ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A474
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 240/2010)
20 Δεκεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
1. ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ,
2. ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------
Ι. Μαλέκκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.,
για τους Εφεσείοντες.
Τ. Άνιφτου (κα), για τον Εφεσίβλητο 1.
Γ. Χατζηπέτρου για Α. Πέτσα, για τον Εφεσίβλητο 2.
---------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.
Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από εμένα και με
αυτή συμφωνεί και η Σταματίου, Δ. Απόφαση
μειοψηφίας θα δώσει η Μιχαηλίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες αξίωσαν πρωτοδίκως με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων-εναγομένων, το ποσό των ΛΚ27.519,11 με τόκο προς 9% από 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα. Η αξίωση βασίστηκε στο ότι οι εφεσείοντες ενεργώντας στη βάση οδηγιών του εφεσίβλητου 2, ο οποίος είχε παρουσιαστεί ως αντιπρόσωπος και/ή εντελοδόχος του εφεσίβλητου 1, διενήργησαν αριθμό αγοραπωλησιών διαφόρων μετοχών με αποτέλεσμα να καταχωρούν τις διάφορες χρεωπιστώσεις στο λογαριασμό που ο εφεσίβλητος 1 διατηρούσε με τους εφεσείοντες, εταιρεία εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία για την παροχή, μεταξύ άλλων, συμβουλών και υπηρεσιών για χρηματοοικονομικές συναλλαγές, καθώς και για αγοραπωλησία μετοχών όλων των τύπων μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.
Σύμφωνα με την αξίωση, όπως τροποποιήθηκε στις 7.5.2008, ουδέποτε ο εφεσίβλητος 1 αμφισβήτησε οποιαδήποτε πράξη αγοραπωλησίας μετοχών που εκ μέρους του διενεργούσε ή έδινε εντολές ο εφεσίβλητος 2, ενώ υπέγραψε και πληρεξούσιο στους εφεσείοντες για να διενεργούν χρηματιστηριακές πράξεις. Το υπόλοιπο του λογαριασμού στις 31.12.2002, έδειχνε ως οφειλόμενο το αξιούμενο ποσό, το οποίο παρά τις διάφορες επιστολές που οι εφεσείοντες απέστειλαν, ο εφεσίβλητος 1 παρέλειψε να αποπληρώσει και ούτε αυτός, ούτε ο εφεσίβλητος 2, ανταποκρίθηκαν θετικά στην εξόφληση του λογαριασμού.
Ήταν η υπεράσπιση του εφεσίβλητου 1, ότι σε καμία περίπτωση ο εφεσίβλητος 2 δεν ήταν αντιπρόσωπος ή ενεργούσε για λογαριασμό του και ότι αυθαίρετα χωρίς οδηγίες και χωρίς εξουσιοδότηση προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών εκ μέρους του. Διαζευκτικά, ήταν η θέση του ότι ουδέποτε συμφώνησε με τους εφεσείοντες να ανοιχθεί λογαριασμός με πιστωτικό όριο ή για την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι εφεσείοντες παράνομα άνοιξαν τέτοιο λογαριασμό και προέβαιναν σε αγορές μετοχών χωρίς τα ποσά των αγορών αυτών να καλύπτονταν από το υπόλοιπο του λογαριασμού που ο ίδιος διέθετε. Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι όταν κλήθηκε να αποπληρώσει την κατ΄ ισχυρισμόν οφειλή, αυτός αμφισβήτησε όλες τις συναλλαγές που είχαν γίνει, ενώ το πληρεξούσιο έγγραφο που είχε υπογράψει δεν παρείχε στους εφεσείοντες δικαίωμα να πωλούν και να αγοράζουν μετοχές για λογαριασμό του εφόσον το πληρεξούσιο έδινε μόνο δικαίωμα στους εφεσείοντες να υπογράφουν τα αναγκαία έγγραφα μεταβίβασης μετοχών στο όνομα του σε περίπτωση πώλησης μετοχών.
Στη δική του υπεράσπιση, ο εφεσίβλητος 2 αρνήθηκε ότι παρουσιάσθηκε οποτεδήποτε στους εφεσείοντες ως αντιπρόσωπος ή ενεργών κατ΄ εντολή ή κατόπιν οδηγιών του εφεσίβλητου 1 και ουδέποτε έδωσε γραπτές ή προφορικές οδηγίες στους εφεσείοντες για οποιαδήποτε αγοραπωλησία μετοχών εκ μέρους του εφεσίβλητου 1. Κατά τα λοιπά, αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς της έκθεσης απαίτησης ως νομικά και πραγματικά αβάσιμες.
Για αυτή την απλή, στην ουσία, υπόθεση, έδωσαν πρωτοδίκως μαρτυρία αριθμός μαρτύρων εκ μέρους των εφεσειόντων, πέντε εν συνόλω, ενώ μαρτυρία έδωσαν και οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι προσωπικώς χωρίς να καλέσουν άλλους μάρτυρες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνοντας ότι δεν είχε αμφισβητηθεί ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ως χρηματιστές στο Χ.Α.Κ., αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία αρνητικά για τους εφεσείοντες και θετικά για τους εφεσίβλητους. Ως αποτέλεσμα έκρινε ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε ότι οι επίδικες χρηματιστηριακές συναλλαγές έγιναν μετά από εντολές του εφεσίβλητου 1, ούτε και μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος 2 έδωσε οποιεσδήποτε εντολές στους εφεσείοντες για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών ενεργώντας υπό την προσωπική του ιδιότητα ως αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου 1.
Το Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στο γεγονός ότι ο Σταύρος Αγρότης, Μ.Ε.1, διευθυντής τότε του Χρηματιστηριακού Τμήματος των εφεσειόντων, δεν είχε προσωπική γνώση για τα όσα κατέθεσε και η μαρτυρία του βασίστηκε στα τεκμήρια και το φάκελο της υπόθεσης που οι εφεσείοντες εν γένει τηρούσαν και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να απαντήσει σε καίρια σημεία αναφορικά με αμφισβητούμενα γεγονότα. Από τη μαρτυρία του είχε προκύψει ότι οι εφεσείοντες δεν τηρούσαν μητρώο εντολών και η απλή χρήση του αριθμού ταυτότητας του επενδυτή, δεν διασφάλιζε τη γνησιότητα ή την ορθότητα των εντολών που εκτελούνταν. Ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 έδινε εντολές μέσω αντιπροσώπου και δεν συμμετείχε στις συναντήσεις που έγιναν μεταξύ των εφεσειόντων και των εφεσίβλητων προς διευθέτηση της επίδικης οφειλής.
Το Δικαστήριο αναλύοντας και την υπόλοιπη μαρτυρία εκ μέρους των εφεσειόντων διατύπωσε τη θέση ότι το μόνο εύλογο συμπέρασμα ήταν ότι κατά τη διεκπεραίωση των συναλλαγών που διενεργούσαν οι εφεσείοντες ήταν ενδεχόμενο να είχαν προκύψει σοβαρά λάθη πιστοποιώντας έτσι τη θέση του εφεσίβλητου 1, ότι οι εφεσείοντες ενεργούσαν με ανασφάλεια και προχειρότητα κατά τον επίδικο χρόνο και αυτή ήταν η πλέον πιθανή εξήγηση για το πρόβλημα που παρουσιάστηκε.
Από την άλλη, ήταν η θέση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 ήταν σταθερός στις θέσεις του εφόσον δεν αρνήθηκε ότι ήταν επενδυτής εξηγώντας με σαφήνεια τους λόγους της υπογραφής του πληρεξουσίου εγγράφου. Ήταν η εκδοχή του ότι ουδέποτε είχε συνάντηση με τους εφεσείοντες και ουδέποτε έδωσε εντολές για χρηματιστηριακές συναλλαγές ούτε ο ίδιος, ούτε και ο εφεσίβλητος 2. Παρόμοια ήταν η εντύπωση του Δικαστηρίου και για τον εφεσίβλητο 2, η μαρτυρία του οποίου, κατά το Δικαστήριο, επιβεβαίωνε ότι ουδέποτε έλαβε προσωπικά ο ίδιος εντολές από τον εφεσίβλητο 1, ενώ η όποια συνεργασία των εφεσειόντων ήταν με την εταιρεία Zest Investments Limited, της οποίας ο ίδιος ήταν ένας εκ των μετόχων και διευθυντών. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου 2, ότι ουδέποτε ο ίδιος προσωπικά ή η εταιρεία του ανέλαβαν ευθύνη να εξοφλούν υπόλοιπα λογαριασμών επενδυτών που διενεργούσαν χρηματιστηριακές πράξεις μέσω της Zest.
Εκ του περισσού, όπως κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι ακόμη και εάν ο εφεσίβλητος 2 θεωρείτο αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου 1, δεν θα ήταν υπόλογος έναντι των εφεσειόντων να καταβάλει οποιοδήποτε υπόλοιπο λογαριασμού του εφεσίβλητου 1, διότι, κατά το άρθρο 190 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, όταν δεν υπάρχει σχετικός συμβατικός όρος, ο αντιπρόσωπος δεν δεσμεύεται προσωπικά από συμφωνία, ούτε μπορεί να επιβάλει προσωπικά εκτέλεση συμφωνίας που έχει συνάψει για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.
Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται στο σύνολο της με την έφεση. Οι οκτώ λόγοι έφεσης, όπως προκύπτει και από το περίγραμμα των εφεσειόντων, (ο ένατος λόγος απεσύρθη), πλήττουν στην ουσία την αξιολόγηση της μαρτυρίας την οποία θεωρούν ότι πλημμελώς έγινε πρωτοδίκως, ερχόμενη σε αντίθεση με παραδοχές του εφεσίβλητου 1 και σε αντίθεση με τη λογική των πραγμάτων. Λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων, αποτυγχάνοντας να εξαγάγει τα ορθά και εύλογα συμπεράσματα, παραλείποντας να αξιολογήσει το σύνολο της μαρτυρίας των εφεσειόντων που έδειχνε, μεταξύ άλλων, ότι και συναντήσεις έγιναν με τον εφεσίβλητο 1 και παραδοχές στην ουσία εκ μέρους του ότι οφείλετο το ποσό της αξίωσης, αποτυγχάνοντας έτσι να δώσει επαρκείς λόγους ως προς το εύρημα της κρίσης του περί αναξιοπιστίας όλων των μαρτύρων.
Η αντίθετη θέση στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου 1, είναι ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή με γνώμονα το ισοζύγιο των πιθανοτήτων εφόσον η μαρτυρία των εφεσειόντων για ικανούς λόγους που κατέγραψε το Δικαστήριο, δεν έπεισε. Δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε ότι χρηματιστηριακές συναλλαγές είχαν εκτελεστεί μετά από εντολές του εφεσίβλητου 1 και ορθά το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διαδικασίες που τηρούνταν από τους εφεσείοντες δεν ήταν οι ενδεδειγμένες εφόσον οι εντολές με βάση τις οδηγίες του Χ.Α.Κ., θα έπρεπε να ήταν γραπτές ή αν ήταν προφορικές να ηχογραφούνταν και, αν δεν υπήρχε ούτε σύστημα ηχογράφησης, τουλάχιστον να υπήρχαν εγγραφές σε βιβλίο εντολών. Κατά το Δικαστήριο, σύμφωνα με το περίγραμμα, δεν υπήρχε ανεξάρτητος τρόπος επιβεβαίωσης της γνησιότητας και ορθότητας των εντολών και δεν υπάρχει λόγος που το Εφετείο θα πρέπει να επέμβει προς ανατροπή της κατάληξης του.
Σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος 2, δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης και δήλωσε ενώπιον του Εφετείου ότι θα υιοθετούσε το περίγραμμα του εφεσίβλητου 1.
Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική αξιολόγηση ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει το ευεργέτημα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρατηρήσει τους μάρτυρες και να εξαγάγει τα ανάλογα συμπεράσματα επί του αξιόπιστου ή μη των εκδοχών τους. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση εκτός και εάν τα πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα παρουσιάζονται ανακόλουθα άλλων ευρημάτων ή των κατατεθέντων τεκμηρίων ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική, (Κώστας Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 140/2011, Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193 και Γιάλλουρος ν. Ψύλλα (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552). Ένα Δικαστήριο το οποίο αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία, θα πρέπει να το πράττει έχοντας σφαιρική εικόνα για την ενώπιον του διαφορά υπό το φως της δικογραφίας και των τεκμηρίων που κατατίθενται, (Mustafa v. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ. 165). Η κατά απομόνωση αξιολόγηση μέρους της μαρτυρίας είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει το Δικαστήριο σε μια λανθασμένη εκτίμηση των ενώπιον του εγειρομένων θεμάτων και να επηρεάσει το λογικό της κρίσης του επί της αξιοπιστίας.
Έχοντας διεξέλθει το σύνολο της μαρτυρίας, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά που τηρήθηκαν, υπό το φως των τεκμηρίων και των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων, κρίνεται ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση ήταν εσφαλμένη και ανακόλουθη και οδήγησε το Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή για μη πειστικούς λόγους. Η αξιολόγηση που έγινε ήταν, με όλη την εκτίμηση, ακροσφαλής παραγνωρίζοντας ουσιώδη ζητήματα από τη μαρτυρία που έτειναν να δείξουν το αληθές των ισχυρισμών των εφεσειόντων πάντοτε, βεβαίως, υπό το πρίσμα του ορθού επιπέδου απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπου ο ενάγων έχει την ευθύνη να δείξει ότι η εκδοχή του προκύπτει ως πιο αληθής παρά όχι, εξεταζόμενη από μόνη της αντικειμενικά και όχι κατά πόσο είναι πιο πιθανή παρά του εναγομένου, (Μπούλος Μαρσέλ ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858).
Κατ΄ αρχάς, η μαρτυρία του Σταύρου Αγρότη, Μ.Ε.1, ήταν σαφής, κατανοητή και συνάδουσα με το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθησαν ως τεκμήρια. Επιβεβαιώθηκε αυτή η μαρτυρία από τους υπόλοιπους μάρτυρες των εφεσειόντων στις διάφορες επιμέρους πτυχές που ο καθένας από αυτούς είχε προσωπική γνώμη και εμπλοκή και επομένως η γενικευμένη θέση του Δικαστηρίου ότι η πηγή της γνώσης του Αγρότη για ουσιώδη γεγονότα ήταν ο φάκελος της υπόθεσης που τηρούσαν οι εφεσείοντες δεν ήταν δόκιμη ως λόγος ολικής απόρριψης της μαρτυρίας του. Ο μάρτυρας εξήγησε στη δήλωση που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως μέρος της κύριας εξέτασης του, ότι υπήρξε διευθυντής του Χρηματιστηριακού Τμήματος των εφεσειόντων από το Φεβρουάριου του 2000 μέχρι το 2006, όταν αποχώρησε από την υπηρεσία τους, αλλά με ειδική συμφωνία με αυτούς συνέχιζε να τους εκπροσωπεί ενώπιον Δικαστηρίων έχοντας ελεύθερη πρόσβαση στα γραφεία των εφεσειότνων και ειδικότερα στα αρχεία και στους φακέλους τους. Επομένως τα 14 τεκμήρια που κατέθεσε ο ίδιος είχαν εξαχθεί από τα αρχεία των εφεσειόντων τα οποία διατηρούσαν στο Χρηματιστηριακό Τμήμα του οποίου ήταν διευθυντής για σειρά ετών. Όσα δε τεκμήρια δεν είχε ο ίδιος προσωπική γνώση ή εμπλοκή, τα επιβεβαίωσαν οι επόμενοι μάρτυρες των εφεσειόντων όπως ο Παναγιώτης Μηνά, Μ.Ε.2., στη μαρτυρία του οποίου θα γίνει αμέσως πιο κάτω αναφορά και ο οποίος είχε γενικά την ευθύνη είσπραξης των οφειλομένων προς τους εφεσείοντες από διάφορους πελάτες. Η κατάσταση λογαριασμού που είχε καταχωρηθεί από τον Σταύρο Αγρότη, επιβεβαιώθηκε από την Ελευθερία Κουμουλή, Μ.Ε.3, η οποία εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας της καταχώρησης των διαφόρων πράξεων μεταξύ των οποίων και του εφεσίβλητου 1, στο φάκελο του οποίου ήταν σημειωμένο το γραφείο του, τα τηλέφωνα του, ο αριθμός κωδικού πελάτη, εξηγώντας ότι όλες οι συναλλαγές που έγιναν και φαίνονταν καταγραμμένες στο όνομα του, έγιναν επ΄ ονόματι του και με τη χρήση του αριθμού ταυτότητας του.
Από την άλλη, ο Μάριος Σούπασιης, Μ.Ε.4, χρηματιστής στην υπηρεσία των εφεσειόντων επιβεβαίωσε τον προσωπικό χειρισμό εκτέλεσης των διαφόρων συναλλαγών προς όφελος του εφεσίβλητου 1, αφού προηγουμένως λαμβάνονταν προς αυτή την κατεύθυνση εντολές από τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος μετέβαινε καθημερινά στα γραφεία των εφεσειόντων διαβιβάζοντας προς τους εφεσείοντες εντολές των πελατών του, ενώ αργότερα παραλάμβανε τα σημειώματα συμβολαίων και τα παρέδιδε στους πελάτες του. Εν τέλει, ο Πανίκος Χριστοφόρου, Μ.Ε.5, ανεξάρτητος στην ουσία μάρτυρας , λειτουργός στο Τμήμα Εκκαθάρισης Συναλλαγών στο Χ.Α.Κ., είχε στο πλαίσιο των καθηκόντων του πρόσβαση σε όλα τα αρχεία του Χ.Α.Κ. και εκτύπωσε από τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή όλες τις συναλλαγές του εφεσίβλητου 1 ως επενδυτή με τον αριθμό ταυτότητας του, τις οποίες και κατέθεσε στο Δικαστήριο μαζί με τα στοιχεία μερίδας επενδυτή και τη συγκεντρωτική κατάσταση λογαριασμού όπου φαινόταν η κίνηση στο λογαριασμό.
Το Δικαστήριο θεώρησε όλη την πιο πάνω μαρτυρία ως προσπάθεια των εφεσειόντων για να πεισθεί το Δικαστήριο ότι η εκδοχή που προβαλλόταν στην έκθεση απαίτησης ήταν ορθή, αλλά παρά τη «φαινομενική ομαλότητα των πραγμάτων», δεν έπεισαν για την ορθότητα των θέσεων τους. Όμως δεν εξηγήθηκε με επάρκεια ή πειστικά γιατί, για παράδειγμα, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Παναγιώτη Μηνά, ο οποίος κατέθεσε και βεβαίωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο ίδιος είχε συναντήσει τον εφεσίβλητο 1 στο πλαίσιο προσπάθειας διευθέτησης της οφειλής του και η οποία μαρτυρία δεν κλονίστηκε ουσιαστικά από την αντεξέταση. Η απόρριψη της μαρτυρίας αυτής από το Δικαστήριο έγινε με την αιτιολογία ότι οι συναντήσεις δεν είχαν δικογραφηθεί στην έκθεση απαίτησης και λόγω του ότι στις επιστολές τεκμήρια 7 και 8, που απεστάλησαν αργότερα στον εφεσίβλητο 1 για αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού δεν αναφέρθηκαν οι συναντήσεις αυτές. Αμφότερες όμως ήταν εντελώς λανθασμένες διότι αφενός το ίδιο το Δικαστήριο είχε επιτρέψει τη μαρτυρία περί των συναντήσεων παρά την ένσταση που είχε εγερθεί, (εξ άλλου δεν υπήρχε ανάγκη καταγραφής επακριβώς των συναντήσεων ως μέρος της έκθεσης απαίτησης, όπως και το ίδιο το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε στη σελ. 166 των πρακτικών απορρίπτοντας σχετική εκ νέου και επίμονη ένσταση του συνηγόρου κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου 1), και, επομένως, ανακόλουθα το Δικαστήριο απέρριψε μετέπειτα τη μαρτυρία, ενώ δεν ήταν ούτε βάσιμος ο έτερος λόγος απόρριψης ότι δηλαδή στις επιστολές που απεστάλησαν για διευθέτηση του χρέους δεν αναφερόταν ότι είχαν γίνει συναντήσεις, (παρόμοιο επιχείρημα απερρίφθη στην Χαράλαμπος Κρασάρης ν. Cyprus Investments & Securities Corporation Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 95/2010, ημερ. 10.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:A515.
Ο μάρτυρας είχε εξηγήσει στη μαρτυρία του ότι οι επιστολές αυτές είχαν σταλεί μαζικά σε όλους τους πελάτες των εφεσειόντων που εξακολουθούσαν κατά εκείνο το χρονικό σημείο να είχαν υπόλοιπο. Να σημειωθεί δε ότι εύλογη ήταν και η θέση του μάρτυρα ότι κατά τις συναντήσεις ο εφεσίβλητος 1 είχε παραδεχθεί την οφειλή του και μάλιστα είχε ζητηθεί και χρόνος προς διευθέτηση και είχε επέλθει και κατάληξη σε μια κατ΄ αρχήν συμφωνία διευθέτησης κατά τη δεύτερη συνάντηση. Περαιτέρω, δεν είναι χωρίς σημασία και το γεγονός ότι ενώ στην υπεράσπιση του, η εκδοχή του ήταν ότι ουδέποτε είχε τέτοιες συναντήσεις, κατά την αντεξέταση, διαφοροποιήθηκε στο ότι είχαν γίνει συναντήσεις, αλλά ήταν με τον αδελφό του εφεσίβλητου 1 και όχι με τον ίδιο, ο οποίος αδελφός ποτέ δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο να καταθέσει. Η παραδοχή, υπό τύπον υποβολής, ότι είχαν γίνει συναντήσεις, έστω με τον αδελφό του εφεσίβλητου 1, πιστοποιεί τη θέση του μάρτυρα Π. Μηνά στη δήλωση του ότι ο συνάδελφος του Μάριος Χριστοφόρου είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον αδελφό του εφεσίβλητου 1, το όνομα του οποίου είχε σημειωθεί κατά τις συναντήσεις που είχαν με τον εφεσίβλητο 1, στις οποίες ήταν και ο ίδιος παρών. Ο αδελφός είχε υποσχεθεί να προσπαθήσει να εξεύρει φιλική διευθέτηση, που δεν επιτεύχθη λόγω οικονομικών προβλημάτων. Αυτή η μαρτυρία ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και πιστοποιεί και ένα ακόμη δεδομένο της κατάθεσης του Π. Μηνά., ότι συμφωνήθηκε και μείωση του οφειλομένου όταν έγινε αντιληπτό ότι υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, εξηγώντας μάλιστα με λεπτομέρεια διευθετήσεις που έγιναν με την Τράπεζα Κύπρου για χρηματοδότηση και υπογραφή συμφωνίας που εν τέλει δεν έγινε διότι ο εφεσίβλητος 1 ουδέποτε παρουσιάστηκε για υπογραφή και υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Όλα αυτά ουδόλως απασχόλησαν το Δικαστήριο, ούτε και η θέση ότι υπήρξε συνάντηση με τον αδελφό του εφεσίβλητου 1, παρότρυνε το Δικαστήριο να διερωτηθεί προς τι η συνάντηση εκείνη και για πιο θέμα, συνάντηση για την οποία, να σημειωθεί, ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 ουδέν ανέφερε ούτε στη δήλωση του, ούτε κατά την επίμονη αντεξέταση του ότι είχε πράγματι συνάντηση με τον Π. Μηνά και άλλους λειτουργούς των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο αρκέστηκε να θεωρήσει όψιμη τη θέση ότι είχαν γίνει τέτοιες συναντήσεις και να απορρίψει τη μαρτυρία.
Άλλο ζήτημα που λανθασμένα αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο ήταν ο τρόπος που δίδονταν κατά τον επίδικο χρόνο οι εντολές για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών. Ήταν η θέση του Δικαστηρίου ότι η ανυπαρξία μητρώου εντολών δεν διασφάλιζε τον έλεγχο της ορθότητας των φερόμενων συναλλαγών και ότι η χρήση και μόνο του αριθμού ταυτότητας του επενδυτή δεν διασφάλιζε τη γνησιότητα των συναλλαγών.
Αυτή η θέση του Δικαστηρίου όμως δεν έπρεπε ως θέμα λογικής να το οδηγήσει στην κρίση ότι οι συναλλαγές που αφορούσαν τον εφεσίβλητο 1, δεν είχαν γίνει ή ήταν λανθασμένες σε τέτοιο σημείο που να μην μπορεί να εκδοθεί απόφαση υπέρ των εφεσειόντων. Το ίδιο το Δικαστήριο δέχθηκε προς το τέλος του σκεπτικού της απόφασης του ότι η έλλειψη τήρησης μητρώου εντολών δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι καθιστούσε άκυρες τις δοθείσες εντολές. Στο τέλος όμως της ημέρας το Δικαστήριο, στην ουσία, με την απόφαση του ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν είχε δώσει τέτοιες εντολές, οι δε συναλλαγές δεν έγιναν κατόπιν δικών του εντολών, αλλά ούτε και ο εφεσίβλητος 2 έδωσε οποιεσδήποτε εντολές, ήταν ως να έκρινε ότι οι εφεσείοντες κατασκεύασαν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές που έδειχναν τον εφεσίβλητο 1 να ήταν αναμεμειγμένος και να χρωστούσε μάλιστα σ΄ αυτούς, παραγνωρίζοντας την ολότητα της μαρτυρίας όχι μόνο του τρόπου καταγραφής των εντολών από τους ίδιους τους εφεσείοντες, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο Πανίκκος Χριστοφόρου, Μ.Ε.5, εξήγαγε από τα χρηματιστηριακά αρχεία του Χ.Α.Κ. το λογαριασμό του συγκεκριμένου ατόμου.
Παραγνωρίστηκε επίσης ότι η υποχρέωση ηχογράφησης των εντολών εφαρμόστηκε μετά την τροποποίηση των βασικών Κανονισμών του Χ.Α.Κ., που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 27.10.2000, ενώ η πληθώρα των επιδίκων συναλλαγών έγινε κατά την περίοδο 7.6.2000 με 13.11.2000. Ο Μάριος Σούπασιης, Μ.Ε.4, εξήγησε τόσο με τη δήλωση του, όσο και με τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, πώς δίνονταν οι εντολές και πώς ο ίδιος διασφάλιζε ότι οι εντολές που δίνονταν πιστοποιούνταν και διεκπεραιώνονταν με βάση το δελτίο ταυτότητας του επενδυτή και τη διασταύρωση των δεδομένων και από άλλους λειτουργούς των εφεσειόντων. Στη δήλωση του, έγγραφο 4, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως μέρος της κύριας εξέτασης εξήγησε με λεπτομέρεια τον τρόπο εκτέλεσης αυτών των εντολών αναφέροντας ότι πρώτοι οι εφεσείοντες από τα χρηματιστηριακά γραφεία εισήγαγαν τη διαδικασία καταχώρησης στο τερματικό του Χ.Α.Κ. τον αριθμό ταυτότητας των εντολέων ώστε η κάθε συναλλαγή να εκτελείται για το συγκεκριμένο πελάτη, αφού η χρήση του αριθμού ταυτότητας εξασφάλιζε την επ΄ ονόματι του εντολέα συναλλαγή.
Όλα αυτά παραγνωρίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως παραγνωρίστηκε επίσης ότι, κατά τη μαρτυρία του Μ.Ε.5, το μητρώο εντολών εξυπηρετούσε την προτεραιότητα στην εκτέλεση των εντολών και όχι την ύπαρξη αυτών καθαυτών των εντολών. Όπως εξήγησε ο μάρτυρας όταν οι επενδυτές κέρδιζαν χρήματα, το Χ.Α.Κ. λάμβανε διαμαρτυρίες για το χρόνο που διεκπεραιώνονταν οι εντολές με ερωτήματα του τύπου γιατί οι δικές τους εντολές να μην διεκπεραιώνονταν πρώτες έναντι άλλων. Ένας από τους σκοπούς ελέγχου που εξυπηρετούσε το βιβλίο εντολών ήταν ακριβώς η τήρηση προτεραιότητας. Η μαρτυρία του επίσης έδειξε ότι όταν αργότερα οι επενδυτές έχαναν χρήματα, η διαμαρτυρία τους ήταν ότι δεν έδιναν τέτοιες εντολές.
Ως προς την ύπαρξη της εταιρείας Zest Investment Limited, τη σημασία της οποίας και πάλι το Δικαστήριο φαίνεται να εξέλαβε λανθασμένα, το πρώτο που πρέπει να λεχθεί είναι ότι ούτε οι εφεσείοντες στην έκθεση απαίτησης τους την ανέφεραν, αλλά ούτε και ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος στη μαρτυρία του πρότεινε την εκδοχή ότι δεν ήταν ο ίδιος προσωπικώς που συναλλασσόταν με τους εφεσείοντες, αλλά ήταν η εταιρεία του Zest Investment Limited, τη μνημόνευσε στη δική του έκθεση υπεράσπισης. Η μαρτυρία περί της ύπαρξης της Zest αφέθηκε από το Δικαστήριο να τεθεί ενώπιον του ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν ένας εκ των διευθυντών της εταιρείας αυτής. Η μαρτυρία των εφεσειόντων έδειξε ιδιαιτέρως ότι η Zest ενεργούσε ως αντιπρόσωπος τους για να εκτελούνται εντολές πελατών της από τους εφεσείοντες. Δεν σήμαινε, όμως, ότι στην υπό κρίση περίπτωση οι εντολές για τον εφεσίβλητο 1 δίδονταν εκ μέρους της Zest. Η μαρτυρία του Μ. Σούπασιη, Μ.Ε.4, ήταν ότι ο εφεσίβλητος 2 μετέβαινε επί καθημερινής βάσεως στα γραφεία τους και έδιδε εντολές εκ μέρους πελατών του και η Zest αναφερόταν στην καταγραφή των εντολών για να φαίνεται η προέλευση τους και ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν αυτός που έδιδε τις εντολές.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο εφεσίβλητος 2, αλλά και ο εφεσίβλητος 1, δέχθηκαν κατά την αντεξέταση τους ότι γνώριζε ο ένας τον άλλο παρά την αρχική εμμονή τους προς το αντίθετο που περιλαμβανόταν ως ισχυρισμός και στις αντίστοιχες υπερασπίσεις τους, αλλά και στις ένορκες δηλώσεις τους. Ο εφεσίβλητος 1 κατέγραψε στην παράγραφο 7 της δήλωσης του ότι δεν γνώριζε τον εφεσίβλητο 2. Μάλιστα στην υπεράσπιση του εφεσίβλητου 1, έγινε στην ουσία δεκτό ότι ο εφεσίβλητος 2 έδιδε τέτοιες εντολές εκ μέρους του τις οποίες όμως δεν αναγνώριζε. Τόσο στην παράγραφο 3, όσο και στην παράγραφο 9, αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος 2 «αυθαίρετα και/ή χωρίς οδηγίες και/ή χωρίς εξουσιοδότηση προέβαινε σε αγοραπωλησίες μετοχών διά λογαριασμό του και ότι ουδέποτε αποδέχθηκε αυτές» και ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν παράνομα αποδεχόμενοι τις εντολές χωρίς να ζητήσουν ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο που να καθιστά τον εφεσίβλητο 2, αντιπρόσωπο του. Διερωτάται κανείς πώς το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 ως σαφή μαρτυρία που έδειχνε ότι οι εντολές δεν δίνονταν από τον ίδιο προσωπικώς, αλλά η συνεργασία του με τους εφεσείοντες ήταν μέσω της εταιρείας Zest, όταν προηγουμένως το ίδιο το Δικαστήριο απορρίπτει τη μαρτυρία των μαρτύρων των ίδιων των εφεσειόντων περί της ύπαρξης ή εμπλοκής της Zest λόγω του ότι ήταν εκτός δικογράφων. Όταν ο ίδιος ο εφεσίβλητος 2 στη δική του υπεράσπιση δεν μνημόνευσε καθόλου την Zest, ούτε και αποδέχθηκε ότι έδωσε ποτέ εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 τέτοιες οδηγίες, έστω και ως Zest. Οι εφεσείοντες είχαν θέσει τα πράγματα στην ορθή τους διάσταση ως μέρος του ιστορικού της υπόθεσης όταν ο Σταύρος Αγρότης, Μ.Ε.1, αναφέρθηκε στην εν γένει συνεργασία των εφεσειόντων με την Zest (επιβεβαιώθηκε προς τούτο και από άλλους μάρτυρες όπως τον Μάριο Σούπασιη, Μ.Ε.4), και αναπτύχθηκε μια σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ τους. Η εταιρεία έπαιρνε προμήθεια για πελάτες που έπαιρναν οι διευθυντές της, εφεσίβλητος 2 και ένα άλλο πρόσωπο. Όμως και ο εφεσίβλητος 2 είχε προσωπική επαφή με τους εφεσείοντες, εξ ου και λάμβανε και ο ίδιος προμήθεια. Το Τεκμήριο 14, Κίνηση Διαθεσίμων 1.7.2000 - 28.3.2003, δείχνει τις συναλλαγές σε προσωπική μερίδα του εφεσίβλητου 2 και όχι της Zest.
Ο εφεσίβλητος 1 είχε περαιτέρω δώσει πληρεξούσιο στους εφεσείοντες. Το πληρεξούσιο ημερ. 19.4.2000, δεν ήταν μόνο για πωλήσεις μετοχών όπως λανθασμένα αναφέρεται, αλλά μ΄ αυτό καθιστούσε τους εφεσείοντες ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για το σκοπό διενέργειας χρηματιστηριακών συναλλαγών. Στο φάκελο πελάτη, όπως εξήγησε η Ελευθερία Κουμουλή, Μ.Ε.3, ήταν σημειωμένη η διεύθυνση του εφεσίβλητου 1, που ήταν τα γραφεία του εφεσίβλητου 2 και της Zest Investment Ltd με την προσθήκη «POA», δηλαδή Power of Attorney, που επιπρόσθετα δείχνει τη σχέση των δύο εφεσιβλήτων.
Επομένως υπήρχε ικανή, επαρκής και αρκούντως θετική μαρτυρία από τους εφεσείοντες προς απόδειξη της υπόθεσης τους. Οι εφεσείοντες δεν κατασκεύασαν τη μαρτυρία, ούτε και κατέγραψαν όλες αυτές τις πράξεις σκόπιμα για να αντλήσουν χρήματα αχρεωστήτως από τον εφεσίβλητο 1. Ούτε όλες οι συναλλαγές που κατεγράφησαν ήταν λανθασμένες και γενόμενες χωρίς επιμέλεια, όπως στην ουσία είπε το Δικαστήριο, και η περίπτωση μιας και μοναδικής συναλλαγής στην οποία όντως έγινε λάθος για αγορά 1.000 μετοχών της Europrofit, αφού παρουσιάστηκε με διαφορετικό αριθμό contract note, εν τέλει δεν μπορούσε να είχε οποιαδήποτε επίπτωση εφόσον οι εφεσείοντες δεν επιβάρυναν τον εφεσίβλητο 1 με οποιοδήποτε πρόσθετο ποσό ενόψει του ότι μόνο μια φορά καταγράφηκε η συναλλαγή αυτή στο Τεκμήριο 4, «transaction report by security». Αυτό το αναγνώρισε και το ίδιο το Δικαστήριο, προσθέτοντας ότι δεν μεταβαλλόταν το οφειλόμενο ποσό στα Τεκμήρια 2 και 5. Ελέγχεται συνεπώς ως υπερβολική και λανθασμένη η θέση του ότι, «από τα πιο πάνω», το εύλογο και μόνο συμπέρασμα ήταν ότι έγιναν ενδεχομένως σοβαρά λάθη και υπήρχε προχειρότητα στη διενέργεια των συναλλαγών. Τη στιγμή που ο εφεσίβλητος 1 εξαργύρωσε προς όφελος του μερίσματα από επιταγές που του απέστειλαν οι εφεσείοντες σε πέντε διαφορετικές περιπτώσεις, ακόμη και μετά την κατάθεση της αγωγής.
Η μαρτυρία γενικώς ήταν ικανοποιητική και αποδείκνυε το βάσιμο των ισχυρισμών των εφεσειόντων. Οι εφεσίβλητοι 1 και 2 προσπάθησαν να προωθήσουν τη θέση ότι όλα έγιναν εν αγνοία τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι τότε Κανονισμοί του Χ.Α.Κ. ήταν χαλαροί και επέτρεπαν στα χρηματιστηριακά γραφεία να δέχονται εντολές χωρίς αυτές να είναι γραπτές ή υπογραμμένες και χωρίς να εισπράττεται πρώτα το ανάλογο τίμημα αγοράς. Όπως, όμως, λέχθηκε και στην Κωνσταντίνου ν. Cyprus Investment and Security Corporation Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1656, οι εφεσίβλητοι δεν ενεργούσαν αυτοβούλως, ούτε και αγόραζαν μετοχές εξ ιδίων τους για να χρεώνουν την εφεσείουσα.
Από την πιο πάνω ανάλυση της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας, προκύπτει αβίαστα ότι ο εφεσίβλητος 2, έδινε εντολές εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του ώστε να υπήρχε σχέση αντιπροσωπείας. Σύμφωνα με τους Bowstead & Reynolds on Agency 16η έκδ. σελ. 552, ο αντιπρόσωπος μπορεί να λογισθεί ως υπεύθυνος από κοινού και κεχωρισμένα με τον αντιπροσωπευόμενο όταν υπάρχει φαινομενική εξουσιοδότηση, (Φετοκάκη κ.ά. ν. Cyprus Trading Corporation Plc, Πολ. Έφ. Αρ. 328/2010, ημερ. 31.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:A119. Και αυτή ήταν η εδώ περίπτωση. Οι εφεσείοντες δεν είχαν άμεση επαφή με τον εφεσίβλητο 1. Ενεργούσαν επί της φαινόμενης εξουσιοδότησης που φερόταν να είχε ο εφεσίβλητος 2. Την εξουσιοδότηση αυτή την αμφισβήτησε ο εφεσίβλητος 1 και άρα ορθά έπραξαν οι εφεσείοντες εγείροντας την αγωγή εναντίον και των δύο, διαφορετικά θα μπορούσαν να θεωρούνταν ότι απεμπολούσαν τα δικαιώματα τους εναντίον του εφεσίβλητου 2, αν η αγωγή εγειρόταν μόνο εναντίον του εφεσίβλητου 1, με βάση την αρχή του «election theory», (δέστε Treitel The Law of Contract 8η έκδ. σελ. 639-640). Οι εφεσείοντες ενεργούσαν επί των συναλλαγών ως καλόπιστος τρίτος, (Karayiannis Brothers & Co. Ltd ν. Τράπεζα Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ. 367/2008, ημερ. 26.10.2017), ECLI:CY:AD:2017:A375.
Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη κρίση ακυρώνεται εξ ολοκλήρου. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον αμφοτέρων των εφεσιβλήτων ομού και κεχωρισμένα για το ποσό των ΛΚ27.519,11 (εκπεφρασμένου πλέον σε ευρώ), με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, μέχρι εξόφλησης, δεδομένου ότι δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία προς απόδειξη ειδικά της χρέωσης τόκου προς 9% (δέστε Saab v. Holy Monastery of Ayios Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, 522).
Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
/ΕΘ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 240/10)
20 Δεκεμβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
CYPRUS INVESTMENTS & SECURITIES CORPORATION LTD
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
1. ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΥΛΟΥ
2. ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσίβλητοι
---------
Ι. Μαλέκκου (κα) για Π. Πολυβίου, για τους εφεσείοντες.
Τ. Άνιφτου (κα), για τον εφεσίβλητο 1.
Γ. Χατζηπέτρου για Α. Πέτσα, για τον εφεσίβλητο 2.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με εννέα λόγους έφεσης. Κοινή συνισταμένη, η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία και κατέληξε σε ευρήματα που αντιστρατεύονται την κοινή λογική και έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ενώ από την άλλη δέχθηκε εντελώς αναιτιολόγητα, παράλογα και εσφαλμένα τις θέσεις των εφεσίβλητων 1 και 2, τις οποίες μάλιστα το Δικαστήριο, λανθασμένα και πάλι, θεωρεί ότι επιβεβαιώθηκαν από τη μαρτυρία του ΜΕ5.
Επί μέρους ότι λανθασμένα και χωρίς να παραθέσει καθόλου επαρκείς λόγους, το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία των ΜΕ1 αναφορικά με τους κανονισμούς του ΧΑΚ, σε σχέση με το χρόνο κατά τον οποίο τα χρηματιστηριακά γραφεία είχαν υποχρέωση να ηχογραφούν τις προφορικές εντολές των πελατών τους, για να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Επί της ουσίας πλήττεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν διοχέτευσε τις εντολές του στους εφεσείοντες μέσω του εφεσίβλητου 2, ενώ ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 παραδέχεται με την υπεράσπιση του (§9 ανωτέρω) ότι παρέδωσε εντολές προς εκτέλεση στον εφεσίβλητο 2.
Τρία λοιπόν τινά απετέλεσαν τα κυρίαρχα επίδικα ζητήματα, για τα οποία οι εφεσείοντες φέρουν το βάρος απόδειξης: (1) η ύπαρξη εντολών του εφεσίβλητου 1 προσωπικώς ή μέσω του εφεσίβλητου 2 προς τους εφεσείοντες για τη διενέργεια των επίδικων χρηματιστηριακών πράξεων και (2) η ύπαρξη σχέσης αντιπροσωπείας μεταξύ των εφεσιβλήτων, από τα οποία βεβαίως προκύπτει το τρίτο κατά σειρά ζήτημα: (3) η απόδειξη των διενεργηθεισών χρηματιστηριακών συναλλαγών και οι ανάλογες χρεώσεις.
Από προσεκτική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης, όσο και των δικογράφων ή ακόμη και των πρακτικών στα οποία ανέτρεξα, επιβεβαιώνεται ότι οι εφεσείοντες, όντως έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία και επιμέρους στοιχεία για να καταδείξουν τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, όπως και την κανονικότητα των διενεργηθεισών χρεώσεων από τις οποίες προέκυπτε το αξιούμενο ποσό. Όπως και το ίδιο το Δικαστήριο παρατηρεί δεν αμφισβητείται η συχνότητα των καταγραφών και των επιμέρους διενεργηθέντων πράξεων. Ό,τι δεν κρίθηκε ικανοποιητικό από το Δικαστήριο ήταν η απουσία θετικής μαρτυρίας ότι είχε δημιουργηθεί σχέση αντιπροσωπείας μεταξύ των εφεσιβλήτων ή ότι ο εφεσίβλητους 1 προσωπικώς ή μέσω του εφεσίβλητου 2 ως αντιπροσώπου του, έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια των επίδικων πράξεων.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι για πρώτη φορά επ΄ ακροατηρίω εισήχθησαν μέσω του ΜΕ1, ισχυρισμοί περί συνεργασίας των εφεσειόντων με την εταιρεία Zest Investment (η Zest), η οποία στη συνέχεια μετεξελίχθηκε μέχρι τον Οκτώβριο του 2000, σε συνεργασία με τους δύο διευθυντές της Zest: Τιμινή και εφεσίβλητο 2: «Μνημόνιο προς το γενικό διευθυντή των εφεσειόντων για έναρξη συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιρειών» (τεκμήριο 9), το Μνημόνιο. Σύμφωνα με το ΜΕ1 στη βάση του εν λόγω Μνημονίου, συμφωνήθηκε να καταβάλλεται από τους εφεσείοντες στην εταιρεία Zest 40% ως αντιπροσώπου, ως προμήθεια από τη διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων, ενώ αργότερα το εν λόγω ποσό ζητήθηκε να καταβάλλεται εξ ημισείας στον Τιμινή και εφεσίβλητο 2. Μεταγενέστερα, πάλι, κατόπιν οδηγιών των εν λόγω προσώπων καταβάλλονταν διαφορετικά ποσά προς τον καθένα, αναλόγως του πελατολογίου ενός εκάστου εξ αυτών, στους οποίους γίνονταν και οι ανάλογες πληρωμές (τεκμήριο 12, «Προμήθειες σε αντιπροσώπους για το μήνα Οκτώβριο»).
Οι θέσεις αυτές αντίκρισαν την άρνηση του εφεσίβλητου 2, ο οποίος επέμενε σταθερά ότι η εν λόγω συμφωνία αφορούσε εξ υπαρχής τις δύο εταιρείες: ο ίδιος ουδέποτε ενεργούσε ή ενήργησε προσωπικώς ως αντιπρόσωπος των εφεσειόντων, ή διαφόρων επενδυτών, ή ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση, ο ίδιος ή η Zest να εξοφλήσουν το τυχόν υπόλοιπο λογαριασμού οποιουδήποτε επενδυτή ο οποίος διενεργούσε ή διενέργησε μέσω της Zest χρηματιστηριακές πράξεις.
Επί τούτου το Δικαστήριο εξετάζοντας τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, εντοπίζει και καταγράφει τις αντιφάσεις στις θέσεις που πρόβαλε ο ΜΕ1 και τις θέσεις του ΜΕ4, όπως και τα όσα ο ΜΕ2 πρόβαλε, ο οποίος παρουσιάστηκε ως ο χρηματιστής που εξετέλεσε τις επίδικες συναλλαγές και δεν ήταν σε θέση να διαβεβαιώσει θετικά ότι οι εντολές προέρχονταν από τον εφεσίβλητο 2 για λογαριασμό του εφεσίβλητου 1 τον οποίο, όπως διεφάνη κατά την αντεξέταση ούτε καν γνώριζε, όπως και δεν γνώριζε κατά πόσο ενημερωνόταν ο εφεσίβλητος 1, για να παραπέμψει και αυτός και πάλι στη συνεργασία των εφεσειόντων με τον εφεσίβλητο 2, τον Τιμινή και την εταιρεία Zest, για να καταλήξει ότι το μόνο συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τη μαρτυρία τους είναι ότι με τις σχετικές αναφορές τους επεδίωξαν να στηρίξουν ανεπιτυχώς την εκδοχή των εφεσειόντων περί εμπλοκής του εφεσίβλητου 2 στην υπόθεση:
«.Εν πάση όμως περιπτώσει, πέραν του ότι δεν υπάρχει λίστα επενδυτών στην οποία γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 9, ούτε και στοιχεία για την πληρωμή προμήθειας κατά το μήνα Ιούνιο του 2000 είτε στον εναγόμενο 2 είτε στην Zest Investments Ltd, από τα λεχθέντα από τους ΜΕ1 και ΜΕ4 υπονοείται ότι κατά το μήνα αυτό, που έγιναν κατά κύριο λόγο, οι επίδικες συναλλαγές αντιπρόσωπος των εναγόντων που έδινε τις εντολές πρέπει να ήταν η εν λόγω εταιρεία. Κατά συνέπεια ούτε η μαρτυρία του ΜΕ4 πείθει ότι ο εναγόμενος 2 ενεργούσε κατά τον επίδικο χρόνο προσωπικά ως αντιπρόσωπος είτε των εναγόντων είτε του εναγόμενου 1.»
Ανέτρεξα στις ένορκες δηλώσεις των μαρτύρων οι οποίες υιοθετήθηκαν και απετέλεσαν μέρος της μαρτυρίας των εφεσειόντων και διαπιστώνω ότι δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία από την οποία να προκύπτει ότι οι επίδικες χρηματιστηριακές συναλλαγές έγιναν κατόπιν εντολών του εφεσίβλητου 1, ή ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος 1 έδωσε οποτεδήποτε την εντύπωση, δια λόγων ή συμπεριφοράς στους εφεσείοντες, ότι ο εφεσίβλητος 2, ή εν πάση περιπτώσει η εταιρεία Zest, ενεργούσε για λογαριασμό του ώστε να δεσμεύεται από όποιες ενέργειες, πράξεις ή εντολές της Zest ή του εφεσίβλητου 2 υπό την προσωπική του ιδιότητα.
Όπως άλλωστε παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο με το οποίο συμφωνώ, ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε εκ μέρους των εφεσειόντων που να προέρχεται από ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση και ουσιαστική γνώση για την υπόθεση. Η μαρτυρία των πλείστων ήταν καθαρά τυπική και συνίστατο βασικά στην απλή παρουσίαση των εγγράφων, τεκμηρίων και όσων σημειώσεων που καταχωρούνταν στο φάκελο.
Το πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο υπεγράφη παραδεκτώς μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτου 1, ήταν ένα στοιχείο το οποίο μπορούσε να συνυπολογιστεί όπως και ορθά συνυπολογίστηκε από το Δικαστήριο, η ύπαρξη του όμως δεν οδηγούσε άνευ ετέρου και αναπόδραστα σε τελικό συμπέρασμα περί λήψης εντολών εκ μέρους του εφεσίβλητου 1 προσωπικώς ή μέσω του εφεσίβλητου 2, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου 1. Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε θετική μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι ο εφεσίβλητος 2 ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου 1, αλλά και ότι οι εντολές, στη βάση των οποίων εκτελέστηκε η κάθε επίδικη πράξη, στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες δόθηκαν από τον εφεσίβλητο 1 μέσω του αντιπροσώπου του εφεσίβλητου 2.
Ορθά επίσης παρατηρεί και πάλι το Δικαστήριο, ότι ακόμα και αν ο εφεσίβλητος 2 θεωρείτο αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου 1, δεν θα μπορούσε να λογισθεί υπόχρεος έναντι των εφεσειόντων για καταβολή του αξιούμενου από τον εφεσίβλητο ποσού, ως υπόλοιπο του λογαριασμού των τελευταίων.
Εκεί όπου δεν υπάρχει συμβατικός όρος, ο αντιπρόσωπος δεν δεσμεύεται προσωπικά από συμφωνία ούτε μπορεί να επιβάλει προσωπικά εκτέλεση συμφωνίας που έχει συνάψει για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Τέτοιος συμβατικός όρος τεκμαίρεται ότι υπάρχει όταν, μεταξύ άλλων, ο αντιπρόσωπος δεν αποκαλύπτει το όνομα του αντιπροσωπευόμενου οπότε δεσμεύεται ή καθίσταται υπόχρεος και υπεύθυνος ο ίδιος (Ευθυμίου ν. Philippides Spring Co Ltd (1996) 1 Α.Δ.Δ. 1107 και Π. Ευαγγελίδης ν. Ν. Κοσμά κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 932).
Για το θέμα της ευθύνης αντιπροσωπευομένου με τρίτα πρόσωπα όπου υπάρχει φαινόμενη εξουσιοδότηση (apparent authority) βλ. Chitty on Contracts, Specific contracts, 24η έκδοση, παράγρ. 20-45 καθώς και στο σύγγραμμα Bowstead & Reynolds on Agency, 16η έκδοση, σ. 552: «Τhe agent may be held jointly and severely liable together with his principal». Η συμπεριφορά των μερών λαμβάνεται φυσικά υπόψη, ειδικά στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται σύμβαση εφόσον εκ της όλης συμπεριφοράς των μερών εξάγονται και ορίζονται οι όροι της μεταξύ τους συμφωνίας, Ορφανίδη ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889.
Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση της δικηγόρου των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος 2 παραδέχεται τις επίδικες συναλλαγές και ότι αυτές έγιναν από τον εφεσίβλητο 2 (§9 της υπεράσπισης ανωτέρω). Με την §9 της υπεράσπισης εισάγονται διαζευκτικές θέσεις, επ΄ ακροατηρίω όμως, σταθερά προωθήθηκε το πρώτο σκέλος: οι εφεσείοντες ενήργησαν χωρίς την εξουσιοδότηση του εφεσίβλητου 1. Η υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα. Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών (Μαυρομιχάλη κ.α. ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, όπως επαναβεβαιώθηκε στην Νεοφύτου κ.α. ν. Γερακιώτη (2010) 1 Α.Α.Δ. 25 και στην Σοφοκλέους ν. Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665).
Το γεγονός ότι ο ΜΕ1 δέχθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν τηρούσαν καν μητρώο εντολών, ούτε και ήταν σε θέση να αναφερθεί στο ποιος χρηματιστής εξετέλεσε τις επίδικες συναλλαγές, ή να δώσει επιμέρους λεπτομέρειες, ήταν εκείνο που έδωσε το έναυσμα στη δικηγόρο των εφεσειόντων για να υποστηρίξει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έδωσε βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΕ5 για την υποχρέωση των εφεσειόντων να ηχογραφούν ή να καταχωρούν στα βιβλία τις σχετικές με κάθε συναλλαγή εντολές και να θεωρήσει ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1.
Το Δικαστήριο με πολλή και πάλι επιμέλεια αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ΜΕ5, όπως καταγράφεται στις σελίδες 28 έως 30 της απόφασης, πριν καταλήξει ότι: «Ο εναγόμενος 1 παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του, οι οποίες όπως ήδη επισημάνθηκε βρίσκουν επιβεβαίωση στη μαρτυρία του ΜΕ5. Δεν αρνήθηκε ότι ήταν επενδυτής και εξήγησε με σαφήνεια τους λόγους που τον οδήγησαν στην υπογραφή του πληρεξουσίου εγγράφου, Τεκμηρίου 1. Ενέμεινε ότι δεν έδωσε οποιεσδήποτε εντολές στους ενάγοντες για διενέργεια των επίδικων χρηματιστηριακών συναλλαγών αλλά ούτε και στον εναγόμενο 2.»
Τα περί εγκυκλίων και περί μη καταγραφών των εντολών των επενδυτών ήταν ένα από τα στοιχεία τα οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα οποία σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία, όπως της ΜΕ3, επιβεβαίωναν τη θέση του εφεσίβλητου 1 ότι δεν πλήρωσε ούτε και έλαβε χρήματα από τους εφεσείοντες για οποιεσδήποτε συναλλαγές. Και το πλέον σημαντικό ότι, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, δεν είχε παρουσιαστεί οτιδήποτε που να οδηγήσει το Δικαστήριο σε απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 1. Αναφέρετο εδώ το Δικαστήριο σε αδυναμία των εφεσειόντων να παρουσιάσουν ικανοποιητική μαρτυρία ως προς τους ισχυρισμούς του ότι ο εφεσίβλητος 1 λάμβανε μερίσματα, σημειώνοντας ότι οι αναφορές της ΜΕ3 για εξαργύρωση εκ μέρους του εφεσίβλητου πέντε επιταγών για μερίσματα δεν υποστηρίχθηκαν από οποιαδήποτε στοιχεία εφόσον τόσο η ΜΕ3 όσο και οι ΜΕ1 και ΜΕ4, ισχυρίστηκαν ότι θα μπορούσαν να καταχωρίσουν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη των μερισμάτων, αλλά έκριναν ότι αυτό δεν χρειαζόταν για να αποδειχθεί η υπόθεση των εφεσειόντων.
Από τη στιγμή που το Δικαστήριο αιτιολογημένα απέρριψε τις θέσεις των εφεσειόντων και αποδέχθηκε επί της ουσίας τη θέση των εφεσιβλήτων ως προς την απουσία σχέσης αντιπροσώπου και αντιπροσωπευομένου, ήταν ανοικτό για το Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα και συμπεράσματα του ως ανωτέρω.
Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα. Με δεδομένα πλέον τα πραγματικά στοιχεία, να εξετάσει, κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της πλεονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκεται το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης (Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola κ.α. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138).
Σε κάθε περίπτωση, όπως εύστοχα διατυπώθηκε στην Μπούλος Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858, 1868:
«Το κριτήριο δεν είναι αν η θέση ή η εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not). Αν απέτυχε να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο (standard of proof), ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης δεν θεωρείται ότι το απέσεισε, έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι «πιο πιθανή παρά η αντίθετη», εκείνη, δηλαδή, του αντιδίκου του. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Phipson on Evidence, 14th Edition, para 4-38 και Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, όπου γίνεται και εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας).[.]»
Υπό το φως των ανωτέρω θα απέρριπτα την έφεση.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ