ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A444
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 429/2011
6 Δεκεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΠΟΝΙΔΗ (ΣΥΖΥΓΟΣ ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗ)
Εφεσείουσα/Ενάγουσα
ΚΑΙ
1. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ.
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
......
Κ. Χατζηιωάννου για την εφεσείουσα
Γ. Ζαχαρίου (κα) για την εφεσίβλητη 1
Φρ. Σωτηρίου (κα) για τον εφεσίβλητο 2
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η εφεσείουσα το 1989 ενέγραψε την Υποθήκη με αρ. 3032/89 προς όφελος της Barclays Bank PLC επί του κτήματος της με αρ. εγγραφής 6778 στο Μαζωτό, για το ποσό των Λ.Κ. 16.000,00 πλέον τόκους, ως εξασφάλιση της αποπληρωμής χρέους του υιού της προς την Τράπεζα δυνάμει δανείου.
Το 1992 η Barclays Bank PLC καταχώρησε την αγωγή 2711/92 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών, περιλαμβανομένης της εφεσείουσας, προς ανάκτηση του χρεωστικού υπολοίπου του δανείου λόγω παραβίασης των όρων αποπληρωμής του. Λόγω παράλειψης των Εναγομένων 1 και 3 να εμφανιστούν στη διαδικασία, στις 22/4/93 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Τράπεζας και εναντίον του Εναγομένου 1, πρωτοφειλέτη, για τα ποσά των Λ.Κ. 28.717,88 με τόκο 9% ετησίως από 18.12.92 και Λ.Κ. 263,60 έξοδα της αγωγής, πλέον τόκους,ενώ εναντίον της εφεσείουσας/εναγομένης 3, απόφαση για εκποίηση του υποθηκευμένου κτήματος της δια δημόσιου πλειστηριασμού και τα έσοδα από την πώληση να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων, οιονδήποτε δε τυχόν υπόλοιπο να επιστραφεί στην εφεσείουσα.
Ακολούθησε στις 11.11.93 η έκδοση απόφασης εναντίον του εναγομένου 2, λόγω παράλειψης του να εμφανιστεί στη διαδικασία, για το ποσό των Λ.Κ. 28.717,88 με τόκο 9% ετησίως πλέον έξοδα. Ενόψει της πιο πάνω απόφασης εναντίον της Εφεσείουσας, η Τράπεζα προχώρησε σε διαβήματα για πώληση του ενυπόθηκου κτήματος της με την αίτηση με αρ. ΑΔ 15/93 στο Κτηματολόγιο Λάρνακας και προέβη περαιτέρω στην κατάθεση memo επί του ιδίου κτήματος. Σε κάποιο στάδιο εντός του 2000 τέθηκε σε εφαρμογή Σχέδιο Αναδασμού στην περιοχή ως αποτέλεσμα του οποίου το κτήμα της εφεσείουσας με αρ. εγγραφής 6778 συνενώθηκε με το κτήμα με αρ. εγγραφής 6773, επίσης δικό της, και η Υποθήκη με αρ. Υ3032/89 μεταφέρθηκε στη συνέχεια σε ολόκληρο το νέο ακίνητο που προέκυψε από τη διαδικασία αναδασμού και φέρει αρ. εγγραφής 02/116. Ο πλειστηριασμός στη βάση της Αίτησης ΑΔ15/93 διεξήχθηκε στις 8.2.04 και επιτυχών πλειοδότης υπήρξε η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία (εφεσίβλητη 1), η οποία είχε αποκτήσει, εν τω μεταξύ, τα δικαιώματα της Barclays. Αφού συνυπολογίστηκε η οφειλή της εφεσίβλητης 1 εκ Λ.Κ. 37.240,00 και πληρώθηκαν τα διάφορα έξοδα και φόροι παρέμεινε υπόλοιπο από το προϊόν πώλησης των Λ.Κ.65.300, το ποσό των Λ.Κ. 19.646,49 το οποίο προσφέρθηκε από το Κτηματολόγιο στην εφεσείουσα αλλά αυτή αρνήθηκε να το παραλάβει.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη η εφεσείουσα προχώρησε στην καταχώρηση της Αγωγής 4085/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωνε διατάγματα ακύρωσης της πώλησης του κτήματος της με αρ. εγγραφής 02/116, και της εγγραφής του επ' ονόματι της εφεσίβλητης 1, όπως και διάταγμα επανεγγραφής του επ' ονόματι της εφεσείουσας μαζί με διαζευκτικές αξιώσεις για διάφορα ποσά, που αντιπροσωπεύουν την αξία του κτήματος, το προϊόν πώλησης κ.α.
Στην Έκθεση Απαίτησης αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στους εφεσίβλητους η χρήση δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων κατά την εγγραφή memo επί του κτήματος της εφεσείουσας με αρ. εγγραφής 02/116 προς βλάβη των συμφερόντων της. Στον εφεσίβλητο 2 αποδίδεται επιπρόσθετα αμέλεια και υπέρβαση των εξουσιών του κατά την εγγραφή του memo που αφορούσε στην εγγραφή της δικαστικής απόφασης εναντίον του εναγομένου 2 στην Αγωγή 2711/92 για το ποσό των Λ.Κ.28.717,88 πλέον τόκων και εξόδων και όχι της απόφασης εναντίον της εφεσείουσας.
Με την Υπεράσπιση της η εφεσίβλητη 1 αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για δόλο, απάτη ή ψευδείς παραστάσεις προβάλλοντας τη θέση ότι όλα τα διαβήματα που προέβη και αποσκοπούσαν στην είσπραξη του λαβείν της, ήταν καθόλα νόμιμα. Ο εφεσίβλητος 2 στη δική του Υπεράσπιση υπεραμύνεται των διαδικασιών της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος και της ενοποίησης των δυο κτημάτων της εφεσείουσας που προηγήθηκε της πώλησης, ότι έγιναν στη βάση των εξουσιών που του παρέχει η σχετική Νομοθεσία ενώ η εφεσείουσα κωλύεται στην προβολή οποιωνδήποτε ενστάσεων λόγω της συμπεριφοράς της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ακούσει μαρτυρία από μεν πλευράς εφεσείουσας από την ίδια (Μ.Ε.2) και το γιο της Ανδρέα Χρίστου (Μ.Ε.1) ενώ από την άλλη η εφεσίβλητη 1 κάλεσε ένα μάρτυρα τον Βάσο Βασιλείου, τραπεζικό υπάλληλο (Μ.Υ.1) και η εφεσίβλητη 2 την Βασιλική Πάλμα, υπάλληλο του Κτηματολογίου Λάρνακας (Μ.Υ.2). Kατατέθηκε επίσης ένας μεγάλος αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια όπως ειδοποιήσεις, αλληλογραφία κ.λ.π.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο πλήρως τη μαρτυρία από πλευράς εφεσιβλήτων, κατά προτίμηση εκείνης της εφεσείουσας στα αμφισβητούμενα σημεία, την οποία έκρινε ότι περιείχε αντιφάσεις και δημιουργούσε ερωτηματικά, προέβη στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 για το ποσό των €33.568,02 (το ισάξιο σε Λ.Κ. 19.646,49) ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης 1. Καταδίκασε περαιτέρω την εφεσείουσα στην πληρωμή των εξόδων των εφεσιβλήτων 1 και 2.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με 14 λόγους έφεσης. Παρατηρούμε ότι παρά το μεγάλο αριθμό λόγων έφεσης δεν υπάρχει κανένας εξ αυτών που να προσβάλλει ευθέως την απόρριψη της Αγωγής εναντίον της εφεσίβλητης 1. Παρά ταύτα από το σύνολο των λόγων έφεσης αλλά και από την ίδια ειδοποίηση έφεσης συνάγεται ότι η έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της. Οι λόγοι έφεσης 1, 7, 8 και 10 είναι συναφείς και έχουν στο στόχαστρο τους την πρωτόδικη δικαστική κρίση σε σχέση με τη νομιμότητα της διαδικασίας της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος με αρ. εγγραφής 02/116 που προέκυψε μετά τον αναδασμό και της μεταφοράς της Υποθήκης Υ 3032/89 εφ΄ολοκλήρου του κτήματος. Γι' αυτό κρίνουμε σκόπιμο όπως οι πιο πάνω λόγοι έφεσης εξεταστούν μαζί, αλλά και σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην παράλειψη εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας ως προς την αντικανονικότητα της διαδικασίας πώλησης είναι ότι ο δημόσιος πλειστηριασμός διεξήχθη για το νέο κτήμα με αριθμό εγγραφής 02/116 που προέκυψε από τον αναδασμό, ενώ η δικαστική απόφαση αφορούσε σε εκποίηση του τεμαχίου με αρ. εγγραφής 6778. Δεν απασχόλησε, επίσης, καθόλου το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Νόμου Περί Ενοποιήσεως και Αναδιανομής Αγροτικών Περιουσιών (Ν.24/69) και του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεων Νόμου (Ν.9/65) και των σχετικών Κανονισμών Πώλησης.
Κατ' αρχάς απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο η νομιμότητα της διαδικασίας αναδασμού στη βάση της οποίας τα δυο κτήματα της εφεσείουσας με αρ. εγγραφής 6773 και 6778 ενοποιήθηκαν σε ένα, επί του οποίου στη συνέχεια μεταφέρθηκε η επίδικη υποθήκη. Έκρινε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν εντός των πλαισίων του Νόμου χωρίς η εφεσείουσα να αξιοποιήσει τη δυνατότητα που της παρείχαν οι διατάξεις του Νόμου 24/69 και να αμφισβητήσει τη μεταφορά της υποθήκης στο νέο κτήμα που προέκυψε. Έκρινε επίσης με αναφορά σε νομολογία ως προς το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 24/69, που ήγειρε η εφεσείουσα, ότι δεν μπορεί να τύχει εξέτασης λόγω του ότι προβάλλεται γενικά και αόριστα και ούτε δικογραφείται. Σημειώνεται ότι η αμέσως πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου προσβάλλεται με το λόγο έφεσης 9. Σε σχέση με την αντικανονικότητα της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού έκρινε με αναφορά στη μαρτυρία της Πάλμα, υπαλλήλου του Κτηματολογίου (Μ.Υ.2), ότι η διαδικασία του πλειστηριασμού που ακολουθήθηκε ήταν από κάθε άποψη ορθή.
Η Πάλμα (Μ.Υ.2), στη μαρτυρία της οποίας έχουμε ανατρέξει, προέβη σε εκτενή και λεπτομερή περιγραφή όλων των διαβημάτων που έλαβε το Κτηματολόγιο Λάρνακας για εκποίηση της Υποθήκης Υ3032/89, ενόψει της αίτησης πώλησης ΑΔ 15/93 που κατέθεσε η εφεσίβλητη 1. Ανέφερε ότι αρχικά η πώληση ορίστηκε για τις 22/10/95, δεν διεξήχθη όμως εφόσον υποβλήθηκε ένσταση από πλευράς της Τράπεζας ως προς την επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης που θεώρησε χαμηλή. Η πώληση ορίστηκε εκ νέου για τις 4/5/97 η οποία όμως υπήρξε ανεπιτυχής. Περιέγραψε στη συνέχεια τη διαδικασία ενοποίησης των δυο κτημάτων λόγω του αναδασμού, τονίζοντας ότι η εφεσείουσα δεν υπέβαλε ένσταση εντός της προθεσμίας των 21 ημερών, δικαίωμα που της παρείχετο από το άρθρο 26(1) του Νόμου 24/69. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«26.(1) Όταν συμπληρωθεί το σχέδιο ενοποίησης και αναδιανομής, δημοσιεύεται, όπως η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο, μαζί με το σχέδιο εξωραϊσμού τοπίου και προστασίας του περιβάλλοντος, τις προβλέψεις για τις εκτάσεις που θα χρησιμοποιηθούν για εγκαταστάσεις δημόσιας ωφέλειας και για κοινή χρήση που αναφέρονται στο Δεύτερο Πίνακα, τις υφιστάμενες δουλείες που προβλέπεται να αποσβεσθούν και τις προβλεπόμενες να εγκαθιδρυθούν νέες δουλείες καθώς και τις προβλέψεις για τις μισθώσεις και επιβαρύνσεις που αναφέρονται στα άρθρα 22 και 23, αντίστοιχα. Τα σχέδια και έγγραφα μπορούν να επιθεωρηθούν από τους επηρεαζόμενους ιδιοκτήτες για περίοδο είκοσι και μίας ημερών από τη δημοσίευση τους και ενστάσεις μπορούν να υποβληθούν στην Επιτροπή μέσα στην προαναφερόμενη περίοδο των είκοσι και μίας ημερών.»
Ορίστηκε ως νέα ημερομηνία πώλησης η 8/2/04 όπου για πρώτη φορά αφορούσε στο κτήμα με αρ. εγγραφής 02/116 που προέκυψε συνεπεία του αναδασμού. Η Πάλμα ήταν σαφής στη μαρτυρία της ότι παρ' όλο που ειδοποιήθηκε με συστημένη επιστολή ημερ. 22/11/03, η εφεσείουσα πάλιν δεν υπέβαλε ένσταση αλλ' ούτε και προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για αναθεώρηση της επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης ή άλλων στοιχείων της πώλησης, όπως έπραξε η εφεσίβλητη 1 για την πώληση που ορίστηκε εντός του 1995. Εξήγησε επίσης γιατί πληρώθηκε ως προκαταβολή από την εφεσίβλητη ποσό μικρότερο από το 1/5 του τιμήματος πώλησης, ότι δηλαδή ήταν αποτέλεσμα των οδηγιών του Διευθυντή σύμφωνα με τις οποίες, αν ο επιτυχών πλειοδότης είναι ο ενυπόθηκος δανειστής αφαιρείται το ποσό του χρέους και υπολογίζεται το 1/5 επί του υπολοίπου.
Έχουμε ανατρέξει στο φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας και πρακτικά όπου εντοπίσαμε όλα τα έγγραφα στα οποία έκαμε αναφορά η Πάλμα στη μαρτυρία της, προς επιβεβαίωση του ισχυρισμού της ότι η εφεσείουσα ήταν ενήμερη τόσο της διαδικασίας ενοποίησης των δυο κτημάτων της όσο και της καταναγκαστικής πώλησης. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στο τεκμ. 27 που είναι η επιστολή ημερ. 30/3/93 που το Κτηματολόγιο πληροφορούσε την εφεσείουσα για την κατάθεση της αίτησης για την πώληση του υποθηκευμένου κτήματος της και στο τεκμ. 28 που είναι η γνωστοποίηση ημερ. 22/11/93 που απεστάλη στην εφεσείουσα, με την οποία το Κτηματολόγιο την πληροφορούσε για την επιφυλαχθείσα τιμή πώλησης. Εντοπίζεται επίσης το τεκμ. 29 που είναι η ειδοποίηση ημερ. 18/7/03 που αποστάληκε στην εφεσίβλητη1-Τράπεζα και στην εφεσείουσα με την οποία το Κτηματολόγιο τους πληροφορούσε ότι θα προέβαινε σε επιτόπια εξέταση στις 5/8/03, σε συγκεκριμένη ώρα, για σκοπούς επανεκτίμησης της επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης με βάση τα νέα δεδομένα που προέκυψαν από τον αναδασμό, όπου τα δυο κτήματα της εφεσείουσας συγχωνεύθηκαν σε ένα που φέρει αρ. εγγραφής 2/116 και είναι έκτασης 10 δεκαρίων και 996 τ.μ. Σημαντικό επίσης τεκμήριο είναι το 15 που είναι η επιστολή ειδοποίησης ημερ. 10/11/03 που στάληκε από το Κτηματολόγιο σε όλα τα μέρη, περιλαμβανομένης και της εφεσείουσας, με την οποίαν τα πληροφορούσε για την ημερομηνία του δημόσιου πλειστηριασμού που θα πραγματοποιείτο για το ακίνητο με αρ. εγγραφής 2/116. Σημειώνεται ότι και η ίδια η εφεσείουσα παραδέχθηκε στη μαρτυρία της ότι της είχε γνωστοποιηθεί η πώληση που θα λάμβανε χώρα το 1993 όπως και εκείνη το 2004, γεγονός που συνιστά και σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αποδεκτή τη μαρτυρία της Πάλμα ως καθόλα αξιόπιστης και ότι συνάδει με τα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο προσβάλλεται με τον λόγο έφεσης 5. Με τον ίδιο τρόπο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε και τη μαρτυρία του Βασιλείου (Μ.Υ.1) υπαλλήλου της Εφεσίβλητης 1. Διαφορετικά αντιμετώπισε τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, την οποία απέρριψε στα σημεία που αφορούν στη μη ενημέρωση τους για τα διαβήματα που λαμβάνοντο για την καταναγκαστική πώληση του κτήματος της εφεσείουσας ή για τη μεταφορά της υποθήκης στο νέο κτήμα που προέκυψε, καταγράφοντας τους λόγους για τους οποίους η μαρτυρία τους δεν έγινε δεκτή.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες, όταν καταθέτουν ενώπιον του. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (βλ. Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1 (Α)ΑΑΔ 254, Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 1851, Ζερβού κ.α. ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1999, Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1552 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09, ημερ. 21/5/14), ECLI:CY:AD:2014:A339.
Στην παρούσα περίπτωση τίποτε δεν έχει προβληθεί που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας ως προς την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 στα αμφισβητούμενα σημεία απ' εκείνη των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 5 θα πρέπει να απορριφθεί. Την ίδια κατάληξη θα πρέπει να έχει και ο λόγος έφεσης 6 που αφορά σε αόριστα ευρήματα του Δικαστηρίου, όπως ότι δεν καθορίστηκαν οι ημερομηνίες για τις προσπάθειες συμβιβασμού ή για την απόσυρση του memo ή ότι δεν ασχολήθηκε το Δικαστήριο με τις ειδοποιήσεις προς την Εφεσείουσα κ.α. Εξετάσαμε την εισήγηση και κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με όλα τα θέματα που ηγέρθησαν ενώπιον του και κατέληξε σε εκείνα τα ευρήματα επί των γεγονότων που έκρινε αναγκαία και ουσιώδη για σκοπούς της απόφασης του. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Μια από τις θέσεις που η εφεσείουσα υπέβαλε πρωτοδίκως και στη συνέχεια στο Εφετείο ήταν ότι η τιμή πώλησης που επιφύλαξε το Κτηματολόγιο ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική αξία του κτήματος της, εξ' ου και οι αποζημιώσεις που ζητά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει στην απόφαση του την παράλειψη της εφεσείουσας να προβεί στη λήψη των διαβημάτων που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία για αμφισβήτηση των διαδικασιών, σημειώνοντας ότι η παράλειψη της αυτή την εμποδίζει να προβάλλει εκ των υστέρων ενστάσεις. Συγκεκριμένα, συνιστά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν έλαβε τα μέτρα που προνοεί η νομοθεσία για αμφισβήτηση της επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης. Ούτε επίσης έλαβε οποιοδήποτε μέτρο για ακύρωση της μεταφοράς της υποθήκης επί του νέου κτήματος που προέκυψε από την ενοποίηση των δυο τεμαχίων, παρά την ειδοποίηση (τεκμ. 30), ή για την ενοποίηση των κτημάτων της, δυνάμει των προνοιών του Νόμου 24/69 ή στη βάση του άρθρου 80 του Κεφ. 224. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει στα εξής για το θέμα στην απόφαση του:
«Η διαδικασία αναδασμού διέπεται από τις πρόνοιες του περί Ενοποιήσεως και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου, Ν. 24/69. Στη σχετική νομοθεσία γίνεται πρόνοια σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης περιπτώσεων όπου τα προς ενοποίηση ακίνητα επηρεάζονται από επιβαρύνσεις (βλ. άρθρο 23). Ένας από τους τρόπους αντιμετώπισης μιας τέτοιας κατάστασης είναι και η μεταφορά των επιβαρύνσεων στο ενοποιημένο ακίνητο, διατηρουμένου σε κάθε περίπτωση του δικαιώματος του ιδιοκτήτη να υποβάλει ένσταση σύμφωνα με τον μηχανισμό που προβλέπεται στον Ν. 24/69. Στην προκείμενη περίπτωση η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν είναι εκτός των πλαισίων του νόμου, η δε ενάγουσα ουδέποτε αξιοποίησε την δυνατότητα που της παρέχεται από τις διατάξεις του Ν. 24/69 να αμφισβητήσει την μεταφορά των επιβαρύνσεων στο νέο τεμάχιο. Συνεπώς αναφορικά με το θέμα της ενοποίησης των κτημάτων και τη μεταφορά της επιβάρυνσης στο ενοποιημένο τεμάχιο που προέκυψε, κρίνω ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει και παρακάμψει τις πρόνοιες της Νομοθεσίας και να ακυρώσει ή εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση που διαφοροποιεί τα μέτρα που λήφθηκαν, ενόψει της ανοχής της ενάγουσας η οποία ουδέποτε αξιοποίησε τους προβλεπόμενους μηχανισμούς για την αμφισβήτηση των μέτρων που λήφθηκαν.»
Το άρθρο 23 του Περί Ενοποιήσεως και Αναδιανομής Αγροτικών Κτημάτων Νόμου (Ν.24/69) πραγματεύεται περί της διαδικασίας που ακολουθείται στην περίπτωση που υπάρχουν επιβαρύνσεις σε ακίνητα εντός της επηρεαζόμενης από τον αναδασμό περιοχής. Παραθέτουμε αυτούσια τα εδάφια από το άρθρο 23 που μας ενδιαφέρουν:
«23.(1) Η Επιτροπή προβαίνει εις εξακρίβωσιν και εξέτασιν των επιβαρύνσεων επί ιδιοκτησίας εντός της επηρεαζόμενης περιοχής και συμβουλεύει τους ιδιοκτήτας επί των μέσων απαλλαγής αυτών από των επιβαρύνσεων τούτων. Κατά την προπαρασκευήν του σχεδίου ενοποιήσεως και αναδιανομής η Επιτροπή κέκτηται εξουσίαν όπως προβλέπη εν αυτώ την μεταβίβασιν επιβαρύνσεων επί των κτημάτων ή τροποποίησιν τούτων ή και εν ανάγκη απόσβεσιν τούτων υπό τον όρον ότι εν τοιαύτη περιπτώσει θα καταβάλληται αποζημίωσις.
(2) Πάσα πρόβλεψις μεταβιβάσεως, τροποιήσεως ή αποσβέσεως υφιστάμενης επιβαρύνσεως και πάσα τυχόν προβλεπομένη αποζημίωσις δημοσιεύεται κατά τον καθοριζόμενον τρόπον ομού μετά του σχεδίου ενοποιήσεως και αναδιανομής.
(3) Οσάκις εκδοθή απόφασις επί όλων τω εκκρεμουσών προσφυγών ή εάν δεν έγιναν προσφυγαί μετά πάροδον είκοσι και μιας ημερών από της δημοσιεύσεως της προνοουμένης εις το εδάφιον (2) η Επιτροπή γνωστοποιεί εις τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας τας μεταβιβάσεις, τροποποιήσεις και αποσβέσεις επιβαρύνσεων επί ιδιοκτησίας εν τη επηρεαζομένη περιοχή και η γνωστοποίησις παρέχει εξουσίαν εις τον Διευθυντήν Τμήματος Κτηματολογίου όπως προβή εις τας σχετικάς τροποποιήσεις των αρχείων αυτού:
Νοείται ότι ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας εν τη τροποποιήσει των αρχείων αυτού δύναται να εκδώση αντί μιας πλείονας εγγραφάς εν σχέσει προς τα θιγομένας ιδιοκτησίας εφ' όσον εκάστη τούτων θα επιβαρυνθή με σχετικάς επιβαρύνσεις:
Νοείται περαιτέρω ότι επί τη εκδόσει πλειόνων εγγραφών αντί μιας, συμφώνως προς την προηγουμένην επιφύλαξιν, το υπέρ ου αύται εξεδόθησαν πρόσωπον δεν δικαιούται όπως προβή εις εκουσίαν συναλλαγήν εν σχέσει προς μίαν των εγγραφών τούτων και επί τη αποσβέσει των τοιούτων επιβαρύνσεων ο Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κέκτηται εξουσίαν όπως προβή εις ενοποίησιν των τοιούτων εγγραφών ακυρών τας υφισταμένας χωριστάς τοιαύτας και εκδίδων ενιαίαν εγγραφήν άνευ τούτων.»
Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι υπήρχαν λύσεις για το Διευθυντή του Κτηματολογίου που του παρείχαν το Άρθρο 23(3) του Νόμου 24/69 και η εγκύκλιος (τεκμ.35), σ' όσον αφορά την ενοποίηση κτημάτων κατά τον αναδασμό και τη μεταφορά της υποθήκης, και δεν τις ακολούθησε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα και κατέληξε ότι ήταν εντός των εξουσιών του Διευθυντή η ενοποίηση των κτημάτων και η μεταφορά της υποθήκης, διατηρουμένου του δικαιώματος οποιουδήποτε επηρεαζόμενου να υποβάλει ένσταση. Είναι προφανές ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ήταν ενήμερος των εξελίξεων συνεπεία του αναδασμού και για τη δημιουργία του νέου κτήματος 2/116 όπως και για τη μεταφορά της υποθήκης. Αυτό εξάγεται από τα τεκμήρια, ιδιαίτερα το 23 που είναι επιστολή του προς την Εφεσίβλητη 1 ημερ. 19.4.2001 αλλά και το ίδιο το Πιστοποιητικό Εγγραφής Αρ. 02/116 που εκδόθηκε στις 14.11.2000 στο οποίο υπάρχει σημείωση ότι προήλθε από αναδασμό.
Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την πιο πάνω προσέγγιση και διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που κρίνουμε ότι είναι σύμφωνες με τις πρόνοιες της πιο πάνω νομοθεσίας, τα πρακτικά και τα τεκμήρια. Η κατάληξη μας αυτή οδηγεί σε απόρριψη των λόγων έφεσης 1, 7, 8 και 10.
Ως προς το λόγο έφεσης 9 που αφορά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 24/69 παραθέτουμε αυτούσιο το σημείο από την απόφαση στο οποίο εμφαίνονται οι λόγοι για την παράλειψη του αυτή:
«Αναφορικά με τη θέση της ενάγουσας ότι αν όσα έγιναν είναι εντός των πλαισίων του Ν. 24/69 τότε ο νόμος είναι αντισυνταγματικός επειδή αποστερεί από την ενάγουσα ιδιοκτησιακά δικαιώματα έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Πρόκειται για ισχυρισμό ο οποίος διατυπώνεται γενικά και αόριστα, χωρίς μάλιστα να έχει δικογραφηθεί. Είναι καλά καθιερωμένη η αρχή ότι στα πλαίσια εκδίκασης υποθέσεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο ζητήματα συνταγματικότητας εξετάζονται μόνο στον βαθμό και έκταση που αυτό είναι απόλυτα απαραίτητο για την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς και με αναφορά όχι στον νόμο γενικά ή στο σύνολο του αλλά σε συγκεκριμένη διάταξη του νόμου και, αντίστοιχα, συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, Κyriakides v. Board of Registration of Architects and Civil Engineers (1966) 3 CLR 640). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα απέτυχε να θέσει τον ισχυρισμό της ενώπιον του Δικαστηρίου με την πληρότητα που απαιτείται και συνεπώς η θέση της περί αντισυνταγματικότητας του Ν. 24/69 δεν μπορεί να εξετασθεί. Σημειώνω ωστόσο ότι η σχετική νομοθεσία δεν αποστερεί από τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη γης οποιοδήποτε δικαίωμα του χωρίς να του παρασχεθεί μηχανισμός αμφισβήτησης και ελέγχου των αποφάσεων που τον επηρεάζουν. Εδώ η ενάγουσα δεν αξιοποίησε αυτόν τον μηχανισμό. Δεν μπορεί κάποιος να προβάλλει επιχειρήματα για παραβίαση συνταγματικών του δικαιωμάτων θεμελιωμένα σε δικές του παραλείψεις.»
Έχουμε ανατρέξει στην Έκθεση Απαίτησης όπου διαπιστώνεται ότι το θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 24/69 προβάλλεται στην παράγραφο 8 της Έκθεσης Απαίτησης που παραθέτουμε αυτούσια για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«Μετά την δι αναδασμού ενοποίηση εν αγνοία της εναγούσης του Ακινήτου με το αρ. εγγραφής 6773 εις Μαζωτόν, ο εναγόμενος 2 εις την παρούσα παρανόμως και/ή αυθαίρετα και/ή άνευ της συγκαταθέσεως της εναγούσης και/ή εν αγνοία της αλλά και κατά υπέρβασιν εξουσιών και χωρίς να είναι τούτο αναγκαίο ή επιτρεπτόν αντικατέστησε την εγγραφή 6778 του Ακινήτου στην Υποθήκη Υ 3032/89 και στην αίτηση ΑΔ 15/93 με την εγγραφή 02/116 του Κτήματος χωρίς να ειδοποιήσει περί τούτου την ενάγουσα και ούτω κατ' ανάγκη και αυθαίρετα και στην απόφαση του Δικαστηρίου στην αγωγή 2711/92 η οποία σαφώς διέτασσε την πώληση του Ακινήτου αρ. εγγραφής 6778. Τούτο έπραξε παράνομα παρά το ότι η αξία του Κτήματος (αρ. εγγραφής 02/116) ήταν υπερτριπλάσια της αξίας του ακινήτου (αρ. εγγραφής 6778) η δε έκταση του σχεδόν διπλάσια και παρά το ότι η Υ3032/89 είχε συνενωθεί στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της οποίας ο εναγόμενος 2 ουδεμίαν εξουσίαν τροποποίησης ή αντικατάστασης είχε. Με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος 2 παραβίασε και τα συνταγματικά δικαιώματα της εναγούσης συγκεκριμένα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας που πηγάζουν από το Αρθρο 23 του Συντάγματος και μάλιστα όχι για το δημόσιο αλλά το ιδιωτικό συμφέρον των εναγομένων 1. Εν προκειμένω κάθε νομοθετική εξουσιοδότηση που τυχόν έχει (που δεν έχει) είναι αντισυνταγματική και άκυρη όπως και η ως άνω ενέργεια του και η πώληση που διενεργήθηκε συνεπεία αυτής».
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αχιλλέως κ.α. ν. Πιτταρά κ.α. (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1590, 1602, η νομολογία επιτάσσει ότι η εξέταση της συνταγματικότητας των νόμων δεν γίνεται αυτεπαγγέλτως ούτε ελέγχεται περιστασιακά ή συμπτωματικά. Σε κάθε περίπτωση το θέμα της συνταγματικότητας νόμου πρέπει να προσδιορίζεται επικριβώς στα δικόγραφα και να εξετάζεται στο πλαίσιο των νομικών επιχειρημάτων που το στοιχειοθετούν ενώ η σκοπιμότητα της νομοθετικής ρύθμισης εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου (βλ. Κούρτης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1999) 3 ΑΑΔ 408, Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 910 και Κυπριανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 8.
Στην υπόθεση Investylia Ltd. ν. Tαμπούρη (2006) 1 (B) AAΔ 1325 ένα από τα θέματα που ηγέρθησαν ήταν η αντίθεση άρθρων του Νόμου 42(1)/2000 με Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ανώτατο Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας το θέμα ως κάτι ανάλογο με εκείνο της αντισυνταγματικότητας, ανέφερε ότι είναι επιθυμητό να εγείρεται στα δικόγραφα ή σε περίπτωση που διάδικος επιθυμεί να το εγείρει σε κατοπινό στάδιο να διατυπώνεται γραπτώς και να υποστηρίζεται από λεπτομέρειες γιατί παραβιάζει την Οδηγία.
Ενόψει της παραγράφου 8 της Έκθεσης Απαίτησης από άποψη δικογράφησης γενικά της θέσης περί αντισυνταγματικότητας των διαδικασιών από μέρους του Διευθυντή του Κτηματολογίου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, δεν ενείχε οποιοδήποτε πρόβλημα και το Δικαστήριο θα έπρεπε να την εξετάσει, όπως και έπραξε, για να καταλήξει ότι επρόκειτο για γενικό και αόριστο ισχυρισμό χωρίς να προχωρήσει να εξετάσει την ουσία. Στην υπόθεση Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 671 στις σελ. 674 και 675 αναφέρθηκαν τα εξής ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να εγείρεται θέμα συνταγματικότητας νομοθεσίας από ένα διάδικο:
«..Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις* και οι αρχές της νομολογίας** που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 A.A.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 56.»
Εξετάζοντας το θέμα διαπιστώνεται ότι ναι μεν υπάρχει σχετική αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης για την αντισυνταγματικότητα του Νόμου 24/69, αλλά δεν προβάλλεται με σαφήνεια, εφόσον δεν παρέχονται στο δικόγραφο όλες οι απαραίτητες λεπτομέρειες ως προς το ποια άρθρα του Νόμου 24/69 αντίκεινται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος μαζί με τη σχετική αιτιολογία. Εν πάση περιπτώσει ο Νόμος 24/69 παρέχει μηχανισμό αμφισβήτησης των πράξεων ή αποφάσεων του Διευθυντή του Κτηματολογίου τον οποίο η εφεσείουσα επέλεξε να μη χρησιμοποιήσει ή αγνόησε.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου 24/69 ή άρθρων του προβάλλεται γενικά και αόριστα ως ορθή. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 9 θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στην εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσό που εξασφαλίζει η Υποθήκη 3032/89 ανέρχεται σε Λ.Κ. 37.240,00, ποσό που πληρώθηκε στην Εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της αναγκαστικής πώλησης του κτήματος.
Κύρια επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαγόρευση είσπραξης τόκων που ανέρχονται σε μεγαλύτερο ποσό από το κεφάλαιο, σύμφωνα με το Νόμο 2/77, δεν ισχύει στην περίπτωση της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ως εξής την εισήγηση της εφεσείουσας πρωτοδίκως ότι το χρέος που καλύπτει η επίδικη Υποθήκη δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του κεφαλαίου πλέον έξοδα:
«Ο νόμος 2/77 καταργήθηκε από τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο, Ν. 160(Ι)/1999 από 1.1.2001. Συνεπώς από την ημερομηνία αυτή έπαψαν να ισχύουν και οι πρόνοιες του άρθρου 6 του Ν. 2/77 και την πιο πάνω ημερομηνία είναι δυνατή η ανάκτηση τόκου πέραν του διπλασίου του αρχικού κεφαλαίου. Σημειώνω ότι αυτό που απαγόρευε ο Ν. 2/77 ήταν η «ανάκτηση» και όχι η χρέωση τόκου πέραν του διπλασίου του αρχικού χρέους και κατά συνέπεια ο εξ αποφάσεως πιστωτής είχε το δικαίωμα να εξακολουθήσει να χρεώνει τόκο και πέραν του διπλασίου του αρχικού κεφαλαίου αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να τον ανακτήσει. Με την κατάργηση του Ν. 2/77 αυτή η δυνατότητα υπάρχει.
Μια άλλη πτυχή του Ν. 160(Ι)/1999 είναι ότι τίθεται περιορισμός στη δυνατότητα ανατοκισμού με την απαγόρευση ανατοκισμού πέραν των 2 φορών ετησίως. Επισημαίνεται ότι ο νόμος 160(Ι)/1999 δεν δημιουργεί αυτόματα δικαίωμα στον πιστωτή να προβεί σε ανατοκισμό. Τέτοιο δικαίωμα θα πρέπει να προκύπτει από το νομικό πλαίσιο που διέπει τη σχέση των μερών όπως για παράδειγμα από την μεταξύ τους σύμβαση. Εδώ δεν προκύπτει η ύπαρξη δυνατότητας για ανατοκισμό.
Συνεπώς ο ορθός τρόπος υπολογισμού του τόκου σε αυτή την περίπτωση είναι ο τόκος να υπολογισθεί σύμφωνα με την σύμβαση υποθήκης και ακολούθως σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, χωρίς κεφαλαιοποίηση αλλά χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 6 του Ν. 2/77, δηλαδή με τη δυνατότητα ο τόκος να υπερβεί το ποσό του αρχικού κεφαλαίου.
Εξετάζοντας το τεκμήριο 13 βρίσκω ότι στον υπολογισμό του τόκου ακολουθήθηκε πράγματι αυτή η προσέγγιση. Συνεπώς ούτε αυτό το παράπονο της ενάγουσας μπορεί να ευσταθήσει.»
Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77) για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«6.(1) Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι' αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος.
(2) Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε διαδικασία προς αναγκαστικήν πώλησιν ιδιοκτησίας προς ικανοποίησιν χρέους δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου θα θεωρήται ως αγωγή.»
Με το άρθρο 7 του περί Ελευθεροποίησης του Eπιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.01 ο περί Τόκου Νόμος (Ν. 2/77) καταργήθηκε.
Το άρθρο 4 του Νόμου 160(1)/99 περιέχει επίσης μεταβατική διάταξη για υφιστάμενα δάνεια με εξασφάλιση Υποθήκης ακινήτου. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«4. Σε περιπτώσεις δανείων ή πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν από πιστωτικά ιδρύματα πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και δεν έχουν εξοφληθεί ακόμη, για την εξασφάλιση των οποίων έχει εγγραφεί υποθήκη σε ακίνητο υπέρ περισσοτέρων του ενός ενυπόθηκων δανειστών, το ποσό που ο κάθε ενυπόθηκος δανειστής δικαιούται να εισπράξει για οφειλόμενο τόκο από το προϊόν πώλησης του ακινήτου σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησής του, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου κατά το χρόνο της είσπραξης κεφαλαίου.»
Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα υποθήκευσε το ακίνητο της με αρ. εγγραφής 3778 προς εξασφάλιση δανείου που παραχωρήθηκε στον γιο της προτού ακόμη τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 160(Ι)/99.
Ήταν εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης 1 στο περίγραμμα αγόρευσης της με αναφορά στην υπόθεση Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λιμιτεδ (2005) 1 ΑΑΔ 818 ότι ο Νόμος 160(Ι)/99 έχει αναδρομική ισχύ και συνεπώς ο περιορισμός που ίσχυε για τους τόκους, σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου 2/77, δεν ισχύει στην περίπτωση της εφεσείουσας.
Το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου 160(Ι)/99 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Σταύρος Ξιούρουππας κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 386/10, ημερ. 15/11/16, ECLI:CY:AD:2016:A522, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ο Νόμος αυτός δεν έχει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση:
«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 A.A.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 26/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή INTERCOLLEGE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις.
.................................
Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν αποφάσισε ποτέ ρητά περί της αναδρομικότητας του Νόμου. Και προς τούτο αναφέρονται στις υποθέσεις Παναγιώτης Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρος) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να στηρίξει το συλλογισμό του περί αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου. Είναι γεγονός ότι η Νεάρχου εξέτασε θέματα κατά κύριο λόγο σχετιζόμενα με τις προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης και ότι παρεμπιπτόντως και μόνο έγινε αναφορά στο επιχείρημα των εκεί εφεσειόντων ότι δεν μπορούσαν να γίνονται αναδρομικές χρεώσεις στη βάση του Νόμου από την άποψη ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ένορκη δήλωση εκ μέρους της τράπεζας με την οποία εισήχθηκε επιστολή πληροφόρησης του χρεώστη ότι θα χρεώνονταν αναδρομικά από 1.1.2001 νέα επιτόκια, ισχυρισμός όμως που απερρίφθη διότι το έγγραφο αφορούσε απλώς στη γνωστοποίηση περί διαφοροποίησης του επιτοκίου το οποίο καλυπτόταν από τη συμφωνία των διαδίκων και την έκθεση απαιτήσεως. Στη Χαριλάου, από την άλλη, το Εφετείο αναφέρθηκε στο δικαίωμα της τράπεζας να τροποποιήσει το επιτόκιο με σχετικές επιστολές και η επιδίκαση πρόσθετου τόκου θεωρήθηκε επιτρεπτή στη βάση των συμφωνιών των διαδίκων, ή, σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά Νόμου επιτόκιο, σημειώνοντας ότι το άρθρο 33(1) του Νόμου αρ. 14/60 τροποποιήθηκε με τις πρόνοιες του Νόμου.
Ακόμη και εάν οι πιο πάνω αποφάσεις δεν ασχολήθηκαν ρητά με το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου, όπως και η μεταγενέστερη Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, στην οποία αναφέρθηκε η τράπεζα στο περίγραμμα της, αλλά μόνο με την επίπτωση της ελευθεροποίησης του επιτοκίου, είναι σαφές από το σκεπτικό τους ότι θεωρήθηκε αξιωματική η θέση περί μη αναδρομικότητας. Έτσι και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας διότι οι οποιεσδήποτε πρόσθετες χρεώσεις επιτοκίου έγιναν μόνο μετά τη νενομισμένη αποστολή της ειδοποίησης που προβλέπει το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου περί των αλλαγών στο επιτόκιο και ως επόμενο διάβημα της ημερομηνίας τερματισμού των συμφωνιών στις 2.4.2003, μετά, δηλαδή, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και στη βάση πάντοτε των προνοιών των συμφωνιών και των όσων αποδέχθησαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες.»
Ενόψει των πιο πάνω η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς το ύψος του ποσού που εξασφάλιζε η Υποθήκη και θα έπρεπε να πληρωθεί στην εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου 160(Ι)/99, όπως και η πιο πάνω νομολογία, καθιστούν σαφές ότι η εφεσίβλητη 1 - Τράπεζα, ενυπόθηκος δανειστής, δεν θα μπορούσε να εισπράξει από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος της εφεσείουσας ποσό μεγαλύτερο των Λ.Κ.32.000,00 που είναι το κεφάλαιο εκ Λ.Κ.16.000,00 και ο τόκος εκ Λ.Κ.16.000,00 πλέον έξοδα. Είναι παραδεκτό ότι πληρώθηκε από τον εφεσίβλητο 2 στην εφεσίβλητη 1 ποσό εκ Λ.Κ. 37.240,00. Ο Βασιλείου (Μ.Υ.1) κατά τη μαρτυρία του εξήγησε από που προκύπτει το ποσό των Λ.Κ. 37.240,00 που πληρώθηκε στην Τράπεζα, ότι δηλαδή ποσό εκ Λ.Κ. 36.532,00 είναι το χρέος μαζί με τους τόκους μέχρι τις 8/2/04, Λ.Κ. 429,00 τα έξοδα της απόφασης, Λ.Κ. 187,35 τα έξοδα της καταναγκαστικής πώλησης του Κτηματολογίου και τέλος Λ.Κ. 92,00 τα έξοδα της δημοπρασίας μαζί με τις δημοσιεύσεις. Τον υπολογισμό αυτό επιβεβαιώνει και η Πάλμα στη μαρτυρία της. Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του είναι ότι θα έπρεπε να πληρωθεί στη Τράπεζα «Λ.Κ. 32.710, που είναι το νόμιμα οφειλόμενο εξ αποφάσεως χρέος». Δηλαδή υπολογίζει Λ.Κ. 32.000,00 το κεφάλαιο μαζί με τους τόκους και Λ.Κ. 710,00 που είναι τα έξοδα στα οποία έκαμε αναφορά ο Βασιλείου. Σημειώνεται όμως ότι μεταξύ των χρεώσεων ως εξόδων περιλαμβάνεται και το ποσό των Λ.Κ. 429,00 ως δικηγορικά έξοδα της Αγωγής. Η συνταγμένη απόφαση ημερ. 22.4.93 στην αγωγή 2711/92, δεν προβλέπει για την πληρωμή εξόδων από μέρους της εφεσείουσας ή άλλου ποσού χρημάτων. Η απόφαση για τα έξοδα εκ Λ.Κ. 263,60 πλέον τόκος αφορούσε μόνο στον εναγόμενο 1 - πρωτοφειλέτη. Παραθέτουμε αυτούσια την απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
"ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ως εξής:
(α) Οι εναγόμενοι αρ. 1 να πληρώσουν στους ενάγοντες το ποσό των £28,717,88 με τόκο προς 9% ετησίως από 18.12.92 μέχρι εξοφλήσεως.
(β) Οι εναγόμενοι αρ. 1 να πληρώσουν στους ενάγοντες το ποσό των £263.60 έξοδα της παρούσης αγωγής, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων συντάξεως της παρούσας απόφασης, με τόκο προς 6% ετησίως επί του ποσού των £249.50 από 22.1.93 μέχρι εξοφλήσεως.
(γ) Την εκποίηση διά δημοσίου πλειστηριασμού του ακινήτου της 3ης εναγομένης υπ΄αρ. εγγραφής 6778 Φ/Σχ.LVI/3 τεμ. 7/2 στην τοποθεσία ΠΛΑΚΑ ή Αρκάτζιη της ελιάς στο χωριό Μαζωτός της Επαρχίας Λάρνακας το ΟΛΟ μερίδιο που βαρύνεται με την Υποθ. Υ3032/89 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας αντικείμενο της παρούσης αγωγής να πωληθεί δια δημοσίου πλειστηριασμού, τα δε έσοδα της πωλήσεως να χρησιμοποιηθούν δια την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων. Οιονδήποτε υπόλοιπο της πωλήσεως να επιστραφεί στον εναγόμενο 3."
Συνεπώς η συμπερίληψη του ποσού των Λ.Κ. 429,00 ως μέρος των εξόδων που καλύπτει η Υποθήκη κρίνεται αυθαίρετη και παράνομη. Ενόψει των πιο πάνω το ποσό που εξασφάλιζε η Υποθήκη και έπρεπε να πληρωθεί στην εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος ανέρχεται σε Λ.Κ. 32.000,00 πλέον Λ.Κ. 187,35 τα έξοδα του Κτηματολογίου για το πλειστηριασμό και Λ.Κ. 92,00 τα έξοδα της δημοπρασίας μαζί με τις δημοσιεύσεις δηλαδή σύνολο Λ.Κ. 32.279,35 και όχι Λ.Κ. 37.240,00 που πληρώθηκε. Η εφεσείουσα δικαιούται στη διαφορά των Λ.Κ. 4.960,65.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει.
Με τους λόγους έφεσης 3 και 4 η εφεσείουσα προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει εφικτή και νόμιμη την κατάθεση του memo EB 460/95 επί του κτήματος της εφεσείουσας που αφορούσε στην δικαστική απόφαση εναντίον του εναγομένου 2 στην αγωγή αρ. 2711/92 απορρίπτοντας τη θέση της εφεσείουσας περί χρήσης, δόλου και απάτης κατά την κατάθεση του memο. To πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ως εξής το θέμα του memo και την κατ' ισχυρισμό χρήση δόλου και απάτης ή άλλης επιλήψιμης συμπεριφοράς σε βάρος της εφεσείουσας:
«Ένα άλλο σημείο που εγείρει η ενάγουσα είναι ότι κακώς η απόφαση στην αγωγή 2711/92 ενεγράφη ως ΜΕΜΟ επί του ακινήτου της για ολόκληρο το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους των εναγομένων 1, αφού η δική της υποχρέωση με βάση τη σύμβαση υποθήκης περιοριζόταν σε ΛΚ 16.000. Η ενάγουσα έχει δίκαιο ότι η δική της υποχρέωση θα έπρεπε να είχε περιοριστεί στο ποσό της υποθήκης, πλέον τόκο και έξοδα. Εξετάζοντας όμως το τεκμήριο 3, την απόφαση δηλαδή του Δικαστηρίου όπως αυτή έχει συνταχθεί, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει από το λεκτικό τέτοιος περιορισμός. Διατάσσεται δηλαδή η πώληση του υποθηκευμένου ακινήτου για εξόφληση ¨του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων¨, χωρίς να γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε περιορισμό στο ποσό για το οποίο είναι υπόλογη η εναγομένη 3. Με βάση την απόφαση όπως αυτή συντάχθηκε η εγγραφή ΜΕΜΟ για ολόκληρο το ποσό εξουσιοδοτείται από την απόφαση. Και ουδέποτε λήφθηκε οποιοδήποτε διάβημα για τη διόρθωση της απόφασης. Εν πάση περιπτώσει όμως το ΜΕΜΟ τελικά αποσύρθηκε και η ενάγουσα δεν κατέδειξε ότι έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από την ύπαρξη του.
Για τον κατ' ισχυρισμό δόλο και την ισχυριζόμενη συμπαιγνία μεταξύ των εναγομένων δεν υπάρχει οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία και οι σχετικοί ισχυρισμοί απορρίπτονται.»
Άνκαι η θέση που προβάλλεται στο δικόγραφο του εφεσίβλητου 2 είναι ότι το ΜΕΜΟ αφορούσε στη δικαστική απόφαση εναντίον της εφεσείουσας, εντούτοις η Πάλμα (Μ.Υ.2) στη μαρτυρία της ήταν σαφής ότι το memo αφορούσε στην εγγραφή της δικαστικής απόφασης εναντίον του εναγομένου 2 (Τεκμήριο 20) και όχι εκείνης εναντίον της εφεσείουσας (Τεκμήριο 3) που αφορούσε μόνο στην εκποίηση της υποθήκης χωρίς να περιέχει διαταγή για καταβολή οποιουδήποτε συγκεκριμένου ποσού χρημάτων από μέρους της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αναφορά στην απόφαση ημερ. 22.4.93 (Τεκμήριο 3) «τα δε έσοδα της πωλήσεως να χρησιμοποιηθούν δια την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων» εξουσιοδοτούσε εγγραφή του memo για το ποσό της απόφασης που αφορούσε τις εναγομένες 1 και 2.
Ενόψει του περιεχομένου της απόφασης η κατάθεση του memo επί του κτήματος με αρ. εγγραφής 2/116, ακόμη και για τα έξοδα, που ήταν μια από τις θέσεις του Βασιλείου (Μ.Υ.1) κατά την αντεξέταση του, κρίνεται παράνομη, κατάληξη που οδηγεί σε επιτυχία του λόγου έφεσης 3. Η διαπίστωση μας αυτή δεν εξυπακούει όμως απαραίτητα και τη χρήση δόλου ή απάτης σε βάρος της εφεσείουσας κατά την εγγραφή του memo που αφορά ο λόγος έφεσης 4. Η εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της περί επιλήψιμης συμπεριφοράς σε βάρος της που δεν κατάφερε με τη μαρτυρία που προσκόμισε να το αποσείσει, που είναι και διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η ουσία παραμένει ότι η εφεσείουσα δεν κατέδειξε ότι έχει υποστεί ζημιά από την ύπαρξη του ΜΕΜΟ, διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που μας βρίσκει σύμφωνους.
Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 11 και 12 αναφέρονται στην εσφαλμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσό των Λ.Κ.19.646,49 ήταν πάντοτε στη διάθεση της εφεσείουσας, κατάληξη που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη της εφεσείουσας στην πληρωμή των εξόδων των εφεσιβλήτων. Ως προς την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το ποσό των Λ.Κ.19.646,49 βρισκόταν στη διάθεση της εφεσείουσας, ήταν αποτέλεσμα της αξιολόγησης του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το μεμπτόν. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 11 απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 12 απαντάται με την κατάληξη μας ότι οι τόκοι δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το κεφάλαιο, ενόψει των προνοιών του άρθρου 6 του Νόμου 2/77, διαπίστωση που καθορίζει και το ποσό που εξασφαλίζει η Υποθήκη, στην πληρωμή του οποίου δικαιούτο η εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της αναγκαστικής πώλησης του ενυπόθηκου κτήματος. Ενόψει της κατάληξης μας ότι το ποσό που θα έπρεπε να επιστραφεί στην εφεσείουσα δεν είναι μόνο Λ.Κ.19.646,49, που προσφέρθηκε, αλλά επιπλέον Λ.Κ. 4.960,00 που παράνομα πληρώθηκε στην εφεσίβλητη 1, ως μέρος του ποσού που εξασφάλιζε η Υποθήκη, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα θα πρέπει να ακυρωθεί. Ως επιτυχών πλέον διάδικος, η εφεσείουσα δικαιούται στα έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατ' έφεση. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 12 επιτυγχάνει.
Παρέμεινε να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης 13 και 14.
Ο λόγος έφεσης 13 αφορά στην καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Σίγουρα, το γεγονός ότι η απόφαση δόθηκε μετά 15 μήνες περίπου από την επιφύλαξη της δεν μας χαροποιεί, ενόψει του μικρού όγκου της δοθείσης μαρτυρίας και των όχι ιδιαίτερα περίπλοκων θεμάτων που εγείροντο.
Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2008) 1 Α.Α.Δ. 322 αναφέρθησαν τα εξής για το θέμα της καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης:
«Η σχετική νομολογία μας επί του προκειμένου επιβεβαιώνει πως δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι η καθυστέρηση, από μόνη της, οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσας απόφασης. Για να οδηγήσει η καθυστέρηση στην ακύρωση της απόφασης (προς επανεκδίκαση της υπόθεσης) θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει προκληθεί δικαιολογημένος φόβος ότι, (εξαιτίας της καθυστέρησης), το δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία ή να φανεί ότι, η καθυστέρηση, θα πρέπει να είχε δυσμενή αποτελέσματα στην ετοιμασία της απόφασης - Δέστε: Μακρή και Άλλοι ν. Χ"Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398, Πουγιούκα κ.ά. ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014, Αγγελή ν. Ηλία κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1043 και Τεμβριώτου ν. Αντωνιάδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 494.
Σημειώνουμε όμως και την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, στην οποία, και εν σχέσει με ποινικές υποθέσεις, συζητήθηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην Beck v. Norway, Application No. 26390/95, ημερ. 26.1.2001.»
Δεν τέθηκε ενώπιον μας οτιδήποτε που να κατατείνει στο ότι η καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης δημιούργησε προβλήματα στο Δικαστήριο κατά τη διεκπεραίωση του δικαστικού του καθήκοντος σ' όσον αφορά την ετοιμασία της απόφασης ή την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Συνεπώς ο λόγος έφεσης 13 αποτυγχάνει.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 14 ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέτρεψε όλες τις αιτούμενες τροποποιήσεις της Έκθεσης Απαίτησης, που ζητούντο με την αίτηση ημερ. 1.3.08, προβάλλεται αόριστα και χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, γι΄ αυτό και θα πρέπει να απορριφθεί.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Εκτός από την πρωτόδικη απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 2 για το ποσό των €33.568,02 (Λ.Κ.19.646,49) που παραμένει, εκδίδεται επίσης απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2 ομού και κεχωρισμένα για το ποσό των €8.475,77 (Λ.Κ. 4.960,65), ποσό που θα φέρει νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της Αγωγής. Η πρωτόδικη διαταγή ως προς τα έξοδα ακυρώνεται. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ομού και κεχωρισμένα καταδικάζονται στην πληρωμή των εξόδων της εφεσείουσας τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατ' έφεση, στην κλίμακα της απόφασης, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/κας