στο αποτέλεσμα των εκλογών. Είναι όμως εντελώς άτοπη η τοποθέτηση ότι η μη επιτυχία ενός υποψηφίου σε μια εκλογική διαδικασία ή ακόμα και η εξασφάλιση μηδαμινού ποσοστού υποδηλώνει απέχθεια. Σύμφωνα με Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) Β' Έκδοση «απέχθεια» είναι η έντονη αντιπάθεια, η αηδία, η αποστροφή και «απεχθής» αυτός που προκαλεί έντονη αντιπάθεια, αποστροφή. Με βάση το ισχύον εκλογικό σύστημα όπως αυτό προκύπτει μέσα από τη σχετική νομοθεσία, αυτό που εκφράζει το εκλογικό σώμα μέσα από την εκλογική διαδικασία είναι την προτίμηση του προς τον υποψήφιο στον οποίο δίδει τη ψήφο του. Είναι εντελώς λανθασμένη η τοποθέτηση ότι η επιλογή ενός υποψηφίου έναντι άλλου αποτελεί έκφραση απέχθειας για τον μη εκλεγέντα. Η παρουσίαση του ενάγοντα ως πολιτικού προσώπου τον οποίο το κοινό αντιπαθεί και αποστρέφεται είναι άκρως δυσφημιστική.

 

31.  Η φράση «βρίσκονται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού» θα πρέπει νομίζω να διαβαστεί με την επόμενη, «επειδή συντάσσονται με την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική και κατοχική πολιτική του ψευδοκράτους του Αττίλα. Εναντίον του λαού και σε βάρος της απελευθερωτικής του πορείας». Καταλογίζεται εδώ στον ενάγοντα ότι συντάσσεται με την πολιτική του ψευδοκράτους (όχι για συγκεκριμένο ζήτημα αλλά γενικά). Πρόκειται για ισχυρισμό για πραγματικό γεγονός. Στη βάση αυτού της θέσης εκφράζεται η άποψη ότι ο ενάγων «βρίσκεται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού». Η τοποθέτηση αυτή δίνει την εικόνα ότι ο ενάγων είναι πρόσωπο που ακολουθεί την πολιτική του ψευδοκράτους σε βάρος της εθνικής μας υπόθεσης. Και αυτή η τοποθέτηση είναι δυσφημιστική. ........"

 

 

Στην Κώστα Κωνσταντίνου κ.α. ν. Αικατερίνης Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715 την οποία επικαλέστηκαν και οι δύο διάδικοι αναφέρονται τα ακόλουθα:-

 

"Πολύ συχνά σε υποθέσεις δυσφήμισης δεν μνημονεύεται από τους διαδίκους η θεμελιακή υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη (2002) 1 Α.Α.Δ. 1863, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας συμπεριλαμβανομένης και αυτής του ΕΔΑΔ, προς απάντηση του κυρίαρχου ερωτήματος που προέκυψε κατά πόσον οι περί της δυσφήμισης πρόνοιες του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που προϋπήρχαν του Συντάγματος, αντιστρατεύονταν ή συγκρούονταν με την ελευθερία του λόγου και την έκφραση που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος. Κρίθηκε ότι το Άρθρο 17 κ.ε. του Κεφ. 148, ήταν συνταγματικό, αλλά και συμβαδίζον με το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης γνώμης και της λήψης και μετάδοσης ιδεών και πληροφοριών. Αναφέρθηκε ότι:

«Υπό το φως των όσων έχουμε διαγράψει, κρίνουμε ότι οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του Κεφ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων .....

Διαπιστώνεται ότι οι περί δυσφήμισης διατάξεις του Κεφ. 148 συνάδουν με τις διατάξεις του Άρθρου 19.3 του Συντάγματος, συνιστώσες περιορισμούς, αναγόμενες στην προστασία της υπόληψης ατόμου και των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το ίδιο το Σύνταγμα, όπως τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται από τα Άρθρα 12.4 και 30.2 του Συντάγματος.»

Στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550, λέχθηκε ότι:

«Η ελευθερία του λόγου και του τύπου είναι κατοχυρωμένη από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και είναι απόλυτα σεβαστή.  Η ελευθερία όμως αυτή πρέπει να εναρμονίζεται με τα άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, που προστατεύει επίσης το Σύνταγμα όπως η τιμή και η καλή φήμη των άλλων.»

Πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. v. Αλωνεύτη - ανωτέρω -, απόφαση όπως έχει λεχθεί της Πλήρους Ολομέλειας, κατά πλειοψηφία 12 Δικαστών έναντι ενός, οδηγήθηκε στο ΕΔΑΔ, το οποίο αφού  την εξέτασε υπό το φως και της δικής του νομολογίας, απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι ο περιορισμός στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης είναι συμβατός με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Στην ομόφωνη απόφαση του το ΕΔΑΔ, στην In the case of Alithia Publishing Company Ltd and Constantinides v. Cyprus, Application No. 17550/03, ημερ. 22.5.2008, έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης ή του Άρθρου 9, σε σχέση με το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης. Ότι η εθνική νομοθεσία, όπως αποτυπώνεται στα Αρθρα 17 κ.ε. του Κεφ. 148, δεν θέτει περιορισμούς πέραν εκείνων που θεωρούνται λογικώς αναγκαίοι, ενώ οι αιτητές είχαν επαρκή προστασία εναντίον αυθαίρετων παρεμβάσεων. Ότι δεν ήταν εναντίον των προνοιών του Άρθρου 10, η εναπόθεση στους ώμους ενός εναγομένου του βάρους απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας ή της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

Το ΕΔΑΔ υιοθέτησε περαιτέρω την άποψη ότι κάτω από την παρ. 2 του Άρθρου 10:

«.... the exercise of freedom of expression carries with it "duties and responsibilities", which also apply to the press. By reason of these "duties and responsibilities", which are inherent in the exercise of the freedom of expression, the safeguard afforded by Article 10 to journalists in relation to reporting on issues of general interest is subject to the proviso that they are acting in good faith in order to provide accurate and reliable information in accordance with the ethics of journalism.».

Σε μετάφραση:

«.... η άσκηση της ελευθερίας έκφρασης μεταφέρει μαζί της 'καθήκοντα και ευθύνες' που εφαρμόζονται επίσης για την έντυπη δημοσιογραφία. Εξ αιτίας αυτών των 'καθηκόντων και ευθυνών' που είναι έμφυτες στην ενάσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, η προστασία που παρέχεται από το Άρθρο 10 στους δημοσιογράφους σε σχέση με την αρθρογραφία επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος υπόκειται στην επιφύλαξη ότι ενεργούν καλή τη πίστη με στόχο να προσφέρουν ακριβή και αξιόπιστη πληροφόρηση σύμφωνα με τα δημοσιογραφικά ήθη.»

Όπως ορθά σημειώνουν οι εφεσείοντες, το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου εφόσον το θέμα αποφασίζεται ως πραγματικό ζήτημα. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου τεκμαίρεται να εκφράζει την αντίληψη του ιδεατού μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1954] 1 All E.R. 495, Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά.  (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198, Salmond on the Law of Torts, 16η έκδ., σελ. 142 και Street on Torts, 11η εκδ., σελ. 487-488). Μαρτυρία ως προς το πώς το δημοσίευμα έγινε αντιληπτό από τον ίδιο τον ενάγοντα ή τους μάρτυρες του, δεν είναι παραδεκτή και δεν ενέχει σημασία.  (Capital & County's Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745, Papadopoullos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290 και την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Γεωργιάδη (2011) 1 A.A.Δ. 407). Το κείμενο ή κείμενα, πρέπει να ιδωθούν σωρευτικά και οι λέξεις να αναγνωσθούν λογικά, χωρίς υπερβολική ανάλυση, ούτε όμως υπερβολική  υποψία. (Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 και Jeynes v. New Magasines Ltd [2008] EWCA Civ. 130).

......................................................

 Όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από την ανάλυση που παρατίθεται στα σχετικά συγγράμματα των Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η έκδ. (2010), σελ. 432-436 και Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights 2η έκδ. (2009), σελ. 501-503, ο ρόλος του τύπου ως «a public watchdog in a democratic society» (Goodwin v. United Kingdom [1996] 22 EHRR 123), είναι ισχυρότερος σε σχέση με πολιτικά πρόσωπα ή άλλα δημόσια πρόσωπα και ακόμη πιο ισχυρός με αναφορά σε κυβερνήσεις. (Castells v. Spain [1992] 14 EHRR 445). Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η επιτρεπόμενη και ανεκτή κριτική είναι μεγαλύτερης εμβέλειας όταν απευθύνεται σε τέτοια δημόσια πρόσωπα, παρά σε ιδιώτες. Το περιθώριο και η έκταση της άσκησης δημόσιας κριτικής μεγεθύνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις, όχι διότι τα δημόσια πρόσωπα έχουν λιγότερη υπόληψη, αλλά διότι τα ίδια, εν γνώσει τους, εισέρχονται στο δημόσιο βίο, ως πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, γνωστοί επιχειρηματίες, που εμπλέκονται σε μεγάλες δημόσιες εταιρείες, ή πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος σε δημόσιες συζητήσεις. (Nilsen and Johnsen v. Norway, Appl. No. 23118/93, ημερ. 25.11.1999). Το λεγόμενο «public status doctrine», που έχει αναγνωρισθεί μέσα από τη νομολογία του ΕΔΑΔ (Lingens v. Austria A 103 [1986] και Λιοναράκη v. Ελλάδος, Αίτηση Αρ. 1131/05, ημερ. 5.7.2007), δεν επεκτείνεται σε άτομα που δεν έχουν αυτή την ιδιότητα, όπως εδώ η εφεσίβλητη, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως δημόσιο πρόσωπο, με μόνη την ανάμειξη της στην σύνθεση και παρουσίαση του ορατορίου."

Στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 Α.Α.Δ. 856 αναφέρονται στις σελ. 871-2 τ'  ακόλουθα:

 

"Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία. Στην υπόθεση Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 E.H.R.R. 407 at para. 46 το Δικαστήριο παρατήρησε πως η ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 10, συνιστά ένα από τα ουσιαστικά θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της και για την ικανοποίηση των ατόμων.  Η ελευθερία αυτή, με τις εξαιρέσεις της παραγράφου 2, εφαρμόζεται όχι μόνον σε πληροφορίες και ιδέες που είναι αρεστές ή τουλάχιστον θεωρούνται ως μη εχθρικές ή αδιάφορες αλλά επίσης και σε εκείνες που είναι προσβλητικές, εκπλήττουν ή ενοχλούν.  Αυτό απαιτεί  ο πλουραλισμός, η ανεκτικότητα και η ευρύτητα πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία."

 

 

Προκειμένου περί της φύσεως εκφράσεων ικανών να βλάψουν την υπόληψη ενός ατόμου το Δικαστήριο διακρίνει κατά παράδοση μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων.  Ενώ η υπόσταση των πρώτων μπορεί να αποδειχθεί, οι δεύτερες δεν προσφέρονται για απόδειξη της ακρίβειας τους.  Όταν μέσω δήλωσης ερμηνεύεται ως αξιολογική κρίση, η αιτιολογικότητα της παρέμβασης μπορεί να είναι συνάρτηση της ύπαρξης μιας επαρκούς πραγματικής βάσης, διότι ελλείψει τέτοιας βάσης, μια αξιολογική κρίση μπορεί και αυτή να αποδειχθεί υπερβολική (βλ. Feldek κατά Σλοβακίας, αρ. 29032/95 §§ 75-76, CEDH 2001-viii, Βασιλάκης κατά Ελλάδας αρ. 25145/05, απόφαση ημερ. 17.1.2008 σκέψη 46).  Σε υποθέσεις δυσφήμισης, προϋπόθεση απόδειξης υπό του Εναγομένου της αλήθειας αξιολογικής κρίσης του θα παραβιάζει, το δικαίωμα της ελευθερίας εκφράσεως που προστατεύεται από το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (βλ. Lingens v. Austria, Appl. 9815/82, 8 July 1986, Series A. No103 (1986) 8 EHRR 407, §46, Oberschlick v. Austria, App. 11662/85, 23 May 1991, Series A No 204 (1994) 19 EHRR 389, §63).  Από την άλλη υπέρμετρος αξιολογική κρίση χρειάζεται κάποιου είδους πραγματικού γεγονότος ώστε να είναι επιτρεπτή.

 

Στην Lopes Gomes da Sira v. Portoqual, Appl. No. 37698/97, 28 September 2000, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι παραβίαζε το Άρθρο 10 της ΕΣΔΑ η καταδίκη δημοσιογράφου για άρθρο του όπου περιγραφόταν ένας πολιτικός ως "παλιάτσος" και "γελοίος".  Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η πολιτική ύβρις συχνά εγχέεται στην προσωπική σφαίρα και τέτοιος είναι ο κίνδυνος της πολιτικής και της ελευθερίας συζήτησης ιδεών, εγγυητών της δημοκρατικής κοινωνίας.

 

Στην Ukrainian Media Group v. Ukraine, Appl. No. 72713/01, 12 Oct. 2005, το ΕΔΑΔ βρήκε ότι τα δημοσιεύματα τα οποία αφορούσαν δύο Αρχηγούς Κομμάτων της Ουκρανίας ήταν σε "strong, polemical, sarcastic language" και χωρίς αμφιβολία οι Ενάγοντες προσεβλήθησαν και δυνατόν να σοκαρίστηκαν.  Παρ'  όλα ταύτα έκρινε ότι οι Ενάγοντες επιλέγοντας το επάγγελμα του πολιτικού έθεσαν τον εαυτό τους σε σκληρή κριτική και εξονυχιστική διερεύνηση. 

 

Στην Scharsach and News Verlagsgesellschaft mbH v Austria, App. 39394/98, 13 November 2003 η παραπονούμενη πολιτικός και σύζυγος πολύ γνωστού δεξιού πολιτικού και εκδότη περιοδικού που θεωρείται ακροδεξιό, χαρακτηρίστηκε ως "closet Nazi".  Ο όρος αυτός στο μέσο αναγνώστη, σύμφωνα με το Εθνικό Δικαστήριο, χρησιμοποιείτο για να χαρακτηρίσει ένα πρόσωπο που υποστήριζε τις εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες, όχι δημοσίως αλλά ιδιωτικών μέσων μυστικών δραστηριοτήτων.  Το Εθνικό Δικαστήριο έκρινε υπέρ της παραπονούμενης.

 

Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του, όπου έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 10 είπε τ'  ακόλουθα:

 

"30. The Court reiterates the principles established by its case-law under Article 10 of the Convention.

 

 (i) The press plays an essential role in a democratic society. Although it must not overstep certain bounds, in particular in respect of the reputation and rights of others, its duty is nevertheless to impart - in a manner consistent with its obligations and responsibilities - information and ideas on all matters of public interest (see De Haes and Gijsels v. Belgium, judgment of 24 February 1997, Reports of Judgments and Decisions 1997-I, pp. 233-34, § 37). Not only does it have the task of imparting such information and ideas, the public also has a right to receive them. Were it otherwise, the press would be unable to play its vital role of "public watchdog" (see Thorgeir Thorgeirson v. Iceland, judgment of 25 June 1992, Series A no. 239, p. 27, § 63; Bladet Tromsø and Stensaas v. Norway [GC], no. 21980/93, § 62, ECHR 1999-III; and Unabhängige Initiative Informationsvielfalt v. Austria, no. 28525/95, § 37, ECHR 2002-I).

 

(ii) Freedom of expression constitutes one of the essential foundations of a democratic society and one of the basic conditions for its progress and each individual's self-fulfilment. Subject to paragraph 2 of Article 10, it is applicable not only to "information" or "ideas" that are favourably received or regarded as inoffensive or as a matter of indifference, but also to those that offend, shock or disturb. As set forth in Article 10 § 2, this freedom is 8 SCHARSACH AND NEWS VERLAGSGESELLSCHAFT mbH v. AUSTRIA JUDGMENT subject to exceptions, which must, however, be construed strictly and the need for any restrictions must be established convincingly (see Nilsen and Johnsen v. Norway [GC], no. 23118/93, § 43, ECHR 1999-VIII).

 

(iii) There is little scope under Article 10 § 2 of the Convention for restrictions on political speech or on debate on questions of public interest (see Sürek v. Turkey (no. 1) [GC], no. 26682/95, § 61, ECHR 1999-IV). Moreover, the limits of acceptable criticism are wider as regards a politician as such than as regards a private individual. Unlike the latter, the former inevitably and knowingly lays himself open to close scrutiny of his words and deeds by journalists and the public at large, and he must consequently display a greater degree of tolerance (see Lingens v. Austria, judgment of 8 July 1986, Series A no. 103, p. 26, § 42, and Incal v. Turkey, judgment of 9 June 1998, Reports 1998-IV, p. 1567, § 54)."

 

Το Δικαστήριο έκρινε ως η χρήση του όρου "closet Nazi" ήταν αποδεκτή στα περιστατικά της υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραπονούμενη ήταν πολιτικός και από την άλλη το ρόλο του δημοσιογράφου και του τύπου, μεταφέροντας πληροφόρηση και ιδέες επί θεμάτων δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και αν θίγουν, σοκάρουν ή ενοχλούν.

 

Στην Karako v. Hungary, App. No. 39311/05, 28 April 2009, ο παραπονούμενος ήταν μέλος του Κοινοβουλίου και μέλος Πολιτικού Κόμματος.  Διαρκούσης εκλογικής περιόδου σε φυλλάδια ανεγράφη ότι αυτός ως μέλος του κόμματος του σε ψηφοφορία στο τοπικό Κοινοβούλιο ψήφισε εναντίον των συμφερόντων της Επαρχίας του και ότι πιθανόν ζήμιωσε πολύ την εκλογική του περιφέρεια.  Το ΕΔΑΔ στην απόφαση του είπε σχετικά:

 

"Περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης χάριν της φήμης του αιτητή στα περιστατικά της υπόθεσης θα ήταν δυσανάλογος κάτω από το Άρθρο 10 της Συνθήκης."

 

"A limitation of freedom of expression for the sake of the applicant's reputation in the circumstances of the present case would have been disproportionate under Article 10 of the Convention."

 

Στην Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ κ.α. ν. Κώστα Γενάρη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1952 το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και έκρινε ότι η φράση "Το βράδυ παρακολουθώ την εκπομπή του Κώστα Γενάρη να εκπέμπει την τουρκοκυπριακή προπαγάνδα" δεν ήταν δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο μας παρέπεμψε στην επιστολή του συνηγόρου των Εφεσειόντων ημερ. 15.9.2007, Τεκμ. 8, όπου κατά τον ίδιο, οι Εφεσείοντες "ξεκαθάρισαν τι είναι αλήθεια και τι είναι σχόλιο".

 

Η άνω επιστολή αποτελεί απάντηση προηγηθείσης επιστολής  του συνήγορου του Εφεσίβλητου ημερ. 11.10.2008, Τεκμ. 9.  Προκειμένου να γίνει κατανοητό το περιεχόμενο της επιστολής, Τεκμ. 8, παραθέτουμε αμφότερα τα σχετικά κείμενα:

 

"1.  Επιστολή ημερ. 11.10.2007, Τεκμ. 9

 

       .................. Προς αποφυγή άσκοπων εξόδων παρακαλώ όπως παράσχετε περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες της Υπεράσπισης που καταχωρήσατε στις 10/5/07 ως εξής:

 

1.     Ως προς την παρ. 10 της Υπεράσπισης

 

α)  Εκθέσατε με λεπτομέρειες ποια τμήματα του επιδίκου δημοσιεύματος αποτελούν και/ή περιγράφουν γεγονότα και ποια σχόλια και/ή κριτική.

 

β)  Εκθέσατε με λεπτομέρεια σε ποια συγκεκριμένα γεγονότα στηρίχθηκαν οι Εναγόμενοι για να προβούν στα ισχυριζόμενα σχόλια και/ή κριτική.

 

2.      Ως προς τις παρ. 14 και παρ. 15 της Υπεράσπισης

 

Εκθέσατε σε ποια τμήματα ή μέρη του δημοσιεύματος αντιστοιχούν τα κατ'  ισχυρισμό γεγονότα των υποπαρ. α-στ της παρ.14 της Υπεράσπισης και αν αυτά αποτελούν γεγονότα ή περιέχουν και σχόλια.

 

Αυτό καθίσταται αναγκαίο γιατί η παρ. 14 περιέχει σχόλια.

 

3.    Ως προς την παρ. 16

 

Υποδείξετε τα γεγονότα που εκτίθενται στο δημοσίευμα τα οποία είναι κατά τους Εναγόμενους αληθή."

 

2.  Επιστολή ημερ. 15.9.2007 (η ορθή ημερομηνία πρέπει να είναι 15.10.2007)  Τεκμ.8

 

       "........... Απαντώ στην πιο πάνω επιστολή σας διευκρινίζοντας ότι δεν έγινε στις δύο μέρες που έχετε καθορίσει γιατί μεσολάβησε το Σαββατοκύριακο 13 και 14.10.2007.

 

       Η απάντηση αυτή δεν επηρεάζει καθόλου την Έκθεση Υπεράσπισης ή τη μαρτυρία που θα προαχθεί.

 

1.     Παράγραφος 10 της Υπεράσπισης

 

Γεγονότα και σχόλια

 

Τα γεγονότα αφορούν στο ότι τα τέσσερα πολιτικά πρόσωπα που αναφέροντας είχαν άποψη στο δημοψήφισμα την οποία δεν αποδέχθηκε η ττλειοψηφία στο δημοψήφισμα 24.4.2004.

 

Το σχόλιο συνίστατο σε κριτική πολιτικής στάσης ή συμπεριφορών περί το οδόφραγμα της Λήδρας, που επειδή προήρχοντο από δημόσια πολιτικά πρόσωπα έτυχαν κριτικής αυστηρής.

 

2.    Παράγραφος 14 της Έκθεσης Υπεράσπισης

 

Γεγονότα αποτελούν οι φράσεις:

 

«(ί) ΟΙ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ της ομάδας που διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά

 

 

(ΐί) «Στον οποίο η Άγκυρα ανέθεσε την εντολή να διαδεχθεί τον Ραούφ Ντενκτάς. Για τη συνέχιση της τουρκικής πολιτικής, που δεν εξαντλείται με τη διχοτόμηση που επέβαλαν στην Κύπρο τα στρατεύματα κατοχής. Αλλά επιδιώκει να επεκτείνει τον τουρκικό έλεγχο εφ' ολοκλήρου της νήσου, μέσα από τα σχήματα της συνομοοπονδιακής εξ αδιαιρέτου συγκυριαρχίας».

 

Σχόλια και κρίσεις περιέχει το υπόλοιπο κείμενο.

 

Οι υποπαραγράφοι (σ-δ) της παραγράφου 14 περιέχουν γεγονότα και σχόλια οι υποπαραγράφοι (ε) και (στ).

 

3.    Παράγραφος 15 της  Έκθεσης, Υπεράσπισης

 

Ισχύουν τα ίδια ως η παράγραφος 2 πιο πάνω.

 

4.    Παράγραφος 16 της Έκθεσης Υπεράσπισης

 

Ισχύουν ότι αναφέρθησαν στην παράγραφος 2 πιο πάνω.

 

Αντίγραφο της παρούσης θα κατατεθεί στο Δικαστικό φάκελος της υπόθεσης."

 

Χάριν πληρότητας παρατίθενται οι παραγρ. 14-16 της Έκθεσης Υπεράσπιση.

 

14.      "Αποτελεί διαζευκτική θέση και Υπεράσπιση των Εναγόμενων ότι το επίδικο δημοσίευμα, αποτελεί πολιτική πληροφόρηση και/ή κριτική πολιτικών συμπεριφορών και/ή πολιτικών δραστηριοτήτων και/ή ενεργειών και/ή θέσεων και/ή εύλογο σχόλιο επί θέματος δημοσίου συμφέροντος που έγινε καλόπιστα και δικαιολογημένα υπό τις περιστάσεις, ήτοι αναφορικά με την προνομιακή στη πολιτική δραστηριότητα και/ή τοποθετήσεις και/ή πολιτικές πεποιθήσεις και/ή πολιτική συμπεριφορά διαφόρων πολιτικών προσώπων σχετικά με το κυπριακό πρόβλημα. Το επίδικο δημοσίευμα και/ή σχόλιο είχε ως βάση τα ακόλουθα αληθή γεγονότα:

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ:

α.      Κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, ο Ενάγοντας ήταν Πρόεδρος της κομματικής παράταξης των ΕΔΗ και είχε μακρά πολιτική δραστηριότητα και αξιώματα κομματικά ή κρατικά.

β.      Πριν από τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, είχε δοθεί προς συζήτηση από το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), συγκεκριμένη πρόταση λύσης του Κυπριακού προβλήματος, γνωστή ως Σχέδιο Ανάν, το οποίο εξ' αρχής υποστήριζε ο Ενάγων δημόσια και το οποίο τέθηκε στις 24 Απριλίου 2004 σε δημοψήφισμα.

γ.       Ανάμεσα στα πολιτικά πρόσωπα που συνέπραξαν για τη διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν ήταν και ο Ενάγοντας.

δ.       Το δημοψήφισμα που έγινε στις 24/04/2004 οδήγησε στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν.

 

ε.       Μετά από τον ουσιώδη για το δημοψήφισμα χρόνο, συνεχίστηκε η προώθηση και/ή η προβολή υποστήριξης υπέρ του Σχεδίου Ανάν μέσα από διάφορες ενέργειες και/ή δραστηριότητες του και/ή όπως ενδεικτικά έγινε σε διαδήλωση που έγινε στην όδο Λήδρας.

στ.     Ένα από τα ουσιαστικά Θέματα της εν λόγω διαδήλωσης ήταν και η άνευ όρων κατεδάφιση του φυλακίου της Εθνικής Φρουράς της οδού Λήδρας, ένα ζήτημα στο οποίο ο Ενάγοντας είχε ταχθεί υπέρ και το οποίο υποστήριξε έντονα και κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδήλωσης.

15.      Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά οι Εναγόμενοι εγείρουν την υπεράσπιση της αλήθειας και ισχυρίζονται ότι το επίδικο δημοσίευμα περιέχει γεγονότα κατά βάση και ουσία αληθή, τα οποία γεγονότα αναφέρονται λεπτομερώς στην παράγραφο 14 της Έκθεσης Υπεράσπισης.

16.      Οι Εναγόμενοι περαιτέρω και/ή διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι προνομιούχο και έγινε καλόπιστα και ως δικαίωμα κρίσης πολιτικών προσώπων και/ή θέσεων και/ή ενεργειών."

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι το πλαίσιο της υπόθεσης αφορούσε δημοσίευμα στον τύπο ημερ. 16.1.2007 αναφορικά με τον Εφεσίβλητο και τρεις άλλους, όλων πολιτικών προσώπων τα οποία είχαν άποψη αναφορικά με το Δημοψήφισμα που έγινε στις 24.4.2004.  Με το Δημοσίευμα αυτό απερρίφθη πρόταση λύσης του Κυπριακού προβλήματος, γνωστή ως Σχέδιο Ανάν (βλ. §14(β) Έκθεσης Υπεράσπισης).  Οι επικεφαλείς της ομάδας που διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας, εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά.  Μεταξύ των πιο πάνω είναι και ο Εφεσίβλητος ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν Πρόεδρος της Κομματικής παράταξης των ΕΔΗ και είχε μακρά πολιτική δραστηριότητα και αξιώματα κομματικά ή κρατικά.  Ανάμεσα στα πολιτικά πρόσωπα που συνέπραξαν για την διαμόρφωση του Σχεδίου Ανάν ήταν και ο Εφεσίβλητος.

 

Όλα τα πιο πάνω ευρίσκοντο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο όμως απέφυγε να τα εξετάσει και λάβει υπόψη στον απαιτούμενο βαθμό, ώστε ακολούθως να εκτιμήσει τις αξιολογικές κρίσεις.  Περιορίστηκε μόνο να δεχθεί ως γεγονότα ότι:

 

(α) η εκδήλωση που έγινε τον Ιανουάριο του 2007 είχε ως αντικείμενο την υποστήριξη στη διάνοιξη του οδοφράγματος στο τέρμα της οδού Λήδρας και ότι δεν ήταν εκδήλωση υποστήριξης ή προώθησης του Σχεδίου Ανάν (βλ. §19).

 

(β) "διαδήλωσαν το Σάββατο στην οδό Λήδρας εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας" (βλ. §21).

 

(γ) "δεδηλωμένη απέχθεια του λαού προς το πολιτικό τους πρόσωπο" του Ενάγοντα και των άλλων τρίτων προσώπων (βλ. §30), φράση την οποία ερμήνευσε ότι "ο λαός απεχθάνεται τον Ενάγοντα". 

 

      Λανθασμένα κατά την κρίση μας καθότι άλλη ερμηνεία θα πρέπει να δοθεί στο "πολιτικό πρόσωπο" και άλλη στο "πρόσωπο" του Ενάγοντα.  Το τελευταίο αφορά τον ίδιο ως το πρόσωπο του Εφεσίβλητου, ήτοι την προσωπική του ζωή,  υπόσταση και προσωπική τιμή, ενώ το πρώτο την δραστηριότητα του ως πολιτικός όπως και τα πολιτικά του πιστεύω και πεποιθήσεις.

 

(δ) Τέλος και αναφορικά με την φράση «βρίσκονται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού» θα πρέπει νομίζω να διαβαστεί με την επόμενη, «επειδή συντάσσονται με την ανελεύθερη, αντιδημοκρατική και κατοχική πολιτική του ψευδοκράτους του Αττίλα. Εναντίον του λαού και σε βάρος της απελευθερωτικής του πορείας». Καταλογίζεται εδώ στον ενάγοντα ότι συντάσσεται με την πολιτική του ψευδοκράτους (όχι για συγκεκριμένο ζήτημα αλλά γενικά). Πρόκειται για ισχυρισμό για πραγματικό γεγονός. Στη βάση αυτής της θέσης εκφράζεται η άποψη ότι ο ενάγων «βρίσκεται ενάντια στην απελευθερωτική υπόθεση του κυπριακού ελληνισμού». Η τοποθέτηση αυτή δίνει την εικόνα ότι ο ενάγων είναι πρόσωπο που ακολουθεί την πολιτική του ψευδοκράτους σε βάρος της εθνικής μας υπόθεσης. Και αυτή η τοποθέτηση είναι δυσφημιστική.  Στην έκταση που η συγκεκριμένη φράση αποτελεί δήλωση για γεγονός δεν έχει αποδειχθεί η αλήθεια της δήλωσης (ότι πράγματι ο ενάγων συντάσσεται γενικά με την πολιτική του ψευδοκράτους) (βλ. §31). 

 

      Πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εκλαμβάνει ότι τα πιο πάνω απευθύνονται προσωπικά στον ίδιο τον Εφεσίβλητο και όχι  στο "πολιτικό του πρόσωπο" που είναι κρίσιμη φράση στο κείμενο.  Επίσης ενώ κατ'  αρχήν κρίνει την επίδικη φράση ως πραγματικό γεγονός  εν συνεχεία κρίνει ότι δεν έχει αποδειχθεί η αλήθεια της δήλωσης.

 

Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω και ιδιαίτερα το πλαίσιο στο οποίο έγινε το δημοσίευμα, την ιδιότητα του συγγραφέα του δημοσιεύματος (Εφεσείοντας 1) ως δημοσιογράφου, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε κακοπιστία στον Εφεσείοντα αλλά και τον Εφεσίβλητο που είναι γνωστός πολιτικός και  "έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, βουλευτής, Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου, μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος και πρόεδρος του κόμματος Ελεύθεροι Δημοκράτες", την νομολογία επί του θέματος και ιδιαίτερα το εφαρμοζόμενο κριτήριο για την διαπίστωση κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι, είναι η κρίση μας ότι το επίδικο δημοσίευμα ξεχωριστά, αλλά και ως σύνολο, δεν είναι δυσφημιστικό για τον Εφεσίβλητο.  Το δημοσίευμα απευθύνεται στην πολιτική που εκπροσωπούσε ο Εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο και είναι αυτή που σχολιάζεται και όχι ο ίδιος προσωπικά.  Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδίδει στον ίδιο, ως πρόσωπο και μόνο, απέχθεια ή αντιπάθεια ή οιανδήποτε άλλη ύβρη ή ανεντιμότητα ή έλλειψη πατριωτισμού ή προσώπου που λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντα της πατρίδας του.  Είναι προφανές στο δημοσίευμα ότι αυτό που τονίζει ο Εφεσείοντας 1, είναι την πολιτική που πρέσβευε ο Εφεσίβλητος και οι άλλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο και αυτή είναι που στηλιτεύει. Αναμφίβολα το δημοσίευμα αν και μη αρεστό στον Εφεσίβλητο, εντούτοις, δεν είναι δυσφημιστικό γι'  αυτόν, καθότι δεν αναφερόταν στην προσωπική του ζωή, ή την προσωπική τιμή του, αλλά ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προσωπική επίθεση εναντίον του.  Περαιτέρω κατά την κρίση μας το δημοσίευμα αλλά και οι επίδικες φράσεις δεν επηρέασαν τον Εφεσίβλητο επαγγελματικά ή την υπόληψη και φήμη του και ένα δημόσιο πρόσωπο, όπως ο Εφεσίβλητος, θα πρέπει να είναι πιο ανεκτικό σε παραδεκτή κριτική, τα όρια της οποίας είναι ευρύτερα όταν αντικείμενο της είναι ένα πολιτικό πρόσωπο όπως και ο Εφεσίβλητος, παρά ένας απλός πολίτης.  Όπως και στην Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ (άνω) θα επαναλαμβάναμε ότι "στα πλαίσια της στάθμισης του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης από τη μια και του δικαιώματος προάσπισης της φήμης, από την άλλη, κρίνουμε πως με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, υπερέχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης".

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 7 και 8 επιτυγχάνουν. 

 

Ενόψει της σπουδαιότητας των πιο πάνω λόγων και την επιτυχία τους, δεν παρίσταται ανάγκη να εξετάσουμε οτιδήποτε άλλο.

 

Η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τόσο επί της ουσίας όσο και επί των εξόδων ακυρώνεται και παραμερίζεται.

 

Τα έξοδα τόσο της Έφεσης όσο και πρωτόδικα να είναι υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                          ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

                                                          Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/γκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο