ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A172
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 106/2012
18 Απριλίου, 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. KYRIAKOS ANDREOU ARSIOTIS DEVELOPMENTS & CONSTRUCTIONS LIMITED (ΠΡΩΗΝ KYRIAKOS ANDREOU ARSIOTIS DEVELOPMENTS LIMITED)
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΡΣΙΩΤΗΣ
Εφεσείοντες/ενάγοντες
ΚΑΙ
HIGHWAY GARDENS CITY LTD
Εφεσίβλητης/εναγόμενης
......
Χρ. Κληρίδης, για τους εφεσείοντες
Ν. Παπαευσταθίου με Α. Ζαχαρίου για την εφεσίβλητη
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 31/10/06 (η συμφωνία) η εφεσίβλητη πώλησε στους εφεσείοντες το ακίνητο της με αρ. εγγραφής 0/17883 στο χωριό Κοκκινοτριμιθιά της επαρχίας Λευκωσίας, το οποίο είχε διαχωρίσει σε εξήντα ένα οικόπεδα δυνάμει σχετικής άδειας από τις αρμόδιες αρχές, πλην του οικοπέδου με αρ. 6 το οποίο θα παρέμενε στην εφεσίβλητη. Η συμφωνία τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι οι εφεσείοντες θα υπέβαλλαν προσφορά στο Κυπριακό Οργανισμό Ανάπτυξης Γης (ΚΟΑΓ) σε σχέση με την προσφορά υπ' αρ. 11/06, που είχε προκηρύξει ο ΚΟΑΓ και αφορούσε στην προμήθεια κατοικιών/διαμερισμάτων με τη μέθοδο του Σχεδιασμού της Ανέγερσης και Προσφοράς Γης και ότι η προσφορά θα κατακυρωνόταν στους εφεσείοντες. Ήταν επιπρόσθετος όρος της συμφωνίας ότι τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού, ως μέρη κοινοπραξίας, και ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας θα υπόβαλλαν την προσφορά προς τον ΚΟΑΓ σε σχέση με όλα τα οικόπεδα πλην του 6 που θα παρέμενε στην εφεσίβλητη και του 5 που θα ανήκε στους εφεσείοντες. Το τίμημα πώλησης των οικοπέδων είχε συμφωνηθεί στο ποσό των Λ.Κ. 4.000.000,00 που θα καταβάλλετο ως εξής: Με την κατακύρωση της προσφοράς θα πληρώνετο ως προκαταβολή από τους εφεσείοντες η διαφορά που θα προέκυπτε μεταξύ του τιμήματος πώλησης των Λ.Κ. 4.000.000,00 και του ποσού που θα κατακυρωνόταν από τον ΚΟΑΓ για την αξία των οικοπέδων. Το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης θα πληρωνόταν από τον ΚΟΑΓ προς την εφεσίβλητη κατά τη μεταβίβαση των οικοπέδων στον ΚΟΑΓ. Η συμφωνία προνοούσε επίσης όπως η εξόφληση του τιμήματος πώλησης και η μεταβίβαση όλων των οικοπέδων γίνουν το αργότερο μέχρι τις 31/12/06 και στη βάση των όρων προκήρυξης της προσφοράς αρ. 11/06. Όλα τα έξοδα για υποβολή της προσφοράς περιλαμβανομένης και της εγγυητικής θα επιβαρύνονταν οι εφεσείοντες. Ήταν περαιτέρω όρος της συμφωνίας ότι σε περίπτωση μη κατακύρωσης της προσφοράς, η συμφωνία θα ακυρώνετο αυτόματα και τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα είχαν οποιανδήποτε μεταξύ τους οικονομική ή άλλη απαίτηση.
Ενώ ο ΚΟΑΓ προέβη σε κατακύρωση της προσφοράς έναντι του ποσού των Λ.Κ. 19.483.592,50, εξαιρουμένου ΦΠΑ, υπό την επιφύλαξη ορισμένων διευκρινίσεων, και ενώ η εφεσείουσα 1 προέβη σε όλες τις διευθετήσεις για υπογραφή της σχετικής συμφωνίας με τον ΚΟΑΓ, η εφεσίβλητη παρέβη όρους της συμφωνίας και της παράλληλης κοινής προσφοράς προς τον ΚΟΑΓ, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να προχωρήσουν στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Η εφεσίβλητη από την άλλη με την Υπεράσπιση της αρνείται ότι η ίδια διέρρηξε τη συμφωνία, αποδίδοντας στους εφεσείοντες την ευθύνη διάρρηξης της. Είναι η θέση της ότι η συμφωνία είναι άκυρη και παράνομη εξ υπαρχής, ενόψει του παράνομου αντικειμένου και σκοπού της και ότι η συμφωνία έληξε στις 31/12/06 χωρίς να έχει ανανεωθεί. Προβάλλει δε και Ανταπαίτηση με την οποία ζητά διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ματαιώθηκε και/ή εξέπνευσε και/ή νόμιμα τερματίστηκε μαζί με Δήλωση ότι με την ματαίωση και/ή τον τερματισμό της συμφωνίας δεν υφίσταται πλέον οποιασδήποτε φύσης οικονομική ή άλλη απαίτηση μεταξύ των συμβαλλομένων.
Κατόπιν ακρόασης η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η απόρριψη των θέσεων των εφεσειόντων με επακόλουθο την απόρριψη της αγωγής και την επιτυχία της Ανταπαίτησης.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας συνολικά εννιά λόγους έφεσης που μπορούν να ενταχθούν σε ενότητες. Οι λόγοι έφεσης 1-3 προσβάλλουν ως λανθασμένη την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 23/11/10 με την οποία επέτρεψε την τροποποίηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ως αποτέλεσμα της οποίας προστέθηκε ισχυρισμός περί ακυρότητας της συμφωνίας, λόγω παραβίασης προνοιών του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου. Ο λόγος έφεσης 4 προσβάλλει ως λανθασμένη την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η προβαλλόμενη Υπεράσπιση περί άκυρης και παράνομης συμφωνίας είναι βάσιμη, όπως και τα σχετικά ευρήματα του. Οι λόγοι έφεσης 5 και 6 αναφέρονται στα λανθασμένα ευρήματα ότι η συμφωνία εξέπνευσε στις 31/12/06 και ότι υπήρξε παραβίαση εκ μέρους των εφεσειόντων της συμφωνίας με τη μη συνυπογραφή της προσφοράς προς τον ΚΟΑΓ και από τον εφεσείοντα 2.
Με τους λόγους έφεσης 7 και 8 προσβάλλονται οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί πρωτόδικα δεν ήταν ικανοποιητική για τον καθορισμό αποζημιώσεων και ότι δεν μπορούσε να διεκδικούνται ταυτόχρονα απώλεια κέρδους και απώλεια ζημιών. Τέλος με τον λόγο έφεσης 9 προβάλλεται η θέση περί παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ενόψει της σπουδαιότητας των λόγων έφεσης 1-3 που αφορούν στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επετράπη στην εφεσίβλητη να εισάξει τον ισχυρισμό περί άκυρης και παράνομης συμφωνίας στην Υπεράσπιση της, τον οποίο αφού αποδέχθηκε τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, κρίνουμε σκόπιμο όπως οι λόγοι αυτοί εξεταστούν κατά προτεραιότητα. Σημειώνεται ότι έφεση επί της ενδιάμεσης αυτής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν επιτρεπτή στη βάση του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60), που ίσχυε τότε, δυνάμει του οποίου παρέχετο δικαίωμα σε διάδικο που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα, που αφορούν στην ενδιάμεση απόφαση. Τυχόν αποδοχή της ερμηνείας που προσδίδει ο δικηγόρος της εφεσίβλητης στον όρο «ζητήματα» με το περίγραμμα αγόρευσης του, ότι δηλαδή δεν περιλαμβάνει και δικαίωμα έφεσης ή προσβολής της ορθότητας της ενδιάμεσης απόφασης θα καθιστούσε την πρόνοια για έγερση ζητημάτων της ενδιάμεσης απόφασης, κατά την έφεση της τελικής απόφασης, ανεφάρμοστη. Συνεπώς η σχετική εισήγηση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη αυτή ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, όπως διαφαίνονται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στα οποία έχουμε ανατρέξει. Η ακρόαση πρωτόδικα ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2010 και προτού επιχειρηθεί η τροποποίηση της Υπεράσπισης είχαν ήδη δώσει μαρτυρία οκτώ μάρτυρες από πλερυάς εφεσείουσας. Ενώ ο Μ.Ε.9 (εφεσείων 2/ενάγοντας 2) αντεξετάζετο κατά τη δικάσιμο της 10/11/10, του υποβλήθηκαν ερωτήσεις ως προς την εγγραφή του ίδιου και της ενάγουσας 1, εταιρείας, ως εργοληπτών ενόψει της συγκεκριμένης θέσης του εφεσείοντα 2 κατά την κυρίως εξέταση του ότι οι εφεσείοντες ασχολούντο με τον τομέα της εργολαβίας που είναι και ισχυρισμός τους στην Έκθεση Απαίτησης. Από τις απαντήσεις του διευκρινίστηκε ότι κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας η εφεσείουσα 1 ήταν εγγεγραμμένη εργολήπτρια οικοδομικών έργων Γ΄τάξης, γεγονός που της επέτρεπε την ανάληψη έργου μέχρι 4.000 τμ., σύμφωνα με τον περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου (Ν. 29(1)/2001), ενώ το 2009 μεταπήδησε στη Β΄τάξη. Ο ίδιος προσωπικά ήταν εγγεγραμμένος στην Δ΄τάξη.
Προς το τέλος της αντεξέτασης του κατά τη δικάσιμο της 11/11/10, του υπεβλήθη περαιτέρω ότι ως εργολήπτης Γ΄ τάξης δεν δικαιούτο στην υποβολή προσφοράς στον ΚΟΑΓ, υποβολή στην οποία η άλλη πλευρά έφερε ένσταση, ενόψει της μη δικογράφησης της συγκεκριμένης θέσης. Τότε ο δικηγόρος της εφεσίβλητης ζήτησε χρόνο για να προβεί σε σχετική τροποποίηση του δικογράφου του, που έκρινε ότι ήταν αναγκαία, αίτημα που το Δικαστήριο έκαμε δεκτό οπότε στις 15/11/10 η εφεσίβλητη καταχώρησε σχετική αίτηση.
Η πλευρά των εφεσειόντων καταχώρησε ένσταση στην αίτηση τροποποίησης με κύριους λόγους ένστασης το προχωρημένο στάδιο της ακρόασης που υποβλήθηκε, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση για την καθυστέρηση, γεγονός που κατ' ισχυρισμό επηρεάζει τον τρόπο παρουσίασης της υπόθεσης τους και ότι με τον ισχυρισμό περί άκυρης και παράνομης συμφωνίας εισάγεται μια σαφώς νέα υπεράσπιση που με βάση τη νομολογία είναι ανεπίτρεπτο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ex tempore απόφαση του, μετά την παράθεση της νομολογίας για το θέμα τροποποίησης δικογράφων, προέβη στη διαπίστωση ότι η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε από τη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 στο στάδιο μεν της ακρόασης, αλλά προτού ολοκληρωθεί η παράθεση της μαρτυρίας από πλευράς εφεσειόντων, γι' αυτό και δεν ετίθετο θέμα ανεπανόρθωτης ζημιάς. Σ' όσον αφορά στο θέμα της καθυστέρησης, δεν εντόπισε την ύπαρξη κακοπιστίας αλλ' ούτε και η καθυστέρηση, που έκρινε ότι δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας, ήταν τέτοιας μορφής που να δημιουργούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στους εφεσείοντες.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις έκρινε ως επιβεβλημένη και απόλυτα χρήσιμη την τροποποίηση, προκειμένου να προωθηθεί η θέση της εφεσίβλητης περί παράνομης συμφωνίας και ότι ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης προς το σκοπό προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και της πλήρους εκδίκασης των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Έκρινε τέλος ότι καμιά αδικία θα προκαλείτο στην άλλη πλευρά που να μην μπορούσε να αποζημιωθεί με έξοδα. Στη συνέχεια προχώρησε στην έγκριση της αίτησης δίνοντας οδηγίες για την καταχώρηση των τροποποιημένων δικογράφων.
Από αναδρομή στα πρακτικά διαφαίνεται η περαιτέρω πορεία της υπόθεσης. Αφού ολοκληρώθηκε η καταχώρηση των νέων δικογράφων, ενόψει της τροποποίησης, συνεχίστηκε στις 12/1/11 η αντεξέταση του εφεσείοντα 2 (Μ.Ε.9) ότε και ολοκληρώθηκε. Τότε ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε χρόνο να ετοιμαστεί για την επανεξέταση του και να αποφασίσει κατά πόσο θα ζητήσει επανακλήτευση του εφεσείοντα 2 για να συμπληρώσει τη μαρτυρία του, σε σχέση με το θέμα της ακυρότητας της συμφωνίας που εισήχθη με την τροποποίηση. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για αναβολή και η αγωγή ορίστηκε για τις 3/2/11 για συνέχιση της ακρόασης. Κατά τη δικάσιμο αυτή το Δικαστήριο επιλήφθηκε κατ' αρχάς της αίτησης από πλευράς των εφεσειόντων για επανακλήτευση του εφεσείοντα 2 και εκ συμφώνου εκδόθηκε σχετικό διάταγμα, με αποκλειστικό σκοπό την συμπλήρωση της κυρίως εξέτασης του, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί άκυρης και παράνομης συμφωνίας. Δεν επιχειρήθηκε η επανακλήτευση άλλου μάρτυρα. Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2 κλήθηκαν από πλευράς εφεσειόντων και άλλοι τρεις μάρτυρες ο Χρίστος Χρίστου (Μ.Ε.10), αρχιτέκτονας, και ο Σωτήρης Στυλιανίδης (Μ.Ε.11), Ανώτερος Τεχνικός στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, η μαρτυρία των οποίων, σύμφωνα με τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει, αφορούσε ειδικά το θέμα που εισήχθη με την τροποποίηση. Τελευταίος μάρτυρας για τους εφεσείοντες κατέθεσε ο Κυριάκος Καλοψιδιώτης (Μ.Ε.12), επιμετρητής ποσοτήτων, του οποίου η μαρτυρία περιστράφηκε γύρω από άλλα θέματα.
Η αίτηση για τροποποίηση και η ένσταση βασίζοντο κυρίως στη Δ.25 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Σύμφωνα με τον πιο πάνω θεσμό και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφων και μάλιστα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, νοουμένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν αναγκαία. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation, (2013) 1 (Α) Α.ΑΔ. 543). Υπάρχει πληθώρα αποφάσεων τόσον των αγγλικών Δικαστηρίων όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου επί του θέματος. Η σύγχρονη τάση, όπως προκύπτει από την νομολογία, είναι ότι τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις δικογράφων ακόμη και στην περίπτωση που αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά, που να μην μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ 934) στην οποία υιοθετήθηκε η Αγγλική υπόθεση Associated Leisure Ltd. v. Associated Newspapers Ltd (1970) 1 All E.R. 754). Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ λέχθηκε, μεταξύ άλλων, για το θέμα της καθυστέρησης, ότι ως προς το κατά πόσο η όποια καθυστέρηση θα απέληγε σε στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης.
Οι προϋποθέσεις τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, συνοψίζονται στην υπόθεση Στέλιου Βουνιώτη ν. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 33, 36, 37. Παραθέτουμε πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή:
"Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:
1. Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
2. Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στη συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.
3. Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του Αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.
4. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης της υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave v. Case, 28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά τη δίκη".
Έχει νομολογηθεί επίσης ότι ριζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης ή της υπεράσπισης και εμφανής κακοπιστία εκ μέρους του αιτητή, δεν δικαιολογούν έγκριση του αιτήματος. Εκεί που εγείρεται ζήτημα κακοπιστίας, ο διάδικος που την επικαλείται έχει και το βάρος απόδειξης της (Βλ. Astor Co κ.ά. v. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426).
Στην υπόθεση Kallice Holdings Co Ltd v. MTR (Overs.) Metals Ltd (Αρ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 162, επιχειρήθηκε η προβολή νέας υπεράσπισης με αίτηση για τροποποίηση που καταχωρήθηκε μετά 2 χρόνια και 4 περίπου μήνες από την καταχώρηση της Αγωγής και 2 περίπου μήνες από την αποπεράτωση της υπόθεσης των Εναγόντων. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το δικαιολογητικό ότι «Η προβολή νέας υπεράσπισης στο προχωρημένο στάδιο που έφθασε η υπόθεση, μεταβάλλει το πλαίσιο της δίκης, ανατρέπει την πορεία της διαδικασίας, και επιβάλλει τον επανακαθορισμό της θέσης των Εναγόντων με ορατές ζημιογόνες συνέπειες για τα δικαιώματα τους και την απόδειξη της υπόθεσης τους».
Στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 817 τονίστηκε ότι:
«Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.»
Στην πρόσφατη υπόθεση Ανδριανή Αρακελιάν, διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Harutune L. Arakelian v. Ταμείου Προνοίας του προσωπικού της Marfin Λαϊκής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. Πολ. Έφεση αρ. 51/12, ημερ. 11/2/16, ECLI:CY:AD:2016:A87 το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετώπισε ως εξής την προσπάθεια εισαγωγής με τροποποίηση νέων αξιώσεων:
"....Κατ' αρχάς οι νέες αξιώσεις του αποβιώσαντα δεν είναι εντελώς άσχετες με τις αξιώσεις που ήδη προσέβαλλε με την Αίτηση Εργατικής Διαφοράς. Μπορεί ορισμένες από τις νέες αξιώσεις να θέτουν καινούργια θέματα, αλλά αυτά δεν έπρεπε να ήταν καθοριστικά στοιχεία στην έκβαση της αίτησης, εφόσον η νομολογία σαφώς δεν απαγορεύει εκ προοιμίου κάτι τέτοιο (βλ. Χρίστου ν. Αζά (1992) 1Α ΑΑΔ 704). Όπως υποδείξαμε πιο πάνω, η τροποποίηση οποιουδήποτε δικογράφου, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι εφικτή οποτεδήποτε κρίνεται αναγκαίο για να προσδιοριστεί η ουσία της διαφοράς και να αποτραπεί η πολλαπλότητα των δικαστικών διαδικασιών. Η μόνη περίπτωση που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι εκεί που αν επιτραπεί η τροποποίηση θα επέλθει βλάβη στον αντίδικο ή όπου είναι φανερό ότι ο Αιτητής ενεργεί με κακή πίστη. Η συνήθης βλάβη που μπορεί να επέλθει και η οποία δεν είναι εύκολο να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων, είναι στις περιπτώσεις που εγείρεται θέμα παραγραφής, π.χ. όπου εισάγεται αγώγιμο δικαίωμα το οποίο έχει παραγραφεί ή όπου ο εναγόμενος εμποδίζεται από του να εγείρει συγκεκριμένη υπεράσπιση, λόγω νομοθετικής παραγραφής (βλ. Lancaster v. Moss [1899] 32(2) Reissue, Digest 1575, Marshall v. L.P.T.D. [1936] 3 All ER 83 και Annual Practice 1959 σελ. 627).
Στην προκειμένη περίπτωση η Εφεσείουσα κατά την άποψή μας δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τον πυρήνα της απαίτησής της, αλλά απλώς διευρύνει τους νομικούς λόγους χωρίς να μεταβάλλει τους αρχικούς ισχυρισμούς του αποβιώσαντα εναντίον του Εφεσίβλητου που αφορούν το Ταμείο Προνοίας (βλ. Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. ν. Α. & G. Leventis & Company (Νigeria) Ltd κ.α. (1993) 1 AAΔ 726 στην οποία υιοθετήθηκε παρόμοια προσέγγιση)."
Έχοντας κατά νουν την πιο πάνω νομολογία θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε την εισήγηση περί λανθασμένης ενδιάμεσης απόφασης τροποποίησης (λόγοι έφεσης 1-3), στη βάση του ιστορικού που οδήγησε στην έκδοση της, που αναφέραμε πιο πάνω.
Η βάση της αγωγής στην παρούσα περίπτωση ήταν η διεκδίκηση αποζημιώσεων για ζημιές που υπέστησαν οι εφεσείοντες, ως αποτέλεσμα της υπό της εφεσίβλητης διάρρηξης της συμφωνίας μεταξύ τους, ενώ της Υπεράσπισης ότι δεν ετίθετο θέμα διάρρηξης της συμφωνίας από μέρους της εφεσίβλητης αλλά από μέρους των εφεσειόντων. Eνόψει του ότι κανένας από τους όρους ή αιρέσεις που προνοούσε η συμφωνία είχε ικανοποιηθεί και ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούσαν στα χρονοδιαγράμματα, η εφεσίβλητη πρόβαλλε και Ανταπαίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα ότι η συμφωνία εξέπνευσε και/ή νόμιμα τερματίστηκε ή ακυρώθηκε. Συνεπώς υπήρχε ήδη στην Υπεράσπιση η βασική θέση ότι η συμφωνία νόμιμα τερματίστηκε ή ακυρώθηκε και ότι είχε εκπνεύσει. Με την τροποποίηση εισάγεται ακόμα μια υπεράσπιση που αφορά στην αμφισβήτηση της εγκυρότητας της συμφωνίας, στη βάση των γεγονότων που ήδη είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα 2. Η υπεράσπιση αυτή αφορά αμιγώς σε νομικό θέμα.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση και δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε σε λανθασμένη βάση. Από τα πρακτικά διαφαίνεται ότι ευθύς ως έγινε αντιληπτή η τάξη στην οποία αφορούσε η εγγραφή της εφεσείουσας 1 στο Μητρώο Εργοληπτών, καταχωρήθηκε η αίτηση για τροποποίηση.
Ενόψει της σπουδαιότητας του θέματος που εισάγεται με την τροποποίηση, της ακυρότητας δηλαδή της συμφωνίας εξ υπαρχής, επί της οποίας συμφωνίας βασίζοντο ουσιαστικά οι αξιώσεις των εφεσειόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και δήλωση ότι η συμφωνία είναι έγκυρη, ακόμη και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε αυτεπάγγελτα να εξετάσει την παρανομία, εφόσον ήθελε πειστεί ότι προκύπτει έκδηλα και στη βάση στερεού υποβάθρου γεγονότων που να δείχνουν την παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης (βλ. Πολυξένου Αρκαδίου ν. Porto Lara Estates (2010) 1 ΑΑΔ 2035 και Νίκος Νικολάου ν. ΕΚΑ Rock Designs Ltd., Πολ. Εφ. 175/11 ημερ. 22/11/16).
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε και δικαιολόγησε πλήρως την απόφαση του και εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στα γεγονότα της υπόθεσης, συνυπολογίζοντας όλους τους σχετικούς παράγοντες.
Θεωρούμε ότι εγκρίνοντας την αίτηση για τροποποίηση το Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια. Είναι αρκετό να επισημάνουμε ότι μετά την τροποποίηση το Δικαστήριο ενέκρινε εκ συμφώνου αίτημα για επανακλήτευση του εφεσείοντα 2 και ότι στη συνέχεια κλήθηκαν άλλοι δυο μάρτυρες εκ μέρους των εφεσειόντων, ειδικά για το θέμα της παρανομίας και δεν ζητήθηκε η επανακλήτευση άλλων. Ενέκρινε επίσης αίτημα για αναβολή για να αποφασίσει ο δικηγόρος των εφεσειόντων την περαιτέρω πορεία σ' όσον αφορά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2. Δεν παρουσιάστηκε κανένα ικανό στοιχείο από πλευράς εφεσειόντων ότι η ενδιάμεση απόφαση, ανκαι επέφερε σίγουρα εκτροπή από την ομαλή διεξαγωγή της ακρόασης, ήσσονος όμως σημασίας, εφόσον προέκυψε η ανάγκη επανακλήτευσης του εφεσείοντα 2, ήταν δυνατό να προκαλέσει όπως και δεν διαπιστώνουμε να προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη και μάλιστα ανεπανόρθωτη στους εφεσείοντες, όπως αυτοί διατείνονται. Προείχε το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Για τους πιο πάνω λόγους οι λόγοι έφεσης 1-3 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με δεδομένη την πιο πάνω διαπίστωση σ' όσον αφορά την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το λόγο έφεσης 4 που είναι συναφής με τους λόγους έφεσης 1-3 και αφορά στη λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ήταν άκυρη και παράνομη, εφόσον η εφεσείουσα 1 δεν ήταν κάτοχος της αναγκαίας ετήσιας άδειας για την υποβολή προσφοράς και εκτέλεσης του έργου που αφορούσε η επίδικη συμφωνία.
Το θέμα της παρανομίας εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά προτεραιότητα μετά την διαπίστωση του ότι ήταν θεμελιακό και έχρηζε εξέτασης στο προκαταρκτικό στάδιο της απόφασης. Έκρινε ότι τα γεγονότα που καλύπτουν το ζήτημα δεν αμφισβητούντο στην ουσία τους. Αφού εντόπισε τις διαφορετικές προσεγγίσεις των δυο πλευρών για το θέμα, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Flecha Contracting Ltd. v. M.C. Michael Development Ltd. (2003) 1 ΑΑΔ 263, τα γεγονότα της οποίας έκρινε ότι συνάδουν με της παρούσας, κατέληξε στα εξής:
«Οι θέσεις που προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους ενάγοντες και οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη σειράς διαφορετικών πολεοδομικών αδειών και γύρω από το εμβαδόν της κάθε μίας ξεχωριστά των κατοικιών, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε επιτυχία των προβαλλομένων εισηγήσεών του. Συνιστούν κατ' ουσία, με όλο το σεβασμό, υπεραπλουστευμένη ερμηνεία των ανάλογων άρθρων του νόμου, παραβλέποντας τους λόγους ύπαρξης και το σκοπό θεσμοθέτησής τους. Στους εργολήπτες, όπως εντοπίζεται και στην πρωτόδικη απόφαση Fletcha, ανωτέρω, οι ετήσιες άδειες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την κατηγορία κάθε έργου, διότι κάθε έργο προϋποθέτει και ανάλογη πείρα ή τεχνική γνώση, αλλά και ανάλογο μηχανικό εξοπλισμό και μόνιμο τεχνικό, υπαλληλικό προσωπικό. Συνεπώς, η αναβάθμιση της τάξης για ένα εργολήπτη, είναι θέμα ουσίας και δημόσιας τάξεως εν σχέσει με την ασφάλεια των κτιρίων και την καλή κατασκευή τους. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου του ενιαίου του έργου, της ταυτόχρονης ανέγερσης δεκάδων οικοδομών και της τμηματικής παράδοσής τους σε τρεις φάσεις και εντός πέντε ετών, εύκολα καθίσταται αντιληπτή η ανάγκη κατοχής της ανάλογης άδειας, προκειμένου να διασφαλιζόταν τόσο η ασφαλής οικοδόμηση, όσο και, γενικότερα, οι σκοποί θέσπισης των συγκεκριμένων προνοιών της νομοθεσίας.»
Σημειώνεται ότι η υπόθεση Flecha (ανωτέρω) αφορούσε σε τρεις συμφωνίες για την ανέγερση συγκροτήματος τριών πολυκατοικιών δηλαδή μια συμφωνία για κάθε πολυκατοικία για τις οποίες εκδόθηκε ενιαία άδεια οικοδομής, για το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 200.000,00 και το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε κριθεί ότι και οι τρεις πολυκατοικίες αφορούσαν σε ένα ενιαίο έργο για σκοπούς υπολογισμού του εμβαδού του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 266 και 267 της απόφασης Flecha:
«Μια άλλη γραμμή της έφεσης αφορά τη διαπίστωση ότι, για σκοπούς διακρίβωσης του κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν αναλάβει έργο πέραν του ορίου της άδειας τους, το συγκρότημα των τριών πολυκατοικιών θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ενιαίο έργο παρά την ύπαρξη τριών συμφωνιών, η κάθε μία από τις οποίες αφορούσε μια από τις τρεις πολυκατοικίες. Και ως προς τούτο η απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου είναι ορθή, απευθυνόμενη στα στοιχεία εκείνα που όχι μόνο ήσαν σχετικά με το ενώπιον του θέμα αλλά και καταδείκνυαν ότι επρόκειτο για ενιαίο έργο. Εξ άλλου, θα συμπληρώναμε, θεμελιακή σημασία ως προς τούτο είχε και το γεγονός ότι μια άδεια οικοδομής εξεδόθη για το όλο έργο η οποία αναφέρετο και στο συνολικό όγκο του. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να ομιλεί κανείς για τρία χωριστά έργα, σε συνδυασμό μάλιστα με όλα τα στοιχεία στα οποία ανεφέρθη ο ευπαίδευτος Πρόεδρος και που συνέκλιναν ως προς την πραγματική πρόθεση των μερών. Η κατάληξη αυτή δεν επηρεάζετο δε καθόλου από το γεγονός ότι οι συμφωνίες αφορούσαν την ανέγερση ήδη ημιτελούς οικοδομής, εφ' όσον το κριτήριο του νόμου συναρτάται πρωταρχικά προς το εμβαδόν της οικοδομής. Ούτε υπάρχει το παραμικρό έρεισμα στην εισήγηση ότι η μαρτυρία δεν υποστηρίζει το εύρημα ότι το έργο, ως ενιαίο έργο, ήταν εμβαδού πέραν των 800 τ.μ. Η αναμφισβήτητη μαρτυρία καταδείκνυε ότι το συνολικό εμβαδόν ήταν 3.000 τ.μ. περίπου.»
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε τα σχετικά άρθρα του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου (Ν. 29(1)/2001) επί των οποίων στηρίχθηκε πρωτόδικα η εισήγηση περί παράνομης και άκυρης συμφωνίας:
«Άρθρο 25. Κανένας δεν μπορεί να αναθέτει σε ή να επιτρέπει την εκτέλεση οποιουδήποτε οικοδομικού ή και τεχνικού έργου από πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένος εργολήπτης ή και δεν κατέχει κατά τον ουσιώδη χρόνο ετήσια άδεια της τάξης και κατηγορίας στην οποία ανήκει το έργο.
Άρθρο 26. Εκτός όπως άλλως πως προβλέπεται ρητά στον παρόντα Νόμο, εγγεγραμμένος εργολήπτης ο οποίος
..............................
(γ) ενώ είναι κάτοχος ετήσιας άδειας υποβάλλει προσφορά ή αναλαμβάνει ή εκτελεί οποιοδήποτε οικοδομικό ή τεχνικό έργο υψηλότερης τάξης από εκείνη της ετήσιας άδειας του.
................................
είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται -
(i) Σε περίπτωση πρώτης καταδίκης για αδίκημα δυνάμει του παρόντος άρθρου, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες, ή
(ii) Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δυο χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και τις δύο αυτές ποινές.
Άρθρο 27.
................................
(3) Εγγεγραμμένος εργολήπτης και κάτοχος ισχύουσας ετήσιας άδειας μπορεί, εφόσον κατέχει την αντίστοιχη πείρα, να μετάσχει οποιουδήποτε διαγωνισμού αναφορικά με έργο υψηλότερης τάξης από αυτή της ετήσιας άδειας του και της ίδιας κατηγορίας στην οποία είναι εγγεγραμμένος, αλλά δεν μπορεί να αναλάβει την εκτέλεση του έργου αυτού, εκτός αν πριν από την υπογραφή της σχετικής συμβάσεως ανάθεσης έχει ήδη εξασφαλίσει την αναβάθμιση της ετήσιας άδειας του στην αντίστοιχη τάξη του έργου.
Άρθρο 30. (1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2) κάθε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, η οποία αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη.
(2) Χωρίς επηρεασμό της ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του παρόντος Νόμου, η κατά το εδάφιο (1) ακυρότητα μπορεί στην περίπτωση εγγεγραμμένου ήδη εργολήπτη, να θεραπευθεί αναδρομικά αν αυτός, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία συνομολόγησης της συμβάσεως, εξασφαλίσει από το Συμβούλιο ετήσια άδεια της τάξης του οικοδομικού ή τεχνικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου που διαλαμβάνεται στη συμφωνία.
Άρθρο 32(1).........................
(2) Για σκοπούς χορήγησης ετήσιας άδειας τα έργα διακρίνονται ανάλογα με την κατηγορία τους σε οικοδομικά και τεχνικά και κατατάσσονται σε πέντε τάξεις, όπως ειδικότερα αναφέρεται στον Πρώτο Πίνακα.
Όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του το υπό κατασκευή έργο, που αφορούσε η συμφωνία, κατατάσσεται στα συνηθισμένα οικοδομικά έργα του Πρώτου Πίνακα για τα οποία η αντίστοιχη ετήσια άδεια Γ Τάξης, την οποία κατείχαν οι εφεσείοντες, επέτρεπε την εκτέλεση οικοδομικού έργου μέχρι και 4.000 τ.μ. Όπως δε εντοπίζεται στις σημειώσεις του ανωτέρω Πίνακα:
«Δια σκοπούς υπολογισμού του εμβαδού που αναφέρεται στον παρόντα Πίνακα θα λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό του οικοδομικού έργου για το οποίο εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια ή άδεια οικοδομής, περιλαμβανομένου και του εμβαδού των υπόγειων και οποιωνδήποτε άλλων καλυμμένων χώρων.»
Δεν αμφισβητείται ότι η εφεσείουσα 1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή κατά την υπογραφή της συμφωνίας και την υποβολή της προσφοράς στον ΚΟΑΓ που έγιναν ταυτόχρονα, ήταν κάτοχος ετήσιας άδειας οικοδομικών έργων που επέτρεπε, σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα, την ανάληψη οικοδομικού έργου μέχρι 4.000 τ.μ. Το κρίσιμο ερώτημα που τέθηκε πρωτόδικα και κατ' έφεση είναι κατά πόσο στην παρούσα περίπτωση οι 300 κατοικίες/διαμερίσματα που αφορούσε η προσφορά 11/2006 του ΚΟΑΓ θεωρούντο ως μια ενιαία οικοδομή για σκοπούς υπολογισμού του εμβαδού του έργου, ώστε να μπορούσε να τεθεί θέμα παράνομης συμφωνίας, ή η κάθε κατοικία/διαμέρισμα του έργου αποτελούσε ξεχωριστή οικοδομική μονάδα που είναι αδιαμφισβήτητο ότι δεν υπερέβαινε σε μέγεθος τα 130 τμ.
Σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες που καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες.
Πότε η αντιπαροχή ή ο σκοπός μιας συμφωνίας είναι παράνομος καθορίζεται από το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου που προβλέπει τα εξής:
«23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν -
(α) είναι απαγορευμένος από νόμο ή
(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή
................»
Στην υπόθεση Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 968 αναφέρθηκαν τα εξής στις σελ. 980 ως προς την εμβέλεια του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου:
«Το άρθρο 23(α) του περί Συμβάσεων Νόμου ορίζει ότι συμφωνία η οποία απαγορεύεται από το νόμο είναι παράνομη. Περαιτέρω, "κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή το αντάλλαγμα είναι παράνομο, είναι άκυρη." Το άρθρο 23 έχει ως πρότυπο τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ινδικού περί Συμβάσεων Νόμου. Η απαγόρευση είναι ευρύτερη από την απαγόρευση παράνομων συμφωνιών βάσει του Αγγλικού Δικαίου. Σε αντίθεση προς το Αγγλικό Δίκαιο, η παρανομία δεν συσχετίζεται μόνο με το παράνομο αντάλλαγμα, αλλά και τον σκοπό της συμφωνίας· παρόλο που οι έννοιες του ανταλλάγματος και του σκοπού της συμφωνίας εφάπτονται σε πολλά σημεία. Το θέμα συζητείται σε έκταση στο σύγγραμμα Pollock & Mulla 10η έκδοση, σελ. 227 και επέκ. Οποτεδήποτε το αντάλλαγμα της συμφωνίας για τον καταρτισμό της ή οι σκοποί της απαγορεύονται από το νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη.»
Μια χρήσιμη γενική διατύπωση είναι ότι είναι παράνομη κάποια σύμβαση, η συνομολόγηση ή η εκτέλεση της οποίας απαγορεύεται από το νόμο (βλ. Σύγγραμμα Πολύβιου Πολυβίου, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος Β, σελ. 602). Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Chr. Mavrikios Constr. Ltd. v. Χατζηκωνσταντά (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1093, που αφορούσε σε συμφωνία εργολαβίας με εργολήπτη μη εγγεγραμμένο, σε περίπτωση παράνομης συμφωνίας τα μέρη δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση εκατέρωθεν απαιτήσεων βασιζομένων στη συμφωνία αυτή.
Η περίπτωση παράνομης σύμβασης παροχής υπηρεσιών από μη εγγεγραμμένο εργολήπτη όπου το δημόσιο συμφέρον απαιτεί αυστηρή συμμόρφωση με το Νόμο, διακρίνεται από την περίπτωση που οι νομοθετικές πρόνοιες δεν καθιστούν τη συνομολόγηση σύμβασης παράνομη αλλά απαιτούν την εκπλήρωση κάποιας διατύπωσης ή προϋπόθεσης προτού καταστεί δυνατή η εκτέλεση της, όπου η σύμβαση δεν είναι παράνομη (βλ. Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 ΑΑΔ 1026). Σύμφωνα με τη νομολογία, υπάρχει σαφής «διάκριση μεταξύ συμφωνίας εξυπαρχής άκυρης και συμφωνίας εκτελεστής σε μελλοντικό χρόνο (executory) μη αποκλειομένης από το Νόμο και δυναμένης να εφαρμοστεί με την εξασφάλιση της αναγκαίας συγκατάθεσης από την αρμόδια κρατική αρχή» (βλ. Σύγγραμμα Πολύβιου Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» Τόμος Β, σελ. 606.)
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Mosfiloti v. Panayi (1979) 2 J.S.C. 384, όπως μεταφράστηκε και χρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση Alam v. Τουμαζίδη (ανωτέρω) «συμφωνίες δυνάμενες να εφαρμοστούν νόμιμα δεν θα κηρυχθούν εξ υπαρχής άκυρες εκτός εάν φαίνεται ότι ήταν πρόθεση των μερών κατά τη γένεση της συμφωνίας να παραβιάσουν το νόμο κατά την εφαρμογή της».
Για να αποφασιστεί κατά πόσο η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη εξ υπαρχής λόγω του παράνομου σκοπού της, θα πρέπει να προηγηθεί η εξέταση ως προς το ύψος του εμβαδού του έργου που αφορούσε η προσφορά του ΚΟΑΓ και η μελλοντική συμφωνία ανάθεσης του έργου μετά την κατακύρωση της προσφοράς, για να καταδειχθεί κατά πόσο αυτό εμπίπτει στο επιτρεπόμενο της τάξης Γ΄, στην οποία ανήκε η εφεσείουσα 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, έκρινε ότι επρόκειτο για ενιαίο έργο, το εμβαδόν του οποίου υπερέβαινε σαφώς τα 4.000 τ.μ. που δικαιούτο η εφεσείουσα 1, αποδεχόμενο την σχετική εισήγηση από πλευράς εφεσίβλητης.
Έχουμε ανατρέξει στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν πρωτόδικα. Εντοπίζεται η προσφορά που τα συμβαλλόμενα μέρη υπέβαλαν στις 31/10/06 για την προσφορά του ΚΟΑΓ (τεκμ. 8) όπου ρητά αναφέρεται ότι οι εφεσείοντες και η εφεσίβλητη αναλαμβάνουν «την ανέγερση και συντήρηση 300 οικιστικών μονάδων στην περιοχή Κοκκινοτριμιθιάς της επαρχίας Λευκωσίας σύμφωνα με τα σχέδια και όλα τα συναφή έγγραφα που έχω ετοιμάσει τα οποία επισυνάπτονται στην προσφορά μου για το Συνολικό Ποσό των Λιρών Κύπρου 19.683.592,50». Ήταν όρος της προσφοράς τους ότι οι εργασίες θα αποπερατώνοντο εντός 60 μηνών από την υπογραφή το συμβολαίου και ότι η γη επί της οποίας θα εκτελείτο το έργο θα μεταβιβαζόταν και εγγράφετο επ' ονόματι του ΚΟΑΓ το αργότερο εντός 30 ημερών από την έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Μαζί με την προσφορά επισυνάπτετο και αναλυτικός πίνακας της προσφοράς στον οποίο αναγράφετο το εμβαδόν της κάθε μονάδας των κατοικιών σε τετραγωνικά μέτρα, που συνολικά ανέρχετο σε 30.282,45 τ.μ., την τιμή μονάδος εκ Λ.Κ.650 και τη συνολική τιμή πώλησης εκ Λ.Κ. 19.683.592,50.
Κατ' αρχάς ο δικηγόρος των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσής του προβάλλει την εισήγηση ότι δεν υπάρχει κριτήριο στο Νόμο για ενιαίο έργο, αλλά και να υπήρχε το έργο μπορούσε να εκτελεστεί ως να μην ήταν ενιαίο από τεχνικής άποψης. Ήταν περαιτέρω εισήγηση του ότι εφόσον δεν είχαν εκδοθεί πολεοδομικές άδειες ή άδειες οικοδομής για όλες τις κατοικίες/διαμερίσματα το εμβαδό θα έπρεπε να υπολογίζετο από το Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων, προς το σκοπό διαπίστωσης κατά πόσο το έργο ενέπιπτε στη τάξη Γ΄ στην οποία ανήκε η εφεσείουσα 1. Βασίζει την τελευταία εισήγηση του στην Σημείωση 3 του Πρώτου Πίνακα του Ν. 29(1)/01, που αναφέραμε πιο πάνω, ότι για τον υπολογισμό του εμβαδού λαμβάνεται υπόψη το εμβαδό του έργου για το οποίο εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια ή άδεια οικοδομής. Επίσης παραπέμπει στη Σημείωση που ακολουθεί και προνοεί ότι «Σε περίπτωση κατά την οποία για οποιοδήποτε λόγο δεν εκδόθηκε πολεοδομική άδεια η άδεια οικοδομής, αναφορικά με κάποιο οικοδομικό έργο, το Συμβούλιο αποφασίζει για την κατηγορία και την τάξη του από τα στη διάθεση του στοιχεία». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι η τελευταία σημείωση περιορίζεται μόνο σε έργο που προορίζεται για την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, με όλο το σέβας προς το δικηγόρο, είναι αυθαίρετη και ανυπόστατη, εφόσον από το λεκτικό της ίδιας της σημείωσης όπου αναφέρεται γενικά σε «κάποιο οικοδομικό έργο» καθίσταται σαφές ότι εφαρμόζεται ανεξαιρέτως σε όλα τα έργα.
Στην παρούσα περίπτωση κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας και την υποβολή της προσφοράς το εμβαδόν της κάθε κατοικίας/διαμερίσματος όπως και το συνολικό εμβαδόν όλων των κατοικιών, ήταν καθορισμένο και δεν αμφισβητείτο. Κατά το χρόνο αυτό δεν είχε επίσης εκδοθεί πολεοδομική άδεια ή άδεια οικοδομής για καμιά από τις κατοικίες, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των πιο πάνω Σημειώσεων του Πρώτου Πίνακα. Το εμβαδόν είχεν υπολογιστεί από τους ίδιους τους εφεσείοντες στη βάση των αρχιτεκονικών σχεδίων που επισυνάπτοντο στην προσφορά τους (τεκμ. 8) και τα οποία θα προωθούντο στη συνέχεια στις αρμόδιες αρχές για έκδοση των αναγκαίων αδειών. Δεν αμφισβητήθηκε ότι εκδόθηκαν μετά την κατακύρωση της προσφοράς, από τον Αύγουστο μέχρι τον Οκτώβριο του 2007 πολεοδομικές άδειες για τις 138 κατοικίες από τις 300, στη βάση των αρχιτεκτονικών σχεδίων που υποβλήθηκαν με την προσφορά, όπου η κάθε μια άδεια αφορούσε σε κατοικία μικρότερης των 4.000 τ.μ. (τεκμ. 64(α)-(ι)). Το εμβαδόν είχε ήδη υπολογιστεί για όλες τις κατοικίες σε 30.282.45 τ.μ. από τα συμβαλλόμενα μέρη, οπότε δεν ετίθετο θέμα υπολογισμού από το Συμβούλιο.
Συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε περιορισμός σε εργολάβους να αναλάβουν την ταυτόχρονη ανέγερση αριθμού κατοικιών, νοουμένου βεβαίως ότι δεν καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου.
Στην παρούσα όμως περίπτωση η προσφορά 11/2006 του ΚΟΑΓ για ανέγερση των 300 κατοικιών, όπως και η προσφορά των εφεσειόντων και η κατακύρωσή της, ήταν ενιαία για όλες τις κατοικίες. Ενιαίο επίσης ήταν και το ύψος του ποσού που υποβλήθηκε με την προσφορά, η οποία κατακυρώθηκε τελικά. Η ύπαρξη ενιαίου ποσού αποτελεί ένδειξη ενιαίου συμβολαίου (βλ. Keating on Bulding contracts, 5η έκδοση. σελ. 71). Η συμφωνία επίσης μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης αφορούσε στην υποβολή προσφοράς για όλες τις κατοικίες. Η έκδοση ξεχωριστής άδειας οικοδομής ή πολεοδομικής άδειας για την κάθε κατοικία δεν ενέχει καμιά σημασία για το υπό εξέταση θέμα, εφόσον η συμφωνία ανάθεσης έργου που θα ακολουθούσε θα ήταν ενιαία για όλες τις κατοικίες. Σημασία ενέχει το μέγεθος του οικοδομικού έργου που αφορά η προσφορά, στη βάση της οποίας θα καταρτίζετο με τον ΚΟΑΓ η συμφωνία ανάθεσης εργασιών και όχι τμηματικά το μέγεθος της κάθε επιμέρους κατοικίας.
Και οι δυο πλευρές στο περίγραμμα αγόρευσης τους παραπέμπουν στην υπόθεση Flecha, που η κάθε πλευρά ήταν της άποψης ότι υποστηρίζει τη δική της εκδοχή. Όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω, στην Flecha επρόκειτο για τρεις συμφωνίες για την ανέγερση τριών πολυκατοικιών, μια για κάθε πολυκατοικία, για τις οποίες εκδόθηκε ενιαία άδεια οικοδομής, που κρίθηκε ως θεμελιώδες στοιχείο για να αποφασιστεί κατά πόσον οι τρεις πολυκατοικίες αποτελούσαν ενιαίο έργο για σκοπούς εξακρίβωσης του όγκου του. Τα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης όπου πρόκειται περί μιας συμφωνίας για την ανέγερση 300 κατοικιών ταυτόχρονα έναντι ενός συνολικού τιμήματος σε συνάρτηση με την τμηματική παράδοσή τους σε τρεις φάσεις μέσα σε καθορισμένο χρόνο, καταδεικνύουν σαφώς ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός ενιαίου έργου, που είναι και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και όχι 300 ξεχωριστών έργων, που είναι η εκδοχή των εφεσειόντων.
Στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον το υπό κατασκευή έργο ήταν ενιαίο υπερέβαινε σε μέγεθος το επιτρεπόμενο στη βάση της ετήσιας άδειας της εφεσείουσας 1 ως εργολήπτη.
Σ' όσον αφορά το παράπονο των εφεσειόντων ότι δεν επετράπη στο δικηγόρο των εφεσειόντων να υποβάλει στον Μ.Ε.10 ερωτήσεις ως προς τον τρόπο υπολογισμού του εμβαδού του έργου εκ μέρους του Συμβουλίου, συμφωνούμε με την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ερωτήσεις άπτοντο της ερμηνείας του Νόμου εξ ου και δεν επετράπησαν.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε κατά πόσο η διαπίστωση μας αυτή επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα της συμφωνίας.
Δεν αμφισβητείται ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε σε πώληση ακινήτου κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, δύο εκ των οποίων είναι η υποβολή προσφοράς από τους εφεσείοντες στον ΚΟΑΓ για την προσφορά του με αρ. 11/2006, που αφορούσε σε προμήθεια 300 κατοικιών/ διαμερισμάτων και η κατακύρωση της στους εφεσείοντες. Σ΄ αυτές τις προϋποθέσεις στήριξε το πρωτόδικο Δικαστήριο τη διαπίστωσή του ότι η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη ενόψει του παράνομου σκοπού της.
Είναι φανερό ότι η υποβολή προσφοράς από μέρους της εφεσείουσας 1 ήταν νομικά επιτρεπτή στη βάση του άρθρου 27(3) του Νόμου, οι πρόνοιες του οποίου ενσωματώθηκαν στην προσφορά 11/2006 του ΚΟΑΓ, που επιτρέπουν σε εργολήπτη να λάβει μέρος σε διαγωνισμό για έργο μεγαλύτερο απ΄ εκείνο που επιτρέπει η τάξη στην οποία ανήκει. Απλά δεν μπορεί να αναλάβει την εκτέλεση του έργου αυτού, εκτός αν, πριν την υπογραφή της σύμβασης ανάθεσης έργου, εξασφαλίσει την αναβάθμιση της ετήσιας άδειάς του στην αντίστοιχη τάξη του έργου. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 26(γ) του πιο πάνω Νόμου θεωρείται ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με την ποινή του προστίμου για ένα εργολήπτη που ενώ είναι κάτοχος ετήσιας άδειας υποβάλλει προσφορά για οικοδομικό έργο υψηλότερης τάξης απ΄ εκείνη της άδειάς του, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η προσφορά του είναι άκυρη εξ υπαρχής εφόσον μπορούσε να συμμετάσχει στο διαγωνισμό, ενόψει του άρθρου 27. Οι πρόνοιες του άρθρου 26 καθιστούν σαφές ότι η πρόθεση του νομοθέτη είναι απλά η τιμωρία του εργολάβου με πρόστιμο και όχι η αποστέρηση του δικαιώματος του να προσφύγει στα Δικαστήρια. (βλ. Shaw v. Groom (1970) 1 All E. R. 702 και Αγαθοκλέους κ.α. ν. Λάππα (1998) 1(Δ) 2202). Συνεπώς δεν τίθεται θέμα στην παρούσα περίπτωση περί άκυρης ή παράνομης προσφοράς κατά τον χρόνο υποβολής της ή της κατακύρωσής της και κατ΄ επέκταση παράνομης συμφωνίας. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι παρά την κατακύρωση της προσφοράς δεν επιτεύχθη συμφωνία με τον ΚΟΑΓ για να τίθεται θέμα παράνομης και άκυρης σύμβασης ανάθεσης έργου. Σημειώνεται ότι σ΄ ότι αφορά τη συμφωνία ανάθεσης του έργου, οι πρόνοιες του άρθρου 30(1) του Νόμου 29(1) /2001 είναι σαφείς ότι κάθε συμφωνία που αφορά σε ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε εγγεγραμμένο εργολήπτη αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του οικοδομικού έργου, είναι άκυρη. Ακόμη όμως και σ΄ αυτή την περίπτωση ο νομοθέτης περιέλαβε πρόνοια με το εδάφιο 2 του άρθρου 30 ότι «χωρίς επηρεασμό της ποινικής ευθύνης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του παρόντος νόμου» η κατά το εδάφιο 1 ακυρότητα μπορεί να θεραπευθεί στην περίπτωση ήδη εγγεγραμμένου εργολήπτη αναδρομικά, αν εντός τριών μηνών από τη συνομολόγιση της σύμβασης ανάληψης εκτέλεσης του έργου εξασφαλίσει ετήσια άδεια της τάξης του έργου που διαλαμβάνεται στη συμφωνία. Δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε επί του θέματος της άκυρης συμφωνίας ανάθεσης έργου, εφόσον δεν επιτεύχθηκε τελικά η υπογραφή της συμφωνίας ανάθεσης του έργου με τον ΚΟΑΓ. Επιπλέον ο σχετικός όρος της επίδικης συμφωνίας αφορούσε μόνο στην υποχρέωση υποβολής προσφοράς και στην κατακύρωσή της.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι κατά τον χρόνο καταρτισμού της επίδικης συμφωνίας, που είναι ο ουσιώδης χρόνος για να κριθεί κατά πόσο μια συμφωνία είναι άκυρη ή όχι, ο σκοπός της δεν ήταν απαγορευμένος και ούτε καταστρατηγούσε τις διατάξεις του Νόμου 29(1)/01 ή άλλης νομοθεσίας. Αντίθετα, η συμφωνία μπορούσε να εφαρμοστεί με την υποβολή της προσφοράς και κατακύρωση της, όπως και έγινε. Οι εφεσείοντες θα μπορούσαν όμως να αναλάβουν το έργο με την υπογραφή της συμφωνίας με τον ΚΟΑΓ, αφού θα είχε προηγηθεί αναβάθμιση της ετήσιας άδειας της εφεσείουσας 1 στην αντίστοιχη τάξη του έργου. Δεν πρόκειται σαφώς για την περίπτωση όπου η σύμβαση απαγορεύεται ρητά από μια συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια οπότε ο παράνομος χαρακτήρας της δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση και η σύμβαση δεν μπορεί να εκτελεστεί (βλ. Αγαθοκλέους κ.α. ν. Λάππα (ανωτέρω) και Κοροπούλλη & Δημητρίου ν. Αβραάμ (1987) 1 CLR 78). Συνεπώς, η πρωτόδικη διαπίστωση ότι ενόψει του παράνομου σκοπού της η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο λόγος έφεσης 4 επιτυγχάνει.
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση ότι η επίδικη συμφωνία ήταν νόμιμη, θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης που άπτονται της ουσίας της διαφοράς.
Με τους λόγους έφεσης 5 και 6 προσβάλλονται ως εσφαλμένα τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε παράβαση από πλευράς του εφεσείοντα 2 της συμφωνίας με την μη υπογραφή της προσφοράς από μέρους του προς τον ΚΟΑΓ, ότι η παράβαση επέφερε αδυναμία διεκδικήσεων στη βάση της συμφωνίας και ότι η συμφωνία είχε εκπνεύσει στις 31/12/06 χωρίς να ανανεωθεί, γεγονός που αποκλείει τους εφεσείοντες στη διεκδίκηση αποζημιώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις της εφεσίβλητης περί παραβίασης όρων της συμφωνίας από πλευράς εφεσειόντων και έκρινε ότι η συμφωνία (τεκμ. 1) αποτυπώνει με απόλυτη διαύγεια τους σκοπούς και τις προθέσεις των συμβαλλομένων, δηλαδή της εφεσίβλητης από τη μια και των εφεσειόντων από την άλλη, οι οποίες και αναδύονται χωρίς καμιά δυσκολία μέσα από τους όρους της. Με αναφορά στη μαρτυρία του εφεσείοντα 2 σ' όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προστέθηκε ως συμβαλλόμενο μέρος, κατόπιν απαίτησης δηλαδή της εφεσίβλητης, διαπίστωσε ότι η μη συμπερίληψη του ως έναν από τους προσφοροδότες στην προσφορά προς τον ΚΟΑΓ, συνιστούσε παράλειψη από μέρους του συμμόρφωσης με τον όρο 2 της συμφωνίας που προνοούσε την «από κοινού σαν μέρη κοινοπραξίας ταυτόχρονα με την υπογραφή της παρούσας συμφωνίας θα υπογράψουν και θα υποβάλουν προσφορά ..» και ως εκ τούτου ένοχο διάρρηξης της συμφωνίας.
Έχουμε ανατρέξει στο τεκμ. 1 το λεκτικό του οποίου είναι σαφές και δεν επιδέχεται άλλη ερμηνεία απ΄ αυτή που προσέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον όρο, ότι δηλαδή ο εφεσείων 2 συνιστά συμβαλλόμενο μέρος και ως τέτοιο υπόκειται στους όρους και δεσμεύσεις της συμφωνίας. Από το τεκμ. 8, που είναι η προσφορά, είναι φανερό ότι αυτή υπεβλήθη μόνο από την εφεσείουσα 1 και την εφεσίβλητη, ως κοινοπραξία. Συνεπώς η διαπίστωση του Δικαστηρίου περί παραβίασης του όρου 2 της συμφωνίας από πλευράς εφεσείοντα 2 δεν ενέχει ο,τιδήποτε το μεμπτό.
Ο λόγος έφεσης 6 προσβάλλει ως λανθασμένη τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία καθόριζε ως χρονικό όριο εκπνοής της και ταυτόχρονης απαλλαγής απ΄ οποιεσδήποτε υποχρεώσεις αυτή προσέδιδε στα συμβαλλόμενα μέρη, την 31/12/06, εκτός αν μέχρι τότε κατακυρωνόταν από τον ΚΟΑΓ η προσφορά 11/2006. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ειδική αναφορά στα τεκμήρια 30 και 31 που είναι επιστολές των εφεσειόντων προς την εφεσίβλητη με τις οποίες πρόβαλλαν θέμα παράτασης της συμφωνίας και την απαντητική επιστολή ημερ. 12.1.07 (τεκμ. 32) της εφεσίβλητης, που αρνείτο την ύπαρξη συμφωνίας για παράταση, προβαίνει στη διαπίστωση ότι «παραμένει αναντίλεκτο ότι κατακύρωση μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία δεν υπήρξε». Συνιστά δε εύρημα του στη συνέχεια ότι δεν υπογράφηκε νέα συμφωνία με την οποία η ημερομηνία 31/12/06 να αντικαθίσταται με την 31/1/07, οπότε δεν ετίθετο θέμα συμφωνηθείσας παράτασης.
Εξετάσαμε την εισήγηση σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει. Εντοπίζεται η παραδοχή του εφεσείοντα 2, στη μαρτυρία του ότι απέστειλε στην εφεσίβλητη κείμενο νέας συμφωνίας που περιλάμβανε όρο για παράταση της επίδικης συμφωνίας μέχρι τις 31/1/07, την οποία όμως η εφεσίβλητη αρνήθηκε να υπογράψει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός την διενέργεια συζητήσεων μεταξύ των δυο πλευρών που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και σε αξίωση της εφεσίβλητης καταβολής επιπρόσθετου ποσού εκ Λ.Κ. 500.000,00, που όμως δεν κατέληξαν πουθενά. Διαπιστώνει στη συνέχεια ότι το γεγονός της εκπνοής της συμφωνίας, στη βάση σχετικού όρου, και της μη επέλευσης του γεγονότος της κατακύρωσης της προσφοράς μέχρι τις 31/12/06, που προνοούσε η συμφωνία, κατέστησε τον τερματισμό της συμφωνίας από πλευράς εφεσειόντων με την επιστολή τους (τεκμ. 25) άνευ ουσιαστικής σημασίας, εφόσον δεν νοείτο «τερματισμός ανύπαρκτης πλέον συμφωνίας». Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις καταλήγει ότι «η μεταξύ των μερών συμφωνία είχε εκπνεύσει την 31/12/2006, αφού μέχρι τότε δεν έλαβε χώρα η κατακύρωση της προσφοράς του ΚΟΑΓ με αρ. 11/06 με αποτέλεσμα να εκθεμελιώνεται η βάση στήριξης οποιωνδήποτε αξιώσεων από τα συμβαλλόμενα μέρη».
Εχουμε ανατρέξει στο τεκμ. 1 όπου εντοπίζεται ο όρος 5 ο οποίος προνοεί τα εξής:
«5. Η εξόφληση της τιμής πωλήσεως και η μεταβίβαση όλων των οικοπέδων εξαιρουμένου του οικοπέδου 6 θα γίνει προ ή κατά την 31/12/2006 και σύμφωνα με τους όρους προκήρυξης της προσφοράς του ΚΟΑΓ με αρ. 11/2006.»
Είναι αδιαμφισβήτητη η άρρηκτη σύνδεση της επίδικης συμφωνίας με την προσφορά του ΚΟΑΓ, ενόψει των προνοιών της συμφωνίας. Είναι επίσης παραδεκτό ότι μέχρι τις 31.12.06 δεν είχε κατακυρωθεί η προσφορά η οποία επιτεύχθηκε με την επιστολή του ΚΟΑΓ ημερ. 1.2.07 (Τεκμ. 11). Ούτε επίσης είχε επιτευχθεί μέχρι τότε η εξόφληση του τιμήματος πώλησης ή της μεταβίβασης των οικοπέδων στον ΚΟΑΓ.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Στην υπό κρίση περίπτωση τίποτε δεν έχει προβληθεί που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας ως προς το θέμα της αξιολόγησης και εξαγωγής των πιο πάνω συμπερασμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 5 και 6 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Ενόψει της απόρριψης των λόγων έφεσης 5 και 6, η εξέταση των λόγων έφεσης 7 και 8 που αναφέρονται στο θέμα των αποζημιώσεων που δικαιούντο οι εφεσείοντες καθίσταται περιττή, εφόσον στηρίζονται στην κατ' ισχυρισμό διάρρηξη της συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης, θέση που δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο εφόσον ένοχους διάρρηξης έκρινε τους εφεσείοντες.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 9 ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Άρθρου 30 του Συντάγματος δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της θέσης αυτής. Αντίθετα κρίνουμε την πρωτόδικη απόφαση απόλυτα αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη.
Ενόψει των πιο πάνω, παρά την επιτυχία του λόγου έφεσης 4, η έφεση απορρίπτεται. Η Αντέφεση που αφορά στη λανθασμένη παράλειψη επιδίκασης εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας υπέρ της εφεσίβλητης με το σκεπτικό ότι και αυτή συνέβαλε στον καταρτισμό της παράνομης συμφωνίας, επιτυγχάνει, ενόψει της κατάληξής μας ότι η συμφωνία ήταν έγκυρη.
Ως αποτέλεσμα του σκεπτικού της απόφασης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως οι εφεσείοντες πληρώσουν στην εφεσίβλητη το ½ των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας και το ½ των εξόδων της
έφεσης, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Καμιά διαταγή για έξοδα αναφορικά με την Αντέφεση.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΚΑΣ