ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011)
15 Μαΐου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
ANDREAS V. VRONDIS & SONS (CONSTRUCTIONS) LTD,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι
- ΚΑΙ -
ΣΟΦΟΚΛΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
---------------------------------------------
Δ. Μιχαήλ (κα) για Α. Ανδρέου και Ν. Κυριακίδης για Χ. Κυριακίδη,
για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Αργυρού (κα), για τον Εφεσίβλητο.
----------------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι
ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα εκδοθεί από εμένα
και μ΄ αυτή συμφωνεί και η Σταματίου, Δ. Απόφαση
μειοψηφίας θα δώσει η Μιχαηλίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την 1.8.2003 ο εφεσίβλητος, εργοδοτούμενος των εφεσειόντων, τραυματίστηκε ενώ εκτελούσε οικοδομικές εργασίες κατά τη διάρκεια της συντήρησης του Πρώτου Δημοτικού Σχολείου Αυγόρου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εκδίκασε την αγωγή που ήγειρε ο εφεσίβλητος και αξιολόγησε τη μαρτυρία εκατέρωθεν, έκρινε ότι οι εφεσείοντες έφεραν αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα και εξέδωσε απόφαση εναντίον τους και υπέρ του εφεσίβλητου για €50.000 γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής στις 18.7.2005 μέχρι εξόφλησης, €30.000 απώλεια μελλοντικών απολαβών με νόμιμο τόκο από την ημέρα έκδοσης της απόφασης στις 8.4.2011 μέχρι εξόφλησης και €18.086,67 ως ειδικές ζημιές με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξόφλησης. Επιδίκασε επίσης τα έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου ενάγοντα.
Το ατύχημα συνέβη όταν ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε σκάλα κρατώντας ένα κουβά γεμάτο γύψο για να εργαστεί στη στέγη του σχολείου. Η στέγη στην οποία θα εργαζόταν ο εφεσίβλητος ήταν σε τέτοιο ύψος που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι δύο σκαλωσιές που βρίσκονταν επί τόπου και ήταν διαθέσιμες, αλλά χαμηλές, ενώ με τη χρήση της σκάλας η οποία ήταν αλουμινένια και πτυσσόμενη με αντιολισθητικά πέλματα αυτή μπορούσε να ανοιχθεί ώστε να φθάσει σε ύψος 6 έως 7 μέτρα. Ο εφεσίβλητος τοποθέτησε τη σκάλα στο δάπεδο κατά τρόπο που το ένα πόδι της ήταν πάνω στο κεραμικό που είχε τοποθετηθεί πρόσφατα και το άλλο πάνω σε μαρμαράκι έτσι ώστε να δημιουργείτο διαφορά ύψους μεταξύ των δύο ποδιών, ενός εκατοστού. Με τη χρήση της σκάλας ο εφεσίβλητος κρατώντας τον κουβά ανέβηκε τη σκάλα και άρχισε να τοποθετεί γύψο στη στέγη, με τον κουβά να ήταν ακουμπισμένος στο σκαλοπάτι της σκάλας. Σε κάποια χρονική στιγμή η σκάλα υποχώρησε με αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος να πέσει προς τα εμπρός και να τραυματιστεί. Ήταν η θέση του ότι κανένας δεν τον είχε ενημερώσει για τον τρόπο χρήσης της σκάλας, ούτε και οι εργοδότες του, του είχαν δώσει οδηγίες να στήσει διπλές σκαλωσιές για να φθάσει στη στέγη πλην όμως δεν το έπραξε διότι η διαδικασία αυτή ήταν κουραστική. Ήταν η μαρτυρία του ότι με τις σκαλωσιές ήταν αδύνατο να φθάσει στη στέγη, γνώριζε όμως ταυτόχρονα και τον κίνδυνο να ολισθήσει η σκάλα διότι τέτοια ατυχήματα συμβαίνουν συχνά.
Η μαρτυρία αυτή έγινε από το Δικαστήριο πλήρως αποδεκτή με παράλληλη απόρριψη της αντίθετης θέσης του εκ των εφεσειόντων Παναγιώτη Βροντή, ο οποίος κατέθεσε ότι είχε δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να χρησιμοποιήσει την υπάρχουσα σκαλωσιά ύψους 1,7 μέτρων ενώ υπήρχαν εκείνη την ημέρα δύο σκαλωσιές στημένες σε ύψος φθάνοντας έτσι τα 3,4 μέτρα. Ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις σκαλωσιές για να φθάσει στο ταβάνι που είχε ύψος 4,8 μέτρα και σε περίπτωση που και οι δύο σκαλωσιές μαζί δεν αρκούσαν, ο εφεσίβλητος μπορούσε να ζητήσει να προστεθεί ακόμη μισή σκαλωσιά που θα ανεβάζει το ύψος άλλα 85 εκατοστά, κάτι που δεν έπραξε. Ο Π. Βροντής ήταν επίσης κατηγορηματικός στη θέση του ότι είχε δώσει οδηγίες σε κάποιο άλλο εργοδοτούμενο τον Θεοχάρους, να κρατά τη σκάλα και να την στερεώνουν με κεραμικά για να μη γλιστρά.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ανεπιφύλακτα και τη μαρτυρία της Μαρίας Κρανιδιώτου, Επιθεωρήτριας Εργασίας, παρά το γεγονός ότι η διερεύνηση του επιδίκου ατυχήματος και του χώρου έγινε μετά από 45 μέρες. Το ατύχημα είχε γνωστοποιηθεί από τους εφεσείοντες στις 6.8.2003, αλλά επειδή δεν θεωρήθηκε ως σοβαρό, καθυστέρησε η επί τόπου επίσκεψη. Στην έκθεση που ετοίμασε που περιελάμβανε την περιγραφή του χώρου ατυχήματος κατέληξε, μετά από τη λήψη και γραπτών καταθέσεων, ότι ο εφεσίβλητος εργαζόταν στο συγκεκριμένο εργοτάξιο ως οικοδόμος των εφεσειόντων για περίπου ένα μήνα, τη δε συγκεκριμένη ημέρα ανέβηκε σε φορητή πτυσσόμενη σκάλα σε ύψος περίπου 4 μέτρων με σκοπό να τοποθετήσει γύψο στις μορίνες της στέγης. Μετά από εργασία περίπου δέκα λεπτών, η σκάλα υποχώρησε προς τα εμπρός με αποτέλεσμα να πέσει και αυτός προς τα εμπρός και να υποστεί πολλαπλά κατάγματα στο πόδι και το χέρι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η θέση του Παναγιώτη Βροντή ότι είχε συμβουλεύσει τον εφεσίβλητο να τοποθετήσει κασόνια με κεραμικά μπροστά από τη σκάλα, για στήριξη της, ήταν ανεπαρκές μέτρο εφόσον σύμφωνα με τους περί Ασφαλείας και Υγείας (Ελάχιστες Προδιαγραφές) Κανονισμούς του 2002, Κ.Δ.Π. 172/02, ο εργοδότης οφείλει να έχει γραπτή εκτίμηση κινδύνου στο χώρο εργασίας, να έχει ετοιμάσει σχέδιο ασφάλειας και υγείας, να επιτηρεί τους εργοδοτούμενους του και να τους παρέχει οδηγίες και εκπαίδευση για την ασφάλεια και την υγεία. Περαιτέρω, όταν πρέπει να γίνει εργασία σε ύψος πέραν των 2 μέτρων πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για αποφυγή πτώσης, όπως η περίφραξη και η τοποθέτηση σκαλωσιών κινητών ή σταθερών. Η σκάλα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως μέσο πρόσβασης και όχι εργασίας.
Το Δικαστήριο απορρίπτοντας εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία των εφεσειόντων στο θέμα της ευθύνης, διατύπωσε τη θέση ότι υπήρχε αντικρουόμενη μαρτυρία στο ποιες οδηγίες είχαν δοθεί στον εφεσίβλητο ειδικά αναφορικά με τη χρήση των σκαλωσιών. Αν πράγματι ο Π. Βροντής είχε δώσει τέτοιες οδηγίες και δεν είχαν ακολουθηθεί, τότε αναμφίβολα η παρακοή αυτή από πλευράς του εφεσίβλητου θα τύγχανε άμεσης αναφοράς. Αντ΄ αυτού, ο Π. Βροντής δεν ανέφερε τίποτε σχετικά στη Μαρία Κρανιδιώτου όταν αυτή διερεύνησε το ατύχημα, ούτε όμως και όταν της έδωσε γραπτή κατάθεση στις 23.8.2004, ένα και πλέον χρόνο μετά το ατύχημα. Στην κατάθεση του αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις ακριβείς οδηγίες χρήσης της σκάλας που είχε δώσει στον εφεσίβλητο προβάλλοντας και τον ισχυρισμό ότι αυτός παρήκουσε τις οδηγίες χρήσης της σκάλας και όχι τις οδηγίες για χρήση της σκαλωσιάς.
Αποδίδοντας λοιπόν την πλήρη ευθύνη για το ατύχημα στους εφεσείοντες, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία ότι η πτώση της σκάλας και του εφεσίβλητου οφειλόταν σε κακή εκ μέρους του τοποθέτηση και συνεπώς δεν μπορούσε να του αποδοθεί οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν έμπειρος τεχνίτης και ήταν ο ίδιος που είχε τοποθετήσει κατά τον τρόπο εκείνο τη σκάλα.
Η εξέταση της ιατρικής μαρτυρίας άφησε το Δικαστήριο με την εικόνα της αξιόπιστης θέσης που πρόβαλαν οι δύο γιατροί, ένας για τον εφεσίβλητο και ένας για τους εφεσείοντες. Όπου υπήρχε διάσταση απόψεων προτίμησε την εκδοχή του μάρτυρα του εφεσίβλητου ιατρού Δρ. Παρασκευά Μιλτιάδους, Ορθοπεδικού στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, λόγω του ότι ήταν ο πρώτος γιατρός που τον περιέθαλψε τον είχε δε υπό παρακολούθηση και μετέπειτα, ενώ ο Δρ. Ηλίας Γεωργίου, Ορθοπεδικός Χειρούργος Τραυματιολόγος, εξέτασε τον εφεσίβλητο για πρώτη φορά στις 5.10.2006, εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας που κάλυπτε τους εφεσείοντες, 3½ σχεδόν έτη μετά το ατύχημα. Επιπρόσθετα, ο Δρ. Γεωργίου είχε λάβει υπόψη δύο ιατρικές γνωματεύσεις του Δρ. Ι. Καλλούδη, οι οποίες όμως δεν κατατέθηκαν ως μαρτυρία και έτσι δεν ήταν σε θέση το Δικαστήριο να αντιληφθεί σε ποιο βαθμό επηρέασαν τα ευρήματα του. Προτίμησε όμως την εκδοχή του Δρ. Γεωργίου στο ότι το κάταγμα στο γόνατο ήταν εξωαρθρικό και όχι ενδοαρθρικό υπό το φως του ότι ο Δρ. Μιλτιάδους δεν θυμόταν με ακρίβεια τη φύση του κατάγματος. Δέχθηκε επίσης το Δικαστήριο ότι δεν ήταν αναγκαία η μελλοντική χειρουργική επέμβαση διότι μέχρι την ημέρα της δίκης και την πάροδο έξι ετών, ο εφεσίβλητος δεν είχε υποβληθεί σε τέτοια επέμβαση και ούτε είχε αισθανθεί την ανάγκη να την υποστεί εφόσον δεν είχε μέχρι τότε σημαντικές ενοχλήσεις. Αποδέχθηκε όμως ότι ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να αποζημιωθεί για τον πόνο και την ταλαιπωρία που θα υφίστατο κατά την αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης.
Οι βασικές βλάβες που υπέστη ο εφεσίβλητος ταξινομήθηκαν περιγραφικά από το Δικαστήριο να ήταν, αιμάτωμα αριστερού οφθαλμού, θλαστικό τραύμα αριστερής μετωπιαίας χώρας, συντριπτικό εξωαρθρικό κάταγμα δεξιάς επιγονατίδας και κάταγμα δεξιάς πηχεοκαρπικής. Στο κάταγμα της επιγονατίδας έγινε ανοικτή ανάταξη και οστεοσύνθεση του κατάγματος με K-wires και ταινία ελκυσμού και τοποθέτηση του άκρου σε νάρθηκα για έξι εβδομάδες. Συνεστήθη φυσιοθεραπεία και ως κατάλοιπα παραμένει οστεοαρθρίτιδα επιγονατίδας, μικρού βαθμού οστεοαρθρίτιδα δεξιού γόνατος, περιορισμός στην κινητικότητα του γόνατος και άλγος κατά το γονάτισμα και τη βάδιση σε σκαλοπάτια. Υπήρχε επίσης έντονος κρηγμός χωρίς υδραθρό ή αστάθεια. Ως προς το κάταγμα της πηχεοκαρπικής, έγινε κλειστή ανάταξη και τοποθέτηση νάρθηκα με το χέρι να παραμένει σε γύψο για έξι εβδομάδες. Υπήρξε πλήρης πόρωση του κατάγματος χωρίς οστεοαρθρίτιδα, αλλά μετέπειτα παρουσιάστηκε οστεοπόρωση και μόνιμος μικρός περιορισμός κινήσεων των δακτύλων και της πηχεοκαρπικής. Ο εφεσίβλητος παρέμεινε για έξι μέρες στο νοσοκομείο και παρακολουθείτο στη συνέχεια στα εξωτερικά ιατρεία με οδηγίες για φυσιοθεραπεία. Αναγκαία κρίθηκε η μελλοντική χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης.
Ως προς την απώλεια απολαβών το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ως προς την ανικανότητα του για την περίοδο μετά τις 7.6.2004 θεωρώντας ότι η μαρτυρία του περιείχε υπερβολές, δεχόμενο την προς το αντίθετο θέση του μάρτυρα Ειρηναίου Νικολάου, Μ.Υ.1, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ήταν φίλος και κουμπάρος του εφεσίβλητου είχε καταθέσει στο Δικαστήριο με γνώμονα την προσήλωση στην αλήθεια. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ήταν πλήρως ανίκανος για εργασία από την ημέρα του ατυχήματος την 1.8.2003 και για περίοδο 11 περίπου μηνών μέχρι και τις 7.6.2004, για την περίοδο δηλαδή που λάμβανε άδεια ασθενείας.
Ο μέσος όρος απολαβών στη βάση βεβαίωσης των κοινωνικών ασφαλίσεων πριν από το ατύχημα ήταν £891 λίρες Κύπρου και έτσι το Δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €16.751,71 ως ειδικές αποζημιώσεις για την περίοδο ανικανότητας. Ως προς τις αποζημιώσεις για τη μετέπειτα της 7.6.2004 περιόδου, το Δικαστήριο αισθάνθηκε αδυναμία επακριβούς υπολογισμού λόγω του ότι ο εφεσίβλητος είχε κριθεί αναξιόπιστος σε βασικά θέματα. Στη βάση όμως της απόφασης του Εφετείου στην Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108, το Δικαστήριο πρόκρινε ως ορθή μέθοδο για υπολογισμό την επιδίκαση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη ότι από τον Ιούλιο του 2004, που άρχιζε ο υπολογισμός της απώλειας μελλοντικών απολαβών, ο εφεσίβλητος ήταν ηλικίας 54 ετών, ότι από το ατύχημα και εξ αιτίας αυτού υπέστη μείωση στην αποδοτικότητα του στην εργασία, καθώς και στην εισοδηματική του ικανότητα, ότι πριν το ατύχημα οι μέσες μηνιαίες απολαβές του ήταν 891 λίρες Κύπρου, ήτοι, €1.523,61, οι δε ετήσιες 10.692 λίρες Κύπρου, ήτοι €18.283,32 και ότι δηλώθηκαν ως ετήσιες απολαβές μετά το ατύχημα για τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2008, τα ποσά των €3.420, €10.020,60, €10.174,50 και €8.711, αντίστοιχα. Υπό το φως όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο επιδίκασε ως δίκαιο και εύλογο, το ποσό των €30.000.
Επιδίκασε ως περαιτέρω ειδικές ζημιές το προαναφερθέν ποσό των €16.751,71 ως απώλεια μισθών για 11 μήνες, €1.231,20 έξοδα φυσιοθεραπείας και €95,86 για έκδοση δύο ιατρικών πιστοποιητικών. Επιδίκασε επίσης τόκο ως στην αρχή του παρόντος σκεπτικού έχει αναφερθεί.
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σε αντιδιαστολή με αυτή του Παναγιώτη Βροντή, διευθυντή τους, που κατέθεσε ως Μ.Υ.3. Εισηγούνται ότι το Εφετείο διατηρεί διακριτική ευχέρεια επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ιδιαίτερα όταν αυτό παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σε ουσιώδες θέμα της διαδικασίας ή όπου το εύρημα δεν είναι ευλόγως εξαγόμενο από την όλη υπόθεση. Κατά τους εφεσείοντες, η επιλεκτική αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ιδιαιτέρως εφόσον το Δικαστήριο τον έκρινε ως υπερβολικό σε πολλά σημεία της μαρτυρίας του. Από την άλλη, επίσης κατά επιλεκτικό τρόπο, απέρριψε τη μαρτυρία του Π. Βροντή, την οποία έκρινε με περισσότερη επιφύλαξη και αυστηρότητα παρά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων ότι λανθασμένο ήταν και το εύρημα για την αποκλειστική ευθύνη του ατυχήματος, εύρημα το οποίο βασίζεται ή είναι ακόλουθο της λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσίβλητος είναι υπόλογος συντρέχουσας αμέλειας διότι είναι φανερό ότι το ατύχημα συνέβη λόγω της δικής του λανθασμένης χρήσης της σκάλας και της παράλειψης του να τη χρησιμοποιήσει με ασφαλή τρόπο. Πρόσθετα, αυθαίρετη και αδικαιολόγητη ήταν και η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει υπέρ του εφεσίβλητου ένα κατ΄ αποκοπήν ποσό εφόσον το Δικαστήριο είχε καταλήξει ήδη σε εύρημα περί υπερβολής του εφεσίβλητου στις θέσεις του και επομένως εφόσον δεν είχε ενώπιον του θετική και αξιόπιστη μαρτυρία, δεν έπρεπε να επιδικάσει ποσό για απώλεια μελλοντικών απολαβών, το οποίο εν πάση περιπτώσει ήταν έκδηλα υπερβολικό. Η αναξιοπιστία του εφεσίβλητου έπρεπε επίσης να οδηγούσε το Δικαστήριο στην επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων για πόνο και ταλαιπωρία μόνο για το χρονικό διάστημα μέχρι τον Ιούνιο του 2004, εφόσον έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσίβλητο σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του περί ανικανότητας εργασίας μετά τον μήνα αυτό. Εν πάση περιπτώσει και πάλι το ποσό των €50.000, το οποίο επιδίκασε ήταν έκδηλα υπερβολικό υπό τις περιστάσεις.
Ο εφεσίβλητος απαντά σε όλους τους λόγους έφεσης αμφισβητώντας τις θέσεις των εφεσειόντων σε κάθε σημείο. Θεωρεί στη βάση της νομολογίας ότι το Εφετείο δεν πρέπει να επέμβει στην πρωτόδικη αξιολόγηση και στα ευρήματα καθότι αυτή η αξιολόγηση ήταν εύλογη στη βάση της δοθείσας μαρτυρίας, όπως εύλογη ήταν και η απόδοση εξ ολοκλήρου της ευθύνης στους εφεσείοντες. Ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια διότι η πτώση του από τη σκάλα οφειλόταν στο λανθασμένο τρόπο εκτέλεσης της εργασίας κατά το σύστημα εργασίας που οι εφεσείοντες λειτουργούσαν, στη βάση, μάλιστα, αντιφατικών θέσεων που προέβαλαν ως προς τις οδηγίες που έδωσαν στον εφεσίβλητο τη ημέρα του ατυχήματος. Πρόσθετα, οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν τη μαρτυρία του ιατρού Μιλτιάδους και δεν μπορούν κατά συνέπεια να θεωρούν την επιδίκαση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού για τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου ως αυθαίρετο. Ούτε και θα μπορούσαν να μειωθούν οι γενικότερες γενικές αποζημιώσεις εφόσον ο ιατρός ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν ικανός πλέον να εκτελεί την εργασία του οικοδόμου.
Σύμφωνα με τη νομολογία που ερμηνεύει στην ουσία το κοινοδίκαιο, το οποίο εμπεριέχεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, η υποχρέωση του εργοδότη συναρτάται από τη φύση της εργασίας και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η φροντίδα που ο εργοδότης οφείλει προς τον εργοδοτούμενο του κινείται στο πλαίσιο της λογικής και αποτελεί πραγματικό ζήτημα ώστε πέραν των τεθέντων γενικών νομολογιακών αρχών, ότι ο εργοδότης υπέχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους τους υπαλλήλους του, (Χριστοφή ν. Θεοδούλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 512), η κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, (Γιαννάκης Λάμπης ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ανδρέα Λάμπη ν. Shiptrans Shipping and Trading Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370 και L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304).
Tο καθήκον δεν είναι μεταβιβάσιμο όντας προσωπικό, αλλά θα πρέπει να αποδειχθεί εν πάση περιπτώσει ευθύνη και υπαιτιότητα για να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε συμπέρασμα ότι έχει επιδειχθεί αμέλεια. Στη Latimer v. AEC Ltd (1953) A.C. 643 στη σελ. 658, ο Lord Tucker τόνισε την αναγκαιότητα της μη επέκτασης ή διεύρυνσης του καθήκοντος του εργοδότη σε βαθμό που να είναι αδιόρατα διακριτό από τις απόλυτες νομοθετικές υποχρεώσεις του. Το καθήκον του εργοδότη παραμένει να ασκήσει εύλογη φροντίδα για την περιφρούρηση των εργοδοτουμένων του ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι εργοδοτούμενοι αποστέλλονται σε χώρο εργασίας άλλο από το συνήθη χώρο εργασίας του εργοδότη. Η άσκηση εύλογης φροντίδας για την ασφάλεια και ο βαθμός του καθήκοντος όταν η εργασία ασκείται σε άλλο χώρο ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες του χώρου εκείνου. Το καθήκον του εργοδότη είναι να περιφρουρήσει τους εργοδοτούμενους του από τους κινδύνους που μπορεί να προβλέψει και τους οποίους είναι στην εξουσία του να χειρισθεί και να αποτρέψει.
Η παροχή ασφαλούς συστήματος εργασίας δεν είναι πάντα εύκολο να προσδιοριστεί όπως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Speed v. Thomas Swift & Co Ltd (1943) KB 557. Όπως έχει αναφέρει ο Lord Greene MR, διάκριση μπορεί να γίνει μεταξύ του γενικού και του ειδικού συστήματος εργασίας, δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, της μεθοδολογίας και της πρακτικής που υιοθετείται στην εφαρμογή της εργασίας του εργοδότη τις οποίες ο εργοδότης τεκμαίρεται ότι γνωρίζει και κατ΄ επέκταση μπορεί να λάβει μέτρα για τυχόν ανεπάρκεια στα συστήματα αυτά και τις μεμονωμένες ημερήσιες πράξεις του εργοδοτουμένου, τις οποίες ο εργοδότης δεν τεκμαίρεται να γνωρίζει και δεν μπορεί να λάβει μέτρα αποτροπής.
Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη μέτρων για ασφαλές σύστημα εργοδότησης όχι αόριστα και καθ' υπερβολήν, αλλά στο πλαίσιο του εύλογου πάντοτε υπό το φως εγγενών κινδύνων στο όλο εγχείρημα, (General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas (1953) A.C. 180). Ελλιπές σύστημα εργασίας ώστε να μην παρέχεται ασφαλές σύστημα με υποβολή του εργοδοτούμενου σε περιττό κίνδυνο διαρρηγνύει το καθήκον που έχει ο εργοδότης, (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. 423, Πουμπουρής ν. Ιωάννου και Παρασκευαΐδης (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 503 και Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325).
Στη βάση των όλων δεδομένων πρέπει να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη συντρέχουσα αμέλεια. Αναμφίβολα τη μεγάλη μερίδα της ευθύνης τη φέρουν οι εφεσείοντες διότι κατά την ημερομηνία του ατυχήματος ήταν ήδη σε ισχύ οι σχετικοί Κανονισμοί Ασφαλείας του 2002, (γεγονός που, μεταξύ άλλων, διαφοροποιεί τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης από τα αποφασισθέντα στη Λάντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A577, ατύχημα και πάλι λόγω χρήσης σκάλας), οι οποίοι καθόριζαν με ακρίβεια τις υποχρεώσεις του εργοδότη σε ένα εργοτάξιο. Πρόδηλο είναι ότι οι εφεσείοντες δεν τήρησαν στο ελάχιστο τις προδιαγραφές ασφαλείας. Δεν είχαν ετοιμάσει γραπτή εκτίμηση κινδύνου, δεν είχαν ετοιμάσει σχέδιο ασφάλειας και υγείας, δεν επιτηρούσαν τους εργοδοτούμενους τους ή τουλάχιστον τον εφεσίβλητο και δεν παρείχαν σ΄ αυτόν σχετική εκπαίδευση. Οι εφεσείοντες ήταν σαφώς αναξιόπιστοι όταν αντιφατικά κατέθεταν στο Δικαστήριο ότι είχαν δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο να χρησιμοποιήσει τις υφιστάμενες σκαλωσιές, ακόμη και να προσέθετε μια σκαλωσιά, ή, ότι είχαν δώσει οδηγίες στον άλλο εργοδοτούμενο, τον Θεοχάρους, (ο οποίος δεν κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας), να κρατά την σκάλα ή να τοποθετούνταν κασόνια κεραμικών έμπροσθεν της σκάλας για στήριξη, ενώ τίποτε από όλα αυτά δεν είχαν αναφέρει στην Επιθεωρήτρια Εργασίας, έστω και μετά πάροδο 45 ημερών από το ατύχημα, ή, και στην κατάθεση που έδωσαν πολύ μεταγενέστερα.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ως προς το ότι δεν έγινε ορθή η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Π. Βρόντη, ο οποίος είχε πει, γεγονός που δέχθηκε και ο εφεσίβλητος, ότι την προηγούμενη είχαν συζητήσει για τις σκαλωσιές και τη χρήση τους και ότι δεν ήταν ανάγκη να εξηγούν κάθε μέρα τα ίδια πράγματα στον εφεσίβλητο, ο οποίος ήταν έμπειρος τεχνίτης στις οικοδομές. Ακόμη και έτσι όμως να είχαν τα πράγματα και η αξιολόγηση του Δικαστηρίου να ήταν διαφορετική και πάλι οι εφεσείοντες ήσαν αμελείς διότι αν είχαν πράγματι δώσει οδηγίες στον εφεσίβλητο για χρήση σκαλωσιών και τοποθέτηση κεραμικών κασονιών προς υποστήριξη της σκάλας, όφειλαν να επιτηρούσαν τον εφεσίβλητο ώστε την ημέρα του ατυχήματος, παρατηρώντας ότι δεν είχε ακολουθήσει τις προγούμενες οδηγίες, να τον επιτιμούσαν και να μην τον άφηναν να χρησιμοποιήσει τη σκάλα, ή, τουλάχιστον να προβεί σε χρήση της χωρίς κάποιου είδους στήριξη.
Από την άλλη, υπάρχει συντρέχουσα αμέλεια. Καμιά εξήγηση δεν έδωσε ο εφεσίβλητος πώς γλίστρησε η σκάλα ή ότι το γλίστρημα οφειλόταν σε κάποια αμελή πράξη των ιδίων των εφεσειόντων ή άλλου εργοδοτούμενου τους στο χώρο του εργοταξίου για την οποία οι εφεσείοντες θα είχαν και πάλι ευθύνη. Ο ίδιος κατέθεσε ότι και την προηγούμενη είχε χρησιμοποιήσει τη σκάλα ως μέσο εργασίας και όχι ως μέσο πρόσβασης που εν πάση περιπτώσει κατά την Επιθεωρήτρια Εργασίας δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος χρήσης της. Ήταν έμπειρος τεχνίτης, είχε γνώση του κινδύνου χρήσης της σκάλας και μάλιστα είχε δώσει και συμβουλές παλαιότερα σε άλλους εργοδοτούμενους. Παρά ταύτα, τοποθέτησε τη σκάλα με υψομετρική διαφορά των δύο ποδιών έστω ενός εκατοστού, σε χώρο μάλιστα που ο ίδιος ανέφερε ότι γίνονταν συνεχώς εργασίες και υπήρχαν λακούβες στο πάτωμα, έστω μικρές, καθώς και διάφοροι σοβάδες και άλλα απορρίμματα του εργοταξίου στο έδαφος. Ανέβηκε σε ύψος τεσσάρων περίπου μέτρων κρατώντας ένα κουβά γεμάτο γύψο ισορροπώντας πάνω στη σκάλα, βάζοντας τον κουβά στη σκάλα και σοβατίζοντας τις μορίνες. Ο εφεσίβλητος δεν έλαβε ο ίδιος επαρκή μέτρα ασφαλείας για τον εαυτό του. Είτε ο ίδιος έχασε την ισορροπία του, είτε η σκάλα μετακινήθηκε από τη δική του κίνηση σοβατίσματος, το αποτέλεσμα ήταν η σκάλα να γλιστρήσει προς τα εμπρός.
Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).
Εν προκειμένω επιβάλλεται η διαφοροποίηση της απόδοσης εξ ολοκλήρου της ευθύνης στους εφεσείοντες, ώστε να αποδοθεί ένα 20% ως μερίδιο ευθύνης στον εφεσίβλητο.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται για τις κατ΄ ισχυρισμόν έκδηλα υπερβολικές γενικές αποζημιώσεις ύψους €50.000. Έχουν προηγουμένως καταγραφεί οι σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς τον καθορισμό του εν λόγω ποσού από τις υποθέσεις Γιαπατός ν. Σάββα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1324, Αποστολίδη ν. Ζούλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1695 και Παναγή Παναγιώτου - ανωτέρω -.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 53 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος, υπέστη εκτεταμένα τραύματα με δύο κατάγματα στο χέρι και στο πόδι. Παρέμεινε υπό θεραπεία για αρκετό διάστημα, θα χρειαζόταν εγχείρηση για αφαίρεση των οστεοσύνθεσης στη δεξιά επιγονατίδα. Παρέμεινε με μόνιμα κατάλοιπα περιορισμού κινήσεων και επήλθε οστεαρθρίτιδα. Οι προηγούμενες αποφάσεις επί γενικών αποζημιώσεων είναι ενδεικτικές και μόνο, εφόσον δεν υπάρχουν ταυτόσημες υποθέσεις, ενώ η νομολογία έχει από καιρό αναγνωρίσει την ανάγκη αύξησης των αποζημιώσεων (Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66 και Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2812).
Έχοντας εξετάσει το ζήτημα με τη δέουσα περίσκεψη, το επιδικασθέν ποσό των €50.000 κρίνεται λογικό υπό τις περιστάσεις. Η Γιαπατός ν. Σάββα είναι σχετικά παρόμοια. Άλλες που θα μπορούσαν να αναφερθούν είναι οι Κυριάκου ν. Σάββα (2012) 1 Α.Α.Δ. 1810, (αύξηση κατ΄ έφεση από €25.000 σε €35.000 για κάταγμα, μεταξύ άλλων, έσω σφυρού της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης και υποβολή σε οστεοσύνθεση) και η Novichkova v. Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 111 (αύξηση από €25.000 σε €40.000 για κάταγμα οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης, κάταγμα σφηνοειδούς ταρσού, υγροθώρακα και κακώσεις προσώπου και κοιλίας).
Δεν είναι συναφώς βάσιμη η θέση των εφεσειόντων ότι οι €50.000 πρέπει να μειωθούν διότι ο εφεσίβλητος κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τη δυνατότητα του να εργαστεί μετά τον Ιούνιο του 2014, συνδέοντας το έτσι με την ολική περίοδο πόνου και ταλαιπωρίας. Ο πόνος και ταλαιπωρία όμως υφίσταντο και ο εφεσίβλητος βίωσε τις αρνητικές επί της υγείας του καταστάσεις και καμιά ουσιαστική διαφορά δεν έχει η σμίκρυνση της περιόδου ικανότητας για εργασία. Άλλωστε, όπως θα αναλυθεί και πιο κάτω, αυτό σχετίζεται περισσότερο με την επιδίκαση του κατ΄ αποκοπήν ποσού των ως προς την εισοδηματική του ικανότητα.
Οι λόγοι έφεσης υπ΄ αρ. 4 και 5 αφορούν τη λανθασμένη κατά τον ισχυρισμό απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει το κατ΄ αποκοπήν ποσό των €30.000 για τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου. Η εισήγηση εδώ είναι ότι το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσίβλητο ως προς την ανικανότητα του να εργάζεται, θεωρώντας υπερβολική τη μαρτυρία του αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Ε. Νικολάου, Μ.Υ.1, ότι τον Αύγουστο του 2004 είχε εργαστεί με τον εφεσίβλητο για λίγες μέρες σε ελαφριά εργασία. Στη βάση αυτή το Δικαστήριο ενώ δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος ήταν ανίκανος από 1.8.2003 μέχρι και 7.6.2004 για οποιαδήποτε εργασία, έκρινε ταυτόχρονα ότι από την ημερομηνία εκείνη και μετέπειτα ο εφεσίβλητος υπερέβαλλε στις θέσεις του ότι δεν μπορούσε να εργαστεί και δεν αποδέχθηκε το εύρος του προβλήματος παρά το ότι υπήρχε πράγματι κάποια μείωση στην απόδοση του στην εργασία, η οποία συνεπαγόταν και μείωση στην εισοδηματική του ικανότητα. Χρησιμοποιώντας τα λεχθέντα στην Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108 πρόκρινε, ως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το ποσό των €30.000.
Δεν κρίνεται λανθασμένη η επιδίκαση αυτού του ποσού διότι το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος ήταν σε θέση μετά τις 7.6.2004 να εργαζόταν κανονικά όπως και προηγουμένως. Αντίθετα, δέχθηκε ότι υπήρχε μείωση της ικανότητας σε εργασία και αυτό το εύρημα πρέπει να συνδυασθεί ταυτόχρονα και με την αποδοχή της μαρτυρίας του Δρ. Παρασκευά Μιλτιάδους ότι υπήρχε μείωση στην ικανότητα εργασίας και δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται ως οικοδόμος. Αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν σε θέση να εκτελεί βαθύ κάθισμα ή ανεβοκατέβασμα σκαλών και γενικά δεν μπορούσε να εκτελούσε τα καθήκοντα του οικοδόμου. Μπορούσε, όμως, να εκτελεί ελαφριά καθήκοντα χειρονακτικής στην ουσία εργασίας. Η μαρτυρία του Δρ. Μιλτιάδους και τα ευρήματα του Δικαστηρίου επ΄ αυτής δεν αμφισβητούνται με οποιοδήποτε λόγο έφεσης. Η μαρτυρία που αποδέχθηκε το Δικαστήριο που προερχόταν από τον Ε. Νικολάου αφορούσε μόνο στο δεδομένο ότι για ορισμένες ημέρες ο εφεσίβλητος εργάστηκε όχι όμως ως οικοδόμος από την άποψη της εκτέλεσης των ευθυνών και καθηκόντων ενός υγιούς οικοδόμου αλλά απλά τοποθέτησε πλακάκια σε τοίχο σε σχολείο σε ύψος 2 μέτρων. Ο ίδιος ο μάρτυρας αυτός χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη εργασία ως εύκολη και μάλιστα μετέφερε στο Δικαστήριο και τη θέση του ιδίου του εφεσίβλητου ότι αν ήταν να γινόταν σιγά-σιγά η δουλειά και δεν ήταν «βαρετή», θα μπορούσε να την εκτελέσει.
Η απόφαση επομένως του Δικαστηρίου ότι έπρεπε να αποζημιωθεί ο εφεσίβλητος για την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων ήταν ορθή, καθώς επίσης ορθή ήταν και η βάση στην οποία έγινε ο υπολογισμός των €30.000. Έχει αποφασιστεί κατ΄ επανάληψη ότι η αδυναμία συγκεκριμένου τρόπου υπολογισμού μελλοντικής απώλειας εισοδημάτων διότι ελλείπουν ενδεχομένως στοιχεία, δεν πρέπει να αποστερεί τον παθόντα από τις αποζημιώσεις αυτές, (Πασάντας ν. Μόρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 690 και McGregor on Damages, 15η έκδ. σελ. 220, παρ. 356). Εφόσον υπάρχει μαρτυρία που είναι βοηθητική στον υπολογισμό, η αποζημίωση πρέπει να επιδικάζεται είτε στη βάση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού (Θεοφάνους ν. Κουρουκλά (2006) 1 Α.Α.Δ. 528), είτε στη βάση μιας διαφορετικής μεθοδολογίας όπως το μέσο εθνικό ετήσιο εισόδημα, (Taylor v. Glass όπως αναφέρεται στον Kemp & Kemp: The Quantum of Damages, 2ος Τόμος, παρ. 1-715), ή, μια ανάμεικτη μεθοδολογία χρησιμοποιώντας όπου είναι εφικτό και ένα πολλαπλασιαστή και ένα πολλαπλασιαστέο, (Connoly v. Camden and Inslingtom Area Healthy Authorithy (1981) 3 All E.R. 250).
Γενικώς στο θέμα της αξιολόγησης ιδιαίτερα της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο μπορούσε να αποδεχθεί, στη βάση πάγιας νομολογίας, τη βασική εκδοχή του, αλλά να κρίνει ταυτόχρονα και ότι υπερέβαλε σε σημεία της μαρτυρίας του (Παπαλλής ν. Κυριακίδης (2008) 1 Α.Α.Δ., 83). Διατηρείται πάντοτε το δικαίωμα βέβαια στο Εφετείο να επέμβει και να ανατρέψει αυτή την κρίση όπου η αποδοχή επί της αξιοπιστίας της σχετικής μαρτυρίας δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή ή ήταν εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όπου υπάρχουν ουσιώδεις αντιφάσεις (Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236). Το έργο όμως της αξιολόγησης παραμένει στην πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με επέμβαση να χωρεί όπου η νομολογία έχει καθορίσει την προς τούτο αναγκαιότητα, (Μαρκίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου) Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 324, Μουή ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1540 κ.ά.).
Δεν έχει διαπιστωθεί βάσιμος λόγος επέμβασης στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από τον εφεσίβλητο και τους μάρτυρες του. Η κρίση του Δικαστηρίου ήταν εύλογη, δίδοντας προς τούτο ικανοποιητικούς λόγους.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει μόνο ως προς το λόγο έφεσης επί του ποσοστού ευθύνης. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Τα επιδικασθέντα ποσά, με την αντίστοιχη επίπτωση στη ρύθμιση επί των τόκων, μειώνονται κατά 20%. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως, υπό το φως της μερικής επιτυχίας της έφεσης, κατά το ήμισυ.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 189/11)
15 Μαΐου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ANDREAS V. VRONDIS & SONS (CONSTRUCTIONS) LTD
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
Εφεσίβλητος
---------
Δ. Μιχαήλ (κα) για Α. Ανδρέου και Ν. Κυριακίδης για Χ. Κυριακίδη, για τους εφεσείοντες.
Χρ. Αργυρού (κα), για τον εφεσίβλητο.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Έχω μελετήσει την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ, τόσο ως προς την παράθεση των γεγονότων όσο και ως προς την ανάλυση και απόρριψη των λόγων έφεσης 1, 2, 4-7, πλην του μέρους εκείνου το οποίο αφορά στον 3ο λόγο έφεσης και της απόφανσης να επιμεριστεί στον εφεσίβλητο συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό 20%.
Με τον 3ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέδωσε ευθύνη στον εφεσίβλητο ο οποίος παρέλειψε να λάβει προφυλάξεις για την ασφάλεια του και χρησιμοποίησε λανθασμένα και/ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει με τον ορθό τρόπο την σκάλα η οποία γλίστρησε, με αποτέλεσμα την πτώση και τον τραυματισμό του. Στις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παραβάσεως των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του ενάγοντος-εφεσίβλητου, καταγράφεται στην υπεράσπιση, παράγρ. (στ):
«(στ) Ενώ γνώριζε με δική του γνώση ή και εμπειρία την φύση του πατώματος ή και το χώρο τοποθέτησε την σκάλα λανθασμένα ή και σε λανθασμένο χώρο ή και σε χώρο που αυτό δεν ενδείκνυτο ή και λανθασμένα επέλεξε να εργαστεί στο συγκεκριμένο σημείο.»
Το Δικαστήριο ενώ εξέτασε και αποδέχθηκε ως γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν έμπειρος τεχνίτης και ο ίδιος είχε την ευθύνη για τον τρόπο τοποθέτησης της σκάλας, απέρριψε τις αιτιάσεις των εφεσειόντων, κρίνοντας ότι δεν υπήρξε σαφής μαρτυρία ότι η πτώση του εφεσίβλητου οφειλόταν στην κακή εκ μέρους του τοποθέτηση της. Επομένως δεν μπορούσε να του αποδοθεί οποιοδήποτε ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας. Σημειώθηκε επίσης η παραδοχή του, πως όταν γλίστρησε η σκάλα, τα «πόδια» της δεν βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο αλλά είχαν διαφορά ύψους ενός εκατοστού περίπου, λόγω των κεραμικών που τοποθετούνταν στην αίθουσα.
Δεν ήταν όμως επ΄ αυτού η μόνη μαρτυρία η οποία είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Με αναδρομή στα πρακτικά της δίκης διαπιστώνεται ότι στο χώρο του εργοταξίου διεξάγονταν και άλλες εργασίες, όπως στο πάτωμα του εργοταξίου, το οποίο είχε καταστεί και εξαιτίας των εν λόγω εργασιών ανώμαλο και ανισόπεδο. Περιέγραψε ο εφεσίβλητος την κατάσταση: Εν πρώτοις, τα μαρμαράκια ήσαν παλιά με ανώμαλη επιφάνεια ή όπως το έθεσε: «Δεν ήταν ολόϊσια. Ήσιε λακκούφες, κανένα μάρμαρο σπασμένο». Ή όπως επεξήγησε σε άλλο σημείο, το συγκεκριμένο δωμάτιο που εργαζόταν, όπως και το πάτωμα των άλλων δωματίων, δεν ήταν «ίσιο», γιατί «που χαλούσαμε τους τοίχους έπεφταν ξύλα, σοβάδες στα μάρμαρα.» Όταν δε ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση ο εφεσίβλητος γιατί δεν μετακίνησε τη σκάλα με αποτέλεσμα τα δύο της «πόδια» να πατούν σε ανισόπεδο δάπεδο, απάντησε: «έτσι ήταν και το υπόλοιπο πάτωμα, δεν ήταν ίσιο».
Η κατανομή της ευθύνης αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν τα ευρήματα του Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή είναι προδήλως λανθασμένα (Άδωνης Αλεξάνδρου, ανήλικος δια της μητρός του και πλησιεστέρας φίλης του Μαρίας Αλεξάνδρου κ.α. ν. Άντρης Σωτηρίου Λεβέντη κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, 426:
«Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία (βλ. Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25). Εφόσον η καθοδήγηση ως προς το δίκαιο είναι ορθή, ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(E) A.A.Δ. 178). Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την ευθύνη των δύο μερών, καθοδηγούμενο από τις ορθές αρχές δικαίου και με αναφορά, τόσο στο μεμπτό της συμπεριφοράς τους, όσο και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμέλειας και της ζημίας που δυνητικά μπορούσε να προκαλέσει η αμέλεια ενός εκάστου.»
Μόνο όπου ο καταμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα λανθασμένος παρέχεται πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο (Ιορδάνου κ.α. ν. Κυριάκου κ.α. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364, 1373, Metalco (Heaters) Ltd ν. Νεοφύτου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211, 229).
Στην Fysco Constructing Co Ltd ν. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1024, το Εφετείο απορρίπτοντας τις αιτιάσεις των εφεσειόντων ανέφερε τα ακόλουθα:
«.είναι η διαζευκτική εισήγηση των εφεσειόντων πως και πάνω στη βάση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα έπρεπε να είχε καταλογιστεί στον εφεσίβλητο συντρέχουσα αμέλεια. Ήταν έμπειρος καλουψής, θα έπρεπε να γνώριζε πως η εκτέλεση της εργασίας με τον τρόπο που γινόταν ήταν επικίνδυνη και όφειλε να έπαιρνε μέτρα για την προσωπική του ασφάλεια. [.]
Ούτε και εμείς μπορούμε να δούμε ποια ήταν η προφύλαξη που εύλογα θα μπορούσε να πάρει και δεν πήρε ο εφεσίβλητος για τη δική του ασφάλεια. Η εισήγηση πως θα έπρεπε να είχε μεριμνήσει ο ίδιος για να δημιουργήσει προϋποθέσεις ασφάλειας με τη μεταφορά έστω δικού του τριστελιού ή σκάλας στον τόπο εργασίας και την κάλυψη του κενού με κατάλληλο τρόπο που εκείνος θα επινοούσε, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αυτό θα ισοδυναμούσε με μεταφορά της ευθύνης για την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας από τους ώμους των εργοδοτών όπου κατά νόμο βρίσκεται στους ώμους του εργοδοτουμένου.
Η πτώση του εφεσίβλητου οφειλόταν στον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας κατά το σύστημα εργασίας των εφεσειόντων και μέσα στις συνθήκες εργασίας που υπήρχαν και ήταν άσχετη με ο,τιδήποτε θα μπορούσε εύλογα να κάμει ο εφεσίβλητος, όσο έμπειρος κι αν ήταν και όσο κι αν ο κίνδυνος ήταν ορατός. Γνώση αναφορικά με το δυνητικά επικίνδυνο του τρόπου εκτέλεσης της εργασίας δεν είναι στοιχείο που, από μόνο του, μπορεί να στοιχειοθετήσει συντρέχουσα αμέλεια όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα επέρχεται επειδή ο εργοδοτούμενος απλώς εκτέλεσε την εργασία του, όπως όφειλε να κάμει, αν ήθελε να τη διατηρήσει.[.]»
Στην υπό κρίση περίπτωση οι εφεσείοντες με τη μαρτυρία τους, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, προέβαλαν διάφορους αντιφατικούς και ανακόλουθους ισχυρισμούς ως προς τη γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος ή του όλου συστήματος εργασίας. Κατά πρώτον, ότι έδωσαν οδηγίες στον εφεσίβλητο να εκτελέσει την εργασία του χρησιμοποιώντας τις σκαλωσιές που υπήρχαν στο χώρο εργασίας, θέση που αργότερα διαφοροποιήθηκε, του δόθηκαν οδηγίες να χρησιμοποιήσει την σκάλα, την οποία όμως τοποθέτησε κατά τρόπο επικίνδυνο και/ή δεν την «στερέωσε με κασόνια». Το Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις τους και αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου για να καταλήξει σε εύρημα ανασφαλούς συστήματος εργασίας: Η σκάλα δεν ήταν ασφαλής για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης εργασίας. Ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες εξέθεσαν τον εφεσίβλητο σε περιττούς κινδύνους, δεν του παρείχαν ασφαλή εξοπλισμό ούτε ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά θα πρόσθετα ούτε και ασφαλή δάπεδο εργασίας. Συμφωνώ με τη θέση της δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι και αν ακόμα γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε λανθασμένα και κατά παράβαση των οδηγιών του ΜΥ3 τη σκάλα, που δεν είναι η περίπτωση, και πάλι οι εφεσείοντες θα ήσαν υπεύθυνοι εξ ολοκλήρου για το ατύχημα: το σύστημα εργασίας κρίθηκε ακατάλληλο και η πτώση του εφεσίβλητου οφειλόταν στον τρόπο εκτέλεσης εργασίας, που του υπέδειξαν οι εφεσείοντες και με τις δεδομένες συνθήκες εργασίας, ανώμαλη και ανισόπεδη κατάσταση του πατώματος, δεν βλέπω ποιες εύλογες υπό τις περιστάσεις ενέργειες ή προφυλάξεις θα έπρεπε να κάνει ή να πάρει ο εφεσίβλητος, όσο έμπειρος και αν ήταν και όσο και αν ο κίνδυνος ήταν ορατός, ώστε να τον αποφύγει. Οι εφεσείοντες που φέρουν το βάρος απόδειξης για συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου δεν το έχουν αποσείσει. Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι η εργασία που ανετέθη στον εφεσίβλητο θα μπορούσε να διεξαχθεί από άλλο σημείο με απλή μετακίνηση της σκάλας, ώστε τα δύο της άκρα (πόδια) να πατούν σε ισοϋψή επιφάνεια. Η θέση των εφεσειόντων παρέμεινε πάντοτε ότι ο εφεσίβλητος παρήκουσε τις οδηγίες του ΜΥ3 να τοποθετήσει κασόνια μπροστά από τη σκάλα ως εμπόδιο, ή ότι έπρεπε να τον κρατά κατά την άνοδο και κάθοδο τρίτο πρόσωπο, ο Θεοχάρης, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του ΜΥ3 δεν βρισκόταν στην αίθουσα την ημέρα του ατυχήματος. Με βάση τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο τόσο τα ευρήματα όσο και τα συμπεράσματα του ήταν πλήρως δικαιολογημένα.
Η υπόθεση Λαμπή ν. Shiptrans Shipping & Trading Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370, δεν βοηθά την εισήγηση των εφεσειόντων η οποία διαφοροποιείται ουσιωδώς από την παρούσα. Στην προκειμένη περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο αποβιώσας είχε εναλλακτικό τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του με ειδικό μηχάνημα, η χρήση του οποίου καθιστούσε ευχερέστερη την εκτέλεση της εργασίας και το οποίο μηχάνημα έθεσαν στη διάθεση του οι εργοδότες του. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες δεν έθεσαν στη διάθεση του εφεσίβλητου τον κατάλληλο εξοπλισμό που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει με ασφάλεια για την εκτέλεση της εργασίας του και αντ΄ αυτού τον υποχρέωσαν εν τοις πράγμασι να χρησιμοποιήσει τη σκάλα, ανασφαλές μέσο, σύμφωνα με τη ΜΕ1, επιθεωρήτρια εργασίας, που αφ΄ εαυτού ενείχε κινδύνους. Ούτε και η υπόθεση Σωτηρίου ν. Chapo (Investments) Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 491, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση όπου στην υπόθεση εκείνη ο εφεσείων, που είχε υπό τον έλεγχο του το όχημα που οδηγούσε, παρέβηκε συγκεκριμένες οδηγίες των εργοδοτών του με αποτέλεσμα να συμβεί το ατύχημα. Κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.
Η γνώση του δυνητικού κινδύνου από τον τρόπο τοποθέτησης της σκάλας για την εκτέλεση της εργασίας που ανατέθηκε στον εφεσίβλητο δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει συντρέχουσα αμέλεια «.όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα επέρχεται επειδή ο εργοδοτούμενος απλώς εκτέλεσε την εργασία του, όπως όφειλε να κάμει, αν ήθελε να τη διατηρήσει.» (Fysco (ανωτέρω)). Διαφορετική αντίκριση ισοδυναμεί με μεταφορά της ευθύνης για την ύπαρξη ασφαλών συνθηκών εργασίας από τους ώμους των εργοδοτών εφεσειόντων, στους ώμους του εργοδοτουμένου εφεσίβλητου, ο οποίος σημειώνω ότι ήταν μόλις ένα μήνα στην εργοδότηση των πρώτων (Fysco (ανωτέρω)).
Για τους λόγους που έχω επεξηγήσει θα απέρριπτα τον 3ο λόγο έφεσης, με την ευθύνη να παραμείνει εξ ολοκλήρου στους ώμους των εφεσειόντων με έξοδα εναντίον τους.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ