ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A203
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2016)
31 Μαΐου 2017
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ, 2. FOCUS MARITIME CORP ΑΠΟ MARSHALL ISLAND KAI 3. MIHAIL ANDREI FOLE ΑΠΟ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ PROHIBITION Ή ΚΑΙ CERTIORARI
Εφεσείοντες/Αιτητές
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 15161/2016, ΗΜΕΡ. 3/10/2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΙΘΗΚΕ ΩΣ ΝΟΜΙΜΗ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ FOCUS MARITIME CORP KAI ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ MIHAIL ANDREI FOLE
---------
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους εφεσείοντες
----------
Ναθαναήλ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Μ. Χριστοδούλου, Γ.Ν. Γιασεμής και Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου. Εγώ θα δώσω δική μου απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια παραπομπής τους για δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε εντάλματα σύλληψης των κατηγορουμένων, νυν εφεσειόντων 1 και 3.
Η επίδοση του κατηγορητηρίου σ΄αυτούς έγινε στην Ελλάδα, με βάση τον περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής (Κυρωτικό) Νόμο του 2000, Ν. 2(ΙΙΙ)/2000 (εν τοις εφεξής ο «Νόμος του 2000»). Πρόκειται για Σύμβαση που έγινε στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959.
Οι εφεσείοντες ζήτησαν άδεια για καταχώριση αίτησης προς ακύρωση των ενταλμάτων σύλληψης με ένταλμα certiorari για διάφορους λόγους. Η αίτησή τους απερρίφθη και ακολούθησε η παρούσα έφεση με την οποία προώθησαν ένα εκ των λόγων εκείνων.
Συγκεκριμένα, εισηγήθηκαν πρωτόδικα και επαναλαμβάνουν τώρα, ότι, πέραν του Νόμου του 2000, στον οποίο δεν προβλέπονται οι συνέπειες της μη εμφάνισης μετά από επίδοση στην αλλοδαπή, εφαρμογή είχε ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος, Ν. 23(Ι)/2001 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος του 2001»), ο οποίος αποκλείει την έκδοση εντάλματος σύλληψης, ώστε να εξαναγκαστεί σε παρουσία ενώπιον του Δικαστηρίου, κατηγορουμένου στον οποίο το κλητήριο επιδόθηκε σε ξένη χώρα. Ειδικότερα, το άρθρο 4 ορίζει τα ακόλουθα:
«Επίδοση σε ξένη χώρα εγγράφων διαδικασίας της Δημοκρατίας
4.-(1) Σύμφωνα με διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να επιδοθεί σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα-
(α) Κλητήριο κατηγορουμένου,
(β) κλήση μάρτυρα,
για εμφάνιση του ενώπιον Δικαστηρίου της Δημοκρατίας.
(2) Επίδοση εγγράφων διαδικασίας με βάση το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας και συνεπώς παράλειψη συμμόρφωσης δε συνιστά καταφρόνηση δικαστηρίου και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασμό του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση να συμμορφωθεί με αυτό.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν επηρεάζουν τη μεταγενέστερη επίδοση στο εν λόγω πρόσωπο στη Δημοκρατία οποιουδήποτε εγγράφου διαδικασίας (συνεπαγόμενων όλων των επιπτώσεων μη συμμόρφωσης).»
Σε αντιδιαστολή, δυνατότητα σύλληψης και διακρατικής παράδοσης προς το σκοπό άσκησης ποινικής δίωξης δίδεται δια του μηχανισμού του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα τέτοιας διακρατικής σύλληψης και παράδοσης, με απλουστευμένους μεν όρους, επιφυλάσσοντας, όμως, έστω και περιορισμένα, ρόλο στο μηχανισμό δικαιοσύνης της άλλης χώρας.
Ήταν η εισήγηση των εφεσειόντων στα πλαίσια της αίτησής τους για άδεια, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο υπερέβη το δικαιοδοτικό του πλαίσιο με το να εκδώσει εντάλματα σύλληψης παρά τις νομοθετικές διατάξεις που απέκλειαν τούτο.
Ο αδελφός Δικαστής, που επιλήφθηκε πρωτοδίκως, δεν αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 4. Θεώρησε, απλώς, ότι, με δεδομένο το νομότυπο της επίδοσης - περί του οποίου δεν τέθηκε ζήτημα ενώπιον μας - παρείχετο στο Επαρχιακό Δικαστήριο, με βάση το άρθρο 44(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, η δυνατότητα έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Κατέληξε δε, ότι τέτοια δυνατότητα ενέπιπτε στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, χωρίς να υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.
Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται ενώπιον μας αφορά την ισχύ και τη σημασία του Νόμου του 2001, όπως προκύπτει, τόσο από τις πρόνοιες του και ειδικά του άρθρου 4, όσο και από την ένταξη του και τη θέση που κατέχει στο ευρύτερο πλαίσιο της δικαστικής συνδρομής σε ποινικά θέματα.
Θεμέλιο της δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις αποτελεί η Σύμβαση του 1959. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρα 67 παρ. 3, 70 και 82 παρ. 1), η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen (Κεφάλαιο 2, άρθρα 48-52) και η Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, δια της οποίας θεσμοθετήθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Ιδιαίτερης σημασίας, στα ίδια πάντα πλαίσια, είναι η Σύμβαση για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων της 29ης Μαΐου 2000 (Επίσημη Εφημερίδα C 197, 12.7.2000), στο Άρθρο 5 της οποίας της προβλέπεται η δυνατότητα αποστολής και επίδοσης διαδικαστικών εγγράφων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Σύμφωνα με την Πράξη του Συμβουλίου της 29.5.2000 για την κατάρτιση της εν λόγω Σύμβασης, αυτή έγινε για να βελτιωθούν οι κανόνες που διέπουν την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δε αναφέρεται στο προοίμιο της ίδιας της Σύμβασης, αυτή έγινε για να συμπληρωθεί η Σύμβαση του 1959.
Είναι σε αυτά τα πλαίσια που εντάσσεται ο Νόμος του 2001, ο σκοπός του οποίου ρητώς αναφέρεται στην έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το σχετικό νομοσχέδιο ως ακολούθως:
«Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η εισαγωγή νέας νομοθεσίας για διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα, που η Δημοκρατία έχει ήδη κυρώσει αλλά και για διευκόλυνση της εφαρμογής άλλων διμερών συμβάσεων.»
Η ίδια ρύθμιση, με παρόμοιο λεκτικό, έχει εισαχθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο (Crime (International Co-operation) Act 2003) Part 1, Chapter 1, 3(4)-(7)) προς διευκόλυνση της εφαρμογής του κεκτημένου αναφορικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, όπως είχε αναφερθεί στο νομοπαρασκευαστικό στάδιο (explanatory notes) και όπως αναγνωρίστηκε από τη νομολογία. Στην υπόθεση R (on the application of Ismail) v. Secretary of State for the Home Department [2016] UKSC 37, ελέχθη ότι η Σύμβαση της 29ης Μαΐου 2000 είναι συμπληρωματική της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1959, η οποία αποτελεί «the primary European instrument providing a framework for mutual legal assistance between EU member states. This is supplemented by the European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters (Council Acts of 29 May 2000).».
Ως εκ των άνω, φαίνεται εκ πρώτης όψεως, εξετάζοντας το ζήτημα για τους σκοπούς παροχής άδειας, να προκύπτει ένταξη του Νόμου του 2001 στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις ως αναπόσπαστο μέρος των ρυθμίσεων που συμπληρώνουν και συγκεκριμενοποιούν το βασικό πλαίσιο. Ρητή δε είναι η πρόνοια του άρθρου 15(1)(α) του εν λόγω Νόμου (πεδίο εφαρμογής του Νόμου) σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεπώς, εγείρεται το ερώτημα που τέθηκε πρωτοδίκως, χωρίς όμως να κριθεί, το οποίο έγκειται στο κατά πόσο το ζήτημα του εξαναγκασμού σε παρουσία κατηγορουμένου, στον οποίο το κατηγορητήριο επιδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να διαβάζεται υπό το φως του εδαφίου (2) του άρθρου 4. Σ΄αυτά τα πλαίσια σχετική φαίνεται να είναι και η πρόνοια του εδαφίου (3) του άρθρου 4, ως προς την οποία διατυπώθηκε η άποψη ότι έχει την έννοια πως ακόμα και αν ο κατηγορούμενος μεταβεί αργότερα οικειοθελώς στη χώρα όπου εκκρεμεί υπόθεση εναντίον του, για την οποία τού έγινε επίδοση σε άλλη χώρα, δεν μπορεί να συλληφθεί, εκτός εάν διενεργηθεί μεταγενέστερη επίδοση. Αναφέρεται στο Renton and Brown Criminal Procedure Legislation, A145-008, με αναφορά στην αντίστοιχη πρόνοια του Crime (International Co-operation) Act 2003, ότι:
«Even if the person concerned subsequently goes voluntarily to the country concerned (e.g. on business or on holiday) he should not be penalised for his failure to comply with the process without being served with it afresh and thus given an opportunity to comply.»
Περαιτέρω, θα πρέπει να υποδειχθεί ως σχετική και ενδεικτική η επιφύλαξη που διατήρησε ο Νόμος του 2001 υπέρ των προσώπων στα οποία γίνεται επίδοση εντός της Δημοκρατίας. Στο άρθρο 3(5) προβλέπεται ότι η επίδοση κλητηρίου ή άλλου εγγράφου διαδικασίας σε πρόσωπο στη Δημοκρατία με το οποίο καλείται να εμφανιστεί ως κατηγορούμενος ή ως μάρτυρας σε διαδικασία σε ξένη χώρα, δεν επιβάλλει υποχρέωση δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας στο άτομο που το παρέλαβε, να συμμορφωθεί με αυτό.
Ως εκ των άνω, φαίνεται να εγείρεται εκ πρώτης όψεως ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας και ως εκ τούτου θα πρέπει να παρασχεθεί άδεια για να εξεταστεί περαιτέρω.
Παρέχουμε άδεια για καταχώριση αίτησης certiorari σε σχέση με το λόγο που ως άνω εξετάσαμε, η οποία να καταχωριστεί εντός 15 ημερών. Στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση των επιδίκων ενταλμάτων σύλληψης μέχρι της εκπνοής του χρόνου που έχει ορισθεί για την υποβολή της αίτησης και εφόσον υποβληθεί, μέχρι της αποπεράτωσης της εκδίκασής της.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2016)
31 Μαΐου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΑΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ, 2. FOCUS MARITIME CORP ΑΠΟ MARSHALL ISLANDS ΚΑΙ 3. MIHAIL ANDREI FOLE ΑΠΟ ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
PROHIBITION ΚΑΙ Η CERTIORARI
Εφεσείοντες/Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 15161/2016, ΗΜΕΡ. 3/10/2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΙΘΗΚΕ ΩΣ ΝΟΜΙΜΗ Η ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ
ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ FOCUS MARITIME CORP ΚΑΙ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ ΚΑΙ
MIHAIL ANDREI FOLE
-------------------------------------------------
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Εφεσείοντες.
------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Από τα όλα δεδομένα προκύπτει ότι για την επίδοση του κατηγορητηρίου στην Ελληνική Δημοκρατία χρησιμοποιήθηκε ο μηχανισμός που προβλέπεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικός) Νόμος Αρ. 2(ΙΙΙ)/2000. Η επίδοση των εγγράφων έγινε κανονικά δυνάμει των προνοιών της εν λόγω Σύμβασης και το δεδομένο αυτό, ενώ αρχικά είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, εν τέλει εγκαταλείφθηκε κατά τη διαδικασία της έφεσης. Εκείνο που προέκυψε ως σημείο αντιπαράθεσης αφορούσε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς έκδοση ενταλμάτων σύλληψης των κατηγορουμένων εφόσον μετά τη δέουσα επίδοση σε αυτούς στην Ελλάδα, οι κατηγορούμενοι δεν εμφανίσθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αλλά εκπροσωπήθηκαν μόνο από δικηγόρους.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με τη σχετική απόφαση του ημερ. 3.10.2016, εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης που ζητούνταν δεδομένου ότι οι συνήγοροι που εμφανίζονταν για τους κατηγορουμένους δεν δεσμεύτηκαν όπως τους παρουσιάσουν στην επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα εντάλματα σύλληψης σκοπούσαν στην εξασφάλιση της παρουσίας των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο για σκοπούς παραπομπής της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο. Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε η Πολιτική Αίτηση αρ. 125/2016, με την οποία επιδιώχθηκε η έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό να ακυρωθεί η επίδοση του κατηγορητηρίου και τα συνακόλουθα εντάλματα σύλληψης, με αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για τους λόγους που κατέγραψε και οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν στο ότι δεν ενεργοποιείτο η προνομιακή διαδικασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον δεν φαινόταν να υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, ενώ υπήρχε εναλλακτικό ένδικο μέσο, και, ταυτόχρονα, δεν είχε καταδειχθεί η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούσαν παρέκκλιση από τον κανόνα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε το αυτονόητο από τη νομολογία, ότι οι αιτήσεις για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν υπεισέρχονται στην ορθότητα της κρινόμενης απόφασης, αλλά περιορίζονται στην εξέταση της νομιμότητας της απόφασης. Αφού απέρριψε τις θέσεις που προβλήθηκαν ότι η επίδοση δεν ήταν ορθή, έκρινε στη συνέχεια, ότι δεν διαπιστώνετο οποιοδήποτε λάθος στην προσέγγιση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, δεδομένου ότι δεν ήταν αρκετή η εκπροσώπηση τους από δικηγόρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στα άρθρα 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, κατέληξε «...ότι προέκυπτε αδιαμφισβήτητα η αναγκαιότητα της φυσικής, αυτοπρόσωπης, παρουσίας των κατηγορουμένων προκειμένου να διασφαλιστεί, με τους κατάλληλους όρους, η αυτοπρόσωπη παρουσία τους και ενώπιον του Κακουργιοδικείου.».
Πρόσθετα το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση για λήψη άδειας, δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε προφανές νομικό σφάλμα ή υπέρβαση εξουσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ως παραπέμπον Δικαστήριο, όφειλε να εκπληρώσει το καθήκον του διασφαλίζοντας την παρουσία των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου, είτε με την επιβολή εγγύησης, είτε υπό όρους, είτε ακόμη και διατάσσοντας την κράτηση τους. Από τη στιγμή που υπήρξε νομότυπη επίδοση του κατηγορητηρίου, παρείχετο κατ΄ ακολουθίαν του άρθρου 44(1) του Κεφ. 155, η δυνατότητα έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης. Πρόκειτο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το Επαρχιακό Δικαστήριο που δεν ενέπιπτε στο πλαίσιο ελέγχου μέσω προνομιακού εντάλματος.
Η έφεση που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιορίστηκε, όπως ήδη λέχθηκε, εν τέλει, ως προς το ζήτημα που κάλυπτε ο δεύτερος λόγος έφεσης με το αιτιολογικό της παραγράφου (α). Ότι, δηλαδή, δεν ήταν νόμιμη η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και εσφαλμένα υπερβαίνοντας το δικαιοδοτικό του πλαίσιο το Επαρχιακό Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση τους. Η ουσιαστική επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, όπως απορρέει και από την αιτιολογία του σχετικού λόχου έφεσης, είναι ότι θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος αρ. 23(Ι)/2001, στη βάση του άρθρου 4(2) του οποίου, η επίδοση εγγράφων διαδικασίας σε ξένη χώρα με βάση το άρθρο εκείνο, «.. δεν επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης δυνάμει οποιουδήποτε νόμου της Δημοκρατίας και συνεπώς παράλειψη συμμόρφωσης δεν συνιστά καταφρόνηση Δικαστηρίου και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασμό του προσώπου στο οποίο γίνεται η επίδοση να συμμορφωθεί με αυτό.». Η επιχειρηματολογία συνεχίστηκε με την εισήγηση ότι η Σύμβαση με το Νόμο αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, δεν προβλέπει για τις τυχόν συνέπειες μη συμμόρφωσης μετά την επίδοση των ενταλμάτων ή των άλλων δικαστικών εγγράφων. Επομένως, το υπό εξέταση ζήτημα της δικαιοδοσίας της έκδοσης εντάλματος σύλληψης δεν καλύπτεται από την εν λόγω Σύμβαση, και, εν προκειμένω, θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής η Σύμβαση του Νόμου αρ. 23(Ι)/2001 που δεν επιβάλλει την αυτοπρόσωπη παρουσία κατηγορουμένου ενώπιον Δικαστηρίου για σκοπούς συμμόρφωσης ως αποτέλεσμα της επίδοσης κατηγορητηρίου στο άτομο αυτό.
Ο Νόμος αρ. 23(Ι)/2001 έχει, κατά την εισήγηση, ευρύ πεδίο κάλυψης εφόσον με το άρθρο 15, οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε αιτήματα από και προς όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις καθορισμένες χώρες της Κοινοπολιτείας και τις χώρες με τις οποίες η Δημοκρατία έχει συνάψει διμερείς Συμβάσεις ή δεσμεύεται από πολυμερείς διεθνείς Συμβάσεις συνεργασίας σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης. Σκοπός του εν λόγω Νόμου είναι να ρυθμίσει ζητήματα που αφορούν διασυνοριακές επιδόσεις. Οι πρόνοιες του επομένως τυγχάνουν εφαρμογής, συμπληρώνοντας τις διατάξεις του Νόμου αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, με προέκταση στο ότι οι πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής. Ο Νόμος δεν προβλέπει περί της επίδοσης εγγράφων, αλλά για τις συνέπειες της επίδοσης. Οι Νόμοι αρ. 2(ΙΙΙ)/2000 και 23(Ι)/2001, πρέπει, κατ΄ ακολουθίαν, να τυγχάνουν κοινής ανάγνωσης.
Κατ΄ επέκταση εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως μη εφαρμόσιμο το Νόμο αρ. 23(Ι)/2001, θεωρώντας ορθή τη νομική βάση επί της οποίας το Επαρχιακό Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης, προκύπτει προφανές νομικό σφάλμα και υπέρβαση δικαιοδοσίας.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την τεθείσα επιχειρηματολογία. Είναι παράδοξη η θέση ότι επειδή ο Νόμος αρ. 2(ΙΙΙ)/2000 δεν προνοεί για τις συνέπειες της επίδοσης στην αλλοδαπή κατηγορητηρίου ή άλλου δικαστικού εγγράφου, πρέπει να ακολουθηθεί ο Νόμος αρ. 23(Ι)/2001, ο οποίος είναι συμπληρωματικός. Η επίδοση έγινε με το μηχανισμό του Νόμου αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, ο οποίος είναι κυρωτικός της σχετικής Ευρωπαϊκής Σύμβασης («European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters»), που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 17.3.1978, ως προέκταση της προηγούμενης Σύμβασης ημερ. 13.12.1957. Υπογράφηκε από τη Δημοκρατία στις 27.3.1996, κυρώθηκε στις 24.2.2000 και τέθηκε σε ισχύ στις 24.5.2000. Η Δημοκρατία της Ελλάδας, την υπέγραψε στις 20.4.1959, την κύρωσε στις 23.2.1962 και την έθεσε σε ισχύ στις 12.6.1962. Ο Νόμος αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, δημοσιεύτηκε στις 28.1.2000.
Από την άλλη, ο Νόμος αρ. 23(Ι)/2001, δημοσιεύτηκε στις 9.3.2001. Προνοεί για Διεθνή Συνεργασία σε Ποινικά Θέματα, δεν είναι ο ίδιος κυρωτικός κάποιας Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ούτε αναφέρεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε προηγούμενη ή άλλη ρύθμιση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε Ευρωπαϊκής Ενώσεως, είτε Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν συνδέεται με, ούτε αναφέρεται στον προηγηθέντα κυρωτικό Νόμο της Σύμβασης αρ. 2(ΙΙΙ)/2000. Μόνο στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, γίνεται μια γενικόλογη αναφορά ότι σκοπός του είναι η εισαγωγή νέας νομοθεσίας για διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα που η Δημοκρατία έχει κυρώσει. Χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση ή λεπτομέρεια. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι εκθέσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ή, οι τοποθετήσεις των βουλευτών, δεν αποτελούν εργαλεία για ερμηνεία νομοθετημάτων, (Maxwell on Interpretation of Statutes 12η έκδ. σελ. 50-51). Ακόμη και μετά τη σχετική χαλάρωση, η νέα αντίληψη που επικρατεί (Bennion: Statutory Interpretation 2η έκδ. σελ. 469-478), είναι ότι η αποδοχή των εκθέσεων αυτών επαφίεται στο Δικαστήριο. Η επιφανειακή όμως και αόριστη αναφορά στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αρκεί εν προκειμένω ως βοηθητικό ερμηνευτικό εργαλείο.
Υπενθυμίζεται και τονίζεται ότι η επίδοση του κατηγορητηρίου ζητήθηκε και έγινε δυνάμει του Νόμου αρ. 2(ΙΙΙ)/2000 και όχι δυνάμει του Νόμου αρ. 23(Ι)/2001, (δέστε και Αίτηση του Ευθύμιου Μπουλούτα κ.ά., Πολιτική Αίτηση αρ. 30/16, ημερ. 23.2.2016), ο οποίος, αντίθετα προς τη θέση των εφεσειόντων, προβλέπει περί της επίδοσης εγγράφων είτε από την αλλοδαπή προς τη Δημοκρατία είτε αντίστροφα, με τα άρθρα 3 και 4, ενώ προβλέπεται και στα άρθρα 5, 6, 7 και 8, η περίπτωση επίδοσης έγγραφου αιτήματος για λήψη μαρτυρίας. Αν ο Νόμος αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, δεν προβλέπει για τα επόμενα της επίδοσης, (όπως τονίζεται στην εισήγηση των εφεσειόντων), ούτε και ο Νόμος αρ. 23(Ι)/2001, προβλέπει για τις συνέπειες μη συμμόρφωσης ως εκ της άρνησης συμμόρφωσης με επιδοθέν κατηγορητήριο. Εφόσον σκοπός και των δύο Νόμων είναι η παροχή συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ κρατών σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης, πρόδηλα δεν μπορεί ο ένας Νόμος να εξουδετερώνει τον άλλο, ή, να τον καθιστά ανενεργό ως προς τις επιπτώσεις μη συμμόρφωσης, επιτυγχάνοντας έτσι όχι τη συμπλήρωση, αλλά τη δημιουργία προβλημάτων.
Ο Νόμος αρ. 2(ΙΙΙ)/2000, δεν απενεργοποιεί συνεπώς τις πρόνοιες της ημεδαπής νομοθεσίας και ιδιαιτέρως του Κεφαλαίου 155. Ούτε βεβαίως τις καταργεί. Η υποχρέωση εμφάνισης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν δεδομένη στη βάση της νομότυπης και μη αμφισβητούμενης πλέον επίδοσης που έγινε στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο σκοπός της παροχής συνδρομής σε ποινικά θέματα και σ΄ αυτό στόχευε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση, κυρωθείσα διά του Νόμου αρ. 2(ΙΙΙ)/2000. Η άρνηση, και μάλιστα, χωρίς ουσιαστικό λόγο, παρουσίας των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο, με μόνη την πρόταξη της μη υποχρεωτικής συμμόρφωσης τους με τα εντάλματα σύλληψης δυνάμει των προνοιών του Νόμου αρ. 23(Ι)/2001, και τη σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ, εκθεμελιώνει αυτή την ίδια τη δικαστική συνδρομή. Καταστρατηγείται έτσι η ίδια η απαίτηση επί του Ποινικού Εντύπου αρ. 9, το οποίο δεόντως επιδόθηκε, δυνάμει του οποίου απαιτείται η παρουσία των κατηγορουμένων αυτοπροσώπως. Διερωτάται κανείς τι αμοιβαία δικαστική συνδρομή υπάρχει στην πράξη όταν δεν είναι δυνατή η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης, δυνάμει της οικείας νομοθεσίας. Αν σκοπός ήταν να ακολουθήσει η έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αυτό θα έπρεπε να καθίστατο σαφέστατο από τον ίδιο το Νόμο αρ. 23(Ι)/2001.
Η Σύμβαση για την Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικά Θέματα Μεταξύ Χωρών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters between the Member States of the European Union») της 29.5.2000, (2000 / C 197/01), στην οποία δεν αναφέρεται η επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, ούτε πρωτοδίκως, ούτε κατ΄ έφεση, δεν έχει διαφοροποιήσει τα πράγματα. Η, κατά το Προοίμιο, έκφραση αποφασιστικότητας προς συμπλήρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1959 και άλλων σχετικών Συμβάσεων, δεν προσθέτει οτιδήποτε το ιδιαίτερο με αναφορά στο υπό κρίση εγερθέν ζήτημα. Πέραν του ότι, επαναλαμβάνεται, ο Νόμος αρ. 23(Ι)/2001, δεν στηρίζεται ούτε και αναφέρεται σ΄ αυτήν, η εν λόγω Σύμβαση δεν προνοεί οτιδήποτε περί των συνεπειών μη συμμόρφωσης. Το άρθρο 5 προνοεί για την αποστολή και επίδοση των εγγράφων, τον τρόπο διαβίβασης και θέτει εχέγγυα για ορθή επίδοση. Το άρθρο 6 αφορά τη διαβίβαση παρακλήσεων για αμοιβαία συνδρομή. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Σύμβαση αυτή που να προβλέπει για τις συνέπειες μετά την επίδοση.
Επομένως, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ως ζήτημα διακριτικής ευχέρειας ότι οι αιτητές θα έπρεπε να ήσαν ενώπιον του ως κατηγορούμενα άτομα, έχοντας μάλιστα προς τούτο και δικαίωμα, όπως αναλύεται από τη νομολογία την οποία παραθέτει η σχετικά πρόσφατη απόφση στη Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσίτων, Ποινική Έφεση αρ. 100/14, ημερ. 27.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:D448. Ευχέρεια που ασκήθηκε υπό το φως ότι η εναντίον τους υπόθεση ήταν σοβαρής μορφής, τέτοιας που θα παραπεμπόταν στο Κακουργιοδικείο. Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι έχουν δικαίωμα να ακουστούν και όφειλαν να ήταν παρόντες. Ποινικές δίκες εξ αποστάσεως δεν είναι νοητές. Κατά τη συζήτηση της έφεσης δεν τέθηκε πλέον λόγος σε σχέση με το δικαίωμα των εφεσειόντων να εκπροσωπούνται για όλους τους σκοπούς μόνο από τους συνηγόρους τους, κατά τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Ούτε το σχετικό Περίγραμμα τους εμπεριέχει πλέον τέτοιο λόγο.
Επανατονίζεται ότι η φύση της υπό εξέταση δικαιοδοσίας είναι προνομιακή. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ελέγχει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας τον κατώτερου Δικαστηρίου, ή τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε να χειριστεί συγκεκριμένη υπόθεση, (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442 και Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Κατά συνέπεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ενήργησε μη παρέχοντας άδεια.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ
/ΚΧ»Π