ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:B433
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 90/2017)
29 Νοεμβρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 35 ΘΕΣΜΟΣ 20 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964)
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ ΝΑΖΙΡΗ, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ
ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 685/2011 ΛΟΓΩ
ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΟΔΑ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/05/2017 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 685/2011 ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ ΛΟΥΚΑ ΝΑΖΙΡΗ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΠΙΔΙΚΑΣΕΙ ΕΞΟΔΑ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥ
---------------------------------------
Φ. Φανή για Ν.Α. Δαμιανού & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
--------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η λήψη άδειας από το Εφετείο με σκοπό την καταχώρηση έφεσης αποκλειστικά και μόνο κατά της πρωτόδικης διαταγής επί των εξόδων στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 685/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται και η παράταση του χρόνου καταχώρησης της έφεσης κατά πέντε ημέρες σε περίπτωση που ήθελε δοθεί η εν λόγω άδεια.
Το πρόβλημα προέκυψε ως εξής: Στις 29.5.2017, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του σε αγωγή που ήγειρε η ενάγουσα Ξ.Α. Κοντεάτης & Υιοί Λίμιτεδ εναντίον των εναγομένων Σωτήρη Ναζίρη και Λούκα Ναζίρη. Με την αγωγή η ενάγουσα αξίωσε εναντίον των εναγομένων το ποσό των €7.586,09 ως υπόλοιπο εργασίας που ανέλαβε να εκτελέσει σε πολυκατοικία μετά από σχετική συμφωνία με τη διαχειριστική επιτροπή της. Μέρος των εργασιών αναβάθμισης και συντήρησης της πολυκατοικίας αφορούσε και το ισόγειο διαμέρισμα που ήταν ιδιοκτησία των εναγομένων ή βρισκόταν στην κατοχή τους. Όσον αφορά τις ευρύτερες εργασίες, συμφωνήθηκε όπως η διαχειριστική επιτροπή καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των €5.500, ενώ οι εναγόμενοι θα κατέβαλλαν για τις επιπρόσθετες εργασίες που θα εκτελούνταν κατ΄ εντολή τους στο ισόγειο διαμέρισμα, οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό. Η διαχειριστική επιτροπή κατέβαλε το συμφωνηθέν ποσό των €5.500, οι εναγόμενοι όμως αρνήθηκαν να καταβάλουν το υπόλοιπο που ανερχόταν στη βάση της αξίωσης στις €7.586,09 ισχυριζόμενοι ότι ιδιοκτήτες του ισογείου διαμερίσματος δεν ήσαν οι ίδιοι, αλλά η εταιρεία Naziris Estates Limited. Η θέση των εναγομένων ότι ουδέποτε οι ίδιοι συμφώνησαν προσωπικά για την πληρωμή οποιασδήποτε εργασίας απερρίφθη από την ενάγουσα η οποία υποστήριξε ότι ουδέποτε της απεκαλύφθη η ύπαρξη εταιρείας, η οποιαδήποτε δε συμφωνία έγινε στη βάση των οδηγιών των εναγομένων και ιδιαίτερα του εναγομένου 2.
Το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των έξι μαρτύρων εκ μέρους της ενάγουσας και των δύο μαρτύρων εκ μέρους των εναγομένων εκ των οποίων ο ένας ήταν ο ίδιος ο εναγόμενος 2, και με αναφορά στη σχετική νομική πτυχή, κατέληξε στην έκδοση απόφασης υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου 1 για το διεκδικούμενο ως άνω ποσό, ενώ απέρριψε την αγωγή εναντίον του εναγομένου 2. Επιδίκασε τα έξοδα της αγωγής υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου 1, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο. Όσον αφορά τα έξοδα μεταξύ ενάγουσας και εναγομένου 2, το Δικαστήριο έκρινε ως εξής:
«Δεδομένης της κοινής εκπροσώπησης και υπεράσπισης των Εναγομένων, θεωρώ ότι δεν ενδείκνυται η έκδοση διατάγματος για έξοδα τύπου Bullock (Βλ. Bullock v London General Omnibus Co (1907) 1 KB 264, CA) ή ακόμη και τύπου Sanderson (βλ. Sanderson v Blyth Theatre Co (1903) 2 KB 533, CA), σε ότι αφορά τα έξοδα της Αγωγής μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγομένου 2 και ότι το ορθό είναι να μην διαταχθούν έξοδα μεταξύ τους (βλ. Mayer v Harte (1960) 1 WLR 770, CA και Bank America Finance Ltd v Nock (1988) AC 1002, HL).»
Παραπονείται ο πρώην εναγόμενος 2 ότι το Δικαστήριο απέτυχε να αιτιολογήσει επαρκώς την ύπαρξη καλού λόγου για τη μη εφαρμογή του γενικού κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης και εν πάση περιπτώσει η αναφορά του Δικαστηρίου σε έξοδα τύπου Bullock ή και Sanderson έδειχνε ότι εμμέσως το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι καλώς ή δικαιολογημένα η ενάγουσα εταιρεία καταχώρησε την αγωγή και εναντίον του, αγωγή που εν πάση περιπτώσει αφορούσε σε σύμβαση και δεν θα ήταν λογικό η ενάγουσα εταιρεία να μην γνώριζε με ποιο είχε συμφωνήσει και επομένως εναντίον ποίου προσώπου έπρεπε να καταχωρηθεί η αγωγή.
Εξετάζοντας την αίτηση θα πρέπει να λεχθεί ότι η Δ.35 θ.20 επιτρέπει την καταχώρηση έφεσης αποκλειστικά και μόνο στη βάση λανθασμένης διαταγής ως προς τα έξοδα, έφεση που καταχωρείται όμως με την άδεια του Εφετείου, η οποία δεν χορηγείται εκτός και εάν παρουσιάζεται ότι η διαταγή είναι αντίθετη με τις πρόνοιες οποιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμού ή έχει βασιστεί σε λανθασμένη αντίληψη γεγονότων ή επιβάλλει σε διάδικο να πληρώσει έξοδα τα οποία έχουν δημιουργηθεί χωρίς επαρκή λόγο από άλλο διάδικο. Τα διατάγματα Bullock και Sanderson αφορούν την περίπτωση όπου ο ενάγων εγείρει αγωγή εναντίον δύο εναγομένων διαζευκτικά. Εάν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ήταν εύλογο για τον ενάγοντα να συνενώσει αμφότερους τους εναγομένους τότε μπορεί να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντος εναγομένου και στη συνέχεια να προσθέσει αυτά τα έξοδα στα έξοδα που ο ανεπιτυχών εναγόμενος θα διαταχθεί να πληρώσει στον ενάγοντα. Η βασική αυτή αρχή προέρχεται από την απόφαση Bullock v. London General Omnibus Co - ανωτέρω - στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο, ενώ η διαταγή τύπου Sanderson αφορά την περίπτωση που ο ανεπιτυχών εναγόμενος διατάσσεται να πληρώσει κατ΄ ευθείαν στον επιτυχόντα εναγόμενο τα έξοδα. Οι διαταγές αυτές μπορούν να εκδοθούν ανεξάρτητα από το εάν ο ένας εναγόμενος έχει στραφεί εναντίον του άλλου. Το Δικαστήριο έχει στο θέμα διακριτική ευχέρεια (Hong v. A. & R. Brown Limited (1948) 1 K.B. 515, - δέστε και την υπόθεση Mavroudi v. Valerik (2009) 1 Α.Α.Δ. 1232).
Σημασία στην εξέταση του ευλόγου ή μη της διαταγής του Δικαστηρίου έχουν ιδιαίτερα οι έγγραφες προτάσεις και τα προσδιοριζόμενα σ΄ αυτές διάφορα επίδικα θέματα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μεγάλη αναθεώρηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας του 1998, επηρέασε ριζικά και το θέμα της αντιμετώπισης των εξόδων. Ο Lord Woolf MR, ήταν της άποψης ότι οι Θεσμοί έπρεπε να επαναπροσδιορίζουν το θέμα μακριά από την παραδοσιακή αντίληψη ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται χωρίς άλλο στα έξοδα του. Το ζήτημα σήμερα αντιμετωπίζεται δικαιότερα με τον τεμαχισμό της υπόθεσης και της εξέτασης κάθε επίδικου θέματος που εγείρεται χωριστά, («issue by issue»), ώστε τα έξοδα να κατανέμονται ανάλογα, (δέστε Civil Procedure Vol. 1 σελ. 1137 κ.ε., παρ. 44.3.1. κ.ε., The White Book Service 2006).
Στην υπό κρίση περίπτωση, η ενάγουσα εταιρεία με την έκθεση απαίτησης της αξίωσε το συγκεκριμένο ποσό εναντίον και των δύο εναγομένων ή και από οποιονδήποτε από αυτούς (επομένως η αγωγή επιδίωκε τον καθορισμό ευθύνης αλληλεγγύως και κεχωρισμένως), εισηγούμενη στην παράγραφο 8, ότι ήταν κατάλληλη περίπτωση για την εφαρμογή του κανόνα Bullock Order. Στις λεπτομέρειες που δόθηκαν στις παρ. 1 και 2, ο εναγόμενος 1 περιγράφηκε ως «ο ιδιοκτήτης ή/και δικαιούχος ή/και συμπεριφέρεται ως ιδιοκτήτης και δικαιούχος» του ισογείου διαμερίσματος και ότι, «διαζευκτικά ο εναγόμενος 2 είναι ο ιδιοκτήτης ή και δικαιούχος του άνω διαμερίσματος και έχει δώσει εξουσία στον πατέρα του, εναγόμενο 1, να ενεργεί για λογαριασμό του και να δεσμεύεται από τις πράξεις του.». Οι θέσεις επομένως τέθηκαν διαζευκτικά ως προς την ιδιότητα και κατ΄ επέκταση την ευθύνη των εναγομένων.
Οι εναγόμενοι από την άλλη με κοινό δικηγόρο και κοινή υπεράσπιση, ισχυρίσθηκαν ότι ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, ήταν ή συμπεριφέρθηκαν ως ιδιοκτήτες του διαμερίσματος ή έδωσαν ο ένας στον άλλο εξουσία να συμπεριφέρονται ως τέτοιοι. Αρνήθηκαν στη συνέχεια οποιαδήποτε συμφωνία με την ενάγουσα και οι οποιεσδήποτε επί πλέον εργασίες αποτελούσαν χρεώσεις της ίδιας της ενάγουσας που έγιναν μονομερώς. Οποιαδήποτε συμφωνία έγινε με τη διαχειριστική επιτροπή της πολυκατοικίας και, αν έγιναν οποιεσδήποτε εργασίες, οι χρεώσεις ήταν υπερβολικές και παράλογες. Περαιτέρω, η ενάγουσα γνώριζε ότι ιδιοκτήτης του διαμερίσματος ήταν η εταιρεία Naziris Estates Limited «... ή και τρίτο πρόσωπο ..» ενώ, γνώριζε επίσης ότι ο εναγόμενος 1, ή, και ο εναγόμενος 2, ήταν αξιωματούχος και εκπροσωπούσε την εταιρεία ή και τρίτο νομικό πρόσωπο.
Το Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, θεώρησε εν τέλει ότι από την αποδεκτή μαρτυρία ιδιοκτήτης του διαμερίσματος ήταν ο εναγόμενος 1, ο οποίος είχε προσέλθει σε συμφωνία με τη διαχειριστική επιτροπή με την οποία η τελευταία ανέλαβε το κόστος εργασιών που θα εκτελούσε η ενάγουσα στο διαμέρισμα μέχρι ποσού €5.500. Ο εναγόμενος 2, γιος του εναγόμενου 1, ήταν κάτοικος του διαμερίσματος και το πρόσωπο που έδινε τις οδηγίες στην ενάγουσα για την εκτέλεση των εργασιών στη γνώση και του εναγόμενου 1 που παρουσιαζόταν ενίοτε στο διαμέρισμα. Τελικώς αποδέκτης, σύμφωνα με το Δικαστήριο, του οφέλους των υπηρεσιών που πρόσφερε η ενάγουσα ήταν ο ιδιοκτήτης, δηλαδή, ο εναγόμενος 1, χωρίς να είχε σημασία το ότι οι οδηγίες για την εκτέλεση των εργασιών δίνονταν από τον εναγόμενο 2. Εξέδωσε λοιπόν απόφαση εναντίον του ιδιοκτήτη και απέρριψε την αγωγή εναντίον του εναγομένου 2, που κρίθηκε να ήταν απλώς ο κάτοχος του διαμερίσματος.
Κατά τη συζήτηση της επιδιωκόμενης αίτησης, ο συνήγορος διευκρίνισε σε σχετική ερώτηση ότι ο εναγόμενος 1 εκπροσωπούμενος από το γραφείο των συνηγόρων που τον υπερασπίστηκαν και πρωτοδίκως, καταχώρησε έφεση, όχι όμως και η ενάγουσα εναντίον της απόρριψης της υπόθεσης της εναντίον του εναγομένου 2. Να σημειωθεί ότι ο εναγόμενος 1 δεν έδωσε ο ίδιος μαρτυρία προς υποστήριξη της υπεράσπισης του, όπως προκύπτει από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης.
Κρίνεται υπό το φως των τόσων αλλεπάλληλων διαζευκτικών εκδοχών που οι εναγόμενοι εισήγαγαν στην κοινή υπεράσπιση τους, ότι η ενάγουσα δικαιολογημένα συνένωσε και τους δύο εναγόμενους εφόσον ήταν αδιευκρίνιστο ποιος ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης με τους εναγόμενους στην υπεράσπιση τους να ισχυρίζονταν ότι ήταν η εταιρεία Naziris Estates Ltd, ή, διαζευκτικά, ακόμη και άλλο, τρίτο, πρόσωπο. Είναι γι΄ αυτό το λόγο προφανώς που η ενάγουσα στην απαίτηση της τοποθετήθηκε εκ του περισσού και πρώϊμα, ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για Bullock Order, (Prolific Insurance Consultants Ltd v. Liberty Life Insurance Public Co Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1069).
Είναι λανθασμένη, κατά τα άλλα, η εισήγηση ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε λόγους για τη μη επιδίκαση εξόδων υπέρ του εναγομένου 2, παρά την απόρριψη της εναντίον του αγωγής. Όπως προκύπτει από το καταληκτικό απόσπασμα της απόφασης που παρατέθηκε αυτούσιο πιο πάνω, το Δικαστήριο εμφανώς κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους απέστη από τον καθιερωμένο κανόνα, ο επιτυχών διάδικος να λαμβάνει από τον αποτυχόντα τα έξοδα του, (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Σταυρινού (2005) 1 Α.Α.Δ. 1390 και Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1 Α.Α.Δ. 75). Είναι τόσο καλά εμπεδωμένος ο κανόνας ώστε από μόνος του να προσφέρει αιτιολόγηση. Η εξειδίκευση χρειάζεται στην περίπτωση παρέκκλισης από τον κανόνα ώστε να τίθενται οι περιστάσεις που τη δικαιολογούν, (Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477 και Φιλίππου ν. Γιαννήταη (Αρ. 2) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1314).
Τέτοια εξειδίκευση εδώ υπήρξε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίθηκε ότι η κοινή εκπροσώπηση δεν συνηγορούσε υπέρ της έκδοσης Bullock Order και αυτό προφανώς διότι το Δικαστήριο με αναφορά στις υποθέσεις Mayer v. Harte και Bank of America Finance Ltd ν. Nock, αποφάσισε να μην επιδικάσει έξοδα εναντίον της ενάγουσας και υπέρ του εναγομένου 2. Αν το έπραττε, τότε προφανώς θα μπορούσε, κατά διακριτική ευχέρεια, να διέτασσε όπως τα έξοδα του εναγομένου 2 προστίθονταν στα έξοδα που θα κατέβαλλε στην ενάγουσα ο εναγόμενος 1. Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε το Δικαστήριο πιστοποιούν ότι το θέμα των εξόδων βρίσκεται εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και ότι στην απουσία λόγων που να δείχνουν ότι το Δικαστήριο ενήργησε εκτός των ορίων της ευχέρειας αυτής το Εφετείο δεν εγκρίνει αίτηση ή έφεση μόνο για τα έξοδα.
Στη Μιχαήλ (2008) 1 Α.Α.Δ. 786, απόφαση Εφετείου, λέχθηκε ότι οι περιπτώσεις που η Δ.35 θ.20, καθορίζει ως παρέχουσες τις προϋποθέσεις για παραχώρηση άδειας για έφεση επί των εξόδων και μόνο, είναι εξαντλητικές, (Χατζηνικολάου ν. Παναγιώτου (2003) 1 Α.Α.Δ. 97), και ότι μόνο όπου η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δεν έχει ασκηθεί δικαστικά, υπάρχει περιθώριο παραχώρησης άδειας, (Αργυρίδης (2000) 1 Α.Α.Δ. 143).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνεται λόγος να χορηγηθεί η άδεια. Το Δικαστήριο εξέδωσε τη διαταγή επί των εξόδων που έκρινε ως δικαιολογημένη υπό το φως της όλης υπόθεσης που είχε ακουστεί ενώπιον του και έκρινε ορθό να μην ακολουθήσει τον καθιερωμένο κανόνα, για τους λόγους που ανέφερε και ήταν δικαστικά εύλογοι, (Liberty Life Insurance Public Co Ltd ν. Λουκά (2010) 1 Α.Α.Δ. 880 και Αζόφ ν. Προδρόμου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 331). Η διαταγή του δεν εμπίπτει σε καμιά από τις τρεις εξαντλητικές περιπτώσεις που καθορίζει η Δ.35 θ.20. Η διαταγή δεν αντιβαίνει οποιοδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, δεν βασίστηκε σε λανθασμένη αντίληψη γεγονότων ή δεδομένων και δεν έχει διατάξει τον εναγόμενο 2, να πληρώσει έξοδα που δημιουργήθηκαν από την αγωγή της ενάγουσας εναντίον του. Η αγωγή ηγέρθηκε και εναντίον του για επαρκείς λόγους όπως αναλύθηκε πριν. Η κοινή εκπροσώπηση από δικηγόρο ήταν επίσης στοιχείο που λήφθηκε υπόψη, προφανώς στα ιδιαίτερα περιστατικά της αγωγής, ώστε να μην ισχύει η πρακτική που συνηγορεί στην απόδοση του ημίσεως των εξόδων υπέρ του επιτυχόντος εναγομένου όταν η αγωγή αφορά δύο εναγόμενους οι οποίοι υπερασπίζονται από κοινού, (Beaumont v. Senior and Bull (1903) 2 K.B. 282, Ellingsen v. Det Skandinaviske Co (1919) 2 K.B. 567, Odgers' Principles of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 373 κ.ε. και The Supreme Court Practice 1970, Τόμος 1, σελ. 865, παρ. 62/7/1).
Δεν είναι ορθή η θέση που προβάλλει ο συνήγορος στην αγόρευση του ότι ο εναγόμενος 2 υπέβαλε χωριστά τις θέσεις του και ότι η υπεράσπιση του ήταν διαφορετική από αυτή του εναγομένου 1. Αν έτσι είχαν τα πράγματα τότε ενδείκνυτο ο διαχωρισμός της υπεράσπισης τους και όχι η εκπροσώπηση αμφοτέρων από τον ίδιο δικηγόρο. Όπως αναφέρεται στο Odgers' - πιο πάνω - σελ. 192, όταν ο ίδιος δικηγόρος λάβει οδηγίες από πέραν του ενός εναγομένου θα πρέπει να τον απασχολήσει το ερώτημα κατά πόσο θα καταχωρήσει μια και μόνο υπεράσπιση ή θα τις διαχωρίσει ανάλογα με τη θέση των πελατών του κατά τη δίκη. Αυτή ήταν και η περίπτωση στην Korner v. Korner & Co Ltd (1950) 2 All E.R. 451, όπου οκτώ διαφορετικοί εναγόμενοι αντιπροσωπεύθηκαν από κοινού, αλλά καταχώρησαν τρεις χωριστές υπερασπίσεις. Τα γεγονότα ήταν περίπλοκα ώστε να μην ίσχυε ο κανόνας ότι όπου υπάρχει αριθμός εναγομένων και μόνο ορισμένοι επιτυγχάνουν, τότε κάθε επιτυχών εναγόμενος δικαιούται σε ίσο μερίδιο των εξόδων από το όλο. Διαφορετικά δεν επιτρέπεται η αντιπροσώπευση δύο ή περισσοτέρων εναγομένων που έχουν κοινή υπεράσπιση από διαφορετικούς δικηγόρους και κατ΄ επέκταση δεν δύναται ο ένας και μοναδικός δικηγόρος να ακολουθεί διαφορετική γραμμή υπεράσπισης για κάθε ένα από τους εναγομένους.
Συνεπώς δεν εγκρίνεται η παροχή άδειας. Η Αίτηση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ