ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα. για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-29 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΣΙΒΙΚΟΥ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2011, 29/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A255

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2011)

 

29 Μαΐου 2018 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΤΣΙΒΙΚΟΥ,

        Εφεσείων

-         ΚΑΙ   -

 

1.   ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

              2.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΠΡΩΗΝ ΛΟΧΙΑ ..44,

              3.  ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, ΠΡΩΗΝ ΑΣΤΥΦ. ..97,

              4.         ΜΙΧΑΗΛ, ΑΣΤ. ..84,

              5.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΣΤ. ..77,

Εφεσιβλήτων

-----------------------------------

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Φλουρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

για τους Εφεσίβλητους.

Εφεσείων παρών.

------------------------------------

 

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων στις 24.7.2000 ενώ βρισκόταν σε ανοικτό χώρο περιφραγμένου κτήματος του, ξυλοκοπήθηκε αγρίως από τους εφεσίβλητους 2, 3, 4 και 5 - αστυνομικούς -  τόσο στο χώρο εκείνο, όσο και στο παρακείμενο  εστιατόριο του στο οποίο μετεφέρθη.  Η Δημοκρατία, ήτοι, ο Γενικός Εισαγγελέας ως εφεσίβλητος 1, παρεδέχθη πρωτοδίκως την ευθύνη που είχε για τις ενέργειες των υπολοίπων εφεσιβλήτων, δηλώθηκαν δε κατά την έναρξη της πρωτόδικης διαδικασίας παραδεκτά γεγονότα ως προς το όλο συμβάν τα οποία δεν είναι ανάγκη να καταγραφούν.  Με δεδομένη την παραδοχή ευθύνης παρέμειναν προς εκδίκαση μόνο οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, καθώς και η απόδοση παραδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

        Υπέρ του εφεσείοντος, πέραν του ιδίου, κατέθεσαν άλλοι εννέα μάρτυρες ως προς τις σωματικές βλάβες που υπέστη και τα κατάλοιπα αυτών, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν έδωσαν  οποιαδήποτε μαρτυρία, ούτε και προσκόμισαν μάρτυρες προς υπεράσπιση τους.  Το Δικαστήριο προχώρησε να αξιολογήσει τη μαρτυρία όσον αφορά τα προβλήματα που παρέμειναν στον εφεσείοντα και έκρινε ότι το ποσό των €50.000 ήταν επαρκές ως γενικές αποζημιώσεις, ενώ απέρριψε διάφορα κονδύλια που απαιτούνταν ως ειδικές αποζημιώσεις, μη αποδίδοντας και οποιοδήποτε ποσό ως τιμωρητικές αποζημιώσεις με το σκεπτικό ότι εξέλιπαν πληροφορίες αναφορικά με την οικονομική κατάσταση των εφεσιβλήτων. 

 

        Η έφεση επιδιώκει την ανατροπή του ποσού των γενικών αποζημιώσεων ως εκδήλως ανεπαρκές με την εισήγηση ότι το Δικαστήριο έσφαλε τόσο στην αποτίμηση των μονίμων καταλοίπων, όσο και στη θεώρηση της σοβαρότητας της κατάστασης του εφεσείοντος, ιδιαιτέρως ως προς το ζήτημα της βαρυκοΐας και των εμβοών τις οποίες ο εφεσείων είχε ως μόνιμο πλέον κατάλοιπο.  Εσφαλμένα επίσης το Δικαστήριο θεώρησε ότι η βαρυκοΐα δεν επηρέαζε την καθημερινότητα του εφεσείοντος καθιστώντας με τον τρόπο αυτό τον εαυτό του ως εμπειρογνώμονα και εσφαλμένα επίσης δεν έδωσε παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις παραγνωρίζοντας ότι από τις δικογραφημένες και μόνο θέσεις των εφεσιβλήτων προέκυπτε αβίαστα ότι αυτοί ήσαν αστυνομικοί και κατ΄ επέκταση είχαν εισοδήματα.

 

  Αμφισβητείται επίσης η απόρριψη των ειδικών αποζημιώσεων που ζητήθηκαν αναφορικά με το ποσό των £1.500 που καταβλήθηκαν αποδεδειγμένα στον ιατροδικαστή Δρ. Ματσάκη, το ποσό των €2.500 ως ιατρικά έξοδα καταβληθέντα στην Δρα Χαπέσιη, καθώς επίσης, και το ποσό των £6.600 που ο εφεσείων κατέβαλε στο δικηγόρο του για την υπεράσπιση του στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 7471/2000 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, την οποία Ποινική Υπόθεση ήγειραν στην ουσία οι εφεσίβλητοι αστυνομικοί εναντίον του εφεσείοντος για πραγματική σωματική βλάβη κατά την ημέρα του επεισοδίου και στην οποία ο εφεσείων αθωώθηκε.  Τέλος, λανθασμένα εισηγείται ο εφεσείων ότι επιδικάστηκε τόκος επί των γενικών αποζημιώσεων από τις 24.3.2010 όταν καταχωρήθηκε τροποποιημένη έκθεση απαίτησης, αντί από την ημερομηνία του επεισοδίου στις 24.7.2000. 

 

        Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της εφεσίβλητης Δημοκρατίας επί όλων των ανωτέρω.

 

  Εξετάζοντας τα εγερθέντα ζητήματα, είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο αποτιμώντας το εύλογο ποσό το οποίο κατά την κρίση του έπρεπε να αποδώσει ως γενικές αποζημιώσεις, κατέγραψε τα εξής:

 

«Στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων έχω λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία.  Ενδεικτικά τον πόνο, το φόβο, τον εξευτελισμό και την ταλαιπωρία του Ενάγοντα την ώρα της επίθεσης αλλά και τις συνέπειες στη σωματική και ψυχική του  υγεία όπως έχουν διαπιστωθεί.  Ενδεικτικά, σημειώνω ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα αναγκάστηκε να αποτείνεται σε ιατρούς και να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.  Ταυτόχρονα σημειώνω τη σταδιακή βελτίωση της υγείας του.  Σ΄ αυτό το σημείο και πριν καταλήξω στο τελικό ποσό ως προς τις γενικές αποζημιώσεις θα ήθελα να επισημάνω το αυτονόητο:  ο Ενάγοντας θα θυμάται πάντοτε το συγκεκριμένο συμβάν.  Εδώ δεν επρόκειτο για ένα ατύχημα αλλά για βίαιη επίθεση και συμπεριφορά που υπέστη από τέσσερα άτομα, μάλιστα αστυνομικούς.  Η χρηματική αποζημίωση, ποτέ δεν θα τον αποζημιώσει πραγματικά για το συμβάν αυτό.  Όμως το ποσό το οποίο θα πρέπει να επιδικαστεί ως γενικές αποζημιώσεις, θα πρέπει να αντικατοπτρίζει το μαρτύριο το οποίο  υπέστη.  Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι θα πρέπει να επιδικαστεί το ποσό των €50.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις.»

        Κατά την πορεία αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντος το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ενώ σίγουρα ο εφεσείων είχε πείσει ότι υπέφερε από την επίθεση και τις συνέπειες της, υπερέβαλλε ως προς τη σημερινή του κατάσταση, δηλαδή κατά την εποχή που έδιδε μαρτυρία στο Δικαστήριο.  Ο ισχυρισμός του ότι μέχρι και τότε είχε εμβοές στα αυτιά, ερχόταν σε αντίθεση με το πιστοποιητικό της ιατρού Κατελάρη-Θεοχαρίδη, Τεκμήριο 8, το οποίο ο ίδιος ο εφεσείων κατέθεσε, σύμφωνα με το οποίο υπήρξε ίαση των βουητών από 23.10.2001. Θεώρησε πρόσθετα τη θέση της ωτορινολαρυγγολόγου Δρος Χαπέσιη, Μ.Ε.9,  ως πολύ γενική και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση των θέσεων της, με τάση μη αντικειμενικότητας.  Η μαρτυρία της ότι από την πρώτη εξέταση το Νοέμβριο του 2002 και μέχρι την κατάθεση της, ο εφεσείων συνέχιζε να έχει εμβοές, κρίθηκε ότι ήταν αντίθετη με το πιστοποιητικό της Δρος Κατελάρη-Θεοχαρίδου.  Το Δικαστήριο δέχθηκε  από τη μαρτυρία της ότι πράγματι ο εφεσείων διαγνώστηκε με βαρυκοΐα, δεχόμενος κατά την ακρόαση, μέσω του δικηγόρου του, να εξεταστεί και από την υπεράσπιση με ακουογράφημα, πρόκληση που δεν αντιμετωπίστηκε θετικά ποτέ από τους εφεσίβλητους. 

 

        Κατά τα υπόλοιπα, έγινε δεκτό ότι ο εφεσείων μετά την επίθεση νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου για δύο περίπου ημέρες, ενώ από τη μαρτυρία του Δρος Ματσάκη  προέκυψε ότι ο εφεσείων υπέστη διάφορες εκδορές και αποξέσεις της επιδερμίδας, και εξοίδηση στο πίσω μέρος του τριχωτού της κεφαλής.  Υπήρχε ζαλάδα, κεφαλαλγία και άλγος σε όλο το κορμί του ιδιαίτερως στις πλευρές και τους ώμους.  Από τη μαρτυρία του Δρος Ματσάκη δεν αμφισβητήθηκε ούτε το γεγονός ότι κατά την εξέταση ήταν φοβισμένος, κινείτο με δυσκολία και έκλαιγε καθώς μιλούσε. 

 

        Ο εφεσείων είχε  υποστεί επίσης εξέταση αξονικής τομογραφίας σε ιδιωτικό νοσοκομείο που έδειξε φυσιολογική τομογραφία εγκεφάλου χωρίς κάταγμα στα οστά του κρανίου ή τους σπονδύλους, ενώ υπεβλήθη και σε μαγνητική τομογραφία του μέσου και άνω μέρους της σπονδυλικής στήλης όπου διαγνώστηκε πρόπτωση του αριστερού πλαγίου δίσκου στο C5/C6, με επέκταση στην άκρη του επιπέδου του δίσκου προκαλούσα στένωση της θήκης. Υπεβλήθη επίσης και σε μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου χωρίς ουσιώδη ευρήματα.  Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης τα ευρήματα του ιατρού Παναγιώτου, ειδικού νευρολόγου, και τα όσα κατέγραψε σε σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, Τεκμήριο 4.

 

        Όσον αφορά το πρόβλημα βαρυκοΐας, η πρώτη επίσκεψη ήταν στην Δρα Θεοχαρίδη στις 19.1.2001, όπου διαγνώστηκε νευροαισθητήρια βαρυκοΐα κυρίως στο αριστερό αυτί και δόθηκε φαρμακευτική αγωγή για τρεις μήνες.  Στο πιστοποιητικό ημερ. 23.10.2001, Τεκμήριο 8, κατεγράφη ότι υπήρξε ίαση των βουητών αλλά παρέμεινε η νευροαισθητήριος  βαρυκοΐα στις ψηλές συχνότητες 2.000-8.000 HZ.  Δόθηκε νέα φαρμακευτική αγωγή ανά δίμηνο και κατά την επανεξέταση στις 21.5.2002,  η ακοή παρέμενε ελαττωμένη με το ακουογράφημα να ήταν το ίδιο με το προηγηθέν.  Ως προς τη μαρτυρία της Δρος Χαπέσιη,  το Δικαστήριο κατέγραψε ότι  δεν   είχε   αμφισβητηθεί   ότι   τόσο το 2002, όσο  και το 2010, τα ακουογραφήματα έδειξαν νευροαισθητήρια βαρυκοΐα αμφιτερόπλευρη με υπερίσχυση αριστερά στις ψηλές συχνότητες 2.000-8.000 HZ, με μείωση ακοής από 35% μέχρι 80%.  Το Δικαστήριο θεώρησε από το σύνολο της μαρτυρίας ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα βαρυκοΐας ήταν πλέον μόνιμο.  Το Δικαστήριο συνδέοντας ως εύρημα την βαρυκοΐα και τα ευρήματα της Δρος Χαπέσιη ως προς τα κατάλοιπα αυτής της βαρυκοΐας απάντησε καταφατικά στο ερώτημα κατά πόσο τα προβλήματα προέρχονταν από τα κτυπήματα που ο εφεσείων είχε δεχθεί από τους εφεσίβλητους 2-5.  Σημείωσε, όμως, ότι κατά την ακρόαση δεν είχε αντιληφθεί ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε δυσκολία να ακούει τις διάφορες ερωτήσεις, καταλήγοντας, χωρίς να αναιρεί η διαπίστωση  αυτή τα ευρήματα και τις διαγνώσεις των ιατρών, ότι η συγκεκριμένη βαρυκοΐα δεν επηρέαζε την καθημερινότητα του εφεσείοντος. 

 

        Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσείων υπέστη τις κακώσεις που κατέγραψε ο Δρ. Ματσάκης που δεν ήσαν μόνιμες, με συνέπεια την εύκολη κόπωση, διαταραχές συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου και φοβίες, δεχόμενο ταυτόχρονα ότι εφεσείων  υπέστη και όλα τα προβλήματα  που κατέγραψε ο Δρ. Παναγιώτου, Μ.Ε.10, στα ιατρικά του πιστοποιητικά που είχε εξετάσει σε διάφορα στάδια τον εφεσείοντα.  Η βασική του γνώμη ήταν ότι ο εφεσείων είχε υποστεί μετατραυματικό σύνδρομο με έντονα τα υπολείμματα της ψυχοπαθολογικής σεμιολογίας και παρά τη βελτίωση, παρέμειναν υπολείμματα μετατραυματικού συνδρόμου και μερική δυσλειτουργία στο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.  Συνεστήθη περαιτέρω αποχή από βαρειές σημαντικές εργασίες λόγω πιθανής υποτροπής της αυχενικής δισκοπάθειας. 

        Το Δικαστήριο αποδίδοντας τις €50.000 ως γενικές αποζημιώσεις δεν παρέπεμψε σε οποιαδήποτε σχετική αυθεντία.  Ως φαίνεται καθόρισε το ποσό στη βάση της δικής του αντίληψης ως προς το ύψος του ποσού με γενικές μόνο αναφορές σε υποθέσεις που έχουν καθορίσει ότι η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία, αλλά την αποκατάσταση του ενάγοντα, (Χαριλάου ν. Νικολάου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1460), και ότι είναι γενικώς αποδεκτή η αυξητική τάση των αποζημιώσεων για τον ανθρώπινο πόνο και την ταλαιπωρία, (Ταμπούρα ν. Κολάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384).

 

Υπό το φως όλων των δεδομένων της υπόθεσης, κρίνεται ότι η επιδικασθείσα προς όφελος του εφεσείοντος αποζημίωση για τους τραυματισμούς και τα κατάλοιπα τους, είναι έκδηλα ανεπαρκής.  Λανθασμένα, κατ΄ αρχάς, το Δικαστήριο θεώρησε ότι εξέλιπαν οι εμβοές στη βάση και μόνο του πιστοποιητικού της Δρος Θεοχαρίδη για το οποίο η ίδια δεν είχε κληθεί ως μάρτυρας για περαιτέρω εξηγήσεις από οποιαδήποτε πλευρά.  Το πιστοποιητικό αυτό ημερ. 19.1.2005, δεν μπορεί να υπερισχύσει του πιστοποιητικού της           Δρος Χαπέσιη που είναι μεταγενέστερο με ημερομηνία 4.2.2010 και η οποία σαφώς ανάφερε τόσο στο πιστοποιητικό, όσο και στη ζώσα μαρτυρία της, ότι πέραν της νευροαισθητηρίου βαρυκοΐας, παρέμενε η φλεγμονή των ωτών και οι εμβοές χωρίς πλήρη ίαση.  Η γνώμη που κατεγράφη στο εν λόγω πιστοποιητικό, Τεκμήριο 10, ήταν ότι είχε παραμείνει μετατραυματική νευροαισθητήριος βαρυκοΐα, τύπου αντιλήψεως, συνοδευόμενη με βουητά και ίλιγγο και συνίστατο παρακολούθηση σε τακτά χρονικά διαστήματα.  Η εκτεταμένη αντεξέταση της Δρος Χαπέσιη δεν αναίρεσε αυτή τη θέση, με τη μάρτυρα να εξηγεί  επανειλημμένως στη μαρτυρία της ότι η εξέλιξη της υγείας ενός ασθενούς δεν μπορεί να παραμένει στατική, με τις εμβοές να ήταν μέρος του προβλήματος της βαρυκοΐας (ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του κατέθεσε ότι μπορεί να «χαμήλωσε η ένταση, . αλλά δεν σταμάτησε), οι οποίες υπήρχαν στη βάση των συγκεκριμένων ευρημάτων που διαπιστώθηκαν κατά τις ιατρικές εξετάσεις και ότι είναι δύσκολο μέχρι ακατόρθωτο, να επέλθει ίαση της βαρυκοΐας και των εμβοών, λόγω του ότι η συγκεκριμένη ασθένεια επηρεάζει το εσωτερικό όργανο της ακοής με μόνο μικρές βελτιώσεις να παρουσιάζονται για μικρά χρονικά διαστήματα.  Επομένως, το Δικαστήριο έσφαλε στην αποδοχή της αντίθετης θέσης της Δρος Θεοχαρίδου που ήταν καταγραμμένη μόνο σε ένα πιστοποιητικό μιας συγκεκριμένης ημερομηνίας εφόσον υπήρχε η εκτεταμένη πρόσθετη μαρτυρία της Δρος Χαπέσιη, που ήταν και πιο πρόσφατη. 

 

        Επίσης έσφαλε το Δικαστήριο στο ότι λέγοντας ότι κατά την ακροαματική διαδικασία δεν είχε αντιληφθεί τον εφεσείοντα να μην ακούει τις διάφορες ερωτήσεις, επηρεάστηκε αρνητικά παραγνωρίζοντας την ιατρική μαρτυρία. Ούτε ορθό ήταν το συμπέρασμα του ότι η συγκεκριμένη βαρυκοΐα δεν επηρέαζε την καθημερινότητα του εφεσείοντα, όταν η μαρτυρία της Δρος Χαπέσιη ήταν ότι υπήρχε 35% μέχρι 80% μείωση της ακοής, γεγονός που αναμφίβολα επηρεάζει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής οποιουδήποτε ανθρώπου. 

 

        Ο εφεσείων μέσω του συνηγόρου του παρέπεμψε σε διάφορες αυθεντίες όπως τη Novichkova Daria v. Θέμη Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111 και την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας     Αρ. 331/2016, η οποία επικύρωσε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία είχε δοθεί ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως €300.000 λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας ασκήσεως βίας εναντίον του αναιρεσιβλήτου έμπροσθεν ξενοδοχείου από αστυνομικά όργανα που τον γρονθοκόπησαν και του επέφεραν λακτίσματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και σε άλλα σημεία του σώματος. 

 

        Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω και το γεγονός ότι η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή εκτείνεται μέχρι τις €100.000, κρίνεται ότι το ποσό των €50.000 θα πρέπει να αυξηθεί και αυξάνεται σε €80.000. 

 

        Ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις, το Δικαστήριο αναμφίβολα περιέπεσε σε διάφορα σφάλματα ως προς τα ποσά που δεν απέδωσε. Συγκεκριμένα  ως προς το ποσό των ΛΚ1.500 που καταβλήθηκε στον                   Δρα Ματσάκη, καθώς και ως προς το ποσό των €2.500 πληρωθέν ως ιατρικά έξοδα προς τη  Δρα Χαπέσιη.  Για το πρώτο είχε σαφώς καταθέσει σχετικά ο Δρ. Ματσάκης και δεν έπρεπε το Δικαστήριο να μην αποδώσει τις ειδικές αυτές ζημιές καταγράφοντας, λανθασμένα,  τη δικαιολογία ότι δεν ήταν δυνατό να γνώριζε το Δικαστήριο κατά πόσο περιελαμβάνονταν στο ποσό αυτό και τα έξοδα του μάρτυρα κατάθεσης στο ποινικό Δικαστήριο.  Αυτό δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το πραγματικώς πληρωθέν ποσό, των €2.562,90 (ΛΚ1.500), το οποίο ως σημείωσε το Δικαστήριο στην απόφαση του δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.   Ούτε είναι ορθή η απόρριψη της αμοιβής της Δρος Χαπέσιη, Τεκμήριο 9, εφόσον καταβλήθηκε το ποσό αυτό με την αυθαίρετη από πλευράς Δικαστηρίου θέση ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η συχνή παρακολούθηση του εφεσείοντα από την ιατρό, λαμβάνοντας περαιτέρω ως δεδομένο ότι από 23.10.2001 υπήρξε ίαση των εμβοών.  Η ιατρός εξήγησε στη μαρτυρία της ότι χρειάστηκε να υποβάλει τον εφεσείοντα σε αρκετά ακουογραφήματα εφόσον τον παρακολουθούσε για αρκετή περίοδο χρόνο, (στο σχετικό Τεκμήριο 9 αναφέρεται περίοδος έξι ετών), και ήταν δικαιολογημένα τα συνεχή ακουογραφήματα λόγω ακριβώς της κατάστασης του ασθενούς.

 

 Όσον αφορά το ποσό των ΛΚ6.600 (€11.276,77), που ο εφεσείων δαπάνησε για την υπεράσπιση του στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 7471/2000 και το οποίο ποσό πιστοποιείται από τις αποδείξεις Τεκμ. 16, 17 και 18, δεν υπάρχει αποχρών λόγος να μην αποδοθεί.  Απορρέει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι δεν απεδόθη το ποσό αυτό διότι ο εφεσείων δεν δικογράφησε, ούτε απέδειξε το στοιχείο της κακοβουλίας ώστε να εμπίπτει στα όσα αναφέρονται στον Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleadings 16η έκδ., Τόμος 1, σελ. 43, ότι για να αποδειχθεί απαίτηση για αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη, πρέπει να δικογραφηθεί ότι είχε διωχθεί ποινικώς από τον εναγόμενο, η δίωξη τερματίστηκε προς όφελος του ενάγοντα, αυτή έγινε χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία, ότι έγινε κακοβούλως και ο ενάγων υπέστη ως αποτέλεσμα ζημιά και δαπάνη.

 

        Παραγνώρισε το Δικαστήριο την αθώωση του εφεσείοντος και στις οκτώ κατηγορίες που του απευθύνθηκαν, ενώ το ποινικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, χαρακτήρισε στην απόφαση του «εντελώς κατασκευασμένη και απίστευτη» και τη μαρτυρία του Γεωργίου Αστυφ. ..77, Μ.Κ.4, εφεσίβλητου 5, ενώ και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι ως μάρτυρες κρίθηκαν αναξιόπιστοι.  Αντίθετα, η μαρτυρία του εφεσείοντος κρίθηκε ως αξιόπιστη, αφήνοντας «πολύ καλή εντύπωση», με μαρτυρία που είχε συνοχή, πειστικότητα, ήταν θετική, χωρίς αντιφάσεις ή υπερβολές.

 

        Συναγόταν από όλα τα δεδομένα ότι η ποινική δίωξη ήταν κακόβουλη εν τη εννοία του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εφόσον άρχισε και συνεχίστηκε χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία, με μόνη, καθώς συνάγεται, την κάλυψη της απρόκλητης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων.  Άλλωστε, η παραδοχή και μόνο από πλευράς της Δημοκρατίας της ευθύνης των εφεσίβλητων, αναιρούσε το καλόπιστο της ποινικής δίωξης.  Η σχετική έκθεση απαίτησης κάλυπτε με επάρκεια το κακόβουλο της δίωξης, έστω και αν δεν αναφέρθηκε ρητά. Η δίωξη αυτή ανάγκασε τον εφεσείοντα να υποστεί δαπάνη την οποία και δικαιούται να ανακτήσει. Ο εφεσείων καταχώρησε αρχικά γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, σύμφωνα με τη Δ.2 θ.6(4) και αργότερα έκθεση απαίτησης.  Πράγματι, στον Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleadings, 17η έκδ., σελ. 47, παρ. 2-12, αναφέρεται ότι ο ενάγων θα πρέπει να δικογραφήσει ότι ο εναγόμενος ήρχισε τη δίωξη κακόβουλα.  Στη συνέχεια όμως στη σελ. 49, παρ. 2-14, εξηγείται ότι η ύπαρξη κακοβουλίας αποτελεί πραγματικό γεγονός και η απουσία εύλογης και πιθανής αιτίας από την ποινική δίωξη αποτελεί γενικώς μαρτυρία περί της ύπαρξης κακοβουλίας.  Στην Gregory v. Portsmouth City Council (2000) 2 W.L.R. 306, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έκρινε ότι το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης αφορά μόνο ποινικές διώξεις όπου το ποινικό δίκαιο ενεργοποιήθηκε χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία.  Δεν εφαρμόζεται όμως σε πολιτικές διαδικασίες ή πειθαρχικές διώξεις, (δέστε και Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 Α.Α.Δ. 728 και Κλεάνθους ν. Μιλτιάδους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1111).

 

Ως προς τις παραδειγματικές αποζημιώσεις, ενώ το Δικαστήριο ορθά κατέγραψε τη σχετική νομολογία ως προς το πότε ενδείκνυται η χορήγηση τέτοιων αποζημιώσεων, (Papakokkinou and Other v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Κωνσταντίνου ν. Γ. και Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1912 και Macgrecor on Damages 18η Έκδ. σελ. 441-449), λανθασμένα δεν επιδίκασε οποιεσδήποτε αποζημιώσεις παρά το γεγονός ότι χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων αστυνομικών ως απαράδεκτη και ως αποτελούσα κλασσική περίπτωση επιβολής παραδειγματικών αποζημιώσεων με μόνη τη θέση ότι δεν ήταν γνωστή η οικονομική κατάσταση των εφεσιβλήτων.  Το ίδιο το Δικαστήριο όμως κατέγραψε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, και αυτό ήταν το χρονικό σημείο που είχε σημασία, οι εφεσίβλητοι ήσαν εν ενεργεία αστυνομικοί.  Επομένως το Δικαστήριο σε αυτή την περίπτωση όπου ένας πολίτης ανυποψίαστα δέχθηκε σοβαρή επίθεση από τέσσερα αστυνομικά όργανα, η επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων ήταν ενδεδειγμένη.  Κύριος σκοπός των παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι και η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά, (Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 715).  Επιδικάζεται συνεπώς ποσό ύψους €10.000 εναντίον όλων των εφεσιβλήτων  αλληλέγγυα και κεχωρισμένα ως παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

        Το Δικαστήριο, όμως, έσφαλε και ως προς τη μη επιδίκαση τόκου από τη γένεση του αγωγίμου δικαιώματος.  Το ότι επήλθε εκ των υστέρων τροποποίηση δεν αποτελεί γεγονός που θα έπρεπε να επηρεάσει την έναρξη της επιδίκασης τόκου.  Η μόνη καθυστέρηση για την οποία ο εφεσείων είναι αδικαιολόγητος είναι η καταχώρηση της ίδιας της αγωγής που έγινε σχεδόν πέντε έτη μετά το συμβάν.  Συνεπώς επί των γενικών αποζημιώσεων των €80.000, ο τόκος θα αρχίσει να τρέχει από τις 15.4.2005, όταν καταχωρήθηκε η αγωγή.  Επί των πρόσθετων επιδικασθέντων με την έφεση ειδικών αποζημιώσεων, συνολικού ύψους €16.339,67, θα  υπάρχει νόμιμος τόκος επίσης από 15.4.2005, μειωμένος όμως κατά το ήμισυ.  Επί των παραδειγματικών αποζημιώσεων δεν επιδικάζεται οποιοσδήποτε τόκος.

 

        Η έφεση επιτρέπεται.  Το ποσό των €50.000 γενικές αποζημιώσεις αντικαθίσταται με το ποσό των €80.000 με νόμιμο τόκο από 15.4.2005.  Επιδικάζεται πρόσθετα το ποσό των €16.339,67 ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από 15.4.2005, μειωμένο όμως κατά το ήμισυ. 

 

        Επιδικάζονται πρόσθετα €10.000 παραδειγματικές αποζημιώσεις χωρίς οποιοδήποτε τόκο.

 

        Επιδικάζονται €2.500 έξοδα της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο