ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A161
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 97/2011
5 Μαϊου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ
Εφεσείων/Εναγόμενος
ΚΑΙ
ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
......
Α. Παπαντωνίου, για τον εφεσείοντα
Α. Παπαχαραλάμπους για την εφεσίβλητη
...........................
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου
....................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η εφεσίβλητη με την αγωγή της υπ' αρ. 4730/05 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξίωνε από τον εφεσείοντα το ποσό των Λ.Κ. 32.375,73 πλέον τόκο προς 8.5% ετησίως από 1/1/05 μέχρι εξόφλησης.
Ήταν η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης, όπως αποτυπώνεται στην έκθεση απαίτησης της, ότι κατόπιν αίτησης του εφεσείοντα υπέγραψε τις συμφωνίες ημερ. 2/2/00 και 21/2/02 για παροχή στον εφεσείοντα πιστωτικών διευκολύνσεων μέσω λογαριασμού για αγορά μετοχών. Ο λογαριασμός αυτός στις 6/4/05 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους Λ.Κ. 34.846,66 πλέον τόκους, οπότε η εφεσίβλητη ζήτησε από τους χρηματιστές να προβούν στην εκποίηση αξιών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα. Ως αποτέλεσμα της εκποίησης, το χρεωστικό υπόλοιπο μειώθηκε στο ποσό των Λ.Κ. 32.375,73 για ανάκτηση του οποίου καταχωρήθηκε η πιο πάνω αγωγή.
Ο εφεσείων με την Υπεράσπιση του, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά από διάταγμα του Δικαστηρίου διαγραφής, αρνείται την απαίτηση της εφεσίβλητης προβάλλοντας σωρεία ισχυρισμών και θέσεων που άπτονται κυρίως της εγκυρότητας της αίτησης και συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου. Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων προβάλλει και Ανταπαίτηση εναντίον της εφεσίβλητης, με την οποία αξιώνει διατάγματα για ακύρωση των συμφωνιών μεταξύ των διαδίκων και του χρέους, απόφαση για πληρωμή ποσού εκ Λ.Κ. 20.000 που ο εφεσείων είχε στη διάθεση της εφεσίβλητης ως αξία των υπό παρακαταθήκη μετοχών και Λ.Κ. 15.000 που κατέθεσε ο εφεσείων και αποδέχθηκε η εφεσίβλητη, καθώς και αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας, αμέλεια και/ή παράβαση καθηκόντων από μέρους της εφεσίβλητης.
Κατά την ακροαματική πρωτόδικη διαδικασία έδωσαν μαρτυρία για μεν την εφεσίβλητη ο Χριστόδουλος Έλληνας για δε τον εφεσείοντα ο ίδιος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβη σε εκτενή ανάλυση και αξιολόγηση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού αποδέχθηκε τη μαρτυρία από πλευράς εφεσίβλητης κατά προτίμηση εκείνης του εφεσείοντα τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο. Απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα περί άκυρης συμφωνίας εξ υπαρχής για το λόγο ότι η εφεσίβλητη ασκούσε παράνομα τραπεζικές εργασίες, αφού έκρινε ότι δεν προέκυπτε κανένας λόγος διαφοροποίησης από την υπόθεση Έλληνας Χρηματοδοτήσεις Λτδ. ν. Σόφη Γιάλλουρου (2006) 1 ΑΑΔ 120 όπου αποφασίστηκε ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε αποκλειστικά τους διαδίκους και όχι οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ή το κοινό για να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα διεξάγει τραπεζικές εργασίες. Απέρριψε επίσης την εισήγηση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη υπείχε θέση διαχειριστή του λογαριασμού του εφεσείοντα ή εμπιστευματοδόχου. Έκρινε ότι σύμφωνα με τους όρους 1Δ και 3(Α) της συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου η εξουσιοδότηση για διαχείριση του λογαριασμού παρασχέθηκε στην εταιρεία Sharelink Securities Ltd. και όχι στην εφεσίβλητη. Όλες δε οι εντολές για τη διενέργεια πράξεων σε σχέση με το λογαριασμό δίδονταν στην Sharelink χωρίς η εφεσίβλητη να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτές. Απέρριψε επίσης τη θέση του εφεσείοντα ότι η αίτηση του για πιστωτικές διευκολύνσεις αποτελούσε παράλληλη συμφωνία με την επίδικη της οποίας συνιστούσε αναπόσπαστο μέρος. Σ' όσον αφορά τον όρο 2Ε της συμφωνίας επί του οποίου ο εφεσείων στήριξε την εισήγηση του ότι η εφεσίβλητη υπείχε υποχρέωση πώλησης των μετοχών μόλις ανατρέπετο το περιθώριο ασφαλείας, η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία ήταν ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα δυνάμει του πιο πάνω όρου πώλησης των μετοχών και όχι υποχρέωση.
Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ότι η συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου (τεκμ. 3) και η συμπληρωματική της (τεκμ. 5) ήταν άκυρες λόγω πίεσης και ψευδών παραστάσεων από μέρους της εφεσίβλητης, και αφού έκρινε ότι ο τερματισμός των συμφωνιών ήταν νόμιμος, προχώρησε και εξέτασε το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου για το οποίο ευθύνετο σε πληρωμή ο εφεσείων. To Δικαστήριο αφού αφαίρεσε από το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφαίνετο στις Καταστάσεις Λογαριασμού διάφορες χρεώσεις ως επίσης και το ποσό των €5.250,00 που αντιπροσώπευε το προϊόν από την πώληση των μετοχών, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €47.133,92 πλέον τόκο προς 8.5% ετησίως από 1/5/05 πλέον έξοδα. Απέρριψε δε την Ανταπαίτηση.
Το ιστορικό της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας, που είναι τα εξής:
«Της πιο πάνω αξιολόγησης δεδομένης, αποτελεί εύρημα μου ότι ο Εναγόμενος είναι λογιστής και κατέχει και δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων. Οι Ενάγοντες είναι δημόσια εταιρεία, και ενεργούν ως χρηματοδοτικός οργανισμός παρέχοντας δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις, μεταξύ άλλων για επενδυτικά σχέδια. Την 1.2.200 ο Εναγόμεος υπέβαλε την αίτηση Τεκμήριο 2 στους Ενάγοντες για επενδυτικό σχέδιο και ζήτησε όπως του παραχωρηθεί όριο Λ.Κ.40.000,00. Οι Ενάγοντες ενέκριναν την παραχώρηση ορίου Λ.Κ.35.000,00 και την 2.2.2000 υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων, της Sharelink Securities Ltd και της Ellinas Finance (Custodian) Ltd η Συμφωνία Τεκμήριο 3, καθώς και Πληρεξούσιο Έγγραφο με το οποίο ο Εναγόμενος διόρισε την Sharelink ως Πληρεξούσιο Αντιπρόσωπο του. Στα πλαίσια της προαναφερόμενης συμφωνίας η Sharelink θα ενεργούσε ως χρηματισής, ενώ οι μετοχές θα εγγράφοντνα επ' ονόματι της Ellinas Finance (Custodian) Ltd για εξασφάλιση των υποχρεώσεων του Εναγομένου προς τους Ενάγοντες.
Ακολούθως οι Ενάγοντες άνοιξαν επ' ονόματι του Εναγομένου τον λογαριασμό με αριθμό αρ. EFC 8342 με όριο Λ.Κ. 35.000,00, ενώ ο Εναγόμενος μεταβίβασε επ' ονόματι της Ellinas Finance (Custodian) Ltd μετοχές αξίας Λ.Κ.19.728,65 και μετρητά Λ.Κ. 15.000,00. Ο Εναγόμενος προέβη σε αγοραπωλησίες μετοχών και χρησιμοποίησε το παραχωρηθέν από τους Ενάγοντες όριο. Τον Ιούλιο 2000 το ποσοστό εξασφάλισης του λογαριασμού ανατράπηκε και οι Ενάγοντες απέστειλαν στον Εναγόμενο επιστολές. Ο Εναγόμενος αρχικά ανταποκρίθηκε και μεταβίβασε μετοχές της εταιρείας White Knight Holdings Ltd επ' ονόματι της Ellinas Finace (Custodian) Ltd καθώς και μετρητά Λ.Κ.1.500,00 ενώ ζήτησε παράταση για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του.
Την 21.2.2002 υπεγράφη μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων η Συμπληρωματική Συμφωνία Τεκμήριο 5, με την οποία το όριο των διευκολύνσεων μειώθηκε σε Λ.Κ.27.000,00. Παρά, όμως, τις επιστολές των Εναγόντων, ο Εναγόμενος τελικά δεν ανταποκρίθηκε με διορθωτικά μέτρα, και οι Ενάγοντες προχώρησαν σε εκποίηση μετοχών, ενώ με το Τεκμήριο 8 την 13.5.2005 τερμάτισαν την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και αξίωσαν την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου ύψους Λ.Κ.32.375,73 πλέον τόκο προς 8.5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 1.1.2005. Την 24.11.2008 ο λογαριασμός του Εναγομένου πιστώθηκε με το προϊόν πώλησης των μετοχών της White Knight Holdings Ltd ήτοι €5.250,00, ποσό για το οποίο η απαίτηση έχει περιοριστεί. Έκτοτε δεν έχει καταβληθεί από τον Εναγόμενο οποιοδήποτε άλλο ποσό.»
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 9/3/11 η παρούσα έφεση στην οποία προβάλλονται εικοσιπέντε λόγοι έφεσης οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι ουσιαστικά οι ίδιοι και αφορούν στα ίδια θέματα που προωθήθηκαν και πρωτόδικα.
Ως εκ τούτου κρίνουμε σκόπιμο για χάρη συντομίας να προβούμε σε εξέταση των λόγων έφεσης ανάλογα με τα θέματα που εγείρονται, που ως επί το πλείστον συνδέονται μεταξύ τους.
Οι περισσότεροι από τους λόγους έφεσης περιστρέφονται κυρίως γύρω από την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν υπείχε θέση διαχειριστή ή εμπιστευματοδόχου του λογαριασμού του εφεσείοντα και ότι δεν είχε υποχρέωση να παρακολουθεί τις αξίες του χαρτοφυλακίου και του περιθωρίου ασφαλείας, ώστε να πωλήσει τις μετοχές του εφεσείοντα όταν το ποσοστό εξασφάλισης μειώθηκε κάτω από τα συμφωνηθέντα όρια. Σημειώνεται ότι κεντρικός άξονας της υπεράσπισης πρωτόδικα ήταν ότι η εφεσίβλητη είχε τέτοια υποχρέωση που πηγάζει από την αίτηση και τη συμφωνία επενδυτικού σχεδίου.
Ο εφεσείων με το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εισηγήθηκε κατ' αρχάς ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τη νομική αρχή που αποφασίστηκε στην υπόθεση Μarketrends Finance Ltd v. Ανδρέα Πέρδικου (2006) 1 (Β) ΑΑΔ 1042, της οποίας τα γεγονότα θεωρεί ότι είναι όμοια με της παρούσας, αλλά αντίθετα ακολούθησε τις υποθέσεις Γιαννάκης Καλλικάς ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2010) 1 (Β) ΑΑΔ 1238 και Συρίμης ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (2010) 1 (Β) 1131, των οποίων τα γεγονότα διαφοροποιούνται.
Η ίδια ακριβώς εισήγηση να ακολουθήσει δηλαδή το Δικαστήριο το σκεπτικό της Πέρδικος και όχι της πιο πάνω μεταγενέστερης νομολογίας προβλήθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας και στην υπόθεση Μαρία Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.α. (2013) 1 (Γ) ΑΑΔ 2392, της οποίας τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με της παρούσας. Στην υπόθεση Νικολάου, η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου περιείχε τους όρους 2(Ε) και (Στ) οι οποίοι είναι ταυτόσημοι με τους όρους 2(Ε) και (Στ) της επίδικης συμφωνίας (τεκμ. 3). Παραθέτουμε αυτούσιους τους όρους για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:
«2.(Ε) Ο Επενδυτής υποχρεούται για σκοπούς εξασφάλισης, κατόπιν σχετικής προειδοποίησης 24 ωρών, να αυξάνει το Περιθώριο Ασφάλειας προβαίνοντας σε κατάθεση μετρητών ή μεταβιβάζοντας στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας επιπρόσθετες Αξίες ούτως ώστε το σύνολο:-
(i) της Τιμής Διάθεσης των Αξιών Χαρτοφυλακίου και
(ii) της Τιμής Διάθεσης των Αξιών που έχουν μεταβιβαστεί στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας (οι ¨Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας») και τραπεζικών καταθέσεων που έχουν δεσμευθεί ως Περιθώριο Ασφάλειας και
(iii) το περιθώριο του Ορίου που παραμένει διαθέσιμο,
να διατηρείται ίσο προς το διπλάσιο του Περιθωρίου Ασφαλείας. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Επενδυτής υποχρεούται όπως μετατρέπει τη σύνθεση του Περιθωρίου Ασφαλείας κατά τον τρόπο που ήθελε από καιρού εις καιρό υποδειχθεί προς αυτόν από την Εταιρεία. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στη σχετική προειδοποίηση ή υπόδειξη ή σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον Επενδυτή, η Εταιρεία και/ή ο Χρηματιστής διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πώληση των Αξιών Χαρτοφυλακίου και/ή κλείσιμο του Λογαριασμού και/ή τερματισμό της Συμφωνίας.
(ΣΤ) Τόσο οι Αξίες Χαρτοφυλακίου όσο και οι Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας θα παραμείνουν για σκοπούς εγγύησης εγγεγραμμένες επ' ονόματι της Θυγατρικής Εταιρείας η οποία θα ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος (trustee) της Εταιρείας ενόσω υπάρχει υπόλοιπο οφειλόμενο από τον Επενδυτή προς την Εταιρεία και η Εταιρεία έχει το δικαίωμα να πωλεί τις εν λόγω Αξίες Χαρτοφυλακίου και άλλες Αξίες και να εισπράττει το εκ της πωλήσεως εισόδημα ή να εισπράττει οποιοδήποτε εισόδημα από μερίσματα ή άλλο ποσό προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφείλεται στην Εταιρεία από τον Επενδυτή άνευ επηρεασμού του δικαιώματος της Εταιρείας να απαιτήσει από τον Επενδυτή οποιοδήποτε οφειλόμενο προς αυτή ποσό.»
Το Εφετείο στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία έκρινε ότι εκείνο που προέκυπτε από τους όρους 2 (Ε) και 2(ΣΤ) της επίδικης συμφωνίας είναι ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα πώλησης των μετοχών του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας, για διασφάλιση του οφειλόμενου προς τους εφεσίβλητους ποσού. Δεν είχε όμως αναλάβει υποχρέωση να εκποιήσει τις μετοχές, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στην εφεσείουσα, όπως εισηγείτο ο δικηγόρος της. Αναφέρονται περαιτέρω στην υπόθεση Νικολάου, σε σχέση με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι τα γεγονότα της δικής της υπόθεσης ομοιάζουν με εκείνα της Πέρδικος ώστε ο πρωτόδικος δικαστής να ακολουθήσει το σκεπτικό αυτής της υπόθεσης και όχι των άλλων δύο, δηλαδή της Συρίμης και Καλλικάς, τα εξής:
«Δεν έχουμε πειστεί ότι οι υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, είναι εσφαλμένες. Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι επί των βασικών γεγονότων υπάρχουν πολλές ομοιότητες, σε αντίθεση με την υπόθεση Μarketrends Finance v. Πέρδικου κ.α., ανωτέρω, τα ιδιαίτερα γεγονότα της οποίας συμφωνούμε ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτά στην παρούσα υπόθεση στην οποία μεταξύ της Εφεσείουσας και των Εφεσιβλήτων μεσολαβούσε χρηματιστηριακό γραφείο (Εναγόμενοι 3) προς το οποίο η Εφεσείουσα υπέγραψε πληρεξούσιο (Τεκμήριο 17) με εξουσιοδότηση «να αγοράζει και να πωλεί» χρηματιστηριακές αξίες στο όνομα της και λογαριασμό της «εκτελούμενες τις εντολές τι οποίες θα δίδονται από εμένα τηλεφωνικώς ή γραπτώς και ιδιοχείρως». Στην προκείμενη περίπτωση το λεκτικό που χρησιμοποιείται στον όρο 2 του Τεκμηρίου 2 για παροχή «δικαιώματος» στους Εφεσίβλητους 1 ως χρηματοδότες να προβαίνουν σε πώληση των αξιών, είναι το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στις δύο πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δημιουργείτο απλό «δικαίωμα» για την πώληση των μετοχών, και όχι «υποχρέωση». Όπως εξηγείται στη Συρίμη με αναφορά στη China and South Sea Bank v. Tan (1989) 3 All ER 839 η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.»
Τα ίδια με την Νικολάου έχουν αποφασιστεί και στην μεταγενέστερη υπόθεση Γιώργος Φιλής ν. Ellinas Finance Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 97/10 ημερ. 12/10/15, ECLI:CY:AD:2015:A671, στην οποία η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου περιείχε επίσης τους ίδιους όρους 2(Ε) και (ΣΤ) όπου και αναφέρθηκε ότι το απλό δικαίωμα για πώληση των μετοχών δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα.
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν και στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Γιώργος Κουλλαπής ν Ellinas Finance Ltd. κ.α. Πολ Εφ. 210/10 ημερ. 1/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A65, της οποίας τα γεγονότα είναι όμοια με της παρούσας και η επίδικη συμφωνία περιείχε επίσης τους ίδιους όρους 2 (Ε) και (ΣΤ).
Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να διακρίνει την παρούσα περίπτωση από τις υποθέσεις Συρίμη, Καλλικάς, Νικολάου, Φιλής και Κουλλαπής (ανωτέρω). Συνεπώς κρίνουμε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εύλογα ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός από την πιο πάνω νομολογία για το θέμα διαχείρισης του λογαριασμού του εφεσείοντα, βασίστηκε επίσης στους όρους 1 (Δ) και 3 (Α) της συμφωνίας χρηματοδότησης (τεκμ. 3) οι οποίοι προνοούν ότι η εξουσιοδότηση για διαχείριση του λογαριασμού του εφεσείοντα δόθηκε στην εταιρεία Sharelink Securities Ltd και όχι στην εφεσίβλητη. Παραθέτουμε αυτούσιους τους όρους:
«1(Δ) Ο Επενδυτής παρέχει δια του παρόντος εκ μέρους του και εκ μέρους των διαδόχων και εκδοχέων του (successors and assigns) ανέκκλητη εξουσιοδότηση στο Χρηματιστή και στους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους του Χρηματιστή να διαχειρίζονται και/ή να χειρίζονται το Λογαριασμό για σκοπούς της Συμφωνίας..»
«3(Α) Ο Χρηματιστής ανέκκλητα εξουσιοδοτείται από τον Επενδυτή (και εκ μέρους των διαδόχων και εκδοχέων του ) και αναλαμβάνει να διαχειρίζεται και χειρίζεται τον Λογαριασμό, τις Αξίες Χαρτοφυλακίου και τις Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας, η δε Θυγατρική Εταιρεία ανέκκλητα εξουσιοδοτείται διά του παρόντος να δέχεται και/ή εκτελεί τις οδηγίες ή εντολές του Χρηματιστή αναφορικά με τις Αξίες Χαρτοφυλακίου και τις Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας και/ή οποιαδήποτε δικαιώματα σχετίζονται με ή απορρέουν καθ' οιονδήποτε τρόπο από αυτές. Τόσο η Εταιρεία όσο και η Θυγατρική Εταιρεία δεν θα έχουν οποιαδήποτε ευθύνη ή καθήκον έναντι του Επενδυτή ή του Χρηματιστή σε σχέση με τη λειτουργία ή διαχείριση του Λογαριασμού ή σε σχέση με την αγοραπωλησία, διαχείριση ή παρακολούθηση των Αξιών Χαρτοφυλακίου και τις Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας ή σε σχέση με οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από ή σχετίζονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις Αξίες Χαρτοφυλακίου.»
Κρίνουμε και αυτή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του εισηγείται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αν κατανοούσε και ερμήνευε ορθά την αίτηση (τεκμ. 2) και ιδιαίτερα τον όρο 5 αυτής θα κατέληγε σε διαφορετική κατάληξη, ως προς τη διαχείριση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα. Υποστήριξε ότι ιδωμένος ο όρος 5 του τεκμ. 2 σε συνάρτηση με τους όρους 1(Δ) και 2(Β) της συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου (τεκμ. 3) αποδεικνύουν, κατά την άποψη του, ότι ο εφεσείων δεν ήταν ελεύθερος να προβεί σε πώληση των μετοχών οποτεδήποτε και ιδιαίτερα μετά την ανατροπή του συμφωνηθέντος ποσοστού εξασφάλισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκαμε δεκτή την εισήγηση, κρίνοντας ότι η αίτηση δεν συνιστά παράλληλη συμφωνία με την επίδικη (τεκμ. 3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δεν εντόπισε οποιαδήποτε πρόνοια στην αίτηση (τεκμ. 2) ή στη συμφωνία (τεκμ. 3) που να απαγορεύει στον εφεσείοντα να δίνει οδηγίες για πώληση μετοχών, έκρινε ως καθοριστικό για την κατάληξη του το γεγονός ότι ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι μετά την ανατροπή του ορίου ο ίδιος ο εφεσείων είχε προβεί σε πώληση μετοχών. Βασίστηκε επίσης στις πρόνοιες του όρου 12 της συμφωνίας για να καταλήξει στα εξής στην απόφαση του:
«Προκύπτει, λοιπόν ξεκάθαρα ότι όλοι οι όροι που διέπουν την συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων περιέχονται στην Συμφωνία Τεκμήριο 3. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, οι όροι πίσω από την Αίτηση Τεκμήριο 2 δεν προβλέπουν κάτι διαφορετικό από την Συμφωνία, αφού η ίδια υποχρέωση του Εναγομένου να παραμένει εντός του περιθωρίου ασφαλείας που αναφέρει ο Όρος 5 της Αίτησης, προκύπτει και από την Συμφωνία.»
Σημειώνεται ότι ο όρος 12 προνοεί τα ακόλουθα:
«Η συμφωνία αποτελεί ολόκληρη τη συμφωνία μεταξύ των μερών στη Συμφωνία σχετικά με την παραχώρηση των Διευκολύνσεων και περιέχει εξαντλητικά όλους του όρους σχετικά με αυτές και οι οποίοι εκτός από άλλη έγγραφη συμφωνία δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε τροποποίηση, προσθήκη ή ακύρωση που έχει γίνει διαφορετικά.»
Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης με αναφορά σε νομολογία ότι στην παρούσα περίπτωση η εφεσίβλητη δεν υπείχε θέση εμπιστευματοδόχου των μετοχών που είχαν ενεχυριασθεί. Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 5 και 6.
Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία δεν έχουμε πειστεί ότι η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στους όρους της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για να καταλήξει ότι δεν καθιστούσαν την εφεσίβλητη διαχειρίστρια των μετοχών του εφεσείοντα ή εμπιστευματοδόχου των επενδύσεων του, είναι λανθασμένη. Σημειώνεται ότι η ίδια εισήγηση για την κατ' ισχυρισμό θέση της εφεσίβλητης ως εμπιστευματοδόχου-διαχειρίστριας υποβλήθηκε και στην Νικολάου (ανωτέρω) όπου αποφασίστηκε:
«....αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι στην προκείμενη περίπτωση η μεταξύ των μερών συμφωνία καθιστούσε την Εφεσίβλητη 1 διαχειρίστρια των μετοχών της Εφεσείουσας. Αντίθετα, η παροχή «δικαιώματος» στην Εφεσίβλητη είναι ενδεικτική των προθέσεων των συμβαλλομένων. Και είναι αυτό που τονίστηκε στη Συρίμη και Καλλικάς ότι το απλό «δικαίωμα» για πώληση των μετοχών δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για διαχείριση του χαρτοφυλακίου της Εφεσείουσας. Εάν με τη σύμβαση επιχειρείτο να καταστεί η Εφεσίβλητη διαχειρίστρια της συγκεκριμένης περιουσίας της Εφεσείουσας, θα αναμενόταν ότι οι όροι και η όλη δομή της συμφωνίας θα ήταν πολύ πιο εξειδικευμένοι ως προς τον τρόπο διαχείρισης των κινδύνων.»
Ήταν περαιτέρω επί μέρους εισήγηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι το επίδικο επενδυτικό σχέδιο λειτουργούσε με την συνεργασία των τριών συνδεδεμένων μεταξύ τους εταιρειών δηλαδή της εφεσίβλητης, της θυγατρικής της και του χρηματιστή που όλες ανήκαν στον όμιλο εταιρειών Sharelink και ότι εσφαλμένα δεν προέβη σε άρση του εταιρικού πέπλου που περιέβαλλε τις εταιρείες. Αγνόησε τέλος ότι η εφεσίβλητη ανήκε στην Sharelink. (λόγος έφεσης 15).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο σύγγραμμα The Principles of Company Law του Robert R. Pennington, σελ. 27, τονίζει τη ξεχωριστή νομική οντότητα της κάθε εταιρείας και ότι η άρση του εταιρικού πέπλου αίρεται μόνο στις περιπτώσεις που τίθεται θέμα δημοσίου συμφέροντος ή όπου η εταιρεία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος των μετοχών της. Προσδιορίζεται στην πρωτόδικη απόφαση ο ρόλος της καθεμιάς εταιρείας στην παρούσα υπόθεση όπου η εφεσίβλητη παρείχε τις πιστωτικές διευκολύνσεις, η Sharelink Securities Ltd. ενεργούσε ως χρηματιστής και ο ρόλος της Ellinas Finance (Custodian) Ltd. περιορίζετο στην επ' ονόματι της εγγραφή των μετοχών με σκοπό την εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά τις διαπιστώσεις του ως προς το ρόλο της κάθε εταιρείας καταλήγει στα εξής στην απόφαση του:
«Η κατάληξη μου αυτή καθιστά αχρείαστη και την εξέταση της εισήγησης του κ. Παπαντωνίου ότι οι ενάγοντες ενεργούσαν ως εμπιστευματοδόχοι του Εναγομένου, δεδομένου ότι όλες οι σχετικές προς τούτο αναφορές στην αγόρευση του αφορούσαν στην Ellinas Finance (Custodian) Ltd. και όχι στην Ενάγουσα εταιρεία.»
Κρίνουμε την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εύλογα ορθή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τις συμφωνίες που τέθηκαν ενώπιον του δηλαδή την αίτηση για επενδυτικό σχέδιο (τεκμ. 2), τη συμφωνία χρηματοδότητης επενδυτικού σχεδίου (τεκμ. 3) και τη συμπληρωματική συμφωνία (τεκμ. 5) ορθά, κατά την άποψη μας, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να διαχειρίζεται το λογαριασμό του εφεσείοντα ή να ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος ή αντιπρόσωπος του. Ούτε επίσης είχε υποχρέωση πώλησης των μετοχών του εφεσείοντα στη βάση του άρθρου 2 (Ε) της επίδικης συμφωνίας. Η κατάληξη του δε ότι ο εφεσείων μπορούσε να πωλήσει οποτεδήποτε τις μετοχές ήταν επίσης εύλογα επιτρεπτή.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης οι λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15 και 18 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Ως προς τους λόγους έφεσης που αφορούν στην ολιγωρία και επαγγελματική αμέλεια που κατ' ισχυρισμόν επέδειξε η εφεσίβλητη στην πώληση εγκαίρως των μετοχών για σκοπούς μετριασμού της ζημιάς της (Λόγοι έφεσης 16 και 17), έχουν ως βάση την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως εμπιστευματοδόχου και διαχειρίστριας των μετοχών του εφεσείοντα.
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εφόσον έχουμε ήδη ασχοληθεί με το θέμα διαχείρισης των μετοχών και η κατάληξη μας, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη δεν ενεργούσε ως διαχειρίστρια ή εμπιστευματοδόχος ή και αντιπρόσωπος, απαντά σ' αυτούς τους λόγους έφεσης. Σημειώνουμε επιπρόσθετα ότι δεν εντοπίζεται στη συμφωνία ή στο υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό οτιδήποτε που να κατατείνει σε συμβατική ή άλλως υποχρέωση της εφεσίβλητης διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 16 και 17 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Ως προς τον λόγο έφεσης 19 που αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων είναι υπόλογος στην πληρωμή άμεσα στην εφεσίβλητη του χρεωστικού υπολοίπου που προκύπτει μετά από την αφαίρεση του προϊόντος της εκποίησης των μετοχών, ούτε αυτός μπορεί να πετύχει. Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του εφεσείοντα ότι καμιά ζημιά προκλήθηκε στην εφεσίβλητη, ενόψει του χρόνου παραβίασης της συμφωνίας που ήταν τον Μάϊο του 2001, όπου ο λογαριασμός ήταν καλυμμένος με την αξία των μετοχών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην πιο πάνω κατάληξη στηριζόμενο στον όρο 6 (Γ) της συμφωνίας που προνοεί τα εξής:
«6(Γ) Η εταιρεία δικαιούται οποτεδήποτε θελήσει και χωρίς οποιαδήποτε προειδοποίηση προς τον Επενδυτή με απλή ειδοποίηση προς τον Επενδυτή να τερματίσει τη Συμφωνία και/ή λειτουργία του Λογαριασμού και να καταστήσει απαιτητέο και πληρωτέο αμέσως οποιοδήποτε χρεωστικό υπόλοιπο και/ή να καταστήσει απαιτητές και πληρωτέες αμέσως όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση η Εταιρεία έχει το δικαίωμα να ζητήσει αμέσως από τον Επενδυτή την πληρωμή όλων των οφειλομένων από τον Επενδυτή ποσών (τα οποία, προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, θα φέρουν μέχρι την αποπληρωμή τους τόκο ως καθορίζεται στην παράγραφο 4 πιο πάνω) και περαιτέρω να δίδει εντολές και/ή οδηγίες προς τη Θυγατρική Εταιρεία να προβαίνει σε εκποίηση (είτε μέσω του Χρηματιστή μέσω άλλου προσώπου το οποίο ήθελε επιλέξει η Εταιρεία) των Αξιών Χαρτοφυλακίου και/ή των Αξιών Περιθωρίου Ασφάλειας και να καταβάλλει στην Εταιρεία οποιοδήποτε ποσό ήθελε προκύψει από την εν λόγω εκποίηση προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφείλεται στην Εταιρεία από τον Επενδυτή. Προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, σε περίπτωση που παρά την προαναφερθείσα εκποίηση ο Επενδυτής εξακολουθεί να οφείλει οποιοδήποτε ποσό προς την Εταιρεία ο Επενδυτής θα υποχρεούσα να το καταβάλει αμέσως προς την Εταιρεία.»
Και αυτός ο λόγος έφεσης έχει ως βάση την κατ' ισχυρισμό ιδιότητα της εφεσίβλητης ως διαχειρίστριας και εμπιστευματοδόχου του λογαριασμού του εφεσείοντα, θέση που δεν έγινε δεκτή.
Ως προς το ποσό για το οποίο εκδόθηκε απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβη σε εκτενή ανάλυση των Καταστάσεων Λογαριασμού αφαίρεσε τα εξής ποσά δηλαδή (α) το ποσό των €5.250,00 που αποτελεί το προϊόν είσπραξης από την πώληση των μετοχών της White Knight Holdings Ltd μετά την καταχώρηση της αγωγής, (β) €2.338,93 (το ισάξιο των Λ.Κ. 1.368,92) που αντιπροσωπεύει χρεωθέντα τόκο από 30.6.04 μέχρι 30.6.05 εφόσον δεν υπάρχει πρόνοια επιβολής «default interest" στη συμφωνία, (γ) €495,49 (το ισάξιο των Λ.Κ.290) λόγω μη δικογράφησης ισχυρισμού για καταβολή ποσού υπό τύπο διευκόλυνσης για αγορά μετοχών της Telia Aqua Marine στις 25/4/00 και (δ) €98,87 (ισάξιο των Λ.Κ. 57,87) ως παράνομα κεφαλαιοποιηθέντες τόκους κατέληξε ότι το χρεωστικό υπόλοιπο ανερχόταν σε €47.133,92 πλέον τόκος για το οποίο εξέδωσε απόφαση. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να πιστωθούν στο λογαριασμό και τα ποσά μερισμάτων από τις μετοχές στην Ελληνική Τράπεζα, εφόσον σύμφωνα με το τεκμ. 11 ο ίδιος ο εφεσείων είχε δώσει οδηγίες τα μερίσματα αυτά να επαναπενδυθούν για αγορά μετοχών.
Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς την πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που επιβεβαιώνεται από τα τεκμήρια της υπόθεσης.
Παρέμειναν τέλος να εξεταστούν οι λόγοι έφεσης 20, 21, 22, 23 και 25 που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες όταν καταθέτουν ενώπιον του. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (βλ. Φραντζής κ.α. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1 (Α)ΑΑΔ 254, Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1 (Γ) ΑΑΔ 1851, Ζερβού κ.α. ν. Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 1999, Γιάλλουρος κ.α. ν. Ψύλλου κ.α. (2009) 1 (Β) ΑΑΔ 1552 και Παναγιώτης Παρλάτα ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολ. Εφ. 387/09, ημερ. 21/5/14), ECLI:CY:AD:2014:A339.
Η επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων δεν εστιάζεται τόσο στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας όσο στην ερμηνεία όρων της μεταξύ τους συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προβαίνει σε εκτενή ανάλυση της προφορικής μαρτυρίας καταγράφει τους λόγους για τους οποίους δεν αποδέχεται τη μαρτυρία του εφεσείοντα που το μεγαλύτερο μέρος της αναλώνεται στην παράθεση της δικής του ερμηνείας όρων της αίτησης (τεκμ. 2) και της συμφωνίας (τεκμ. 3), κατά τρόπο που θεωρούσε προφανώς ότι εξυπηρετούσαν την υπόθεση του.
Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το μεμπτόν ως προς τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τον τρόπο που αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και ερμήνευσε τους όρους της συμφωνίας. Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 20, 21, 22, 23 και 25 απορρίπτονται.
Ως προς την κατ' ισχυρισμό παράβαση προνοιών του περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμου (Ν. 93(Ι)/96) ή της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ που αφορά ο λόγος έφεσης 24, υπήρξε επίσης αντικείμενο εξέτασης στις Νικολάου και Συρίμη (ανωτέρω) και αποφασίστηκε ότι οι όροι 2(Ε) και (ΣΤ) της επίδικης συμφωνίας δεν μπορούσαν να θεωρηθούν καταχρηστικοί. Από τη στιγμή που ο επενδυτής, όπως και εδώ, έχει ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα κατά την απόλυτο κρίση του να ρευστοποιήσει, δεν είναι δυνατό οποιαδήποτε ρήτρα στη συμφωνία να κριθεί καταχρηστική.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/Κας