ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:A547

(2016) 1 ΑΑΔ 2761

12 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ANΑΣΤΑΣΙΟΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

1. ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΠΑΠΑ ΗΛΙΑ ΗΛΙΑΔΗ,

2. ΜΑΡΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2011)

 

 

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η τελεσίδικη απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, σε συνδυασμό με τα παραδεκτά γεγονότα, στοιχειοθετούσαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης ― Απόφανση Εφετείου ότι η απόφαση του Διευθυντή επέλυσε αποκλειστικά και μόνο ζήτημα συνοριακής διαφοράς και όχι αστική διαφορά κάτω από οποιαδήποτε διάταξη Νόμου.

 

Αστικά αδικήματα ― Παράνομη επέμβαση ― Κατά πόσον το Δικαστήριο έσφαλλε στην απόρριψη της υπερασπιστικής θέσης του εφεσείοντα, ότι οι εφεσίβλητες κωλύοντο να προωθήσουν την αγωγή λόγω συμπεριφοράς και/ή συμφωνίας.

 

Οι διάδικοι, ιδιοκτήτες όμορων κτημάτων στην περιοχή της Έγκωμης, Λευκωσία, κατέφυγαν στο Δικαστήριο προς επίλυση των διαφορών τους, οι οποίες προέκυψαν, όπως ισχυρίστηκαν οι ενάγουσες-εφεσίβλητες, λόγω της παράνομης επέμβασης του εφεσείοντος στην ακίνητη ιδιοκτησία τους, στην Έγκωμη Λευκωσίας.

 

Ήταν η θέση τους, όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως, ότι περί το τέλος του έτους του 1990, ο εφεσείων παρανόμως και χωρίς την άδεια και συγκατάθεση τους, επενέβη στο ανατολικό μέρος του τεμαχίου τους, έκτασης περίπου 100 τ.μ. και ανήγειρε υποστατικά τα οποία συνεχίζει να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται για ίδιους σκοπούς.  Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους παρέπεμψαν σε απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου στα πλαίσια της Αίτησης, δυνάμει της οποίας αποφασίστηκε ότι η επίδικη έκταση τους ανήκει ως τμήμα του επίδικου τεμαχίου.

 

Αξίωσαν ως εκ τούτου την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ως ιδιοκτητριών της επίδικης γης,  δυνάμει του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, σχετικά διατάγματα άρσης της οχληρίας και κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών.

 

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του πρόβαλε άρνηση των ισχυρισμών των εφεσίβλητων, η οποία όμως τελικά μορφοποιήθηκε δια της δηλώσεως του συνηγόρου του στα ακόλουθα:

 

«(1) Ο εναγόμενος κατέχει νομίμως την επίδικη γη γιατί την αγόρασε από την προηγούμενη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου Χρυστάλλα Αντωνίου. Έχει δε εξοφλήσει το τίμημα της πώλησης. Όμως, εκ παραδρομής δεν ενημερώθηκε ο σχετικός φάκελος του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου.

(2) Οι ενάγουσες κωλύονται (estopped) να εγείρουν την υπό συζήτησιν αγωγή.»

 

Στη βάση της ανωτέρω υπερασπιστικής γραμμής και  κοινών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων τροχοδρομήθηκε η ακροαματική διαδικασία.

 

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του εκατέρωθεν μαρτυρία με σχολιασμό επιμέρους τεκμηρίων, απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντος, τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο, για να καταλήξει με παραπομπή σε νομολογία και στη βάση των παραδεκτών γεγονότων, ότι στοιχειοθετήθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στην ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων.

 

Στη βάση των ανωτέρω, στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει αν ο εφεσείων απέδειξε ότι οι εκκαλούμενες ενέργειες του δεν ήταν παράνομες, Άρθρο 43(2) του Κεφ. 148, ώστε να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει για να το απαντήσει αρνητικά, θεωρώντας ότι, η πρώτη υπεράσπιση προβαλλόταν απαραδέκτως εφ΄ όσον η προκείμενη διαδικασία δεν μπορούσε να έχει ως αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης γης.

 

Ομοίως, το Δικαστήριο, απέρριψε ως αβάσιμη την υπεράσπιση της απόκτησης της επίδικης γης, βάσει της επενέργειας ιδιοκτησιακού κωλύματος (proprietary estoppel), θεωρώντας ότι δεν παρουσιάστηκε αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητες, ως ιδιοκτήτριες της επίδικης γης παρέστησαν στον εφεσείοντα, ότι αποποιούνται των σχετικών δικαιωμάτων τους και πως ο ίδιος μπορεί να θεωρήσει την επίδικη γη ως δική του περιουσία. Επ' αυτού, δέχθηκε την αξιόπιστη, όπως την έκρινε, μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, ΜΕ1, ως προς τις κατά καιρούς προσπάθειες της να άρει την επίδικη παράνομη επέμβαση.

 

Τούτων δοθέντων απέδωσε στις εφεσίβλητες ονομαστικές αποζημιώσεις λόγω παράνομης χρήσης της γης, πλέον διατάγματα, πλέον έξοδα της διαδικασίας. 

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Υπήρξε παρερμηνεία του Δικαστηρίου ως προς την υπερασπιστική γραμμή του εφεσείοντος με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ακροσφαλή και λανθασμένη κατάληξη.

 

β)  Υπήρξε εσφαλμένη και αντινομική απόρριψη της υπερασπιστικής θέσης του εφεσείοντος, ότι οι εφεσίβλητες κωλυόταν στην προώθηση της αγωγής τους λόγω συμπεριφοράς και/ή συμφωνίας.

 

γ)  Ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος και αξιοπιστίας της εφεσίβλητης ως επίσης λανθασμένη, άδικη και αντίθετη με τις αρχές της επιείκειας (equity), έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης των υποστατικών.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

  1.   Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος ήταν βάσιμες. Από μελέτη της απόφασης του Δικαστηρίου, των δικογραφημένων υπερασπιστικών θέσεων του εφεσείοντος, των τεκμηρίων που κατατέθηκαν αλλά και από τη μαρτυρία, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, γίνεται φανερό ότι το Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αποκλείοντας εκ προοιμίου τις θέσεις του εφεσείοντος περί αγοράς της επίδικης γης, ως εξερχόμενες του αντικειμένου της όλης διαφοράς.

  2.   Τα γεγονότα, τα οποία καταγράφει στην υπεράσπιση του ο εφεσείων και δια ζώσης ανέπτυξε με πολλή λεπτομέρεια, αναφερόμενος στο όλο ιστορικό της αγοράς της επίδικης γης από τη μητέρα των εφεσιβλήτων, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, όσο και του άλλου τεμαχίου, τεμάχιο 1, επί του οποίου έχει ανεγερθεί η υπεραγορά, από τη θεία των εφεσιβλήτων, (Αγοραπωλητήριο, τεκμήριο 4) ήταν ακριβώς για να καταδείξει ότι νομίμως ανέλαβε κατοχή της επίδικης έκτασης και να αντικρούσει τις θέσεις των εφεσειουσών, ότι παρανόμως, χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας τους, εγγεγραμμένης ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 224 κατά τον ουσιώδη χρόνο, 1990 ή και των ιδίων μεταγενέστερα, επενέβη παρανόμως σε αυτήν.

  3.   Στο αυτό στόχευε άλλωστε και η κατάθεση όλων των σχετικών εγγράφων του Δήμου Έγκωμης (τεκμήρια 6-10) που αφορούσαν ακριβώς σε αίτηση για διαχωρισμό και ανάπτυξη του τεμαχίου αρ. 224 και του τεμαχίου αρ. 1, με το σκεπτικό ότι σε κανένα απ' αυτά δεν περιέχεται μαρτυρία περί της ιδιότητας του εναγομένου-εφεσείοντος ως «ιδιοκτήτη» της επίδικης γης.

  4.   Όλες τις θέσεις του εφεσείοντος το Δικαστήριο τις απέρριψε «και επί της ουσίας», πως το ίδιο καταγράφει, θεωρώντας τον ίδιο αναξιόπιστο, ιδιαιτέρως εκ της στάσης και του ύφους του, το οποίο χαρακτήρισε ως «μελοδραματικό» και το λόγο του «πλατειαστικό και επιτηδευμένο».

  5.   Αξιολογική κρίση που άνευ ετέρου, οδήγησε το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και στην εξαγωγή αντινομικών και λανθασμένων συμπερασμάτων, αποτρέποντας το να την εντάξει στο σύνολο της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας για να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα.

  6.   Αξιολογική κρίση που οδήγησε στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μεγαλύτερο σφάλμα: να αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1 στο σύνολο της και να αγνοήσει τις όποιες παραδοχές της εφεσίβλητης 1, ΜΕ1, που ουδόλως τις σχολιάζει, ενεργώντας πάντοτε στη βάση της πρωθύστερης λανθασμένης διαπίστωσης του περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

  7.   Θεώρησε το Δικαστήριο, ότι ακόμα και αν δεχόταν πως το αγοραπωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, παρέμενε ως γεγονός, ότι ο εφεσείων, δεν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για την επ' ονόματι του μεταβίβαση και εγγραφή της επίδικης γης.

  8.   Όπως και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσίβλητες κινούνται εναντίον του εφεσείοντος αποτεινόμενες στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για καθορισμό συνόρων, μόλις το 2004 και ότι μόνο μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, καταχωρούν την υπό κρίση αγωγή το 2005.

  9. Από το 1990 μέχρι το 2005, για 15 συναπτά έτη, δεν υπήρξε οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Διαμαρτυρήθηκε μόνο κάποτε, είπε η εφεσίβλητη 1, «όταν κάποιο πρόσωπο από το Δημαρχείο» και ενώ ακόμα ζούσε η μητέρα της, μεταξύ του 2000 και του 2001, την έπεισε να υπογράψει για τα ευτελή υλικά με τα οποία κατασκευάστηκε μέρος της οικοδομής επί του επιδίκου τεμαχίου.

10. Υπήρχε επίσης η μαρτυρία του ΜΥ3, υπαλλήλου στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Έγκωμης ο οποίος επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των τεκμηρίων 6-10, αίτηση των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητριών του τεμαχίου 224 για έκδοση άδειας οικοδομής και διαίρεσης του τεμαχίου αρ. 224 σε δύο τμήματα, καθώς και τη συγχώνευση ενός τμήματος του τεμαχίου 224 με το όμορο τεμάχιο αρ. 1, η οποία ίσχυε μέχρι 26.6.1992.

11. Επί του τελευταίου, το Δικαστήριο κινήθηκε παντελώς λανθασμένα όταν θεώρησε ότι επειδή τα έγγραφα αυτά απευθύνονταν στις εφεσίβλητες, ως ιδιοκτήτριες των τεμαχίων και ότι σε κανένα από αυτά δεν περιέχεται μαρτυρία περί της ιδιότητας του εφεσείοντος, ως «ιδιοκτήτη» της επίδικης γης, ήταν ανίσχυρα να τεκμηριώσουν τις θέσεις του.

12. Αντιθέτως,  εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες ήταν οι εφεσίβλητες, εκείνες ήταν οι μόνες που νομιμοποιούνταν να αποταθούν για έγκριση, είτε της συγχώνευσης των δύο τεμαχίων είτε για έκδοση της άδειας οικοδομής.

13. Ούτε η μαρτυρία του ΜΥ4, υπαλλήλου του εφεσείοντος, σχολιάστηκε καν, ως γενικόλογη.  Έστω και στη γενικότητα της εμπεριείχε στοιχεία που ενίσχυαν τη μαρτυρία του εφεσείοντος.

14. Το λόγο του εφεσείοντος, επιβεβαιώνει εν πολλοίς και η μαρτυρία του Αντώνη Βάσου, ΜΥ2, σύζυγος της πρώην ιδιοκτήτριας από την οποία αγόρασε το τεμάχιο επί του οποίου ανεγέρθηκε η υπεραγορά και εξ αγχιστείας θείος των εφεσιβλήτων, ο οποίος διαβεβαίωσε πως ήταν παρών και αυτήκοος μάρτυρας της συμφωνίας της μητέρας των εφεσιβλήτων με τον εφεσείοντα, για την πώληση της επίδικης έκτασης και των όρων της αποπληρωμής του τιμήματος πωλήσεως.

15. Το θέμα της συνοριακής διαφοράς έληξε με την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Δεν κάλυπτε όμως ούτε και επέλυε, ως ήταν αναμενόμενο ως εκ της φύσης της διαδικασίας, την εδώ επίδικη διαφορά, στη βάση της παράνομης επέμβασης.

16. Προφανώς και δεν ήταν δυνατή, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, η αμφισβήτηση των συνόρων εκ μέρους του εφεσείοντος εφόσον η εγγραφή του τεμαχίου 224 παρέμεινε επ' ονόματι των εφεσιβλήτων για τους λόγους και τις εξηγήσεις που ο ίδιος έδωσε.

17. Τα γεγονότα της παρούσης διαφοροποιούνται από τις Μιχαήλ και Μάρκου (κατωτέρω) στις οποίες παραπέμπει το Δικαστήριο, ώστε να θεωρήσει ότι η τελεσίδικη απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, σε συνδυασμό με τα παραδεκτά γεγονότα, στοιχειοθετούσαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης.

18. Η απόφαση του Διευθυντή επέλυσε αποκλειστικά και μόνο ζήτημα συνοριακής διαφοράς και όχι αστική διαφορά κάτω από οποιαδήποτε διάταξη Νόμου.

19. Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έσφαλλε, τόσο όσο προς την υπερασπιστική θέση του εφεσείοντος, όσο και ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας εφεσίβλητης 1 και εφεσείοντος, όπως ορθά παραπονείται ο συνήγορος του τελευταίου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα και αντινομικά συμπεράσματα.

20. Όπως μορφοποιήθηκε η επίδικη διαφορά, δεν επέτρεπε στο Εφετείο να κινηθεί άλλως πώς κάνοντας χρήση του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και της Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ώστε να επιλύσει τελεσίδικα όλες τις μεταξύ των διαδίκων διαφορές.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(B) A.A.Δ. 634,

 

Μιχαήλ v. Αντωνίου κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1376,

 

Μάρκου v. Χρυσοστόμου κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 813,

 

Σολομώντος v. Παπανεοκλή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 906,

 

Χατζηϊωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

 

Φανή v. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760,

 

Σάουρου v. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203,

 

Θέμη v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1177,

 

Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λυκούργου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8777/2005), ημερομηνίας 13/12/2010.

 

Κ. Ευσταθίου για Ε. Ευσταθίου, για τον Eφεσείοντα.

 

Μ. Πανταζή (κα) για Κούσιο και Κορφιώτη, για τις Eφεσίβλητες.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι διάδικοι, ιδιοκτήτες όμορων κτημάτων στην περιοχή της Έγκωμης, Λευκωσία, κατέφυγαν στο Δικαστήριο προς επίλυση των διαφορών τους, οι οποίες προέκυψαν, όπως ισχυρίζονται οι ενάγουσες-εφεσίβλητες, λόγω της παράνομης επέμβασης του εφεσείοντος στην ακίνητη ιδιοκτησία τους, στην Έγκωμη Λευκωσίας, υπ' αρ. εγγραφής D 251, Τμήμα Δ, Φύλλο/Σχέδιο ΧΧΙ/53 Ε.Ι., τεμάχιο αρ. 224, έκτασης 902 τ.μ. (τεμάχιο 224).

 

Ήταν η θέση τους, όπως προωθήθηκε και πρωτοδίκως, ότι περί το τέλος του έτους του 1990, ο εφεσείων παρανόμως και χωρίς την άδεια και συγκατάθεση τους, επενέβη στο ανατολικό μέρος του τεμαχίου 224, έκτασης περίπου 100 τ.μ. και ανήγειρε υποστατικά τα οποία συνεχίζει να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται για ίδιους σκοπούς. Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους παρέπεμψαν σε απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου στα πλαίσια της Αίτησης, υπ' αναφορά ΑΧ 1894/2004, δυνάμει της οποίας αποφασίστηκε ότι η επίδικη έκταση τους ανήκει ως τμήμα του τεμαχίου 224. Αξιώνουν ως εκ τούτου την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ως ιδιοκτητριών της επίδικης γης,  δυνάμει του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, σχετικά διατάγματα άρσης της οχληρίας και κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών.

 

Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του πρόβαλε άρνηση των ισχυρισμών των εφεσίβλητων, η οποία όμως τελικά μορφοποιήθηκε δια της δηλώσεως του συνηγόρου του στα ακόλουθα:

 

«(1) Ο εναγόμενος κατέχει νομίμως την επίδικη γη γιατί την αγόρασε από την προηγούμενη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 224 Χρυστάλλα Αντωνίου.  Έχει δε εξοφλήσει το τίμημα της πώλησης. Όμως, εκ παραδρομής δεν ενημερώθηκε ο σχετικός φάκελος του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου.

 

(2) Οι ενάγουσες κωλύονται (estopped) να εγείρουν την υπό συζήτησιν αγωγή.»

 

Στη βάση της ανωτέρω υπερασπιστικής γραμμής και των κατωτέρω κοινών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων τροχοδρομήθηκε η ακροαματική διαδικασία:

 

«(1) Το τεμάχιο 224, εμβαδού 902 τ.μ., Φ./Σχ. 21/53/Ε.1 στο Δήμο Έγκωμης, είναι εγγεγραμμένο επ' ονόματι των εναγουσών. Η Αντωνία Παπά Ηλία Ηλιάδη, ενάγουσα αρ. 1, κατέχει το ½ μερίδιο το οποίο απέκτησε με τη δήλωση Δ.84.43 ημερ. 25.10.1990 και εγγραφής 29.1.1991 δια δωρεάς από τη μητέρα της. Η Μαρία Αντωνίου Κυριάκου, ενάγουσα αρ. 2, κατέχει το υπόλοιπο ½ μερίδιο με τη δήλωση Δ.16.48/15.3.1991 και ενεγράφη ως ιδιοκτήτης στις 8.5.1991 και διά δωρεάς από τη μητέρα της. Οι ενάγουσες κατέχουν το πιο πάνω τεμάχιο και σήμερα. Το τεμάχιο 1, εμβαδού 326 τ.μ., Φ./Σχ. 21/1011/V01 στο Δήμο Έγκωμης είναι εγγεγραμμένο στον Αναστάσιο Αναστασίου, εναγόμενο, με την Πώληση Π.5313 ημερ. 20.7.1990. Ο εναγόμενος αγόρασε το πιο πάνω τεμάχιο από την Ανδρούλα Περικλέους ή Ανδρούλα Αντωνίου, προηγούμενη ιδιοκτήτρια.

 

(2) Το επίδικο τεμάχιο έχει έκταση 110 τ.μ., είναι αυτό που εμφαίνεται στο συνημμένο σχεδιάγραμμα (εννοείται το τεκμήριο 2) που θα κατατεθεί από κοινού ως δεικνύεται διά τόξου. Το αναφερθέν σχεδιάγραμμα είναι μέρος του φακέλου του κτηματολογίου. Το καταθέτουμε από κοινού και δηλώνουμε πως το περιεχόμενό του είναι αληθές.

 

(3) Εντός του ως άνω επίδικου τεμαχίου ηγέρθηκε και υφίσταται κτίριο προέκταση της υπεραγοράς που βρίσκεται στο τεμάχιο 1 και χρησιμοποιείται από τον εναγόμενο.

 

(4) Στα πλαίσια διαδικασίας επίλυσης συνοριακής διαφοράς, η οποία αναφέρεται και περιέχεται στο φακ. ΑΧ1894/2004 εξεδόθηκε απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου σύμφωνα με την οποίαν το διαφιλονικούμενο και επίδικο τεμάχιο ανήκει στο τεμάχιο 224. Η απόφαση αυτή του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν προσεβλήθηκε με έφεση ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου και ούτε προσεβλήθηκε με οποιονδήποτε άλλο μέσο».

 

Το Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του εκατέρωθεν μαρτυρία με σχολιασμό επιμέρους τεκμηρίων, στα οποία όπου κρίνεται αναγκαίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, απέρριψε τις θέσεις του εφεσείοντος, τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο, για να καταλήξει με παραπομπή στις Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1(B) A.A.Δ.634, 648, Bullen and Leake and Jacob's, Precedents of Pleadings, Volume 1, sixteenth edition, 2008, paras.41 επ., και στη βάση των παραδεκτών γεγονότων, ότι στοιχειοθετήθηκε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στην ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων (Μιχαήλ v. Αντωνίου κ.ά. (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1376, Μάρκου v. Χρυσοστόμου κ.ά. (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 813).

 

Στη βάση των ανωτέρω, το Δικαστήριο στη συνέχεια προχώρησε να εξετάσει αν ο εφεσείων απέδειξε ότι οι εκκαλούμενες ενέργειες του δεν ήταν παράνομες, Άρθρο 43(2) του Κεφ. 148, ώστε να αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει για να το απαντήσει αρνητικά, θεωρώντας ότι, η πρώτη υπεράσπιση προβαλλόταν απαραδέκτως «.εφ' όσον η προκείμενη διαδικασία δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης γης.  Όπως προανέφερα, το ζήτημα έχει ήδη κριθεί από το Διευθυντή του Κτηματολογίου. Εφ' όσον δε η σχετική απόφαση δεν έχει ανατραπεί στα πλαίσια έφεσης, καταχωρισθείσας δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ. 224, αυτή ισχύει και δεσμεύει (Σολομώντος v. Παπανεοκλή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 906, Χατζηιωάννου v. Κωνσταντίνου (1993) 1 Α.Α.Δ. 844).»

 

Ομοίως, το Δικαστήριο, απέρριψε ως αβάσιμη την υπεράσπιση της απόκτησης της επίδικης γης, βάσει της επενέργειας ιδιοκτησιακού κωλύματος (proprietary estoppel), θεωρώντας ότι δεν παρουσιάστηκε αξιόπιστη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητες, ως ιδιοκτήτριες της επίδικης γης παρέστησαν στον εφεσείοντα, ότι αποποιούνται των σχετικών δικαιωμάτων τους και πως ο ίδιος μπορεί να θεωρήσει την επίδικη γη ως δική του περιουσία. Επ' αυτού, δέχθηκε την αξιόπιστη, όπως την έκρινε, μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, ΜΕ1, ως προς τις κατά καιρούς προσπάθειες της να άρει την επίδικη παράνομη επέμβαση.

 

Τούτων δοθέντων απέδωσε στις εφεσίβλητες ονομαστικές αποζημιώσεις λόγω παράνομης χρήσης της γης, πλέον διατάγματα ως ανωτέρω καταγράψαμε, πλέον έξοδα της διαδικασίας.

 

Η απόφαση βάλλεται με πέντε λόγους, με προεξάρχοντα, την παρερμηνεία του Δικαστηρίου ως προς την υπερασπιστική γραμμή του εφεσείοντος με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε ακροσφαλή και λανθασμένη κατάληξη (1ος και 3ος λόγος έφεσης).  Στον ίδιο κύκλο εντάσσεται και ο 5ος λόγος, ως προς την εσφαλμένη και αντινομική απόρριψη της υπερασπιστικής θέσης του εφεσείοντος, ότι οι εφεσίβλητες κωλυόταν στην προώθηση της αγωγής τους λόγω συμπεριφοράς και/ή συμφωνίας. Ενώ ο 4ος και ο 2ος λόγος, στρέφονται εναντίον του λανθασμένου συμπεράσματος του Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του εφεσείοντος και αξιοπιστίας της εφεσίβλητης 1.  Τέλος, ο 6ος λόγος, στρέφεται εναντίον της λανθασμένης, άδικης και αντίθετης με τις αρχές της επιείκειας (equity), έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης των υποστατικών.

 

Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος είναι βάσιμες. Δικαίως ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο παρερμήνευσε τις δικογραφημένες του θέσεις και την υπερασπιστική του γραμμή, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ζήτημα που συναρτάται με την αντινομική απόρριψη της δεύτερης υπερασπιστικής του θέσης, ότι οι εφεσίβλητες κωλύοντο να προωθήσουν την αγωγή λόγω συμπεριφοράς και/ή συμφωνίας. Από μελέτη της απόφασης του Δικαστηρίου, των δικογραφημένων υπερασπιστικών θέσεων του εφεσείοντος, των τεκμηρίων που κατατέθηκαν αλλά και από τη μαρτυρία, όπως καταγράφεται στα πρακτικά, γίνεται φανερό ότι το Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα αποκλείοντας εκ προοιμίου τις θέσεις του εφεσείοντος περί αγοράς της επίδικης γης, ως εξερχόμενες του αντικειμένου της όλης διαφοράς.

 

Τα γεγονότα, τα οποία καταγράφει στην υπεράσπιση του ο εφεσείων και δια ζώσης ανέπτυξε με πολλή λεπτομέρεια, αναφερόμενος στο όλο ιστορικό της αγοράς της επίδικης γης από τη μητέρα των εφεσιβλήτων, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, όσο και του άλλου τεμαχίου, τεμάχιο 1, επί του οποίου έχει ανεγερθεί η υπεραγορά, από τη θεία των εφεσιβλήτων, (Αγοραπωλητήριο, τεκμήριο 4) ήταν ακριβώς για να καταδείξει ότι νομίμως ανέλαβε κατοχή της επίδικης έκτασης και να αντικρούσει τις θέσεις των εφεσειουσών, ότι παρανόμως, χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας τους, εγγεγραμμένης ιδιοκτήτριας του τεμαχίου 224 κατά τον ουσιώδη χρόνο, 1990 ή και των ιδίων μεταγενέστερα, επενέβη παρανόμως σε αυτήν. Στο αυτό στόχευε άλλωστε και η κατάθεση όλων των σχετικών εγγράφων του Δήμου Έγκωμης (τεκμήρια 6-10) που αφορούσαν ακριβώς σε αίτηση για διαχωρισμό και ανάπτυξη του τεμαχίου αρ. 224 και του τεμαχίου αρ. 1, με το σκεπτικό ότι σε κανένα απ' αυτά δεν περιέχεται μαρτυρία περί της ιδιότητας του εναγομένου-εφεσείοντος ως «ιδιοκτήτη» της επίδικης γης.

 

Όλες τις θέσεις του εφεσείοντος το Δικαστήριο τις απέρριψε «και επί της ουσίας», πως το ίδιο καταγράφει, θεωρώντας τον ίδιο αναξιόπιστο, ιδιαιτέρως εκ της στάσης και του ύφους του, το οποίο χαρακτήρισε ως «μελοδραματικό» και το λόγο του «πλατειαστικό και επιτηδευμένο». Αξιολογική κρίση που άνευ ετέρου, οδήγησε το Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και στην εξαγωγή αντινομικών και λανθασμένων συμπερασμάτων, αποτρέποντας το να την εντάξει στο σύνολο της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας για να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. Αξιολογική κρίση που οδήγησε στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μεγαλύτερο σφάλμα: να αποδεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1 στο σύνολο της και να αγνοήσει τις όποιες παραδοχές της εφεσίβλητης 1, ΜΕ1, που ουδόλως τις σχολιάζει, ενεργώντας πάντοτε στη βάση της πρωθύστερης λανθασμένης διαπίστωσης του περί ιδιοκτησιακού καθεστώτος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την αντεξέταση της εφεσίβλητης 1:

 

«Ε. Εξ όσων γνωρίζετε, η κα Χρυστάλλα Περικλέους, η μητέρα σας, είχε συνομολογήσει μία συμφωνία που αφορούσε το επίδικο κομμάτι, σωστά;

 

  Α. Ναι.

 

  Ε. Να σας δείξω επί ευκαιρίαν και μία απόδειξη είσπραξης, για την οποία έγινε κάποιο θέμα κάποτε.

 

  Α. Εμείς έχουμε δώσει αυτή την απόδειξη. Τα λεφτά όμως τα έχει πάρει η μητέρα μου. Απλώς εμείς τη βοηθούσαμε να κάνει την απόδειξη.

 

  Ε. Εκείνη είναι η υπογραφή της μητέρας σας;

 

  Α. Μάλιστα. Εδώ, ναι. Είναι αλλού που δεν είναι.

 

  Ε. Παρακαλώ να την καταθέσετε στο Δικαστήριο. Αποσύρω.  Θα φέρουμε τον εναγόμενο να καταθέσει την πρωτότυπη.  Σύμφωνα με αυτό το έγγραφο, απόδειξη ελήφθη από του κ. Τάσου Αναστασίου εκ Λευκωσίας, το ποσό των £700 για πώληση μέρους οικοπέδου και υπογράφει η μητέρα σας, σωστά;

 

  Α. Ναι, με παρακάλεσε η μητέρα μου να το κάνουμε.

 

  Ε. Γνωρίζετε πότε;

 

  Α. Τον Ιούνιο του 1991. Ήταν λίγο πριν παντρευτώ.

 

  Ε. Λέει για πώληση μέρους οικοπέδου.

 

  Α. Ναι.

 

  Ε. Μιλούμε για τη λωρίδα γης;

 

  Α. Ναι.

  Ε. Για την οποία λωρίδα υπάρχει ένα μέρος της υπεραγοράς του εναγομένου, σωστά;

 

  Α. Ναι.

 

  Ε. Εκείνη την ημέρα που ο εναγόμενος έκδωσε το συγκεκριμένο ποσό, υπήρχε αμφιβολία για ποιο λόγο καταβαλλόταν το ποσό;

 

  Α. Όχι, δεν υπήρχε αμφιβολία για το διαφιλονικούμενο τεμάχιο. Ήταν κάτι που το βρήκαμε μπροστά μας σαν νεαρό ζευγάρι και είπαμε να υλοποιήσουμε αυτό που βρήκαμε μπροστά μας. Αλλά έχει τώρα 20 χρόνια.»

 

Η εμπράγματη μαρτυρία, όπως το αγοραπωλητήριο έγγραφο (τεκμήριο 4), φανερώνει, όπως διαπιστώνει και το ίδιο το Δικαστήριο, ότι γίνεται αναφορά σε μέρος του τεμαχίου αρ. 24, Φ/Σχ. ΧΧΙ 53.Ε.Ι. Θεώρησε όμως το Δικαστήριο, ότι ακόμα και αν δεχόταν πως το αγοραπωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, παρέμενε ως γεγονός, ότι ο εφεσείων, δεν προέβη σε οποιοδήποτε διάβημα για την επ' ονόματι του μεταβίβαση και εγγραφή της επίδικης γης. Όπως και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσίβλητες κινούνται εναντίον του εφεσείοντος αποτεινόμενες στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για καθορισμό συνόρων, μόλις το 2004 και ότι μόνο μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, καταχωρούν την υπό κρίση αγωγή το 2005. Από το 1990 μέχρι το 2005, για 15 συναπτά έτη, δεν υπήρξε οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Διαμαρτυρήθηκε μόνο κάποτε, είπε η εφεσίβλητη 1, «όταν κάποιο πρόσωπο από το Δημαρχείο» και ενώ ακόμα ζούσε η μητέρα της, μεταξύ του 2000 και του 2001, την έπεισε να υπογράψει για τα ευτελή υλικά με τα οποία κατασκευάστηκε μέρος της οικοδομής επί του επιδίκου τεμαχίου.

 

Υπήρχε επίσης η μαρτυρία του ΜΥ3, υπαλλήλου στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Έγκωμης ο οποίος επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των τεκμηρίων 6-10, αίτηση των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητριών του τεμαχίου 224 για έκδοση άδειας οικοδομής και διαίρεσης του τεμαχίου αρ. 224 σε δύο τμήματα, καθώς και τη συγχώνευση ενός τμήματος του τεμαχίου 224 με το όμορο τεμάχιο αρ. 1, η οποία ίσχυε μέχρι 26.6.1992. Επί του τελευταίου, το Δικαστήριο κινήθηκε παντελώς λανθασμένα όταν θεώρησε ότι επειδή τα έγγραφα αυτά απευθύνονταν στις εφεσίβλητες, ως ιδιοκτήτριες των τεμαχίων και ότι σε κανένα από αυτά δεν περιέχεται μαρτυρία περί της ιδιότητας του εφεσείοντος, ως «ιδιοκτήτη» της επίδικης γης, ήταν ανίσχυρα να τεκμηριώσουν τις θέσεις του. Αντιθέτως, θα λέγαμε, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγραμμένες ιδιοκτήτριες ήταν οι εφεσίβλητες, εκείνες ήταν οι μόνες που νομιμοποιούνταν να αποταθούν για έγκριση, είτε της συγχώνευσης των δύο τεμαχίων είτε για έκδοση της άδειας οικοδομής. Ούτε η μαρτυρία του ΜΥ4, υπαλλήλου του εφεσείοντος, σχολιάστηκε καν, ως γενικόλογη. Έστω και στη γενικότητα της εμπεριείχε στοιχεία που ενίσχυαν τη μαρτυρία του εφεσείοντος.

 

Το λόγο του εφεσείοντος, επιβεβαιώνει εν πολλοίς και η μαρτυρία του Αντώνη Βάσου, ΜΥ2, σύζυγος της πρώην ιδιοκτήτριας από την οποία αγόρασε το τεμάχιο επί του οποίου ανεγέρθηκε η υπεραγορά και εξ αγχιστείας θείος των εφεσιβλήτων, ο οποίος διαβεβαίωσε πως ήταν παρών και αυτήκοος μάρτυρας της συμφωνίας της μητέρας των εφεσιβλήτων με τον εφεσείοντα, για την πώληση της επίδικης έκτασης και των όρων της αποπληρωμής του τιμήματος πωλήσεως.

 

Το θέμα της συνοριακής διαφοράς έληξε με την απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Δεν κάλυπτε όμως ούτε και επέλυε, ως ήταν αναμενόμενο ως εκ της φύσης της διαδικασίας, την εδώ επίδικη διαφορά, στη βάση της παράνομης επέμβασης. Προφανώς και δεν ήταν δυνατή, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, η αμφισβήτηση των συνόρων εκ μέρους του εφεσείοντος εφόσον η εγγραφή του τεμαχίου 224 παρέμεινε επ' ονόματι των εφεσιβλήτων για τους λόγους και τις εξηγήσεις που ο ίδιος έδωσε. Τα γεγονότα της παρούσης διαφοροποιούνται από τις Μιχαήλ και Μάρκου (ανωτέρω) στις οποίες παραπέμπει το Δικαστήριο, ώστε να θεωρήσει ότι η τελεσίδικη απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, σε συνδυασμό με τα παραδεκτά γεγονότα, στοιχειοθετούσαν το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Η απόφαση του Διευθυντή επέλυσε αποκλειστικά και μόνο ζήτημα συνοριακής διαφοράς και όχι αστική διαφορά κάτω από οποιαδήποτε διάταξη Νόμου (Φανή v. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, Σάουρου v. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203 και Θέμη v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1177).

 

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έσφαλλε, τόσο όσο προς την υπερασπιστική θέση του εφεσείοντος, όσο και ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας εφεσίβλητης 1 και εφεσείοντος, όπως ορθά παραπονείται ο συνήγορος του τελευταίου, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένα και αντινομικά συμπεράσματα. Οι συναφείς λόγοι έφεσης επιτυγχάνουν.

Ατυχώς, το αποτέλεσμα της έφεσης δεν επιλύει όλες τις μεταξύ των διαδίκων  διαφορές, οι οποίες και παραμένουν. Τούτο, θεωρούμε, λόγω των λανθασμένων επιλογών των δικηγόρων των διαδίκων. Του μεν δικηγόρου των εφεσιβλήτων-εναγόντων, στην προώθηση της αξίωσης στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος της παράνομης επέμβασης, του δε συνηγόρου του εφεσείοντος, στην παράλειψη προώθησης της κατάλληλης θεραπείας ή ανταξίωσης.  Όπως μορφοποιήθηκε η επίδικη διαφορά, δεν επιτρέπει στο Εφετείο να κινηθεί άλλως πώς κάνοντας χρήση του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960 και της Δ.35 θ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ώστε να επιλύσει τελεσίδικα όλες τις μεταξύ των διαδίκων διαφορές (Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766). Θα προτρέπαμε όμως τους διαδίκους και τους δικηγόρους, πριν οι εντολείς τους καταφύγουν εκ νέου στο Δικαστήριο, να συζητήσουν άλλες, εναλλακτικές, μεθόδους επίλυσης, π.χ. με διαμεσολάβηση, ώστε να δοθεί ένα τέλος στη μακρόχρονη εκκρεμότητα που τους ταλαιπωρεί.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του εφεσείοντος, τόσο κατ'  έφεση όσο και πρωτοδίκως.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο