ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A450
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 111/2012)
11 Δεκεμβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ ΑΛΛΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΑΚΗ ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ
2. ΠΑΝΙΚΟΣ ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ ΑΛΛΩΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΑΚΗ ΕΡΓΑΤΙΔΗΣ
Εφεσείoντες,
και
BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσίβλητοι
_ _ _ _ _ _
Ε.Ιωάννου, (κα), για Μ.Β.Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες
Σ.Κάσινος για Α.Νεοκλέους, για τους Εφεσίβλητους
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε δύο μάρτυρες για τους εφεσίβλητους-ενάγοντες και τις αγορεύσεις των πρώτων και της πλευράς των εφεσειόντων-εναγομένων, αποδεχόμενο τη μαρτυρία για τους εφεσίβλητους, εξέδωσε απόφαση υπέρ αυτών και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2, ομού και κεχωρισμένα, για το ποσό των €482.094,32 (το αντίστοιχο σε ₤282.157,27) πλέον τόκο προς 9% ετησίως επί €297.265,08 (το αντίστοιχο σε ₤173.981,52) από 17.1.07 μέχρι πλήρους εξόφλησης, καθώς και έξοδα. Περαιτέρω εξέδωσε διατάγματα εκποίησης υποθηκών εναντίον του εφεσείοντα 1 και εναντίον του εφεσείοντα 2, συγκεκριμένων ακινήτων που αναφέρονται στην απόφαση. Η δε ανταπαίτηση της πλευράς τους απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.
H ευθύνη των εφεσειόντων καθορίστηκε δυνάμει γραπτής συμφωνίας εγγύησης με πρωτοφειλέτρια την εταιρεία G.P. Ergatides Motors Ltd. Η εφεσίβλητη τράπεζα είχε παράσχει στην εν λόγω εταιρεία αρχικά δυνάμει γραπτής συμφωνίας 30.6.90, καθώς και με μεταγενέστερες συμφωνίες, τραπεζικές διευκολύνσεις και δυνάμει αυτών άνοιξε επ΄ωφελεία της τρεχούμενο λογαριασμό. Οι υποθήκες επίσης παραχωρήθηκαν από τους εφεσείοντες 1 και 2 ως περαιτέρω εξασφαλίσεις των διευκολύνσεων που δόθηκαν στην πρωτοφειλέτρια εταιρεία.
Για κάθε πτυχή της πρωτόδικης δικανικής κρίσης διατυπώνονται 11 λόγοι έφεσης ώστε στην πραγματικότητα η συνολική απόφαση του Δικαστηρίου να τίθεται υπό εξέταση. Θα ακολουθήσουμε το εφετήριο, αφού καταγράψουμε συνοπτικά τους λόγους έφεσης, για να συσχετισθούν με τα διάφορα μέρη της απόφασης, ώστε να γίνει πιο ευχερής η εξέταση της έφεσης.
Αρχίζουμε με τους λόγους έφεσης 1, 5, 10, 4, 2, 3, 9 και 11 οι οποίοι αφορούν διάφορες πτυχές της αξιολόγησης της μαρτυρίας, των τεκμηρίων, της σημασίας που τους εδόθη πρωτοδίκως, καθώς και της αιτιολόγησης της απόφασης. Συγκεκριμένα, δια των λόγων έφεσης 1 και 5 πλήττεται γενικά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους (λόγος έφεσης 1) και ότι λανθασμένα εκρίθη ότι η εγγύηση των εφεσειόντων ήταν συνεχής και απεριόριστου ποσού. Αυτό σε συνάρτηση με συγκεκριμένους όρους της συμφωνίας εγγύησης - τεκμ.7. (Λόγος έφεσης 5).
Ο λόγος 10 αφορά το εσφαλμένο της πρωτόδικης αιτιολογίας ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να θέσουν θέμα απαλλαγής τους από τις ευθύνες τους λόγω υπερβάσεων στον επίδικο λογαριασμό με την πληρωμή επιταγών που εξέδιδε η εταιρεία και ότι η ευθύνη τους είναι για απεριόριστο ποσό.
Με το λόγο 4 πλήττεται η θετική κατάταξη των Μ.Ε1 και 2 - τραπεζικών υπαλλήλων, ως και η αιτιολογία που εδόθη για αυτή την κατάταξη. Οι λόγοι 2 και 3 αφορούν την εγκυρότητα του τερματισμού (επιστολή 23.5.2000 - τεκμ.19) και την κατ΄ ισχυρισμόν αντίθεση του θέματος αυτού με τη δικογραφία. Ο λόγος 9 αφορά την κατ΄ισχυρισμόν απουσία αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης. Ο λόγος 11 αφορά στη λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι ήταν ασφαλέστερο να στηριχθεί στις καταστάσεις λογαριασμού (τεκμ.22) στις οποίες εμφαίνεται το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού στις 17.1.07 για το οποίο εκδόθηκε εκ συμφώνου υπόθεση εναντίον της πρωτοφειλέτριας εταιρείας.
Με βάση το πιο πάνω υλικό, είναι αναγκαίο να δούμε πώς αντιμετώπισε τα αναφερθέντα θέματα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον αυτά προσβάλλονται με όλους τους πιο πάνω λόγους έφεσης, οι οποίοι στην αιτιολογία τους εν πολλοίς συμπλέκονται. Γι΄αυτό θα γίνει η εξής κατάταξη:
Α - αξιολόγηση της μαρτυρίας και των τεκμηρίων
Β - οι συμφωνίες, η εγγύηση και οι καταστάσεις λογαριασμών
Γ - ο τερματισμός και η γνωστοποίηση του στους εφεσείοντες.
Α - αξιολόγηση της μαρτυρίας και των τεκμηρίων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει πλήρη αιτιολογία για τους λόγους που θεώρησε αξιόπιστη την εκδοχή των εφεσιβλήτων. Δεν επρόκειτο τόσο για κρίση που προέκυπτε από τη θετική εντύπωση των μαρτύρων στο εδώλιο, όσο για στοιχειοθέτηση της υπόθεσης με βάση τεκμήρια, τα οποία κάλυπταν τις επίδικες θέσεις κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Η Μ.Ε.1 και 2 μπόρεσαν να δώσουν εξηγήσεις σε συνάρτηση τόσο με τα κατατεθέντα τεκμήρια, όσο και σε σχέση με τις καταστάσεις λογαριασμών και τα χρεωστικά υπόλοιπα. Ικανοποιητικές κρίθηκαν επίσης οι εξηγήσεις τους αναφορικά με τις αποσταλείσες επιστολές του τερματισμού και της κοινοποίησης του στους εφεσείοντες. Απόλυτα ορθή είναι η προσέγγιση του Δικαστηρίου για την αρμοδιότητα των ΜΕ1 και 2 να καταθέσουν ως προς τα επίδικα θέματα εφόσον η ΜΕ1 βρισκόταν στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων στο Τμήμα δικαστηριακών υποθέσεων είναι και ήταν μέσα στα καθήκοντα της ο έλεγχος και η παρακολούθηση προβληματικών λογαριασμών, όπως ήταν της πρωτοφειλέτριας εταιρείας. Ο δε ΜΕ2 ως διευθυντής της Υπηρεσίας Ανάπτυξης Χρεών στη Λεμεσό ομοίως ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο και παρακολούθηση των λογαριασμών.
Β - οι συμφωνίες, η εγγύηση και οι καταστάσεις λογαριασμών
Η γραπτή εγγύηση τεκμ.7 ήταν το έρεισμα της ευθύνης των εφεσειόντων εφόσον δια των σχετικών όρων, (βλ. ειδικά τους όρους 2, 5 και 18) προέκυπτε αφενός συνεχής ευθύνη των εγγυητών και αφετέρου ευθύνη για απεριόριστο ποσό.
Ο όρος 5(α) της συμφωνίας εγγύησης (Τεκμ.7) προνοεί τα εξής:
«5(α). Συμφωνώ ότι η Τράπεζα θα έχει εξουσία από την απόλυτη κρίση της, χωρίς άλλη συγκατάθεση από μένα και χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο η ευθύνη μου βάσει της παρούσας εγγύησης:
(α) Να τερματίζει και/ή ελαττώνει και/ή αυξάνει και/ή τροποποιεί τις χρηματοδοτήσεις και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις που παρέχει προς τον Πρωτοφειλέτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ...».
Σχετικός επίσης είναι ο όρος 3 του τεκμ.7 με τον οποίο ρητώς συμφωνείται ότι η εγγύηση είναι μια συνεχής εγγύηση προς την τράπεζα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τα πιο πάνω ορθά κατέληξε ότι η ευθύνη των εφεσειόντων ήταν συνεχής και αφορούσε απεριόριστο ποσό. (Βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 180).
Δεν είναι βάσιμη η εισήγηση - και ορθά απερρίφθη πρωτοδίκως - ότι ετίθετο θέμα απαλλαγής της ευθύνης των εγγυητών λόγω υπερβάσεων των επιδίκων λογαριασμών με την πληρωμή επιταγών που εξέδιδε η εταιρεία. Εκτός της ίδιας της φύσης της επιταγής ως εντολής προς την τράπεζα, οι εφεσείοντες κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήσαν γνώστες των υπερβάσεων λόγω της ιδιότητας τους, ως διευθυντές της εταιρείας.
Σε συνάρτηση με τις καταστάσεις λογαριασμών και την επιλογή του Δικαστηρίου ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο που φαίνεται στο τεκμήριο 22, τίποτε το μεμπτό δεν προκύπτει, εφόσον όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ετέθη οτιδήποτε το συγκεκριμένο από την Υπεράσπιση στους ΜΕ1 και 2 για παράνομες χρεώσεις τόκων ή αυθαίρετες χρεώσεις. Οι καταστάσεις λογαριασμού περιλαμβανομένου του τεκμ.22 αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, το οποίο συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρήσεων. Δεδομένης της μη ουσιαστικής αμφισβήτησης ή ανατροπής του, ορθώς εθεωρήθη ότι απεδείκνυε το χρεωστικό υπόλοιπο και ορθή υπήρξε η τοκοφορία. (Βλ. Λαϊκή Τράπεζα ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1Α Α.Α.Δ. 479).
Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω οι σχετικές θέσεις που περιέχονται στους λόγους έφεσης δεν έχουν αντίκρισμα.
Γ - ο τερματισμός και η γνωστοποίηση του στους εφεσείοντες.
Οι σχετικές εισηγήσεις των εφεσειόντων για το μη έγκαιρο του τερματισμού παρέμειναν νεφελώδεις και δεν προβλήθηκε οτιδήποτε ουσιαστικό για να ανατρέψει τη δυναμική του πρωτόδικου ευρήματος επί του ότι η επιστολή τερματισμού ημερ. 23.5.2000 - τεκμ.19 και έγκυρη υπήρξε και ορθά στάληκε στη διεύθυνση της εταιρείας που ήταν δηλωμένη και σύμφωνη με αυτές (όρος 14 των ιδίων τεκμηρίων) στις σχετικές συμφωνίες - τεκμ.2 και 16. Η επιστολή αυτή δεν επεστράφη, συνεπώς τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της, (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά. (ανωτέρω) και Latifundia Properties Ltd ν. Ψακή (2003)1 Α.Α.Δ. 670.
Ο τερματισμός ορθά εκρίθη ότι εφόσον επρόκειτο για τρεχούμενο λογαριασμό συνιστούσε πράξη προσδιοριστική του χρέους σύμφωνα και με την κατάσταση λογαριασμού που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε. (βλ. Lombard Natwest v. Λαζαρίδης (1999) 1Β Α.Α.Δ. 1465). Η δε αναφορά του θέματος στη δικογραφία παρουσιάζεται επαρκής.
Προσθέτως η επιστολή ημερ. 18.4.07 τεκμ.20 και 21 προς τους εφεσείοντες από την τράπεζα έστω και αν λανθασμένα αναφέρθηκε ως επιστολή τερματισμού συνιστούσε έγκυρο τρόπο γνωστοποίησης του τερματισμού και της κλήσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων ώστε οι εφεσείοντες να συμμορφωθούν στις υποχρεώσεις τους ως εγγυητές. Ισχύει κατ΄αναλογία αυτό που ελέχθη πιο πάνω ως προς την ορθότητα του πρωτόδικου ευρήματος ότι οι επιστολές στάληκαν και λήφθηκαν από τους εφεσείοντες στην καταγραμμένη διεύθυνση τους επί της γραπτής εγγύησης - τεκμ.29. Οι εφεσείοντες δεν προσήγαγαν καμία μαρτυρία ως προς τη μη λήψη της επιστολής και επομένως δεν ανέτρεψαν το τεκμήριο. Συνεπώς οι επιστολές αυτές παρελήφθησαν.
Με γνώμονα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι όλοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης που καλύπτουν τα πιο πάνω θέματα δεν μπορεί να επιτύχουν και απορρίπτονται.
Παραμένουν να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 που αφορούν επιμέρους θέματα. Με το λόγο 6 οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εισήγηση τους για κατάχρηση της διαδικασίας στερείται του αναγκαίου πραγματικού υποβάθρου επειδή δεν είχε προσκομιστεί «καμία θετική μαρτυρία για ταυτόχρονη εκποίηση των υποθηκών μέσω του κτηματολογίου» και συνεπώς εσφαλμένα εξέδωσε διάταγμα εναντίον τους για εκποίηση των υποθηκών.
Παρά το γεγονός ότι φαίνεται από τα πρακτικά ότι όντως υπήρξε ερώτηση στο ΜΕ2 για το αίτημα της τράπεζας προς το κτηματολόγιο για εκποίηση των υποθηκών διαφαίνεται επίσης ότι δεν υπήρξε θετική μαρτυρία για την κατάληξη της αιτουμένης θεραπείας. Εν πάση περιπτώσει, ως εκ του ότι η ίδια η εκποίηση των υποθηκών ως θεραπεία συναρτάται με την εγγύηση και το τυχόν εκπλειστηρίασμα μειώνει αναλόγως το οφειλόμενο ποσό, δεν βλέπουμε να υπάρχει βλάβη στο ότι επιδιώχθηκε δικαστική θεραπεία επί του θέματος. Στην πράξη, μία εκποίηση θα συντελεστεί.
Προχωρούμε στην εξέταση του 7ου λόγου ο οποίος αφορά το εσφαλμένο, κατά την κρίση των εφεσειόντων, συμπέρασμα - εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο και ότι οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να επανέλθουν επί του θέματος. Είναι αναγκαίο να τεθεί ένα ιστορικό των προηγούμενων διαδικασιών. Οι εφεσίβλητοι είχαν καταχωρήσει εναντίον της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και των εφεσειόντων την αγωγή 6860/2001. Στις 26.3.07 εξεδόθη εκ συμφώνου απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εταιρείας ενώ η αγωγή αποσύρθηκε εναντίον των εφεσειόντων με έξοδα εις βάρος των εφεσιβλήτων κατόπιν απόσυρσης της για το λόγο ότι η επιστολή τερματισμού στους εγγυητές θεωρήθηκε ως μη κανονική. Αυτά αποτέλεσαν ευρήματα του Δικαστηρίου με βάση το υλικό που είχε ενώπιον του. Το συμπέρασμα δε του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι αποποιήθηκαν των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από τις μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες. Περαιτέρω, με βάση την απόφαση στην προηγηθείσα αγωγή - τεκμ.24 η αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης με δικαίωμα επαναφοράς της εναντίον των εφεσιβλήτων. Η παρούσα αγωγή στην πρωτόδικη διαδικασία κατεχωρήθη στις 27.7.07 και οι εφεσείοντες στις 3.10.07 κατεχώρησαν σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία. Ακολούθησε στις 15.10.2007 καταχώρηση εκ μέρους τους αίτησης για παραμερισμό και ή ακύρωση του κλητηρίου εντάλματος για δύο λόγους. (α) Μη πληρωμή των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ τους στην προηγηθείσα αγωγή 6860/01 και (β) λόγω δεδικασμένου. Το Δικαστήριο αφού άκουσε τα δύο μέρη με απόφαση του ημερ. 25.1.2008 απέρριψε την ένσταση του δεδικασμένου αλλά ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής μέχρι την καταβολή των εξόδων στην προηγηθείσα αγωγή 6860/01. Τα έξοδα πληρώθηκαν στις 24.1.2008 και τις 14.4.2009 με διάταγμα του Δικαστηρίου ακυρώθηκε η αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης.
Με βάση όλα τα πιο πάνω, εφόσον η δικανική κρίση που περιείχετο στην απόφαση 24.1.08 δεν έχει προσβληθεί, ορθά εκρίθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν εγείρετο πλέον θέμα δεδικασμένου και ορθά απερρίφθη η εν λόγω ένσταση.
Τα πιο πάνω είναι σχετικά και με την εξέταση του 8ου λόγου έφεσης, ότι δηλαδή υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των εφεσειόντων ως απορρέουν από το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος. Είναι εισήγηση των εφεσειόντων ότι ο χρόνος που παρήλθε μέχρι την έκδοση της υπό κρίση απόφασης ήταν τέτοιος που οι εφεσείοντες προέβησαν σε δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα στην υπεράσπιση τους και γι΄αυτό δεν έδωσαν μαρτυρία. Επάλληλα με το πιο πάνω θέμα τίθεται και ζήτημα αποποίησης των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων από την εν λόγω εγγύηση. Όπως φαίνεται από το πιο πάνω ιστορικό σίγουρα δεν υπήρξε αποποίηση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων και η πορεία της υπόθεσης, άνκαι μακρά, δεν περιείχε τέτοιες περιστάσεις (ούτε εξάλλου προβλήθηκε κάτι απτό από τους εφεσείοντες) που να δεικνύει βλάβη εκ της καθυστερήσεως. Εξηγήθηκε και η πορεία της πρωτόδικης διαδικασίας με έμφαση στην καθυστέρηση που προεκλήθη από καταχώρηση διαφόρων ενδιαμέσων αιτήσεων οι οποίες χαρακτηρίστηκαν πολύπλοκες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον εν λόγω ισχυρισμό και με παραπομπή στη σχετική νομολογία έκρινε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων και δεν υπήρξε παραβίαση του εύλογου χρόνου για τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων. (Βλ. Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ 2014, Καγιά ν. Χαρούς κ.α. (2010)1(Α) Α.Α.Δ. 267 και Χριστοφίδου ν. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1(Β) 1360).
Για τον δε ισχυρισμό για απεμπόληση των δικαιωμάτων των εφεσιβλήτων εξηγείται λεπτομερώς πρωτοδίκως πως οι εφεσίβλητοι δεν είχαν μείνει αδρανείς και δεν αδιαφόρησαν στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, όπως απόρρεαν από τις επίδικες συμφωνίες.
Υιοθετούμε πλήρως την πρωτόδικη προσέγγιση και οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Είναι η κατάληξη μας ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται στην ολότητα της, με έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.