ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A368
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 256/2017
24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΕΣΑΡΙΤΗ, ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ
ΣΤΟΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ
και
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ/ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
--------------------
Μ. ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ, για τον Εφεσείοντα
Α. ΣΕΛΙΠΑΣ με Μ. ΤΟΥΒΑΝΑ (ασκούμενο δικηγόρο) για τον Εφεσίβλητο
ΕΦΕΣΕΙΩΝ ΠΑΡΩΝ
-------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: O Εφεσείων/Εκζητούμενος με έξι λόγους έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 22.7.2017 βάσει της οποίας διατάσσεται η έκδοση του εις Ελλάδα, σύμφωνα με τέσσερα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης τα οποία εξεδόθησαν από την Κεντρική Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 7.3.2017 και 22.5.2017.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση καθότι σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από τις Ελληνικές Αρχές, αποστερούσαν από το Δικαστήριο την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του μη εκτέλεσης των ενταλμάτων και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τις πρόνοιες του Άρθρου 14(2) του Νόμου και των Αποφάσεων Πλαίσιο αρ. 584/2002 και 299/2009.
Με το δεύτερο λόγο προσβάλλεται η υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποδοχή των αντιγράφων των ενταλμάτων σύλληψης υπ΄ αρ. 8/17 και 11/17 και παρερμήνευσε τις πρόνοιες του Άρθρου 10(4) και (5) της Απόφασης Πλαίσιο και του Άρθρου 8(4)(5) του Ν.133(Ι)/2004.
Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται ως λανθασμένη η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ασχοληθεί με τη θέση της υπεράσπισης ως προς το σκοπό επίδοσης των ενταλμάτων σύλληψης των υποθέσεων 8/17 και 11/2017.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, κατά συνέπεια δεν θα απασχολήσει περαιτέρω.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ζητούσε στοιχεία από τις Ελληνικές Αρχές μετά τις τελικές αγορεύσεις και εν γνώσει του ότι η απόφαση θα εκδίδετο μετά την πάροδο των 60 ημερών.
Τέλος, με τον έκτο λόγο, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη καθότι «η θέση του αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα του εκζητούμενου είναι λανθασμένη και σε αντίθεση με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του».
Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφαση Γεωργίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 154/2017, ημερ. 6.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:A245 τόνισε τους βασικούς σκοπούς του Νόμου (Ν.133(Ι)/2004) και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ).
«Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ΄ επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 196/13, ημερ. 19.7.13, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 221/13, ημερ. 2.9.13, Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa, ΠΕ 41/14, ημερ. 5.3.14, Leonid Ivanov Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 100/14, ημερ. 13.5.14, ECLI:CY:AD:2014:A313, Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 184/14, ημερ. 17.7.14, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα, ΠΕ 347/14, ημερ. 5.3.15), ECLI:CY:AD:2015:A155. Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ΄ ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ - η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του ΄Αρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ητοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004.»
(βλ. Shini-Mehrabzadeh Said ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. Αρ. 279/2015, 17/11/2015)
Διά να γίνει κατανοητό το όλο φάσμα των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, αλλά κυρίως για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί και οι λόγοι έφεσης, θα πρέπει να αναφερθούν τα πιο κάτω αναμφισβήτητα στοιχεία:
Στις 7.3.2017 η Κεντρική Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας εξέδωσε εναντίον του Εφεσείοντα, Κύπριου πολίτη, το Ε.Ε.Σ. υπ΄ αρ. 8/17 και το οποίο αφορά πέντε εν ισχύ εντάλματα σύλληψης με αριθμούς 5/12-02-2009, 11/21-05-2009, 41/16-11-2009, 11/12-03-2013 και 6/22-03-2012 για σκοπούς δίωξης του αναφορικά με αδικήματα τιμωρούμενα με ποινές κάθειρξης 5-10 ετών.
Στις 22.5.2017 εναντίον του Εφεσείοντα εξεδόθησαν από την ίδια Αρχή ακόμη τρία Ε.Ε.Σ. με αριθμούς 9/17, 10/17 και 11/17. Το υπ΄ αρ. 9/17 αφορά τέσσερις εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις:
(α) 28999/8-3-2012 του Μονομελούς Πλημελλειοδικείου Αθηνών
(β) 52697/24-5-2012 του Μονομελούς Πλημελλειοδικείου Αθηνών
(γ) 11299/18-2-2013 του Τριμελούς Πλημελλειοδικείου Αθηνών
(δ) 4387/5-2-2015 του Τριμελούς Πλημελλειοδικείου Αθηνών
Για όλες τις πιο πάνω εκτελεστές αποφάσεις η διάρκεια της επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής και η οποία υπολείπεται προς έκτιση, είναι μεταξύ δύο και πέντε ετών.
Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι «στο μέρος (Δ) του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης αναφέρεται ότι η απόφαση εκδόθηκε απόντος του ενδιαφερομένου, ήτοι «ο ενδιαφερόμενος κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή ενημερώθηκε κατ' άλλον τρόπο για την ημερομηνία και τον τρόπο της ακροαματικής διαδικασίας που κατέληξε στην απόφαση εν τη απουσία του». Και αναφέρονται οι εξής νομικές εγγυήσεις. Σε σχέση με τις εκτελεστές αποφάσεις ως (1) με (3) ανωτέρω, «Ο εν λόγω εκζητούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με την Ελληνική Δικονομία αλλά δεν προσήλθε να δικαστεί. Κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκήσει είτε το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης απόφασης είτε το ένδικο μέσο της εκπρόθεσμης εφέσεως και να επιδιώξει νέα κρίση της υποθέσεως του». Όσον αφορά στην υπόθεση 4387/5-2-2015, «Ο εν λόγω εκζητούμενος εκπροσωπήθηκε με τον Συνήγορο Υπεράσπισης της αρεσκείας του, δικηγόρο Αθηνών κ. Γεώργιο Ασλάνη (βάσει της από 16-1-2015 σχετικής εξουσιοδότησης)».
Το υπ΄ αρ. 10/17 αφορά έξι εκτελεστές Δικαστικές αποφάσεις ως ακολούθως:
1. 4135/29-06-2015, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών η οποία εξεδόθη κατ' έφεση της υπ' αριθμ. 1710/14-01-2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
2. 1328/23-03-2015, απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων
Αθηνών.
3. 20420/01-03-2006, απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
4. 52815/17-05-2007, απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
5. 18999/03-02-2011, απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
6. 66846/17-11-2011, απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Στο μέρος (Δ) του Ε.Ε.Σ. για τις εκτελεστές αποφάσεις υπό (γ) - (ζ) (άνω) αναφέρονται:
«Ο εν λόγω εκζητούμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σύμφωνα με την ελληνική δικονομία αλλά δεν προσήλθε να δικαστεί. Κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκήσει είτε το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης απόφασης είτε το ένδικο μέσο της εκπρόθεσμης εφέσεως και να επιδιώξει νέα κρίση της υποθέσεως του».
Διά τις υπ' αρ. 4135/29-6-2015 και 1328/23-3-2015 (υπό (α) και (β) άνω) αναφέρονται:
«1) Όσον αφορά την υπ' αριθμ. 4135/29-06-2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών η οποία εξεδόθη κατ' έφεση της υπ' αριθμ. 1710/14-01-2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Η εκδίκαση της εφέσεως είχε οριστεί αρχικά για την δικάσιμο της 24 Μαρτίου 2015 οπότε και ο εν λόγω εκζητούμενος είχε παραστεί με τον Συνήγορο Υπεράσπισης της αρεσκείας του ο οποίος και είχε ενημερωθεί για την αναβολή στη νέα δικάσιμο της 29ης Ιουνίου 2015 που οδήγησε στην έκδοση της καταδικαστικής απόφασης.
2) Όσον αφορά την υπ' αριθμ. 1328/23-03-2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ο εν λόγω εκζητούμενος εκπροσωπήθηκε με τον Συνήγορο Υπεράσπισης της αρεσκείας του, δικηγόρο Αθηνών κ. Γεώργιο Ασλάνη (βάσει της από 4-10-2014 σχετικής εξουσιοδότησης).»
Η διάρκεια της επιβληθείσης στερητικής της ελευθερίας ποινής και η οποία υπολείπεται προς έκτιση είναι μεταξύ ενός και επτά ετών για τις πιο πάνω εκτελεστές αποφάσεις.
Τέλος, το υπ΄ αρ. 11/17 Ε.Ε.Σ. αφορά ένταλμα σύλληψης του Εφεσείοντα υπ' αρ. 1143/2016 από 1.7.2016 και αφορά τα κατ΄ ισχυρισμό αδικήματα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση μαζί με άλλα άτομα με σκοπό την απάτη για προσκόμιση παράνομου περιουσιακού όφελους εις βάρος περιουσίας ιδιωτών, τραπεζών που εδρεύουν στην Ελλάδα και το Ελληνικό Δημόσιο, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του έτους 2002 έως τουλάχιστον και του Δεκεμβρίου του 2013.
Πρόσθετα των πιο πάνω, ζητήθηκαν διευκρινίσεις τόσο από την Κυπριακή Κεντρική Αρχή όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στις σελ. 15-16 της πρωτόδικης απόφαση αναφέρεται σχετικά:
«... διευκρινίσεις ζητήθηκαν από την ίδια την κυπριακή κεντρική αρχή σε τρεις διαφορετικούς χρόνους κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης ενώπιόν μου (Τεκμήρια 9, 10 και 21). Οι δοθείσες διευκρινίσεις από την ελληνική κεντρική αρχή (Τεκμήρια 4,14 και 22) δεν κρίθηκαν επαρκείς και έτσι ζητήθηκαν και από το Δικαστήριο τούτο σχετικές διευκρινίσεις στις 13.7.2017, βάσει του άρθρου 15(2) της Απόφασης-Πλαίσιο και ώστε να καταστεί δυνατή η έκδοση απόφασης περί της εκτέλεσης ή όχι των επίδικων Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης, τόσο αναφορικά με το άρθρο 13(στ) του Νόμου και σε σχέση με όλα τα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης, καθώς επίσης και αναφορικά με το άρθρο 14(2) του Νόμου και για τις εκτελεστές αποφάσεις με αριθμούς 4387/5-2-2015, 4135/29-06-2015 και 1328/23-03-2015 στα ΕΕΣ 9/17 και 10/17.
Οι διευκρινίσεις αυτές λήφθηκαν, δια επιστολής της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ημερομηνίας 17.7.2017.
(1) Δόθηκε η απαραίτητη εκ του άρθρου 13(στ) του Νόμου εγγύηση και σε σχέση με το ΕΕΣ 8/17. Σε σχέση με το ΕΕΣ 11/17 η εν λόγω εγγύηση δόθηκε προηγουμένως, με την επιστολή της ελληνικής δικαστικής αρχής ημερ. 22/5/17 και αρ. Πρωτ. ΕΚΔ 24664, ΦΕ6990 ( βλ. Τεκμήριο 4). Σε σχέση με τα ΕΕΣ 9 και 10/17 η εν λόγω εγγύση επίσης δόθηκε προηγουμένως και με την επιστολή της ελληνικής δικαστικής αρχής ημερ. 14/6/17 και αρ. Πρωτ. ΕΚΔ 25.093, ΦΕ6990 ( βλ. Τεκμήριο 14).
(2) Σε σχέση με τις εκτελεστές αποφάσεις με αριθμούς 4387/5-2-2015, 4135/2906-2015 και 1328/23-03-2015 στα ΕΕΣ 9/17 και 10/17, απλώς αναφέρθηκε ότι «ο εν λόγω εκζητούμενος εκπροσωπήθηκε από συνήγορο της επιλογής του».
Έγινε αναφορά στο Τεκμήριο 15, απ' όπου προκύπτει το γεγονός αυτό για όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Προκύπτει από το λεκτικό των διευκρινίσεων ότι το Παράρτημα (Δ) σε σχέση με αυτές τις αποφάσεις αυτές δεν συμπληρώθηκε διότι αυτές δεν εκδόθηκαν ερήμην του εκζητούμενου, αλλά κατόπιν εκπροσωπήσεως του από δικηγόρο.
Δόθηκε η ευκαιρία στα μέρη να τοποθετηθούν επί των ληφθεισών διευκρινίσεων και λαμβάνω τις τοποθετήσεις τους δεόντως υπόψη.»
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, προχωρούμε στην εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, υποστηρίζοντας το λόγο αυτό, εισηγήθηκε ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 14(2), καταλήγει, λανθασμένα, λόγω του ότι επί των ενταλμάτων υπήρχαν για κάποιες αποφάσεις διαβεβαίωση για άσκηση έφεσης, ότι στερείται διακριτικής ευχέρειας για μη εκτέλεση των Ε.Ε.Σ. Λανθασμένα, κατά το συνήγορο, έλαβε υπόψιν τις διαβεβαιώσεις των Ελληνικών Αρχών ότι αποστερούν από το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια. Όφειλε, σύμφωνα με αυτόν, να διαπιστώσει πρώτα το γεγονός ότι είχε διακριτική ευχέρεια και ακολούθως να προβεί σε αξιολόγηση και αιτιολογημένη απόφαση για το πώς θα ασκήσει την εν λόγω διακριτική του ευχέρεια. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψιν του τις εν λόγω διαβεβαιώσεις των Ελληνικών Αρχών ως μέρος του συνόλου των παραγόντων που θα λάμβανε υπόψιν του για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και όχι να απομονώσει το γεγονός αυτό ως λόγο αποστέρησης της διακριτικής του ευχέρειας. Με την λανθασμένη του προσέγγιση, κατέληξε ο συνήγορος, επί των προνοιών του Άρθρου 14(2) και τη λανθασμένη κατάληξη του, στέρησε από τον εκζητούμενο μια δεόντως αιτιολογημένη απόφαση αλλά και αρνητική απόφαση εκτέλεσης των ενταλμάτων δεδομένου ότι δεν συντρέχει στην υπό εξέταση υπόθεση κανένας από τους λόγους που αναφέρονται στο Άρθρο 14(2)(α)(β)(γ)(δ).
Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου για τον Εφεσίβλητο ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Το Άρθρο 14(2) του Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004) προνοεί:
«Άρθρο 14(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-
(α) εν ευθέτω χρόνω-
(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και
(ii)είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή
(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή
(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-
(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή
(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή
(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-
(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και
(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.»
Στην Shini-Mehrabzadeh Said (άνω) αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά σε σχέση με την εμβέλεια του Άρθρου 14 του Νόμου:
«Η εμβέλεια του άρθρου 14 του Νόμου, το πεδίο εφαρμογής του και οι λόγοι θέσπισής του, έτυχαν εξαντλητικής εξέτασης στην απόφαση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω). Όπως εντοπίζεται, το εν λόγω άρθρο παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Το εδάφιο (2) προβλέπει για δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση. Στη συνέχεια όμως του κειμένου του εδαφίου (2) παρατίθενται συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας προς την κατεύθυνση άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ.»
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην Νεοφύτου ν. Γενικού Εισαγγελέα Π.Ε. 262/16, ημερ. 29.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A452 (απόφαση πλειοψηφίας) όπου περαιτέρω λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Με την πιο πάνω ρύθμιση εκείνο που επιτυγχάνεται είναι ότι η Δικαστική Αρχή Εκτέλεσης δεν προχωρεί σε εξέταση των σχετικών νομοθετικών προνοιών του Κράτους-Μέλους έκδοσης του ΕΕΣ που αφορά τις νομικές εγγυήσεις για επανεκδίκαση της υπόθεσης του εκζητούμενου προσώπου. Σχετικά εις την υπόθεση SHINI-MEHRABZADEH SAID (άνω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η πιο πάνω αντιμετώπιση αποτελεί ένδειξη ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν υπεισέρχεται να ερμηνεύσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του κράτους-μέλους, από το οποίο προήλθε το ΕΕΣ, όσον αφορά το θέμα των νομικών εγγυήσεων για επανεκδίκαση της υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του ερήμην. Το ίδιο, ασφαλώς, ίσχυε και πριν από την τροποποίηση που επέφερε η Απόφαση πλαίσιο 2009/299, εφόσον, κατά τα άλλα, δίδονταν οι σχετικές νομικές εγγυήσεις.»
(βλ. Ρογήρου Μιχαήλ Χατζηκυπριανού ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. 193/2014 ημερ. 18.7.204 και John Constantinides ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Π.Ε. 347/2014 ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155).
Εις την υπό εξέταση υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει αριθμό αποφάσεων του Δ.Ε.Ε. και του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Κόκος Ιωάννου (Ρωσσίδης) ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2011) 1 Α.Α.Δ. 1601, John Constantinides (άνω), Ρένος Νεοφύτου (άνω), Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546) και αφού τις ανέλυσε, κατέληξε στη σελ. 42 ως ακολούθως:
« Επομένως, σε όλες τις πιο πάνω ημεδαπές αποφάσεις, οι διευκρινίσεις που δόθηκαν από τις Ελληνικές αρχές, κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και από το Εφετείο ως ικανοποιητικές, ώστε να αποστερούν το κυπριακό Δικαστήριο από τη διακριτική ευχέρεια μη εκτέλεσης των επίδικων ΕΕΣ, που παρέχεται στο άρθρο 14(2) του Νόμου και να δικαιολογούν την εκτέλεσή τους.»
Τα ίδια αναφέρει και στη σελ. 27 της απόφασης του. Αφού παραθέτει το Άρθρο 14(2) καταλήγει:
« Κέκτηται, επομένως, βάσει του πιο πάνω άρθρου το Δικαστήριο τούτο διακριτική ευχέρεια να μην εκτελέσει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη του. Όμως, η διακριτική αυτή ευχέρεια μη εκτέλεσης εξαφανίζεται, εάν δοθεί από το κράτος μέλος έκδοσης οποιαδήποτε από τις εγγυήσεις των εδαφίων (α) μέχρι και (δ) του εν λόγω άρθρου.»
Η άνω αντιμετώπιση του εξεταζόμενου ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή και σύμφωνη με τη νομολογία μας, ουδεμία παρερμηνεία παρατηρείται και συνεπώς δεν χωρεί λόγους επέμβασης μας.
Θα πρέπει, βεβαίως, να αναφερθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την πιο πάνω διαπίστωση του προχώρησε, πολύ ορθά, και εξέτασε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του Άρθρου 14(2) στην παρούσα υπόθεση και όπου δόθησαν από τις Ελληνικές Αρχές νομικές εγγυήσεις, ότι δηλαδή κατά των αποφάσεων που εξεδόθησαν ερήμην του Εφεσείοντα μπορεί να ασκηθεί «το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακύρωσης απόφασης ... ... ....... ... .. και να επιδιώξει νέα κρίση των υποθέσεων του», ενέκρινε το αίτημα έκδοσης. Δεν έκανε όμως το ίδιο σε τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη είναι αυτή του ΕΕΣ αρ. 9 που αφορούσε την απόφαση στην 4387/5-2-2015 του Τριμελούς Πλημελλειοδικείου Αθηνών και δύο του ΕΕΣ αρ. 10, με αριθμό 4135/29-06-2015 του Τριμελούς Πλημελοδικείου Αθηνών και 1328/23-03-2015 του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπου δεν δόθησαν νομικές εγγυήσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια επί των γεγονότων της υπόθεσης, αρνήθηκε την εκτέλεση των Ε.Ε.Σ. κατά το μέρος που καλύπταν τις αποφάσεις αυτές. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:
«Κρίνω, επομένως ότι, με γνώμονα τον ισχυρισμό του εκζητούμενου ότι οι υπογραφές στις εξουσιοδοτήσεις προς το δικηγόρο του, Τεκμήρια 7(1)-7(6), είναι πλαστές και όχι δικές του, χωρίς σαφή ενώπιον μου μαρτυρία ότι οι καταδικαστικές αυτές αποφάσεις του έχουν επιδοθεί προσωπικά και χωρίς εγγύηση ότι θα είναι σε θέση να θέσει τον ισχυρισμό του αυτό ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών σε διαδικασία επανεξέτασης της ουσίας των υποθέσεων αυτών και στην οποία θα δικαιούται να παρίσταται, η διακριτική μου ευχέρεια πρέπει να ασκηθεί εναντίον της εκτέλεσης.»
Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τ' αντίγραφα των ενταλμάτων σύλληψης με αριθμό 8/17 και 11/17 και παρερμήνευσε τις σχετικές επί τούτου πρόνοιες του Άρθρου 10(4)(5) της Απόφασης Πλαίσιο και του Άρθρου 8(4)(5) του Νόμου Ν.133(Ι)/2004.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε επί του εξεταζόμενου ζητήματος ότι η Υπεράσπιση έθεσε στο πρωτόδικο Δικαστήριο τη δυνατότητα παραποίησης των άνω εγγράφων και παρόλο ότι ζητήθηκαν τα πρωτότυπα, ουδέποτε παρουσιάστηκαν. Δεν έλαβε επίσης υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σε δύο επιστολές Τεκμήρια 14 και 22 γίνεται ρητή αναφορά ότι οι Ελληνικές Αρχές απέστειλαν και τα τέσσερα πρωτότυπα εντάλματα πλην όμως παρουσιάστηκαν μόνο τα δύο. Ήταν, τέλος η θέση του, ότι με την αποδοχή των αντιγράφων ως άνω, παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το όλο ζήτημα ως ακολούθως:
« Αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πολλάκις ότι σε σχέση με διαδικασίες όπως η παρούσα ισχύει το τεκμήριο της κανονικότητας εκτός εάν αυτό ανατραπεί. Ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε εν προκειμένω που να δύναται να ανατρέψει το εν λόγω τεκμήριο. Η γενικόλογη αναφορά σε παραδικαστικό κύκλωμα το οποίο ενέπλεξε τον εκζητούμενο στα αδικήματα που του καταλογίζονται βάσει των Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης και το κατ' επέκταση συμπέρασμα της Υπεράσπισης, ότι μέσω του παραδικαστικού αυτού κυκλώματος δυνατόν να παραποιήθηκαν τα πρωτότυπα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης, ουδόλως δύναται να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Ως αναφέρθηκε στην Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω):
«Έχουμε ήδη τονίσει ότι η νομιμότητα ή η κανονικότητα της έκδοσης ενός ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στα πλαίσια της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων κρατών μελών της ΕΕ, δεν μπορεί να αναχαιτιστεί με την προβολή γενικών και αόριστων ισχυρισμών και υπερασπίσεων που δεν έχουν άλλο σκοπό από του να συσκοτίσουν τα επίδικα θέματα. Τα περιορισμένα στοιχεία που έθεσε η πλευρά του Εφεσείοντος, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ovakimyan v. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 1119, η παράδοση εκζητουμένου προσώπου μεταξύ κρατών μελών κατ' εφαρμογή του άρθρου 9 της Απόφασης-Πλαίσιο, είναι πλέον μια διαδικασία που διεξάγεται εξ' ολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών, τα ονόματα των οποίων καθορίζονται δυνάμει του άρθρου 34 της Απόφασης-Πλαίσιο και αφού κοινοποιηθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου και την Επιτροπή, διαβιβάζονται στα κράτη μέλη. Κατά την άποψή μας, η Κεντρική Αρχή της Κύπρου δεν είχε καμία υποχρέωση υπό τις περιστάσεις, να προσκομίσει πρόσθετη μαρτυρία επί αυτού του σημείου.»
Το άρθρο 10(4) και (5) της Απόφασης-Πλαίσιο έχει ως εξής:
"4. Η δικαστική αρχή έκδοσης εντάλματος μπορεί να διαβιβάζει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με οποιοδήποτε ασφαλές μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, υπό όρους που επιτρέπουν στο κράτος μέλος εκτέλεσης να εξακριβώσει τη γνησιότητα της διαβίβασης.
5. Όλες οι δυσχέρειες σχετικά με τη διαβίβαση ή τη γνησιότητα οποιουδήποτε εγγράφου που απαιτείται για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ρυθμίζονται με απευθείας επαφές μεταξύ των ενδιαφερόμενων δικαστικών αρχών ή, ενδεχομένως, με την παρέμβαση των κεντρικών αρχών των κρατών μελών."
Παρόμοιες είναι και οι διατάξεις του άρθρου 8(4) και (5) του Νόμου.
Είναι, επομένως, πρόδηλο, όπως αναφέρθηκε στην Ovakimyan v. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (ανωτέρω), ότι η χρήση τηλεμοιοτύπου για τη διαβίβαση Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Συλλήψεως ή άλλων συναφών εγγράφων είναι καθόλα επιτρεπτή. Εξάλλου, ο Μ.A.1 ανέφερε στη μαρτυρία του ότι δεν έχει οποιοδήποτε λόγο να πιστεύει ότι τα επίδικα ΕΕΣ 8/17 και 11/17 παραποιήθηκαν και ούτε τέτοιος λόγος αποδείχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Πάντως, ενθαρρύνεται από τη νομολογία η τελεολογική ερμηνεία της Απόφασης- Πλαίσιο, έχοντας πάντα κατά νου το σκοπό και την επιδίωξη αυτής, ήτοι τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των Κρατών μελών σε ποινικές υποθέσεις και την εγκαθίδρυση ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με την αμοιβαιότητα στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και την απλούστευση του συστήματος έκδοσης εκζητουμένων. Έπεται ότι οποιοδήποτε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης πρέπει να κρίνεται στην ουσία του και όχι από τον τύπο αυτού (βλ. Κόκος Ιωάννου
(Ρωσσίδης) ν. Γενικού Εισαγγελέα (2011) 1 Α.Α.Δ. 1606).
Περαιτέρω, στην Πηγασίου v. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι βάσει του άρθρου 10(4) και 10(5) της Απόφασης-Πλαίσιο, καθώς και του άρθρου 8(4) και 8(5) του Νόμου επιτρέπουν τη χρήση οποιουδήποτε ασφαλούς μέσου για τη διαβίβαση ΕΕΣ και έτσι επιτρέπεται και η διαβίβαση μέσω τηλεομοιοτύπου, όπως εν προκειμένω. Τα ΕΕΣ 9/17 και 10/17 (Τεκμήρια 2Α και 3Α) αποτελούν τα πρωτότυπα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης και έτσι δεν παρουσιάζουν οποιοδήποτε πρόβλημα.
Συνακόλουθα, αυτός ο πυλώνας Υπεράσπισης απορρίπτεται.»
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ορθή και είναι σύμφωνη με το Νόμο. Στην υπόθεση Οrakimyan v. Γενικός Εισαγγελέας (2005) 1 Α.Α.Δ. 1119 απ΄ όπου άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα Ε.Ε.Σ. διαβιβάστηκαν μέσω τηλεομοιοτύπου από την Interpol Λευκωσίας. Οι Ολλανδικές Αρχές που ήταν η χώρα έκδοσης, ουδέποτε απέστειλαν τα πρωτότυπα. Το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στα Άρθρα 10(4)(5) της «απόφασης πλαισίου» και Άρθρο 8(4)(5) του Νόμου, έκρινε ως πρόδηλο ότι η χρήση τηλεομοιοτύπου για τη διαβίβαση Ε.Ε.Σ. ή άλλου συναφούς εγγράφου είναι επιτρεπτή. Περαιτέρω, στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, οι γενικότητες στη μαρτυρία του εκζητούμενου οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στη φράση του «Μάλλον πρόκειται για σωρεία πλαστογραφιών και παράνομης χρήσης του ονόματος μου» αναφορικά με τα κατ' ισχυρισμόν αδικήματα που διέπραξε δεν μπορούν να έχουν οιανδήποτε σοβαρή επίδραση έναντι του τεκμηρίου της νομιμότητας ή της κανονικότητας της έκδοσης ενός Ε.Ε.Σ. Υπενθυμίζεται ότι η έκδοση, εκτέλεση Ε.Ε.Σ και παράδοση εκζητούμενου προσώπου μεταξύ κρατών είναι μια διαδικασία που διεξάγεται μεταξύ δικαστικών Αρχών και συνεπώς η προώθηση ισχυρισμών περί μη γνησιότητας Ε.Ε.Σ. πρέπει να τίθεται με σοβαρότητα και τεκμηριωμένα.
Στην προκείμενη περίπτωση τα δύο Ε.Ε.Σ., σύμφωνα με την μαρτυρία του Προκόπη Χίντικου που χειριζόταν τη διαβίβαση και αποστολή των ενταλμάτων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, παραλήφθησαν από τον ίδιο με τηλεμοιότυπο και αυτό ήταν σύνηθης πρακτική.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων εφεσιβάλλει ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αναφορικά με τη θέση της Υπεράσπισης ως προς το σκοπό επίδοσης των Ε.Ε.Σ με αρ. 8/17 και 11/17.
Σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα, το Άρθρο 3 του Νόμου, Ν.133(Ι)/2004 προβλέπει ότι το Ε.Ε.Σ εκδίδεται με σκοπό την σύλληψη και παράδοση προσώπου είτε για (α) άσκηση ποινικής δίωξης είτε (β) για εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας. Στα Ε.Ε.Σ με αρ. 8/17 και 11/17 πουθενά δεν αναφέρεται για ποιο σκοπό έχουν εκδοθεί ούτε και γίνεται αναφορά ότι εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση ή ότι προτίθεται να κατατεθεί ποινική υπόθεση.
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, η εισήγηση του στερείται πραγματικού υποβάθρου. Σε αμφότερα τα αναφερόμενα Ε.Ε.Σ, στο μέρος τους υπό «Ε», καθορίζονται οι αξιόποινες πράξεις που καταλογίζονται στον Εφεσείοντα για τις οποίες θα ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει με λεπτομέρεια τα πιο πάνω και ότι αφορά εντάλματα σύλληψης του εκζητούμενου για σκοπούς δίωξης του.
Σχετικές είναι, από την πρωτόδικη Απόφαση, οι σελ. 9-10 αναφορικά με το Ε.Ε.Σ αρ. 8/17 και σελ. 13-14 αναφορικά με το Ε.Ε.Σ 11/17. Πιστεύουμε ότι αυτά είναι αρκετά και δεν ήταν αναγκαίο να προστεθεί οτιδήποτε άλλο.
Ο λόγος έφεσης αρ. 3 απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης, ως προαναφέραμε, αποσύρθηκε από τον Εφεσείοντα και συνεπώς δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση στο ότι λανθασμένα ζήτησε στοιχεία από τις Ελληνικές Αρχές μετά τις τελικές αγορεύσεις. Προέκτεινε μάλιστα το λόγο αυτό εισηγούμενος ότι με τον τρόπο αυτό ο Εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης.
Με όλο το σεβασμό, ο λόγος αυτός στερείται παντελώς βασιμότητας. Τα πρακτικά του Δικαστηρίου, τα οποία να σημειωθεί δεν έχουν αμφισβητηθεί, ρητά καταδεικνύουν ότι, μετά την 17.7.2017, ημερομηνία κατά την οποία λήφθηκαν από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών οι τελευταίες ζητηθείσες διευκρινίσεις υπό του Δικαστηρίου, το τελευταίο στις 20.7.17 έθεσε αυτές υπόψιν αμφοτέρων των συνηγόρων και ζήτησε τις τοποθετήσεις τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αγόρευσε και εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από διακοπή μερικών λεπτών (20) εξέδωσε την απόφαση του. Επομένως ουδεμία ζημιά υπέστη ο Εφεσείων λόγω του ότι οι διευκρινίσεις που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθό να λάβει, ζητήθηκαν μετά την επιφύλαξη της απόφασης και στο σύντομο, εν πάση περιπτώσει, χρόνο των επτά ημερών.
Με δεδομένα τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης, αναπόφευκτα, απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά ότι σε περίπτωση έκδοσης του δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω αδυναμίας εξευρέσεως μαρτυρίας μετά πάροδο τόσων πολλών ετών από τον χρόνο διαπράξεως των ισχυριζόμενων αδικημάτων, σε συνθήκες φυλάκισης και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πράγματι ότι ο Εφεσείων αντιμετώπιζε σοβαρά ιατρικά προβλήματα. Επίσης ως φαίνεται από το ίδιο Ε.Ε.Σ οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες καταλογίζονται στον Εφεσείων, αφορούν μια χρονική περίοδο από 2002-2013.
Παρόλα τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία (Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (άνω), Kakis ν. Cyprus, (1978) 1 W.L.R. 779 και Campell v. Grance (2013) EWHC 1288) έκρινε ότι τα θέματα υγείας δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ώστε η διακριτική ευχέρεια να ασκηθεί εναντίον της εκτέλεσης των Ε.Ε.Σ. Συμπλήρωσε δε ότι τα θέματα υγείας του Εφεσείοντα μπορούν να τεθούν από τον Εκζητούμενο στην Κεντρική Αρχή στη βάση του Άρθρου 29 του Νόμου όπως ήδη τέθηκαν από το δικηγόρο του με επιστολή του ημερ. 29.5.2017 και για τα οποία ήδη δόθηκε απάντηση από την Κεντρική Αρχή ότι θα εξεταστούν άμεσα βάσει του ίδιου Άρθρου, αν η εκτέλεση αποφασιστεί από το Δικαστήριο (βλ. Anderson v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1092).
Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, είμαστε της γνώμης ότι τα δύο τεθέντα θέματα, υγείας του Εφεσείοντα και τυχόν αδυναμίας του εξευρέσεως μαρτυρίας λόγω του χρόνου που παρήλθε, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους μη έκδοσης του Εφεσείοντα. Αμφότερα δεν συμπεριλαμβάνονται στους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης Ε.Ε.Σ (βλ. Άρθρα 13 και 14 του Νόμου).
Εις την Hadwen James v. Γενικός Εισαγγελέας Π.Ε. 184/14, ημερ. 17.7.2014 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«.Κατά την άποψή μας, τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου 133(Ι)/2004 και τα αντίστοιχα άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερ.13.6.2002 (τα οποία τιτλοφορούνται «Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης» και «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», απαριθμούν τις περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή που αποφασίζει την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, υποχρεούται (άρθρο 13) ή έχει διακριτική ευχέρεια (άρθρο 14) να αρνηθεί την εκτέλεσή του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ούτε στα άρθρα 3 και 4 της Απόφασης-Πλαίσιο, ούτε στα άρθρα 13 και 14 του Νόμου 133(Ι)/2004 γίνεται οποιαδήποτε ρητή αναφορά ότι ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν λόγο άρνησης. Αυτό όμως είναι κατά την άποψή μας εύλογο, εφόσον ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τα ανθρώπινα δικαιώματα των εκζητουμένων από τη μια και τις ανάγκες για δημιουργία ενός «απλουστευμένου συστήματος» παράδοσης εκζητουμένων προσώπων από την άλλη και εφαρμόζοντας την αρχή της αναλογικότητας, διαφύλαξε με τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 4, καθώς και των άρθρων 9-25 της Απόφασης-Πλαίσιο εκείνα από τα βασικά δικαιώματα που θεώρησε ότι ήταν απολύτως αναγκαία να διαφυλαχθούν σ' εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, π.χ. οι σχετικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 της Απόφασης-Πλαίσιο.
Ο κίνδυνος να τεθούν, είτε υπό τον μανδύα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε άλλως πως, πρόσθετα κριτήρια σ' αυτά που ο νομοθέτης ενσωμάτωσε στην Απόφαση-Πλαίσιο και στο Νόμο, θα έχει ως αποτέλεσμα να υπονομευθεί ο απλουστευμένος μηχανισμός παράδοσης εκζητουμένων προσώπων που εισήχθη με την πιο πάνω Απόφαση-Πλαίσιο.
Το ΔΕΕ στην απόφαση της Μείζονος Συνθέσεως στην πολύ σημαντική υπόθεση Ciprian Vasile Radu, Υπόθεση C-396/11, ημερ. 29.1.2013, τόνισε ότι τα κριτήρια για άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά.»
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν θέση στις διαδικασίες έκδοσης, αντιθέτως, ο δικός τους ρόλος είναι ξεχωριστός. Στην Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης (άνω) λέχθηκαν τ' ακόλουθα:
«Είναι σαφές από το όλο λεκτικό της Απόφασης-Πλαίσιο, ότι με τις προοιμιακές του τοποθετήσεις, τα ανθρώπινα δικαιώματα διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο στην εξέταση έκδοσης ενός ατόμου. Αυτό είναι πρόδηλο από την παράγραφο 10 του Προοιμίου, όπου αναφέρεται ότι ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης των αρχών που καθορίζονται στο Άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ένωσης από ένα κράτος μέλος, ενώ η παράγραφος 13 απαγορεύει, ουσιαστικά, την διαμεταγωγή προσώπου σε κράτος μέλος όπου θα είναι ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο καταδίκης του σε θάνατο ή θα υποστεί βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση. Ταυτόχρονα, η παράγραφος 12 του Προοιμίου, θέτει με πολλή σαφήνεια την αρχή ότι η Απόφαση-Πλαίσιο «. respects fundamental rights and observes the principles recognised by Article 6 of the Treaty on European Union ...». Τα ίδια, ουσιαστικά, αναπαράγονται και στο Άρθρο 2(2) του Νόμου. Στο Handbook on the European Arrest Warrant (πιο πάνω), καθίσταται σαφές από την ανάλυση που γίνεται στις σελίδες 171-176, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Απόφασης-Πλαίσιο, ενώ η παράγραφος 13 του Προοιμίου βασίζεται στις αρχές που αναπτύχθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα εθνικά Δικαστήρια των κρατών μελών, ως αποτέλεσμα της απόφασης Soering v. U.K. αρ. 14038/88, ημερ. 7.7.1989. Το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης προνοεί ότι η Ένωση εδράζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, η δε Ένωση πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά τυγχάνουν εγγύησης από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «. as general principles of Community law.»
Στην παρούσα υπόθεση τα δύο θέματα που ήγειρε ο Εφεσείων είναι θέματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο το Νόμο, Άρθρο 29(3) και Αρχές της αιτούσας χώρας. Κατά το μέρος που αφορούν την υγεία του Εφεσείοντα κατά την μεταφορά του στη χώρα έκδοσης του Ε.Ε.Σ, εφαρμόσιμο είναι το Άρθρο 29(3) του Νόμου και εφόσον μεταφερθεί, από τις Αρχές υπό την κράτηση των οποίων θα τελεί. Αναφορικά με το δεύτερο θέμα, που αφορά τη συλλογή μαρτυρίας και δίκαιης Δίκης, υπό τις περιστάσεις είναι ζήτημα που αρμόδια για την επίλυση του είναι τα Ελληνικά Δικαστήρια. Η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Είναι βάσιμο, συνεπώς, το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα, ως αιτούσα χώρα (requesting state) θα εξασφαλίσει δίκαιη δίκη και πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα.
Ο λόγος έφεσης αρ. 6 απορρίπτεται για τους λόγους που εξετέθησαν πιο πάνω.
Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(Ι) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.
Ο Εφεσείων, εν τω μεταξύ, να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Ελληνικής Δημοκρατίας.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ