ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Παρπαρίνος, Λεωνίδας Μιχαηλίδου, Δέσπω Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Λιάτσος, Αντώνης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Μακρή (κα) και Ε. Τουλέκκη (κα), για την Αιτήτρια. Χρ. Αδάμου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση. Α. Μακρή (κα) και Ε. Τουλέκκη (κα), για την Αιτήτρια. Χρ. Αδάμου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΘΕΟΔΩΡΑ ΛΟΙΖΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ν. ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Νομικό Ερώτημα Αρ. 373, 2/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:C155

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(Νομικό Ερώτημα Αρ. 373)

Δικαιοδοσία Διατροφής Αρ. Αίτησης 162/2010

Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού

 

2 Μαΐου 2017 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,

 ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΘΕΟΔΩΡΑ ΛΟΙΖΟΥ-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτήτρια

-         ΚΑΙ   -

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση

-------------------------------------------------

 

Α. Μακρή (κα) και Ε. Τουλέκκη (κα), για την Αιτήτρια.

Χρ. Αδάμου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

 

------------------------------------------------

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η Απόφαση δεν είναι ομόφωνη.

Η Απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία προσωπικά συμφωνώ, θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ. και με αυτή συμφωνούν επίσης και οι Παμπαλλής, Μιχαηλίδου, Χριστοδούλου, Σταματίου, Ψαρά-Μιλτιάδου και Πούγιουρου, Δ.Δ.  Την Απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Λιάτσος, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Παναγή,

 Παρπαρίνος και Γιασεμής, Δ.Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, δικαιοδοσία διατροφής, μετά από απόφαση του ημερ. 9.8.2016, απέστειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 144.1 του Συντάγματος το ακόλουθο, απλά διατυπωμένο, νομικό ερώτημα:

 

«Κατά πόσο το άρθρο 38(2) του Νόμου 216/90 προσκρούει στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.»

 

         Η ανάγκη για αποστολή του πιο πάνω Νομικού Ερωτήματος ηγέρθηκε στο πλαίσιο της διαφοράς των διαδίκων επί του θέματος της διατροφής, η οποία είχε αρχικά και εκ συμφώνου καταλήξει στις 14.10.2010, στην έκδοση διατάγματος επιδίκασης εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση και  υπέρ της αιτήτριας του ποσού των €700 μηνιαίως για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο από 1.11.2010, καθώς και του ποσού των €1.000 για το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους από 1.12.2010, ως συνεισφορά του καθ΄ ου-πατέρα προς τη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.  Μεταγενέστερα, στις 17.12.2014, ο πατέρας καταχώρησε αίτηση επιδιώκοντας τη μείωση των πιο πάνω ποσών διατροφής και ταυτόχρονα δήλωση όπως μη ισχύει η αυτόματη αύξηση επί των ποσών της διατροφής από την ημερομηνία κατά την οποία η διατροφή θα είχε εφαρμογή. 

 

         Λόγω μη πληρωμής διαφόρων ποσών διατροφής, η αιτήτρια καταχώρησε στις 24.6.2015 ένορκη δήλωση για έκδοση εντάλματος φυλάκισης του καθ΄ ου προς είσπραξη του ποσού των €2.301, το οποίο αφορούσε την αυτόματη αύξηση κατά 10% επί των ποσών της διατροφής για τις περιόδους που αναφέρονταν στην ένορκη δήλωση.  Ο καθ΄ ου καταχώρησε ένορκη δήλωση-ένσταση, επικαλούμενος αντισυνταγματικότητα του άρθρου 38(2) του Νόμου αρ. 216/90, χωρίς να αμφισβητεί ταυτόχρονα την εν λόγω οφειλή.  Το επιχείρημα του συζύγου ήταν ότι δεν είναι δυνατό ο Πρωτοκολλητής του Οικογενειακού Δικαστηρίου να προσυπογράφει ανά διετία την αύξηση του ποσού της διατροφής κατά 10%, χωρίς να υπάρχει προς τούτο προηγούμενη δικαστική απόφαση.

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού άκουσε τη σχετική επιχειρηματολογία, έκρινε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για να αποσταλεί   σχετικό  Νομικό   Ερώτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, στη βάση της απόφασης Νικολάου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045,  ότι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιούται να αποφασίσει τη συνταγματικότητα νομοθεσίας ή πρόνοιας αυτής, όταν το ζήτημα εγείρεται ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Κατά το Δικαστήριο,  η  απόφαση  περί   της   συνταγματικότητας  του    άρθρου 38(2), είναι ουσιώδης για την έκβαση της εκδίκασης της αίτησης της αιτήτριας όπως εκδοθεί ένταλμα φυλάκισης εναντίον του καθ΄ ου η αίτηση.  Ανέστειλε συνεπώς την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. 

 

         Ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας προωθήθηκαν ανάλογα επιχειρήματα με την πλευρά του καθ΄ ου να εισηγείται ότι μόνο το Δικαστήριο έχει αποκλειστική εξουσία να αποφασίζει και να ρυθμίζει θέμα προσδιορισμού διατροφής, με αποτέλεσμα η αυτόματη αύξηση του ποσού της διατροφής κατά 10% να συγκρούεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει τον πολίτη κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και  υποχρεώσεων, αυτού δικαιουμένου ταυτόχρονα σε ανεπηρέαστη δημόσια ακροαματική διαδικασία.  Ο συνήγορος εισηγήθηκε πρόσθετα, κατά την προφορική και μόνο αγόρευση του, ότι ο νομοθέτης άσκησε στην ουσία δικαστική εξουσία με το να προσδιορίσει το ποσό της αύξησης της  διατροφής, θέμα που ανάγεται καθαρά στη δικαστική λειτουργία, η δε αντισυνταγματικότητα, κατά την εισήγηση, δεν διασώζεται από την επιφύλαξη του άρθρου 38(2), ότι ο  υπόχρεος σε καταβολή διατροφής δικαιούται να αποταθεί στο Δικαστήριο για να μην ισχύει η αύξηση. 

 

          Η αντίθετη θέση της συνηγόρου της αιτήτριας έθεσε το ζήτημα στη βάση του ότι η επιχειρηματολογία περί αντισυνταγματικότητας στερείτο σαφήνειας και τεκμηρίωσης, αλλά και διασύνδεσης και συσχετισμού με την κατ΄ ισχυρισμό στέρηση του δικαιώματος του επηρεαζομένου να έχει δημόσια ακροαματική διαδικασία και/ή πρόσβαση στο Δικαστήριο.  Υπέδειξε η σύνηγορος, ότι ο καθ΄ ου ουδέποτε προηγουμένως, ως είχε δικαίωμα, προσέφυγε στο Δικαστήριο για να ζητήσει να μην ισχύει η πρώτη αυτόματη αύξηση ή όπως το ύψος της περιοριστεί.  Μόνο τότε, όταν επήλθε η δεύτερη αυτόματη αύξηση μετά, δηλαδή, την πάροδο των πρώτων 24 μηνών και όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο φυλάκισης για οφειλές που παραδεκτά δεν έχει ακόμη καταβάλει, έθεσε θέμα αντισυνταγματικότητας.  Επομένως, ο καθ΄ ου δεν μπορεί αφενός να χρησιμοποιεί το άρθρο 38(2) στη βάση της δικής του αίτησης στο Οικογενειακό Δικαστήριο όπως μη ισχύει η αυτόματη αύξηση της διατροφής, αίτηση η οποία ακόμη εκκρεμεί προς εκδίκαση, και από την άλλη να αμφισβητεί τη συνταγματικότητα.  Το άρθρο 38(2), ουδόλως παρεμπόδισε τον αιτητή από την πρόσβαση στο Δικαστήριο ή το δικαίωμα του για ανεπηρέαστη, δημόσια ακροαματική διαδικασία.  Όσον αφορά το ζήτημα της επέμβασης του νομοθέτη στη δικαστική εξουσία, το οποίο ηγέρθηκε για πρώτη φορά κατά την προφορική ακρόαση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η θέση της συνηγόρου ήταν ότι καμία επέμβαση δεν έχει επισυμβεί, εφόσον παραμένει  πάντοτε το ζήτημα στο Δικαστήριο για  να αποφασίζει το θέμα της αύξησης και της έκτασης της.

 

        Το επίμαχο άρθρο 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου αρ. 216/90, έχει ως εξής:

 

«(2)  Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

 

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»

 

         Η ένθεση  του  άρθρου   αυτού   έγινε   με την τροποποίηση που  επήλθε  στον εν  λόγω   Νόμο,  με  τον   Τροποποιητικό Νόμο αρ. 68(Ι)/2008 και ακολουθεί το εδάφιο (1) του άρθρου 38, το οποίο επίσης τροποποιήθηκε, και το οποίο προνοεί ότι το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του με την οποία προσδιορίστηκε η διατροφή ή ακόμη και να την τερματίσει, αν, αφότου εκδόθηκε η απόφαση, μεταβλήθηκαν οι όροι της.  Η ρύθμιση της διατροφής γενικώς γίνεται με το Μέρος ΙΙ του βασικού Νόμου, με το άρθρο 33(1) να καθορίζει την υποχρέωση των γονέων να διατρέφουν από κοινού το ανήλικο τέκνο τους, ανάλογα με τις δυνάμεις εκάστου.  Το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 36, ρυθμίζει το θέμα της διατροφής σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου με αίτηση του γονέα ή του δικαιούχου, το δε μέτρο και περιεχόμενο της διατροφής προνοείται από το άρθρο 37, προσδιοριζόμενη η διατροφή με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, τις οικονομικές του δυνατότητες και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του και, επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, και την εν γένει εκπαίδευση του.

 

         Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, στο οποίο αποκλειστικά έχει αναφορά το παραπεμφθέν Νομικό Ερώτημα, έχει ως εξής:

 

«2.  Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»

 

         Από την απλή αντιπαραβολή του Νομικού Ερωτήματος που παραπέμφθηκε με το Άρθρο 30.2, προκύπτει κατά πρόδηλο τρόπο ότι το άρθρο 38(2), ουδόλως αποστερεί τη διάγνωση του δικαιώματος και των  υποχρεώσεων του υπόχρεου σε διατροφή, ούτε και του αποστερεί το δικαίωμα ανεπηρέαστης δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου.  Ούτε βεβαίως τίθεται θέμα, το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο να μην θεωρείται ως εκ της χρήσης της διαδικασίας του άρθρου 38(2), ως μη ανεξάρτητο, αμερόληπτο ή αρμόδιο.  Ζήτημα πρόσβασης στο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει δεν εγείρεται, αφού το δικαίωμα πρόσβασης κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.1 που δεν αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης στην επίδικη  υπόθεση.

 

 Θέμα διάκρισης των εξουσιών ή επέμβασης του νομοθετικού σώματος στην αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας, ζήτημα που ως λέχθηκε προηγουμένως, δεν αποτέλεσε τη βάση της ένστασης του αιτητή πρωτοδίκως στο Οικογενειακό Δικαστήριο, αλλά ηγέρθη παρεμπιπτόντως κατά την αγόρευση του συνηγόρου του καθ΄ ου, κατά τρόπο μάλιστα που η συνήγορος της αιτήτριας θεώρησε ότι καταλήφθηκε εξ απίνης ενώπιον της Ολομέλειας, δεν τίθεται.  Το Άρθρο 30.2, δεν εμπεριέχει ρητά, αυτούσια ή κατ΄ εξοχήν, τη διάκριση εξουσιών.  Το Δικαστήριο θεωρείται εγγενώς ότι ενεργεί ως αμερόληπτο και ανεξάρτητο Δικαστήριο διότι εκ του Συντάγματος και της δομής του, η διάκριση των εξουσιών αποτελεί το θεμέλιο λίθο της λειτουργίας του.

 

         Το τι επιδίωξε ο νομοθέτης με την τροποποίηση του 2008 να ρυθμίσει, ήταν η αποφυγή αχρείαστων αιτήσεων εκ μέρους των ατόμων που δικαιούντο διατροφή, μητέρα ή πατέρα ανάλογα με την περίπτωση, προς όφελος κυρίως των ανηλίκων τέκνων, ώστε να διασώζεται πολύτιμος δικαστικός χρόνος με αχρείαστες αιτήσεις, ενστάσεις, ακροαματικές διαδικασίες και εφέσεις.  Η ρύθμιση του συγκεκριμένου εδαφίου (2) του άρθρου 38, ήταν μια από τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επέφερε ο νομοθέτης στη νομοθεσία περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων.  Ενσωματώθηκαν και άλλες ρυθμίσεις όπως η επιπρόσθετη καταβολή 13ου και 14ου ποσού, όπου ο επιφορτισμένος με τη διατροφή γονέας λαμβάνει τέτοια ποσά (άρθρο 37(3)), καθώς και η δυνατότητα να εκδίδονται διατάγματα αποκοπής απολαβών σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, με δυνατότητα ακόμη να γίνεται και μηνιαία ανάληψη από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρεί ο υπόχρεος σε διατροφή (νέο άρθρο 38Α).  Η αύξηση λοιπόν του 10%, που κατά την πρόταση νόμου ήταν 8%, ήταν μια από τις ρυθμίσεις που έγιναν σφαιρικά για να επιλυθούν τα πρακτικά προβλήματα τα οποία διαπίστωσαν οι Κοινοβουλευτικές Επιτροπές για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Νομικών σε σχέση με την καταβολή των διατροφών, πολλές εκ των οποίων παρέμεναν ανεκτέλεστες είτε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, είτε και διαρκώς.

 

         Το άρθρο 38(2) σε καμία περίπτωση δεν προκαθορίζει δικαιώματα διά νόμου χωρίς προηγούμενη ακρόαση ενώπιον του αρμοδίου Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Η αυτόματη αύξηση του 10% υπεισέρχεται στην εικόνα μόνο εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση διατάγματος διατροφής κατά το άρθρο 36 του Νόμου, υπό το φως και των προνοιών του άρθρου 37 και τελεί πάντοτε υπό την αίρεση του εδαφίου (1) του άρθρου 38, ότι το Δικαστήριο με σχετική αίτηση μπορεί να τροποποιήσει το διάταγμα διατροφής ή και να τερματίσει τη διατροφή, αν έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες έκδοσης του σχετικού διατάγματος.  Έπεται ότι το ίδιο το διάταγμα διατροφής μπορεί να τύχει ανά πάσα στιγμή επανεξέτασης, ενώ ακόμη και η ρύθμιση της αυτόματης αύξησης του 10% ανά περίοδο 24 μηνών, υπόκειται σε διαφοροποίηση είτε εξ ολοκλήρου, είτε με περιορισμό του ύψους της, εφόσον αιτηθεί προς τούτο ο υπόχρεος διατροφής.  Ο νομοθέτης έχει επίσης προνοήσει ότι όταν υποβληθεί τέτοια αίτηση, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης για την περίοδο των 3 μηνών εντός της οποίας το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφαση του.  Η απόφαση δυνατό να έχει και αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του εδαφίου. 

 

         Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η ρύθμιση του άρθρου 38(2) έγινε απλώς για σκοπούς υποβοήθησης της καταβολής της διατροφής χωρίς να παρίσταται ανάγκη συνεχόμενων αιτήσεων για επανακαθορισμό αυτής και ουδαμώς αποστερεί τον υπόχρεο διατροφής από του να αιτηθεί στο Δικαστήριο οποτεδήποτε για να μην ισχύει η αύξηση αυτή, ή, να περιοριστεί το ύψος της.  Όλα αυτά εν πάση περιπτώσει πρέπει να ιδωθούν και υπό το φως της εν γένει εξουσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επανεξετάζει, να διαφοροποιεί και, ακόμη, να τερματίζει την ίδια την υποχρέωση διατροφής. 

 

         Το άρθρο 38(2) δεν έχει δημιουργήσει κάποιο μαχητό ή αμάχητο τεκμήριο.  Δεν υπάρχει εδώ, η διά νόμου πρόβλεψη περί αναγωγής ορισμένων εννόμων συνεπειών από ορισμένα υποθετικά πραγματικά στοιχεία. Απλώς έχει μεταθέσει το βάρος στον υπόχρεο διατροφής να αποτείνεται εκείνος σε περίπτωση που δεν επιθυμεί την αύξηση αυτή, αύξηση που είναι εν πάση περιπτώσει προς όφελος του δικαιούχου και κυρίως των ανηλίκων τέκνων.  Τέτοια μετάθεση βάρους δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα, ούτε σε οποιοδήποτε Νόμο.  Ούτε και απαγορεύεται η δικαστική προσβολή της ρυθμίσεως που έχει γίνει, ώστε να είναι αδύνατη η δικαστική προστασία, (Π.Δ. Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα Τόμος Β΄ σελ. 1210-1211, παρ. 1526).

 

        Πέραν των ανωτέρω, προκύπτει από την όλη διαδικασία που εξελίχθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, ότι  υπάρχει ταυτόχρονη  επιδοκιμασία και αποδοκιμασία στις θέσεις του καθ΄ ου, εφόσον με την αίτηση του ημερομηνίας 17.12.2014, η οποία ακόμη εκκρεμεί προς εκδίκαση, επιδιώκει δήλωση όπως μη ισχύει η αυτόματη αύξηση της διατροφής, με τη χρήση δηλαδή, του μηχανισμού της πρώτης επιφύλαξης του ίδιου του άρθρου 38(2).  Συνταγματικά θέματα βεβαίως μπορούν να εγερθούν οποτεδήποτε., αλλά ο τρόπος και ο χρόνος έγερσης του στην υπό εξέταση υπόθεση, αφού ο καθ΄ ου βρέθηκε προ κινδύνου φυλάκισης επί παραδεκτού, υπενθυμίζεται, χρέους, παραπέμπει σε προώθηση εκ των υστέρων σκέψεων και θέσεων.  Ανάλογα κατακριτέα είναι και η έγερση συνταγματικού θέματος παρεμπιπτόντως, όταν το θέμα της ασυμβατότητας του άρθρου 38(2), τέθηκε, για πρώτη φορά, υπό το πρίσμα της εξέτασης της διάκρισης των εξουσιών, ως ανωτέρω, αναφέρθηκε.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, αποτελεί την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι το άρθρο 38(2) του Νόμου αρ. 216/90, δεν αντίκειται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

 

        Η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαβιβάζεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, βάσει του Άρθρου 144.2 του Συντάγματος.

 

 

Μ.Μ. Νικολάτος, Π.          Στ. Ναθαναήλ, Δ.        Κ.  Παμπαλλής, Δ.

 

Δ. Μιχαηλίδου, Δ.            Μ. Χριστοδούλου, Δ.    Κ. Σταματίου, Δ.

 

Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.        Α. Πούγιουρου, Δ.

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

 

ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΑΡ. 373

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΑΡ. ΑΙΤΗΣΗΣ 162/2010

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

 2 Μαΐου, 2017

 

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.,  ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΘΕΟΔΩΡΑ ΛΟΙΖΟΥ - ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Αιτήτρια

ΚΑΙ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

 

ΝΟΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

 

Νομικό ερώτημα παραπεμφθέν από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφασισθεί κατά πόσο η πρόνοια του άρθρου 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90) είναι αντισυνταγματική.

_ _ _ _ _ _

 

Α. Μακρή (κα) και Ε. Τουλέκκη (κα), για την Αιτήτρια.

Χρ. Αδάμου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 (μειοψηφίας)

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 14.10.2010 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού εκ συμφώνου διάταγμα εναντίον του Καθ΄ ου η αίτηση, με το οποίο διατασσόταν όπως καταβάλλει στην Αιτήτρια μηνιαίως από 1.11.2010 το ποσό των €700 για τους μήνες Ιανουάριο - Νοέμβριο εκάστου έτους και το ποσό των €1000 για τον μήνα Δεκέμβριο, ως συνεισφορά του για τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Στις 17.12.2014 ο Καθ΄ ου η αίτηση καταχώρησε εναντίον της Αιτήτριας νέα εναρκτήρια αίτηση, την υπ΄ αριθμό 408/14, με την οποία αξιώνει την έκδοση διατάγματος για μείωση του προαναφερθέντος ποσού διατροφής. Αξιώνει επίσης την παύση της ισχύος της αυτόματης αύξησης του ποσού της διατροφής, η οποία προέκυψε κατ΄ ακολουθία των διαλαμβανομένων στο άρθρο 38(2) του περί  Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990,  Ν. 216/90,  από την ημερομηνία κατά την οποία θα είχε εφαρμογή.

 

Εκκρεμούσης της πιο πάνω διαδικασίας, η Αιτήτρια, στις 24.6.2015, καταχώρησε ένορκο δήλωση μέσω της οποίας επιζητεί την έκδοση εντάλματος φυλάκισης εναντίον του Καθ΄ ου η αίτηση για την είσπραξη του ποσού που αναλογούσε στην αυτόματη αύξηση της διατροφής κατά 10% σε σχέση με την περίοδο 1.11.2012 μέχρι και 1.6.2015, πλέον σχετικά χαρτόσημα. Μετά τη λήψη της σχετικής κλήσης, ο Καθ΄ ου η αίτηση εμφανίστηκε στη διαδικασία και στις 4.9.2015 καταχώρησε ένορκη δήλωση - ένσταση στο αίτημα για έκδοση εναντίον του εντάλματος φυλάκισης. Δεν αμφισβήτησε την παράλειψη καταβολής του προαναφερθέντος ποσού της αυτόματης αύξησης, πλην όμως επικαλέσθηκε αντισυνταγματικότητα του άρθρου 38(2) του Ν. 216/90. Ηταν η σχετική προσέγγισή του ότι χωρίς προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου δεν είναι επιτρεπτή η διαφοροποίηση και αναπροσαρμογή του ποσού της διατροφής.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παραπομπής σχετικού νομικού ερωτήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο, με βάση το ΄Αρθρο 144.1 του Συντάγματος, για γνωμάτευση αναφορικά με το θέμα της συνταγματικότητας που ήγειρε ο Καθ΄ ου η αίτηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι στην ενώπιόν του περίπτωση η απόφαση περί της συνταγματικότητας του υπό αναφορά άρθρου 38(2) είναι ουσιώδης για την έκβαση της αίτησης για έκδοση εντάλματος φυλάκισης και, ως εκ τούτου, η κρίση της συνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης θα καθορίσει ουσιαστικά και το αποτέλεσμα της υπό εξέταση αίτησης. Κατ΄ ακολουθία, παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση το πιο κάτω Νομικό Ερώτημα, αναστέλλοντας ταυτόχρονα την ενώπιόν του διαδικασία:

 

«Κατά πόσο το άρθρο 38(2) του Ν. 216/90 προσκρούει στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος.»

 

Η παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητήματος αντισυνταγματικότητας νόμου επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση που η κρίση του είναι ουσιώδης για την επίλυση του αντικειμένου της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Η παραπομπή συναρτάται με τη σημασία του θέματος για την επίλυση του αντικειμένου της δικαστικής διαμάχης. (Ζένιου ν. Ζένιου (Αρ. 1) 2002 1 ΑΑΔ 445) Η νομολογία επιτάσσει ότι η εξέταση της συνταγματικότητας των νόμων δεν γίνεται αυτεπαγγέλτως, ούτε ελέγχεται περιστασιακά ή συμπτωματικά. Τα οικογενειακά δικαστήρια - σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κατώτερα δικαστήρια τα οποία αποφασίζουν και τα συνταγματικά ερωτήματα που εγείρονται ενώπιόν τους, όπως κάθε άλλο νομικό ή πραγματικό ζήτημα - οφείλουν να εφαρμόζουν το ΄Αρθρο 144.1 του Συντάγματος. Οι λόγοι της εξαίρεσης αυτής αποτυπώνονται και επεξηγούνται σε μια σειρά από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την υπόθεση Νικολάου & ΄Αλλου (1991) 1 ΑΑΔ 963, η οποία ακολουθήθηκε από τις Ζένιου (ανωτέρω) και Μιχαλιάς ν. Μιχαλιά (2007) 1 ΑΑΔ 675. Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης περιορίζεται στη διερεύνηση του συνταγματικού ζητήματος όπως αυτό έχει παραπεμφθεί ενώπιόν του, και δεν λειτουργεί ως Εφετείο (Ζένιου (ανωτέρω) και Μιχαλιάς (ανωτέρω)).

 

Το επίμαχο άρθρο 38(2), εισήχθη, με τον τροποποιητικό νόμο 68(Ι)/2008, και έχει ως ακολούθως:

 

«38(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών:

Νοείται ότι, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αίτησης του υπόχρεου διατροφής, να διατάξει όπως μη ισχύσει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος αυτής περιοριστεί.  Σε περίπτωση υποβολής τέτοιας αίτησης, αναστέλλεται η υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε ποσού αύξησης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος εδαφίου εκδίδεται εντός τριών μηνών από την καταχώρηση της αίτησης και δυνατόν να έχει αναδρομική εφαρμογή από την ημερομηνία κατά την οποία η αυτόματη αύξηση θα είχε εφαρμογή δυνάμει του παρόντος εδαφίου.»

 

 

 

 

Εισηγήθηκε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ΄ ου η αίτηση ότι το δικαστήριο έχει αποκλειστική εξουσία να αποφασίζει και να ρυθμίζει το θέμα του προσδιορισμού της διατροφής και να τροποποιεί την απόφασή του, αναλόγως της μεταβολής των συνθηκών. Ηταν η προέκταση των θέσεών του ότι η προβλεπόμενη από το νόμο αυτόματη αύξηση κατά 10% ανά περίοδο 24 μηνών, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική ρύθμιση και απόφαση δικαστηρίου, συγκρούεται με το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει τον κάθε πολίτη κατά τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του.

 

Η αντίθετη προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Αιτήτριας κινείται γύρω από τη θέση ότι η εισήγηση του Καθ΄ ου η αίτηση περί αντισυνταγματικότητας στερείται σαφήνειας και τεκμηρίωσης και πως αυτός ουδέποτε προσέφυγε στο δικαστήριο προς αμφισβήτηση της πρώτης αυτόματης αύξησης ή περιορισμού του ύψους που διαλαμβάνει. Θέτει επίσης ότι ο Καθ΄ ου η αίτηση αφενός αμφισβητεί τη συνταγματικότητα του άρθρου 38(2) και αφετέρου, βασιζόμενος σε αυτό, καταχώρησε την αίτηση 408/14, με την οποία ζητεί μείωση του αρχικού ποσού της διατροφής και κατάργηση της αυτόματης αύξησης από την ημερομηνία που θα είχε εφαρμογή. Τέλος, προβάλλει ότι η προβλεπόμενη από το νόμο αυτόματη αύξηση της διατροφής συνάδει με το «κοινώς γνωστόν και παραδεκτόν από κάθε μέσο λογικό άνθρωπο και/ή γονέα και/ή άλλως πως, ότι όταν τα παιδιά μεγαλώνουν, μεγαλώνουν ταυτόχρονα και αυξάνονται και οι ανάγκες τους ..». Με αυτά ως βάση εισηγήθηκε ότι δεν τεκμηριώνεται αντισυνταγματικότητα του άρθρου 38(2).

 

Εντοπίζεται στην Paporis v. National Bank (1986) 1 CLR 578, 599-600, το εξής σχετικό με το υπό εξέταση θέμα:

 

«Now if the argument of counsel for the appellant were accepted, we would by the same reasoning have to acknowledge that periods of limitation apply to criminal offences as well and that the relevant provisions of para. 2 of Article 30 must be construed as tying the element of reasonableness envisaged therein to the date of commission of the offence too. That cannot have been the intention of the makers of the Constitution, nor can such intention be attributed to them having regard to the wording of para. 2 Article 30.

 

The theme of Article 30 is the entrenchment of the right of access to the Law Courts and the establishment of proper standards for the due administration of justice. They incorporate the rules of natural justice as an integral part of the judicial process, and make provision for the expeditious transaction of judicial proceedings in the interest of the efficacy of the judicial process.»

 

 

 

 

Το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό του πλαισίου για την έγκυρη διαπίστωση των δικαιωμάτων διαδίκων (Δημοκρατία ν. Ford  (Αρ 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232) και διαλαμβάνει:

 

«2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»

 

Ως έχει το υπό εξέταση άρθρο 38(2), κάθε απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου για διατροφή, ευθύς με την έκδοσή της, υπόκειται σε όρο ότι το ύψος του επιδικαζομένου ποσού της διατροφής θα «αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) ανά περίοδο εικοσιτεσσάρων μηνών».  Τον όρο αυτό δεν τον επιβάλλει το εκδικάζον δικαστήριο, αλλά η Βουλή των Αντιπροσώπων, διά της προαναφερθείσας πρόνοιας.  Τοιουτοτρόπως, τροποποιείται αυτόματα απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου, η οποία είναι προϊόν, κατά τεκμήριο, της εφαρμογής των διατάξεων του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Ειδικά, με την υπό αναφορά απόφαση, διαγιγνώσκονται, μεταξύ άλλων, οι υποχρεώσεις του διαδίκου, υπόχρεου για την καταβολή διατροφής, στο πλαίσιο «ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας ... ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου», μερικές από τις προϋποθέσεις που θέτει το ΄Αρθρο 30.2 για τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης.            Προϋποθέσεις που, ασφαλώς, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, όταν η απόφαση για διατροφή, προϊόν της εφαρμογής του ΄Αρθρου 30.2, υπόκειται, κατά την έκδοσή της από το «αρμόδιο δικαστήριο», αυτόματα, στον όρο του άρθρου 38(2).

 

  Η πρόνοια του άρθρου 38(2), με την αυτόματη τροποποίηση της δικαστικής απόφασης, ουσιαστικά, καταστρατηγεί το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος και ως εκ του γεγονότος ότι η μεταβολή της δικαστικής κρίσης γίνεται στην απουσία του διαδίκου που είναι υπόλογος για την καταβολή διατροφής και χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία ο ίδιος να λάβει γνώση για την επέμβαση αυτή στην, ήδη, εκδοθείσα δικαστική απόφαση, προκειμένου να λάβει το πρέπον νομικό διάβημα, για υπεράσπιση των συμφερόντων του. 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, παραβιάζεται το ΄Αρθρο 30.2, λόγω, ακριβώς, της παρέμβασης του άρθρου 38(2) στη δικαστική απόφαση, κατά τρόπο που συνιστά, συγχρόνως, παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, δεδομένου ότι το άρθρο 38(2), ουσιαστικά και όχι τυπικά, τροποποιεί την απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, με ευθεία παρέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων σε αυτή.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/2014, ημερ. 31.10.2014, να γνωματεύσει κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί της Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και της Ρύθμισης ΄Αλλων Συναφών Θεμάτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2014», ήταν αντίθετος και ασύμφωνος με συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις και/ή την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μεταξύ άλλων, εξετάστηκε κατά πόσον ήταν συνταγματικά μεμπτές οι πρόνοιες του άρθρου 22 του πιο πάνω νόμου, διά του οποίου αναστέλλοντο προκαταρκτικά και αυτόματα οι διαδικασίες εκποίησης και είσπραξης, πριν καν την έναρξη της εκδίκασης της αίτησης και χωρίς το δικαστήριο να αποφανθεί ότι δικαιολογείται αναστολή. Γνωμάτευσε η Πλήρης Ολομέλεια ότι το υπό αναφορά άρθρο 22 συνιστούσε έντονη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη σφαίρα αποκλειστικής αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας. Λέχθηκε, αυτολεξεί:

 

«Το άρθρο 22 του υπό αναφορά νόμου συνιστά ακόμη πιο έντονη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στη σφαίρα αποκλειστικής αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας.   Το άρθρο εκείνο προνοεί ότι σε περίπτωση καταχώρισης και επίδοσης αίτησης για έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας εκποίησης και αναστολής της είσπραξης της οφειλής, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του υπό αναφορά νόμου, «η εν λόγω διαδικασία εκποίησης και η είσπραξη της οφειλής αναστέλλονται μέχρι της εκδίκασης της αίτησης από το δικαστήριο».   Δηλαδή, χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά, χωρίς να ασκηθεί δικαστική κρίση και, εκ προοιμίου, αναστέλλεται αυτόματα η εκδίκαση των προαναφερόμενων αιτήσεων και προνοείται ότι, στη συνέχεια, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως έχει εξουσία να ακυρώσει την αυτόματη αναστολή που, εκ προοιμίου, παρέχεται από το νόμο.  Το άρθρο 22 θεωρούμε ότι πράγματι συνιστά καταφανή περίπτωση παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και συγκεκριμένα παραβίαση της αποκλειστικής αρμοδιότητας της δικαστικής εξουσίας, από τη νομοθετική εξουσία.

 

Δεν είναι επιτρεπτό, με νόμο της Βουλής, να ρυθμίζονται εγγενώς δικαστικά θέματα ή ακόμη και διαδικαστικά θέματα τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να τα ρυθμίζει με διαδικαστικό κανονισμό, σύμφωνα με το Σύνταγμα.»

 

 

 

 

Είναι καλά θεμελιωμένο ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι διάχυτη και κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας. Όπως σχετικά επαναλαμβάνεται και στην Αναφορά 2/14 (ανωτέρω):

 

«Το επόμενο θέμα είναι εκείνο της κατ΄ ισχυρισμόν ασυμβατότητας των άρθρων 8(1), 14(1), 20 και 22 του αναφερόμενου νόμου με τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.   Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι θεμελιωμένο ότι είναι διάχυτη και κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας (Δέστε:  Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167).   Το πεδίο λειτουργίας των τριών πολιτειακών εξουσιών διαχωρίζεται αυστηρά και αποκλείεται η ανάληψη ή η άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας από οποιαδήποτε από τις τρεις εξουσίες που δεν αποδίδεται σ΄ αυτήν από το Σύνταγμα ή δεν εμπίπτει στο πεδίο της λειτουργίας της λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της.  Το κριτήριον για την ταξινόμηση των κρατικών λειτουργιών, όπου αυτές δεν κατανέμονται ρητά από το Σύνταγμα, είναι ουσιαστικό και συναρτάται με τα εγγενή χαρακτηριστικά και την εσώτερη φύση τους (Δέστε:  Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 CLR 581).»

 

 

Το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος εμπεριέχει, στη ρίζα του, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων ή της ποινικής ευθύνης των πολιτών εναποτίθεται στα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο προκαθορισμός διά νόμου δικαιωμάτων, χωρίς τη δυνατότητα προηγούμενης ακρόασης ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και στην απουσία προηγούμενης άσκησης δικαστικής κρίσης, προσβάλλει ευθέως την αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας από τη νομοθετική.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, η εκ του νόμου αυτόματη αύξηση, κατά συγκεκριμένο μάλιστα ποσοστό και ασχέτως μεταβολής οποιωνδήποτε συνθηκών, συνιστά παραβίαση τόσο του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, όσο και της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί.

 

Με βάση τα πιο πάνω η απάντησή μας στο παραπεμφθέν ερώτημα είναι πως το άρθρο 38(2) του νόμου 216/90 είναι αντισυνταγματικό, αφού προσκρούει στις διατάξεις του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος και στην Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.

 

                                           

                                     

                                                Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                Γ.Ν.  ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                     

 

 

 

 

 

ΣΦ.       

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο