ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ευρ. Αντωνιάδης για την εφεσείουσα Ν. Καπελάκης για την εφεσίβλητη CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-03-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΟΜΟΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. A. A. PILOTTOS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 99/12, 6/3/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A98

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 99/12

 

 

 

6 Μαρτίου, 2018

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΔΟΜΟΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

Εφεσείουσα/εναγομένη

 

ΚΑΙ

 

A.  A. PILOTTOS LTD

Εφεσίβλητης/ενάγουσας

 

......

Ευρ. Αντωνιάδης για την εφεσείουσα

Ν. Καπελάκης για την εφεσίβλητη

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Πούγιουρου, Δ.

 

...........

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Με την αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας η εφεσίβλητη αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό των €2.794,49 ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού για προσφερθείσες υπηρεσίες, δηλαδή για μεταφορά και/ή ενοικίαση μηχανημάτων και/ή μετακόμιση με ανυψωτικά μηχανήματα.

 

Αν και η εφεσίβλητη εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες εργασίες, η εφεσείουσα παρέλειψε να ξοφλήσει το σχετικό τιμολόγιο και/ή δελτίο αποστολής εξού και η καταχώρηση της αγωγής εκ μέρους της εφεσίβλητης.

 

Η εφεσείουσα με την υπεράσπιση της αν και παραδέχεται την εκτέλεση των εργασιών και την έκδοση σχετικού τιμολογίου και/ή δελτίου αποστολής, εντούτοις προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ήταν όρος της συμφωνίας ότι η πληρωμή θα γινόταν με την παράδοση του κάθε τιμολογίου στο οποίο θα εμφαίνοντο οι ακριβείς υπηρεσίες που παρασχέθηκαν.  Στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη χρέωσε την εφεσείουσα για την ενοικίαση δύο γερανών, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε μόνο ένας για λογαριασμό της και όταν αυτή διαμαρτυρήθηκε έλαβε τη διαβεβαίωση ότι θα διορθώνετο το λάθος, κάτι που δεν έγινε.

 

Κατόπιν ακρόασης η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 1400 (το ισόποσο σε €2.392,04) που έκρινε ότι είχε αποδειχθεί, αντί του ποσού των €2,794,49 που ζητείτο με την αγωγή.

 

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δυο λόγους έφεσης.  Ο πρώτος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγαγε αυθαίρετα συμπεράσματα και ο δεύτερος ότι σε πολλά σημεία η απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Καταλογίζεται από την εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε πλημμελώς τη μαρτυρία του Μ.Ε.1, διευθυντή της εφεσίβλητης, διαπιστώνοντας ότι ήταν πολύ κοντά στην αλήθεια, ενώ ήταν όντως αντιφατική με την Έκθεση Απαίτησης αλλά και με τη μαρτυρία της Μ.Ε.2, συζύγου του και υπαλλήλου της εφεσίβλητης.  Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του ήταν το τιμολόγιο με αρ. 10590 (τεκμ. 2), ημερ. 6/4/04, που εκδόθηκε για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες, όπου ο μεν Μ.Ε.1 στη μαρτυρία του ανέφερε ότι αφορούσε στο ποσό των €2.794,49 ενώ στο ίδιο το τιμολόγιο  αναγράφεται το ποσό των Λ.Κ. 1.955,00, το αντίστοιχο δηλαδή των €3.340,32.  Επιπλέον, το τιμολόγιο αυτό δεν συμφωνεί με την Κατάσταση Λογαριασμού που κατέθεσε η Μ.Ε.2 ως τεκμ. 6, όπου εμφαίνετο ως χρεωστικό υπόλοιπο το ποσό των  €2.794,49, χωρίς να ήταν σε θέση η μάρτυρας να εξηγήσει από πού προκύπτει η διαφορά.  Θεωρεί επίσης ως λανθασμένη τη διαπίστωση του Δικαστηρίου, στο μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1, ότι δεν του είχε υποβληθεί ότι προέβη σε υπερχρέωση εφόσον τέτοια υποβολή είναι εμφανής από τα πρακτικά.

 

Σημειώνεται ότι από πλευράς εφεσίβλητης πρωτόδικα κατέθεσαν δυο μάρτυρες, οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ενώ δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία από πλευράς εφεσείουσας, η οποία περιορίστηκε στην αντεξέταση των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας έκρινε κατ' αρχάς ότι δεν αμφισβητείτο από πλευράς εφεσείουσας η παροχή προς την ίδια από την εφεσίβλητη των εργασιών που της είχε ζητήσει, να αντικαταστήσει δηλαδή ένα κόσκινο και ένα πλυντήριο άμμου στο εργοτάξιο της εφεσείουσας και ότι χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό δυο γερανούς.

 

Στη συνέχεια έκρινε τον Μ.Ε.1 βασικά αξιόπιστο σημειώνοντας στην απόφαση ότι δεν του είχε υποβληθεί κατά την αντεξέταση ότι είχε υπερχρεώσει την εφεσείουσα για τις εργασίες ή ότι δεν χρειάζετο η αποστολή δύο γερανών στο εργοτάξιο.  Σ' όσον αφορά δε την Μ.Ε.2, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μόνο που γνώριζε για τη συγκεκριμένη χρέωση ήταν τι μηχανήματα είχαν φύγει από το γκαράζ της εφεσίβλητης για τους σκοπούς της εργασίας που ανέλαβε για λογαριασμό της εφεσείουσας και τι ώρα επέστρεψαν, εφόσον οι γερανοί  χρεώνοντο με την ώρα.  Σ΄όσον αφορά το επίδικο τιμολόγιο έκρινε ότι  η Μ.Ε.2 δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει από πού προέκυπτε η διαφορά μεταξύ της χρέωσης που αναγράφετο στο τιμολόγιο και εκείνης που υποστήριξε κατά την προφορική της μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 ως προς τον τρόπο χρέωσης, προέβη στα εξής ευρήματα:

 

"...Μεταξύ της Ενάγουσας Εταιρείας και της Εναγόμενης Εταιρείας υπήρχε συνεργασία αρκετών ετών. Την 01/04/2004 είχε ζητηθεί από την Εναγόμενη Εταιρεία ένας γερανός 45 τόνων για να αντικατασταθεί ένα κόσκινο και ένα πλυντήριο άμμου από το εργοτάξιο της  Εναγόμενης Εταιρείας. Ο γερανός έφυγε από το γκαράζ η ώρα 07.30 το πρωί. Κατά η ώρα 09.00 το πρωί ειδοποιήθηκε η Ενάγουσα Εταιρεία να στείλει άλλο γερανό των 75-80 τόνων, γιατί ο πρώτος δεν μπορούσε να εκτελέσει την εργασία. Ο δεύτερος γερανός έφυγε από το γκαράζ η ώρα 09.30 το πρωί. Λόγω του ότι η εργασία που έπρεπε να εκτελεστεί ήταν δύσκολη και επικίνδυνη παρέμειναν και οι δύο γερανοί στο εργοτάξιο της   Εναγόμενης Εταιρείας, ο μεν πρώτος μέχρι τις 07.15 το απόγευμα, περίπου για 12 ώρες και ο δεύτερος περίπου μέχρι τις 9.00 το βράδυ, για δέκα ώρες. Η Ενάγουσα Εταιρεία χρέωνε για το γερανό των 45 τόνων Λ.Κ.50- την ώρα, ενώ για το γερανό των 75-80 τόνων χρέωνε Λ.Κ.100-. Εκδόθηκε το τιμολόγιο με αριθμό 10590 για το ποσό των Λ.Κ.1.955- που αντιπροσώπευε την αξία των εργασιών που εκτελέστηκαν. Όμως, λόγω του ότι ο μεγάλος γερανός είχε χρησιμοποιηθεί για πολλές ώρες, αντί για Λ.Κ.100- ζητήθηκε το ποσό των Λ.Κ.80- την ώρα, με αποτέλεσμα το τελικό ποσό να ανέρχεται στις Λ.Κ.1.400- πλέον Φ.Π.Α.."

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη συνέχεια αφού έκρινε ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η παρουσία και των δυο γερανών στο εργοτάξιο ασχολήθηκε με τη διαφορά που προέκυπτε σ' όσον αφορά την χρέωση για τις υπηρεσίες που παρασχέθησαν από την εφεσίβλητη, μεταξύ της προφορικής μαρτυρίας και του περιεχομένου του τιμολογίου και κατέληξε ότι η χρέωση της εφεσίβλητης ήταν λανθασμένη.  Προβαίνει ακολούθως να εξηγήσει το λόγο που τη θεωρεί λανθασμένη ότι δηλαδή ο μικρός γερανός των 45 τόνων παρέμεινε στο εργοτάξιο 12 ώρες, οπότε σύμφωνα με την αποδεχθείσα μαρτυρία θα  έπρεπε να χρεωθεί το ποσό των Λ.Κ.600,00 και ο μεγάλος των 75 τόνων 10 ώρες, οπότε θα έπρεπε να χρεωθεί το ποσό των Λ.Κ.800,00 δηλαδή σύνολο Λ.Κ. 1.400,00 ποσό για το οποίο εξέδωσε απόφαση.

 

Από ενδελεχή μελέτη των πρακτικών και των τεκμηρίων, ιδιαίτερα του τεκμ. 2 που ήταν το επίδικο τιμολόγιο, διαπιστώνουμε τα εξής:  Το τιμολόγιο αφορούσε σε δυο χρεώσεις εκ Λ.Κ. 1.100,00 για τον ένα γερανό και Λ.Κ.600,00 για τον άλλο, δηλαδή σύνολο Λ.Κ. 1.700,00.  Με την προσθήκη ΦΠΑ 15% δηλαδή Λ.Κ. 255,00 η χρέωση ανήλθε στο ποσό των Λ.Κ.1.955,00.  Ο Μ.Ε.1 εξήγησε στη μαρτυρία του τον τρόπο που η εταιρεία χρέωνε τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην εφεσείουσα, ότι δηλαδή για το γερανό των 45 τόνων χρέωνε Λ.Κ.50,00 και για εκείνον των 75 τόνων Λ.Κ.100,00 την ώρα.  Όμως η εφεσείουσα ζητούσε κάθε φορά έκπτωση στις χρεώσεις.

 

Κρίνουμε τη διαφορά της χρέωσης μεταξύ του τιμολογίου αρ. 10590 που εκδόθηκε για την επίδικη εργασία με εκείνη που ανέφεραν οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 στη μαρτυρία τους, ότι δεν συνιστά ουσιώδη αντίφαση που να καθιστά με οποιοδήποτε τρόπο τρωτή την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει και της θέσης του Μ.Ε.1 ότι πολλές φορές αλλάζονταν τα τιμολόγια και η εφεσίβλητη πάντα διεκδικούσε έκπτωση και πλήρωνε καθυστερημένα.  Για το συγκεκριμένο τιμολόγιο μάλιστα έκαμε έκπτωση στη χρέωση του μεγάλου γερανού και αντί Λ.Κ.100,00 την ώρα χρέωσε τελικά Λ.Κ.80,00.

 

Εξετάσαμε την εισήγηση που αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από την πλευρά της εφεσείουσας με το οποίο να μπορούσε να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνακόλουθα εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας οποιουδήποτε μάρτυρα της εφεσίβλητης.  Σ' όσον αφορά τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υποβλήθηκε στον Μ.Ε.1 ότι υπερχρέωσε,  την αποδίδουμε σε τυχαίο ολίσθημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφόσον κατά την παράθεση της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα στην αρχή της πρωτόδικης απόφασης εντοπίζεται σαφής αναφορά ότι ο Μ.Ε.1 αρνήθηκε την υποβολή ότι είχε γίνει υπερχρέωση.  Εξάλλου επιβεβαιώνεται η σχετική υποβολή και από τα πρακτικά.

 

Εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ενέχει οποιαδήποτε σημασία εφόσον έγινε μετά που ο Μ.Ε.1 είχε κριθεί αξιόπιστος και είχε ήδη μαρτυρήσει ότι προέβη σε έκπτωση στη χρέωση για τον μεγάλο γερανό.   

 

Δεν κρίνουμε ότι υφίσταται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί, που να καθιστά αναγκαία την παρέμβαση μας.

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493).

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552,  στη σελ. 1566, για το θέμα,

 

«...Tο Δικαστήριο πρωτοδίκως είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας.  (δέστε Baloise Insurance Co Ltd. v. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 1275).  Επεμβαίνει, όμως, όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγηση των δεδομένων.  (Δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 ΑΑΔ 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 ΑΑΔ 236, και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 705).»

 

Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Τα ίδια ισχύουν και για το δεύτερο λόγο έφεσης, που στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος της εφεσείουσας τον χαρακτηρίζει ως το κύριο λόγο έφεσης και αφορά επίσης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Βασικός ισχυρισμός προς υποστήριξη του λόγου έφεσης είναι ότι στην πρωτόδικη απόφαση προνοείται και ΦΠΑ επί του επιδικασθέντος ποσού, χωρίς να ζητείτο στην Έκθεση Απαίτησης, γεγονός που, κατά την άποψη του, δεικνύει την τάση του Δικαστηρίου να διορθώσει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης με αυθαίρετο τρόπο.  Είναι και δική μας διαπίστωση ότι δεν ζητείτο ΦΠΑ στην Έκθεση Απαίτησης και ότι κατόπιν αίτησης εκ μέρους της εφεσίβλητης διόρθωσης της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 6/6/12  προέβη στην σχετική διόρθωση διαγράφοντας την πρόνοια για πληρωμή ΦΠΑ από την απόφαση.  Σημειώνουμε ότι η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου ήταν προς όφελος της εφεσείουσας κατόπιν σχετικού διαβήματος της εφεσίβλητης και κατ' ουδένα τρόπο μπορεί να εκληφθεί από μόνη της ως προσπάθεια του Δικαστηρίου υποβοήθησης της υπόθεσης της εφεσίβλητης, ως η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας.  Σημειώνεται ότι η διορθωτική αυτή απόφαση του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε αλλ' ούτε και η ορθότητα της συνιστά λόγο έφεσης, η οποία εν πάση περιπτώσει, ήταν εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, στη βάση της Δ.25 θ. 6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών επί της οποίας βασίζετο η αίτηση.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                  Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

                                                                  Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

                                                                  Α. Πούγιουρου, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο