ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παναγή, Περσεφόνη Σταματίου, Κατερίνα Χρ. Κληρίδης με Ν. Πιριλίδη, για τους Εφεσείοντες. Έλλη Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-05-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΙΡΖΗ κ.α. ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 34/2011, 19/5/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A182

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 34/2011)

 

19 Μαίου, 2017.

 

[Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Π. ΠΑΝΑΓΗ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/Δ]

 

  1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΙΡΖΗ,
  2. ΕΛΕΝΑ ΚΙΡΖΗ,
  3. ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσειόντων/Εναγόντων

 

-      ΚΑΙ -

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου,

-------------------

Χρ. Κληρίδης με Ν. Πιριλίδη, για τους Εφεσείοντες.

Έλλη Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

-------------------

  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.

-------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Αντικείμενο της έφεσης είναι η απορριπτική απόφαση του  Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού της αγωγής με αρ. 5334/2007 που καταχώρησαν οι εφεσείοντες εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, διεκδικώντας αποζημιώσεις δυνάμει του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Η βάση της αγωγής ήταν η άρνηση του Διευθυντή του Κτηματολογίου να δεχθεί τη διαγραφή πωλητηρίου εγγράφου κτήματος των εφεσειόντων, το οποίο ήταν κατατεθειμένο ως εμπράγματο βάρος του κτήματος, δυνάμει του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα, όπως παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, οι εφεσείοντες αρχικά πώλησαν το εν λόγω κτήμα τους στην ομόρρυθμη εταιρεία Lidl Cyprus (στο εξής «Lidl») δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 20.7.2005, όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, στις 17.3.2006 και 19.5.2006  (στο εξής «το αγοραπωλητήριο»).  Αποτελούσε όρο του αγοραπωλητηρίου ότι σε περίπτωση μη εξασφάλισης μέχρι την 19.7.2007 των απαραίτητων πολεοδομικών αδειών και/ή αδειών οικοδομής, αυτό θα θεωρείτο ως εξυπαρχής άκυρο.  Η Lidl ανέλαβε, δυνάμει του αγοραπωλητηρίου, την υποχρέωση να υπογράψει και παραδώσει στους εφεσείοντες ή και σε εκπρόσωπό τους, ανέκκλητο ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο να εξουσιοδοτούνται οι εφεσείοντες ή ο εκπρόσωπος τους να αποσύρουν το αγοραπωλητήριο από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, στο οποίο είχε κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Μαζί με το εν λόγω αγοραπωλητήριο - το οποίο με την κατάθεση του έλαβε τον αριθμό ΠΩΕ 1309/05 - κατατέθηκε και απόφαση των συνεταίρων της Lidl ημερομηνίας 4.7.2005.   Τόσο το αγοραπωλητήριο όσο και οι τροποποιήσεις του καθώς και τα κατά καιρούς καταρτισθέντα, εκ μέρους της Lidl, πληρεξούσια έγγραφα, υπεγράφησαν από τους κ.κ. Μιχάλη Φώλια και Βασίλη Παπαδόπουλο, μέσω των οποίων η Lidl πάντοτε ενεργούσε, οι οποίοι όμως δεν είναι συνέταιροι της. Οι προαναφερόμενοι, κ.κ. Φώλιας και Παπαδόπουλος, υπέγραψαν και το τελευταίο ανέκκλητο πληρεξούσιο που δόθηκε στους εφεσείοντες, στο οποίο ως φέρουσα εξουσιοδότηση από τη Lidl, κατονομάζεται η κα Μαρίκα Σοφοκλέους.  Με αυτό, σημειώνουμε, παρουσιάζεται ότι η κα Σοφοκλέους εξουσιοδοτείτο, μεταξύ άλλων, να αποσύρει το αγοραπωλητήριο έγγραφο από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, μετά από γραπτή εντολή των πωλητών (εφεσειόντων).

 

Η μη εξασφάλιση των πολεοδομικών αδειών και αδειών οικοδομής για το κτήμα των εφεσειόντων μέχρι την 19.7.2007 κατέστησε το αγοραπωλητήριο εξυπαρχής άκυρο. Την επομένη, οι δικηγόροι των εφεσειόντων απέστειλαν τηλεομοιότυπο επιστολή προς το Διευθυντή του Κτηματολογίου, καλώντας τον να προβεί στην άμεση ακύρωση της εγγραφής του αγοραπωλητηρίου, επισυνάπτοντας αντίγραφο του μαζί με αντίγραφο επιστολής των δικηγόρων των εφεσειόντων προς τους δικηγόρους της Lidl, σε απάντηση δικής τους επιστολής ημερομηνίας 11.7.2007.  Σημειώνουμε εδώ ότι με την επιστολή των δικηγόρων της Lidl, ημερομηνίας 11.7.2007, καλούνταν οι εφεσείοντες να παρουσιαστούν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού κατά συγκεκριμένη ημέρα και ώρα με σκοπό τη μεταβίβαση του κτήματος  προς τη Lidl.  Ακολούθως, στις 23.7.2007, παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού η          κα Μαρίκα Σοφοκλέους, για να αποσύρει το αγοραπωλητήριο με επιστολή της, ιδίας ημερομηνίας, στην οποία επισυνάπτονταν αντίγραφα του  αγοραπωλητηρίου και του πληρεξουσίου εγγράφου καθώς και γραπτή εντολή των εφεσειόντων, αντιμετώπισε όμως την άρνηση του Διευθυντή του Κτηματολογίου Λεμεσού (στο εξής «ο Διευθυντής»). Στη συνέχεια, ο τελευταίος πληροφόρησε τους εφεσείοντες με επιστολή του ημερομηνίας 25.7.2007, ότι η απόσυρση και διαγραφή του αγοραπωλητηρίου, θα μπορούσε να γίνει «με τη γραπτή συγκατάθεση των αγοραστών ή πληρεξουσίου αντιπροσώπου των ή με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου της επαρχίας εντός της οποίας, κείται το ακίνητο που βαρύνεται με το αγοραπωλητήριο έγγραφο».

 

Οι εφεσείοντες επανήλθαν με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 6.8.2007 πληροφορώντας τον  Διευθυντή για την πώληση του παραπάνω κτήματος τους σε τρίτο αγοραστή για το ποσό των Λ.Κ.7.000.000.  Ταυτοχρόνως,  προειδοποίησαν ότι σε περίπτωση καθυστέρησης στη διαγραφή και ακύρωση της κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου εκ μέρους του, πέραν της 10.8.2007, η πώληση αυτή δυνατό να ακυρωνόταν και, σε τέτοια περίπτωση, θα καλείτο η Δημοκρατία να πληρώσει αποζημίωση εκ Λ.Κ.2.000.000.   Με επιστολή του ημερομηνίας 9.8.2007, ο Διευθυντής πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι το πληρεξούσιο έγγραφο που είχαν αποστείλει δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό καθότι δεν είχε προσκομιστεί οποιοδήποτε έγγραφο με το οποίο να εξουσιοδοτούνται, εκ μέρους της Lidl, οι κ.κ. Φώλιας και Παπαδόπουλος για να διορίσουν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο με σκοπό την απόσυρση του αγοραπωλητηρίου.  Επισημάνθηκε, παράλληλα, πως το μόνο έγγραφο που είχε προσκομιστεί αφορούσε τη σύναψη και υπογραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου.  Με επόμενη επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων, επίσης ημερομηνίας 9.8.2007, αυτοί επέστησαν την προσοχή του Διευθυντή στη ζημιά που θα υφίσταντο σε περίπτωση ματαίωσης της πώλησης του κτήματος στον νέο αγοραστή, ότι η άρνηση του να πράξει όπως του είχε ζητηθεί ήταν παράνομη και πως στο ίδιο το αγοραπωλητήριο γίνεται ρητή αναφορά στην αναληφθείσα υποχρέωση της Lidl να υπογράψει και να παραδώσει στους εφεσείοντες ή σε εκπρόσωπό τους, το πληρεξούσιο. Ο Διευθυντής επιφυλάχθηκε να εξασφαλίσει περαιτέρω οδηγίες και να τους ενημερώσει ανάλογα.  Την ίδια απάντηση έδωσε στους εφεσείοντες όταν, με επιστολή των δικηγόρων τους ημερομηνίας 24.8.2007, έδωσαν τελευταία προθεσμία επτά ημερών για την ακύρωση της εγγραφής του αγοραπωλητηρίου, αλλά μέχρι την καταχώρηση της αγωγής ο Διευθυντής ουδέν έπραξε.

 

Η πώληση του κτήματος των εφεσειόντων προς τρίτους έναντι τιμήματος πώλησης Λ.Κ.7.000.000, έγινε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 1.8.2007, ρητός όρος της οποίας ήταν ότι σε περίπτωση μη απόσυρσης του  αγοραπωλητηρίου εγγράφου μέχρι την 10.8.2007, ο νέος αγοραστής θα είχε το δικαίωμα να θεωρήσει και μεταχειριστεί την νέα αγοραπωλησία ως άκυρη εξ υπαρχής.  Παρόλο που η προθεσμία αυτή παρατάθηκε μέχρι την 31.8.2007, η νέα αγοραπωλησία τερματίστηκε τελικά στις 3.9.2007 από τον νέο αγοραστή, λόγω της άρνησης του Διευθυντή να προχωρήσει στην ακύρωση και διαγραφή της κατάθεσης του αγοραπωλητηρίου, προς ζημιά των εφεσειόντων ύψους Λ.Κ.2.000.000.  Σύμφωνα δε με εύρημα του Δικαστηρίου, στη βάση της μαρτυρίας της εφεσείουσας 2, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη, δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια είτε από τους εφεσείοντες προσωπικά είτε μέσω των δικηγόρων τους «να θέσουν σοβαρά εκ νέου στην Lidl το θέμα όπως προέκυπτε από την άρνηση του Κτηματολογίου να δεχθεί το πληρεξούσιο για ακύρωση της εγγραφής της πώλησης επ' ωφελεία της Lidl, ούτε και κινήθηκαν εναντίον της Lidl είτε δι'επιστολής είτε νομικά για να πετύχουν λήψη άλλου πληρεξουσίου το οποίο να μη αντιμετωπίζετο αρνητικά από το Κτηματολόγιο.»

 

Ως έχει αναφερθεί, η αγωγή των εφεσειόντων ερειδόταν στο ’ρθρο 172 του Συντάγματος[1] και έτσι προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο παρέπεμψε για το περιεχόμενο και την ερμηνεία του ’ρθρου 172, στο σύγγραμμα του Α. Ν. Λοίζου, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (σελ. 405) και σε νομολογία.  

 

Σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Georghiou v Attorney General (1982) 1 CLR 938 και  Alexandrou v. Attorney General  (1983) 1 C.L.R. 41, για να ευθύνεται η Δημοκρατία δυνάμει του ’ρθρου 172 του Συντάγματος, πρέπει, πρωτίστως, να υπάρχει άδικη πράξη ή παράλειψη· άδικη είναι η πράξη η οποία έχει διαπραχθεί χωρίς εξουσιοδότηση από το νόμο· όταν μια πράξη βασίζεται στο νόμο, καμιά ευθύνη δεν μπορεί να βαρύνει τη Δημοκρατία. Δεύτερον, η άδικη πράξη ή παράλειψη πρέπει να έχει προκαλέσει ζημιά.  Τρίτον, η ζημιογόνα πράξη πρέπει να έχει τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του λειτουργού ή κατ' επίκληση της άσκησης των καθηκόντων αυτών·  η Δημοκρατία ευθύνεται για πράξεις που έγιναν κατά την άσκηση των καθηκόντων του λειτουργού όταν αυτός αποκλίνει, υπερβαίνει ή καταχράται την εξουσία του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του· η «κατ' επίκληση άσκηση καθήκοντος» (purported exercise of duty) συμπεριλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου ο λειτουργός, ενώ φαίνεται να ασχολείται με τη διαδικασία εκτέλεσης των καθηκόντων του, δεν ενεργεί κατά τον τρόπο αυτό σύμφωνα με το νόμο ή τα γεγονότα (as a matter of law or fact)· η κατάχρηση εξουσίας βρίσκεται στη ρίζα της ευθύνης του Κράτους δυνάμει του ’ρθρου 172. 

 

Όπως αναφέρεται στο παραπάνω σύγγραμμα, η φράση «κατ' επίκληση ασκήσεως των καθηκόντων των», περικλείει «άδικες πράξεις» μέσα στην έννοια του άρθρου 172.  Η λέξη άδικη, «υποδηλοί ότι η πράξη έγινε χωρίς εξουσιοδότηση ή δικαίωση από νόμο.Η υπέρβαση εξουσίας ή αξιώματος είναι η βάση της ευθύνης της Δημοκρατίας».     

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την περί του αντιθέτου εισήγηση των εφεσειόντων, έκρινε πως η πράξη του Διευθυντή και κατ' επέκταση του εφεσίβλητου, δεν ήταν παράνομη ή άδικη.   Όπως το έθεσε το Δικαστήριο, «ο διευθυντής καθηκόντως έχει υποχρέωση να κρίνει τη βασιμότητα πληρεξουσιοδότησης, εξουσία που του παρέχεται, ειδικά όταν δι' αυτής "εκποιούνται" δικαιώματα (ως η εγγραφή πώλησης)», και αυτό είχε κάνει σε σχέση με το πληρεξούσιο που του παρουσίασε η κα Σοφοκλέους, το οποίο θεώρησε ανεπαρκές ή μη βάσιμοΣτα πλαίσια εξέτασης του θέματος, απασχόλησε το Δικαστήριο και η διατύπωση της απόφασης των συνεταίρων της Lidl ημερομηνίας 4.7.2005 με την οποία εξουσιοδοτούνταν οι κ.κ. Φώλιας και Παπαδόπουλος να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες εξ ονόματος της, καταλήγοντας ότι η εξουσιοδότηση των προαναφερομένων προσώπων αφορούσε «κάθε πράξη για τελειοποίηση της αγοραπωλησίας και όχι για την ακύρωση της.  Δικαίως και ορθώς ο διευθυντής διερεύνησε το θέμα και ορθώς απέρριψε το πληρεξούσιο». Η διορισθείσα δε από τους κ.κ. Φώλια και Παπαδόπουλο αντιπρόσωπος τους, για να αποσύρει το αγοραπωλητήριο, κα Σοφοκλέους, δεν είχε εξουσία να ενεργήσει κάτι για το οποίο οι ίδιοι δεν είχαν πρωτογενή εξουσία να πράξουν.   Απέρριψε, το Δικαστήριο, τη θέση των εφεσειόντων ότι με βάση την αναληφθείσα υποχρέωση της Lidl με τον όρο 20 του αγοραπωλητηρίου[2], να υπογράψει και παραδώσει στους εφεσείοντες ή σε εκπρόσωπό τους πληρεξούσιο με το οποίο εξουσιοδοτούνταν να αποσύρουν το αγοραπωλητήριο από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, το πληρεξούσιο αποτελούσε μέρος ή και συνέχεια του αγοραπωλητηρίου, το οποίο εκτελέστηκε με την υπογραφή των            κ.κ. Φώλια και Παπαδόπουλου και κατατέθηκε, με την έγκριση του Διευθυντή, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.  Τέλος, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι οι εφεσείοντες «δεν μπορούσαν απλώς να προσφύγουν στην ίδια τη Lidl που ήταν, εν τελευταία ανάλυση, οι αντισυμβαλλόμενοι τους και θα είχαν την υποχρέωση να τους εξασφαλίσουν πληρεξούσιο που ο διευθυντής Κτηματολογίου θα αποδεχόταν, ώστε να αποφύγουν την ζημιά .», θεωρώντας ότι οποιαδήποτε άλλη αντίκρυση θα αντιστρατευόταν την λογική.   

 

Την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου και των παραπάνω ευρημάτων και συμπερασμάτων του οι εφεσείοντες αμφισβητούν με έξι λόγους έφεσης στα πλαίσια των οποίων επαναλαμβάνουν και αναπτύσσουν, ουσιαστικά, τα όσα υποστήριξαν πρωτόδικα και απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  

 

Εξετάζοντας τα εγειρόμενα με την έφεση θέματα, κρίνουμε σκόπιμο να διατυπώσουμε ευθύς εξαρχής τη διαφωνία μας με τη θέση των εφεσειόντων ότι από τη στιγμή που παρουσιάζεται ενώπιον του Διευθυντή του Κτηματολογίου πληρεξούσιο έγγραφο εκ μέρους ενός αγοραστή και δεν τίθεται θέμα για τη γνησιότητα του, ο Διευθυντής δεν μπορεί να μη το δεχθεί. Η δυνατότητα του Διευθυντή του Κτηματολογίου να διενεργήσει έλεγχο δεν περιορίζεται στη γνησιότητα της υπογραφής ή των υπογραφών που εμφανίζονται στο πληρεξούσιο έγγραφο, όπως οι εφεσείοντες εισηγούνται.  Είναι αυτονόητο πως στα καθήκοντα του είναι, μεταξύ άλλων, και ο έλεγχος της βασιμότητας του πληρεξουσίου όταν παρουσιάζεται ότι το πρόσωπο που παραχωρεί το πληρεξούσιο ενεργεί για λογαριασμό τρίτου, νομικού ή φυσικού προσώπου ή όταν εκποιούνται δικαιώματα, όπως είναι η περίπτωση μας.   Ο έλεγχος επεκτείνεται τόσο στην εξουσία του προσώπου που παραχωρεί το πληρεξούσιο όσο και στο περιεχόμενο και την έκταση των εξουσιοδοτουμένων ενεργειών. Αν ικανοποιηθεί ο Διευθυντής για τη βασιμότητα και την επάρκεια του πληρεξουσίου, μπορεί να αποσυρθεί το αγοραπωλητήριο ως εμπράγματο βάρος από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο. Η αναγνώριση από το Διευθυντή, όπως τη χαρακτηρίζουν οι εφεσείοντες, ότι η διαγραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από εμπράγματο βάρος μπορεί να γίνει με τη συγκατάθεση πληρεξουσίου αντιπροσώπου, δεν μπορεί παρά να αναφερόταν σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό, όπως άλλωστε διευκρινίστηκε με την επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 9.8.2007. Θεωρούμε, λοιπόν πως η θέση των εφεσειόντων που φέρει το Διευθυντή δέσμιο να ενεργήσει στη βάση του πληρεξουσίου που του παρουσιάστηκε, χωρίς οποιαδήποτε εξουσία να ελέγξει τη βασιμότητα του για τη συγκεκριμένη πράξη, δεν ευσταθεί.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, τα περί της απόσυρσης του αγοραπωλητηρίου από το Κτηματολόγιο ρυθμίζονταν από όρο στο αγοραπωλητήριο (όρος 20), γεγονός που επιφόρτιζε τον Διευθυντή με επιπλέον καθήκον να ελέγξει και να ικανοποιηθεί ότι είχαν τηρηθεί τα, μεταξύ αγοραστή και πωλητή, συμφωνηθέντα για το ζήτημα.  Όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν επρόκειτο ουσιαστικά για κρίση - ευχέρεια του διευθυντή που ασκείτο αλλά για έλεγχο των δεδομένων». Οι           κ.κ. Φώλιας και Παπαδόπουλος,  όπως επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν ήταν συνέταιροι της Lidl.  Οι δε πράξεις που μπορούσαν νόμιμα να διενεργήσουν οριοθετούνταν από την εξουσία και εξουσιοδότηση που τους παρείχετο με βάση την απόφαση της Lidl ημερομηνίας ημερομηνίας 4.7.2005, η οποία ήδη βρισκόταν ενώπιον του Κτηματολογίου αφού είχε κατατεθεί μαζί με το αγοραπωλητήριο.   Επομένως, ορθά δεν περιορίστηκε ο έλεγχος του Διευθυντή στα όσα προνοούσε ο όρος 20 του αγοραπωλητηρίου αλλά επεκτάθηκε και στο περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης,  δυνάμει της οποίας οι κ.κ. Φώλια και Παπαδόπουλος εξουσιοδοτήθηκαν να ενεργούν ως πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι της Lidl, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτοί είχαν την εξουσία, να παραχωρήσουν πληρεξούσιο έγγραφο στους εφεσείοντες ή τον εκπρόσωπο τους εκ μέρους της Lidl, με σκοπό την απόσυρση του αγοραπωλητηρίου από το Κτηματολόγιο Λεμεσού. 

 

Λόγω αμφισβήτησης από τους εφεσείοντες του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο της εξουσιοδότησης των κ.κ. Φώλια και Παπαδόπουλο, καθίσταται αναγκαία η εξέταση του μέρους της απόφασης της Lidl που αφορούσε στις εξουσιοδοτημένες από αυτήν ενέργειες.  Το παραθέτουμε :

 

«2. Εξουσιοδοτούνται, και δια της παρούσης καθίστανται ειδικοί πληρεξούσιοι του Συνεταιρισμού, οι κ.κ. Μιχαήλ Φώλιας από τη Λεμεσό . και Βασίλης Παπαδόπουλος από τη Λεμεσό . όπως, ενεργούντες από κοινού και εξ ονόματος του Συνεταιρισμού, διαπραγματευθούν, συμφωνήσουν, υπογράψουν και παραδώσουν την εις την παράγραφο 1 ανωτέρω αναφερόμενη σύμβαση και όπως πράξουν και υπογράψουν όλα τα αναγκαία για τελειοποίηση και κατάθεση της στο Κτηματολόγιο Κύπρου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης».

 

Προκύπτει με σαφήνεια από τo λεκτικό του ως άνω μέρους της εν λόγω απόφασης ότι η εξουσιοδότηση, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «αφορούσε κάθε πράξη για τελειοποίηση της αγοραπωλησίας και όχι για την ακύρωση της».  Πουθενά δε δεν αναφέρεται η λέξη «ακύρωση» ή «απόσυρση» ή οποιοσδήποτε άλλος συνώνυμος όρος. Όπως και αν ερμηνευτεί το κείμενο της απόφασης, είτε από γραμματικής πλευράς είτε από τελεολογικής πλευράς, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δεν έχει τεκμηριωθεί λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απόφασης της Lidl.

 

Ούτε η αποδοχή από το Διευθυντή της εγγραφής του αγοραπωλητηρίου ως εμπράγματο βάρος από τους πληρεξούσιους αντιπροσώπους της Lidl,      κ.κ. Φώλια και Παπαδόπουλο, δημιουργεί αντίστοιχο καθήκον στο Διευθυντή να δεχθεί την απόσυρση και ακύρωση της στη βάση του πληρεξουσίου που οι προαναφερόμενοι  παραχώρησαν, όπως είναι η θέση των εφεσειόντων. Η πρώτη ενέργεια, σε αντίθεση με τη δεύτερη, εξουσιοδοτείτο από την απόφαση της Lidl. Σε συμφωνία δε με το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρούμε ότι ούτε η ανάληψη υποχρέωσης από τη Lidl να υπογράψει και παραδώσει πληρεξούσιο στους εφεσείοντες για απόσυρση της εγγραφής του αγοραπωλητηρίου μπορεί να έχει τη δυναμική που εισηγούνται οι εφεσείοντες, στην παρούσα υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου, δυνάμει του ’ρθρου 172 του Συντάγματος. Δεν αποφαινόμαστε για οποιαδήποτε τυχόν δικαιώματα έχουν οι εφεσείοντες εναντίον της Lidl.

 

Τα ανωτέρω συνιστούν απάντηση και στους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ότι ο Διευθυντής είναι ένοχος παράλειψης ενέργειας, κατ΄ εφαρμογή του αγγλικού κοινοδικαίου αναφορικά με το «misfeasance», το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) αποτελεί πηγή δικαίου στην Κύπρο.    

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας είναι καθοριστικές για την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται η ενασχόληση μας με τα άλλα θέματα που εγείρονται με την έφεση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

                                                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] «Η ∆η΅οκρατία ευθύνεται διά πάσαν ζη΅ιογόνον άδικον πράξιν ή παράλειψιν των υπαλλήλων ή αρχών της ∆η΅οκρατίας εν τη ασκήσει των καθηκόντων αυτών ή Κατ' επίκλησιν ασκήσεως των καθηκόντων αυτών. Νό΅ος θέλει καθορίσει τα περί της ευθύνης της ∆η΅οκρατία.»

[2] O όρος 20, στο βαθμό που ενδιαφέρει για την παρούσα απόφαση, είχε ως εξής:

  «20) Ο Αγοραστής υποχρεούται να υπογράψει και παραδώσει στους Πωλητές ή/και σε εκπρόσωπο αυτών ανέκκλητο πληρεξούσιο με το οποίο θα δίδεται η εξουσιοδότηση στους Πωλητές ή/και στον αντιπρόσωπο τους να απόσύρει το παρόν Πωλητήριο Έγγραφο από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού όπου θα κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

  (Α)  Το εν λόγω πληρεξούσιο θα προνοεί ότι η εν λόγω απόσυρση του παρόντος Πωλητηρίου Εγγράφου από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού θα δύναται να λάβει χώρα μόνον ταυτόχρονα με την ακύρωση και/ή τερματισμό του Πωλητηρίου Εγγράφου, συμφώνως των προνοιών του και δη καθ' οιονδήποτε χρόνο αμέσως μετά που (i) η γραπτή Θετική Εισήγηση του Δήμου Λεμεσού  για την κατά παρέκκλιση χορήγηση πολεοδομικής άδειας και/ή άδειας οικοδομής για την ανέγερση του Υποστατικού στο Ακίνητο δεν ήθελε εξασφαλισθεί εντός οκτώ (8) μηνών από της υπογραφής  του Πωλητηρίου Εγγράφου ή (ii) η κατά παρέκκλιση οικοδομική άδεια και άδεια οικοδομής για την ανέγερση, του Υποστατικού στο Ακίνητο δεν ήθελε εκδοθή για οποιονδήποτε λόγο εντός αποκλειστικής περιόδου δεκαέξι (16) μηνών από της εξασφάλισης της γραπτής Θετικής Εισηγήσεως, και .

    [..]»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο