ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Μιχαηλίδου, Δέσπω Κ. Μέσσιος, για τους ενάγοντες. Α. Χριστοφή για Αντρέα Γιωρκάτζη ΔΕΠΕ, για τους εναγόμενους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-05-25 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο COMMΕRZBANK AKTIENGESELLSCHAFT ν. ΤΟ ΠΛΟΙΟ «ΤΟUR 2» (IMO. 9364112), Αγωγή Ναυτοδικείου. Αρ. 2/2018, 25/5/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D251

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

(Αγωγή Ναυτοδικείου. Αρ. 2/2018)

 

25 Μαΐου, 2018

 

[Δ. MΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

COMMΕRZBANK AKTIENGESELLSCHAFT

Ενάγοντες

ΚΑΙ

 

ΤΟ ΠΛΟΙΟ «ΤΟUR 2» (IMO. 9364112)

Εναγόμενοι

----------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 20.2.2018

 

Κ. Μέσσιος, για τους ενάγοντες.

Α. Χριστοφή για Αντρέα Γιωρκάτζη ΔΕΠΕ, για τους εναγόμενους.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Ταυτοχρόνως με την καταχώριση της ανωτέρω πραγματοπαγούς (in rem) αγωγής, εναντίον του πλοίου «TOUR 2» (το πλοίο), οι ενάγοντες εξασφάλισαν με μονομερή αίτηση, διάταγμα σύλληψης του προς εξασφάλιση της αξίωσης τους: €31.623.836,09 ευρώ ($38.783.110,74 Δολάρια Αμερικής), που οφείλονται στους ενάγοντες δυνάμει δανείου (το δάνειο), εξασφαλισμένου με εμπράγματη επιβάρυνση επί του πλοίου, (ναυτική υποθήκη), το οποίο συνελήφθη και ευρίσκεται μέχρι σήμερα αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Λεμεσού.

 

Στις 7.2.2018, όταν η μονομερής αίτηση είχε οριστεί από το Δικαστήριο, σε περίπτωση που οποιοσδήποτε είχε συμφέρον να αποφασίσει να λάβει μέτρα για την απελευθέρωση του, οι δικηγόροι που εμφανίστηκαν ζήτησαν χρόνο δέκα ημερών «για να προβούν στα αναγκαία διαβήματα για απελευθέρωση του».  Το Δικαστήριο ακολούθως όρισε την υπόθεση στις 20.02.2018, οπότε οι αιτητές πριν ή εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου καταχώρισαν εμφάνιση στην αγωγή εκ μέρους των «ωφελίμων ιδιοκτητών» του εναγομένου πλοίου: IRANO HIND SHIPPING COMPANY (P.J.S.) (IRANO) υπό διαμαρτυρία, ως προς την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.  Συν τω χρόνω καταχώρισαν και την υπό κρίση αίτηση (motion) για παραμερισμό και ακύρωση του διατάγματος σύλληψης:

 

«Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αρνείται δικαιοδοσίας υπέρ του.

 

Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το κλητήριο ένταλμα με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.

 

Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου όπως το Διάταγμα ημερομηνίας 19/1/2018 για τη σύλληψη του εναγόμενου πλοίου παραμερισθεί και/ή ακυρωθεί.

 

Δ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζει και/ή ακυρώνει την επίδοση του διατάγματος σύλληψης ημερομηνίας 19/1/2018 του Εναγόμενου Πλοίου.

            Ε) Εναλλακτικά των Α, Β, Γ, Δ και Ε:

 

α) Σε περίπτωση που η σύλληψη του Εναγόμενοι Πλοίου συνεχισθεί Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τους Ενάγοντες όπως αντικαταστήσουν εντός 15 ημερών ή εντός άλλου χρόνου που το Δικαστήριο θα καθορίσει την κατατεθείσα τραπεζική εγγύηση εκ μέρους των με τραπεζική εγγύηση η οποία να καλύπτει την τυχόν κατ΄ έφεση διαδικασία.

 

β) Σε περίπτωση που η σύλληψη του Πλοίου «TOUR 2» συνεχισθεί Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να τροποποιείται το εκδοθέν Διάταγμα ώστε το ύψος της τραπεζικής εγγύησης που θα πρέπει να κατατεθεί για την απελευθέρωση του Εναγόμενου Πλοίου να είναι Ευρώ 22.591.758 αντί Ευρώ 30.000.000.

 

γ) Σε περίπτωση που η σύλληψη του Πλοίου «TOUR 2» συνεχιστεί Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι Ενάγοντες όπως καταθέσουν το ποσό των Ευρώ 25.000 για κάλυψη των εξόδων Αξιωματικού Ναυτοδικείου.»

 

Ό,τι προτάσσεται ως ουσιαστικό από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, είναι η έλλειψη δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου, ζήτημα που ερείδεται επί δύο σημείων: Της εκκρεμοδικίας ενώπιον Αγγλικού Δικαστηρίου άλλης υπόθεσης,[1] (Αγγλική αγωγή), το οποίο κέκτηται δικαιοδοσίας να ακούσει και να αποφασίσει τα θέματα που εγείρονται στην εν λόγω υπόθεση και που αφορούν, κατά τους αιτητές, στην αυτή αιτία αγωγής μεταξύ των ιδίων διαδίκων και της, ως συνέπεια των ανωτέρω, καταχρηστικής προώθησης της αγωγής.

 

Η τελευταία πρόταση θεμελιώνεται στην παραβίαση των ρητών προνοιών  των άρθρων 29 και 30 του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) Αρ. 1215/12 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις[2] (ο ΕE) και της αρχής lis alibis penden.  Το Δικαστήριο οφείλει, θεωρούν οι αιτητές μ' αυτά τα δεδομένα, να αρνηθεί δικαιοδοσία και είτε να αναστείλει αυτεπαγγέλτως την ενώπιον του διαδικασία, ή να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του Αγγλικού Δικαστηρίου.

 

Ως ήταν φυσικά αναμενόμενο, τα ανωτέρω αντικρίστηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση με πολυάριθμους λόγους ένστασης που, για σκοπούς οικονομίας, θα αποφύγω να καταγράψω στο σύνολο τους και οι οποίοι συνοψίζονται στα ακόλουθα και πλέον καθοριστικά για την τύχη της αίτησης:

 

·        Υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, ότι οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται να εμφανιστούν και να αμφισβητήσουν την αγωγή εφόσον δεν έχουν θεμελιώσει έννομο συμφέρον: δεν είναι ούτε ήσαν ποτέ καθ΄ οιονδήποτε ουσιώδη χρόνο οι "ωφέλιμοι", ως αδόκιμα αναφέρεται (beneficial), ή πραγματικοί δικαιούχοι ή οι έχοντες τον έλεγχο του εναγόμενου πλοίου. 

·        Οι αιτητές έλαβαν μέτρα στην αγωγή και εμφανίστηκαν ανεπιφύλακτα κατά τρόπο που έχουν αποδεχθεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

·        Ο Κανονισμός ΕΕ 1215/12, τον οποίο επικαλούνται οι αιτητές, δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Εν πάση περιπτώσει, οι αιτητές κωλύονται να αμφισβητούν τη δικαιοδοσία του Κυπριακού Ναυτοδικείου.

 

Ό,τι χρήζει απάντησης και απαιτεί να εξεταστεί είναι το εγειρόμενο, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ζήτημα της αποδοχής της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, λόγω της ανεπιφύλακτης εμφάνισης των αιτητών στη διαδικασία. 

 

Η εξέταση ζητήματος έγερσης πιθανής ένστασης ως προς την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την νομολογία, πρέπει να εξετάζεται άμεσα και κατά προτεραιότητα.  Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να παραμένει στην ελεύθερη επιλογή χρόνου από τον εναγόμενο για την έγερση του. (G. J. Magdon Ltd v. A. L. Metal Trading Ltd (2001) 1 (Γ) A.A.Δ. 2064 και Κοιν. και/ή Συνδ. Ασφ. P.D. Upton α.ο. ν. G.N. Εllinas Imp.-Exp. Ltd (2005) 1Β Α.Α.Δ. 1327).  Η υποχρέωση ενός διαδίκου να αποταθεί και να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία ή να επιδιώξει αναστολή της διαδικασίας, όπως εν προκειμένω, γίνεται πάντοτε με την  πρώτη δυνατή ευκαιρία (Space Video Games Ltd v. Πλοίου «SILVER PALOMA» (1996) 1 A.Α.Δ. 119).  Οι αιτητές είχαν υποχρέωση να θέσουν αμέσως και κατά προτεραιότητα την ένσταση τους για έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και να επιδιώξουν, είτε παραμερισμό της αγωγής, είτε αναστολή της διαδικασίας, με τη πρώτη δυνατή ευκαιρία.

 

Από τα στοιχεία του φακέλου και τα πρακτικά που καταγράφουν τα όσα διειμήφθησαν επ΄ακροατηρίω, κατά τις αντίστοιχες ημέρες εμφανίσεων, προκύπτει ότι η εμφάνιση της δικηγόρου των αιτητών στις 7.2.2018, όταν ήταν ορισμένη η μονομερής αίτηση ημερ. 19.1.2018, ήταν ανεπιφύλακτη.  Ζητήθηκε μόνο χρόνος ώστε οι αιτητές να προβούν στα αναγκαία διαβήματα για απελευθέρωση του πλοίου, χωρίς να δηλωθεί ή να ζητηθεί να καταγραφεί οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς την έλλειψη της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.  Είναι μετά από την πάροδο σχεδόν ενός ολόκληρου μήνα που κινήθηκαν για να καταχωρίσουν στις 20.2.2018 «εμφάνιση υπό διαμαρτυρία», με μοναδικό, όπως προκύπτει από την αίτηση, σκοπό να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων, ζήτημα που εγείρεται κατά προτεραιότητα και με την πρώτη δυνατή ευκαιρία.

 

Όπως προκύπτει από το ανωτέρω ιστορικό, οι αιτητές επέλεξαν να εγείρουν το ζήτημα όποτε οι ίδιοι έκριναν, κατά βούληση και κατ' επιλογή και εκτός των νομολογιακών πλαισίων. Πλημμέλεια η οποία βεβαίως, οικοδομήθηκε επί της προηγηθείσας μεμπτής ενέργειας των αιτητών να καταχωρήσουν εμφάνιση υπό αίρεση, χωρίς να εξασφαλίσουν την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου.  Ενέργεια που χαρακτηρίζεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως πρακτική απολήγουσα κατ' ουσίαν, σε απεριόριστο δικαίωμα του εναγομένου να ενεργεί κατά το δοκούν, ενώ εκκρεμεί εναντίον του καταχωρηθείσα αγωγή.

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η ανεπιφύλακτη εμφάνιση των αιτητών στις 7.2.2018 και οι μετέπειτα ενέργειες τους, μέχρι την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, ορθώνουν ανυπέρβλητο εμπόδιο, άρθρο 26 ΕΕ:

 

«26(1) Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24.»

 

Παρόλο που η ως άνω κατάληξη θέτει εκ ποδών την αίτηση, θα προχωρήσω να εξετάσω αυτεπαγγέλτως το ζήτημα, εφόσον ηγέρθησαν και συζητήθηκαν θέματα που άπτονται της εφαρμογής του ΕΕ, οι πρόνοιες του οποίου υπερισχύουν του εσωτερικού δικαίου. 

   

Το πλέον ουσιαστικό που ορίζει, θεωρώ, την τύχη του ζητήματος της δικαιοδοσίας δυνάμει του εν λόγω Κανονισμού, απορρέει από τις πρόνοιες του άρθρου 35,[3] Ασφαλιστικά και Συντηρητικά Μέτρα (Provisional, including protective, measures):

 

«35. Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους μέλους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.»

 

Όπως παρατηρεί ο Στ. Δεληκωστόπουλος στο ιδιαίτερα υποβοηθητικό σύγγραμμα του, Ζητήματα από την Εφαρμογή του Κανονισμού 44/2001, για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, στη σελ. 173:

 

«Όπως αμέσως προκύπτει από τη διάταξη του νόμου, τα δικαστήρια ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την εξουσία να διατάσσουν τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπει η εθνική τους νομοθεσία, «ακόμη και όταν μπορεί να αρχίσει ή υπάρχει ήδη εκκρεμής δίκη για την ουσία της διαφοράς σε δικαστήριο άλλου κράτους-μέλους».  Ο κανόνας του άρθρου 31 του κανονισμού «συνιστά έναν εξαιρετικό δικαιοδοτικό κανόνα έναντι των διατάξεων των άρθρων 2 και 5 έως 18 [του κανονισμού]» που ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων, αφού δικαστήριο κράτους μέλους μπορεί να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα ακόμα και αν στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τον κανονισμό.  Αρκεί το αντικείμενο της διαφοράς να εμπίπτει στο καθ΄ ύλην πεδίο εφαρμογής (αστικές και εμπορικές υποθέσεις) και στο κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του κανονισμού. .»

 

Toύτων δοθέντων οι πρόνοιες του άρθρου 29 και επ., Εκκρεμοδικία και συνάφεια, τις οποίες επικαλούνται οι αιτητές, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση αίτηση.  Οι μόνες προϋποθέσεις τις οποίες η νομολογία του ΔΕΚ καθορίζει, είναι ότι η χορήγηση μέτρων αυτού του είδους, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του επιληφθέντος Δικαστή (ΔΕΚ Van Uden, C-391/95, σκέψη 38,42), ο οποίος θα πρέπει «να εξαρτά τη χορήγηση των μέτρων αυτών από προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τον προσωρινό ή συντηρητικό χαρακτήρα τους.» (ΔΕΚ 28.04.2005, St. Paul Dairy, σκέψη 14).  Και τούτο, ως παρατηρείται στο ανωτέρω σύγγραμμα του Κ. Δεληκωστόπουλου «η θεσπιζόμενη από το άρθρο 3 του κανονισμού 44/2001 απαγόρευση επικλήσεως υπέρμετρων βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας δεν έχει εφαρμογή στο ειδικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 31 του κανονισμού[4]  Ο κανόνας του άρθρου 31, παρατηρεί ο συγγραφέας, στη σελ. 177, «δίνει τη δυνατότητα σε δικαστήριο κράτους μέλους να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα ακόμα και αν στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τον κανονισμό,» και «αποτελεί «ειδικό καθεστώς» και ως τέτοιο γνωρίζει όρια και προϋποθέσεις».  Και συγκεκριμένα «το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου έχει κρίνει επί προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεως[5], ότι απαιτείται, αφενός η επιστροφή στον εναγόμενο του καταβληθέντος ποσού να είναι εγγυημένη, σε περίπτωση που ο ενάγων δεν δικαιωθεί στην κύρια δίκη, και, αφετέρου, το αιτούμενο μέτρο να αφορά μόνο συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου που βρίσκονται ή πρέπει να βρίσκονται εντός του πεδίου της κατά τόπον αρμοδιότητας του επιληφθέντος δικαστή[6].  Εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι το ΔΕΚ, στην απόφαση του Van Uden, «ανήγαγε σε συστατικό στοιχείο» των ασφαλιστικών μέτρων[7] την ύπαρξη «πραγματικού συνδετικού στοιχείου μεταξύ του αντικειμένου των αιτουμένων μέτρων και της κατά τόπον αρμοδιότητας [.] του επιληφθέντος δικαστή».[8]

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να παραχωρήσει διάταγμα σύλληψης πλοίου διέπεται από τους Κανονισμούς 50-59 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών.  Όπου καταχωρείται αίτηση για ακύρωση διατάγματος σύλληψης, ισχύουν τα όσα η Ολομέλεια ανέλυσε στη The Ship "Gloriana" and another v. Breidi and another (1982) 1 C.L.R. 409, όπως συνοψίστηκε αργότερα στη Cypamar Maritine Agencies v. Του πλοίου "Tiger" (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159.  Παρέχεται επίσης στο Ναυτοδικείο δικαιοδοσία για συνέχιση της ισχύος παρεμπίπτοντος διατάγματος για σκοπούς εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης ή για υποβοήθηση αλλοδαπών Δικαστηρίων (Linmare Shipping Co Ltd v. Boustani (1981) 1 C.L.R. 386 και Nationwide Shipping Inc v. Πλοίου "Athena" (2010) 1(A) A.A.Δ 11).

 

Η δε διαδικασία αμφισβήτησης ενδιαμέσου διατάγματος γίνεται με αναθεώρηση και ρυθμίζεται από τους Κανονισμούς 165-167 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ναυτοδικείου του 1893 (Global Cruises S.A κ.α. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 607). 

 

Με δεδομένο ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά σε ασφαλιστικά και συντηρητικά μέτρα και ότι η σύλληψη του πλοίου συνετελέσθη εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου, καταλήγω ότι το Ναυτοδικείο κέκτηται δικαιοδοσίας.  Και όχι μόνο.  Εφόσον δια της αίτησης ηγέρθη μόνο το ζήτημα της έλλειψης δικαιοδοσίας και δεν γίνεται επίκληση άλλων λόγων, διαπιστώνω ότι υπήρξε σιωπηρή παρέκταση της δικαιοδοσίας (άρθρο 25 του ΕΕ) των Κυπριακών Δικαστηρίων (Δεληκωστόπουλος, σελ. 193).

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Παρόλο που η αίτηση έχει απορριφθεί προχωρώ να εξετάσω αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της εγγύησης.  Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις και εγγυήσεις έχουν τηρηθεί.  Υπό τας περιστάσεις, απορριφθείσης της αίτησης, η τραπεζική εγγύηση παραμένει στο ύψος που ορίστηκε κατά τη μονομερή έκδοση του διατάγματος, ημερ. 19.01.2018: €3.000.000 ευρώ.

 

Το Δικαστήριο έχει εξουσία τόσο προς διαταγή καταβολής εγγύησης, καθώς και στην εν συνεχεία αύξηση ή αναθεώρηση της, αν αυτό καθίσταται αναγκαίο.[9]  Πέραν της ως άνω εξουσίας το Ναυτοδικείο, κατά την έκδοση διατάγματος σύλληψης πλοίου, θέτει ωσαύτως όρους για την παροχή εγγυήσεων, για την κάλυψη των εξόδων του αξιωματικού Ναυτοδικείου, ως προς τη φύλαξη του πλοίου και για ενδεχόμενες ζημιές στο πλοίο, σε περίπτωση που η σύλληψη ακυρωθεί ή αποδειχθεί λανθασμένη.  Ωσαύτως στο διάταγμα θα πρέπει να καθορίζεται ποσό εγγύησης, το οποίο θα πρέπει να κατατεθεί στο λογαριασμό του πλοίου σε περίπτωση που αυτό θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερο.[10] 

Λαμβάνοντας δε υπόψη τα όσα στοιχεία τέθηκαν στο φάκελο του Δικαστηρίου από τον αξιωματικό υπηρεσίας, τόσο αμέσως μετά τη σύλληψη του πλοίου όσον αφορά τα πιθανά έξοδα ελλιμενισμού, πετρελαιοειδών, απορριμμάτων και άλλων και τα όσα διερεύνησε κατ΄ ακολουθίαν επιστολής του δικηγόρου των εναγομένων ημερ. 7.5.2018 κατά το δυνατόν -  εφόσον δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν τα ποσά ήταν δικαιολογημένα, καθότι δεν έχουν προσκομιστεί οποιεσδήποτε αποδείξεις ή καταστάσεις μισθών του πληρώματος, ώστε να αντιστοιχηθούν και ελεγχθούν με τα ποσά που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο εξόδων, που έχει επισυναφθεί στην επιστολή του δικηγόρου τους - καταλήγω υπό τις περιστάσεις να διατάξω τους καθ΄ ων να καταβάλουν, εντός 15 ημερών από σήμερα, επιπλέον ποσό €1.000.000 ευρώ, υπό μορφή τραπεζικής εγγύησης, προς κάλυψη τόσο των μέχρι σήμερα εξόδων όσο και των μελλοντικών εξόδων που σχετίζονται με τη σύλληψη και κράτηση του πλοίου.

 

 

                                                          Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

/φκ



[1] Claim No CL-2017-000473, ενώπιον του Commercial Court, High Court of Justice, Queen's Bench Division, τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της Κλεονίκης Αχιλλέως (Κ.Α) που συνοδεύει την μονομερή αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος ημερ. 19.1.2018 (αγγλική αγωγή).

 

[2] Σημειώνεται ότι ο ανωτέρω ΕΕ τροποποίησε και επαναδιατύπωσε τον ΕΕ 44/2001 του Συμβουλίου, της 22.12.2000 προς βελτίωση του, ανάμεσα σ΄ άλλα για αναβάθμιση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, αρ. 1 του προοιμίου του Κανονισμού.

[3] Αντίστοιχου, σημειώνω, με το 31 του ΕΕ 44/2001.

[4] ΔΕΚ, Van Unden, C-391/95, σκέψη 42.

[5] ΔΕΚ, 27.04.1999, Mietz, C-99/96

[6] ΔΕΚ, Van Uden, C-391/95, σκέψη 47, ΔΕΚ, Mietz, C-99/96, σκέψη 42.

[7] Χ. Ταγαράς, Επίδραση της νομολογίας του ΔΕΚ  στα θέματα της προσωρινής δικαστικής προστασίας, Η πολιτική δίκη υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΚ και του ΕΔΔΑ (επιμέλεια Ν. Νίκας), Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σ. 95 επ., 102.

[8] ΔΕΚ, Van Uden, C-391/95, σκέψη 40.

[9] Κανονισμός 205 και 211 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών, Grade One Shipping Ltd, owners of the Cyprus ship "Crios II" (No.1) v. The cargo on board the ship "Crios II" (1976) 1 C.L.R. 323.

[10] Κανονισμός 60-64 των Κανονισμών του 1893.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο