ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A188
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 117/2016
{ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στες}
25 Μαϊου, 2017
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/04/16 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 130/2015
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 57 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999 (158 (Ι)/1999)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. 725375 ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΧΘΕΙ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ.
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΑΙΤΗΤΗ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ/Ή ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΝΑ ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΝ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΑΞΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΠΡΟΒΕΙ ΣΕ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΚΑΙ/Ή ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΑΡ. 47/2009 ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΝΑ ΠΡΑΞΕΙ ΤΟΥΤΟ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΣΩΜΑ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ ΚΑΙ/Ή ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΣΕ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ MANDAMUS.
----------------------------------------------
Σ.Αγγελίδης με κα.Γ.Ζαχαρία, για τον εφεσείοντα
Δ.Καλλίγερος, για την εφεσίβλητη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
--------------------
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 27.7.2012 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε την πειθαρχική ποινή απόλυσης του εφεσείοντα ως μέλους της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου που του είχε επιβληθεί από την αρμόδια Πειθαρχική Επιτροπή της Αστυνομίας, επικυρωθείσα στις 27.7.2006 από το Συμβούλιο Εφέσεων της Αστυνομίας.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας Νίκος Νικολάου ν. Συμβουλίου Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως (2012)3 Α.Α.Δ. 357 η ποινή ακυρώθηκε επειδή ο τότε Αρχηγός Αστυνομίας ως ex officio Πρόεδρος στο Συμβούλιο Εφέσεων, δυνάμει του Καν.27 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989, σε προηγούμενο στάδιο, είχε εμπλακεί στην υπόθεση έχοντας μεν αρμοδιότητα αλλά κατά τρόπο που στερούσε από τη διαδικασία των εχεγγύων της αμερόληπτης κρίσης. Την ίδια ημέρα ακύρωσης της πιο πάνω ποινής ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας και ενημέρωσε γραπτώς τον Αρχηγό ότι είναι στη διάθεση της Αστυνομίας για ανάληψη των καθηκόντων του. Δεν υπήρξε τελική ανταπόκριση από την Αστυνομία, κλήθηκε ωστόσο σε σχέση με την επανεξέταση της υπόθεσης του ενώπιον του Συμβουλίου Εφέσεων στις 7.11.2012, διαδικασία που φαίνεται να μην έχει περατωθεί. Ακολούθησε αγωγή του εφεσείοντα (υπ΄αριθμ.1718/12 Ε.Δ. Λευκωσίας) εναντίον της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις δυνάμει κυρίως του ΄Αρθρ.146.6 του Συντάγματος, διαδικασία που επίσης φαίνεται να είναι εκκρεμής.
Στις 14.7.2015 ο εφεσείων υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για παραχώρηση αδείας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου mandamus, δυνάμει του Άρθρ.155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) του Νόμου του 1964. Αδελφός μας Δικαστής που επελήφθη της αίτησης, αφού ανεφέρθη στη βασική θέση του εφεσείοντα/αιτητή ότι η υποχρέωση για συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση ήταν άμεση (επαναφορά του στις τάξεις της Αστυνομίας) και δεν συναρτάται με τη διαδικασία πειθαρχικής δίωξης, θεώρησε ότι πρέπει να του δοθεί σχετική άδεια. (βλ. Αίτηση Νίκου Νικολάου, Πολ. Αίτ. 93/15, ημερ.5.10.2015), ECLI:CY:AD:2015:D651. Πρέπει να λεχθεί ότι απασχόλησε το Δικαστήριο ειδικά το θέμα της καθυστέρησης ως εξής:
"Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα της καθυστέρησης, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε με αναφορά στην απόφαση του Στυλιανίδη, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Laertis Shipping Enterprises (1992) 1 A.A.Δ. 686, ότι η δυνατότητα που έχει το Δικαστήριο να αρνηθεί θεραπεία λόγω της καθυστέρησης, συναρτάται με το κατά πόσο το Δικαστήριο θεωρεί πως η απόδοση της θεραπείας μετά από παρέλευση χρόνου, πιθανό να προκαλέσει ουσιώδη βλάβη ή να επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα οιουδήποτε προσώπου. Εν προκειμένω, συνέχισε, δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος, αλλά αντίθετα η Δημοκρατία υφίσταται ζημία από το γεγονός ότι, ενώ παραμένει υπόχρεη σε καταβολή των μισθών του αιτητή, παραλείπει να τον καλέσει σε υπηρεσία. Συνεπώς η απόδοση της θεραπείας δεν θα ήταν εις βάρος της Δημοκρατίας, αλλά το αντίθετο. Εισηγήθηκε περαιτέρω ότι ο αιτητής καλόπιστα ανέμενε, κατά το διαρρεύσαντα χρόνο, την άρση της συνεχιζόμενης παράλειψης.
Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο δεν καλείται να αποφασίσει οριστικά επί των ζητημάτων που εγείρονται. Το ζητούμενο έγκειται στο κατά πόσο στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμη, υπόθεση ώστε να κληθεί η Δημοκρατία σε απάντηση. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, επιφυλασσομένης της τελικής εκτίμησης αφού ακουστεί και η άλλη πλευρά, παρά το καινοφανές μάλλον της περίπτωσης, εφόσον δεν έχω παραπεμφθεί σε προηγούμενη νομολογία, θεωρώ ότι είναι κατάλληλη η περίπτωση και δίδεται άδεια για καταχώριση αιτήσεως .....".
Σύμφωνα με την άδεια ακολούθησε καταχώρηση της Πολ.Αιτ.130/15 και αφού ο αδελφός μας Δικαστής άκουσε και τις δύο πλευρές, εφόσον η Δημοκρατία είχε υποβάλει γραπτή ένσταση, απέρριψε την αίτηση με την εκκαλούμενη απόφαση ημερ. 21.4.2016. Στην εν λόγω απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναλύει τα γεγονότα της υπόθεσης αξιολογώντας αυτά με βάση τις αρχές που διέπουν την έκδοση εντάλματος mandamus, έρχεται να εξετάσει σε βάθος πλέον, το θέμα της καθυστέρησης καταλήγοντας ως εξής στις σελ.14-16:
«Το αίτημα του αιτητή προς το δημόσιο όργανο για να συμμορφωθεί και η άρνηση του τελευταίου, αποτελεί προϋπόθεση για έκδοση εντάλματος mandamus και η άρνηση σηματοδοτεί την αφετηρία του εύλογου χρόνου. Εν προκειμένω δεν υπήρξε ρητή άρνηση, όμως στις 30.10.2012, με την αγωγή του, ο αιτητής απέδιδε πλέον κατά τρόπο οριστικό στη διοίκηση, παράλειψη συμμόρφωσης με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και παράλειψη να τον καλέσει για ανάληψη των αστυνομικών του καθηκόντων, κατά παράβαση του Άρθρου 146.5 του Συντάγματος. Είναι πρόδηλο ότι κατ΄εκείνο το χρόνο ο αιτητής είχε θεωρήσει πως η διοίκηση τελούσε σε κατάσταση σιωπηράς άρνησης και παράλειψης κατά παράβασης του Άρθρου 146.5. Επικαλούμενος δε τέτοια παράλειψη, επέλεξε τότε να ζητήσει αποζημιώσεις και όχι διάταγμα mandamus, κάτι που έπραξε τρία χρόνια μετά, στις 9.9.2015. Δεν παραβλέπω τα σημαντικά ζητήματα δικαιοσύνης που, ως άνω, εγείρονται, αλλά δεν μπορεί να αγνοηθεί η επιλογή του ιδίου του αιτητή για αποζημιώσεις, χωρίς να προωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το αίτημα που τώρα προώθησε. Θεωρώ ότι παρέχουν χρήσιμη καθοδήγηση τα λεχθέντα υπό του Butler, Δ. στην ιρλανδική υπόθεση State (Conlon Construction Co.) v. Cork County Council, 31.7.1975, η οποία, αν και μη δημοσιευθείσα, θεωρείται ως «leading case» (βλ. απόφαση του High Court της Ιρλανδίας στην υπόθεση Illium Properties Limited v. The Lord Mayor Aldermen and Burgesses of the City of Dublin (2004) IRLHC 327):
«The making of the order is within the discretion of the Court. The Court must consider all the circumstances of the case including the conduct of the parties and, unless coerced by the manifest requirements of justice to exercise the discretion to make the order, may refuse it on judicial grounds. Where mandamus is sought to secure a right the right must be promptly claimed and the claim pursued vigorously without being abandoned. Among well recognised grounds for refusing the remedy is delay on the part of the applicant in pursuing the claim and the abandonment of the claim in favour of alternative remedies. Where such delay and abandonment was deliberate because the claimant may have thought such a course to be in his better interests he cannot repent his decision and ask for the discretion of the Court to be exercised in his favour by the making of the order.»
Εξισορροπώντας όλους τους σχετικούς παράγοντες, κρίνω ότι εν τέλει δεν μπορεί να παραβλεφθεί η καθυστέρηση που επέδειξε ο αιτητής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε εξ αρχής επιλέξει τη θεραπεία των αποζημιώσεων, χωρίς να διεκδικήσει διάταγμα αποκατάστασης, αλλ΄ ούτε και να επιφυλάξει δικαιώματα σε σχέση με τέτοια θεραπεία. Διαφορετικά, θα μπορούσαν σε τέτοιες περιπτώσεις οι αιτητές, αφού εξασφαλίσουν αποζημιώσεις για όση περίοδο δεν διεκδικούν επιτακτική θεραπεία, να επανέρχονται κατά την κρίση τους και, χωρίς εξήγηση για την καθυστέρηση, όπως έγινε εν προκειμένω, να ζητούν, χρόνια μετά, όπως εν προκειμένω, την άσκηση προς όφελος τους της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και την έκδοση εντάλματος mandamus. Τέτοια προοπτική, ανεξάρτητα από την ουσία της υπόθεσης, δεν κρίνεται θεμιτή. Εάν ο αιτητής έχει επί της ουσίας δίκαιο, έχει επιλέξει να περιοριστεί σε διεκδίκηση αποζημιώσεων.»
Είναι ακριβώς επί της πρωτόδικης κρίσης επί του θέματος της καθυστέρησης που η απόφαση εφεσιβάλλεται με ένα λόγο έφεσης, ο οποίος έχει ως εξής:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθ΄υπέρβαση εξουσίας και/ή εσφαλμένα νομικώς και/ή αυθαίρετα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του κατέληξε στη βάση του σκεπτικού του στις σελ.13, 14, 15 και 16 ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί η επιλογή του ιδίου του αιτητή να ζητήσει με την καταχώρηση της αγωγής του στις 30.10.2012 αποζημιώσεις χωρίς να προωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το αίτημα για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης mandamus και/ή ότι εν τέλει δεν μπορεί να παραβλεφθεί η καθυστέρηση που επέδειξε ο αιτητής σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε εξ αρχής επιλέξει τη θεραπεία των αποζημιώσεων, χωρίς να διεκδικήσει διάταγμα αποκατάστασης, αλλ΄ούτε και να επιφυλάξει δικαιώματα σε σχέση με τέτοια θεραπεία. Από τη στιγμή που δόθηκε άδεια για καταχώρηση αιτήσεως προς έκδοση εντάλματος της φύσης mandamus, το Δικαστήριο θεωρείται ότι αξιολόγησε το θέμα της καθυστέρησης και στο στάδιο της κυρίως αίτησης το Δικαστήριο όφειλε να αξιολογήσει και/ή να εξετάσει το θέμα της καθυστέρησης μόνο ως προς την πιθανή ζημιά που προκλήθηκε και/ή θα προκληθεί προς τους καθ΄ων η αίτηση λόγω της καθυστέρησης.
Είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη φύση και τις αρχές που διέπουν την έκδοση εντάλματος mandamus στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση των Κώστα Κωνσταντίνου και Cenk Ahmet Nevzat, Πολ.Εφ.304/14, 25.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:A458.
Στην υπό κρίση περίπτωση το μόνο που παρέμεινε να εξεταστεί υπό το πρίσμα του μοναδικού λόγου έφεσης, είναι η πρωτόδικη θεώρηση ως προς την αρνητικά καταλυτική σημασία στην καθυστέρηση να υποβληθεί αίτημα αυτής της φύσεως από τις 30.10.2012, ως άνω.
Πρέπει να λεχθεί ότι η έκδοση εντάλματος mandamus είναι ως γενικός κανόνας, θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Στο Halsbury's Laws of England p.161 αναφέρονται:
"The grant of an order of mandamus is, as a general rule, a matter for the discretion of the court. It is not an order granted as of right and it is not issued as a matter of course. Accordingly, the Court may refuse the order, not only upon the merits, but also by reason of the special circumstances of the case. On the other hand the Court may grant leave to apply for an order of mandamus even though the right in respect of which it is sought appears to be doubtful".
(η υπογράμμιση δική μας)
Το Δικαστήριο, προβληματιζόμενο για όλες τις πτυχές των γεγονότων της υπόθεσης (και ειδικά για το καθυστερημένο της υποβολής), ενεργώντας ακριβώς ως η προηγούμενη υπογραμμισμένη αναφορά, έδωσε άδεια ως προς την υποβολή αιτήματος.
Επαναξιολογώντας όλα τα δεδομένα, ειδικά του διαρρεύσαντος χρόνου ομού με την πριν αρκετά χρόνια καταχώρηση αγωγής του εφεσείοντα για αποζημιώσεις, θεώρησε εν τέλει καταλυτικά αρνητικό το θέμα της καθυστέρησης και, κατά τη διακριτική του ευχέρεια, έκρινε ότι έπρεπε να μην εκδώσει το ένταλμα.
Με βάση τις υποθέσεις Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 και ODYSSEY RETRIEVER INC, Πολική Έφ. αρ.59/16, ημερ. 3.5.2017, εφόσον η εξουσία του Δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα, η επέμβαση του Εφετείου είναι δυνατή μόνο:
«(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».
Βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το θέμα της καθυστέρησης έπρεπε να κριθεί κατά το στάδιο της παραχώρησης αδείας και όχι αφού εδόθη άδεια, κατεχωρήθη αίτηση και ακούστηκαν τα μέρη. Εφόσον πλέον εδόθη άδεια, το θέμα της καθυστέρησης θα μπορούσε να τεθεί μόνο σε συνάρτηση με ζήτημα ζημιάς του άλλου μέρους (βλ. Sweet & Maxwell's Planning Law: Practice and Precedents, ch6, 6173).
Στην Κύπρο δεν υπάρχει θεσμοθετημένη προθεσμία όμως είναι βαθιά εδραιωμένο στο δίκαιο μας ότι αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο διάβημα προνομιακού εντάλματος, μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας σε άρνηση της θεραπείας.
Παρά το ότι το σύνηθες θα ήταν η καθυστέρηση να κρίνεται κατά το στάδιο της αδείας, δεν είναι απαγορευτικό κατά την επαναξιολόγηση των δεδομένων στο μυαλό του Δικαστηρίου, να επανέλθει το ζήτημα και - υπό το φως όλων των γεγονότων πλέον - να προσλάβει την τελική του αξία είτε θετική είτε αρνητική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο φάνηκε και από το στάδιο της αδείας ότι έστρεψε την προσοχή του και στο θέμα της καθυστέρησης, χωρίς η παραχώρηση αδείας να το εμποδίζει να το επαναξιολογήσει. Στη Μιχαήλ, Πολ.΄Εφ.345/13, 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:A45 αναφέρθηκε ότι «ζήτημα καθυστέρησης που νόμιμα ανακόπτει τη διεκδίκηση της λήψης της άδειας ή της χορηγίας του προνομιακού εντάλματος εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο είτε από διάδικο, είτε αυτεπαγγέλτως. Και εφόσον αφορά σε θεμελιώδη προϋπόθεση, αναμφίβολα ανακινείται οποτεδήποτε, χωρίς να αποτελεί κώλυμα η εκ των υστέρων εξέταση του θέματος επειδή χορηγήθηκε η άδεια χωρίς να συζητηθεί η καθυστέρηση». Η νομολογία που εδόθη από τον κ.Αγγελίδη δεν έχει τη δυναμική αποκλεισμού του θέματος ειδικά αν ληφθεί υπόψη, ότι στην Αγγλία υπάρχει προθεσμία και η προθεσμία θα κριθεί από την αίτηση για άδεια ως προς την καταχώρηση της κρινόμενης Αίτησης. (R v. Stratford-on-Avon D.C. Ex p. Jackson {1985}1 W.L.R. 1319).
Mε την επίκληση της Ιρλανδικής απόφασης Illium Properties Limited v. The Lord Mayor Aldermen and Burgesses of the City of Dublin (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο ακριβώς τόνισε ιδιαίτερα τη σημασία της επιλογής που έκανε ο εφεσείων με την καταχώρηση αγωγής το 2012 στην επιδίωξη της διασφάλισης των δικαιωμάτων του, κατά τον τρόπο που θεωρούσε πρόσφορο, "in his better interest".
Παραπονείται ακόμη ο κ.Αγγελίδης ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αγωγή για αποζημιώσεις δεν μπορεί να εκληφθεί ως αποτελεσματικό μέτρο για αποκατάσταση-επαναφορά του εφεσείοντα, εν τέλει το γεγονός της έγερσης της αγωγής εκ μέρους του, σε συνάρτηση με το χρόνο, το ανήγαγε σε σημαντικό παράγοντα ώστε να απορρίψει την αίτηση.
Μόνο όμως θεωρητικά θα υπήρχε αντίφαση και αυτό θα ίσχυε μόνο εάν ο εφεσείων δεν επέλεγε στην πράξη τι ήθελε να προωθήσει. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ακριβώς έκρινε ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος και η επιλογή καταχώρησης αγωγής διαμόρφωσε αρνητικά τα πράγματα ως προς τη σημασία που έπρεπε να δοθεί στην καθυστέρηση.
΄Εχουμε στα πλαίσια εξέτασης αυτής της πτυχής του λόγου έφεσης, μελετήσει το αντίγραφο της αγωγής που αποτελεί μέρος του φακέλου (πρακτικά σελ.64-68). Από το ίδιο το κείμενο της αγωγής «ο τερματισμός» της ιδιότητας του εφεσείοντα και της επαγγελματικής σχέσης του με την Αστυνομία, παρουσιάζεται ως ένα αποκρυσταλλωμένο γεγονός που ακριβώς ως εκ τούτου αποτελεί βάθρο αξίωσης για αποζημιώσεις. Χαρακτηριστικά σημεία της ΄Εκθεσης Απαίτησης είναι: «ο ενάγοντας ..... υπηρετούσε στο Αστυνομικό Σώμα ...» ή αλλού «.... ο Ενάγοντας αποστερήθηκε και/ή απώλεσε τη θέση εργασίας του .. με αποτέλεσμα να υποστεί οικονομική ζημιά και συναφή έξοδα ..».
΄Αλλωστε ο Εφεσείων ως ενάγοντας αξιώνει γενικές αποζημιώσεις λόγω της απόλυσης του, τιμωρητικές αποζημιώσεις και αποζημιώσεις που πηγάζουν με βάση το ΄Αρθρ.172 του Συντάγματος.
Με όλο το σεβασμό στις θέσεις του κ.Αγγελίδη, οι πιο πάνω αξιώσεις δεν συμβαδίζουν με ένα άτομο που επιθυμώντας συμμόρφωση της Δημοκρατίας στο ακυρωτικό αποτέλεσμα, θα έπρεπε να το επιδιώξει το συντομότερο δυνατόν, με το κατάλληλο διάβημα και όχι να αφήσει το χρόνο να τρέχει και την εκκρεμοδικία της αγωγής, (για 3 χρόνια περίπου) να υφίσταται και μετά να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργοποιώντας τη διαδικασία προνομιακών ενταλμάτων.
Υπ΄αυτή την έννοια είναι που το πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρισε - και ορθά - τα δεδομένα αποφασίζοντας να απορρίψει την αίτηση του εφεσείοντα. Εύλογα δε αναρωτιέται κάποιος αν η αγωγή εκδικαζόταν εν τω μεταξύ, και ο εφεσείων ως ενάγων πετύχαινε, η απόλυση θα έπρεπε να είναι «η αφετηρία» του υπολογισμού των αποζημιώσεων. Συνεπώς είναι ο ίδιος ο εφεσείων ο οποίος δια της απαίτησης του κατέστησε την απόλυση «αποκρυσταλλωμένο γεγονός» για σκοπούς της παρούσης διαδικασίας.
΄Αλλωστε τόσο ο χρόνος όσο και οι λοιποί παράμετροι επιμέρους κρίσης για τις οποίες διατυπώνει ο εφεσείων παράπονο αφορούν τον τρόπο άσκησης της ευχέρειας του Δικαστηρίου και η επέμβαση του Εφετείου δεν χωρεί παρά μόνο στις πιο πάνω προϋποθέσεις, όπως εξετάστησαν στις υποθέσεις Μαρκιτανή και Odyssey (ανωτέρω).
Παρά τον προβληματισμό και τα επιχειρήματα του κ.Αγγελίδη δεν θεωρούμε ότι έγκυρα πλήττεται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές για να παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται.
Θεωρούμε ότι δεν θα πρέπει να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα εναντίον του εφεσείοντα, ενόψει του ότι το περίγραμμα της Δημοκρατίας στο μεγαλύτερο μέρος του δεν αφορούσε τα επίδικα, δια της εφέσεως, θέματα και η κα Σπηλιωτοπούλου που χειριζόταν την υπόθεση για τη Δημοκρατία την ημέρα της ακρόασης δεν εμφανίστηκε ενώπιον μας. Ουδεμία διαταγή για έξοδα.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.