ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A187
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 114/2012)
24 Απριλίου 2018
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
1. ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ
2. ΕΛΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΜΟΥΣΚΟΥ
4. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΟΥΣ
5. ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΗ
Εφεσειόντων/Εναγόντων
ΚΑΙ
ΜΑΡΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης
---------------
Ι. Παπαζαχαρία, για τους εφεσείοντες.
Μεν. Κυπριανού, για την Εφεσίβλητη.
---------------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες και η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτες δύο όμορων τεμαχίων στην Παναγιά, Πάφου.
Όταν τον Αύγουστο 2007 η εφεσίβλητη προέβη σε εκσκαφή επί του κοινού συνόρου των εν λόγω τεμαχίων και άλλες εργασίες, οι εφεσείοντες αντέδρασαν και υπέβαλαν αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς με βάση το άρθρο 58(1) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224.
Η εν λόγω αίτηση υπεβλήθη στις 17.8.2007. Χωρίς οι εφεσείοντες να αναμένουν την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου επί της αίτησής τους, στις 11.9.2007 καταχώρισαν αγωγή για παράνομη επέμβαση ζητώντας σχετικά διατάγματα και αποζημιώσεις, από την οποία προέκυψε η παρούσα έφεση. Η απόφαση του Διευθυντή που εκδόθηκε στις 29.7.2008, επιβεβαίωσε παράνομη επέμβαση. Η εφεσίβλητη δεν προσέβαλε την απόφαση με το ένδικο μέσο της έφεσης που προβλέπεται από το άρθρο 80.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι «η αγωγή ήταν πρόωρη» και την απέρριψε. Παρά ταύτα προχώρησε και εξέτασε την απαίτηση των εφεσειόντων την οποία απέρριψε και επί της ουσίας, παρά την απόφαση του διευθυντή, για τους λόγους που εξήγησε.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλονται αμφότερες οι παραπάνω πτυχές της πρωτόδικης απόφασης. Ως προς την πρώτη πτυχή, υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 58(1). Τούτο, κατά τους εφεσείοντες, δεν έχει εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπου οι ενέργειες της εφεσίβλητης ήταν άμεσες και πραγματικές και συνιστούσαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, θέμα που εναπόκειται στο Δικαστήριο να κρίνει και όχι στο Διευθυντή. Περαιτέρω υποβάλλεται ότι το άρθρο 58 είναι αντισυνταγματικό γιατί εκχωρεί αρμοδιότητες των Δικαστηρίων στο Διευθυντή και αποκλείει, στο μέτρο που αποκλείει την προσφυγή στο Δικαστήριο.
Η δεύτερη πτυχή της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με αναφορά σε κατ΄ισχυρισμό σφάλμα του Δικαστηρίου και παράλειψη επαρκούς αιτιολόγησης στην κρίση του επί της ουσίας.
Το άρθρο 58(1) έχει ως ακολούθως:-
«58.-(1) Όταν αναφύεται οποιαδήποτε διαφορά ως προς τα σύνορα οποιασδήποτε εγγεγραμμένης γης, ο Διευθυντής επιλύει τη διαφορά αυτή, σε πρώτο στάδιο, κατόπι ειδοποίησης που δίνεται στα μέρη τουλάχιστο δεκατέσσερις ημέρες προηγουμένως, η οποία πληροφορεί αυτά για το χρόνο κατά τον οποίο θα επιθεωρηθούν τα υπό αμφισβήτηση σύνορα και κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή άλλης διαδικασίας αναφορικά με τη διαφορά αυτή, εκτός αν αυτή επιλύθηκε σε πρώτο στάδιο όπως προνοείται στο άρθρο αυτό.»
Η έννοια της «διαφοράς ως προς τα σύνορα» στα πλαίσια του άρθρου 58 έχει εξηγηθεί με τους ακόλουθους όρους στην υπόθεση Ibrahim v. Souleyman (1953) 19 CLR 237, 239:
«We consider that the kind of dispute to which section 56 (now sec. 58) applies is one in which the boundary is described in the title-deed or delineated on a plan, and the dispute is as to where the physical boundary should actually run on the land so as to conform with the deed or the plan.»
Παρομοίως ελέχθηκαν τα ακόλουθα στην υπόθεση Παναγιώτου ν. ΧʺΚυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362:
«Το άρθρο 58 του Κεφ. 224 έχει εφαρμογή μόνο στις περιπτώσεις όπου το θέμα είναι η τοποθέτηση επί του εδάφους συνόρων, όπως αυτά περιγράφονται στον τίτλο ή φαίνονται στο σχετικό τοπογραφικό σχέδιο.»
Εν προκειμένω, οι ίδιοι οι εφεσείοντες είναι που θεώρησαν εξ αρχής ότι υφίσταται συνοριακή διαφορά, εξ ου και ενεργοποίησαν τις πρόνοιες του άρθρου 58. Η επίκληση άμεσης παράνομης επέμβασης δεν αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς ως συνοριακής. Δεν θα μπορούσε, κατά την καταχώριση της αγωγής, να γίνεται λόγος για παράνομη επέμβαση χωρίς την προηγούμενη επίλυση της συνοριακής διαφοράς από το Διευθυντή, όπως οι ίδιοι οι εφεσείοντες την ζήτησαν.
Η προηγούμενη επίλυση αποτελούσε, ενόψει του απόλυτου απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 58, αναγκαία προηγούμενη προϋπόθεση (sine qua non) για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο.
Ζήτημα αντισυνταγματικότητας δεν υπάρχει. Τέτοιας φύσεως αρμοδιότητες του Διευθυντή, όπως η αποδιδόμενη δια του άρθρου 58, περιορίζονται σε τεχνικά θέματα, σε αντιδιαστολή με τη διεκδίκηση ουσιαστικών δικαιωμάτων (Fatsita v. Fatsita (1988) 1 CLR 210, 217, Μιχαήλ ν. Αντωνίου (1998) 1 ΑΑΔ 1376). Πρόκειται, περιοριστικά, για κτηματολογικά θέματα εντός της πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Κτηματολογίου, το οποίο έχει τα μέσα και τα στοιχεία ώστε να καθίσταται ο φυσιολογικός φορέας επίλυσης τους (Φιλίππου ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 448).
Η αναγκαιότητα ανάθεσης τέτοιων ζητημάτων στο Κτηματολόγιο προς επίλυση, ως πρόκριμα λήψης δικαστικών μέτρων, εξηγήθηκε στην υπόθεση Xanthos I. Clerides v. Afrodite N. Vassiliades and Another (1978) 1 CLR 180, 188:
«We have spoken of the sweeping reforms brought about by the 1945 legislation, the predominant feature of which was to entrust the Department of Lands and Surveys and in the person of its Director with powers that were until then exercised by Courts and with the object of relieving the Courts of the burden of determining disputes over boundaries and other interests in land that could, in the first place, be determined by the Lands Office using their experts in the matter.»
Το άρθρο 58 δεν αφαιρεί τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων να κρίνουν τα ουσιαστικά δικαιώματα, αλλά αναθέτει τεχνικής φύσεως αρμοδιότητα στο κατ΄εξοχήν τεχνοκρατικό τμήμα το οποίο ενεργεί στα πλαίσια διοικητικής λειτουργίας (βλ. Φιλίππου, ανωτ.). Ούτε εμποδίζει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ο παραπονούμενος μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο ασκώντας έφεση δυνάμει του άρθρου 80. Πρόκειται για λογική νομοθετική ρύθμιση και όχι για αποκλεισμό (Μιχαήλ ν. Αντωνίου, ανωτ.).
Ενόψει των παραπάνω η έφεση είναι καταδικασμένη ν' αποτύχει. Η εξέταση της πτυχής που αφορά την ουσία είναι αχρείαστη, αλλά και θα ήταν αντινομική μετά τη διαπίστωση ότι η αγωγή ήταν νόμω αβάσιμη.
Η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
/ΚΧ»Π