ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 321/2017)
2 Απριλίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δικαστές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡA 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ JUNPORT INTERNATIONAL LIMITED Κ.Α. (ΩΣ ΑΥΤΟΙ ΕΜΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ «ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΙΝΑΚΑ 1») ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORATI ΚΑΙ MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Π.Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Κ. ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΡΚΤΗΡΙΑΣ ΚΛΗΣΗΣ ΑΡ. 454/2016
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΣΜΟΥΣ Δ.48 ΘΘ1 ΚΑΙ 2, Δ.55 ΚΑΙ Δ.64
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 20 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ Ν.17(Ι)/2013 ΑΡΘΡΑ 15 ΚΑΙ 21, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ Ν. 22(Ι)/2016 ΑΡΘΡΟ 46
----------
Φρ. Χατζηχάννας για Χατζηχάννα & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
----------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες επεδίωξαν ενώπιον αδελφού μας Δικαστή τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως τύπου Certiorari και Mandamus με στόχο να ακυρώσουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 28.7.2017, και, επιπρόσθετα, να υποχρεώσουν το εν λόγω Δικαστήριο να προχωρήσει στην εκδίκαση της εναρκτήριας κλήσης υπ΄ αριθμό 454/2016 στην οποία αφορούσε η απόφαση.
Η απόρριψη της αίτησης οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας έφεσης.
Οι εφεσείοντες είναι ομάδα καταθετών της Federal Bank of Middle East (στο εξής «η τράπεζα»), η οποία είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Τανζανία. Στην Κύπρο είναι εγγεγραμένη ως αλλοδαπή εταιρεία, δυνάμει του άρθρου 347 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Η εν λόγω τράπεζα τέθηκε υπό καθεστώς διαχείρισης στην Τανζανία και υπό καθεστώς εξυγίανσης στη Δημοκρατία.
Με την εναρκτήρια κλήση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας υπ΄ αριθμό 454/2016, οι εφεσείοντες επεδίωξαν αναγνωριστικές αποφάσεις ότι διάφορα ποσά που ευρίσκονταν κατατεθειμένα σε διάφορες ανταποκρίτριες τράπεζες κρατούνταν ή φυλάσσονταν προς όφελος των εφεσειόντων, δυνάμει καταπιστεύματος του οποίου ο ειδικός διαχειριστής της τράπεζας ενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ως εμπιστευματοδόχος των χρημάτων δυνάμει εξ υπαγωγής εμπιστεύματος, τύπου Quistclose και/ή απολήγοντος εμπιστεύματος και/ή παράλληλης συμφωνίας. Στόχος της έκδοσης αναγνωριστικών αποφάσεων ήταν να επιτραπεί η απευθείας πρόσβαση και απόσυρση των κεφαλαίων αυτών, χωρίς να απαιτείται η καταχώρηση αγωγών με διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Οι εφεσείοντες στην εναρκτήρια κλήση έδωσαν με μεγάλη λεπτομέρεια το ιστορικό της υπόθεσης και αναφέρθηκαν ειδικά στο δίκαιο του καθεστώτος με το οποίο τέθηκε η τράπεζα υπό εξυγίανση στην Κύπρο, τη σχέση της τράπεζας στην Τανζανία και του υποκαταστήματος στην Κύπρο, στις δικαστικές διαμάχες που υπάρχουν σε διάφορες χώρες, καθώς και στις προσπάθειες επαναπατρισμού των κεφαλαίων που κρατούνται σε διάφορες ανταποκρίτριες τράπεζες προς όφελος του υποκαταστήματος της τράπεζας στη Δημοκρατία και των καταθετών, καθώς επίσης και στην αίτηση διάλυσης που καταχωρήθηκε στις 12.12.2015 από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και την Αρχή Εξυγίανσης, με στόχο την έκδοση διατάγματος για ειδική εκκαθάριση της τράπεζας. Στην εν λόγω εναρκτήρια κλήση καταχωρήθηκε ένσταση και συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις.
Στις 19.12.2016 καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της εναρκτήριας κλήσης από τον ειδικό διαχειριστή της τράπεζας του υποκαταστήματος της Κύπρου αίτηση δια κλήσεως με σκοπό τη διαγραφή και απόρριψη ή παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης, λόγω του ότι αυτή αποτελούσε εσφαλμένο δικονομικό διάβημα και/ή ακατάλληλο εναρκτήριο βήμα ερχόμενο σε σύγκρουση και αντίθεση με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο του 1997 (Ν.66(Ι)/97), ως τροποποιήθηκε, και τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15.7.2014. Επίσης, ότι η εναρκτήρια κλήση δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα και ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείται δικαιοδοσίας λόγω προγενέστερης και υφιστάμενης στην αλλοδαπή εκκρεμοδικίας σε σχέση με τα ίδια ή παρόμοια γεγονότα.
Στις 28.7.2017 το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση παραμερισμού και διαγραφής της εναρκτήριας κλήσης, την οποία παραμέρισε και απέρριψε ως παράτυπο και άκυρο δικονομικό διάβημα έναρξης της διαδικασίας για τους σκοπούς της αίτησης. Ως επακόλουθο απέρριψε τα επίδικα αιτήματα για έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων, λόγω προώθησής τους με εξ αρχής άκυρο δικονομικό μέσο.
Οι θέσεις που προβλήθηκαν πρωτοδίκως προς υποστήριξη της αίτησης καθορίζονται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
«Η βασική θέση που προβάλλει είναι ότι υπό πλάνη το κατώτερο Δικαστήριο παραμέρισε και απέρριψε την εναρκτήρια κλήση ως παράτυπο δικονομικό διάβημα έναρξης της συγκεκριμένης διαδικασίας, αγνοώντας ή μη εξετάζοντας τη νομιμοποίηση του ειδικού διαχειριστή να προωθήσει την αίτηση διαγραφής στην οποία μάλιστα δεν είχε καταγραφεί η Δ.55 ως μέρος της νομικής βάσης της αίτησης, ενώ λανθασμένα έκρινε ότι η εναρκτήρια κλήση μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο όπου αυτός ο τύπος έναρξης διαδικασίας καθορίζεται από οποιαδήποτε διαδικασία ή νομοθετική διάταξη. Κατά πλάνη, επίσης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι οι καταθέτες επιδίωκαν και αποζημιώσεις για δόλο και απάτη, ενώ τέτοιες θεραπείες ουδόλως καταγράφονται στα αιτητικά της εναρκτήριας κλήσης και εν πάση περιπτώσει κακώς το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι ακόμη και παράτυπη να ήταν η χρήση της εναρκτήριας κλήσης, αυτή θα μπορούσε να διασωθεί υπό το φως των προνοιών της Δ.64 θ. 3 ή και στη βάση της υπάρχουσας νομολογίας ότι η πρόσβαση στο Δικαστήριο δύναται να γίνει με οποιοδήποτε διαδικαστικό γνωστό διάβημα εφόσον όμως κατοχυρώνονται τα δικαιώματα όλων των μερών. Παραγνωρίστηκε επίσης η Αγγλική νομολογία στο ζήτημα ότι η εναρκτήρια κλήση παραμένει ένας λογικός και σύγχρονος τρόπος έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης. Εν τέλει με το χειρισμό του το κατώτερο Δικαστήριο αποστέρησε από τους καταθέτες την πρόσβαση στο Δικαστήριο και παραμέρισε την εναρκτήρια κλήση αγνοώντας παντελώς την ύπαρξη δύο προηγούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων, ήτοι, διάταγμα αποκάλυψης ημερ. 3.11.2016 και διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας ημερ. 11.11.2016. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν έγινε οποιαδήποτε πρόνοια όσον αφορά τα δύο αυτά ενδιάμεσα διατάγματα τα οποία και δεν ζητούνταν να παραμεριστούν με συνεπακόλουθο να υπάρχουν τρία συγκρουόμενα διατάγματα.»
Ο αδελφός μας Δικαστής που εξέτασε την αίτηση έκρινε, έχοντας εξετάσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση «δεν αποτελεί προϊόν έκδηλης πλάνης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας. Σαφώς το κατώτερο Δικαστήριο είχε τη δικαιοδοσία να εξετάσει την ενώπιον του προσαχθείσα αίτηση από τον ειδικό διαχειριστή για διαγραφή του δικονομικού μέσου της εναρκτήριας κλήσης που χρησιμοποιήθηκε από τους καταθέτες, εφόσον η αίτηση στηριζόταν στις σχετικές δικονομικές διατάξεις περί παραγραφής.» Παρατήρησε, περαιτέρω, ότι θα ήταν ορθότερο αν η αίτηση βασιζόταν και στην ίδια τη Δ.55, έκρινε όμως ότι σημασία έχει ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.19 θ.26 και Δ.27 ως εφαρμοζομένων, έστω κατ΄ αναλογία, προς διαγραφή του εναρκτήριου μέσου που επέλεξαν οι καταθέτες. Προέβη, επίσης, σε ανάλυση της εμβέλειας της Δ.55, καθώς επίσης και των ζητημάτων που εγέρθηκαν από τον ειδικό διαχειριστή στα πλαίσια της αίτησης για παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης με βάση τα οποία τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση η θέση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχαν στην ουσία αμφισβητούμενα δεδομένα. Περαιτέρω, υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη Δ.55 θ.4, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι η ενώπιόν του διαφορά δεν πρέπει να τύχει εξέτασης με τη μέθοδο της εναρκτήριας κλήσης.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η εναρκτήρια κλήση δεν ήταν το ορθό δικονομικό μέτρο σε αυτό το είδος της υπόθεσης δεν μπορεί να ελεγχθεί με Certiorari, ούτε μπορεί να διαταχθεί το κατώτερο Δικαστήριο με Mandamus να συνεχίσει μια διαδικασία την οποία έκρινε ως εξ υπαρχής άκυρη. Το ορθό ένδικο μέσο αμφισβήτησης της απόφασης είναι η έφεση και οι λόγοι που προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις.
Οι εφεσείοντες, με έντεκα λόγους έφεσης, αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αποτελεί προϊόν έκδηλης πλάνης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας, ισχυριζόμενοι ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, προβάλλοντας ουσιαστικά τις ίδιες θέσεις που πρόβαλαν πρωτοδίκως προς υποστήριξη της αίτησης για άδεια. Με τους λόγους έφεσης 2, 3, 4, 5, 6 και 7 αμφισβητείται η ορθότητα των επιμέρους διαπιστώσεων του Δικαστηρίου που άπτονται της εξέτασης κατά πόσο υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Με το λόγο έφεσης 8 οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η θεώρηση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ελεγχθεί με Certiorari, ούτε και μπορεί το κατώτερο Δικαστήριο να διαταχθεί να συνεχίσει μια διαδικασία την οποία έκρινε εξ υπαρχής άκυρη. Με τον ένατο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το ορθό ένδικο μέσο αμφισβήτησης της απόφασης είναι η έφεση και πως οι λόγοι που προβάλλονται από τους εφεσείοντες δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις. Λανθασμένη, επίσης, θεωρούν με το δέκατο λόγο έφεσης και τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι υποθέσεις που αναφέρθηκαν από το συνήγορο των καταθετών δεν διασώζουν την εναρκτήρια κλήση, ενώ η Δ.64 παρέχει τη δυνατότητα διάσωσης οποιωνδήποτε μέτρων κρίθηκαν παράτυπα. Τέλος, με το λόγο έφεσης 11, οι εφεσείοντες θεωρούν λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι με τον παραμερισμό της εναρκτήριας κλήσης παραμένουν άνευ αντικειμένου τα εκδοθέντα διατάγματα αποκάλυψης και επίδοσης στην αλλοδαπή.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη. Η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης. Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Develpments Ltd κ.ά. (2004) 1 AAΔ 1535 συνοψίστηκαν οι αρχές της νομολογίας ότι «. άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.» Ακόμα, σε περιπτώσεις όπου είναι εμφανές ότι ως αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, ο τρόπος άσκησής της ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα μόνο όταν ο αιτητής δεν έχει εναλλακτική θεραπεία ή σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άλλη θεραπεία διαπιστώνεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας.
Η απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου για παραμερισμό κρίθηκε στη βάση του άκυρου ένδικου μέσου που λήφθηκε από τους εφεσείοντες και δεν επεκτάθηκε στους υπόλοιπους λόγους που επικαλέστηκε ο Ειδικός Διαχειριστής. Σε συμφωνία με τον αδελφό μας Δικαστή, θεωρούμε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, είχε την εξουσία να εξετάσει την αίτηση για διαγραφή του ένδικου μέσου της εναρκτήριας κλήσης που χρησιμοποιήθηκε από τους καταθέτες. Η εμβέλεια της Δ.55 και η δυνατότητα χρήσης του ένδικου μέσου της εναρκτήριας κλήσης στην προκείμενη περίπτωση, καθώς και οι επιπτώσεις που είχε στην αίτηση παραμερισμού η παράλειψη συμπερίληψής της στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης, είναι ζητήματα που άπτονται της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και της ορθότητας της απόφασής του. Το ίδιο ισχύει και για τη δυνατότητα χρήσης της Δ.64 προς διάσωση της εναρκτήριας κλήσης, καθώς και το κατά πόσο θα έπρεπε να εξεταστεί η νομιμοποίηση του Ειδικού Διαχειριστή με βάση γεγονότα που επεσυνέβησαν μετά την καταχώρηση της αίτησης. Όλα τα ισχυριζόμενα από τους εφεσείοντες σφάλματα του κατώτερου Δικαστηρίου αφορούσαν ουσιαστικά τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και την ορθότητα της απόφασης του.
Επιπρόσθετα, αποδέχθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιόν μας, ότι προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης προς έλεγχο της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε όμως ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων. Οι περιστάσεις που επικαλείται είναι ότι σε περίπτωση που οι εφεσείοντες προχωρήσουν σε καταχώρηση αγωγής, όπως εισηγήθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο, θα δημιουργηθούν σωρεία δικονομικών προβλημάτων και θα πρέπει ενδεχομένως να καταχωρηθούν αγωγές για τον κάθε καταθέτη χωριστά, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα συνεκδίκασης. Περαιτέρω, γίνεται επίκληση των εξόδων που επωμίσθηκαν οι εφεσείοντες που ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες για την φωτοτύπηση και επίδοση της εναρκτήριας κλήσης σε 38 ανταποκρίτριες τράπεζες σε διάφορα μέρη του κόσμου, με ενδεχόμενο να πρέπει να το επαναλάβουν όχι μόνον για μία αλλά για πολλές αγωγές. Υπήρχαν σε ισχύ ενδιάμεσα διατάγματα αποκάλυψης, με τα οποία δεν υπήρξε συμμόρφωση και θα πρέπει να ζητηθούν εκ νέου.
Με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση των εφεσειόντων οι επικαλούμενες περιστάσεις δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνηγορούν υπέρ της χορήγησης άδειας για καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων παρά την ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας. Αντίθετα, με βάση τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η έφεση είναι το μόνο ένδικο μέσο προς εξέταση όλων των εγειρομένων ζητημάτων. Συνακόλουθα, θεωρούμε ορθή την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αναθεώρηση της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου δεν μπορεί να ελεγχθεί με Certiorari, ούτε και μπορεί το κατώτερο Δικαστήριο να διαταχθεί να συνεχίσει μια διαδικασία την οποία έκρινε εξ υπαρχής άκυρη. Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης οκτώ απορρίπτεται και δεν απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΧΤΘ