ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 259/2011)
4 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δικαστές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ΚΑΙ
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη.
----------
Κ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
----------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος εργαζόταν ως σιδεράς, ανέλαβε ως υπεργολάβος των εφεσιβλήτων οι οποίοι ήταν εργολάβοι οικοδομών και οι οποίοι είχαν αναλάβει την εκτέλεση εργασιών στο ξενοδοχείο Μιραμάρε στη Λεμεσό. Ενώ εργαζόταν στο εργοτάξιο των εφεσιβλήτων στις 30.3.2001, ενεπλάκη σε εργατικό ατύχημα με συνέπεια τον τραυματισμό του και ήγειρε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, μετέφερε σίδηρο στην πλάκα του υπογείου χρησιμοποιώντας ως μέσο προσπέλασης μια μορίνα η οποία, κατά την επιστροφή του, έσπασε, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Η μορίνα ήταν ξύλο μήκους 4-5 μέτρων, πλάτους 15 εκατοστών και πάχους 3 εκατοστών περίπου.
Η μορίνα είχε τοποθετηθεί στο σημείο εκείνο από τον οδηγό του γερανού και υπάλληλο των εφεσιβλήτων, Χρίστο Κυπριανού, 2-3 ημέρες πριν το ατύχημα, για να παρέχει πρόσβαση στην πλάκα του υπογείου που είχε υψομετρική διαφορά από το έδαφος γύρω στα 80 εκατοστά. Στην πλευρά εκείνη η μορίνα ήταν το μόνο μέσο πρόσβασης στην πλάκα. Μετά το ατύχημα οι εφεσίβλητοι κατασκεύασαν στην ίδια πλευρά δύο προσβάσεις προς την πλάκα του υπογείου.
Το Δικαστήριο θεώρησε πως οι εφεσίβλητοι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ασκούσαν de facto έλεγχο επί του ακινήτου και θεωρούντο ως «κάτοχοι» αυτού. Η μορίνα που τοποθετήθηκε ως μέσο πρόσβασης στην πλάκα του υπογείου έσπασε λόγω ακαταλληλότητας της. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητοι ευθύνονται για το ατύχημα, τόσο στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας, όσο και στη βάση της παράβασης του καθήκοντος του κατόχου υποστατικού προς πρόσωπο που νόμιμα βρισκόταν σ' αυτό και εκτελούσε την εργασία του.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας καθώς ως έμπειρος σιδεράς έπρεπε να γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε χρησιμοποιώντας τη μορίνα ως μέσο πρόσβασης στην πλάκα του υπογείου ενώ υπήρχε εναλλακτικό μέσο πρόσβασης γύρω από το ξενοδοχείο. Καταμέρισε ευθύνη 20% στον εφεσείοντα και 80% στους εφεσίβλητους.
Ως προς τα τραύματα που υπέστη ο εφεσείων, το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο ιατρών που κλήθηκαν από τις δύο πλευρές κατέληξε ότι αυτός υπέστη συντριπτικό ενδοαρθρικό κάταγμα του κάτω πέρατος της αριστερής κνήμης και περόνης. Υπό γενική αναισθησία υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για ανάταξη του κατάγματος και συγκράτησή του με εξωτερική οστεοσύνθεση. Παρέμεινε στην κλινική μέχρι τις 3.4.2001 και κατόπιν παρακολουθείτο ως εξωτερικός ασθενής. Στους πέντε μήνες αφαιρέθηκαν τα υλικά εξωτερικής οστεοσύνθεσης και άρχισε η σταδιακή φόρτιση του σκέλους. Ως επακόλουθο του πολύ σοβαρού τραυματισμού παρέμειναν μόνιμα κατάλοιπα και προβλήματα στον εφεσείοντα. Το Δικαστήριο δέχθηκε τα όσα περίγραψαν οι δύο ιατροί εκτός του βαθμού δυσκαμψίας στην ποδοκνημική άρθρωση. Έκρινε πως το εύρος κίνησης της ποδοκνημικής άρθρωσης παρουσιάζεται μειωμένο κατά τα 2/3 περίπου του φυσιολογικού εύρους. Οπότε, επιδίκασε το ποσό των €50.000, πλέον τόκους επί πλήρους ευθύνης.
Αναφορικά με τις ειδικές αποζημιώσεις, το Δικαστήριο δεν πείσθηκε ότι ο εφεσείων κέρδιζε τα ποσά που διεκδικούσε για τους λόγους που ανέλυσε. Ενώ ο εφεσείων επικαλείται τη μαρτυρία του λογιστή του και της τράπεζάς του, εν τούτοις, δεν τους κάλεσε ως μάρτυρες ώστε να δύναται το Δικαστήριο να δώσει βαρύτητα σε αυτές. Το Δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσείων φοροδιέφευγε, με αποτέλεσμα να μην γίνει δεκτή η μαρτυρία του όσον αφορά το εισόδημά του. Ούτε και ως προς την άδεια ασθενείας υπήρχε μαρτυρία από τον θεράποντα ιατρό του εφεσείοντα, πέραν από τη δική του μαρτυρία ότι κράτησε ενάμιση χρόνο.
Το Δικαστήριο κατέγραψε τη μαρτυρία του ΜΥ4 στον οποίο ανατέθηκε η παρακολούθηση του εφεσείοντα. Οι φωτογραφίες τις οποίες προσκόμισε ο μάρτυρας και οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από τον εφεσείοντα, φανέρωναν τον εφεσείοντα να περπατά χωρίς μπαστούνι. Έκρινε δε ότι οι ενέργειες τις οποίες ο εφεσείων ανέφερε ότι έλαβε για ανεύρεση εργασίας δεν ήταν επαρκείς. Επιδίκασε ως κατ' αποκοπή αποζημίωση το ποσό των €35.000 επί πλήρους ευθύνης με τόκο από την ημέρα έκδοσης της απόφασης. Περαιτέρω, επιδίκασε ποσό €4.404 συμφωνηθείσες ειδικές αποζημιώσεις.
Ο εφεσείων εγείρει έξι λόγους έφεσης με τους οποίους αμφισβητεί την απόδοση στον εφεσείοντα συντρέχουσας αμέλειας, το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του ΜΥ4, τη λανθασμένη απόρριψη της αξίωσης ειδικών αποζημιώσεων καθώς και τη μέθοδο που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τον υπολογισμό της μελλοντικής απώλειας εισοδήματος του εφεσείοντα. Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίζεται κακοδικία λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη συμπλήρωσης της εκδίκασης της υπόθεσης μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
O εφεσείων αμφισβητεί με το 2ο λόγο έφεσης την απόδοση σε αυτόν 20% συντρέχουσας αμέλειας για το ατύχημα, με τη μόνη αιτιολογία ότι ο εφεσείων έπρεπε ως έμπειρος σιδεράς να γνωρίζει για τον κίνδυνο που διέτρεχε, χρησιμοποιώντας τη μορίνα ως μέσο πρόσβασης στην πλάκα του υπογείου. Αυτό επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα πρόβλεψης ότι με τη χρήση της μορίνας μπορούσε να προκληθεί το συγκεκριμένο ατύχημα. Ο εφεσείων ενήργησε ως ο συνετός άνθρωπος.
Οι εφεσίβλητοι από την άλλη εισηγούνται πως ήταν επιλογή του εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει τη μορίνα ως μέσο πρόσβασης αντί την εναλλακτική λύση. Περαιτέρω, το υλικό καθ' αυτό δεν ήταν επικίνδυνο, ως ο εφεσείων εισηγείται, αλλά είναι η χρήση της μορίνας ως μέσο πρόσβασης που την κατέστησε επικίνδυνη, όπως το Δικαστήριο επεσήμανε. Ακόμα και εάν επιθεωρείτο η μoρίνα, δεν θα αποκάλυπτε οποιοδήποτε κίνδυνο ως υλικό. Δεδομένης της εμπειρίας του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι θεωρούν ορθή την απονομή σε αυτόν μεριδίου ευθύνης.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Andreas Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/11, ημερομηνίας 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, επαναλήφθηκε η θέση της νομολογίας ως προς την απόδοση συντρέχουσας αμέλειας ως ακολούθως:
«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιφόρτισε τον εφεσείοντα με βάρος που δεν του ανήκει, ως είναι ο ισχυρισμός του. Το ατύχημα, όπως διαπίστωσε και το Δικαστήριο, επεσυνέβη επειδή οι εφεσίβλητοι δεν παρείχαν ασφαλές σύστημα πρόσβασης στους εργαζομένους στο συγκεκριμένο σημείο. Όμως έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρο άτομο σε αυτό το είδος της εργασίας, όφειλε, για δική του προστασία, να επιδείξει ανάλογη επιμέλεια. Η διακίνηση μέσω της μορίνας ήταν η πιο πρακτική για τους εργάτες. Όχι όμως και η πιο ασφαλής. Σίγουρα σκοπός των μορίνων δεν είναι να χρησιμοποιούνται ως «γεφύρια» και εδώ έγκειται η διαφοροποίηση με την υπόθεση Tziellas v. The Ship "Natalenna H" (1982) 1CLR 807, στην οποία παρέπεμψε ο εφεσείων. Στην υπόθεση εκείνη χρησιμοποιήθηκε σκάλα για αναρρίχηση, ακριβώς δηλαδή για το σκοπό για τον οποίο είναι φτιαγμένη, η οποία όμως έσπασε με αποτέλεσμα να μην αποδοθεί συντρέχουσα αμέλεια στον ενάγοντα ο οποίος δεν είχε συντείνει με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του ατυχήματος.
Η παρούσα περίπτωση όμως διαφοροποιείται εφόσον η μορίνα δεν είναι φτιαγμένη για τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα. Υπήρχε επίσης και άλλος τρόπος προσπέλασης έστω και εάν αυτός δεν ήταν τόσο πρακτικός. Ως εκ τούτου δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εφεσείοντα.
Το ποσό των €50.000 το οποίο επιδίκασε το Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις θεωρήθηκε χαμηλό για τον εφεσείοντα. Επίσης, θεωρεί ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ιατρικής και άλλης μαρτυρίας σε σχέση με τον βαθμό ανικανότητας για εκτέλεση εργασίας, αγνόησε το Τεκμ. 4, δηλαδή την απόφαση του κυβερνητικού ιατροσυμβουλίου, ημερομηνίας 14.8.2003, στην οποία διαπιστώνει 75% ανικανότητα εργασίας στον εφεσείοντα.
Οι εφεσίβλητοι υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης απόφασης και εισηγούνται πως ο εφεσείων δεν έχει υποβάλει ισχυρισμό ότι εφαρμόστηκε λανθασμένη νομική αρχή κατά τον υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ούτε έχει παρατεθεί νομολογία που να καταδεικνύει ότι το ποσό αυτό είναι έκδηλα χαμηλό, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία, για να επέμβει το Εφετείο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος του ποσού των αποζημιώσεων θα πρέπει να πεισθεί είτε ότι το Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται.
Το Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων έλαβε υπόψη το είδος και τη φύση των τραυμάτων που υπέστη ο εφεσείων, την ηλικία του, 40 ετών κατά τον χρόνο του δυστυχήματος, τη φύση και τη διάρκεια της θεραπείας που ακολούθησε, καθώς και τα κατάλοιπα και τα μόνιμα προβλήματα ως επακόλουθο του τραυματισμού του. Το Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στις ορθές νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους υποθέσεις και έλαβε υπόψη αποφάσεις στις οποίες τον παρέπεμψαν οι συνήγοροι, επεξηγώντας τις διαφοροποιήσεις που προέκυπταν από τα γεγονότα.
Η βεβαίωση του Ιατροσυμβουλίου των Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία διαπιστωνόταν ότι η ανικανότητα του εφεσείοντα ανέρχεται σε ποσοστό 75% δεν αποτελεί τη μόνη πηγή της διαπίστωσης της σοβαρότητας των καταλοίπων, ώστε η μη ειδική αναφορά από το Δικαστήριο στην εν λόγω βεβαίωση να αποτελεί λόγο ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης.
Όπως ορθά παρατηρούν οι εφεσίβλητοι, ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι εφαρμόστηκε λανθασμένη νομική αρχή κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, ούτε και παρέθεσε νομολογία που να καταδεικνύει ότι το ποσό αυτό είναι έκδηλα χαμηλό. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν χωρεί παρέμβαση του Εφετείου.
Με τον 4ο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΕ1 εφεσείοντα και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ4, καθότι ήταν αδύνατο για τον δικαστή να θυμάται τις εντυπώσεις από την ακροαματική διαδικασία πέντε χρόνια μετά την έναρξη της διαδικασίας αλλά και δυόμιση χρόνια από την επιφύλαξη της απόφασης. Περαιτέρω, μεταξύ άλλων, ο εφεσείων ισχυρίζεται πως το Δικαστήριο έσφαλλε ως προς το εύρημά του ότι «οι φωτογραφίες 2 και 4 δείχνουν σαφώς τον Ενάγοντα να περπατά χωρίς την βοήθεια μπαστουνιού», επειδή οι φωτογραφίες αυτές δεν δείχνουν το δεξί χέρι του εφεσείοντα και, συνεπώς, είναι λάθος να λεχθεί ότι οι φωτογραφίες δείχνουν τον εφεσείοντα να κρατά ή να μην κρατά μπαστούνι. Αντιθέτως, δύο από τις φωτογραφίες δείχνουν τον εφεσείοντα να κάθεται στο εργοτάξιο. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο ενήργησε απαραδέκτως ως εμπειρογνώμονας εκφράζοντας άποψη επί του περιεχομένου των φωτογραφιών. Επιπλέον, ο μάρτυρας παραδέχθηκε ότι η γραπτή του δήλωση «συντάχθηκε» στο γραφείο του δικηγόρου των εφεσιβλήτων, ότι το ημερολόγιο στη βάση του οποίου συντάχθηκε η εν λόγω δήλωση ήταν στη Λευκωσία για να διευκρινίσει μετά ότι ήταν στο αυτοκίνητό του στο χώρο του Δικαστηρίου, αλλά δεν ήταν πρόθυμος να το φέρει. Ο ισχυρισμός επεκτεινόταν και σε παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του εφεσείοντα, ο οποίος όμως, αποσύρθηκε.
Οι εφεσίβλητοι, υποστηρίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, εισηγούνται πως ορθά απορρίφθηκε η μαρτυρία του ενάγοντα καθότι, όπως κρίθηκε, η μαρτυρία του ερχόταν πολλές φορές σε πλήρη αντίφαση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων που έδωσαν μαρτυρία για τον εφεσείοντα. Ο πρωτόδικος δικαστής τηρούσε σημειώσεις για την ενώπιόν του μαρτυρία, οπότε δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι δεν είναι δυνατόν ο δικαστής να θυμάται με λεπτομέρεια τις υπεκφυγές του εφεσείοντα στις οποίες αναφέρθηκε πέντε χρόνια μετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε άλλα παραδείγματα λανθασμένης εκτίμησης του εφεσείοντα, όπως η απόσταση του ενάμιση χιλιομέτρου που θα έπρεπε κάποιος να διανύσει για να πάει γύρω από το ξενοδοχείο όταν άλλοι μάρτυρες την καθορίζουν στα 300-500 μέτρα μετ' επιστροφής, όπως επίσης και η υψομετρική διαφορά του ενάμιση μέτρου της πλάκας του υπογείου με το έδαφος την οποία άλλοι μάρτυρες για τον εφεσείοντα υπολόγισαν γύρω στα 80 εκατοστά. Περαιτέρω, στην πρωτόδικη απόφαση σημειώθηκε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν μπορεί να διαβάσει αρχιτεκτονικό σχέδιο όταν αργότερα το χρησιμοποίησε για να σημειώσει τη διαδρομή που κάνει το γύρο του ξενοδοχείου. Το Δικαστήριο αιτιολόγησε την κρίση του πως ο εφεσείων μεγαλοποιεί τα πράγματα με παραπομπή στο ότι ο εφεσείων προσπάθησε να πείσει ότι η μορίνα χρησιμοποιείτο για δεκαπέντε μέρες πριν το ατύχημα, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι μάρτυρες κατέθεσαν ότι τοποθετήθηκε στο σημείο εκείνο δύο ή τρεις μέρες πριν το ατύχημα. Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων εντοπίζει επιπρόσθετα γεγονότα τα οποία, επίσης, είναι σχετικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εφεσείοντα ως μάρτυρα και τα οποία ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αναξιοπιστία του.
Αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΥ4 οι εφεσίβλητοι παρατηρούν πως η μαρτυρία του επιβεβαιώθηκε από το φωτογραφικό υλικό που προσκομίστηκε ως Τεκμ. 13, σύμφωνα με το οποίο το πρόσωπο στις φωτογραφίες εμφανίζεται χωρίς μπαστούνι στο χέρι. Συνεπώς, δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την παρέμβαση του Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία τόσο του εφεσείοντα όσο και του ΜΥ4.
Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επέμβαση χωρεί μόνο σε περίπτωση όπου η αποδοχή επί της αξιοπιστίας της σχετικής μαρτυρίας δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή ήταν εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όπου υπάρχουν ουσιώδεις αντιφάσεις (βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 ΑΑΔ 236).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει τις ενδείξεις αναξιοπιστίας στη μαρτυρία του εφεσείοντα. Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία υπό το πρίσμα των επισημάνσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου θεωρούμε την κατάληξη του περί αναξιοπιστίας της μαρτυρίας του εφεσείοντα ορθή.
Αναφορικά με τη μαρτυρία του ΜΥ4 και του φωτογραφικού υλικού που αυτός κατέθεσε, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται πως το Δικαστήριο, ενεργώντας απαραδέκτως ως εμπειρογνώμονας τοποθετήθηκε επί του περιεχομένου των φωτογραφιών, παρατηρεί ο ίδιος πως οι φωτογραφίες δεν δείχνουν το δεξί χέρι του εφεσείοντα, ώστε να διαπιστωθεί η χρήση μπαστουνιού κατά τον χρόνο εκείνο ή μη. Ούτε ο ίδιος, βεβαίως είναι εμπειρογνώμονας και εξάλλου καλεί το Εφετείο να σχηματίσει άποψη πρωτογενώς επί των φωτογραφιών, πράξη από την οποία προκύπτει η αποδοχή της θέσης πως δεν είναι ζήτημα εμπειρογνώμονα εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, στη μία φωτογραφία φαίνεται το δεξί χέρι του εφεσείοντα, ελεύθερου μπαστουνιού και σε δύο περιπτώσεις φαίνεται αμυδρά το αριστερό χέρι να κρατεί κάτι άλλο εκτός από μπαστούνι. Συνεπώς, δεν είναι ανεπιβεβαίωτη η μαρτυρία του ΜΥ4 ως ο εφεσείοντας ισχυρίζεται, πράγμα που θα δικαιολογούσε παρέμβαση του Εφετείου.
Η πάροδος 4½ ετών από τη συμπλήρωση της μαρτυρίας του τελευταίου μάρτυρα και δύο και πλέον ετών από την επιφύλαξη της απόφασης μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης, επηρεάζει την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, εισηγήθηκε η πλευρά του εφεσείοντα. Αυτό συναρτάται και με τον 1ο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή η πάροδος τόσο μακρού χρόνου είναι αποτέλεσμα κακοδικίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας και αιτιολογεί τα συμπεράσματα του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε σφάλμα έτσι ώστε να μπορεί δίχως άλλο να επέμβουμε στην εν λόγω αξιολόγηση στη βάση μόνο της καθυστέρησης.
Σε ό,τι αφορά την εισήγηση περί κακοδικίας που προβάλλεται με τον 1ο λόγο έφεσης, όπως αναφέρθηκε στην Ανδρέας Σταύρου Μακρή κ.ά. ν. Μέγα Χ"Ευαγγέλου (1993) 1 ΑΑΔ 203, «δεν σημαίνει ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση και μόνο οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσης αποφάσεως. Δεν υπάρχει τέτοια αρχή δικαίου γιατί θα απέληγε σε άρνηση των δικαιωμάτων του δικαιωθέντος διαδίκου, ο οποίος, όπως και ο εφεσίβλητος, υπέστη την ταλαιπωρία της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, ειδικά σε πολιτικές υποθέσεις. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί επίσης ο κίνδυνος οι μάρτυρες να μην είναι πλέον διαθέσιμοι στην επανεκδίκαση, ή να μη θυμούνται ή να αμφισβητείται η ορθότητα της μνήμης τους. Και αν η καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης από το Δικαστή επενεργεί ώστε η διαδικασία να ακυρώνεται και να διατάσσεται επανεκδίκαση, ενώπιον άλλου βέβαια Δικαστή, το αποτέλεσμα είναι: η παραπέρα καθυστέρηση, που βέβαια δεν συνάδει με τις συνταγματικές επιταγές, και ούτε θεραπεύει την αιτία της ακύρωσης.» Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης και ειδικότερα στην έκδοση της απόφασης είναι όντως αδικαιολόγητη. Είναι λυπηρό να παρατηρούνται τέτοιου είδους καθυστερήσεις όταν η συλλογική προσπάθεια πρέπει να οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Εν τούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η καθυστέρηση οδήγησε σε εσφαλμένη ετυμηγορία του Δικαστηρίου.
Με τον 5ο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του για χορήγηση ειδικών ζημιών για απώλεια εισοδημάτων £900 μηνιαία από 1.4.2001 μέχρι την 30.8.2002 ως και £600 μηνιαία από 1.9.2002 μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Το Δικαστήριο αγνόησε πως για τα έτη 1999, 2000 και τους 3 πρώτους μήνες του 2001 μέχρι δηλαδή το ατύχημα, ο εφεσείων είχε πληρώσει το ποσό των £25.850,16 ως ΦΠΑ.
Οι εφεσίβλητοι αντιτείνουν πως ο εφεσείων φέρει το βάρος απόδειξης του κέρδους του και αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί με μαρτυρία, ιδίως από τον λογιστή του και από την τράπεζά του πράγμα που δεν έγινε, οπότε ορθά εκλήφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως επακόλουθο πως η μαρτυρία του λογιστή δεν θα ήταν βοηθητική για την υπόθεση του εφεσείοντα, ο οποίος αρκέστηκε σε αντιφάσεις. Ενδεικτικά οι εφεσίβλητοι παραπέμπουν στη μαρτυρία του εφεσείοντα, ο οποίος στην κυρίως εξέτασή του κατέθεσε πως είχε £27 κέρδος από την αγορά του σιδήρου και £35 κέρδος από την τοποθέτησή του, ενώ αντεξεταζόμενος παρέπεμψε στα όσα του είχε πει ο λογιστής του, δηλαδή ότι κέρδιζε £30 για κάθε τόνο σιδήρου που αγόραζε και £15 από την τοποθέτηση. Επίσης, παραπέμπουν στο Τεκμ. 5, δηλαδή τη δέσμη βεβαιώσεων από το ΦΠΑ αναφορικά με τις πωλήσεις εμπορευμάτων του εφεσείοντα για διάφορα έτη το οποίο προσκομίστηκε προς απόδειξη του κέρδους του πράγμα όμως, που δεν αρκεί από μόνο του να αποδείξει το ζητούμενο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τους εφεσίβλητους, η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων φοροδιέφευγε δεν μπορεί να μετριαστεί, καθότι ο ΦΠΑ τον οποίο ο εφεσείων κατέβαλλε, δεν μπορεί να εξισωθεί με τον φόρο εισοδήματος. Το ποσό των £900 μηνιαίως που αξιώνει ο εφεσείων για τα έξοδά του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπίπτει της φορολογίας εισοδήματος και ότι συνεπώς δεν φοροδιέφευγε, ως είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα, καθότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, είχε περαιτέρω κέρδος £1.500 με £2.000 το μήνα, με το συνολικό ποσό σίγουρα να είναι φορολογητέο. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να επιτραπεί στον εφεσείοντα να επωφεληθεί από την παρανομία του.
Οι ειδικές αποζημιώσεις πέραν του ότι πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση με λεπτομέρεια πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 687, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1977) 1 ΑΑΔ 396, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Λοϊζου ν. Μουρτζή (1999) 1 ΑΑΔ 883, Μουττά ν. Γεωργίου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1, Ζήνων Μερκής Λτδ. ν. Ελληνικής Τράπεζας (1999) 1 ΑΑΔ 1923, Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 (Β) ΑΑΔ 1083, Ismail v. Αντωνίου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2009, 12.2.2014).
Τα όσα ο εφεσείων παρουσίασε με τη μαρτυρία του δεν τον βοηθούσαν στον υπολογισμό του καθαρού εισοδήματός του. Οι δηλώσεις για ΦΠΑ για παράδειγμα φανερώνουν τον κύκλο εργασιών του εφεσείοντα για συγκεκριμένες περιόδους, ενώ το ποσό που συμφωνήθηκε για το εν λόγω ξενοδοχείο δεν συνδέεται με το καθαρό ποσό κέρδους του εφεσείοντα. Η μη κλήση του λογιστή του εφεσείοντα, ο οποίος γνώριζε το καθαρό του εισόδημα, άφησε μετέωρη τη συγκεκριμένη μαρτυρία. Ούτε και η επίκληση εισοδημάτων μη δηλωθέντων στο Φόρο Εισοδήματος δεν βοηθούσε στην απόδειξή τους στον απαιτούμενο βαθμό και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε αυτή την έκταση, δεν θεώρησε πως είχε επαρκή μαρτυρία ενώπιόν του ώστε να βασιστεί σ' αυτήν και να υπολογίσει αποζημιώσεις (Ορφανίδου ν. Ορφανίδη (2001) 1 ΑΑΔ 1889 και Γιάπατος ν. Σάββα κ.α. (2010) 1 ΑΑΔ 1324).
Συνεπώς ο 5ος λόγος έφεσης αποτυγχάνει.
Με τον 6ο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αναφορικά με τη μελλοντική απώλεια εισοδήματος του ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι δεν προσφέρεται η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου στην παρούσα περίπτωση. Το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ5 ότι ο μισθός ενός σιδερά, τότε ήταν καθαρά £150 εβδομαδιαία, οπότε ως ετήσια εισοδήματα του εφεσείοντα θα ήταν 150Χ52 εβδομάδες, δηλαδή £7.800 μείον 75%, δηλαδή £5.850. Με πολλαπλασιαστή το 15, όπως δόθηκε στη Ζαχαρίου ν. Καραολή (2004) 1 CLR 72, για τον 40 ετών ενάγοντα, οι μελλοντικές απώλειες του εφεσείοντα θα είναι £5.850Χ15 έτη, ανερχόμενες σε £87.750. Λανθασμένο θεωρεί και τον υπολογισμό του εφάπαξ ποσού των €35.000, αφού δεν χορηγήθηκαν ειδικές ζημιές για απώλεια εισοδήματος από την ημέρα του ατυχήματος στις 30.3.2001 μέχρι την 23.5.2011 που εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, δηλαδή για περίοδο πέραν των 10 ετών. Παραπέμπει, συναφώς, στην Κωνσταντίνου ν. Παναγιώτου (2011) 1 ΑΑΔ 1585, στην οποία χορηγήθηκε κατ' αποκοπή ποσό €60.000 και στην Κωμιάτη ν. Πόλιτσου (2001) 1 ΑΑΔ 2226 στην οποία επιδικάστηκε ποσό £30.000 κατ' αποκοπή.
Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου δεν προσφερόταν στην παρούσα περίπτωση διότι δεν ήταν κατορθωτό να εξακριβωθεί με ακρίβεια ο πολλαπλασιαστέος, ο οποίος θα ήταν τα εισοδήματα που απώλεσε ο εφεσείων ως υπεργολάβος σιδεράς. Οι αντιφάσεις και οι ασάφειες στο σημείο αυτό της μαρτυρίας του δεν κατέστησαν δυνατό τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού. Γι' αυτό και το Δικαστήριο δεν βρισκόταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Η μαρτυρία του εφεσείοντα συνεκτιμήθηκε με τη μαρτυρία του ΜΥ4, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν ικανός για εργασία, αφού μετέβαινε καθημερινά σε χώρο εργοταξίου στο Ζύγι, όπου επιτελούσε εργασίες επιστασίας. Οπότε, κατά τους εφεσίβλητους, ουδέποτε επηρεάστηκε η ικανότητα του εφεσείοντα για εργασία στο βαθμό που προσπαθεί να πείσει το Δικαστήριο. Ακόμα όμως, και εάν το Δικαστήριο βασιζόταν στο ποσοστό αναπηρίας του 75% στη βάση της βεβαίωσης του Διευθυντή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τεκμ. 4) για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, δεν παύει να ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Συνεπώς, ο υπολογισμός των αποζημιώσεων ως εφ' άπαξ ποσό ήταν η μόνη μέθοδος υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Περαιτέρω, ο εφεσείων, κατά τον χρόνο εκδίκασης της αγωγής εξακολουθούσε να επισκέπτεται κάποιο εργοτάξιο, όπου φαινόταν να επιτελεί εργασίες επιστασίας και, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε πραγματικό ενδεχόμενο ο εφεσείων να απωλέσει την εργασία του και να καταστεί ανίκανος προς εξεύρεση άλλης εργασίας. Τέλος, για να δικαιολογείται παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για υπολογισμό γενικών αποζημιώσεων απαιτείται το ποσό που επιδικάστηκε να είναι έκδηλα χαμηλό και εκτός πραγματικότητας, κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.
Έχει αποφασιστεί κατ΄ επανάληψη ότι η αδυναμία συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού μελλοντικής απώλειας εισοδημάτων διότι ελλείπουν ενδεχομένως στοιχεία, δεν πρέπει να αποστερεί τον παθόντα από τις αποζημιώσεις αυτές, (Πασάντας ν. Μόρου (2008) 1 AAΔ 690 και McGregor on Damages, 15η έκδ. σελ. 220, παρ. 356). Εφόσον υπάρχει μαρτυρία που είναι βοηθητική στον υπολογισμό, η αποζημίωση πρέπει να επιδικάζεται είτε στη βάση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού (Θεοφάνους ν. Κουρουκλά (2006) 1 ΑΑΔ 528), είτε στη βάση μιας διαφορετικής μεθοδολογίας όπως το μέσο εθνικό ετήσιο εισόδημα, (Taylor v. Glass, όπως αναφέρεται στον (Taylor v. Glass όπως αναφέρεται στον Kemp & Kemp: The Quantum of Damages, 2ος Τόμος, παρ. 1-715), ή, μια ανάμεικτη μεθοδολογία χρησιμοποιώντας όπου είναι εφικτό και ένα πολλαπλασιαστή και ένα πολλαπλασιαστέο, (Connoly v. Camden and Inslingtom Area Healthy Authority (1981) 3 All ER 250).
Στην παρούσα περίπτωση, για τους λόγους που αναφέρονται στα σχετικά με τον λόγο έφεσης 5, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η μέθοδος του πολλαπλασιαστή και του πολλαπλασιαστέου, διότι ελλείπει ο πολλαπλασιαστέος. Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ5 που ήταν σιδεράς τα εισοδήματα του ανέρχοντο στο ποσό των £150 εβδομαδιαίως. Δεν θεωρούμε όμως ότι αυτό το ποσό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πολλαπλασιαστέος για την περίπτωση του εφεσείοντα. Και αυτό γιατί πέραν του ότι δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του ιδίου ως προς τα εισοδήματα του, η μαρτυρία του ΜΥ4 κρίθηκε αληθινή από το Δικαστήριο. Από αυτήν προκύπτει ότι ο εφεσείων μετέβαινε καθημερινά σε εργοτάξιο όπου προέβαινε σε επιστασία εργασιών. Με αυτά τα δεδομένα ορθά κατέληξε το Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πολλαπλασιαστέος και πως θα έπρεπε να επιδικαστεί ένα συνολικό ποσό ως μέρος των γενικών αποζημιώσεων που θα αντιπροσώπευε την απώλεια μελλοντικών απολαβών. Έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν κατά το χρόνο του δυστυχήματος 40 ετών, τη σοβαρότητα των τραυματισμών του, το βαθμό της αναπηρίας και τις επιπτώσεις στη δυνατότητα για εργασία, κρίνουμε ότι το επιδικασθέν ποσό ήταν ανεπαρκές. Κρίνουμε ότι το ποσό των €50.000 επί πλήρους ευθύνης θα ήταν πιο δίκαια αποζημίωση και το αυξάνουμε ανάλογα.
Για τους πιο πάνω λόγους η απόφαση ως προς την κατ΄ αποκοπήν αποζημίωση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με το ποσό των €40.000, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης. Κατά τα λοιπά, η απόφαση παραμένει ως έχει. Λόγω της μερικής επιτυχίας της έφεσης επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο μειωμένα κατά το ήμισυ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ