ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μιχάλης Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα. Χαράλαμπος Γαλανός, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2017-01-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2010, 17/1/2017 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2017:A7

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2010)

 

17 Ιανουαρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΑΝΙΗΛ,

        Εφεσείων-Εναγόμενος Αρ. 3,

ν.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

________________________

 

Μιχάλης Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Χαράλαμπος Γαλανός, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 7.12.2001, εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντος, στην αγωγή 7848/2001 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, λόγω της παράλειψής του να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης.  Ο εφεσείων είχε εναχθεί στην εν λόγω αγωγή υπό την ιδιότητα του ως εγγυητής, δυνάμει συγκεκριμένης συμφωνίας εγγύησης.  Εναγόμενος στην ίδια αγωγή ήταν και ο πρωτοφειλέτης, δυνάμει συμφωνίας δανείου.  Ενάγοντες ήταν ο τραπεζικός οργανισμός ο οποίος, εκ των πραγμάτων, κατέχει τη θέση των εφεσιβλήτων στην παρούσα έφεση.

 

Ο εφεσείων, όταν έλαβε, πρώτη φορά, όπως ισχυρίζεται, γνώση της προαναφερθείσας απόφασης, υπέβαλε, σε πολύ σύντομο χρόνο μετά, ήτοι στις 8.12.2009, αίτηση για τον παραμερισμό της, δυνάμει της Δ.17, Κ. 10[1] των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  Οι λόγοι, για τους οποίους επιδίωξε την πιο πάνω θεραπεία, ήταν, βασικά, δύο, ότι:  (α) ουδέποτε του επιδόθηκε προσωπικά το κλητήριο ένταλμα στην αγωγή και (β) ο ίδιος είχε, εκ πρώτης όψεως, υπεράσπιση στην απαίτηση των εφεσιβλήτων.  Υποστήριξε την αίτησή του με ένορκη δήλωση του ιδίου.  Οι ισχυρισμοί του αντικρούστηκαν με δύο ένορκες δηλώσεις, οι οποίες καταχωρίστηκαν εκ μέρους των εφεσιβλήτων, προς υποστήριξη της σχετικής ειδοποίησης ένστασης. 

 

Πέραν της έγγραφης μαρτυρίας, την οποία πρόσφερε η κάθε πλευρά, το εκδικάσαν Δικαστήριο επέτρεψε, επίσης, την αντεξέταση επί των ενόρκων δηλώσεων του ιδιώτη επιδότη, ο οποίος είχε διενεργήσει, στις 17.11.2001, την επίδοση του προαναφερθέντος κλητηρίου εντάλματος, και του υπαλλήλου των εφεσιβλήτων.  Σημειώνεται πως η μαρτυρία, γενικά, του τελευταίου, τελικώς, δεν έγινε δεκτή από το εκδικάσαν Δικαστήριο, αφού, όπως διαφάνηκε, αυτός δε γνώριζε περί της υπόθεσης.  Μετά το πέρας της αντεξέτασης, το Δικαστήριο, πολύ ορθά, απέρριψε αίτημα, εκ μέρους του εφεσείοντος, να του επιτραπεί να καταθέσει, σε εκείνο το στάδιο, προφορικά, επιπρόσθετα της ένορκης δήλωσης, που ο ίδιος είχε καταχωρίσει προς υποστήριξη της αίτησής του.  Του είχε δοθεί, ήδη, το πλεονέκτημα της αντεξέτασης των συγκεκριμένων μαρτύρων των εφεσιβλήτων.  Εξ άλλου, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, δεν υπάρχει πρόνοια για την, ως άνω, εισηγηθείσα διαδικασία.  Το αποτέλεσμα της διεξαχθείσας διαδικασίας ήταν η απόρριψη της αίτησης παραμερισμού της υπό αναφορά απόφασης, η οποία είχε εκδοθεί ερήμην του εφεσείοντος.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πιο πάνω απορριπτική απόφαση, με αριθμό λόγων, οι οποίοι μπορούν να συμπτυχθούν στους ακόλουθους δύο:  Με τον πρώτο λόγο και τις επί μέρους πτυχές του, αμφισβητείται η ορθότητα των ευρημάτων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε σχέση με την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.  Με το δεύτερο λόγο, αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσής του ότι, στη βάση των αναφορών στην ένορκη δήλωσή του, δεν καταδείχθηκε η ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, υπεράσπισης.   

 

Σε σχέση με τον πρώτο λόγο, ανωτέρω, ο ιδιώτης επιδότης ανέφερε στην ένορκή του δήλωση επίδοσης, η οποία τοποθετήθηκε στο φάκελο της αγωγής προς επιβεβαίωση της επίδοσης του υπό αναφορά κλητηρίου εντάλματος, ότι ο ίδιος επέδωσε επίσημο αντίγραφο αυτού σε πρόσωπο, το οποίο κατονομάζει και προσδιορίζει ότι «είναι πατέρας & συγκάτοικος» του εφεσείοντος.  Η επίδοση, όπως ανέφερε στην ένορκη δήλωσή του, που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της σχετικής ειδοποίησης ένστασης, έγινε στην οδό Καλαβρύτων 7, στη Λεμεσό.  Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πιο πάνω επίδοσης, απορρίπτοντας, συγχρόνως, τον ισχυρισμό ότι αυτός διέμενε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην εν λόγω διεύθυνση.

 

Ο ιδιώτης επιδότης, στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωσή του, εξήγησε ότι ο ίδιος, επειδή γνώριζε τον εφεσείοντα, καθώς και τον τόπο που αυτός διέμενε με την οικογένειά του, μετέβη, αρχικά, στην οδό Δήμου Ηροδότου 2, της ενορίας Αγίου Σπυρίδωνος, στη Λεμεσό.  Εκεί, πληροφορήθηκε από τη σύζυγό του ότι αυτή και ο εφεσείων βρίσκονταν σε διάσταση και ότι ο τελευταίος διέμενε με τον πατέρα του, τον οποίο ο μάρτυρας, επίσης, γνώριζε, όπως και τη διεύθυνσή του, οδός Καλαβρύτων 7.  Ως εκ τούτου, μετέβη εκεί, αυθημερόν, και επέδωσε το κλητήριο ένταλμα στον πατέρα του εφεσείοντος, με την αιτιολογία, ανωτέρω, που κατέγραψε στη σχετική ένορκη δήλωση επίδοσης. 

 

Ο εκδικάσας Δικαστής δέχτηκε ως αληθινή την πιο πάνω εκδοχή του ιδιώτη επιδότη.  Διαπίστωσε δε ότι αυτός την υποστήριξε με την ίδια συνέπεια, ως προς την ουσία της, και κατά την αντεξέτασή του.  Απέρριψε δε, ουσιαστικά, τον ισχυρισμό του εφεσείοντος στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσής του, που έλεγε:  «Εγώ τον Δεκέμβριο του 2001 δεν υπήρξα συγκάτοικος του πατέρα μου Πανίκου Δανιήλ αλλά εγώ από το 1999 μέχρι το 2002 διέμενα με την οικογένεια μου στην οδό Δήμου Ηροδότου αρ. 2 ΄Αγιος Σπυρίδωνας Λεμεσός ...».  Επρόκειτο για γενικόλογο ισχυρισμό, ο οποίος δεν αποδείκνυε, χωρίς άλλο, το περιεχόμενό του.  Επιπρόσθετα, δε δέχτηκε ως ικανοποιητική, προς απόδειξη του περιεχομένου της, τη βεβαίωση ημερομηνίας 1.12.2009, της Κοινοτάρχου της ενορίας Αγίου Σπυρίδωνος, στη Λεμεσό, προς επιβεβαίωση της διαμονής του εφεσείοντος στην οδό Δήμου Ηροδότου 2, κατά την περίοδο μεταξύ 1999 και 2002, την οποία αυτός επισύναψε στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωσή του.  Επισημαίνεται πως η εν λόγω βεβαίωση, ως τέτοια, δεν εξυπακούεται γνώση της Κοινοτάρχου, όσον αφορά το περιεχόμενό της, ειδικά, όταν η ίδια δε δίνει οποιαδήποτε εξήγηση για τα όσα, λακωνικά, αναφέρει σε αυτή.

 

Η επίδοση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του κλητηρίου εντάλματος, έγινε δυνάμει των προνοιών της Δ.5, Κ. 2(1)[2] και δη της υποπαραγράφου (ι) αυτού.  Επισημαίνεται, συναφώς, ότι επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε πρόσωπο άλλο από τον ίδιο τον εναγόμενο, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον πιο πάνω Κανονισμό, είναι, οπωσδήποτε, επιτρεπτή και θεωρείται ότι γίνεται δεόντως, (βλ. Θεοδώρου κ.ά. ν. Σ.Π.Ε. Μακράσυκας (2003) 1 Α.Α.Δ. 1305, σελίδα 1312).  Εναπόκειται δε στον εναγόμενο να αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι αυτός δεν έχει λάβει πραγματική γνώση της εναντίον του αγωγής.  Σύμφωνα με την κατάληξη, σχετικά, του εκδικάσαντος Δικαστή, ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το πιο πάνω βάρος.  Από τις προαναφερθείσες δε παρατηρήσεις, δε διαπιστώνεται αυτός να υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα, κατά την αξιολόγηση της σχετικής με τη συγκεκριμένη πτυχή μαρτυρίας και, εν τέλει, ως προς τα ευρήματά του για την αλήθεια τους, τα οποία συνήγαγε από αυτήν, ούτε, βεβαίως, και σε σχέση με την αντίκρυσή τους από νομικής άποψης.              

 

΄Ιδιο ήταν το αποτέλεσμα της αίτησης του εφεσείοντος, πρωτοδίκως, σε σχέση και με το διαζευκτικό λόγο παραμερισμού της υπό αναφορά απόφασης.  Ο εκδικάσας Δικαστής δεν έκαμε δεκτή, επίσης, τη θέση του ότι αυτός είχε, εκ πρώτης όψεως, υπεράσπιση.  Γι' αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του ότι οι σχετικοί ισχυρισμοί στην ένορκη δήλωσή του ήταν γενικοί και αόριστοι.

 

Η ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, υπεράσπισης επί της ουσίας της απαίτησης αποτελεί τη βασική προϋπόθεση, την οποία έχει αναγνωρίσει η νομολογία για την εφαρμογή της Δ.17, Κ. 10.  Αυτή ικανοποιείται με την προσκόμιση, από τον εναγόμενο, αιτητή, επαρκούς, κατά την κρίση του δικαστηρίου, γραπτής ένορκης μαρτυρίας, προς τούτο.  Η αίτησή του δε, σε τέτοια περίπτωση, επιτρέπεται και δίδεται άδεια για καταχώριση υπεράσπισης, εκτός όπου το εκδικάζον δικαστήριο διαπιστώνει, περαιτέρω, να συντρέχει κάποιος λόγος, π.χ. ολιγωρία, στην υποβολή της αίτησης, ο οποίος, παρά ταύτα, δικαιολογεί την άσκηση εναντίον του της διακριτικής του εξουσίας, δυνάμει της προαναφερθείσας δικονομικής πρόνοιας, (βλ. Evans ν. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, σελίδα 650 και Ioannis Kotsapas & Sons Ltd. v. Titan Construction & Engineering Company (1961) C.L.R. 317).

 

Ο εφεσείων, αφού επισύναψε στην ένορκη δήλωσή του τα έγγραφα των συμφωνιών επί των οποίων φέρεται να βασιζόταν η απαίτηση των εφεσιβλήτων στην αγωγή, ακολούθως, επιχείρησε να προβάλει, μέσω αυτής, την υπεράσπισή του.  Οι ισχυρισμοί του, σχετικά, ήταν του τύπου ότι «Ουδέποτε το οφειλόμενο ποσό κατέστη πληρωτέο και απαιτητό» και ότι «ουδέποτε η Ενάγουσα τράπεζα τήρησε τις προϋποθέσεις για την είσπραξη του οφειλομένου ποσού από τον πρωτοφειλέτη», (παράγραφος 10.α.).  Οι υπόλοιποι τρεις υποπαράγραφοι της εν λόγω παραγράφου, (β έως δ), περιέχουν παρόμοιου τύπου ισχυρισμούς, που αφορούν στην ίδια πιο πάνω πτυχή, δηλαδή την ενεργοποίηση των εν λόγω συμφωνιών.  Στη συνέχεια, στην παράγραφο 11, περιλαμβάνονται ισχυρισμοί, με τους οποίους προβάλλεται η θέση ότι η συμφωνία εγγύησης έχει, ουσιαστικά, παύσει να ισχύει.  Ο ισχυρισμός στην υποπαράγραφο α. αυτής είναι χαρακτηριστικός ως προς τον τρόπο διατύπωσης της πιο πάνω θέσης.  Αναφέρει:  «Οι Ενάγοντες μετέβαλαν τους όρους της συμφωνίας των μετά του πρωτοφειλέτη άνευ της συναινέσεως μου και εν αγνοία μου».  Στο ίδιο πλαίσιο και με τον ίδιο γενικόλογο τρόπο είναι διατυπωμένοι και οι λοιποί ισχυρισμοί της παραγράφου 11.

 

Βασικά, με τους ισχυρισμούς στις παραγράφους 10 και 11 της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος, προβάλλονται νομικές θέσεις, χωρίς να γίνεται, συγχρόνως, αναφορά στους σχετικούς όρους των συμφωνιών και στα γεγονότα, τα οποία θα μπορούσαν να καταδείξουν την παραβίασή τους και, κατά συνέπεια, την ύπαρξη ικανής υπεράσπισης εναντίον της απαίτησης των εφεσιβλήτων, στους τομείς που αυτές αφορούν.  Με τον ίδιο γενικό τρόπο, χωρίς, δηλαδή, να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία, προβάλλεται, από τον εφεσείοντα, και ο ισχυρισμός ότι η εγγύησή του για ποσό Λ.Κ.1.800,00 έχει μετατραπεί σε απαίτηση για το ποσό, περίπου, των Λ.Κ.10.000,00.

 

Δεδομένου του αποτελέσματος σε σχέση και με το δεύτερο λόγο έφεσης, ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση της πτυχής που αφορά στην παράλειψη του εφεσείοντος να λάβει δικαστικά μέτρα για παραμερισμό της υπό αναφορά απόφασης, σε σύντομο χρόνο μετά την έκδοσή της στις 7.12.2001∙ είναι ο τομέας όπου εξετάζεται από το Δικαστήριο η άσκηση της διακριτικής του εξουσίας.  Η απόρριψη, όμως, των λόγων έφεσης, ανωτέρω, δεν παρέχει έρεισμα για την περαιτέρω αυτή εξέταση.

 

Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.000,00, συν Φ.Π.Α.

 

 

                                                             Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

                                                             Αντ. Λιάτσος, Δ.

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ



[1]    "10.  Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just." 

[2]        "2.(1)  The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-

                 

         (i)  with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof; or

 

        (ii)  with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment; or

 

       (iii)  with his master in the case of a servant living with his master."

   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο