ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Χαβιαράς, για τους εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-10-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, 26/10/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A377

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

[Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016]

 

26 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΚΑΙ ΜΑΡΚΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 4 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΚΡΕΜΕΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION

Εφεσειόντων-Αιτητών

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΌ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 15/2/2016 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

---------

Α. Χαβιαράς, για τους εφεσείοντες.

---------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ.

 

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Με την υπό κρίση έφεση οι εφεσείοντες στρέφονται εναντίον της απόφασης ημερ. 23.02.2016 στην Πολ. Αίτηση 30/2016, με την οποία απορρίφθηκε η αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης certiorari και/ή prohibition, με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 15.2.2016, στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 23648/15, με κατηγορούμενους 1 και 4 αντιστοίχως τους εφεσείοντες.

 

Τα γεγονότα όπως αποκρυσταλλώνονται στην εκκαλούμενη απόφαση συνοπτικά έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 15.2.2016 όταν η ως άνω ποινική υπόθεση ήταν ορισμένη για σκοπούς παραπομπής των κατηγορουμένων στο Κακουργιοδικείο, εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι συνήγοροι των κατηγορούμενων 1 και 4 δηλώνοντας ότι η εμφάνιση τους αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση της επίδοσης του κατηγορητηρίου. Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο έκρινε νομότυπη την επίδοση, τότε θα καταχωρούσαν εμφάνιση εκ μέρους των κατηγορουμένων-εντολέων τους, για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο.  Με εμπεριστατωμένη απόφαση του ημερ. 15.2.2016, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε σύννομη την επίδοση και κατ΄ ακολουθίαν της απόφασης του εξέδωσε ένταλμα σύλληψης των κατηγορουμένων κρίνοντας ότι:  (α) Η επίδοση του κατηγορητηρίου έγινε κατ΄ ακολουθίαν και συμφώνως των προνοιών του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.2(ΙΙΙ)/2000 (στο εξής «ο Νόμος»), (β) η παρουσία των αιτητών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν απαραίτητη για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο.

 

Ήταν η θέση των αιτητών, όπως προωθήθηκε με την αίτηση για παραχώρηση άδειας και  επαναλαμβάνεται μέσω των συναφών λόγων έφεσης ότι, η επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου πάσχει: εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή προφανούς λάθους και/ή υπό συνθήκες καταστρατήγησης της φυσικής δικαιοσύνης, συντρέχει δε πλάνη περί τον Νόμο, πρόδηλη στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

 

1ος και 2ος λόγος Έφεσης

Με τον πρώτο λόγο, θεωρούν οι εφεσείοντες ότι κακώς απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους για παραβίαση της δίκαιης δίκης: δεν τους επετράπη να προσκομίσουν μαρτυρία προς αντίκρουση των όσων επιμαρτυρούσε η αρμοδία αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας για την επίδοση, κρίνοντας λανθασμένα ότι δεν ετίθετο θέμα ή αναγκαιότητα προσκόμισης μαρτυρίας.

 

Σημειώνεται ότι στους εφεσείοντες έχει επιδοθεί «κλήση κατηγορουμένου» κατ' επίκληση του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, Νόμος 2(ΙΙΙ)/2000, άρθρο 4, Επίδοση σε ξένη χώρα εγγράφων διαδικασίας της Δημοκρατίας.  Λόγος που συνδέεται άμεσα με το λόγο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αρχή που προκύπτει από την υπόθεση Easygroup Holdings Ltd, Πολ. Αίτηση Αρ. 76/2015, 12.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:D426,  για την ανάγκη προσαγωγής μαρτυρίας που να πείθει το Δικαστήριο για την επίδοση, δεν εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση εφόσον, η επίδοση δεν έγινε κατ΄ ακολουθίαν του ιδίου Νόμου που τύγχανε εφαρμογής στην Easygroup (ανωτέρω) (2ος λόγος έφεσης).

 

Το ζητούμενο λοιπόν είναι κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την προσαγωγή, με αντιπαράθεση μαρτύρων, μαρτυρίας σε σχέση με το εφαρμοστέο στην Ελλάδα δίκαιο (πρόνοιες Ποινικής Δικονομίας) που διέπει τα της επίδοσης ποινικών υποθέσεων, με δεδομένο ότι η επίδοση πραγματοποιήθηκε βάσει των προνοιών του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. 

 

 

Η νομολογία του ΔΕΕ, κρίνοντας ανάλογο με υπό αναφορά θέμα, στα πλαίσια των υποχρεώσεων του Δικαστηρίου εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (ΕΕΣ), που αποτελεί τον κατεξοχήν τομέα της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, έκρινε ότι η επίγνωση του προσώπου που αφορά στη δίκη θα πρέπει να εξασφαλίζεται από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο και να συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4(α) της σχετικής Απόφασης-Πλαίσιο 2009/299 και 2002/584.  Σημειώνεται ότι οι προϋποθέσεις επίδοσης πλέον είναι αυστηρές, ό,τι όμως ορίζει το ζήτημα των δύο νομοθετημάτων είναι γνώση του κλητευθέντος/κατηγορουμένου.[1]  Εν κατακλείδι οι εφεσείοντες δεν ήγειραν θέμα ελλιπούς ενημέρωσης εφόσον παρέστησαν δια δικηγόρου κατά την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης.

 

Σε περίπτωση που εξετάζεται κατά πόσο ο τρόπος με τον οποίο δίνεται η πληροφορία είναι ικανοποιητικός και επαρκεί ώστε να εξασφαλίζεται η παρουσία του κατηγορουμένου κατά την δίκη, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται, κατά περίπτωση και στην δέουσα προσπάθεια του ενδιαφερομένου προσώπου να λάβει τις πληροφορίες που τον αφορούν.

 

Η βεβαίωση της αρμόδιας αρχής, Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, συνοδευόμενη από τα αποδεικτικά «Επίδοσης δια Θυροκολλήσεως» στους εφεσείοντες, προσκομίστηκαν και ελέγχθηκαν από το Επαρχιακό δικαστήριο, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω κανένας λόγος προσκόμισης μαρτυρίας ανατροπής της κανονικότητας της επίδοσης.[2]

 

Η αναντίλεκτη αυτή απόδειξη δεν άφηνε περιθώριο παροχής άδειας για προσκόμιση άλλης μαρτυρίας, ούτε και παρείχε υπόβαθρο αμφισβήτησης  της επίδοσης ως παράνομης ή άκυρης.(βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Μιχάλη Ζολώτα κ.α., Πολ. Αίτηση Αρ.125/2016, ημερ.18/10/16), ECLI:CY:AD:2016:D484.

 

Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο έκρινε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξάντλησε το καθήκον εξέτασης του θέματος επίδοσης αξιολογώντας το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του στην βάση της εν λόγω πρόνοιας, δηλώνοντας ικανοποιημένο στη βάση της βεβαίωσης της αρμοδίας αρχής, Ελληνική Δημοκρατία, ημερομηνίας 29.1.2016, στην οποία επισυνάπτονταν αποδεικτικά επίδοσης, ότι η επίδοση έγινε ορθά και νομότυπα δια θυροκολλήσεως.  Επί του τελευταίου να σημειωθεί ότι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας κατά την υποβολή του αιτήματος δεν προσδιόρισε τον τρόπο επίδοσης.

 

Το γεγονός βεβαίως της επίδοσης δυνάμει των προνοιών άλλης διμερούς σύμβασης, δεν διαφοροποιεί, τα δεδομένα και το αντικείμενο που πραγματευόταν  και που συμπίπτει με τα της υπό κρίση. Ούτε και αναιρεί την αδιαμφισβήτητη αρχή ότι είναι καθήκον του Δικαστηρίου, εγγενές στην λειτουργία του, να ελέγχει το σύννομο της επίδοσης στον κατηγορούμενο, αρχή η οποία δεν φαίνεται να αμφισβητείται από το Δικαστήριο.

 

Στην Easygroup (ανωτέρω) ό,τι αποδίδετο στο Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν η εσφαλμένη κρίση ότι τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του δεν επιμαρτυρούσαν ικανοποιητικά το σύννομο της επίδοσης, δυνάμει των σχετικών προνοιών της Σύμβασης Αμοιβαίας Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου, που επικυρώθηκε με το Νόμο 55/84.  Το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση, εξετάζοντας συναφή λόγο παραχώρησης άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari παραπέμποντας στα άρθρα 46 και 89 της Ποινικής Δικονομίας, ΚΕΦ. 155, απέρριψε την αίτηση θεωρώντας ότι αυτό που επιδιώκετο εμμέσως, ήταν ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Δικαστηρίου, με το εξής σκεπτικό:

 

«Το Δικαστήριο έχει καθήκον ελέγχου της επίδοσης κατηγορητηρίου σε ένα κατηγορούμενο και επίσης είναι στα πλαίσια του νόμου (ειδικά του άρθρου 46 και 89 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155) που έκρινε ότι χρειαζόταν μαρτυρικό υλικό για να πεισθεί για την επίδοση.  Η πρόνοια του άρθρου 46(2) ότι η επίδοση κάθε κλήσης αποδεικνύεται είτε προφορικά από το πρόσωπο που επέδωσε αυτήν, είτε με ένορκη δήλωση αυτού, δεν αφήνει αμφιβολία ότι χρειάζεται μαρτυρία που να πείθει το Δικαστήριο για την επίδοση.  Προφανώς και το Δικαστήριο θεώρησε ότι η συστάδα των εγγράφων που κατεχωρήθη δεν είχε την ισχύ ή το περίβλημα μαρτυρίας.  Και αυτό ανεξάρτητα αν η προτεινόμενη επίδοση έγινε στη Δημοκρατία είτε σε άλλη χώρα.  

          [.]

Το καθήκον του Δικαστηρίου για έλεγχο της επίδοσης είναι εγγενές της λειτουργίας του (Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά, του Γ.Μ.Πική, σελ.137 και Σωτηριάδης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 203).»

 

Ό,τι διαφοροποιεί τις δύο υποθέσεις, την υπό κρίση και την Easygroup, είναι ότι στην μεν τελευταία το ίδιο το Δικαστήριο το οποίο είχε καθήκον ελέγχου της επίδοσης του κατηγορητηρίου δεν είχε ικανοποιηθεί από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του προς απόδειξη της επίδοσης και προφανώς «θεώρησε ότι η συστάδα των εγγράφων που κατατέθηκαν δεν είχε την ισχύ ή το περίβλημα της μαρτυρίας». 

 

Στην υπό κρίση ο λόγος της Easygroup δεν έχει την εμβέλεια που θέλει να της αποδοθεί ο δικηγόρος των αιτητών.  Με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, όπως καταγράφεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, ικανοποιήθηκε ως προς το επιμαρτυρικό υλικό το οποίο κατατέθηκε ενώπιον του για το σύννομο της επίδοσης στα πλαίσια του εφαρμοστέου δικαίου και του Νόμου. 

 

Η διάκριση της Easygroup από το Δικαστήριο με την υπό κρίση στη βάση του οποίου η επίδοση στην υπόθεση εκείνη δεν έγινε με βάση τις πρόνοιες του Νόμου που εδώ απασχολεί, έγινε, θεωρούμε, obiter, και δεν οδηγεί σε επιτυχία του λόγου έφεσης.  Το Δικαστήριο προχώρησε πέραν των ως άνω, σημειώνοντας και ότι ορίζει την ορθότητα του ελέγχου και της κρίσης του:

 

«Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε καθήκον να εξετάσει το θέμα της επίδοσης, έχοντας υπόψη του τις πρόνοιες του Νόμου δυνάμει του οποίο προωθήθηκε το αίτημα της Κυπριακής Δημοκρατίας για αρωγή από την Ελληνική Δημοκρατία σε σχέση με την επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, και ειδικότερα τις πρόνοιες του άρθρου 7 που προβλέπει, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο απόδειξης της επίδοσης.  Όπως και έκανε το Επαρχιακό Δικαστήριο, δηλώνοντας ικανοποιημένο στη βάση της βεβαίωσης της αρμοδίας αρχής της Ελληνικής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.1.2016, στην οποία επισυνάπτονταν αποδεικτικά επίδοσης, ότι η επίδοση έγινε ορθά και νομότυπα. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για την υποβολή του αιτήματος για αρωγή δεν ζήτησε όπως η επίδοση γίνει με συγκεκριμένο τρόπο δεν είναι ζήτημα που μπορεί να απασχολήσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και εν πάση περιπτώσει ουδόλως αντανακλά στη νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.»

 

Τούτων δοθέντων θεμελιώθηκε η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου που ήλεγξε και εξέτασε το θεμελιώδες προαπαιτούμενο για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επί του κατηγορουμένου και την τυχόν πλημμέλεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον έλεγχο του νομότυπου της επίδοσης σε κατηγορούμενο.

 

Συνεπώς η εφαρμογή ή όχι του λόγου της εν λόγω απόφασης, η οποία δεν είναι δεσμευτική, ουδόλως προωθεί ή ευνοεί θέσει και φύσει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων αναφορικά με την λανθασμένη απόρριψη του αιτήματος προσκόμισης μαρτυρίας για την παράνομη και/ή άκυρη επίδοση. 

 

Οι 1ος και 2ος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

3ος λόγος Έφεσης

Προβάλλουν οι εφεσείοντες ότι εσφαλμένα το δικαστήριο εκτίμησε την προσκόμιση μαρτυρίας σχετικής με την κατάρριψη του νομίμου της επίδοσης, ως ενέργεια που θα παραβίαζε το γράμμα, το πνεύμα  και τον σκοπό της σύμβασης  που εφαρμόστηκε.

 

Η Σύμβαση στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης, σύμφωνα δε με το προοίμιο της συμβάλλει στην ενότητα μεταξύ των μελών κρατών για το σκοπό συνεργασίας στον τομέα της έκδοσης φυγοδίκων.  Αποσκοπεί στη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων και με την επίδοση ενταλμάτων και διαδικαστικών εγγράφων και την απλούστευση διαδικασιών απόδειξης(άρθρο 7), συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση να καταστεί ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στηριζόμενος στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης που πρέπει να διακατέχει τα κράτη-μέλη (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

Τίθεται όμως και μια άλλη πτυχή. Οι διακρατικές συμφωνίες αναφερόμενες σε παροχή συνδρομής σε  θέματα ποινικού δικαίου, θεωρούμε ότι συνιστούν, αμοιβαία συγκεκριμένη, ειδική εκχώρηση της εξουσίας των επί προσώπων - υπηκόων τους, στα πλαίσια της «εδαφικής τους κυριαρχίας» (territorial sovereignty), της οποίας ο σεβασμός αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις βάσεις των διεθνών σχέσεων. Επέμβαση στην κυριαρχία είναι αποδεκτή μόνο όταν το συμβαλλόμενο κράτος ρητά συγκατατίθεται αναφορικά με τον τρόπο που τρίτο κράτος μπορεί να αποκτήσει εξουσία επί του εδάφους του. Με την ενεργοποίηση προνοιών διεθνών συνθηκών το συμβαλλόμενο κράτος, επεκτείνει τη δικαιοδοσία του συνεπικουρούμενο συνήθως με τη συνδρομή των αρχών του παραχωρούντος κράτους. Είναι λοιπόν ως θέμα αρχής ανεπίτρεπτο, έξω από το γράμμα των προνοιών της σύμβασης, για το εκδικάζον Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε περαιτέρω έλεγχο μαρτυρίας σε οποιοδήποτε θέμα, όπου οι αρμόδιες αρχές, Ελληνική Δημοκρατία επί του προκειμένου, κλήθηκαν να παράσχουν νόμιμο τεκμήριο στα πλαίσια δικαστικής συνδρομής, πλην των περιπτώσεων όπου προδήλως διαπιστώνεται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ζήτημα που δεν ανακύπτει στην υπό κρίση για τους λόγους που ανωτέρω παραθέσαμε.

 

Οι επιμέρους ισχυρισμοί που έθεσε ο συνήγορος των εφεσειόντων προς ανατροπή της κανονικότητας της επίδοσης, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο[3] δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν και ορθά δεν εξετάστηκαν, όπως και ορθά δεν επετράπη η προσκόμιση μαρτυρίας.  Εύλογα κρίθηκε από το Δικαστήριο, για τους λόγους που αναπτύξαμε ανωτέρω, ότι δεν δικαιολογείτο η άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος.

 

4ος λόγος έφεσης

Εσφαλμένα θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το άρθρο 4(2) του Ν.23(Ι)/2001 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται με βάση το εν λόγω άρθρο και επομένως εσφαλμένα κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν εμποδιζόταν να εκδώσει ένταλμα σύλληψης.

 

Οι εφεσείοντες επικαλούνται τα άρθρα 15 και 4 πεδίο εφαρμογής του Νόμου, ο οποίος αποκλείει την έκδοση εντάλματος σύλληψης, ώστε να εξαναγκαστεί ο κατηγορούμενος, στον οποίο το κλητήριο επιδόθηκε σε ξένη χώρα, να παρουσιαστεί ενώπιον του. Το θέμα έχει κριθεί πρόσφατα κατά πλειοψηφία στην Αναφορικά με την Aίτηση του 1.Μιχάλη Ζολώτα κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 345/16, 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A203, του Ναθαναήλ, Δ., μειοψηφούντος.  Στην ανωτέρω υπόθεση εξετάστηκε με λεπτομέρεια η Σύμβαση για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων της 29ης Μαΐου 2000 (Επίσημη Εφημερίδα C 197, 12.7.2000), στο Άρθρο 4 της οποίας προβλέπεται η δυνατότητα αποστολής και επίδοσης διαδικαστικών εγγράφων της Δημοκρατίας στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. 

 

Το Δικαστήριο με αναφορά στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τα της δικαστικής συνδρομής σε ποινικά θέματα και εξετάζοντας τις πρόνοιες του Νόμου στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, ως αναπόσπαστο μέρος των ρυθμίσεων που συμπληρώνουν και συγκεκριμενοποιούν το βασικό πλαίσιο και με ρητή αναφορά στην πρόνοια του άρθρου 15(1)(α) ανωτέρω, έκανε δεκτή την έφεση κρίνοντας ότι εγείρετο εκ πρώτης όψεως ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας με το ακόλουθο σκεπτικό:

«Συνεπώς, εγείρεται το ερώτημα που τέθηκε πρωτοδίκως, χωρίς όμως να κριθεί, το οποίο έγκειται στο κατά πόσο το ζήτημα του εξαναγκασμού σε παρουσία κατηγορουμένου, στον οποίο το κατηγορητήριο επιδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να διαβάζεται υπό το φως του εδαφίου (2) του άρθρου 4. Σ΄αυτά τα  πλαίσια σχετική φαίνεται να είναι και η πρόνοια του εδαφίου (3) του άρθρου 4, ως προς την οποία διατυπώθηκε η άποψη ότι έχει την έννοια πως ακόμα και αν ο κατηγορούμενος μεταβεί αργότερα οικειοθελώς στη χώρα όπου εκκρεμεί υπόθεση εναντίον του, για την οποία τού έγινε επίδοση σε άλλη χώρα, δεν μπορεί να συλληφθεί, εκτός εάν διενεργηθεί μεταγενέστερη επίδοση. Αναφέρεται στο Renton and Brown Criminal Procedure Legislation, A145-008, με αναφορά στην αντίστοιχη πρόνοια του Crime (International Co-operation) Act 2003, ότι:

 

«Even if the person concerned subsequently goes voluntarily to the country concerned (e.g. on business or on holiday) he should not be penalised for his failure to comply with the process without being served with it afresh and thus given an opportunity to comply.»

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να υποδειχθεί ως σχετική και ενδεικτική η επιφύλαξη που διατήρησε ο Νόμος του 2001 υπέρ των προσώπων στα οποία γίνεται επίδοση εντός της Δημοκρατίας.  Στο άρθρο 3(5) προβλέπεται ότι η επίδοση κλητηρίου ή άλλου εγγράφου διαδικασίας σε πρόσωπο στη Δημοκρατία με το οποίο καλείται να εμφανιστεί ως κατηγορούμενος ή ως μάρτυρας σε διαδικασία σε ξένη χώρα, δεν επιβάλλει υποχρέωση δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας στο άτομο που το παρέλαβε, να συμμορφωθεί με αυτό.»

 

 

Ο Ναθαναήλ, Δ. ανέπτυξε διαφορετική θεώρηση στην ανωτέρω απόφαση, κρίνοντας ότι το Δικαστήριο ορθά δεν υπεισήλθε στην ορθότητα της κρινόμενης απόφασης, περιοριζόμενο στην εξέταση της νομιμότητας.  Αφής στιγμής απέρριψε τις θέσεις που προβλήθηκαν ότι η επίδοση δεν ήταν ορθή, έκρινε στη συνέχεια ότι δεν διαπίστωνε οποιοδήποτε λάθος στην προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει τα εντάλματα σύλληψης, δεδομένου ότι δεν ήταν αρκετή η εκπροσώπηση από τους δικηγόρους, άρθρα 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, αναγκαιότητα φυσικής αυτοπρόσωπης παρουσίας των κατηγορουμένων.  Κρίθηκε περαιτέρω ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ως παραπέμπον Δικαστήριο όφειλε να εκπληρώσει το καθήκον του διασφαλίζοντας την παρουσία των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για να καταλήξει με αναφορά στις συναφείς Ευρωπαϊκές Συμβάσεις, όπως με λεπτομέρεια καταγράφονται και τις πρόνοιες της ημεδαπής νομοθεσίας και ιδιαιτέρως του ΚΕΦ. 155, ότι ο Νόμος δεν απενεργοποιεί, ούτε και καταργεί τις πρόνοιες του εσωτερικού Νόμου και ιδιαιτέρως του ΚΕΦ. 155.

 

Μελετήσαμε με προσοχή τις αποφάσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας και καταλήγουμε ότι σε αυτό το στάδιο έχει θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που δικαιολογεί την παραχώρηση της άδειας (Ex parte Papadopoullos (1968) 1 C.L.R. 496, Ex parte Maroulleti (1970) 1 C.L.R. 75, In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Παρέχουμε άδεια για καταχώριση αίτησης Certiorari σε σχέση με τον 4ο λόγο έφεσης η οποία και να καταχωριστεί εντός 15 ημερών.

 

Στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση των επιδίκων ενταλμάτων σύλληψης μέχρι της εκπνοής του χρόνου που έχει ορισθεί για την υποβολή της αίτησης και εφόσον υποβληθεί, μέχρι της αποπεράτωσης της εκδίκασής της.

 

                                                                   Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/ΦΚ                                                             Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.



1 «Η εκτελούσα δικαστική αρχή δύναται επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι το πρόσωπο, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:

α)  εν ευθέτω χρόνω:

i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης,

και

ii)  είχε ενημερωθεί ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που το πρόσωπο δεν εμφανιστεί στη δίκη

 

[2] Βλ. σχετικά άρθρο 2 του Νόμου «Μαρτυρία»: σημαίνει καταθέσεις, έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία κάθε μορφής τα οποία δύνανται να παρουσιαστούν ενώπιον Δικαστηρίου για σκοπούς διαδικασίας και "έγγραφο" έχει την έννοια που αποδίδεται στον περί Αποδείξεως Νόμο και περιλαμβάνει κάθε μορφή σύγχρονου τρόπου καταγραφής γεγονότων, συμβολαίων και δηλώσεων, που είναι αποδεκτά από τα Δικαστήρια ενώπιον των οποίων θα παρουσιαστούν»

[3] Το δε αλλοδαπό δίκαιο θα πρέπει να αποδεικνύεται με μαρτυρία από εμπειρογνώμονα επί του θέματος. (βλ. Μεταξύ άλλων Williams & Glyn's Bank Ltd v. The Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 821 και (1992) 1 Α.Α.Δ. 309, Royal Bank of Scotland P.L.C. v. Geodrill Co Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 753.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο