ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2017:A5
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 416/2016)
16 Ιανουαρίου 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2004 (Ν. 133(Ι)/2004)
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ SUSAN AYRE, ΑΠΟ ΤΗ
ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
----------------------------------------------
Αν. Γεωργίου για Μ. Γεωργίου και Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα.
Λ. Γρηγορίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείουσα παρούσα.
Ο κ. Θεόδωρος Ζάζας είναι παρών και ορκίζεται ότι θα μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα.
-----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι
ομόφωνη και θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΑΠΟΦΑΣΗ (Ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 23.12.2016, στη βάση της οποίας εγκρίθηκε σχετική αίτηση, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον της εκζητούμενης Susan Ayre από τη Μεγάλη Βρετανία. Με την πιο πάνω απόφαση διατάχθηκε όπως η εκζητούμενη παραμείνει υπό κράτηση ώστε να παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου και προς τούτο να τηρηθούν οι πρόνοιες και προθεσμίες του άρθρου 29(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου αρ. 133(Ι)/2004, (εφεξής «ο Νόμος»).
Στην απόφαση Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, έγινε εκτενής αναφορά στη διαδικασία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με ιστορική αναδρομή στην ανάγκη που επικράτησε με σκοπό τη δημιουργία μιας απλουστευμένης διαδικασίας μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτως ώστε να εκδίδονται προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης άτομα τα οποία διέφυγαν από τη χώρα στην οποία είτε είχαν καταδικαστεί από αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο ή αναζητούνταν ενόψει εκκρεμουσών ποινικών διώξεων εναντίον τους. Επιλέγηκε η χρήση της μεθόδου της Απόφασης-Πλαίσιο, («Framework Decision»), δίνοντας την κατευθυντήρια γραμμή και φιλοσοφία του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αφήνοντας τα κράτη μέλη να προχωρήσουν στην εφαρμογή της, ανάλογα με το εθνικό τους δίκαιο, στη βάση του Άρθρου 31(α) και (β) και του Άρθρου 34(2)(β) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υιοθετήθηκε, επομένως, η Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου του 2002, η οποία τέθηκε το πρώτο σε ισχύ την 1.2.2004, από οκτώ χώρες μέλη και τροποποιήθηκε αργότερα το 2009. Στη Δημοκρατία, όπως ήδη αναφέρθηκε, η Απόφαση-Πλαίσιο τέθηκε σε ισχύ με τη ψήφιση του Νόμου.
Έχει τονισθεί στην απόφαση Μιχαηλίδης - ανωτέρω - με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις (ακολούθησε δε ανάλογη νομολογία από το Ανώτατο Δικαστήριο), ότι το προεξάρχον στοιχείο είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, δηλαδή, μια ιδιότυπη διαδικασία ώστε να υπάρχει αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των χωρών μελών και προς τούτο η Απόφαση-Πλαίσιο, καθώς και η εθνική νομοθεσία, περιλαμβάνουν και την υπόδειξη κεντρικής αρχής («central authority») κάτω από το άρθρο 7 της Απόφασης, προς διοικητική υποβοήθηση των αντίστοιχων δικαστικών αρχών τόσο στη χώρα που εκδίδει το ένταλμα, όσο και στη χώρα που το εκτελεί. Αυτό, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ο σκοπός της όλης διαδικασίας, η οποία αρχίζει με ένταλμα σύλληψης σε εθνικό επίπεδο, το οποίο μετά μετατρέπεται ή ακολουθείται από ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι η διαμεταγωγή του εκζητούμενου προσώπου πίσω στη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία έχει διαφύγει και στην οποία καλείται να αντιμετωπίσει ποινικές κατηγορίες. Προς το σκοπό αυτό, προνοούνται στενά χρονικά περιθώρια, ενώ η παροχή της δικαστικής συνδρομής επιτυγχάνεται στη βάση απλουστευμένων διαδικασιών χωρίς αχρείαστες καθυστερήσεις. Η διαδικασία δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητούμενου, ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη. Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών.
Πέραν από ορισμένες τυπικές διατάξεις, που στοχεύουν στην αναγνώριση του συλληφθέντος ως του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα, υπάρχουν στην Απόφαση-Πλαίσιο και στο Νόμο, πιο ουσιαστικές διατάξεις. Σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου, υπάρχουν διάφορες ασφαλιστικές δικλείδες που το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιήσει ώστε να μην εκδώσει το εκζητούμενο πρόσωπο. Έτσι στη βάση του άρθρου 13, καταγράφονται υποχρεωτικοί λόγοι μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και στο άρθρο 14 καταγράφονται προαιρετικοί λόγοι μη εκτέλεσης του εντάλματος αυτού.
Η έφεση επιδιώκει την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης για τους λόγους που καταγράφονται στο εφετήριο και που είναι τρεις και στους οποίους θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Η πρωτόδικη κρίση διατρέχει όλο το φάσμα της διαδικασίας με βάση την οποία εκδόθηκε αρχικά εντός του Ηνωμένου Βασιλείου ένταλμα σύλληψης και στη συνέχεια ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, με σκοπό τη σύλληψη και παράδοση στις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου της εκζητούμενης, για να εκδικαστεί σε δύο κατηγορίες που αφορούν το αδίκημα της απαγωγής παιδιού, («child abduction»), και άλλες πέντε για το αδίκημα της παρενόχλησης-παράβασης διατάγματος περιορισμού κατόπιν καταδίκης, («harassment-breach of restraining order on conviction»).
Τα όλα γεγονότα καταγράφονται διεξοδικά στην υπό έφεση απόφαση και τα οποία συνοπτικά αφορούν στα εξής δεδομένα: Η εκζητούμενη συνελήφθη στις 12.11.2016 στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία. Οδηγήθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο βεβαιώθηκε καθηκόντως ότι είναι το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Η εκζητούμενη φαίνεται να είχε φύγει από το Ηνωμένο Βασίλειο από το 2012, όπου διέμενε με τα δύο ανήλικα παιδιά της Charlotte και James, καταφεύγοντας στις κατεχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες δεν ελέγχονται από το νόμιμο Κυπριακό κράτος. Συνελήφθη όταν εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές στις 12.11.2016 μέσω οδοφράγματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία που οδήγησαν στην έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, τα ανήλικα γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια δεσμού της εκζητούμενης με τον Mark Pritchard. Με το χωρισμό του ζεύγους, δημιουργήθηκε μεγάλη διαμάχη και ένταση ως προς την κηδεμονία, στην οποία αναμείχθηκαν οι αρμόδιες Βρετανικές υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας. Αρχικό διάταγμα διαμονής των ανηλίκων με τον πατέρα στη βάση απειλών από την εκζητούμενη ότι θα έπαιρνε τα παιδιά στο εξωτερικό ή ότι θα τα θανάτωνε, αντικαταστάθηκε αργότερα το 2006 με διάταγμα διαμονής τους με την εκζητούμενη-μητέρα, με δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα, αλλά και ταυτόχρονη απαγόρευση εξόδου των ανηλίκων από το Ηνωμένο Βασίλειο, χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Τον επόμενο χρόνο, η εκζητούμενη καταδικάστηκε για παρενόχληση του πατέρα και κατόπιν νέας καταδίκης για το αυτό αδίκημα, καταδικάστηκε το 2008 σε τετράμηνη φυλάκιση. Το 2009, με απειλές της ότι θα αυτοκτονούσε και θα σκότωνε τα παιδιά, η εκζητούμενη αποστερήθηκε της φροντίδας των παιδιών, τα οποία τοποθετήθηκαν προσωρινά υπό τη φροντίδα του δημοσίου, για να της επιστραφούν όμως αργότερα. Το 2011, η εκζητούμενη καταδικάστηκε και πάλι για παρενόχληση και παραβίαση διατάγματος απομάκρυνσης. Το 2012, η εκζητούμενη, αντιλαμβανόμενη ότι θα λαμβάνονταν μέτρα απομάκρυνσης των παιδιών από τη φύλαξη της, εγκατέλειψε το Ηνωμένο Βασίλειο με τα ανήλικα και εγκαταστάθηκε στις κατεχόμενες περιοχές.
Ακολούθησαν οι διαδικασίες προς εκτέλεση του εκδοθέντος ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η κατ΄ αρχάς θέση της εκζητούμενης, στη βάση δηλώσεων του συνηγόρου της, ήταν ότι θα ήταν διατεθειμένη να συγκατατεθεί στην έκδοση της στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την αίρεση ότι θα γίνονταν διάφορες διευθετήσεις ώστε τα ανήλικα τέκνα της να παρέμεναν με άτομα της δικής της εμπιστοσύνης, προφανώς στις κατεχόμενες περιοχές. Αυτό δεν κατέστη δυνατό και έτσι η πρωτόδικη διαδικασία προωθήθηκε πλέον στη βάση του ότι δεν συγκατατίθετο στην έκδοση της για διάφορους λόγους. Μεταξύ των λόγων αυτών ήταν και το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν είχε εκδοθεί από αρμόδια αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου που να εμπίπτει στις δικαστικές εκείνες αρχές που δικαιούνταν με βάση την Απόφαση-Πλαίσιο και την εθνική νομοθεσία της Αγγλίας, να εκδώσουν τέτοιο ένταλμα. Αυτό αποτελεί και τον πρώτο λόγο έφεσης στη βάση του δεδομένου ότι η πρωτόδικος Δικαστής απεφάνθη ότι ορθώς είχε εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης από αρμόδιο δικαστικό λειτουργό στο Ηνωμένο Βασίλειο, δηλαδή, από Resident Judge του Canterbury Combined Court της Κομητείας του Kent. Στη βάση των όσων και σήμερα ενώπιον του Εφετείου αναφέρθηκαν, κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας μεταξύ 22.11.2016 και 30.11.2016, είχαν ζητηθεί διευκρινίσεις από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας κατά πόσο ο Resident Judge που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αποτελούσε δικαστική αρχή, αρμόδια, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου, για την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Αυτό ζητήθηκε στις 24.11.2016, μαζί με άλλες πληροφορίες, και, η απάντηση των αρμοδίων αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου στις 28.11.2016, ήταν ότι οι Δικαστές του Ηνωμένου Βασιλείου αποτελούν την αρμόδια ικανή αρχή για να εκδίδουν τέτοια ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης. Η πληροφορία αυτή ήταν επιβεβαιωτική των όσων είχε ενώπιον του εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δε απάντηση του αρμοδίου Crown Prosecution Service, τέθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου και λήφθηκε υπόψη ως προς την κατάληξη του ότι ο Δικαστής που εξέδωσε το επίδικο ένταλμα ήταν «judicial authority» εντός της έννοιας του άρθρου 6 της Απόφασης-Πλαίσιο που προσδιορίζει τις αρμόδιες αρχές έκδοσης εντάλματος.
Στον Νόμο έχει καθοριστεί ως αρμόδια αρχή στη βάση του άρθρου 6, ο Επαρχιακός Δικαστής. Αυτή η πρόνοια της εθνικής νομοθεσίας στη Δημοκρατία ουδόλως επηρεάζει το ποιος εκδίδει σε άλλες χώρες κράτη μέλη το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε όπως ανέφερε και η ευπαίδευτη συνήγορος της Νομικής Υπηρεσίας σήμερα, ότι ήταν αρμόδια αρχή στο Ηνωμένο Βασίλειο ο Resident Judge, ο οποίος εξέδωσε το ένταλμα αυτό. Δεν έχει δε λεχθεί οτιδήποτε το ουσιώδες από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εκζητούμενης που να διαφοροποιεί αυτή τη θέση. Εναπόκειτο στην ίδια την εκζητούμενη να προέβαλλε οτιδήποτε το διαφορετικό ή να δώσει ενδείξεις, αν όχι να πείσει, ότι ο δικαστικός λειτουργός ή ο Δικαστής που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν αρμόδια αρχή εντός της έννοιας της Απόφασης-Πλαίσιο, κάτι που εν πάση περιπτώσει θα ήταν εξαιρετικό δύσκολο να τεθεί στη βάση της συγκεκριμένης τοποθέτησης που έγινε από τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Δεν χρειαζόταν, επομένως, να γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένες νομοθεσίες ή κανονισμούς ή νομολογία, όπως είναι η θέση του συνηγόρου της εκζητούμενης, από τη στιγμή που το κράτος μέλος που εξέδωσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης θεωρεί ότι ο δικός του Δικαστής αρμοδίως έχει εκδώσει το ένταλμα.
Συμπληρώνεται εδώ ότι είναι υπόψη του Εφετείου, η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου (Τέταρτο Τμήμα) της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη C-477/16 PPU, ημερ. 10.11.2016, ότι στο πλαίσιο της Απόφασης-Πλαίσιο, η έννοια της «δικαστικής αρχής» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σ΄ όλη την Ένωση, (σκέψη 33). Παρά το ότι κατά το γράμμα του Άρθρου 6 παράγραφος 1 της εν λόγω Απόφασης-Πλαίσιο, στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «δικαστική αρχή», εμπίπτουν όχι μόνο οι δικαστές, αλλά και ευρύτερα οι αρχές που καλούνται να μετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης (σκέψη 34), εντούτοις, δεν μπορεί η διάταξη αυτή να ερμηνεύεται ως δυνάμενη να εμπερικλείει όργανα της εκτελεστικής εξουσίας κράτους-μέλους, όπως Υπουργεία. Η απόφαση του ΔΕΕ δόθηκε στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής που υπέβαλε πρωτοδικείο στο Άμστερνταμ, εξετάζοντας ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Λιθουανίας. Στην υπό κρίση έφεση, το ένταλμα εκδόθηκε από Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, ενώ τίποτε ουσιαστικό, όπως ήδη λέχθηκε, δεν έθεσε ο συνήγορος της εκζητούμενης προς αναίρεση της τοποθέτησης ότι όντως ο Resident Judge είναι Δικαστής για όλους τους σκοπούς.
Δεν παρέχεται συνεπώς πεδίο παρέμβασης. Αυτό καλύπτει τον πρώτο λόγο έφεσης ο οποίος, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιτύχει.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο έφεσης που σχετίζεται με την κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εκζητούμενης και κατ΄ επέκταση, και των ανήλικων τέκνων της, αυτών θεωρουμένων μαζί με την εκζητούμενη ως μια οικογενειακή μονάδα, η πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε σε ό,τι τέθηκε ενώπιον της ως προς το σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων των παιδιών και ότι η τυχόν έκδοση της εκζητούμενης πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο θα ήταν δυσανάλογη προς τις παραβιάσεις αυτές. Η ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είχε την ευκαιρία να ακούσει μαρτυρία από την κα Εύα Ελευθερίου, Λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας, μετά από διακοπή της πρωτόδικης διαδικασίας ώστε να παρασχεθούν περαιτέρω στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου μετά τα όσα αρχικά λέχθηκαν ενώπιον του από το συνήγορο της εκζητούμενης.
Η εν λόγω Λειτουργός των Κοινωνικών Υπηρεσιών στο Γραφείο Ευημερίας και αρμόδια λειτουργός για παιδιά υπό φύλαξη που βρίσκονται σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, έθεσε το πλαίσιο στο οποίο κινείτο η οικογένεια της εκζητούμενης και ιδιαίτερα τα παιδιά. Η εκζητούμενη μαζί με τα ανήλικα τέκνα της, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, κατέφυγαν εξ αρχής, και όχι μεταγενέστερα, στις κατεχόμενες από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής, περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκεί είχε προχωρήσει στη φοίτηση των παιδιών σε σχολείο και εκεί είναι στη βάση των όσων ανέφερε ο συνήγορος που έκτισε την οικογενειακή της ζωή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μετά τη σύλληψη της εκζητούμενης, τα παιδιά φιλοξενήθηκαν ο μεν ανήλικος James στον Εφηβικό Ξενώνα, η δε ανήλικη Charlotte στην Παιδική Στέγη Λευκωσίας. Η τελευταία εξακολουθεί να βρίσκεται στην Παιδική Στέγη, αλλά ο James διέφυγε της εποπτείας του Εφηβικού Ξενώνα στις 23.11.2016, παράνομα, βεβαίως, με παρότρυνση φαίνεται, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Λειτουργού, της ίδιας της εκζητούμενης και επέστρεψε στα κατεχόμενα όπου θεωρούσε ότι θα ήταν πιο ασφαλισμένος.
Στη βάση της περαιτέρω μαρτυρίας της κας Ελευθερίου, η οποία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο James θα μπορούσε με ανάλογες διαδικασίες από την Βρετανική Πρεσβεία να επιστρέψει στις ελεύθερες περιοχές και να μεταβεί με τη μητέρα του πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν και εφόσον η μητέρα εκδιδόταν. Η ανήλικη θυγατέρα διαμένουσα, ως αναφέρθηκε ήδη, στις ελεύθερες περιοχές θα ακολουθούσε εν πάση περιπτώσει την εκζητούμενη πίσω στην Αγγλία, παρά τον προβληματισμό και την επιθυμία της να παραμείνει στην Κύπρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν υπάρχουν διαδικασίες έκδοσης στη βάση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η νομολογία με αναφορά και πάλι στην υπόθεση Ντίνος Μιχαηλίδης - ανωτέρω -, έχει αναγνωρίσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία απόδοσης εκζητούμενου προσώπου. Αυτά αναφέρονται άλλωστε και σις παρ. 10, 12 και 13 του Προοιμίου της Απόφασης-Πλαίσιο, καθώς και σε νομολογία τόσο της Αγγλίας, όσο και των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων. Όπως συνάγεται από τις εν λόγω Προοιμιακές παραγράφους, ο μηχανισμός έκδοσης μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και παρατεταμένης παραβίασης στο κράτος μέλος των αρχών που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6(1) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ δεν επιτρέπεται η διαμεταγωγή σε κράτος όπου υπάρχει ενδεχόμενο καταδίκης σε θάνατο ή υποβολής του εκζητούμενου προσώπου σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.
Η διαδικασία έκδοσης εκζητούμενου προσώπου έχει, όπως αναφέρθηκε, ως πρωταρχικό στόχο την αποτελεσματική συνδρομή μεταξύ των κρατών μελών στην απόδοση και διαμεταγωγή προσώπων που έχουν καταφύγει σε άλλο κράτος εφόσον ζητούνται για ποινική δίωξη ή για την έκτιση τυχόν επιβληθείσας ποινής στο κράτος μέλος που εξέδωσε το ένταλμα. Στο βαθμό που η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εκζητούμενη και στα ανήλικα τέκνα της έχει σημασία, το θέμα τίθεται στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα έκανε αναφορά στην απόφαση Launder v. The United Kingdom (1997) 25 EHRR CD 67, 73, καθώς και στην απόφαση Ruiz Jaso v. Spain (2007) EWHC 2983. Εκείνο το οποίο εξάγεται από τις αποφάσεις αυτές, καθώς και από τη μεταγενέστερη Norris v. Government of United States of America (2010) UKSC 9, είναι ότι ναι μεν η οικογένεια πρέπει να αναγνωρίζεται ως ενιαίο σύνολο και ότι κάθε μέλος αυτής μπορεί να θεωρείται θύμα και όχι μόνο ο εκζητούμενος, αλλά θα πρέπει να τίθενται ιδιαίτερα σοβαρά δεδομένα τα οποία να αποτελούν όχι απλώς καλό λόγο, αλλά εξαιρετικό λόγο να μην αποδοθεί το εκζητούμενο πρόσωπο πίσω στη χώρα που επιδιώκει την έκδοση του.
Η βασική τοποθέτηση της νομολογίας είναι ότι θα πρέπει να υπάρχουν αυτές οι σαφώς ιδιαίτερα εξαιρετικές συνθήκες που να υπερσκελίζουν την αρχή που καθιερώνει η Απόφαση-Πλαίσιο, της απαραίτητης συνδρομής στη βάση απλουστευμένων διαδικασιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στάθμισε όλους τους παράγοντες υπό το φως της νομολογίας, περιλαμβανομένης και της αρχικής θέσης της εκζητούμενης ότι δεν θα είχε ένσταση να εκδοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο υπό ορισμένες συνθήκες εφόσον τα παιδιά δηλαδή παρέμειναν στην Κύπρο σε άτομα δικής της επιλογής, αλλά επειδή αυτό δεν κατέστη δυνατό, η διαδικασία προχώρησε, καθώς και στη βάση των όσων ακολούθησαν ότι, δηλαδή, η εκζητούμενη δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να δοθούν τα παιδιά πίσω στον πρώην σύντροφο της, πατέρα τους, εφόσον η ίδια είναι που τα φροντίζει εδώ και δέκα χρόνια χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη από αυτόν.
Ήταν η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση και των όσων τέθηκαν ενώπιον του μέσα από τη μαρτυρία, ότι οι αρμόδιες αρχές Κοινωνικών Υπηρεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν είχαν πρόθεση να δώσουν τα παιδιά πίσω στον πατέρα, αλλά θα εξέταζαν το ζήτημα της διαμονής, φροντίδας και γονικής μέριμνας των ιδίων των ανηλίκων τέκνων εάν και εφόσον επέστρεφαν με τη μητέρα τους για να τεθούν σε ανάλογη φροντίδα, η οποία δεν θα μπορούσε εκ των προτέρων να προκαθοριστεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη τις θέσεις του συνηγόρου της εκζητούμενης για τον επηρεασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ανηλίκων τέκνων της. Σημείωσε όμως εύστοχα ότι από τη στιγμή που το ίδιο το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση της είναι η απαγωγή και η αρπαγή των παιδιών χωρίς άδεια, η άρνηση της έκδοσης στη βάση πιθανολογούμενης και μόνο παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα καταστρατηγούσε στην ουσία όχι μόνο τους σκοπούς του Νόμου και της Απόφασης-Πλαίσιο, αλλά θα απέληγε και σε επιβράβευση της συμπεριφοράς της ίδιας, η οποία σύμφωνα με το περιεχόμενο του εντάλματος και των όσων οι Βρετανικές αρχές επικαλέσθηκαν, η εκζητούμενη διέφυγε από το Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς άδεια του Δικαστηρίου, ενώ υπήρχε απαγορευτικό προς τούτο μέτρο, μεταβαίνουσα μάλιστα σε περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση δεν ασκεί οποιονδήποτε έλεγχο. Σημειώνει δε περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, ότι η επιλογή της εκζητούμενης να φύγει από το Ηνωμένο Βασίλειο και να μεταφέρει τα παιδιά στα κατεχόμενα, έγινε όταν αντιλήφθηκε ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στο Ηνωμένο Βασίλειο θα λάμβαναν μέτρα να απομακρύνουν τα παιδιά από την φύλαξη της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα ανήλικα τέκνα θα μπορούσαν να τύχουν της απαραίτητης προστασίας των αρμοδίων αρχών ώστε να μην υπάρχουν δυσανάλογα αποτελέσματα είτε με το να γίνουν διευθετήσεις για τη μετάβαση των παιδιών στο Ηνωμένο Βασίλειο, είτε με το να τεθούν υπό τη φύλαξη και φροντίδα του Γραφείου Ευημερίας στην Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα από τις αρμόδιες Βρετανικές Υπηρεσίες.
Δεν διαπιστώνεται οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασης σε αυτή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία διαπίστωση, υπενθυμίζεται, έγινε μετά από ενδελεχή αναφορά στη νομολογία, αλλά και
στις συγκεκριμένες συνθήκες της οικογένειας της εκζητούμενης και των όσων αντιμετωπίζει η ίδια. Δεν είναι βάσιμη, επομένως, η θέση της εκζητούμενης ότι αν εκδοθεί η ίδια, τα παιδιά θα παραμείνουν στην Κύπρο με ένα αβέβαιο μέλλον, ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι ευθύνεται η Δημοκρατία διότι το ένα παιδί διέφυγε στα κατεχόμενα. Στην ουσία δραπέτευσε από τον Εφηβικό Ξενώνα στον οποίο διέμενε στις ελεύθερες περιοχές. Και η παραμονή των παιδιών στην Κύπρο θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή επιλογή εφόσον τεθούν υπό τη νόμιμη και ασφαλή επίβλεψη του Γραφείου Ευημερίας μέχρις ότου επιστρέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπό την επικράτεια του οποίου δεν θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει, να εξέλθουν εφόσον υπήρχε προς τούτο σχετικό απαγορευτικό Διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει τις πιθανότητες επιτυχίας της διαδικασίας που θα γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο απ΄ όπου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διότι αυτά τα θέματα αφορούν την ουσία της υπόθεσης. Εκεί είναι που η εκζητούμενη θα εκδικαστεί για τα αδικήματα τα οποία φέρεται να έχει διαπράξει. Αυτός είναι και ο νόμιμος σκοπός απόδοσης πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο της εκζητούμενης και όχι βεβαίως το οποιοδήποτε κίνητρο του πατέρα των τέκνων που κατήγγειλε την εκζητούμενη ότι τα παιδιά δεν βρίσκονταν πλέον στην επικράτεια του Ηνωμένου Βασιλείου στην οποία είχαν διαταχθεί να παραμείνουν με την απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου. Ούτε είναι βάσιμος λόγος για μη έκδοση, η αιτιολογία ότι τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο η οικογένεια έχει αποκτήσει κανονική ζωή διότι αυτή η λεγόμενη «κανονική ζωή», φαίνεται να έχει λάβει χώραν σε περιοχές που δεν ελέγχει η Δημοκρατία και οι συνθήκες που υπάρχουν εκεί, έχουν αναφερθεί στη μαρτυρία της κας Ελευθερίου ως μη ικανοποιητικές και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματικός έλεγχος όσον αφορά το ζήτημα αυτό. Στη μαρτυρία της η Λειτουργός πρόσθεσε ότι ο James φερόταν να είχε συναισθηματικές δυσκολίες και οι συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι όπου φιλοξενείτο μετά από διευθέτηση της εκζητούμενης, πάντα στις κατεχόμενες περιοχές, ήταν ακατάλληλες. Ο James δεν μπορεί να φοιτά πια στο ιδιωτικό Αγγλικό σχολείο που πήγαινε διότι το σχολείο δεν τον δέχεται στην απουσία ενήλικα κηδεμόνα, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με την Charlotte, η οποία δεν μπορεί να εξασφαλίσει εγγραφή σε ιδιωτικό σχολείο στην Κυπριακή Δημοκρατία, διότι πρέπει να δώσει εξετάσεις για να γίνει αποδεκτή.
Επομένως, το Δικαστήριο ορθά στάθμισε αφενός το ύψιστο κριτήριο, το προεξάρχον κριτήριο της Απόφασης-Πλαίσιο, ότι θα πρέπει με απλουστευμένες διαδικασίες να παραδίδονται άτομα τα οποία καταζητούνται στο πλαίσιο της αμοιβαιότητας και της αποτελεσματικής ποινικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από την άλλη τα δικαιώματα της ίδιας της εκζητούμενης, αλλά και των παιδιών της, που δεν κατονομάζονται βεβαίως, και ορθά, στο ίδιο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Δεν έχουν τεθεί συγκεκριμένοι λόγοι που πράγματι θα μπορούσαν να υπερσκελίσουν ή να υπερκαλύψουν αυτό το προεξάρχον κριτήριο στο σύστημα απόδοσης εκζητούμενων πίσω στις χώρες τους. Όπως τέθηκε στη Norris - πιο πάνω -, σημασία έχουν οι επιπτώσεις επί των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, οι οποίες «.. must be exceptionally serious before this can outweigh the importance of extradition.». Εδώ, το συμφέρον των παιδιών που πρέπει να είναι «a primary consideration», (ZH (Tanzania v. Secretary of State for the Home Department (2011) UKSC 4), δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μητέρα τους, (η οποία ειρήσθω εν παρόδω, προκάλεσε στην ουσία τα υπάρχοντα προβλήματα με τη διαφυγή της από το Ηνωμένο Βασίλειο και την επιλογή της να ζήσει στα κατεχόμενα), την οποία θα ήταν σοφό να ακολουθούσαν δεδομένου ότι υπερέχει η ανάγκη έκδοσης της στο Ηνωμένο Βασίλειο για να αντιμετωπίσει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται. Οι Βρετανικές αρχές είναι οι πλέον αρμόδιες να αντιμετωπίσουν την οικογένεια ως σύνολο.
Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για διαφοροποίηση της πρωτόδικης απόφασης.
Ο τρίτος λόγος αφορά το γεγονός ότι δεν ακούστηκε μαρτυρία από τα ίδια τα παιδιά ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υποδείχθηκε στον ευπαίδευτο συνήγορο ότι τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε ευθέως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και με αυτό υπήρξε συμφωνία από τον συνήγορο. Εκείνο το οποίο όμως ο συνήγορος τόνισε είναι ότι αυτεπάγγελτα το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να δώσει αυτό το δικαίωμα ακρόασης στα ανήλικα τέκνα επικαλούμενος προς τούτο ιδιαίτερα το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος είναι ιεραρχικά ανώτερος από την Απόφαση-Πλαίσιο. Δεν υφίστατο όμως καμιά τέτοια υποχρέωση, ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να δώσει δικαίωμα ακρόασης αυτεπάγγελτα στα ανήλικα τέκνα της εκζητούμενης υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που αντιμετωπίζονται στην υπόθεση, έχοντας υπόψη το όλο ιστορικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, τη μαρτυρία της Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, η οποία έθεσε τα πράγματα εν τω συνόλω τους σφαιρικά ενώπιον του Δικαστηρίου και έχοντας κατά νουν τα δικά τους δικαιώματα, τα οποία και δεόντως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη. Θα έθετε ιδιαίτερο βάρος σε ένα πρωτόδικο Δικαστήριο σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, να ακούει περαιτέρω μαρτυρία ιδιαίτερα όταν δεν τέθηκε συγκεκριμένος λόγος γιατί η έκδοση της εκζητούμενης, έχοντας υπόψη την ύπαρξη ανήλικων τέκνων, θα ήταν μια ιδιαίτερα, υπό τις περιστάσεις, δυσανάλογη πράξη.
Υπό το φως των όσων έχουν αναφερθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπώς η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με αποτέλεσμα να πρέπει να τηρηθούν οι προθεσμίες παράδοσης της εκζητούμενης εφεσείουσας στη βάση των προνοιών του άρθρου 29(1) του Νόμου.
Η εφεσείουσα θα παραμείνει στο μεταξύ υπό κράτηση και ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής εντέλλεται να κοινοποιήσει δυνάμει του άρθρου 28 του Νόμου την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες και εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Τα έξοδα του μεταφραστή να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.
Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ