ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μιχάλης Ιωάννου με Νικόλα Χαραλάμπους, για τον εφεσείοντα. Μαρία Αλεξάνδρου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-02-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, 7/2/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A67

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012)

 

 

7 Φεβρουαρίου 2018

 

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ

Εφεσείοντα/Εναγόμενου

ΚΑΙ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

---------------

 

Μιχάλης Ιωάννου με Νικόλα Χαραλάμπους, για τον εφεσείοντα.

Μαρία Αλεξάνδρου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

 

---------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

---------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Το 1999 ο Γενικός Εισαγγελέας, νυν εφεσίβλητος, καταχώρισε αγωγή διεκδικώντας από τον εφεσείοντα οφειλόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας.  Η απόφαση υπέρ του εφεσιβλήτου προσβλήθηκε με έφεση (Γεώργιος Εργατίδης ν. Γενικός Εισαγγελέας (2006) 1 ΑΑΔ 1098).  Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι μέρος των αξιώσεων (αξιώσεις Β και Ε) ήταν συναρτημένες με την εγγραφή του εφεσείοντα στο Μητρώο ΦΠΑ, που αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει απόφαση για τις αξιώσεις αυτές μη έχοντας δικαιοδοσία να ελέγξει τη διοικητική πράξη που αποτελούσε το έρεισμα τους.  Ως προς τις υπόλοιπες όμως αξιώσεις, κρίθηκε ότι αυτές ήταν συναρτημένες προς τις ίδιες τις φορολογικές δηλώσεις που φαινόταν να υπέβαλε ο εφεσείων, ο οποίος αμφισβητεί ότι πράγματι υπέβαλε τις φορολογικές δηλώσεις.  Συνεπώς, οι υπόλοιπες αξιώσεις ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου το οποίο όφειλε να τις είχε εξετάσει, κάτι που δεν έπραξε.  Κατόπιν τούτου, διατάχθηκε επανεκδίκαση που οδήγησε στην απόφαση που προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, με την οποία απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα.

 

Η ουσία της εκδοχής του εφεσείοντα είναι ότι τα ποσά που ζητούνται από τον ίδιο είναι οφειλόμενα από τον αδελφό του Στέλιο Εργατίδη και την Stylian Hotel Ltd, αναφορικά με επιχείρηση σε τουριστικά διαμερίσματα που οι τελευταίοι διατηρούσαν, χωρίς καμιά ανάμειξη του εφεσείοντα.  Επειδή ο Στέλιος Εργατίδης τελούσε σε πτώχευση και δεν μπορούσε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στα γραφεία ΦΠΑ, ο εφεσείοντας, στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον αδελφό του και έχοντας πρόθεση να καταβάλει ποσό μόνο ΛΚ3.000, παραπλανήθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο και υπέγραψε τις επίδικες φορολογικές δηλώσεις, οι οποίες αφού συμπληρώθηκαν τον εμφάνιζαν να οφείλει, ως το πρόσωπο που ασκούσε την εν λόγω επιχείρηση, πολύ μεγαλύτερα ποσά.

 

Εκ μέρους του εφεσίβλητου έδωσαν μαρτυρία επτά μάρτυρες και εκ μέρους του εφεσείοντα τέσσερις.  Από τη μαρτυρία το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι επίδικες δηλώσεις ναι μεν έφεραν υπογραφή του εφεσείοντα, δεν είχαν όμως συμπληρωθεί από τον ίδιο.  Δέχθηκε επίσης ότι είχε παρουσιαστεί στα γραφεία ΦΠΑ στη Λεμεσό βεβαίωση των προαναφερθέντων Στέλιου Εργατίδη και Stylian Hotel Ltd ημερομηνίας 20.10.1997, με την οποία βεβαίωναν ότι αυτοί διαχειρίζονταν τα εν λόγω τουριστικά διαμερίσματα κατά την επίδικη περίοδο.

 

Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 AAΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240).  Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές.

 

Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει, στα πλαίσια της υπεράσπισης non est factum, ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας, ως η τυφλότητα ή ο αναλφαβητισμός, ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου,  παρά την επιμέλεια και προσοχή που επέδειξε.  Θα πρέπει, επίσης, το έγγραφο να είναι εντελώς διαφορετικό, υπό την έννοια ότι εντάσσεται σε διαφορετική κατηγορία εγγράφων. 

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα του τυχόν δόλου, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι «ο φίλος Μάριος που δούλευε στο ΦΠΑ» του είχε αναφέρει πως ο μόνος τρόπος για να βοηθήσει τον αδελφό του ήταν να εγγραφεί, εφόσον ο εφεσείοντας ήταν ήδη εγγεγραμμένος στο Μητρώο ΦΠΑ.  Περαιτέρω, έκρινε ότι ο εφεσείοντας έδωσε αδικαιολόγητα ασαφή εκδοχή ως προς το ποιος υπάλληλος του ΦΠΑ τον έπεισε και τον παραπλάνησε να υπογράψει τις φορολογικές δηλώσεις.  Έλαβε, βεβαίως, υπόψη το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας την παρέλευση μεγάλου χρόνου, διαπιστώνοντας όμως έκδηλη προσπάθεια του εφεσείοντα να αξιοποιήσει τον παράγοντα αυτό προφασιζόμενος ότι δεν θυμόταν.  Δεν δέχθηκε το Δικαστήριο ότι θα ήταν δυνατό ο εφεσείων να ήταν τόσο ασαφής, έστω και μετά την πάροδο πολλών ετών, για ένα τέτοιο συγκεκριμένο και σοβαρότατο ισχυρισμό.

 

Η απόρριψη της παραπάνω εκδοχής του εφεσείοντα, που ήταν το θεμέλιο της υπεράσπισής του, έγινε με βάση αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία, έχοντας κατά νου τις παγιωμένες και χωρίς καμιά ανάγκη πλέον επανάληψης αρχές, δεν βρίσκουμε κανένα λόγο επέμβασης.

 

Η παραπάνω διαπίστωση απαντά όχι μόνο σε συγκεκριμένους λόγους έφεσης με τους οποίους εγείρονται τα θέματα της δήθεν εξαπάτησης του εφεσείοντα ή της παράλειψης αιτιολόγησης, αλλά απαντούνται και πλείστοι άλλοι λόγοι έφεσης οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από την ίδια εκδοχή. Ειδικότερα, αφ΄ης στιγμής διαπιστώθηκε η δέσμευση του εφεσείοντα από την υπογραφή του, δεν θα μπορούσε πλέον να ισχυρίζεται, όπως προβάλλει με σχετικό λόγο έφεσης, ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως ο ίδιος ήταν το υποκείμενο, στον οφειλόμενο φόρο, πρόσωπο.

 

Περαιτέρω, τέθηκε πως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος που παρήλθε δεν αποτέλεσε εμπόδιο ούτε επηρέασε δυσμενώς τον εφεσείοντα ή το Δικαστήριο στην εξέταση και λήψη απόφασης, είναι εσφαλμένη.  Η καθυστέρηση ήταν αδικαιολόγητα μεγάλη.  Όμως όπως έχει νομολογηθεί, δεν οδηγεί αφ΄εαυτής σε ακυρότητα της απόφασης.  Δεν έχει καθόλου καταδειχθεί ότι η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε κατά νου και εξέτασε τη συγκεκριμένη πτυχή προβαίνοντας σε σχετική διαπίστωση.  Ο μόνος επηρεασμός που διαπίστωσε κατά τρόπο συγκεκριμένο ήταν αναφορικά με το ζήτημα του τόκου, ζήτημα το οποίο, ορθά, αντιμετώπισε επιδικάζοντας τόκο από την ημερομηνία που τέθηκε ο φάκελος ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς επανεκδίκασης, δηλαδή από 17.9.2010.

 

Τα έξοδα όμως της επανεκδίκασης ορθά ακολούθησαν το αποτέλεσμα και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2500 υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

 

 

                                                                   Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ»Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο