ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A216
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
9 Ιουνίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση 348/2015)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ ΚΑΙ (2) ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 26/09/2015
Α. Αριστείδης με Ι. Παπαδάτου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλεττον, για τους Εφεσίβλητους.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή, με την οποία συμφωνούν οι Μιχαηλίδου, Σταματίου και Πούγιουρου, ΔΔ. Διϊστάμενη απόφαση θα απαγγείλει η Δικαστής Ψαρά - Μιλτιάδου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο διερεύνησης των συνθηκών κατακύρωσης των συμβολαίων C-12 και C-14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (ΣΑΛ), η αστυνομία, βασιζόμενη σε όρκο που υπέγραψε στις 26 Σεπτεμβρίου 2015 ο αστυφύλακας 521 Μ. Μανώλη, αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για την έκδοση εντάλματος έρευνας στο δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Ανδρέου, με την ονομασία Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ (εφεσίβλητοι).
Στη βάση του ’ρθρου 16.1 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται η είσοδος ή έρευνα σε κατοικία, παρά μόνο στις περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις, όπως προσδιορίζεται στην παράγραφο 2, ήτοι όπως καθορίζεται δια νόμου και μετά την έκδοση, δεόντως, αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.
Το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προβλέπει ότι:
″27. Όταν δικαστής ικανοποιείται ΅ε εγγράφου δηλώσεως ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος,
ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλ΅α (το οποίο αναφέρεται στο νό΅ο αυτό ως "ένταλ΅α έρευνας"), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονο΅άζεται σε αυτό
(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγ΅ατος και να κατάσχει και ΅εταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλ΅α έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό ΅εταχείρισης σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο· και
(ιι) να συλλάβει και να προσαγάγει ενώπιον Δικαστή τον κάτοχο της οικίας ή του τόπου όπου βρέθηκε το πράγ΅α ή οποιοδήποτε πρόσωπο εντός ή πέριξ της οικίας αυτής ή του τόπου το οποίο κατέχει τέτοιο πράγ΅α, αν o Δικαστής κρίνει σκόπι΅ο να διατάξει ΅ε αυτό τον τρόπο στο ένταλ΅α.″
Το άρθρο 27 του Κεφ. 155, κατά τρόπο επιτακτικό συνδέει το αντικείμενο, που ευλόγως αναζητείται, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι γενικά με το πρόσωπο του υπόπτου. Ο ίδιος ο δικαστής πρέπει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα στη βάση των προταθέντων, με τον όρκο, γεγονότων, αιτιολογώντας την κατάληξη του περί ύπαρξης υποψίας που θα πρέπει να είναι εύλογη.
Επί του προκειμένου, το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2015 και εξουσιοδοτούσε την αστυνομική έρευνα στο εν λόγω γραφείο, καθότι,
«. παράνομα αποκρύπτονται τεκμήρια όπως το πρακτικό του ΣΑΛ, ημερομηνίας 15/3/2013 με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4:2013 final ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή αποθηκευμένη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω δικηγορικού γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή που αφορούν τα συμβόλαια C-12 και C-14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας .»
Το συγκεκριμένο ένταλμα εξουσιοδοτούσε τη διενέργεια της έρευνας μεταξύ της 26ης Σεπτεμβρίου 2015 μέχρι και της 30ης Σεπτεμβρίου 2015.
Η έρευνα διεξήχθη στις 28 Σεπτεμβρίου 2015 και μέλη της αστυνομίας αντέγραψαν όλο το περιεχόμενο του εξυπηρετητή και επίσης αφαίρεσαν και παρέλαβαν το σκληρό δίσκο ενός εκ των υπολογιστών των εφεσίβλητων 1.
Οι εφεσίβλητοι αποτάθηκαν στις 2 Οκτωβρίου 2015 στο Ανώτατο Δικαστήριο και πέτυχαν τη χορήγηση αδείας για την καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση του εν λόγω εκδοθέντος εντάλματος. Ως αποτέλεσμα της χορηγηθείσας αδείας καταχωρήθηκε η αίτηση ημερ. 6 Οκτωβρίου 2015 προς το σκοπό αυτό, και μετά από ακροαματική διαδικασία, στην οποία έλαβαν μέρος και οι εφεσείοντες, ο αδελφός Δικαστής Ναθαναήλ, με απόφαση του ημερ. 30 Νοεμβρίου 2015, ακύρωσε το εκδοθέν ένταλμα έρευνας ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 2015.
Με την έφεση που ακολούθησε, αντικείμενο της παρούσης, προβάλλεται, με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι το εύρημα του Δικαστηρίου περί μη αποκάλυψης, στην ένορκη δήλωση του Μ. Μανώλη, ουσιωδών πληροφοριών ή ενεργειών που προηγήθηκαν του εκδοθέντος διατάγματος, συνεπώς αφαιρούσα τη νομιμότητα έκδοσης του, ήταν λανθασμένο.
Ως λανθασμένο προκρίνεται επίσης το εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα εκτεθέντα στον όρκο του Μ. Μανώλη «δεν ήταν επαρκή και/ή ικανά να δημιουργήσουν στο εκδώσαν το ένταλμα δικαστήριο την απαιτούμενη εύλογη υποψία .», (2ος λόγος έφεσης).
Με τον τρίτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ως προς τη σχέση του «ηλεκτρονικού αρχείου 4:2013 final (2ο πρακτικό) στον εξυπηρετητή του ΣΑΛ και τους λόγους που οδήγησαν την αστυνομία ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής Αccounting ήταν στην κατοχή του νομικού συμβούλου Αντώνη Ανδρέου».
Στο σημείο αυτό και για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των εγειρόμενων θεμάτων, θεωρούμε ότι θα ήταν επωφελές να παραθέσουμε την κατάληξη του Δικαστηρίου, η οποία είναι η εξής:
«Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι το εκδώσαν το ένταλμα Δικαστήριο ενήργησε στη βάση σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο, και με ανεπάρκεια αναφορικά με το σύννομο της όλης διαδικασίας. Τα παρουσιασθέντα δεν υποστήριζαν με κανένα τρόπο τη θέση του κατώτερου δικαστηρίου περί εύλογης υποψίας και άρα η έκδοση του εντάλματος δεν νομιμοποιείτο.»
Το εύρημα του Δικαστηρίου περί σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων, πρόκριναν τη μη ορθή παρουσίαση του αστυνομικού όρκου που οδήγησε σε λανθασμένη ενέργεια το εκδώσαν το ένταλμα δικαστήριο.
Θα επιχειρήσουμε μια σύνοψη των γεγονότων, όπως αυτά καταγράφονται στην εκκαλούμενη απόφαση στη βάση σχολιασμού του, ομολογουμένως μεγάλου σε έκταση, όρκου του αστυφ. 512 Μ. Μανώλη, ημερ. 26 Σεπτεμβρίου 2015, συνδυαζόμενο με τη θέση που υποστηρίχθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι δεν παραλήφθηκε οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο, όπως ήταν η μέχρι τότε υπάρχουσα μαρτυρία. Μέσα από αυτά, τονίστηκε, προέκυπτε «ευλόγως τόσο η πιθανότητα διάπραξης των αδικημάτων, όσο και η συμμετοχή των εφεσιβλήτων».
Την περίοδο 2012-2013 το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας (ΣΑΛ) είχε προκηρύξει, μεταξύ άλλων, δύο διαγωνισμούς με τα συμβόλαια C-12 και C-14.
Είχε ξεκινήσει αστυνομική έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες κατακύρωσης των πιο πάνω διαγωνισμών, καθότι μετά από αξιολόγηση το μεν συμβόλαιο C-12 κατακυρώθηκε στην εταιρεία Iacovou Brothers (Constructions) Ltd και ZEMCO και το δε συμβόλαιο C-14 στην εταιρεία Iordanou Constructions Ltd. Τη δεδομένη περίοδο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ, ήταν ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος συμμετείχε και στην Επιτροπή Προσφορών, το σημαντικότερο όργανο για τα θέματα αξιολόγησης των προσφορών.
Αναφορικά με το συμβόλαιο C-14, επειδή ηγέρθησαν υποψίες για τη νομιμότητα των ενεργειών του ΣΑΛ, συμμετείχαν στις συνεδρίες εκπρόσωποι της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Σε συνάρτηση με την εγκυρότητα των προσφορών, υπήρξαν δύο νομικές γνωματεύσεις από διαφορετικούς δικηγόρους. Καταλογίζεται ευθύνη στον εφεσίβλητο 2, ότι έδωσε μια «λανθασμένη και παραπλανητική» γνωμάτευση, επειδή, όπως αναφέρεται, αυτή στηριζόταν σε αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών που είχαν ασχοληθεί με διαφορετικά, από τα εγερθέντα, θέματα. Επίσης, δηλώνεται με βάση τον όρκο, ότι ο εφεσίβλητος 2, δεν αποκάλυψε την επαγγελματική του σχέση με την εταιρεία Iacovou Brothers (Constructions) Ltd, που θα επωφελείτο με κατακύρωση υπέρ της, αν γινόταν αποδεχτή η δική του γνωμάτευση. Σ' ερώτηση που υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο 2, αυτός απάντησε ότι περιστασιακά ενεργούσε ως δικηγόρος της πιο πάνω εταιρείας.
Τελικώς ζητήθηκε και δεύτερη γνωμάτευση από το δικηγορικό γραφείο Ι. Φράγκος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, στη βάση της οποίας ενήργησε ο ΣΑΛ και η προσφορά κατακυρώθηκε στην εταιρεία Loizos Iordanou Constructions Ltd.
Το Δικαστήριο, επί του προκειμένου, σημειώνει ότι οι διαφορετικές γνωματεύσεις δεν είναι δυνατό να μπορούν να συνδεθούν με οποιαδήποτε εύλογη αιτία διάπραξης ποινικών αδικημάτων, όταν αρμόδιο για ν' αποφασίσει ως προς την ορθότητα μιας γνωμάτευσης είναι το Δικαστήριο σε διαδικασία προσφυγής. Καταλήγει δε το Δικαστήριο επί του προκειμένου:
″Οι αναφορές λοιπόν αυτές στον όρκο έδιδαν αρνητικές εντυπώσεις και προδιέθεταν το Δικαστήριο ανάλογα, το οποίο όμως όφειλε να τις αναλογιστεί ως προς τη σημασία τους κατά την εξέταση του όρκου προς έκδοση του εντάλματος. Και εδώ και πάλι εμπλέκεται το ζήτημα που αναφέρθηκε πριν ως προς την ταυτόχρονη λήψη του όρκου και της έκδοσης του εντάλματος. Είναι πρόδηλο ότι δεν είχε το χρόνο το Δικαστήριο να αναλογιστεί οτιδήποτε. Αυτά αφορούν ευθέως στη νομιμότητα της έκδοσης και όχι στην ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου.″
(Ο τονισμός είναι δικός μας)
Η πιο πάνω κατάληξη θα μας απασχολήσει και μεταγενέστερα εξετάζοντας το έτερο σκέλος της απόφασης επί του «σύννομου της όλης διαδικασίας».
Στη συνέχεια το Δικαστήριο ασχολείται με το συμβόλαιο C-12, σημειώνοντας ότι δεν διαφαίνεται μέσα από τον όρκο η διασύνδεση των δύο περιπτώσεων, καθότι δεν καταλογίζεται στους εφεσιβλήτους οτιδήποτε.
Στο διαγωνισμό για το συμβόλαιο C-12, υποβλήθηκαν προσφορές μεταξύ των οποίων και από τις εταιρείες Cybarco Ltd και της κοινοπραξίας Iacovou-Zemco. Η προσφορά των τελευταίων ήταν η χαμηλότερη. Στη βάση, όμως, υπαρχουσών λαθών στη σελίδα του Δελτίου Ποσοτήτων, που η Επιτροπή Αξιολόγησης είχε δικαίωμα να διορθώσει, χαμηλότερη θα καθίστατο η προσφορά της Cybarco Ltd.
Ο Αν. Γενικός Διευθυντής του ΣΑΛ με επιστολή προς τον Πρόεδρο του ΣΑΛ, εισηγήθηκε κατακύρωση της προσφοράς στην Cybarco Ltd, ως τη χαμηλότερη προσφορά. Στη συνεδρία του Συμβουλίου Προσφορών, ημερ. 15 Μαρτίου 2013, ο Πρόεδρος του ΣΑΛ, ζήτησε τη γνώμη του νομικού συμβούλου (εφεσίβλητου 2) επί α) ποσού της προσφοράς, β) προγράμματος εργασίας και γ) μεθοδολογίας κατασκευής.
Δόθηκε από το νομικό σύμβουλο η ζητηθείσα γνώμη μετά από συζήτηση, όπου συμμετείχε η Διευθύντρια του Έργου Η. Ανδρέου, και το Συμβούλιο Προσφορών, έχοντας εξετάσει και την έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, θεώρησε άκυρη την προσφορά της Cybarco διότι:
″(i) η μεθοδολογία διευκρίνισης των όρων προσφορών στο τεχνικό μέρος δόθηκαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης και όχι από την Cybarco Ltd και (ii) η παρουσιαζόμενη ως χαμηλότερη προσφορά της Cybarco Ltd ήταν αποτέλεσμα διόρθωσης αριθμητικού λάθους χωρίς αυτό να επιβεβαιωθεί διαδικαστικά.″
Το Δικαστήριο επικρίνει το σχολιασμό του αστυφύλακα Μανώλη επί της ορθότητας της απόφασης του ΣΑΛ.
Είναι αποδεχτό ότι το πρακτικό για την πιο πάνω συνεδρία, ετοιμάστηκε από πρακτικογράφο μετά από υπαγόρευση του Πρόεδρου του ΣΑΛ. Το εν λόγω πρακτικό στάληκε στον εφεσίβλητο 2, όπως ήταν η ακολουθητέα πρακτική, ο οποίος είχε προβεί σε χειρόγραφες σημειώσεις και στη συνέχεια επιστράφηκε με φαξ στις 29 Μαρτίου 2013. Δημιουργήθηκε συναφώς, ότι αποκαλείται, το 1ο πρακτικό. Στις 20 Μαΐου 2013, με επιστολή του Προέδρου του ΣΑΛ προς τη Cybarco Ltd, γνωστοποιήθηκαν οι λόγοι απόρριψης της προσφοράς «επειδή δεν υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά και υπήρχε ουσιώδης παράβαση σχετικά με την «κρίσιμη διαδρομή εκτέλεσης των εργασιών».»
Οι λόγοι απόρριψης, όπως καταγράφονται στην επιστολή 20 Μαΐου 2013, ήταν, σύμφωνα με τον ομνύσαντα, διάφοροι των αποφασισθέντων στη βάση του 1ου πρακτικού.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν διαπίστωσε πρόβλημα σε σχέση με το 1ο πρακτικό, όταν αυτό της διαβιβάστηκε το 2013. Στη συνέχεια, όμως, σε πρακτικά του ΣΑΛ, ημερ. 15 Μαρτίου 2013, που περιήλθαν στην κατοχή υπαλλήλου της εν λόγω υπηρεσίας, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν αλλαγές στην τελευταία σελίδα που αφορούσε τους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco Ltd και κατακύρωση στην κοινοπραξία Iacovou-Zemco. Οι λόγοι συνήδαν με το περιεχόμενο της επιστολής προς την Cybarco, ημερ. 20 Μαΐου 2013. Τούτο χαρακτηρίστηκε ως 2ο πρακτικό.
Μετά από έλεγχο που έγινε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές του ΣΑΛ, στη βάση δικαστικού εντάλματος, διαπιστώθηκε η ύπαρξη, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικών αρχείων με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4:2013 (1ο πρακτικό) και Συμβούλιο Προσφορών 4:2013 final (2ο πρακτικό). Το πρακτικό που επικύρωσε η Ολομέλεια του ΣΑΛ, ήταν το δεύτερο (Συνεδρία 24.3.2013). Στη βάση της θεώρησης του ομνύσαντα ότι τούτο έγινε - η εισαγωγή του δεύτερου λόγου - για ν' αποτρέψει την Cybarco Ltd από του να κερδίσει το διαγωνισμό.
Από δικανικό έλεγχο που ακολούθησε στο ηλεκτρονικό αρχείο του ΣΑΛ, εντοπίστηκε το 2ο πρακτικό, αποθηκευμένο μέσα στον εξυπηρετητή του ΣΑΛ. Διαπιστώθηκε ότι υπέστη αλλαγές που αποθηκεύτηκαν στις 18 Απριλίου 2013 και ώρα 10:59, από το χρήστη με όνομα συγγραφέας-Author, ACCOUNTING. Δεν εντοπίστηκε να υπάρχει ηλεκτρονικός υπολογιστής στο ΣΑΛ με όνομα χρήστη ACCOUNTING. Βρέθηκαν όμως 13 ηλεκτρονικά αρχεία με το όνομα ACCOUNTING που αφορούσαν νομικά έγγραφα, την ευθύνη των οποίων είχε ο νομικός σύμβουλος (εφεσίβλητος 2). Συνεχίζει δε το Δικαστήριο επί του προκειμένου:
″Παρουσιαζόταν έτσι ότι ο νομικός σύμβουλος είχε στην κατοχή του ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή που έφερε το όνομα «Accounting», στο οποίο αποθήκευσε τις τελευταίες αλλαγές στο 2ο πρακτικό και «. σε συνδυασμό με την όλη εμπλοκή του Αντώνη Αντρέου στην υπόθεση δημιουργείται η εύλογη υποψία ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που αποθήκευσε για τελευταία φορά τις αλλαγές στο 2ο πρακτικό ανήκει στον Αντώνη Αντρέου.» Αυτός κλήθηκε για κατάθεση στο ΤΑΕ Λάρνακας στις 2.9.2015, όπου ανέφερε ότι έκανε κάποιες χειρόγραφες αλλαγές πάνω στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 15.3.2013, ενώ είχε στην κατοχή του το 1ο πρακτικό, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε για τις αλλαγές που έγιναν στο 2ο πρακτικό. Σε σχετική παρατήρηση, το εν λόγω πρόσωπο διαπίστωσε ότι ο λόγος που θεωρήθηκε ως άκυρη η προσφορά της Cybarco Ltd, ήταν ο λανθασμένος διότι ο μόνος λόγος σύμφωνα με τη γνωμάτευση του που θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιαστική παρέκκλιση ήταν το θέμα των χρονικών δεσμεύσεων του έργου.″
Στη συνέχεια ο όρκος αναφέρεται σε εμπλοκή του Προέδρου του ΣΑΛ και Δημάρχου Λάρνακας, που δεν ενδιαφέρει επί του προκειμένου, και καταλήγει με το αιτητικό, για έκδοση του διατάγματος έρευνας, όπως το αναφέραμε στο αρχικό στάδιο της απόφασής μας.
Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης, Αίτηση 174/96, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1996).
Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Στην πρόσφατη υπόθεση, Δέσπω Στυλιανού, Πολ. Εφ. 67/2014, ημερ. 25 Ιουνίου 2015, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
″Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:
«H άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) ΄Οπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) ΄Οπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).
(γ) ΄Οπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd ν. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892).″
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, στηριζόμενοι σε προγενέστερη νομολογία, η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία. Είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού ο αιτών, την έκδοση του εντάλματος, επί του προκειμένου, ο αστυφύλακας, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων.
Στο πλαίσιο της τεκμηρίωσης του σκεπτικού του αδελφού μας Δικαστή, περί της ύπαρξης «σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων» που εστιάζονται στη μη ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον όρκο, παρεμβάλλεται η μαρτυρία που τέθηκε από τους εφεσιβλήτους και η «εκ των υστέρων και δια της ενστάσεως της Δημοκρατίας προσπάθεια να τεθούν με διαφορετικό τρόπο ουσιώδη γεγονότα». Επίσης η μαρτυρία, υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως του Γιαννάκη Βεντούρη, Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΣΑΛ, στην επίδικη περίοδο.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, που καταχωρήθηκε εναντίον της αιτήσεως για προνομιακό ένταλμα, κατεβλήθη προσπάθεια να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοροποιημένη ερμηνεία των κατατεθέντων ουσιωδών γεγονότων, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του όρκου ο οποίος είχε κατατεθεί για σκοπούς έκδοσης του διατάγματος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι για να εξεταστεί το βάσιμο της εύλογης υπόνοιας, τούτο θα επιτευχθεί σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του όρκου επί του οποίου βάσισε την αίτηση της η αστυνομία, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. «Γίνεται προσπάθεια», όπως αναφέρεται, «αναμόρφωσης του όρκου και απόδοσης εξηγήσεων επί του περιεχομένου του». Η αναφορά που γίνεται στα έγγραφα, προστίθεται, τείνει «να δώσει μια διαφορετική εξήγηση ή χροιά επί των πραγματικών γεγονότων και που αναμφιβόλως δεν ήταν ενώπιον του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστηρίου, το οποίο αν τις είχε υπόψη του ή τις αντιλαμβανόταν με τον τρόπο που τώρα εισηγείται η Δημοκρατία, πιθανό να επηρέαζε τη σκέψη του».
Το Δικαστήριο, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου λόγου έφεσης, που αφορά το θέμα της μη αποκάλυψης όλης της ουσιώδους μαρτυρίας, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του Γιαννάκη Βεντούρη, τότε Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή του ΣΑΛ, ο οποίος, πέραν από την εξήγηση του τρόπου τήρησης των πρακτικών και της ετοιμασίας πρόχειρου και επίσημου πρακτικού, κατονόμασε την πρακτικογράφο που ήταν στη συνεδρία της 15ης Μαρτίου 2013 και η οποία δακτυλογράφησε τα πρόχειρα πρακτικά. Στη συνέχεια, τα πρακτικά απεστάλησαν στον εφεσίβλητο 2, νομικό σύμβουλο του ΣΑΛ, ο οποίος τα επέστρεψε με χειρόγραφες αλλαγές στις 29 Μαρτίου 2013. Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών προσδιορίζει ότι έλαβε από τη γραμματέα Μαρία Δημητρίου το πρακτικό σε ηλεκτρονική μορφή για να γίνουν οι αναγκαίες αλλαγές και οι οποίες έγιναν από τη γραφέα του εργοστασίου, όπως αναφέρεται, Χαρούλα Σταύρου. Το πρακτικό αυτό, μαζί με χειρόγραφο του σημείωμα, προωθήθηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και περαιτέρω, είχε αποσταλεί δύο με τρεις ημέρες πριν τη συνεδρία στα μέλη του Συμβουλίου και τέθηκε στην ημερήσια διάταξη. Αυτό το πρακτικό ήταν το πρακτικό που επικυρώθηκε από την ολομέλεια.
Κλήθηκε, όπως αναφέρθηκε, στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης στις 11 Ιουλίου 2015, και εξήγησε τη διαδικασία προσδιορίζοντας τον τρόπο και το άτομο που έκαμε τις αλλαγές στο πρακτικό, υποδεικνύοντας και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή από τον οποίο έγιναν οι αλλαγές. Στη συνέχεια, ο μάρτυρας προσδιόρισε ότι το πρακτικό που τελικώς εγκρίθηκε από την λομέλεια, ήταν αυτό που υπήρχε για τη συνεδρία 15 Μαρτίου 2013.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η υπόθεση Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067, στην οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο, δεν τυγχάνει εφαρμογής, επί του προκειμένου, καθότι αφορούσε παράλειψη συμπερίληψης στον όρκο συγκεκριμένου στοιχείου αναφορικά με προηγούμενη συμμόρφωση με το Ν. 23(Ι)/2001, θέτοντας, με αυτό τον τρόπο σε αμφιβολία την ιδία τη δικαιοδοσία του επαρχιακού δικαστή να εξετάσει τη συγκεκριμένη αίτηση της αστυνομίας. Η εν λόγω νομοθεσία απαιτούσε προηγούμενη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανάθεσης της υπόθεσης σε επαρχιακό δικαστή, ως αίτηση για παραδοχή δικαστικής συνδρομής.
Η εισήγηση του εφεσείοντα για μη εναρμόνιση των γεγονότων της υπόθεσης Jawer, με την υπό εξέταση, είναι ορθή. Η εν λόγω υπόθεση ενείχε το χαρακτηριστικό της εκθεμελίωσης της δικαιοδοσίας του επαρχιακού δικαστή. Κάτι διάφορο από το προκείμενο που άπτεται της ενδεχόμενης μη πλήρους αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Ο πυρήνας του σκεπτικού του Δικαστηρίου ήταν η μη συμπερίληψη στον όρκο ουσιωδών γεγονότων, που προηγήθηκαν του όρκου στοιχείων, η ύπαρξη των οποίων, ενδεχομένως, θα επηρέαζε την κρίση του εκδώσαντος το ένταλμα έρευνας δικαστηρίου.
Ο εφεσείων εστιάζει το παράπονο του σε μια αναφορά του Δικαστηρίου για αποστολή του 1ου πρακτικού στο Γενικό Ελεγκτή, δύο φορές. Γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στα γεγονότα της υπόθεσης, εισηγήθηκε ο κ. Αριστείδης. Το πλαίσιο αναφοράς της αποστολής, στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν είναι, ομολογουμένως, ξεκάθαρο, πλην, όμως, θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με την εντοπισθείσα, πρωτοδίκως, προσπάθεια διεύρυνσης του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα 521, σ' αντίθεση με τον όρκο του ιδίου, που οδήγησε στην έκδοση του εντάλματος. Τούτο δε εστιαζόταν σε μεταγενέστερη αναφορά σε «πλαστογραφημένο 2ο πρακτικό», κάτι που δεν είχε προσδιοριστεί ως τέτοιο στον όρκο.
Ο πυρήνας, όμως, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, της εκκαλούμενης απόφασης επί του προκειμένου, είναι η μη αναφορά στον όρκο για την εκφρασθείσα θέση του Γ. Βεντούρη αναφορικά με το άτομο, που προέβηκε στις αλλαγές του πρακτικού, το χώρο που έγινε και τον υπολογιστή που χρησιμοποιήθηκε. Τίποτε απ' όλα αυτά, δεν αναφέρονται, όπως σημειώνεται πρωτοδίκως, ενώ προηγήθηκαν της ημερομηνίας του όρκου, ήτοι από τις 11 Ιουλίου 2015. Περαιτέρω, στον όρκο γίνεται αναφορά για τη διαδικασία που ακολουθείτο στο ΣΑΛ αναφορικά με τον τρόπο λήψεως των πρακτικών, που επίσης προήλθαν από το Γ. Βεντούρη.
Ούτε γίνεται αναφορά στη θέση που πρόβαλε ο Γ. Βεντούρης ότι το 2ο πρακτικό, είχε σταλεί στα μέλη της Ολομέλειας του ΣΑΛ, δύο, τρεις ημέρες προηγουμένως και ήταν αυτό που συμπεριλήφθηκε στην ημερήσια διάταξη, χωρίς να έχει υποστεί οποιαδήποτε αλλοίωση.
Αυτά, μεταξύ άλλων, ήταν η βάση της κατάληξης πρωτοδίκως περί μη αποκάλυψης, τα οποία δεν αποτελούν λόγο έφεσης. Δεν αμφισβητήθηκε το εύρημα περί απουσίας αναφοράς στον όρκο των τεθέντων από το Γ. Βεντούρη ως προς το άτομο και τον τρόπο προετοιμασίας του 2ου πρακτικού. Ούτε η μη αναφορά στον όρκο, της γνωστοποίησης στα μέλη του ΣΑΛ, δύο, τρεις ημέρες προηγουμένως της λήψεως της απόφασης έχει αμφισβητηθεί. Ήταν τούτα ουσιώδη για να συμπεριληφθούν; Η έκδοση του διατάγματος, όπως προείπαμε, δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιον του τεθέντων, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχει αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος. Θα πρέπει, βεβαίως, να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας ότι η ιδιωτική ζωή του ατόμου θα πρέπει να υποχωρήσει χάριν του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της διερεύνησης τυχόν διάπραξης αδικημάτων. Επίσης, όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που συνθέτουν την ύπαρξη στοιχείων και πληροφοριών θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον όρκο. Και επί του προκειμένου, ως γίνεται φανερό από όσα παραθέτουμε κατωτέρω, δεν το ικανοποίησε η Δημοκρατία. Η απάντηση συναφώς στο πιο πάνω τεθέν ερώτημα είναι θετική και η πρωτόδικη κρίση, ορθή. Η απουσία αμφισβήτησης σε εφετειακό επίπεδο κρίσεως, όπως έχουμε ενώπιον μας, αφήνει την πρωτόδικη απόφαση ανέπαφη. Ούτως εχόντων των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί η έφεση αλυσιτελής.
Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος απορρίπτεται και ενόψει της σοβαρότητας της μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους ή τα άλλα εγερθέντα ζητήματα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΔΓ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
9 Ιουνίου, 2017
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στες]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ ΚΑΙ (2) ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΙΣ 26.09.2015.
---------- --------- -------
Α.Αριστείδης με Ι.Παπαδάτου, (κα), για τους Εφεσείοντες
Π.Πολυβίου με Γ.Μίτλεττον, για τους Εφεσίβλητους
-------- ----------- --------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Διιστάμενη)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας μετά από αίτημα της Αστυνομίας ημερ. 26.9.2015 στηριζόμενο σε ένορκη δήλωση του Α/Αστ. Μανώλη, προχώρησε στην έκδοση εντάλματος έρευνας του υποστατικού που αποτελούσε το δικηγορικό γραφείο του Αντώνη Ανδρέου με την ονομασία Αντώνης Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ που βρίσκεται σε συγκεκριμένη οδό στη Λάρνακα. Είναι χρήσιμο να αποδοθεί η ακριβής φρασεολογία του ποινικού εντύπου αρ.6 καθώς και της απόφασης του Δικαστηρίου.
«Επειδή φαίνεται στην ένορκο καταγγελία του Α/Αστ.521 Μ.Μανώλη του ΤΑΕ Λάρνακας ότι στο Δικηγορικό Γραφείο του Αντώνη Αντρέου με την ονομασία ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ που βρίσκεται στην Οδό Πηλίου 23-25 GEORGE MATHEOU, Λάρνακα, παράνομα αποκρύπτονται τεκμήρια όπως το πρακτικό του ΣΑΛ, ημερομηνίας 15.3.2013 με την ονομασία Συμβούλιο Προσφορών 4.2013 final ή οποιαδήποτε άλλη ονομασία, σε έντυπη μορφή ή σε ηλεκτρονική μορφή αποθηκευμένη σε οποιοδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή εξυπηρετητή (SERVER) του πιο πάνω Δικηγορικού Γραφείου ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα/τεκμήρια σε έντυπη ή ηλετρονική μορφή που αφορούν τα Συμβόλαια C12 και C14 του Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λάρνακας που σχετίζονται με υπόθεση 1) Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, 2) Συνομωσία για καταδολίευση, 3) Πλαστογραφία, 4) Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 5) Ο περί Συγκάλυψης, ΄Ερευνας και Δήμευσης Εσόδων από ορισμένες εγκληματικές πράξεις, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ 2012 μέχρι και σήμερα στη Λάρνακα και Λευκωσία.
Αυτό το ένταλμα σας εξουσιοδοτεί και σας καλεί αμέσως με κατάλληλη βοήθεια να μπείτε στα αναφερόμενα γραφεία και αποθήκες την 26.9.15 μέχρι και 30.9.15 και εκεί με επιμέλεια να ερευνήσετε για τα αναφερόμενα πράγματα και αν αυτά ή μέρος αυτών ευρεθούν κατά την έρευνα να φέρετε πράγματα που θα βρεθούν ενώπιον μου ή ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για να τύχει μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.»
(προφανώς εννοείται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας)
Η απόφαση είχε ως εξής:
«΄Εχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος με βάση το περιεχόμενο του όρκου που έχω μελετήσει προσεκτικά και συγκεκριμένα τις αναφορές που γίνονται στον Αντωνάκη Ανδρέου του δικηγορικού γραφείου Αντωνάκης Ανδρέου & Σία, ΔΕΠΕ, και στα σχετικά πρακτικά, στη μαρτυρία που καταγράφονται στον όρκο έχοντας υπόψη και την υπόθεση Niemietz v. Germany ECHR ημερ. 16.12.1992».
Αμέσως μετά την έκδοση και εκτέλεση του Ε/Ε στις 26.9.15 και περί ώρα 2.30 μ.μ., οι εφεσίβλητοι προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του πιο πάνω εντάλματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο παραχώρησε τη σχετική άδεια (αρ. 127/15 ημερ. 2.10.2015) και ακολούθως οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση δια κλήσεως με σκοπό την ακύρωση του Ε/Ε. Ο Γενικός Εισαγγελέας έφερε ένσταση στην αίτηση. Αδελφός μας Δικαστής, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, θώρησε ότι το Ε/Ε έπρεπε να ακυρωθεί όπως αυτό εξηγείται στην απόφαση του ημερ. 30.11.2015 που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσης έφεσης καταχωρηθείσης εκ μέρους της Δημοκρατίας.
Είναι σκόπιμο, πριν να υπεισέλθουμε στους λόγους έφεσης, να προβούμε σε μια σύνοψη της εκκαλούμενης απόφασης και της αιτιολογίας αυτής.
Αφού καταγράφονται το ιστορικό και οι βασικές θέσεις των δύο πλευρών (σελ.1-7), ακολουθεί πιο εκτενής ανάλυση των θέσεων που προκύπτουν από την Ε/Δ του Αστ.Μανώλη. Είναι αρκετό στο στάδιο αυτό να πούμε ότι σχετικά γεγονότα είναι η κατακύρωση συμβολαίων από το ΣΑΛ, σε κοινοπραξία εταιρειών Iacovou Brothers Construction Ltd και Zemco στις 23.4.2013, όταν υπερίσχυσαν της εταιρείας Cybarco (συμβόλαιο C12), ενώ το συμβόλαιο C14 κατακυρώθηκε στην εταιρεία Loizos Iordanou Construction στις 29.10.2014, όμως προσφοροδότης υπήρξε και η Iacovou Brothers Construction Ltd. Ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο νομικός σύμβουλος του ΣΑΛ, και σύμφωνα με τον όρκο, λειτουργούσε και ως νομικός σύμβουλος ή δικηγόρος των Iacovou Bros χωρίς να το αποκαλύψει στις σχετικές συνεδρίες. Από μελέτη σχετικών εγγράφων των Επιτροπών του ΣΑΛ για το C14 και C12 ηγέρθησαν θέματα νομιμότητας και ο Γενικός Ελεγκτής διεξήγαγε σχετικές έρευνες. Είναι για τα συμβόλαια αυτά που προέκυψε θέμα σε σχέση με γνωμάτευση του εφεσίβλητου 2 και σε σχέση με επίμαχα πρακτικά, ως θα διαφανεί πιο κάτω.
Στις σελ.7-17 της απόφασης γίνεται παράθεση στοιχείων από τον όρκο και διατυπώνονται κάποιες παρατηρήσεις του Δικαστηρίου για τις αντίθετες θέσεις των εφεσιβλήτων (ειδικά την ένορκη δήλωση Ανδρέου με την οποία αμφισβητείται έντονα η αλήθεια μέρους του όρκου ειδικά όσον αφορά τη γνωμάτευση. Ενώ επίσης αμφισβητεί ότι ο ίδιος ή οι εφεσίβλητοι 1 απέκρυψαν οποιονδήποτε πρακτικό ή άλλο τεκμήριο σε σχέση με τα επίδικα συμβόλαια ή ότι ουδέποτε του ζητήθηκε από το ΣΑΛ ή άλλο αρμόδιο πρόσωπο να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα).
Ακολουθεί η νομική πτυχή του άρθρ.27 της Ποινικής Δικονομίας Κεφ.155 και της σχετικής νομολογίας (σελ.17-20) για να καταλήξει - ορθά βεβαίως - ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχοντας τη νομιμότητα της έκδοσης Ε/Ε δεν παραμένει στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά. Οφείλει να εξετάσει το βάσιμο της εύλογης υπόνοιας σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του όρκου, σε συνδυασμό με την ολότητα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση.
Στις επόμενες σελίδες - ορθά και πάλι - τοποθετείται η αρχή ότι ο έλεγχος νομιμότητας από το Ανώτατο Δικαστήριο γίνεται στη βάση του υλικού το οποίο τίθεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και δεν είναι νοητό «αναμόρφωση του κειμένου του όρκου». Τονίζεται ακόμη ότι είναι ορθή η σύζευξη της εξέτασης της νομιμότητας με την ύπαρξη της εύλογης υπόνοιας η οποία πρέπει να αναδύεται ως αντικειμενικώς παραδεκτό δεδομένο από το ίδιο το αίτημα. (σελ.22).
Ακολουθούν τα προσδιορισθέντα ως προσβάλλοντα τη νομιμότητα στοιχεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δια της ένστασης της η Δημοκρατία επιχείρησε αναμόρφωση του όρκου Μανώλη. Προχωρεί δε στη λεπτομερή ανάλυση των μεμπτών, κατά την κρίση του, στοιχείων ειδικά αναφορικά με το δεύτερο πρακτικό (σελ.23 κ.ε. της απόφασης), το οποίο και αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο στην κατάληξη του ώστε να θεωρήσει ότι υπάρχει απόκρυψη ως εξής:
«Τίποτε από όλα αυτά, παρόλο που προηγήθηκαν της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος, δεν αναφέρονται στον όρκο που οδήγησε στο ένταλμα, ούτε και, κατ΄ ελάχιστον, αν αυτά ηλέγχθησαν ως προς το βάσιμο των ισχυρισμών του Γ. Βεντούρη. Περαιτέρω, τηρείται σιωπή επί του θέματος στην ένσταση της Δημοκρατίας και τη συνοδευτική ένορκη δήλωση του Αστ. Μανώλη. Αλλά ούτε και στον όρκο υπάρχει καταγραμμένο οπουδήποτε ότι το 1ο πρακτικό απεστάλη δύο φορές ως το επίσημο έγγραφο στον Γενικό Ελεγκτή, όπως εκ των υστέρων στην ένσταση αναφέρεται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, θεωρώντας τις όποιες αλλαγές ως προϊόν πλαστογραφίας.
Η μη αποκάλυψη ουσιωδών πληροφοριών ή πληροφοριών ή ενεργειών που έπρεπε να προηγηθούν της αίτησης για ένταλμα, θεωρείται ότι αφαιρεί το νόμιμο της έκδοσης του εντάλματος (Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 2067).
Περαιτέρω, ο ομνύων αστυφύλακας Μανώλη αναφέρει ότι ο αιτητής 2 είχε ερωτηθεί και αρνηθεί να παραδώσει οτιδήποτε το σχετικό με το 2ο πρακτικό και αυτό εξάγεται, κατά τον ομνύοντα, από το Τεκμήριο 7 στην ένσταση. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα διότι το Τεκμήριο 7 δεν γράφει ότι ρωτήθηκε ο αιτητής 2 να παραδώσει οτιδήποτε στις αστυνομικές αρχές και αρνήθηκε. Εκείνο το οποίο φαίνεται από το Τεκμήριο 7, που είναι η σχετική καταγραφή στο ημερολόγιο ενέργειας του αστυφύλακα Μανώλη, είναι ότι ο αιτητής 2 ρωτήθηκε από αυτόν εάν έχει στην κατοχή του ή αποθηκευμένο σε ηλεκτρονική μορφή το 2ο πρακτικό, για να πάρει αρνητική απάντηση. Η άρνηση ότι κάποιος έχει στην κατοχή του συγκεκριμένο έγγραφο ή πράγμα είναι πολύ διαφορετικό από την άρνηση να παραδώσει το έγγραφο ή το πράγμα, εφόσον με το τελευταίο υπονοείται ότι το έγγραφο ή το πράγμα υπάρχουν στην κατοχή του ερευνούμενου, αλλά επί σκοπώ αυτός δεν τα παραδίδει. Η αστυνομία οφείλει να είναι ιδιαίτερα σαφής και ακριβής στις θέσεις που προβάλλει στο Δικαστήριο όταν επιδιώκει την έκδοση εντάλματος έρευνας, έχοντας υπόψη τη δραστικότητα του μέτρου».
’λλο στοιχείο που θεωρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι προσβάλλει τη νομιμότητα του εντάλματος είναι η παρείσφρηση στον όρκο της άποψης του αστυφύλακα Μανώλη επί ορθότητας ή μη συναφούς γνωμάτευσης του εφεσίβλητου 2 προς το ΣΑΛ, σε σχέση με την κατακύρωση προσφοράς με την αντιπαράθεση αυτής με άλλη γνωμάτευση άλλου δικηγορικού γραφείου, η οποία, ως υποδεικνύει, θα έπρεπε να είχε παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, ώστε το ίδιο να μορφώσει γνώμη, αλλά ούτε είχαν θέση και οι εν γένει αναφορές περί της εισήγησης που παρατίθεται ως δεδομένο στον όρκο, ότι η προσφορά της Cybarco Ltd, ήταν ή έπρεπε να θεωρείτο ότι ήταν η χαμηλότερη ή ότι οι αλλοιώσεις στο 2ο πρακτικό έπρεπε να θεωρούνταν προϊόν πλαστογραφίας, τη στιγμή που υπήρχε η θέση του Γ. Βεντούρη ως προς το τι είχε γίνει. Η ορθή διαδικασία για αναθεώρηση προσφορών, των όρων αυτών είτε τεχνικών, είτε οικονομικών, είτε γενικών, γίνεται διά της νομίμου οδού που είναι η αίτηση στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και εν ανάγκη στη συνέχεια προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο και μετά κατ΄ έφεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (σελ.25).
Τα πιο πάνω καθίστανται, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, σοβαρότερα ως εκ της επαγγελματικής ιδιότητας των εφεσιβλήτων και της ανάγκης διασφάλισης του απορρήτου (σελ.26-31).
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:
«Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνεται ότι το εκδόσαν το ένταλμα Δικαστήριο ενήργησε στη βάση σοβαρών ελλείψεων και παραλείψεων ως προς την ορθή παρουσίαση των γεγονότων στον αστυνομικό όρκο. και με ανεπάρκεια αναφορικά με το σύννομο της όλης διαδικασίας. Τα παρουσιασθέντα δεν υποστήριζαν με κανένα τρόπο τη θέση του κατώτερου Δικαστηρίου περί εύλογης υποψίας και άρα η έκδοση του εντάλματος δεν νομιμοποιείτο».
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
Λόγος 1: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακύρωσε το Ε/Ε στη βάση ευρήματος ότι ο όρκος Μανώλη δεν αποκάλυπτε όλα τα ουσιώδη γεγονότα.
Λόγος 2: το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τα όσα καταγράφονται στον όρκο Μανώλη δεν ήσαν επαρκή ή ικανά για να δημιουργήσουν στο Ε.Δ. την απαιτούμενη εύλογη υποψία.
Λόγος 3: Σφάλματα επί της εκτίμησης και/ή ερμηνείας που περιέχονταν στον όρκο Μανώλη «σε σχέση με τον εντοπισμό του ηλεκτρονικού αρχείου 4.2013 (2ο πρακτικό) στον εξυπηρετητή (server) του ΣΑΛ αλλά και στους λόγους που οδήγησαν την Αστυνομία να πιστεύει ότι ο Η.Υ.(accounting) ήταν στην κατοχή του εφεσίβλητου 2.
Αφού έχει εκτεθεί η σύνοψη της απόφασης και το σκεπτικό του αδελφού μας Δικαστή θα πρέπει να εξεταστεί αν η έφεση είναι αλυσιτελής, αφού κατά τη θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσιβλήτων οι λόγοι έφεσης (ως άνω) δεν καλύπτουν όλη την αιτιολογία ακύρωσης του εντάλματος έρευνας, οπότε και αν επιτύχουν (ή έστω και ένας εξ αυτών), το ένταλμα δεν θα μπορεί να ακυρωθεί, αφού θα παραμείνουν έγκυροι άλλοι λόγοι ακύρωσης του.
Θα πρέπει να πούμε ότι συμφωνούμε πως αν οδηγούμαστε σε τέτοιο αποτέλεσμα μη κάλυψης ευρημάτων αιτιολογίας, όντως η έφεση θα έπρεπε να κριθεί αλυσιτελής, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ενεργεί επί ματαίω. (Polytropo Advertising Limited v. Ad board Ltd) (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1486, Αθηνά Παιονίδου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 Α.Α.Δ. 405 και Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν. Κωνσταντίνος Χριστοφίδης, Ποιν.εφ.4/14, 3.3.2016), ECLI:CY:AD:2016:B137.
Ως τέτοια μη καλυπτόμενα ευρήματα ακύρωσης ο κ.Πολυβίου εγείρει τα ακόλουθα:
(α) ότι ο Επαρχιακός Δικαστής ενήργησε μηχανιστικά και δεν ικανοποιήθηκε δεόντως ότι υπήρχε εύλογη υποψία εναντίον των εφεσιβλήτων στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του,
(β) ότι ο όρκος περιέχει γνώμη και δεν περιορίζεται σε παράθεση γεγονότων, κάτι το οποίο είναι ανεπίτρεπτο,
(γ) ότι, εκτός του ενός και μοναδικού παραδείγματος μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων που καλύπτεται από την έφεση, τα λοιπά μη εξαντλητικά παραδείγματα μη αποκάλυψης ουσιωδών στοιχείων γίνονται παραδεκτά,
(δ) ότι το ένταλμα δεν περιείχε ασφαλιστικές δικλείδες για τη διασφάλιση της προστασίας του δικηγορικού απορρήτου κατά την εκτέλεση του εντάλματος, και
(ε) ότι ο τρόπος διατύπωσης του εντάλματος όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού.
Για τα σημεία (δ) και (ε), η απόφαση είναι απλή.
Η αρχή της αναλογικότητας που καλύπτει τα σημεία (δ) και (ε) δεν αποτελεί αυτόνομο στοιχείο κρίσης αφού όπως προκύπτει από την κατακλείδα της πρωτόδικης απόφασης - εκείνο που οδηγεί στην απόρριψη του εντάλματος ως παράνομου είναι η μη στοιχειοθέτηση εύλογης υπόνοιας και στα ίδια πλαίσια η μη αποκάλυψη κάποιων στοιχείων. ΄Αλλωστε, μ΄όλο το σεβασμό, η αναλογικότητα, έρχεται στο προσκήνιο μόνο εφόσον στοιχειοθετηθεί η εύλογη υπόνοια. Αφού εν προκειμένω ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε το βάθρο σαθρό, δεν τίθεται θέμα αναλογικότητας, οπότε και δεν εξετάζεται η εμβέλεια της Πέτρου Ευδόκα, Πολιτική Έφεση 219/2015, ημερ. 29.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A586, και συναφούς ευρωπαϊκής νομολογίας.
Τα (α) και (β) στοιχεία ανωτέρω είναι με εγγενή και απόλυτο τρόπο συνδεδεμένα με το βάθρο της εύλογης υποψίας και δεν μπορούν κατά την κρίση μου να εξετάζονται ξεχωριστά ως αυτόνομα της υπόνοιας στοιχεία, οπότε και επ΄αυτών δεν έχει βασιμότητα το επιχείρημα περί του αλυσιτελούς της έφεσης.
Το στοιχείο (γ), δηλαδή η μη αποκάλυψη, αποτελεί το πρώτο λόγο έφεσης όμως σύμφωνα με το επιχείρημα της πλευράς των εφεσιβλήτων, η αιτιολογία δεν το καλύπτει αφού καταπιάνεται μόνο με το θέμα του πρακτικού.
Ωστόσο στο προσκήνιο εμφανίζεται - και πρέπει να απαντηθεί - το πρωταρχικό ερώτημα του τι είναι και τι μπορεί να κριθεί ουσιώδες σε μια ανακριτική έρευνα όπου τα στοιχεία εκ των πραγμάτων είτε αναζητούνται είτε γίνεται προσπάθεια αξιολόγησης τους.
Μαζί με το ερώτημα αυτό είναι συναφής και η εμβέλεια της αρχής της ειλικρινούς αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις. Υπάρχει όντως η έννοια αυτή ως νοείται στο χώρο του αστικού δικαίου; Ο κ.Πολυβίου βεβαίως μας παρέπεμψε στην υπόθεση Edrinotio Ltd και 58 άλλων, Πολιτική ΄Εφεση 363/2012 ημερ. 3.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D477. ΄Ομως η υπόθεση αυτή αφορούσε μια ειδική διαδικασία σε ειδικό νόμο με συγκεκριμένες προϋποθέσεις (βλ. περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Ν.188(Ι)/2007, άρθρα 45 και 46). Εξάλλου οι περιστάσεις της Edrinotio διαφέρουν της παρούσης.
Η δε υπόθεση Jawer Cyprus Ltd κ.α. (2011)Γ 1 Α.Α.Δ. 2067 δεν θεωρώ ότι μπορεί να τύχει εφαρμογής στην κρινόμενη υπόθεση αφού στη Jawer ο όρκος παρουσίαζε θεμελιώδες έλλειμμα που αφορούσε στην ίδια τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστή να εξετάζει το αίτημα της Αστυνομίας αφού ακριβώς δεν προϋπήρχε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που με βάση το Ν.23(1)/2001 ήταν προαπαιτούμενο για την ανάθεση σε Ε.Δ. η εξέταση αίτησης για παροχή δικαστικής συνδρομής σε αρχές άλλης χώρας.
Πέραν όμως των πιο πάνω, βαθύτατα εδραιωμένο στο δίκαιο μας είναι η ανάγκη όπως οι ανακριτικές αρχές ενεργούν κατά πάντα τρόπον με καλή πίστη και δικαιότητα (fairness). Υπό αυτή την έννοια και μόνο δύναται να ιδωθεί η ανάγκη να τεθεί στον όρκο οτιδήποτε ουσιώδες που θα ήταν σχετικό για να κριθεί η εύλογη υπόνοια και η αναγκαιότητα έκδοσης ενός Ε\Ε που εκ των πραγμάτων παραβιάζει την ιδιωτική και ενδεχομένως την επαγγελματική ζωή.
Η αρχή αυτή προσδιορίζεται από τα πρώτα χρόνια διαμόρφωσης του Κοινοδικαίου και εξελίσσεται πάντα στο εννοιολογικό πλαίσιο της εύλογης υπόνοιας.
Στη Νakkuda Ali v. Jayaratne {1951}AG 66 το θέμα ετέθη ως εξής:
«Τhe test whether there was a reasonable and probable cause for the arrest or prosecution is an objective one, namely, whether a reasonable man, assumed to know the law and possessed of the information possessed by the defendant, would believe that there was a reasonable and probable cause".
Στη Dumbell v. Roberts (1944) 1 All E.R. 326, τονίστηκε
"the amount of information required before such a suspicion way be said to be said to be based on reasonable grounds is obviously at a fairly low level. Certainty there is clear authority for saying that nothing in the nature of a prima facie case is required" (βλ. και R.Stone Entry, Search and Seizure, A Guide to Civil and Criminal Powers of Entry, 1989).
Mε αυτά κατά νου, ερχόμαστε να εξετάσουμε το πρώτο λόγο έφεσης που αφορά την αποκάλυψη και την εισήγηση ότι έστω και αν αφορά το εσφαλμένο της σχετικής κρίσης, δεν καλύπτει με επάρκεια όλα τα θέματα που το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρκος Μανώλη όφειλε να αποκαλύψει:
(α) το ότι πουθενά στον όρκο δεν αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη διάπραξη αδικημάτων. (Αυτό με βάση την πρωτόδικη απόφαση γίνεται μόνο στην ένσταση της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο εκδίκασης του certiorari). Δεν συμφωνώ ότι αυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου οδηγεί σε αρνητικό εύρημα απόρριψης του εντάλματος. Εξάλλου με βάση το άρθρο 27 οι προϋποθέσεις του δεν αφορούν απαραίτητα εύλογη υποψία διάπραξης αδικήματος έναντι του κατόχου του ελεγχόμενου υποστατικού.
(β) εκ των υστέρων αναφορές στην καταχωρηθείσα ένσταση που τείνουν να δώσουν μια διαφορετική εξήγηση ή χροιά επί των πραγματικών γεγονότων και που αναμφιβόλως δεν ήταν ενώπιον του εκδόσαντος το Ε/Ε Δικαστηρίου (σελ.22). Αυτό το σημείο αφορά το πρακτικό ή τα πρακτικά του ΣΑΛ με μακροσκελή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως εξής:
«Αναφέρεται ότι το 2ο πρακτικό διορθώθηκε κατά τρόπο που να φαίνεται ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής του ΣΑΛ, Γ. Βεντούρης δεν ήταν παρών, σε μια προσπάθεια, όπως καταλογίζει στον όρκο του ο αστυφύλακας Μανώλη, να μην φανεί η παρουσία του Γ. Βεντούρη, κάτι που θα οδηγούσε σε ακύρωση της όλης διαδικασίας, μια θέση, πρέπει να λεχθεί, που δεν μπορεί εκ προοιμίου να θεωρηθεί ως απόλυτη ή έστω κατ΄ ανάγκην ορθή. Το διορθωθέν όμως 2ο πρακτικό όπως εμφανίζεται τουλάχιστον στο Τεκμήριο 4 και στο συγκριτικό κείμενο του Τεκμηρίου 5, δεν αποκαλύπτει ότι ο Γ. Βεντούρης εξήλθε της συνεδρίας. Αντίθετα φαίνεται σαφώς από την αντιδιαστολή των προσώπων που καταγράφονται ότι αποχώρησαν από τη συνεδρία, ότι παρέμεινε ο Γ. Βεντούρης.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο Γ. Βεντούρης υποστηρίζει την παρούσα αίτηση (όπως και την αίτηση για λήψη άδειας), με δική του ένορκη δήλωση στην οποία εξηγεί τη διαδικασία ελέγχου των πρακτικών και της παρουσίασης τους στην ολομέλεια του ΣΑΛ για έγκριση. Λέγει δε το πολύ σημαντικό ότι το κείμενο που τελικώς εγκρίθηκε από την Ολομέλεια, ήταν το τελικό διορθωμένο κείμενο που είχε αποσταλεί 2-3 μέρες προηγουμένως στα μέλη χωρίς να είχε υπάρξει επ΄ αυτού οποιαδήποτε αλλοίωση ή παραποίηση. Στο βιβλίο που φυλάσσονται τα επικυρωμένα πρακτικά κατά λάθος είχε τοποθετηθεί το πρόχειρο αντί το επικυρωμένο από την Ολομέλεια πρακτικό. Όταν κλήθηκε για κατάθεση στην Αστυνομία μετά τις 11.7.2015, όταν ερευνήθηκε το γραφείο του ΣΑΛ, εξήγησε την όλη διαδικασία και ότι το πρακτικό δεν αλλοιώθηκε για να συνάδει με την επιστολή που στάληκε από τον Πρόεδρο του ΣΑΛ στη Cybarco Ltd. Περαιτέρω, ότι εξήγησε τα ανωτέρω στον Αστυφ. Μανώλη και ότι το πρακτικό που ο Αστυφ. Μανώλη αναφέρει στην ένορκη του δήλωση ότι είχε παραποιηθεί, είναι εκείνο το οποίο είχε επικυρωθεί τελικώς από την Ολομέλεια.»
Όμως τα επίμαχα πρακτικά τίθενται ευθέως στο εφετήριο και αποτελούν την κύρια αιτιολογία του πρώτου λόγου, οπότε θα εξεταστούν στη συνέχεια.
Το Πρώτο-Δεύτερο πρακτικό - η επίμαχη συνεδρία
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ως τον πυρήνα της απόκρυψης ή της μη αποκάλυψης από την Αστυνομία τα «όσα προηγήθηκαν» του όρκου σε σχέση πάντα με το εν λόγω πρακτικό. Προς αυτή την κατεύθυνση μπαίνει στο προσκήνιο - αλλά και λόγω της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδεται πρωτοδίκως - στο τι ισχυρίστηκε ο Γ. Βεντούρης Αν.Διευθυντή του ΣΑΛ σε Ε/Δ που συνοδεύει την αίτηση των εφεσιβλήτων για ακύρωση του Ε/Ε.
Δυσκολεύομαι να δω ποία βαρύτητα θα έπρεπε να δώσει η Αστυνομία στην παρουσία ή μη του Βεντούρη, όπως τίθεται πρωτοδίκως, αφού το ζητούμενο ήταν η εξέταση δύο πρακτικών τα οποία, κατ΄ισχυρισμόν, διέφεραν επί της ουσίας τους. Πλημμελώς, εδόθη τόση σημασία στο θέμα. Ο Βεντούρης έδωσε μια εκδοχή που αποτελούσε μέρος του ανακριτικού έργου. Δεν είναι αναγκαίο να τίθενται σ΄ένα όρκο το περιεχόμενο των εκδοχών μαρτύρων αφού φαίνεται ότι όλα ήσαν υπό διερεύνηση.
Όπως ορθά υποδεικνύει ο κ.Αριστείδη στη σελ.9 του όρκου Μανώλη αναφέρονται τα εξής: «οι λόγοι που φαίνονται ... διαφέρουν με τα πρακτικά, τα οποία αποστάληκαν κατά το 2013 στο Γενικό Ελεγκτή». Προκύπτει ότι σε κανένα σημείο της Ε/Δ που στήριζε την ένσταση της Δημοκρατίας δεν προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το πρώτο πρακτικό απεστάλη στο Γενικό Ελεγκτή «θεωρώντας τις όποιες αλλαγές ως προϊόν πλαστογραφίας», ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω θέση δεν αναφερόταν στον όρκο Μανώλη επί της αίτησης για Ε/Ε. Αντίθετα, ομοίως και από το κείμενο της Ε.Δ. στην ένσταση, προκύπτει ότι σε εκείνο το στάδιο (που εστάλη το πρώτο πρακτικό) στο Γενικό Ελεγκτή δεν ήταν γνωστή η ύπαρξη άλλου - δεύτερου πρακτικού, ώστε να τίθετο τότε ζήτημα αλλοίωσης ή πλαστογραφίας.
Λάθος γνωμάτευση - η «άποψη» του Αστυνομικού Μανώλη:
Ο Μανώλη αναφέρει ότι η γνωμάτευση του εφεσίβλητου 2 επί της πτυχής που αφορούσε τον αποκλεισμό του προσφοροδότη ήταν λάθος. Η σωστή τοποθέτηση βεβαίως θα ήταν ότι «πιστεύεται» ότι είναι λάθος ή εξετάζεται αν είναι λάθος, ενόψει των λοιπών περιστάσεων που καταγράφει. Όμως αυτή η ατυχής έκφραση δεν μπορεί να έχει καταλυτική βαρύτητα, αφού και προφανώς ο αστυνομικός δεν θα μπορούσε να διατυπώσει άποψη, για κάτι τέτοιο. Θα λέγαμε ότι ούτε το γεγονός μιας άλλης γνωμάτευσης άλλων δικηγόρων την καθιστά «λάθος». Όμως ήταν ένα διερευνόμενο στοιχείο και μόνο ως πιθανότητα έπρεπε να εκληφθεί με βάση το άρθρο 27.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει αφενός δεν θεωρούμε ότι η έφεση είναι αλυσιτελής και αφετέρου ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει.
΄Ερχομαι τώρα να εξετάσω τους λόγους έφεσης 2 και 3, αν και μέρος της θεώρησης μου τίθεται ήδη πιο πάνω, αφού το εύλογο ή όχι της ανάγκης αποκάλυψης στοιχείων συναρτάται εν πολλοίς με το εύλογο της υποψίας, της πιθανότητας που προνοεί το αρθ.27, πιθανότητας που είναι σχετική με την (πιθανή) διάπραξη αδικήματος και την (πιθανή) ανεύρεση αντικειμένων στο συγκεκριμένο χώρο που θα βοηθήσουν στη διερεύνηση. Όπως σοφά ετέθη, στο στάδιο αυτό η υποψία δεν νοείται να είναι απόδειξη (proof). Δεν έχουμε παρά να μεταφέρουμε τα λεχθέντα από την Aeroporos and Another v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232:
"The notion of "reasonable suspicion" could not be extended to mean commission of the offence, as it would be illogical to require for the purpose of remand proceedings that the offence was finally defined and proved, since that is the purpose of the investigation, and trial to ensure the normal conduct of which is the very reason why the detention on remand is necessary. Reasonable suspicion means that there were reasons to suspect".
Από τον όρκο Μανώλη προέκυπταν τα κάτωθι σχετικά:
(α) Στις 15.3.13 συνεδρίασε το Συμβούλιο Προσφορών του ΣΑΛ. Μετά το τέλος της συνεδρίας συντάχθηκε από την πρακτικογράφο σχετικό πρακτικό (πρώτο πρακτικό).
(β) Το εν λόγω πρώτο πρακτικό, (15.3.2013) ως προνοείται, καταχωρήθηκε στο επίσημο βιβλίο του ΣΑΛ και έφερε την μονογραφή του προέδρου του ΣΑΛ.
(γ) Το εν λόγω πρώτο πρακτικό είχε κοινοποιηθεί κατά το έτος 2013 στον Γενικό Ελεγκτή.
(δ) Στην Ολομέλεια του ΣΑΛ που έλαβε χώρα στις 23.4.13, με σκοπό την επικύρωση της εισήγησης του Συμβουλίου, προωθήθηκε εντέλει προς επικύρωση άλλο πρακτικό (δεύτερο πρακτικό) το περιεχόμενο του οποίου διέφερε από το πρακτικό που ετοιμάστηκε στις 15.3.13. κυρίως ως προς τους λόγους απόρριψης της προσφοράς της Cybarco. (σελ. 10 του όρκου Α/Αστ.521). (Να σημειωθεί ότι η Cybarco βασιζόμενη στο περιεχόμενο των λόγων του δεύτερουυ πρακτικού απέσυρε σχετική προσφυγή).
(ε) Στις 13/06/2013, για σκοπούς ελέγχου παραλήφθηκαν από την Ελεγκτική Υπηρεσία τα πρακτικά της συνεδρίας του συμβουλίου προσφορών ημερομηνίας 15/3/13 δηλαδή το πρώτο πρακτικό. Δύο χρόνια αργότερα στις 11/07/2015 ήρθε στην κατοχή του Αντρέα Χασαπόπουλου, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, πρακτικό του Συμβουλίου Προσφορών του ΣΑΛ ημερομηνίας 15/03/2013 (δεύτερο πρακτικό), το οποίο τυπώθηκε από ηλεκτρονικό υπολογιστή του ΣΑΛ και από έλεγχο που έκανε διαπίστωσε ότι ήταν αλλοιωμένο σε σχέση με αυτό που στάλθηκε το 2013.
(στ) Το δεύτερο πρακτικό, εντοπίστηκε - κατά την αστυνομική έρευνα - και σε αρχείο ηλεκτρονικής μορφής στον κεντρικό εξυπηρετητή του ΣΑΛ και έφερε την ονομασία 4.2013 final. Συγκεκριμένα εντοπίστηκε στον εξυπηρετητή (server) του ΣΑΛ, οποίος παραλείφθηκε από την Αστυνομία κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος έρευνας. Από περαιτέρω δικανική εξέταση του εν λόγω ηλεκτρονικού αρχείου προέκυψε ότι αυτό αποθηκεύτηκε ηλεκτρονικά για τελευταία φορά, μετά από αλλαγές που υπέστη, σε ηλεκτρονικό υπολογιστή με την ονομασία συγγραφέα/Author «ACCOUNTING». Στο δεύτερο πρακτικό/4.2013 final υπάρχουν, σε σχέση με το πρώτο πρακτικό, άλλοι λόγοι απόρριψης της προσφοράς της Cybarco, όπως άλλωστε διαπίστωσε προηγουμένως η Ελεγκτική Υπηρεσία.
(ζ) Μετά από έρευνα που έγινε, η Αστυνομία διαπίστωσε ότι στο ΣΑΛ δεν υπήρχε ηλεκτρονικός υπολογιστής με το όνομα χρήστη «ACCOUNTING».
(η) Από περαιτέρω δικανικό έλεγχο στον προαναφερθέντα εξυπηρετητή (server) διαπιστώθηκε ότι δύο ηλεκτρονικά αρχεία/έγγραφα - τα οποία ήταν επίσης αποθηκευμένα στο server του ΣΑΛ και τα οποία επίσης έφεραν ως όνομα συγγραφέα / Author ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή με την ονομασία «ACCOUNTING» - δημιουργήθηκαν από τον Νομικό Σύμβουλο Αντώνη Ανδρέου. Πέραν των πιο πάνω δύο ηλεκτρονικών αρχείων, 11 επιπλέον αρχεία, που συνδέονταν με τον Νομικό Σύμβουλο Αντώνη Ανδρέου , έφεραν επίσης ως όνομα χρήστη υπολογιστή τη λέξη «ACCOUNTING».
(θ) Ο Αντώνης Ανδρέου, σε σχετική ερώτηση που δέχτηκε στις 20.8.14 από τον εκπρόσωπο του Γενικού Ελεγκτή, δεν απεκάλυψε την ιδιότητα του ως δικηγόρος της εταιρείας IACOVOU BROTHERS, στην οποία κατακυρώθηκε, μετά την απόρριψη της CYBARCO, η προσφορά , ενόψει των αλλαγών που υπέστη το πρώτο πρακτικό και της δημιουργίας του δεύτερου πρακτικού. Επίσης, ούτε προηγουμένως ο Νομικός Σύμβουλος του ΣΑΛ είχε θέσει υπόψη του Συμβουλίου ότι ενεργούσε ταυτόχρονα και ως Νομικός Σύμβουλος της εταιρείας IACOVOU BROTHERS. Επιπλέον στις 2.9.15 σε γραπτή κατάθεση του δήλωσε ότι είχε μεν στην κατοχή του το πρώτο πρακτικό αλλά αγνοούσε τις αλλαγές που οδήγησαν στη δημιουργία του δεύτερου πρακτικού.
(ι) Όλα τα πιο πάνω δημιούργησαν στην Αστυνομία την εύλογη υποψία ότι ο Νομικός Σύμβουλος Αντώνης Ανδρέου καθώς και η Δικηγορική του Εταιρεία, είχαν ενδεχομένως στην κατοχή τους ηλεκτρονικό υπολογιστή με την ονομασία χρήστη «ACCOUNTING», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία του δεύτερου πρακτικού/ 4.2013final.»
Με βάση τα πιο πάνω λανθασμένα εκρίθη πρωτόδικα ότι δεν στοιχειοθετείται εύλογη υπόνοια και, σαφώς η πεποίθηση περί της στοιχειοθέτησης της συναρτώμενης με τα λεπτομερή πιο πάνω γεγονότα, ήταν του Δικαστηρίου, (βλ. ΄Εκτορα Μακρίδη, Πολ.Εφ.514/12, 2.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:A238. Η δε επίκληση της υπόθεσης Niemietz v. Germany (ανωτέρω) τέθηκε από το Δικαστήριο στην προσπάθεια του να αιτιολογήσει έτι περαιτέρω την έκδοση του Ε/Ε αφορώσα έρευνα σε δικηγορικό γραφείο. Με όλο το σεβασμό δεν συμφωνώ ότι επρόκειτο για γενικό ένταλμα αφού στόχευε εκτός από το συγκεκριμένο πρακτικό και οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που αφορούν τα Συμβόλαια C12 και C14.
΄Αλλωστε δεν πρέπει επ΄ουδενί να λησμονείται ότι η εκτέλεση του Ε/Ε δεν σημαίνει άνευ ετέρου κατακράτηση των ανευρεθέντων. Πρέπει η Αστυνομία να προσφύγει εκ νέου στο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 32 της Ποινικής Δικονομίας και να αιτιολογήσει εκ νέου την ανάγκη αυτή κατονομάζοντας τα σχετικά έγγραφα και την αναγκαιότητα κατακράτησης τους.
H εξέταση από το Δικαστή αιτήσεων για Ε/Ε, είναι εν τέλει έργο εξισορρόπησης του δημοσίου συμφέροντος για την ανάγκη εξιχνίασης εγκλημάτων αφενός και της ανάγκης προστασίας της ιδιωτικής ζωής ενός ατομικού δικαιώματος αφετέρου. Γι΄αυτό η απόφαση του Δικαστηρίου δέον να αιτιολογείται και η ένορκη δήλωση που στηρίζει τέτοια αιτήματα να παρέχει το αναγκαίο υπόβαθρο ώστε το Δικαστήριο να στηρίζει την έκδοση του με βάση το νόμο. (βλ. Οdyssey Explorer, Πολ.Έφ.51/16, 3.5.2017), ECLI:CY:AD:2017:A377.
Δεν αναμένεται - ούτε θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον - η Αστυνομία να παραθέτει κάθε λεπτομέρεια που ενδεχομένως η μη παρουσίαση της να εκρίνετο μη αποκάλυψη, ούτε θα μπορούσε στο πρώιμο στάδιο συλλογής στοιχείων, να είναι σε θέση να αξιολογήσει στην πλήρη του εμβέλεια κάθε στοιχείο που εκ των υστέρων δυνατόν να φανεί ότι είχε μικρότερη ή μεγαλύτερη αξία από την αρχικά αναμενόμενη, ούτε να θέτει ενδεχομένως άλλες εκδοχές μαρτύρων, οι οποίες και εκείνες προφανώς υπόκεινται σε διερεύνηση.
Αφού ακριβώς η έρευνα είναι μέρος του ανακριτικού έργου που είναι σε εξέλιξη και η υποψία εναντίον ατόμου δυνατό να μην έχει στοιχειοθετηθεί αλλά ούτε και η βεβαιότητα για διάπραξη αδικήματος, η πιθανότητα ως εύλογη υποψία σε σχέση τόσο με το αδίκημα όσο και την εύρεση στοιχείων στο αντικείμενο ή στο χώρο συνιστά τη βάση και το βάθρο που αντικειμενικά πρέπει να δημιουργείται από την Ε/Δ που στηρίζει το αίτημα για την έκδοση του Ε/Ε ώστε το Δικαστήριο να κρίνει αν θα προχωρήσει ή όχι στην έκδοση του.
Και αν δεν υπάρχει κακοπιστία ή αλλότριο κίνητρο ή συσκότιση ουσιαστικών στοιχείων που η Αστυνομία κατέχει, δεν είναι δυνατόν να εξετάζονται οι θέσεις εκ του όρκου με τόσο αναλυτική προοπτική, εκ των υστέρων, ώστε να θυμίζει εξέταση δύο εκατέρωθεν θέσεων σε πολιτική διαδικασία ενδιάμεσης φύσεως, ούτε αναμένεται η επισύναψη τεκμηρίων, στον όρκο. Επίσης παρατηρώ ότι στον όρκο εξηγείται πώς η Cybarco βασιζόμενη στους λόγους απόρριψης της προσφοράς της, που παρουσιάστηκαν και ήταν διάφοροι από το πρώτο πρακτικό, απέσυρε την προσφυγή της, οπότε δεν υπάρχει κενό. Εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι λόγοι συσχετίσθηκαν με το «αμφισβητούμενο» περιεχόμενο του πρακτικού που διερευνάτο.
Κρίνω συνεπώς ότι ούτε αλλοίωση ούτε απόκρυψη γεγονότων υφίστατο. Η πλευρά των εφεσιβλήτων φυσικά έθεσε τη θέση της και η θέση έπρεπε να διερευνηθεί. Όμως όχι υπό την αναλυτική σκοπιά του τι ήταν αληθινό ή όχι, ως να ήταν «σύγκρουση δύο εκδοχών», αφού στο στάδιο που η Αστυνομία προσέφυγε στο Δικαστήριο, είναι η εύλογη πιθανότητα που πρέπει να στοιχειοθετηθεί. ΄Οσο για τον τρίτο λόγο έφεσης θα συμφωνούσα με τη θέση των εφεσειόντων ότι από τον όρκο Μανώλη αντίθετα με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως στο ΣΑΛ βρέθηκε μεν το κείμενο του 2ου πρακτικού σε ηλεκτρονική μορφή, όμως δεν ανευρέθηκε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής με το όνομα χρήστη Accounting, στον οποίο αποθηκεύτηκε, σύμφωνα πάντα με την Αστυνομία, για τελευταία φορά το ηλεκτρονικό αρχείο. Γι΄αυτό υπήρξε ανάγκη αναζήτησης σ΄άλλο μέρος, ώστε να τον ταυτίσουν με το ανευρεθέν στον εξυπηρετητή 2ον πρακτικό - 4.2013final. Μ΄αυτό είναι σχετικό το γεγονός της ανεύρεσης άλλων 13 ηλεκτρονικών εγγράφων στον εξυπηρετητή που συνδεόταν με ηλεκτρονικό υπολογιστή, ο οποίος έφερε όνομα χρήστη την πιο πάνω λέξη. Προέκυπτε λοιπόν περιατέρω ανάγκη διερεύνησης και στοιχειοθετείτο η εύλογη πιθανότητα ανεύρεσης αυτών στο εν λόγω υποστατικό.
Αναφορικά δε με τις θέσεις για το προνόμιο εμπιστευτικότητας αναφορικά με δικηγόρους, παρατηρείται ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε ως προς ποια στοιχεία ή έγγραφα γινόταν επίκληση του προνομίου ώστε το θέμα να εξετάζετο in concreto.
[Βλ. The Queen v. Cox and Railton (1884)14 Q.B.D.153, Balabel a.a. v. Air India, (1998)2 W.L.R. 1036 and R. v. Leeds Crown Court Ex p. Switalski (1991) Crim.L.R. 559 (DC)].
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει θα θεωρούσα ότι η έφεση πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.