ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A60
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 56/2012)
6 Φεβρουαρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΓΥΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
----------------------------------------
Α. Μυλωνάς με Ντ. Βαρωσιώτου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Εφεσείοντα.
--------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε πρόβλημα με την όραση του και στις 27.5.2001 επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, Τμήμα Πρώτων Βοηθειών, στη συνέχεια δε παραπέμφθηκε στο Μακάρειο Νοσοκομείο για εξέταση από οφθαλμίατρο. Εκεί διαγνώστηκε θρόμβωση της κεντρικής φλέβας του αμφιβληστροειδούς. Ακολούθως παραπέμφθηκε σε ειδικό ιατρό, ο οποίος συνέστησε φαρμακευτική θεραπεία με Persantin, λήψη ασπιρίνης και υπεβλήθη σε εξέταση καρωτίδων και φλουροαγγειογράφημα.
Ο εφεσείων παρατηρώντας ότι δεν είχε όραση στο δεξί μάτι επισκέφθηκε και πάλι τον ιατρό που τον εξέτασε προηγουμένως, ο οποίος μετρώντας την πίεση στον οφθαλμό τη βρήκε φυσιολογική. Στη συνέχεια επισκέφθηκε ιδιώτη ιατρό ο οποίος διαπίστωσε ότι η πίεση ήταν πολύ πέραν των φυσιολογικών ορίων. Τελικώς η επίσκεψη του σε διάφορα ιατρικά κέντρα του εξωτερικού δεν οδήγησε σε οποιαδήποτε βελτίωση, αλλά, αντίθετα, διαγνώστηκε μόνιμη και μη ανατρέψιμη τύφλωση στο δεξιό οφθαλμό. Υποβλήθηκε σε θεραπεία με ακτίνες λέϊζερ και έλαβε θεραπεία με φαρμακευτική αγωγή Froben 50 mg, χωρίς οποιοδήποτε θετικό αποτέλεσμα.
Στις 18.2.2005 ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας ειδικές και γενικές αποζημιώσεις εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας - εφεσίβλητου - ως εκ προστήσεως υπευθύνου για λανθασμένη ιατρική διάγνωση και παροχή ιατρικής περίθαλψης, μη έγκαιρης λήψης ορθής και δέουσας ή επιβαλλόμενης θεραπείας από το κυβερνητικό νοσοκομείο ή τους ιατρούς αυτού και γενικά για ιατρική αμέλεια. Με την υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος αρνήθηκε οποιαδήποτε αμέλεια εισηγούμενος ότι για τη διάγνωση της πάθησης του εφεσείοντος, ήτοι, θρόμβωση της κεντρικής φλέβας του δεξιού οφθαλμού έγιναν οι απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις και χορηγήθηκε η ενδεδειγμένη συντηρητική θεραπεία. Η περίπτωση του εφεσείοντος αντιμετωπίστηκε από το ιατρικό προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας και του Μακάρειου Νοσοκομείου εντός του ενδεδειγμένου και παραδεκτού επιστημονικού πλαισίου, με αντικειμενικά δεδομένη την ιατρικά περιορισμένη δυνατότητα αποθεραπείας της πάθησης του. Η υπεράσπιση καταλόγισε επίσης αποκλειστική ή και σε αποφασιστικό βαθμό αμέλεια του ίδιου του εφεσείοντος, ο οποίος παρέλειψε να ζητήσει έγκαιρα ιατρική συμβουλή και φροντίδα, μη επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια να επισκεφθεί άμεσα το νοσοκομείο, επιμένοντας να επισκεφθεί συγκεκριμένο ιατρό στο Μακάρειο Νοσοκομείο μετά τη διαπίστωση του ότι το πρόβλημα εξακολουθούσε να υφίστατο μετά την πρώτη του επίσκεψη.
Δόθηκε εξειδικευμένη ιατρική μαρτυρία υπέρ του εφεσείοντος, πέραν της δικής του κατάθεσης, από τους Δρ. Λούη Αναστασίου Λοΐζου, νευρολόγο και πρώην Διευθυντή Νευρολογίας στο Wakefield Hospital του Ηνωμένου Βασιλείου και από τον Σωτήρη Φωτίου, οφθαλμίατρο ο οποίος σπούδασε στο Ισραήλ όπου και εργάστηκε στο νοσοκομείο Hadassad για αρκετά χρόνια πριν την επάνοδο του στη Δημοκρατία για να ασκήσει την ιατρική ιδιωτικώς. Από πλευράς του εφεσίβλητου κατέθεσε ο Δρ Ανδρέας Σολωμονίδης, οφθαλμολόγος, ο οποίος είχε εξετάσει τον εφεσείοντα στο Μακάρειο Νοσοκομείο καθώς και η Δρ. Ελένη Λουκιανού, επίσης οφθαλμίατρος, που εργαζόταν ως Ιατρικός Λειτουργός στο ίδιο Νοσοκομείο. Σε συντομία, οι ιατροί εκ μέρους του εφεσείοντος κατέθεσαν ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί η περίπτωση με τη χορήγηση ηπαρίνης, φάρμακο με αντιπηκτικές ιδιότητες, η χορήγηση του οποίου μπορεί να γίνει ενδοφλεβίως με εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο λόγω πιθανών επιπλοκών. Η θρόμβωση της κεντρικής φλέβας αμφιβληστροειδούς πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα διότι αν τα κύτταρα του αμφιβληστροειδούς παραμείνουν χωρίς αιμάτωση και οξυγόνωση για 72 ώρες, τότε αυτά αχρηστεύονται. Η ιδιαίτερη μαρτυρία του Δρ. Φωτίου ήταν ότι η θεραπεία έπρεπε να περιλαμβάνει τη χορήγηση αντιπηκτικών για να μη μεγαλώσει ο θρόμβος, τη χορήγηση ενζυμικών για να διαλυθεί ο θρόμβος, τη χορήγηση φαρμάκου για διαστολή των αγγείων με σκοπό την αύξηση της αιμάτωσης, τη χορήγηση ορού για να αυξηθεί ο όγκος του αίματος, τη χορήγηση άλλων φαρμάκων για μείωση της πίεσης του οφθαλμού, καθώς και αφαίρεση υγρού και πάλι με σκοπό τη μείωση της πίεσης. Αν ο εφεσείων αντιμετωπιζόταν κατ΄ αυτό τον τρόπο, δυνατόν η κατάσταση του να σταθεροποιείτο με ενδεχόμενη βελτίωση της όρασης.
Από την άλλη, οι ιατροί εκ μέρους της υπεράσπισης θεώρησαν ότι η ενδεδειγμένη το 2001 θεραπεία για τη θρόμβωση της κεντρικής φλέβας του αμφιβληστροειδούς ήταν η ενδεδειγμένη, επισημαίνοντας τις διαφορές μεταξύ θρόμβωσης και απόφραξης της κεντρικής αρτηρίας για την οποία ενδεικνυόταν η χορήγηση διαφορετικής θεραπείας. Η συγκεκριμένη πάθηση του εφεσείοντος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί και με τη χορήγηση ηπαρίνης την οποία όμως ο Δρ. Σολωμονίδης δεν χρησιμοποιούσε διότι δεν είχε θετικό αποτέλεσμα σε ορισμένες περιπτώσεις που είχε δοκιμαστεί, ενώ η θεραπεία αυτή εγκυμονούσε κινδύνους για παρενέργειες. Η Δρ. Λουκιανού είχε επίσης τη θέση ότι η ενδεδειγμένη το 2001 θεραπεία της θρόμβωσης της κεντρικής φλέβας ήταν αυτή που χορηγήθηκε στον εφεσείοντα με ενδεδειγμένη τη διεξαγωγή φλουροαγγειογραφήματος και Doppler καρωτίδων, μαζί με τη χορήγηση ασπιρίνης και Persantin.
Η μάρτυρας επίσης αναφέρθηκε στις επιπτώσεις και τις διαφορές μεταξύ θρόμβωσης και απόφραξης της κεντρικής αρτηρίας. Στην πρώτη επηρεάζεται η ροή του αίματος στην κεντρική φλέβα, η οποία αντιμετωπίζεται σε ένα βαθμό, ενώ στη δεύτερη διακόπτεται ουσιαστικά ή επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό η αιμάτωση κυττάρων του οφθαλμού. Η μάρτυρας δέχθηκε ότι κατά καιρούς δοκιμάστηκαν διάφορες εναλλακτικές θεραπείες περιλαμβανομένης και της χορήγησης ηπαρίνης, χωρίς θετικά αποτελέσματα. Το 2001 δεν υπήρχαν άλλα ενέσιμα σκευάσματα που μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της πάθησης όπως υπήρξαν στη συνέχεια. Η χορήγηση θρομβολυτικών δεν αποτελούσε την ενδεδειγμένη θεραπεία αφού η συγκεκριμένη πάθηση παρά την ονομασία της δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκη τη δημιουργία θρόμβου στην κεντρική φλέβα, αλλά τον περιορισμό της ροής αίματος λόγω πίεσης που ασκείται από τα τοιχώματα της κεντρικής αρτηρίας στα τοιχώματα της κεντρικής φλέβας. Σε τέτοια περίπτωση η χορήγηση θρομβολυτικών δεν θα είχε αποτέλεσμα αφού δεν θα είχε σχηματιστεί θρόμβος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια ιδιαιτέρως συνοπτική για την περίπτωση απόφαση, που εξέδωσε το Δεκέμβριο 2011, έκτασης στην ουσία έξι σελίδων, απέρριψε την αγωγή υιοθετώντας πλήρως την ιατρική άποψη της Δρος Λουκιανού, η οποία ως μάρτυρας του δημιούργησε εξαιρετική εντύπωση έχοντας ασχοληθεί σε έκταση και βάθος με τη συγκεκριμένη πάθηση απαντώντας όλες τις ερωτήσεις με άψογο και φυσικό τρόπο υποστηρίζοντας τις θέσεις της με συγγράμματα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Το Δικαστήριο δέχθηκε συνεπώς ότι όταν ο εφεσείων επισκέφθηκε το νοσοκομείο παραπονούμενος, του χορηγήθηκε η ενδεδειγμένη υπό τις περιστάσεις θεραπεία στη βάση των ιατρικών γνώσεων της τότε εποχής. Το Δικαστήριο συνεχίζοντας ανέφερε επίσης ότι ενδεχόμενες θεραπείες ή άλλοι μέθοδοι που εφαρμόζονταν τότε στο εξωτερικό, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράλειψη ώστε να στοιχειοθετηθεί ιατρική αμέλεια. Κατά συνέπεια δεν υπήρξε πράξη ή παράλειψη που ισοδυναμούσε με παράβαση καθήκοντως επιμέλειας, ενώ ταυτόχρονα δεν τεκμηριώθηκε και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συγκεκριμένης θεραπείας που δόθηκε στον εφεσείοντα στο Νοσοκομείο και των αποτελεσμάτων εφόσον δεν καταδείχθηκε ότι η χορήγηση άλλης πιθανής θεραπείας θα απέληγε σε καλύτερα αποτελέσματα.
Παραπονείται ενώπιον του Εφετείου ο εφεσείων με εννέα λόγους έφεσης, με επίκεντρο το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του, μη αιτιολογώντας καθόλου ή επαρκώς την απόφαση του εφόσον δεν έλαβε υπόψη ή δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του Δρος Φωτίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πλανήθηκε σε σχέση με την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του θεωρώντας ότι ενώ ο Δρ. Φωτίου ανέφερε ότι στην Κύπρο χρησιμοποιείτο η θεραπεία της ηπαρίνης κατά το 2001, το Δικαστήριο λανθασμένα ανέφερε ότι αυτός, δηλαδή, ο Δρ. Φωτίου, δεν γνώριζε. Αλλά και λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το αστικό αδίκημα της αμέλειας στη βάση του ότι ο ειδικός οφθαλμίατρος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας Δρ. Σολωμονίδης, παρέλειψε να ενεργήσει άμεσα και/ή εντός 72 ωρών από το πρώτο σύμπτωμα του εφεσείοντος και δεν χορήγησε την ηπαρίνη, αντιπηκτική θεραπεία, την οποία ενώ γνώριζε, εγκατέλειψε τη χρήση της από μόνος του παραδεχόμενος ότι η ασπιρίνη και το Persantin ήταν απλά συντηρητική θεραπεία. Επομένως, λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε και στο άλλο συμπέρασμα ότι δεν είχε τεκμηριωθεί οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δοθείσας θεραπείας και της απώλειας όρασης στο δεξιό οφθαλμό του εφεσείοντος.
Είναι θλιβερό, και ταυτόχρονα ιδιαιτέρως απογοητευτικό, αλλά ο τρόπος που το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να ασχοληθεί με τη σοβαρή αυτή υπόθεση, δεν αφήνει άλλη επιλογή εκτός από την επανεκδίκαση της μετά την πάροδο τόσων πολλών ετών. Το Δικαστήριο για δικούς του ανεξήγητους λόγους δεν προσέγγισε τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του με τον ορθό και ενδεδειγμένο δικαστικό τρόπο. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δρος Φωτίου, τη θέση του οποίου καταγράφει, αλλά δεν αξιολογεί κατ΄ ελάχιστον. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν υπάρχει καμία σαφής αξιολόγηση ούτε της μαρτυρίας του Δρος Σολωμονίδη, ο οποίος κατέθεσε για την υπεράσπιση. Μοναδική συγκεκριμένη αξιολόγηση έγινε για τη Δρα Λουκιανού. Αυτή η αξιολόγηση δεν αντιπαραβλήθηκε με την αντίθετη θέση του Δρ. Φωτίου, ούτε σε γενικότητα, αλλά ούτε και εξειδικευμένα. Η παντελής έλλειψη αναφοράς σε μαρτυρία, εξειδικευμένη και ιατρική, σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί ο εφεσείων, αποδυναμώνει σε καίριο βαθμό τη δικαστική κρίση και ουσιαστικά την εξουδετερώνει.
Η νομολογία έχει πλειστάκις ασχοληθεί με το λεπτό θέμα της αξιολόγησης μαρτυρίας ώστε να είναι πλέον αχρείαστο να παρατεθούν εκ νέου οι θέσεις και οι κατευθυντήριες αρχές που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της δικαστικής έκφρασης. Παρότι η έκφραση αυτή δεν είναι και δεν θα μπορούσε να ήταν αποτυπωμένη κατά ένα παγιωμένο, στερεότυπο τρόπο, αποτελούσα μια δυναμική προέκταση των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, παραπέμπτοντας έτσι σε ένα ζωντανό δικαιϊκό σύστημα, (Κάτσου ν. Global Capital Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 119/2011, ημερ. 12.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A546, εν τούτοις αναμένεται κατ΄ ελάχιστον η με διαύγεια αποτύπωση της αξιολόγησης ώστε να καταγράφεται σαφώς η δικαστική αιτιολόγηση, αναπόσπαστη πτυχή της λειτουργίας αυτής, (Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512). Αιτιολογημένη απόφαση σημαίνει ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και της δικογραφίας και η καταγραφή με ευκρίνεια των αναλόγων ευρημάτων δίδοντας προς τούτο πειστικούς λόγους, (Εταιρεία Παφίτης & Ιορδάνους Κοντράκτορς Λτδ κ.ά. ν. Α.Ν. Στασής Εστέϊτς Κο Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 916). Η αξιολόγηση αποτελεί δικαστικό έργο και καθήκον και προϋποθέτει συσχέτιση της μαρτυρίας στο σύνολο της και αντιπαραβολής των διϊστάμενων θέσεων. Όσο πιο σύνθετη είναι η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, τόσο περισσότερο προβάλλει η ανάγκη σαφούς αξιολόγησης, και οι υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι ιδιαιτέρως περίπλοκες ώστε να χρήζουν της μεγίστης προσοχής από το εκδικάζον Δικαστήριο, (Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1493). Η κατ΄ απομόνωση αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας ενδεχόμενα οδηγεί το Δικαστήριο σε λανθασμένη εκτίμηση των εγειρομένων θεμάτων και επηρεάζει το εύλογο της κρίσης του, (Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd v. Στέλιου Παύλου κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 240/2010, ημε. 20.12.2017), ECLI:CY:AD:2017:A474.
Όταν ένα Δικαστήριο επιτελεί πλημμελώς το πιο πάνω έργο, αυτό αποβαίνει σε βάρος των διαδίκων που προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη αναζητώντας θεραπεία, πλην όμως ταλαιπωρούνται αδίκως λόγω του τρόπου με τον οποίο ο Δικαστής επέλεξε να ασχοληθεί με την υπόθεση, προκαλώντας έτσι αχρείαστη καθυστέρηση. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Δικαστής δεν έχει επιλογή. Οφείλει να εκδικάζει και να αποφασίζει την ενώπιον του διαφορά εντός των καθορισθέντων νομολογιακών παραμέτρων.
Δεν χρειάζεται να λεχθούν περισσότερα για να καταδειχθεί το ακροασφαλές βάθρο επί του οποίου οικοδόμησε την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε να μην προκαθοριστεί η αξιολόγηση που θα πρέπει να γίνει κατά την επανεκδίκαση, (Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682).
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση ενώπιον άλλου αρμόδιου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας ακυρώνονται και θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Δ.
Δ.
Δ.