ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά Π. Σιακαλλής για Παπαχαραλάμπους για τους εφεσίβλητους 1 και 2 Μ. Σιαμμούτη (κα) για κκ Ιωαννίδη και Πελίδη για τους εφεσίβλητους 3 CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-03-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ ν. ELLINAS FINANCE LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 210/2010, 1/3/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A65

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

                             ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 210/2010

 

 

1η Μαρτίου, 2017

 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ

Eφεσείων/Ενάγων

 

- ΚΑΙ -

 

1.    ELLINAS FINANCE LTD

2.   ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD

3.   SHARE LINK SECURITIES LTD

Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η αίτηση

 

------------------------

Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά

Π. Σιακαλλής για Παπαχαραλάμπους για τους εφεσίβλητους 1 και 2

Μ. Σιαμμούτη (κα) για κκ Ιωαννίδη και Πελίδη για τους εφεσίβλητους 3

 

...........................

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

Θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου

 

....................................


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Ο εφεσείων με αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το 2002 αξίωνε από τους εφεσίβλητους δήλωση με την οποία να τερματίζεται η Συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου και το πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 17/5/2000 ως διαρρηχθείσα από τους εφεσίβλητους αρ. 1, 2 και 3.

 

  Αξίωνε επίσης αποζημιώσεις εκ Λ.Κ 37.023,60 για ζημιές που κατ' ισχυρισμόν  υπέστη λόγω παραβάσεων από μέρους των εφεσιβλήτων της πιο πάνω συμφωνίας, άλλες αποζημιώσεις και τέλος διάταγμα διατάσσον την εφεσίβλητη 1 να αποδεσμεύσει 10,000 μετοχές της εταιρείας WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD.

 

Ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, όπως αποτυπωνόταν στην μακροσκελή Έκθεση Απαίτησης του, ότι στις 17/5/2000 υπέγραψε συμφωνία με τους εφεσίβλητους για παροχή σ' αυτόν πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων μέσω λογαριασμού που ανοίχθηκε στο όνομα του, με όριο το ποσό των Λ.Κ.30.000.  Συμφωνήθηκε επίσης ότι το ποσό των Λ.Κ. 60.000 θα συνιστά το περιθώρειο ασφάλειας.    Προς το σκοπό ενεργοποίησης της συμφωνίας αυτής ο εφεσείων κατέθεσε κατά την υπογραφή της συμφωνίας στο λογαριασμό μετοχές αξίας εκ  Λ.Κ. 80.180,00 ως αρχικό κεφάλαιο.

 

Ο εφεσείων προώθησε τη θέση ότι εξωθήθηκε και πείστηκε στο να υποβάλει αίτηση στο επενδυτικό σχέδιο της εφεσίβλητης 1 μετά από υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις των εφεσιβλήτων ότι θα τηρούσαν τις νόμιμες υποχρεώσεις τους.  Πρόβαλε επίσης θέμα ακυρότητας τόσο της συμφωνίας όσο και του πληρεξουσίου ημερ. 17/5/2000, με το οποίο διόρισε το χρηματιστηριακό γραφείο της εφεσίβλητης 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του, ότι είναι αποτέλεσμα απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και/ή πιέσεων από τους εφεσίβλητους.  Διατυπώνει επίσης τη θέση περί ετερoβαρούς συμφωνίας και ότι αυτή αντίκειται στη δημόσια πολιτική καθώς και σε διατάξεις της νομοθεσίας και των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας.

 

Ενόψει της πιο πάνω συμπεριφοράς των εφεσιβλήτων ο εφεσείων προέβη σε τερματισμό της επίδικης συμφωνίας και λογαριασμού καθώς και του πληρεξουσίου, αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ. 37.023,60 και την αποδέσμευση των 10,000 μετοχών της WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι προέβησαν παράνομα και αυτόβουλα σε πωλήσεις μετοχών και σε κακή διαχείριση της περιουσίας του, εξού και η ζημιά του.

 

Οι εφεσίβλητες 1 και 2 με την Υπεράσπιση τους παραδέχονται τον καταρτισμό των διαφόρων συμφωνιών αλλά απορρίπτουν τις θέσεις του εφεσείοντα ως προς την ερμηνεία όρων των συμφωνιών και τις συνθήκες καταρτισμού τους.  Προώθησαν τη θέση ότι η εφεσίβλητη 1 δεν διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο του εφεσείοντα ενώ η εφεσίβλητη 2 ήταν εμπιστευματοδόχος των μετοχών  προς όφελος της εφεσίβλητης 1 για λόγους εξασφάλισης του δανείου.   Με την Υπεράσπιση η εφεσίβλητη 1 προβάλλει και Ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των Λ.Κ. 27,957,10 σεντ ως υπόλοιπο λογαριασμού και/ή αποζημιώσεις για παραβίαση συμφωνίας καθώς και την έκδοση διατάγματος για πώληση των 20.508 μετοχών της εταιρείας Cyventure Capital Ltd, των 1,140 μετοχών της Marketrends Financial Services Ltd. και των 10.000 της WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD και την πίστωση του προϊόντος πώλησης έναντι του προς την εφεσίβλητη 1 οφειλομένου ποσού.

 

Η εφεσίβλητη 3 με ξεχωριστή Υπεράσπιση προβάλλει περίπου την ίδια υπεράσπιση με τους εφεσίβλητους 1 και 2.  Δίνει έμφαση στη συμφωνία για την παροχή από την εφεσίβλητη 3 χρηματιστηριακών υπηρεσιών, ισχυριζόμενη ότι όλες οι συναλλαγές που εκτέλεσε ήταν κατόπιν εντολών του εφεσείοντα και/ή των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων του.  Είναι η θέση της ότι ο εφεσείων δεν στερείτο του δικαιώματος να πωλήσει τις μετοχές του, ενώ η μόνη σχέση της εφεσίβλητης 3 με αυτόν περιοριζόταν στην εκτέλεση των συναλλαγών του εφεσείοντα στο χρηματιστήριο, μέσω του επενδυτικού λογαριασμού.

 

Κατά την ακροαματική πρωτόδικη διαδικασία έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο εφεσείων και κάλεσε ακόμη ένα μάρτυρα τον Χαράλαμπο Αλεξάνδρου, σύμβουλο επενδύσεων.  Από πλευράς εφεσιβλήτων κατέθεσαν ο Αιμίλιος Έλληνας για την εφεσίβλητη 1, η Αύρα Πετρίδου για την εφεσίβλητη 2 και η Τόλια Αποστολίδου για την εφεσίβλητη 3.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 και του μάρτυρα του, ενώ έκρινε τους μάρτυρες υπεράσπισης καθόλα αξιόπιστους.  Με την απόφαση του έκρινε την εκδοχή του εφεσείοντα περί άκυρης συμφωνίας γιατί δήθεν είναι αντίθετη με τη δημόσια πολιτική ή εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, αστήριχτη και αντιφατική, με μοναδικό σκοπό να υποστηρίξει αστήριχτες απαιτήσεις.    Απέρριψε επίσης τις θέσεις του εφεσείοντα περί άσκησης από πλευράς εφεσιβλήτων απάτης ή ψευδών παραστάσεων και/ή πιέσεων σε βάρος του ή ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη και περιείχε καταχρηστικές ρήτρες.  Σ΄όσον αφορά τους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ) της συμφωνίας, επί των οποίων ο εφεσείων βασίστηκε κυρίως προς υποστήριξη της θέσης του ότι η εφεσίβλητη 1 δεν προστάτευσε τα συμφέροντα του, η ερμηνεία που έδωσε ήταν ότι ο μεν όρος 2(Ε) απλά παρέχει δικαίωμα στην εφεσίβλητη 1 πώλησης των αξιών του χαρτοφυλακίου και όχι υποχρέωση και ότι με τον όρο 2(ΣΤ) ναι μεν δημιουργήθηκε εμπίστευμα αλλά καταπιστευματοδόχος ήταν η εφεσίβλητη 2 και δικαιούχος η εφεσίβλητη 1.

 

Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε τη συμφωνία χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου καθόλα έγκυρη, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα με έξοδα σε βάρος του, ενώ εξέδωσε απόφαση επί της Ανταπαίτησης υπέρ της εφεσίβλητης 1 για το ποσό των €45.253,04 (το αντίστοιχο των Λ.Κ. 26.485,43) εντόκως προς 8,5% ετησίως από 18/6/02, πλέον έξοδα.  Προέβη επίσης  σε έκδοση διατάγματος πώλησης των 20,508 μετοχών της Cyventure Capital Ltd.  των 1,140 μετοχών της Marketrends Financial Services Ltd και των 10.000 μετοχών της White Knight Holdings Ltd και πίστωσης του προϊόντος πώλησης έναντι των υποχρεώσεων του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη 1.

 

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε στις 8/7/10 η παρούσα έφεση στην οποία προβάλλοντo αρχικά, από πλευράς εφεσείοντα, εικοσιτέσσερεις λόγοι έφεσης τους οποίους βασίζει ουσιαστικά στα ίδια επιχειρήματα που προώθησε πρωτόδικα.  Στην πορεία αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης 10, 11, 19, 20 και 16. 

 

Ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του προέβη σε ομαδοποίηση των λόγων έφεσης που παρέμειναν, σε τέσσερεις ενότητες ως εξής:

1.    Μη εφαρμογή ή εσφαλμένη εφαρμογή της προγενέστερης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος της δημιουργίας εμπιστεύματος και θεματοφυλακίου.

(Λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 8,17,18 και 22)

 

2.   Εσφαλμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς την μη ύπαρξη ολιγωρίας

(Λόγοι έφεσης 7, 9, 12 και 24

 

3.    Εσφαλμένη ερμηνεία της συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου

(Λόγοι έφεσης 1,3,15,21 και 23)

 

4.    Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας

(Λόγοι έφεσης 13 και 14)

 

Σημειώνεται ότι ο εφεσείων κατά την ακρόαση πρωτόδικα προώθησε τις αξιώσεις του επί της βάσης ότι οι εφεσίβλητες είχαν υποχρέωση να παρακολουθούν τις αξίες του χαρτοφυλακίου και του περιθωρίου ασφαλείας, ώστε να πωλήσουν τις μετοχές του όταν το ποσοστό εξασφάλισης μειώθηκε κάτω από τα συμφωνηθέντα όρια, για να εισπράξουν το λαβείν τους. όταν δε το περιθώριο ασφαλείας ανετράπη τον Ιούνιο του 2000 οι εφεσίβλητες δεν προέβησαν σε πώληση των μετοχών με αποτέλεσμα να υποστεί ζημιά.

 

Κατά την ακρόαση της έφεσης ο εφεσείων εμφανίστηκε προσωπικά και υιοθέτησε το περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του, αλλά ανέπτυξε τις θέσεις του και προφορικά στο Δικαστήριο.

 

Θα προχωρήσουμε στην εξέταση αρχικά της ενότητας των λόγων έφεσης ως προς την εσφαλμένη εφαρμογή της προγενέστερης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος του εμπιστεύματος και θεματοφυλακίου, στους οποίους δόθηκε έμφαση από πλευράς εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του.  Η ενότητα αυτή, ενόψει των διαφόρων θέσεων και επιχειρημάτων που προβάλλει ο εφεσείων, κρίνουμε ότι θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τους λόγους έφεσης 1, 3, 15, 21 και 23 που αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία όρων της συμφωνίας αλλά και με τους λόγους έφεσης 13 και 14 που αφορούν στην λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε με αναφορά σε νομολογία και σε αποσπάσματα της μαρτυρίας κατά την αντεξέταση του Μ.Υ.1, ότι το Εφετείο θα πρέπει να διακρίνει την περίπτωση του με εκείνη των υποθέσεων Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδήσεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2010) 1 (Β) 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. (2010) 1 (Β) Λτδ 1238, και άλλης πιο πρόσφατης νομολογίας, που εκδόθηκε μεταγενέστερα της πρωτόδικης απόφασης, λόγω διαφοράς των όρων των συμφωνιών επενδυτικού σχεδίου στις  πιο πάνω υποθέσεις με τους όρους της επίδικης συμφωνίας.

 

Συγκεκριμένα, ήταν εισήγηση του ότι διάφορες παραδοχές του Μ.Υ.1 στη μαρτυρία του σε σχέση με τη συμμετοχή των εφεσιβλήτων 1 και 2 στην υπόθεση, σε συνάρτηση με πρόνοιες της συμφωνίας (τεκμ. 23), καθιστούν τα γεγονότα της υπόθεσης του πανομοιότυπα με εκείνα της υπόθεσης Marketrends Finanance Ltd ν. Πέρδικου κ.α. (2006) 1 ΑΑΔ 10422, στην οποία αποφασίστηκε ότι η Marketrends ενεργούσε ως διαχειρίστρια των μετοχών των εναγομένων.  Το γεγονός αυτό, κατά την άποψη του, επιτρέπει στο Εφετείο να ακολουθήσει το σκεπτικό της Πέρδικος και όχι  της πιο πάνω μεταγενέστερης νομολογίας και συνακόλουθα να καταστήσει υπεύθυνους τους εφεσίβλητους για τη ζημιά του.

 

Η ίδια ακριβώς εισήγηση, να ακολουθήσει δηλαδή το Εφετείο το σκεπτικό της Πέρδικος, προβλήθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας και στην υπόθεση Μαρία Νικολάου ν. Εllinas Finance Ltd κ.α. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2392, της οποίας τα γεγονότα είναι πανομοιότυπα με της παρούσας και οι εναγόμενοι είναι οι ίδιοι και στις δυο υποθέσεις.  Στην υπόθεση Νικολάου  η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου περιείχε τους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ), οι οποίοι είναι ταυτόσημοι με τους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ) της επίδικης συμφωνίας (τεκμ. 23).  Παραθέτουμε αυτούσιους τους όρους για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης:

 

«2.(Ε)  Ο Επενδυτής υποχρεούται για σκοπούς εξασφάλισης, κατόπιν σχετικής προειδοποίησης 24 ωρών, να αυξάνει το Περιθώριο Ασφάλειας προβαίνοντας σε κατάθεση μετρητών ή μεταβιβάζοντας στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας επιπρόσθετες Αξίες ούτως ώστε το σύνολο:-

 

(i)             της Τιμής Διάθεσης των Αξιών Χαρτοφυλακίου και

(ii)          της Τιμής Διάθεσης των Αξιών που έχουν μεταβιβαστεί στο όνομα της Θυγατρικής Εταιρείας (οι ¨Αξίες Περιθωρίου Ασφάλειας») και τραπεζικών καταθέσεων που έχουν δεσμευθεί ως Περιθώριο Ασφάλειας και

(iii)         το περιθώριο του Ορίου που παραμένει διαθέσιμο,

 

να διατηρείται ίσο προς το διπλάσιο του Περιθωρίου Ασφαλείας.  Κατά τον ίδιο τρόπο ο Επενδυτής υποχρεούται όπως μετατρέπει τη σύνθεση του Περιθωρίου Ασφαλείας κατά τον τρόπο που ήθελε από καιρού εις καιρό υποδειχθεί προς αυτόν από την Εταιρεία.  Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στη σχετική προειδοποίηση ή υπόδειξη ή σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία με τον Επενδυτή, η Εταιρεία και/ή ο Χρηματιστής διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν σε πώληση των Αξιών Χαρτοφυλακίου και/ή κλείσιμο του Λογαριασμού και/ή τερματισμό της Συμφωνίας»

 

2.(ΣΤ)  Τόσο οι Αξίες Χαρτοφυλακίου όσο και οι Αξίες Περιθωρίου Ασφαλείας θα παραμείνουν για σκοπούς εγγύησης εγγεγραμμένες επ' ονόματι της Θυγατρικής Εταιρείας η οποία θα ενεργεί ως εμπιστευματοδόχος (trustee) της Εταιρείας ενόσω υπάρχει υπόλοιπο οφειλόμενο από τον Επενδυτή προς την Εταιρεία και η Εταιρεία έχει το δικαίωμα να πωλεί τις εν λόγω Αξίες Χαρτοφυλακίου και άλλες Αξίες και να εισπράττει το εκ της πωλήσεως εισόδημα ή να εισπράττει οποιοδήποτε εισόδημα από μερίσματα ή άλλο ποσό προς εξόφληση οποιουδήποτε ποσού οφείλεται στην Εταιρεία από τον Επενδυτή άνευ επηρεασμού του δικαιώματος της Εταιρείας να απαιτήσει από τον Επενδυτή οποιοδήποτε οφειλόμενο προς αυτή ποσό.»

 

Το Εφετείο στην υπόθεση Νικολάου (ανωτέρω) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία έκρινε ότι εκείνο που προέκυπτε από τους όρους 2 (Ε) και 2(ΣΤ) της επίδικης συμφωνίας είναι ότι η εφεσίβλητη 1 είχε δικαίωμα πώλησης των μετοχών του χαρτοφυλακίου της εφεσείουσας, για διασφάλιση του οφειλόμενου προς τους εφεσίβλητους ποσού.  Δεν είχε όμως αναλάβει υποχρέωση να εκποιήσει τις μετοχές, ώστε να μην προκληθεί ζημιά στην εφεσείουσα, όπως εισηγείτο ο δικηγόρος της.  Αναφέρονται περαιτέρω στην υπόθεση Νικολάου, σε σχέση με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι τα γεγονότα της δικής της υπόθεσης ομοιάζουν με εκείνα της Πέρδικος ώστε ο πρωτόδικος δικαστής να ακολουθήσει το σκεπτικό αυτής της υπόθεσης και όχι των άλλων δύο, δηλαδή της Συρίμης και Καλλικάς, τα εξής

 

«Δεν έχουμε πειστεί ότι οι υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, είναι εσφαλμένες.  Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι επί των βασικών γεγονότων υπάρχουν πολλές ομοιότητες, σε αντίθεση με την υπόθεση Μarketrends Finance v. Πέρδικου κ.α., ανωτέρω, τα ιδιαίτερα γεγονότα της οποίας συμφωνούμε ότι δεν μπορούν να ταυτιστούν με αυτά στην παρούσα υπόθεση στην οποία μεταξύ της Εφεσείουσας και των Εφεσιβλήτων μεσολαβούσε χρηματιστηριακό γραφείο (Εναγόμενοι 3) προς το οποίο η Εφεσείουσα υπέγραψε πληρεξούσιο (Τεκμήριο 17) με εξουσιοδότηση «να αγοράζει και να πωλεί» χρηματιστηριακές αξίες στο όνομα της και λογαριασμό της «εκτελούμενες τις εντολές τι οποίες θα δίδονται από εμένα τηλεφωνικώς ή γραπτώς και ιδιοχείρως».  Στην προκείμενη περίπτωση το λεκτικό που χρησιμοποιείται στον όρο 2 του Τεκμηρίου 2 για παροχή «δικαιώματος» στους Εφεσίβλητους 1 ως χρηματοδότες να προβαίνουν σε πώληση των αξιών, είναι το ίδιο με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στις δύο πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δημιουργείτο απλό «δικαίωμα» για την πώληση των μετοχών, και όχι «υποχρέωση».  Όπως εξηγείται στη Συρίμη με αναφορά στη China and South Sea Bank v. Tan (1989) 3 All ER 839 η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.»

 

Τα ίδια με την Νικολάου έχουν αποφασιστεί και στην πρόσφατη  υπόθεση Γιώργος Φιλής ν. Ellinas Finance Ltd κ.α. Πολ. Εφ. 97/10 ημερ. 12/10/15, ECLI:CY:AD:2015:A671,  στην οποία η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου περιείχε επίσης τους ίδιους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ) όπου και αναφέρθηκε ότι το απλό δικαίωμα για πώληση των μετοχών δεν μπορεί να εξισωθεί με υποχρέωση για διαχείριση του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα.

 

Έχουμε ενδιατρίψει σ' όλα τα σημεία της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 που, κατά την άποψη του εφεσείοντα, συνιστούν παραδοχές ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 υπείχαν θέση εμπιστευματοδόχου-διαχειριστή των μετοχών του εφεσείοντα στη βάση του επενδυτικού σχεδίου και ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε οποτεδήποτε να προβεί σε πώληση των μετοχών, όπως επίσης και στα διάφορα επιχειρήματα του εφεσείοντα, τα οποία δεν καταγράφουμε ξεχωριστά για χάριν συντομίας.   Ο πρωτόδικος δικαστής, όπως πολύ ορθά αναφέρει με αναφορά σε νομολογία, επίδικο θέμα είναι ουσιαστικά η ερμηνεία των όρων του επενδυτικού σχεδίου, εφόσον εξωγενής μαρτυρία που σκοπό έχει να τροποποιήσει, προσθέσει ή αφαιρέσει από τους όρους μιας γραπτής συμφωνίας δεν κρίνεται αποδεκτή. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, στην προκειμένη περίπτωση το λεκτικό που χρησιμοποιείται στον όρο 2(Ε) της επίδικης συμφωνίας για παροχή δικαιώματος στην εφεσίβλητη 1 ως χρηματοδότη να προβαίνει σε πώληση των αξιών, είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο των υποθέσεων Νικολάου και Φιλής στις οποίες το Εφετείο έκρινε ότι δημιουργείτο απλώς «δικαίωμα» για την πώληση των μετοχών και όχι «υποχρέωση».

 

Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να διακρίνει την παρούσα περίπτωση από τις υποθέσεις Συρίμης, Καλλικάς, Νικολάου, και Φιλής (ανωτέρω). 

 

Στην εμπεριστατωμένη απόφαση του ο πρωτόδικος δικαστής προβαίνει σε εκτενή ανάλυση και αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας καθώς και σε ενδελεχή εξέταση και ερμηνεία  των διαφόρων όρων της επίδικης συμφωνίας προτού καταλήξει.  Τονίζει στην απόφαση του τη σύγχυση του εφεσείοντα, ο οποίος ενέπλεκε στη μαρτυρία του τις μετοχές του περιθωρίου ασφαλείας με εκείνες του χαρτοφυλακίου κατά το δοκούν, ως ενιαίο σύνολο στο λογαριασμό και στο κατ' ισχυρισμό μπλοκάρισμα πώλησης των μετοχών, ενώ ο όρος 2Ε αφορά στις μετοχές του χαρτοφυλακίου και όχι των αξιών του περιθωρίου ασφαλείας.  Προσθέτει δε στην απόφαση του ότι ο μοναδικός όρος που έδινε δικαίωμα αλλ' όχι υποχρέωση στις εφεσίβλητες να πωλήσουν τόσο τις μετοχές των εξασφαλίσεων όσο και των αξιών του περιθωρίου ασφαλείας είναι ο όρος 6Γ νοουμένου ότι προηγουμένως προέβαιναν σε τερματισμό της συμφωνίας.  Αποφάσισε περαιτέρω ότι η επίδικη συμφωνία είναι καθόλα έγκυρη απορρίπτοντας τις θέσεις του εφεσείοντα για άσκηση πιέσεων ή παραπλάνηση του στην υπογραφή της.

 

Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία δεν έχουμε πειστεί ότι η αξιολόγηση από μέρους του πρωτόδικου Δικαστή της αξιοπιστίας των μαρτύρων και  τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε επί των γεγονότων είναι λανθασμένα ή δεν ερμήνευσε ορθά τους όρους της συμφωνίας.

 

Συνεπώς η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 είχαν δικαίωμα και όχι υποχρέωση πώλησης των μετοχών του εφεσείοντα στη βάση των άρθρων 2(Ε) και 2 (ΣΤ) της επίδικης συμφωνίας και ότι ο εφεσείων μπορούσε οποτεδήποτε να πωλήσει τις μετοχές, ήταν εύλογα ορθή.

 

Ο εφεσείων στα πλαίσια υποστήριξης της πρώτης ενότητας των λόγων έφεσης προσβάλλει την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμ. 29, που είναι η αίτηση του για επενδυτικό Σχέδιο, ημερ. 19/4/00,  δεν συνιστά παράλληλη συμφωνία, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε πρωτοδίκως.  Δεν συμμεριζόμαστε τις θέσεις και τα επιχειρήματα του εφεσείοντα.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφαση του, εύλογα στηρίχθηκε στις πρόνοιες του όρου 12 της επίδικης συμφωνίας (τεκμ. 23) που  προνοεί ότι:

 

«Η Συμφωνία αποτελεί ολόκληρη τη συμφωνία μεταξύ των μερών στη Συμφωνία σχετικά με την παραχώρηση των Διευκολύνσεων και περιέχει εξαντλητικά όλους τους όρους σχετικά με αυτές και οι οποίοι εκτός από άλλη έγγραφη συμφωνία δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε τροποποίηση, προσθήκη ή ακύρωση που έχει γίνει διαφορετικά».

 

  Συγκεκριμένα ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει τα εξής στην απόφαση του για το θέμα:

 

«Ο ενάγων κατέθεσε ότι διάβασε καλά και εκ των προτέρων τους όρους της συμφωνίας, και κρίνεται αξιοπερίεργη η στάση του αλλά και η εμμονή του στον όρο 5 του τεκμ. 29, αφού σύμφωνα με τον όρο 12 της Συμφωνίας, η αίτηση, ακόμα και να θεωρηθεί ότι αποτελούσε προγενέστερη συμφωνία, έχασε την οποιαδήποτε ισχύ της με την υπογραφή της μεταγενέστερης συμφωνίας που περιείχε εξαντλητικά τους όρους.

 

Κρίνεται πως πρόκειται για μια στοχευμένη και βολική επίκληση του όρου 5 αλλά και για μια εντελώς αυθαίρετη ερμηνεία του, ακόμα και να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελούσε έστω παράλληλη συμφωνία, για να θεμελιώσει το κέντρο βάρους του ισχυρισμού του.  Παρόλο που ούτε και παράλληλη συμφωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί, αφού δεν αναφέρει ή και προνοεί οτιδήποτε διαφορετικό ή και επιπρόσθετο από τη μεταγενέστερη Συμφωνία (Muskita Aluminium Industries Ltd κ.α. ν. Alsako Aluminium Ltd κ.α. Πολ. Έφεση αρ. 381/06 ημερ. 23.11.09)Είναι ενδεικτική η στάση του ενάγοντα όταν, σε σχετική απάντηση που έδωσε αντεξεταζόμενος, αναγνώρισε ευθέως ότι στη Συμφωνία δεν αναφέρεται ότι εμποδιζόταν να πωλήσει μετοχές στην περίπτωση ανατροπής του περιθωρίου ασφαλείας, παραπέμποντας όμως στον πιο πάνω όρο 5 και στις ηχογραφημένες συνομιλίες (τεκ. 21-22).  Εν πάση περιπτώσει είναι η κρίση του δικαστηρίου ότι η αίτηση δεν είναι τίποτε περισσότερο από υποβολή πρότασης από τον ενάγοντα, η αποδοχή της οποίας εκ μέρους των εναγομένων μετουσιώθηκε στην επίδικη Συμφωνία.»

 

Ενόψει των πιο πάνω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αίτηση (τεκμ. 29) έχασε την οποιαδήποτε ισχύ της με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας και ότι δεν συνιστούσε παράλληλη συμφωνία ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Σημειώνεται ότι παρά την πιο πάνω κατάληξη του ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε και εξέτασε υπό το φως των προνοιών του όρου 2(Ε) και τον όρο 5 του τεκμ. 29, επί του οποίου βασίστηκε ο εφεσείων για να υποστηρίξει τις διάφορες θέσεις του, και έκρινε ότι ο συγκεκριμένος όρος ήταν άσχετος με τις εισηγήσεις του.

 

Συγκεκριμένα, απορρίπτοντας την ερμηνεία που ο εφεσείων προσδίδει στον όρο 5 του τεκμ. 29, αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:

 

«Εκείνο που ο όρος 5 αναφέρει είναι ότι αν ο ενάγων επιθυμούσε να προβαίνει σε αγοραπωλησίες των αξιών που παρείχε ως εξασφάλιση, θα μπορούσε να το κάμει, νοουμένου ότι αυτό πρώτο, θα γινόταν μέσω του επενδυτικού λογαριασμού, και δεύτερο ότι η εξασφάλιση θα παραμείνει στα συμφωνηθέντα όρια.  Κατά συνέπεια πουθενά δεν αναφέρεται ότι η εναγόμενη 1 ή οποιαδήποτε άλλη εναγόμενη μπορούσε ή είχε το δικαίωμα να παγοποιήσει τον λογαριασμό που αφορούσε το χαρτοφυλάκιο του.

 

..................................   Ο αυθαίρετος τρόπος ερμηνείας τον οποίο ο ενάγων επιχείρησε να προσδώσει στη συμφωνία, αλλά και η εμπλοκή της αίτησης κατ' επίκληση του όρου 5, αποφεύγοντας επιμελώς να διαχωρίσει το χαρτοφυλάκιο που απέκτησε από την αγορά μετοχών με τα χρήματα του επενδυτικού λογαριασμού, από τις εξασφαλίσεις του περιθωρίου ασφαλείας που παρείχε, αναδεικνύουν μια όψιμη και εκ των υστέρων αντίκρυση των πραγμάτων εκ μέρους του, για να αποφύγει τις δικές του επιλογές που ελεύθερα αποφάσισε και συνομολόγησε με τις εναγόμενες.  Υπάρχει, ως έχει ήδη εξηγηθεί, σαφής και ξεκάθαρος διαχωρισμός στη Συμφωνία μεταξύ των αξιών του περιθωρίου ασφαλείας και των μετοχών του χαρτοφυλακίου.  Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κεφάλαια και δεδομένα τα οποία ο ενάγων ενέπλεξε και τα συσχέτισε με τον λογαριασμό του επενδυτικού δανείου.»

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των συμφωνιών και των άλλων τεκμηρίων που τέθηκαν ενώπιον του και συγκεκριμένα την αίτηση για επενδυτικό σχέδιο (τεκμ. 29), τη Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου (τεκμ. 23), μεταξύ του εφεσείοντα και των εφεσιβλήτων,  και το πληρεξούσιο έγγραφο (επισυνημμένο στο τεκμ. 23) προς τον εφεσίβλητη 3, ορθά κατέληξε ότι οι εφεσίβλητες δεν είχαν υποχρέωση διαχείρισης των μετοχών του εφεσείοντα.  Δεν κρίνουμε οτιδήποτε το μεμπτόν σε σχέση με την πιο πάνω προσέγγιση και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Ορθά επίσης κατέληξε στα εξής, προβαίνοντας σε ερμηνεία όρων της επίδικης συμφωνίας:

 

Ότι ο  εφεσείων ήταν ο επενδυτής, η εφεσίβλητη 1 η χρηματοδότρια του εφεσείοντα για συμμετοχή στο Σχέδιο Αγοράς Μετοχών, η εφεσίβλητη 2, θυγατρική της εφεσίβλητης 1, ήταν η εταιρεία επί της οποίας θα εγγράφοντο απλώς οι μετοχές και η εφεσίβλητη 3 ήταν η εξουσιοδοτημένη πληρεξούσια αντιπρόσωπος του εφεσείοντα να εκτελεί τις εντολές του για αγορά και πώληση μετοχών.   Το δάνειο των Λ.Κ. 30.000 που συμφωνήθηκε με το τεκμ. 23 καλυπτόταν από ένα περιθώριο ασφαλείας, το οποίο ο εφεσείων όφειλε να καταθέσει είτε σε μετρητά είτε με χρηματιστηριακές αξίας.  Ο εφεσείων είχε το δικαίωμα να αγοράζει και να πωλεί μετοχές μόνο μέσω του λογαριασμού αυτού.  Σε περίπτωση πώλησης μετοχών, το εισπραχθέν ποσό κατατίθετο στο λογαριασμό του, ενώ στην περίπτωση αγοράς η εφεσίβλητη 1 πλήρωνε από τα χρήματα του λογαριασμού της εφεσίβλητης 3 που διενεργούσε τη συναλλαγή, μαζί με τα ανάλογα συμφωνηθέντα δικαιώματα, η οποία στη συνέχεια πλήρωνε τον πωλητή των μετοχών.  Στην περίπτωση που η αξία των μετοχών τόσο του χαρτοφυλακίου όσο και των εξασφαλίσεων του περιθωρίου ασφαλείας μαζί με το διαθέσιμο υπόλοιπο του λογαριασμού δεν κάλυπταν κάποια δεδομένη στιγμή το διπλάσιο του περιθωρίου ασφαλείας, δηλαδή το συμφωνηθέν ποσό των Λ.Κ. 60,000, ο εφεσείων υποχρεούτο να προβαίνει είτε σε κατάθεση μετρητών είτε να μεταβιβάζει προς την εφεσίβλητη 2 μετοχές ανάλογης αξίας προς διατήρηση του ποσού των Λ.Κ. 60.000.  Στην περίπτωση που ο εφεσείων, κατόπιν γραπτής ειδοποίησης, δεν ανταποκρινόταν στην υποχρέωση του αυτή, τότε η εφεσίβλητη 1 και/ή η εφεσίβλητη 3 είχαν το δικαίωμα να προβούν σε πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου ή σε κλείσιμο του λογαριασμού ή τερματισμό της συμφωνίας.

 

Όλες οι μετοχές τόσο αυτές που θα αγοράζοντο όσο και αυτές που θα κατατίθεντο για σκοπούς εγγύησης, σύμφωνα με τον όρο 2(ΣΤ), θα παρέμεναν εγγεγραμμένες στο όνομα της εφεσίβλητης 2 η οποία θα ενεργούσε ως εμπιστευματοδόχος της εφεσίβλητης 1.  Η εφεσίβλητη 2 είχε την υποχρέωση αποδοχής των εντολών του πληρεξουσίου του εφεσείοντα.

 

 Είναι περαιτέρω  κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητες δεν είχαν κανένα δικαίωμα, δυνάμει του όρου 2(Ε) να πωλήσουν τις μετοχές των εξασφαλίσεων του περιθωρίου ασφαλείας, εφόσον ο όρος 2(Ε) αφορά στις μετοχές του χαρτοφυλακίου και όχι των αξιών του περιθωρίου ασφαλείας και λανθασμένα ο εφεσείων ενέπλεκε στη μαρτυρία του τις μετοχές του περιθωρίου ασφαλείας με εκείνες του χαρτοφυλακίου, εντάσσοντας τις ως ενιαίο σύνολο στο λογαριασμό και στο κατ' ισχυρισμόν μπλοκάρισμα πώλησης των μετοχών.

 

Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά και της όλης δομής της συμφωνίας (τεκμ. 23) καμιά υποχρέωση δεν αποδίδεται στις εφεσίβλητες 1 και 2 διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα, ώστε να τους καταλογίζεται ευθύνη για τη μη πώληση των μετοχών όταν το περιθώριο ασφαλείας ανετράπη.

 

Συνεπώς η βάση επί της οποίας στηρίχθηκαν οι λόγοι έφεσης 4, 5, 6, 8, 17, 18 και 22 καταρρέει γεγονός που οδηγεί στην απόρριψη τους.

 

Τα πιο πάνω που έχουν λεχθεί σ' όσον αφορά την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης καλύπτουν και την ενότητα των λόγων έφεσης που αφορούν  στην εσφαλμένη ερμηνεία της συμφωνίας και όρων της, καθώς και στην ενότητα που αφορά στη λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας.  Συνεπώς ούτε οι λόγοι έφεσης 1, 3, 13, 14, 15, 21 και 23 μπορούν να πετύχουν γι' αυτό και απορρίπτονται.

 

Ως προς την ενότητα των λόγων έφεσης που αφορούν στην ολιγωρία και επαγγελματική αμέλεια  που κατ' ισχυρισμό επέδειξαν οι εφεσίβλητες στην πώληση εγκαίρως των μετοχών, έχει ως βάση τη θέση ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 ήταν εμπιστευματοδόχοι και διαχειρίστριες των μετοχών του εφεσείοντα και ότι η εφεσίβλητη 3 ήταν επαγγελματίας χρηματιστής και πληρεξούσια αντιπρόσωπος του.  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή, εφόσον δεν εντοπίζεται στη συμφωνία ή σε άλλα τεκμήρια οτιδήποτε που να κατατείνει σε συμβατική ή άλλως υποχρέωση των εφεσιβλήτων διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα, περιλαμβανομένης και της εφεσίβλητης 3 που απλά ακολουθούσε τις εντολές του εφεσείοντα πώλησης ή αγοράς μετοχών.  Γι' αυτό και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη 3 δεν είχε τη διαχείριση του λογαριασμού και ότι δεν ήταν πληρεξούσια αντιπρόσωπος του εφεσείοντα να ενεργεί αυτεπάγγελτα, ήταν εύλογα ορθή και σύμφωνη με το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό.   Εν πάση περιπτώσει και αυτή η ενότητα των λόγων έφεσης απαντάται με την πιο πάνω κατάληξη μας ως προς την πρώτη ενότητα των λόγων έφεσης..  Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 7, 9, 12 και 24 δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Σ΄όσον αφορά την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη συμφωνία δεν αντίκειται στη δημόσια πολιτική ή σε εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να καθίσταται άκυρη, που επίσης προσβάλλεται με την παρούσα έφεση ως λανθασμένη και αυτήν κρίνουμε ως εύλογα ορθή.  Πουθενά δεν εντοπίζεται στην επίδικη συμφωνία οποιαδήποτε πρόνοια που να αντιβαίνει προς κάποια ειδική δημόσια πολιτική εκφραζόμενη είτε με νόμο, είτε διαφορετικά που να απαγορεύει το δανεισμό με σκοπό την επένδυση σε αξίες του χρηματιστηρίου, όπως είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Ένας από τους λόγους έφεσης αφορά στο λανθασμένο έκδοσης απόφασης επί της Ανταπαίτησης.  Ενόψει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου μετά από την αξιολόγηση του ενώπιον του μαρτυρικού υλικού, κρίνουμε την απόφαση επί της Ανταπαίτησης ως ορθή.  Η αποδοχή της Ανταπαίτησης ήταν αναπόφευκτη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της κατάληξης του ότι η επίδικη συμφωνία ήταν καθόλα έγκυρη.  Σημειώνεται ότι το ύψος του ποσού που αυτή αφορούσε καθίσταται αδιαμφισβήτητο γεγονός  με την απόσυρση του σχετικού λόγου έφεσης 10.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/ΚΑΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο