ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A358
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 23/2012)
16 Οκτωβρίου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εφεσειόντων / Εναγόντων
ΚΑΙ
1. UIB INSURANCE REINSURANCE & CONSULTANTS BROKERS LTD
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ
3. ΑΝΤΩΝΗ ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ
Εφεσιβλήτων / Εναγομένων
_________________________
Γ. Κορφιώτης, για τους Εφεσείοντες
Μ. Ιακώβου, για τους Εφεσίβλητους
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Εφετείου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμά τους, οι Ενάγοντες - Εφεσείοντες αξίωσαν από τους Εναγόμενους - Εφεσίβλητους ποσό ΛΚ40.905,03, πλέον τόκο προς 7,5% ετησίως, από 23.5.2007. Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως, οι Ενάγοντες-Εφεσείοντες, οι οποίοι ασκούν ασφαλιστικές εργασίες, δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερομηνίας 6.2.2006, διόρισαν την Εναγόμενη 1- Εφεσίβλητη 1 Εταιρεία ως ασφαλιστικό τους πράκτορα, ώστε να ενεργεί ως διαμεσολαβητής για την παροχή από τους Εφεσείοντες υπηρεσιών ασφαλιστικής κάλυψης, προς τρίτους. Δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η Εφεσίβλητη 1 θα είχε την ευθύνη της είσπραξης των ασφαλίστρων και την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων, στους Εφεσείοντες, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης ή ανανέωσης της ασφαλιστικής πράξης. Οι Εναγόμενοι-Εφεσίβλητοι αρ. 2 και 3 εγγυήθηκαν γραπτώς τις οφειλές της Εναγόμενης 1 μέχρι ποσού ΛΚ50.000. Κατά την έκθεση απαιτήσεως, την 23.5.2007 το οφειλόμενο ποσό ασφαλίστρων από την Εφεσίβλητη 1 προς τους Εφεσείοντες ανερχόταν σε ΛΚ40.905,03, ενώ, έναντι των οφειλομένων, η Εφεσίβλητη 1 παρέδωσε στους Εφεσείοντες επιταγές συνολικού ποσού ΛΚ46.000, οι οποίες, όμως, δεν τιμήθηκαν.
Οι Εφεσίβλητοι, με την υπεράσπιση τους, παραδέχτηκαν την υπογραφή της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, αλλά αρνήθηκαν την απαίτηση των Εφεσειόντων. Ισχυρίστηκαν ότι η συμφωνία δεν μπορούσε να έχει έννομα αποτελέσματα προς όφελος των Εφεσειόντων, καθότι παραβίαζε την κειμένη νομοθεσία, εφόσον η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία δεν είχε, κατά το χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας, το δικαίωμα να ασκεί τις εργασίες που προβλέπονταν στη συμφωνία, πράγμα το οποίο οι Εφεσείοντες γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν. Ήταν θέση των Εφεσιβλήτων ότι η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία δεν ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Ασφαλίσεων ως Ασφαλιστικός Αντιπρόσωπος και, άρα, δεν μπορούσε, νόμιμα, να ασκεί τις δραστηριότητες που προέβλεπε η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ενώ οι Εφεσείοντες ήταν πλήρως ενήμεροι για το γεγονός αυτό. Επομένως, ισχυρίστηκαν οι Εφεσίβλητοι, η επίδικη συμφωνία, ημερομηνίας 6.2.2006, ήταν εξ΄υπαρχής παράνομη και άκυρη και δεν μπορούσε να αποτελέσει την βάση καλού αγώγιμου δικαιώματος. Άνευ βλάβης των προαναφερομένων, οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν κατά πολύ χαμηλότερο από το αξιούμενο.
Κατά ή περί τον Νοέμβριο του 2006, οι Εφεσείοντες, λόγω μη εξασφάλισης άδειας ασφαλιστικού αντιπροσώπου από την Εφεσίβλητη 1, αναγκάστηκαν να τερματίσουν τη συνεργασία τους με αυτήν, πλην όμως, ο τερματισμός αυτός ήταν εικονικός, σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους, αφού οι Εφεσείοντες εξακολουθούσαν να αποδέχονται εργασίες από την Εφεσίβλητη 1 και μετά τον τερματισμό της μεταξύ τους συνεργασίας. Κατά το χρόνο του τερματισμού, οι διάδικοι συμφώνησαν την αξία της εκτελεσθείσας εργασίας, και όπως η Εφεσίβλητη 1 εκδώσει εις διαταγήν των Εφεσειόντων, 12 μεταχρονολογημένες επιταγές, ώστε οι Εφεσείοντες να μπορέσουν να εισπράξουν τα οφειλόμενα, σ΄αυτούς, ασφάλιστρα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους, οι Εφεσείοντες, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, προσπάθησαν να εξαργυρώσουν την πρώτη από τις 12 επιταγές και τότε η Εφεσίβλητη 1 αναγκάστηκε να δώσει οδηγίες στην αρμόδια τράπεζα για μη πληρωμή των υπολοίπων επιταγών. Οι Εφεσίβλητοι, ακόμα, ισχυρίζονται στην υπεράσπισή τους, ότι μετά τη διακοπή της συνεργασίας τους με τους Εφεσείοντες, οι Εφεσείοντες οικειοποιήθηκαν το σχετικό χαρτοφυλάκιο τους και εισέπραξαν ασφάλιστρα χωρίς να πιστώσουν την Εφεσίβλητη 1.
Με ανταπαίτηση τους, οι Εφεσίβλητοι αξίωσαν δήλωση ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ημερομηνίας 6.2.2006 είναι εξ΄ υπαρχής άκυρη ή ακυρώσιμη και δεν μπορεί να αποτελέσει καλή βάση αγωγής.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έγιναν κάποια γεγονότα παραδεκτά, μεταξύ των οποίων ότι, η Εφεσείουσα είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών στην Κύπρο, σύμφωνα με τον σχετικό Νόμο, και ότι η Εφεσίβλητη 1 είναι επίσης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία μεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων και συνεργάζεται με ασφαλιστικές εταιρείες.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε ανάλυση της μαρτυρίας και σε ευρήματα αξιοπιστίας και, στη συνέχεια, εφάρμοσε τις σχετικές νομικές αρχές, επί των γεγονότων της υπόθεσης. Μεταξύ των παρατηρήσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι, οι Εφεσίβλητοι, περισσότερο από όλους, ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι δεν είχαν άδεια από τον Έφορο να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης για την Εφεσείουσα εταιρεία. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι, παρά το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι επικαλούνται την παρανομία της σύμβασης, το γεγονός αυτό ουδόλως τους εμπόδισε να εισπράττουν διαχρονικά προμήθειες, στα πλαίσια της εν λόγω σύμβασης. Παρατήρησε ακόμα, ότι η θέση των Εφεσιβλήτων πως έδιναν μεταχρονολογημένες επιταγές στους Εφεσείοντες, χωρίς όμως να τους οφείλουν χρήματα, στερείται σοβαρότητας και λογικής. Ο ισχυρισμός του Εναγόμενου-Εφεσίβλητου 2 ότι οι Εφεσείοντες είχαν εξαπατήσει τους Εφεσίβλητους και είχαν κλέψει το χαρτοφυλάκιό τους, δεν συνάδει με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 29, στο οποίο οι Εφεσίβλητοι ευχαριστούν τους Εφεσείοντες και εύχονται να συνεχίσει η μεταξύ τους συνεργασία.
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, ουσιαστικά, την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, προέβηκε σε ευρήματα. Μεταξύ αυτών, ήταν ότι οι διάδικοι υπέγραψαν τη συμφωνία της 6.2.2006, όπου η Εφεσίβλητη 1 ήταν συμβαλλόμενο μέρος και οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 εγγυητές της Εφεσίβλητης 1, μέχρι ποσού ΛΚ50.000.
Με την υπογραφή της συμφωνίας, η Εφεσίβλητη 1 άρχισε την παραγωγή ασφαλιστικών συμβολαίων και μετέφερε το πελατολόγιο της στην Εφεσείουσα. Την 26.11.2006, η Εφεσείουσα τερμάτισε την, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία και ζήτησε από την Εφεσίβλητη 1 να πληρώσει το υπόλοιπο του λογαριασμού. Συμφώνησαν, όμως, οι Εφεσείοντες, να συνεχίσουν να εκδίδουν ασφαλιστικά συμβόλαια και να εξυπηρετούν τα υφιστάμενα συμβόλαια της Εφεσίβλητης 1 και συνέχισαν να διενεργούν πράξεις, μέχρι την 30.9.2007. Οι Εφεσίβλητοι εξέδωσαν 12 επιταγές και οι Εφεσείοντες εισέπραξαν το ποσό της πρώτης επιταγής, αλλά, περί τα μέσα Ιανουαρίου του 2007, οι Εφεσείοντες ενημέρωσαν τους Εφεσίβλητους ότι δεν θα αποδέχονταν πληρωμή του υπολοίπου με τον συμφωνηθέντα τρόπο των επιταγών και ότι αν οι Εφεσίβλητοι δεν πλήρωναν το οφειλόμενο υπόλοιπο, οι Εφεσείοντες θα τερμάτιζαν τα εκδοθέντα συμβόλαια των πελατών τους. Στη συνέχεια, οι Εφεσίβλητοι εξέδωσαν άλλες δύο επιταγές, οι οποίες όμως επιστράφηκαν απλήρωτες, λόγω του ότι οι Εφεσίβλητοι έδωσαν οδηγίες για ανάκληση τους.
Ήταν, επίσης, εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 1 ενεγράφη για πρώτη φορά στο μητρώο Ασφαλιστικών Αντιπροσώπων, της Υπηρεσίας Ασφαλιστικών Εταιρειών του Υπουργείου Οικονομικών, την 16.4.1999. Την 8.11.2001, η Εφεσίβλητη 1 ενεγράφη ως μεσάζων κάποιας ασφαλιστικής εταιρείας και την 22.1.2002 ως μεσάζων άλλης ασφαλιστικής εταιρείας. Δεν υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στα νέα μητρώα που δημιουργήθηκαν μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την 15.12.2004, υπέβαλε αίτηση αναφορικά με δύο άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, και την 21.2.2006 για εγγραφή ως ασφαλιστικός αντιπρόσωπος της Εφεσείουσας. Ο Έφορος Ασφαλιστικών Εταιρειών, όμως, έκρινε ότι οι αιτήσεις της Εφεσίβλητης 1 δεν θα τύγχαναν προώθησης, λόγω διαφοράς που η Εφεσίβλητη 1 είχε με άλλη ασφαλιστική εταιρεία. Την 6.2.2006, η Εφεσίβλητη 1 δεν ήταν εγγεγραμμένη στο σχετικό μητρώο, γεγονός που οι Εφεσείοντες γνώριζαν, και δεν είχε εγγραφεί μέχρι την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης, στις 6.12.2011, ενώ την 27.11.2006, οι Εφεσείοντες ενημέρωσαν την Υπηρεσία ότι αποσύρουν το ενδιαφέρον τους για εγγραφή της Εφεσίβλητης 1 στο μητρώο, για να ενεργεί εκ μέρους τους.
Αναφορικά με τη νομική πτυχή, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την αξίωση των Εφεσειόντων, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, αλλά δεν ασχολήθηκε με την αξίωση των Εφεσειόντων, δυνάμει των προαναφερομένων επιταγών, οι οποίες δεν τιμήθηκαν λόγω ανάκλησής τους. Αναφέρθηκε στον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο (Ν. 35(1)/2002), στον οποίο προβλέπεται ότι, οι εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό τομέα δύνανται να ασκούνται από ασφαλιστικούς πράκτορες, οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό μητρώο (άρθρο 164). Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει αυτούσια τα άρθρα 189, 190 και 191 του προαναφερόμενου Νόμου. Με το άρθρο 189, θεσπίζεται ποινικό αδίκημα για την ασφαλιστική επιχείρηση η οποία, εν γνώσει της, χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο μητρώο. Δημιουργεί, επίσης, ποινικό αδίκημα και για τον ασφαλιστικό πράκτορα ή την εταιρεία ασφαλιστικής πρακτόρευσης οι οποίοι, εν γνώσει τους, χρησιμοποιούν, για την άσκηση εργασιών μεσολάβησης, πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο μητρώο.
Εν όψει των προαναφερομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε προφανές ότι, με τον σχετικό Νόμο, ρητά απαγορεύεται και ποινικοποιείται, τόσο η εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, όσο και η εκ μέρους του ασφαλιστικού πράκτορα, διεξαγωγή διεργασιών διαμεσολάβησης και η χρήση των εργασιών αυτών εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας, από άτομο που δεν είναι εγγεγραμμένο στο μητρώο που προβλέπεται από το άρθρο 170 του Νόμου. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσίβλητη 1, κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, και μέχρι την ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης, δεν ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο, ενώ, με την υπογραφή της συμφωνίας, η Εφεσίβλητη 1 άρχισε την παραγωγή ασφαλιστικών συμβολαίων για λογαριασμό των Εφεσειόντων. Οι Εφεσείοντες τερμάτισαν τη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία την 26.11.2006, αλλά συνέχισαν να διενεργούν πράξεις και να αποδέχονται και να εκδίδουν συμβόλαια, τα οποία προήλθαν από τη διαμεσολάβηση των Εφεσιβλήτων, χρεώνοντας και πιστώνοντας σε σχέση με αυτά, το λογαριασμό των Εφεσιβλήτων.
Ειδική αναφορά έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιφύλαξη του άρθρου 227(2) του Νόμου 35(1)/2002. Στην επιφύλαξη αυτή, προνοείται ότι, πρόσωπα τα οποία ήταν εγγεγραμμένα κατά την έναρξη της ισχύος του μέρους ΧΙΙ του Νόμου, οφείλουν, εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του μέρους XIII, να υποβάλουν αίτηση για εγγραφή τους στα σχετικά μητρώα. «Νοείται ότι, οι Αιτητές θεωρούνται ικανοί για την παροχή των υπηρεσιών αυτών κατά την έννοια του εδαφίου (2) του άρθρου 172 του Νόμου.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι, η επιφύλαξη του άρθρου 172(2) του Νόμου καθιστούσε την, μεταξύ των διαδίκων, συμφωνία μή παράνομη.
Aφού αναφέρθηκε στο άρθρο 227 του Νόμου, παρατήρησε ότι οι πρόνοιες του δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση, αλλά και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι Εναγόμενοι - Εφεσίβλητοι ήταν «πρόσωπα εγγεγραμμένα» κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, δεδομένου ότι δεν υπήρξε εμπρόθεσμη υποβολή αιτήσεως, όφειλαν να παύσουν άμεσα την παροχή υπηρεσιών, με το πέρας της προθεσμίας, που έταξε ο Νόμος, η οποία είχε παρέλθει αρκετό χρόνο πριν την 6.2.2006.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής παρέθεσε, στη συνέχεια, το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι σε κάθε περίπτωση στην οποία η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος, η συμφωνία, είναι άκυρη. Αναφέρθηκε σε σχετική Νομολογία, στην οποία γίνεται διάκριση μεταξύ της παρανομίας η οποία υφίσταται κατά τη συνομολόγηση μιας σύμβασης και της παρανομίας που παρατηρείται κατά την εκτέλεση της. Αν η παρανομία υφίσταται κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, η σύμβαση είναι ανεφάρμοστη. Στην παρούσα περίπτωση, συμπέρανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και το συμπέρασμα του δεν προσβλήθηκε με αντέφεση «είναι γεγονός ότι η σύναψη της Συμφωνίας κατά την ημερομηνία που αυτή συνάφθηκε δεν ήτο παράνομη. Ούτως ή άλλως σε αυτήν αναφέρεται ότι τίθεται σε ισχύ με την εγγραφή της Εναγόμενης αρ.1 στο Μητρώο. Ο τρόπος με τον οποίο, όμως, η Συμφωνία εφαρμόστηκε από αμφότερους τους διαδίκους ήταν παράνομος εν γνώσει όλων, αφού ουδέποτε απέκτησε την απαιτούμενη εκ του Νόμου εγγραφή, και άρα ουδέποτε απέκτησε δικαίωμα ασκήσεως εργασιών διαμεσολάβησης για λογαριασμό των Εναγόντων.» (Η Εναγόμενη 1, σημείωση δική μας)
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Antonius H.F.M. Vraets, (2009) 1 Α.Α.Δ. 802, στην οποία τονίστηκε ότι, όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία, διαχωρίζοντας «πλασματικά» βάσεις αγωγής που προέρχονται από τα ίδια γεγονότα, τα οποία μιαίνονται από παρανομία. Το Δικαστήριο οφείλει να αποστερήσει τον διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιανδήποτε θεραπεία, έστω και αν επιχειρεί τεχνηέντως να θεμελιώσει τέτοια θεραπεία, διατρέχοντας μέσα από διάφορες πιθανές νομικές βάσεις. Αναφέρθηκε, ακόμα, και στην υπόθεση Αρκαδίου v Porto Lara Estates Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 2035, στην οποία τονίστηκε ότι, παρανομία σε σύμβαση καθιστά τα συμφωνηθέντα ανεφάρμοστα διότι κανένα Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να εφαρμόσει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα είναι, εκ του Νόμου, απαγορευμένη. Αυτό είναι το νόημα του άρθρου 23 του Κεφ. 149, το οποίο προνοεί ότι, όπου η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι απαγορευμένος από τον Νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και άκυρη.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, ότι η παρανομία σχετιζόταν με την εκτέλεση της συμφωνίας και ήταν εις γνώση και των δύο συμβαλλομένων. Επομένως, καμιά εφαρμογή της επίδικης συμφωνίας δεν μπορούσε να γίνει και οι Ενάγοντες-Εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αξιώνουν την επιδίκαση θεραπειών που απορρέουν από παράνομες πράξεις και των ιδίων. Με την προαναφερόμενη κατάληξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι είχε κριθεί η τύχη της αγωγής, εις βάρος των Εναγόντων-Εφεσειόντων, και η εξέταση των υπολοίπων θεμάτων καθίστατο αχρείαστη. Προχώρησε, όμως, και εξέτασε και το θέμα του ύψους του οφειλόμενου (από τους Εφεσίβλητους) υπολοίπου, προς κάλυψη του ενδεχομένου ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση λογαριασμού των Εναγόντων - Εφεσειόντων, τεκμήριο 3, δεν επέτρεπε οποιανδήποτε οριστική κατάληξη επί του ορθού υπολοίπου. Διαπίστωσε κενό στην κίνηση του λογαριασμού, μεταξύ 28.6.2000 και 1.10.2002, ημερομηνία που ξεκινούσε η κατάσταση λογαριασμού. Δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς τις χρεωπιστώσεις μέχρι την 1.10.2002 ούτε και το πώς προέκυψε το ποσό των ΛΚ24.482,63 που φαίνεται ως μεταφερόμενο (χρεωστικόν) υπόλοιπο στην κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 12.
Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση των Εναγόντων - Εφεσειόντων και εξέδωσε δηλωτική απόφαση, στην ανταπαίτηση, ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ημερομηνίας 6.2.2006, δεν μπορούσε να παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα, εν όψει του ότι η Εναγόμενη αρ. 1 ουδέποτε ενεγράφη στο μητρώο του άρθρου 170 του Νόμου 35(1)/2002. Εν όψει της παρανομίας της όλης συναλλαγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιανδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα, ακολουθώντας την υπόθεση Χριστοδούλου (ανωτέρω).
Με την παρούσα έφεση των Εναγόντων - Εφεσειόντων, και δεν υπάρχει αντέφεση εκ μέρους των Εναγομένων - Εφεσιβλήτων, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με επτά λόγους έφεσης.
Πρώτον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, παρέλειψε να εξετάσει την απαίτηση των Εναγόντων - Εφεσειόντων στη βάση των επιταγών που αναφέρονται στην παράγραφο 9 της έκθεσης απαίτησης.
Δεύτερον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε την περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νομοθεσία και, συγκεκριμένα, τα άρθρα 172(2) και 227 του Νόμου 35(1)/2002.
Τρίτον, διότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι καμιά εφαρμογή της επίδικης συμφωνίας, τεκμηρίου 1, δεν μπορούσε να γίνει και ότι οι Ενάγοντες - Εφεσείοντες δεν μπορούσαν να αξιώνουν θεραπείες που απορρέουν από παράνομες πράξεις και των ιδίων, παρά το ότι προηγουμένως είχε διαπιστώσει ότι η συμφωνία, τεκμήριο 1, όταν συνήφθη, δεν ήταν παράνομη.
Τέταρτον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει τα επίδικα θέματα, όπως προκύπτουν από τις έγγραφες προτάσεις.
Πέμπτον, διότι εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα, ως προς τα επίδικα θέματα.
Έκτον, διότι εσφαλμένα παρέλειψε να προβεί σε εύρημα ότι η Εναγόμενη 1, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και, ειδικότερα, κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 35(1)/2002, ήταν εγγεγραμμένη αντιπρόσωπος ασφαλιστικών εταιρειών, εφόσον ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο που ετηρείτο δυνάμει του άρθρου 64 του προηγούμενου περί Ασφαλιστικών Εταιρειών Νόμου του 1984-2001.
Έβδομον, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκδηλα λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία και προέβη σε ευρήματα.
Είναι προφανές ότι, καίρια ζητήματα στην παρούσα έφεση είναι εκείνα της παρανομίας της επίδικης συμφωνίας, ημερομηνίας 6.2.2006, δηλαδή της καταστρατήγησης του Νόμου 35(1)/2002 από τις πρόνοιες της συμφωνίας, και του πρωτόδικου συμπεράσματος ότι η συμφωνία δεν μπορούσε να παράξει οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα.. Επίσης, καίριο ζήτημα είναι και το κατά πόσον ορθά ή λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει την απαίτηση των Εναγόντων - Εφεσειόντων στη βάση των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης, δηλαδή στη βάση των επιταγών που υπογράφηκαν και παραδόθηκαν από τους Εφεσίβλητους στους Εφεσείοντες, αλλά δεν τιμήθηκαν, καθώς επίσης και το ζήτημα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ευρήματα αναφορικά και με άλλα επίδικα θέματα.
Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Παρατηρούμε τα εξής:
1. Στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησης αναγράφεται ότι, στην κατοχή της Ενάγουσας - Εφεσείουσας ευρίσκονται τέσσερις επιταγές, τις οποίες εξέδωσε η Εναγόμενη 1 - Εφεσίβλητη 1 έναντι των οφειλομένων από αυτήν (προς την Εφεσείουσα) ποσών, οι οποίες παρουσιάστηκαν για πληρωμή και επιστράφηκαν ακάλυπτες και/ή δεν τιμήθηκαν. Οι επιταγές αυτές είναι για ποσά ΛΚ15.000 η καθεμιά από τρεις επιταγές και ΛΚ1.000 η τέταρτη επιταγή, σύνολο ΛΚ46.000. Είναι προφανές, από την πρωτόδικη απόφαση, ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε, ουσιαστικά, αυτή την πτυχή της Έκθεσης Απαίτησης. Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής βασίστηκε στην απόφαση Χριστοδούλου (ανωτέρω), στην οποία τονίστηκε ότι, όταν μια δραστηριότητα κρίνεται παράνομη, δεν μπορεί να θεμελιωθεί θεραπεία, διαχωρίζοντας, πλασματικά, βάσεις αγωγής που προέρχονται από τα ίδια γεγονότα, τα οποία μιαίνονται από παρανομία. Θεώρησε, προφανώς, ότι, η θεραπεία την οποία αξίωναν οι Εφεσείοντες ως χρεωστικόν υπόλοιπον, και δυνάμει των προαναφερόμενων επιταγών, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί, επειδή αποτελούσε «πλασματική» βάση αγωγής, που βασιζόταν στα ίδια γεγονότα τα οποία αφορούσαν την αθέτηση της προαναφερόμενης παράνομης συμφωνίας. Η αντιμετώπιση αυτή ήταν ορθή.
2. Αναφορικά με την παρανομία στην προαναφερόμενη σύμβαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην απόφαση Αρκαδίου (ανωτέρω) και κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα συμφωνηθέντα κατέστησαν ανεφάρμοστα, εφόσον η σύμβαση ήταν ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορευμένη από το Νόμο. Αυτό ήταν και το νόημα της κωδικοποιημένης αρχής στο άρθρο 23 του Κεφ. 149, σύμφωνα με το οποίο, όπου η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι απαγορευμένος από το Νόμο, η συμφωνία είναι παράνομη και άκυρη.
Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επίδικη συμφωνία δεν ήταν παράνομη όταν συνομολογήθηκε, αλλά κατέστη παράνομη, κατά την εκτέλεση της, εν γνώσει και των δύο συμβαλλομένων και αυτό το συμπέρασμα ήταν ορθό.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του ύψους του οφειλόμενου υπολοίπου και κατέληξε στο, σημαντικό, συμπέρασμα ότι η κατάσταση λογαριασμού, όπως τέθηκε ενώπιον του με το τεκμήριο 3, δεν επέτρεπε οποιανδήποτε κατάληξη επί του ορθού υπολοίπου. Θεώρησε, ότι υπήρχε κενό στην κίνηση του λογαριασμού μεταξύ 28.6.2000 και 1.10.2002 όταν ξεκινούσε η κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 12.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό συμπέρασμα από τη σελίδα 26 της πρωτόδικης απόφασης, στην οποία έγινε ευρεία αναφορά στην απόφαση Γρηγορίου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2010) 1 Α.Α.Δ. 846, και το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε:
«Περαιτέρω, η κατάσταση λογαριασμού, όπως τέθηκε ενώπιον μου με το Τεκμήριο 3, δεν επιτρέπει οποιαδήποτε κατάληξη μου επί του ορθού υπολοίπου. Αφ' ενός γιατί κανένας μάρτυρας, παρά το ότι ερωτήθησαν περί τούτου επανειλημμένα, δεν ανέφερε ρητά στο Δικαστήριο τι ποσά είχαν χρεωθεί και πιστωθεί σε αυτόν μετά τον τερματισμό, αλλά αφ' ετέρου και επειδή καταδείχθηκε από την μαρτυρία ότι στην κατάσταση υπήρχαν λανθασμένες καταχωρήσεις, ενώ σε σχέση με ορισμένες καταχωρήσεις ήταν διιστάμενη η θέση των μαρτύρων για τους Ενάγοντες ως προς το κατά πόσο αυτές αφορούσαν σε νέα συμβόλαια ή σε επιπρόσθετες πράξεις σε υφιστάμενα συμβόλαια. Τα πιο πάνω παρατίθενται λεπτομερώς στην αξιολόγηση των Μ.Ε.1 και 4.»
Υπάρχουν και άλλοι λόγοι έφεσης αναφορικά με τα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια άσκησης της αρμοδιότητάς του και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα αυτά.
Εν όψει των προαναφερομένων και ιδιαίτερα του πρωτόδικου συμπεράσματος ως προς την αποτυχία των Εφεσειόντων να αποδείξουν την απαίτησή τους εναντίον των Εφεσιβλήτων και το ποσό της διεκδίκησής τους, και της μη ύπαρξης λόγου έφεσης γι' αυτό το καίριο συμπέρασμα, θεωρούμε ότι η Έφεση είναι αλυσιτελής και καταδικασμένη σε αποτυχία. Την απορρίπτουμε, με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
M. M. Νικολάτος, Π
Λ. Παρπαρίνος, Δ
Α. Ρ. Λιάτσος, Δ
/ΜΣ