ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A371
(2016) 1 ΑΑΔ 1843
19 Ιουλίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΘΕΚΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
v.
ΣΤΕΛΛΑΣ ΤΡΙΒΙΖΑΔΑΚΗ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 183/2011)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Εφεσίβλητη εισήλθε εντός της μεσαίας ειδικής λωρίδας για να στρίψει δεξιά, ακινητοποιώντας το όχημά της με ελαφρά κλήση προς τα δεξιά, εισερχόμενη κατά 30 εκ. στην πλευρά της Εφεσείουσας η οποία με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, συγκρούστηκε με το όχημα της Εφεσίβλητης στο σημείο που ήταν σταματημένη ― Αποδόθηκε κατ' έφεση, πλήρη ευθύνη στην Εφεσείουσα και παραμερίστηκε ποσοστό ευθύνης 40% που αποδόθηκε πρωτοδίκως στην εφεσίβλητη.
Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τροχαίο ατύχημα ― Εφεσίβλητη 44 χρόνων κατά τον επίδικο χρόνο, κάκωση αριστερής κνήμης, μετώπου και οδόντων, γενική νάρκωση με ανάταξη κνήμης και ενδομυελική ήλωση αριστερής κνήμης ― Διήμερη νοσηλεία, συρραφή τραύματος μετώπου ― Οίδημα στην περιοχή του κατάγματος μετά από κόπωση και υποτροπιάζων άλγος στην ποδοκνημική και στην κνήμη ― Αφαίρεση υλικών οστεοσύνθεσης με γενική αναισθησία ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση επιδίκαση ποσού €25000 ως γενικές αποζημιώσεις.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Το Εφετείο πάντοτε διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όπου διαπιστώνονται αντιφάσεις.
Η Εφεσείουσα τραυματίστηκε σε τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 29.11.2003 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς. Ως αποτέλεσμα κίνησε αγωγή με την οποία ζητούσε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τις βλάβες και ζημιές που υπέστη.
Στην Έκθεση Απαίτησής της ισχυρίστηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητό της κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς, με κατεύθυνση την Κοκκινοτριμιθιά, όταν η πορεία του αυτοκινήτου της ανεκόπη από το αυτοκίνητο που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση από την Εφεσίβλητη, η οποία, κατά τον ισχυρισμό, επιχείρησε να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο της οδού Μ. Αλεξάνδρου. Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση προκλήθηκε αποκλειστικά από την αμέλεια της άλλης οδηγού.
Η Εφεσίβλητη στην υπεράσπισή της παραδέχθηκε τη σύγκρουση, αλλά αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας για τον τρόπο που έγινε η σύγκρουση και κατ' επέκταση ότι είχε ευθύνη. Σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, το όχημα της Εφεσίβλητης ήταν σταματημένο σε ειδική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου που επιτρέπει τη στροφή δεξιά και ανέμενε να ελευθερωθεί ο δρόμος για να μπορέσει να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην παρόδο. Όμως η Εφεσείουσα, η οποία ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, προσέκρουσε στο ακινητοποιημένο όχημά της. Καταλογίζοντας την ευθύνη για το δυστύχημα στην Εφεσείουσα, ήγειρε ανταπαίτηση, με την οποία απαιτούσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και ζημιές που υπέστη.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων της Εφεσείουσας επί πλήρους ευθύνης στα €9.634, πλέον νόμιμο τόκο. Περαιτέρω η Εφεσείουσα δήλωσε ότι αποσύρει την απαίτησή της για γενικές αποζημιώσεις. Για την ανταπαίτηση της Εφεσίβλητης δηλώθηκε ότι συμφωνήθηκε το ποσό των €9.900 για ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο, με αποτέλεσμα να παραμείνει προς εκδίκαση το θέμα της ευθύνης και των γενικών αποζημιώσεων της Εφεσίβλητης.
Με βάση τη αξιολόγηση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε σε εύρημα ότι η Εφεσίβλητη εισήλθε εντός της μεσαίας ειδικής λωρίδας για να στρίψει δεξιά, ακινητοποιώντας το όχημά της με ελαφρά κλήση προς τα δεξιά, εισερχόμενη όμως κατά 30 εκ. στην πλευρά της Εφεσείουσας. Εκείνη τη στιγμή έσκυψε να βρει το κινητό της για να το δώσει στη θυγατέρα της. Την ίδια ώρα η Εφεσείουσα με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, συγκρούστηκε με το όχημα της Εφεσίβλητης στο σημείο που ήταν σταματημένη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τη νομική έννοια της αμέλειας, έκρινε ότι η Εφεσίβλητη είχε ευθύνη 40% για το ότι σταμάτησε κατά 0,30 εκ. εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Εφεσείουσας, «σε συνδυασμό με την κίνηση της να ψάχνει το κινητό της, χάνοντας κάθε επαφή και έλεγχο του δρόμου και παραλείποντας να αντιληφθεί με οποιοδήποτε τρόπο το όχημα της Εφεσείουσας». Ταυτόχρονα απέδωσε 60% συντρέχουσα αμέλεια στην Εφεσείουσα για το ότι είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το όχημα της Εφεσίβλητης το οποίο ήταν ακινητοποιημένο στη μεσαία λωρίδα και παρά ταύτα, παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει πρόσκρουση με το αυτοκίνητο της Εφεσίβλητης.
Ως προς την ανταπαίτηση καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις της Εφεσίβλητης επί πλήρους ευθύνης, στις €25.000, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ήτοι 3.2.2005. Περαιτέρω, επιδίκασε προς όφελος της Εφεσίβλητης το ποσό των €5.780, το οποίο αποτελεί το 60% των ειδικών αποζημιώσεων που είχαν συμφωνηθεί (€9.634), πλέον νόμιμο τόκο, όπως είχε συμφωνηθεί, από 3.2.2005.
Ενόψει των πιο πάνω και με βάση το ποσοστό ευθύνης της κάθε πλευράς, εξέδωσε στην αγωγή απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας.
Στην Ανταπαίτηση εξέδωσε προς όφελος της Εφεσίβλητης απόφαση για ποσό €15.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και ποσό €5.780, ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από 3.2.2005, πλέον έξοδα. Το ποσό, όμως, υπολογίστηκε επί των €9.634 αντί των συμφωνηθέντων €9.900.
Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας τους κάτωθι λόγους έφεσης:
α) Ήταν λανθασμένη η κρίση του δικαστηρίου ως προς το ποσοστό ευθύνης της κάθε οδηγού.
β) Ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος, λανθασμένα απέρριψε τους μάρτυρές της και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσίβλητης.
γ) Λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Μ.Υ.6.
δ) Λανθασμένα έκρινε ότι γενεσιουργός αιτία για την πρόκληση του δυστυχήματος ήταν η ταχύτητα της Εφεσείουσας, η παράλειψη της να αντιληφθεί το όχημα της Εφεσίβλητης το οποίο λανθασμένα βρήκε ότι ήταν σταματημένο και όχι εν κινήσει.
Η Εφεσίβλητη με αντέφεση αμφισβήτησε την ορθότητα:-
(1) του ποσοστού ευθύνης του κάθε οδηγού, όπως αυτή καθορίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και (2) του ποσού των €25.000 που επιδικάστηκε προς όφελος της Εφεσίβλητης υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, το οποίο θεωρεί ανεπαρκές.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κατάληξή επί της αξιοπιστίας θα ήταν καθοριστική επί των λόγων έφεσης και αντέφεσης που αφορούσαν στην ευθύνη.
2. Δεν προέκυπτε λόγος παρέμβασης στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την αξιοπιστία της Εφεσείουσας και των μαρτύρων της, παρά τις κάποιες λεκτικές ασάφειες στον τρόπο διατύπωσης της σκέψης του.
3. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας που κατέληξε. Κρίνοντας την αξιοπιστία της Εφεσείουσας και των μαρτύρων της, δεν περιορίστηκε μόνο στον τρόπο που κατέθεσαν στο δικαστήριο, αλλά διερεύνησε την αντικειμενική υπόσταση της μαρτυρίας τους, αντιπαραβάλλοντας την με σταθερά σημεία όπως τα σημεία σύγκρουσης, της διαρρύθμισης του δρόμου και ειδικά της ύπαρξης της τρίτης λωρίδας.
4. Αναφορικά με το λόγο έφεσης περί του ποσοστού ευθύνης της κάθε οδηγού για τα εκατέρωθεν καθήκοντά τους, από τη στιγμή που κρίθηκε ότι οι λόγοι έφεσης επί της αξιοπιστίας των διαδίκων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας των αυτοπτών μαρτύρων δεν ευσταθούσαν, σε μεγάλο βαθμό κρινόταν και η τύχη των λόγων έφεσης που αφορούσαν στο ποσοστό ευθύνης των δύο διαδίκων.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο με τον τρόπο που διατύπωσε τις σκέψεις του, φαίνεται να αποδίδει συντρέχουσα αμέλεια στην Εφεσίβλητη-εναγόμενη, προφανώς επειδή την θεώρησε ότι ήταν ενάγουσα στην ανταπαίτηση, ενώ θα έπρεπε να ομιλεί περί ευθύνης στην πρόκληση του δυστυχήματος.
6. Το ότι η Εφεσίβλητη ανταπαιτητικά διεκδικούσε αποζημιώσεις, δεν είχε σχέση με το θέμα της ευθύνης που θα εκρίνετο στην αγωγή, εφόσον αγωγή και ανταπαίτηση συνεκδικάζονταν.
7. Από την εξέταση του ποσοστού ευθύνης που απέδωσε το δικαστήριο, δεν υπήρχε συμφωνία με το ποσοστό του 40% ευθύνης που καταλόγισε στην Εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε ευθύνη στην Εφεσίβλητη καταλογίζοντας σ' αυτήν αμέλεια για δύο λόγους: Πρώτο, ότι πριν στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο, σταμάτησε κατά τρόπο που το αυτοκίνητο της προεξείχε κατά 30 εκατοστά εντός του κύριου δρόμου, ο οποίος είχε πλάτος 4,50 μέτρα και δεύτερο, ότι όταν σταμάτησε, έψαχνε να βρει το κινητό της, χάνοντας κάθε επαφή με τον δρόμο.
8. Κατά την κρίση του Εφετείου, καμία από τις δύο πράξεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν γενεσιουργός αιτία ή συνέβαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος.
9. Το αναπόδραστο γεγονός από το οποίο σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, είναι ότι η Εφεσίβλητη σταμάτησε, με το αυτοκίνητό της να προεξέχει κατά 30 εκατοστά στον κύριο δρόμο.
10. Το ότι έψαχνε για το κινητό της δεν ήταν η αιτία για το δυστύχημα και ούτε συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος. Ούτε η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε περαιτέρω, ακόμα και αν αντιλαμβανόταν πιο έγκαιρα το όχημα της Εφεσείουσας.
Γενικές αποζημιώσεις Εφεσίβλητης - δεύτερος λόγος αντέφεσης:
1. Οι σωματικές βλάβες της Εφεσίβλητης περιγράφονται στο ιατρικό πιστοποιητικό, το περιεχόμενο του οποίου κατατέθηκε ως παραδεχτό γεγονός. Από το εν λόγω πιστοποιητικό προκύπτει, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η εναγόμενη υπέστη κάκωση αριστερής κνήμης, μετώπου και οδόντων. Έγινε γενική νάρκωση έγινε ανάταξη της κνήμης και ενδομυελική ήλωση αριστερής κνήμης. Νοσηλεύτηκε 2 ημέρες και έγινε συρραφή τραύματος μετώπου.
2. Πλήρης πώρωση του κατάγματος είχε επιτευχθεί 3 μήνες μετά την επέμβαση, ως επίσης και του τραύματος στο μέτωπο.
3. Παρουσιάζει οίδημα στην περιοχή του κατάγματος μετά από κόπωση και υποτροπιάζων άλγος στην ποδοκνημική και στην κνήμη. Έγινε αφαίρεση υλικών οστεοσύνθεσης 18 μήνες μετά την επέμβαση με γενική αναισθησία.
4. Από την εξέταση του ποσού που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων δεν προέκυπτε ότι αυτό ήταν ανεπαρκές για να αποζημιώσει για τα τραύματά της την Εφεσίβλητη, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 44 χρόνων.
5. Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος της Εφεσίβλητης αφορούσαν πολύ διαφορετικά και πιο σοβαρά τραύματα και καθόλου δεν βοηθούσαν στην εξεύρεση του ορθού μέτρου.
6. Αν ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης ήθελε να εξεταστεί περαιτέρω η ορθότητα του ποσού, όφειλε να εντοπίσει αποφάσεις με παραπλήσια τραύματα, ώστε να καθοδηγήσει το Εφετείο. Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να αποτύχει να πείσει ότι υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε το ύψος του ποσού των γενικών αποζημιώσεων.
7. Εκδόθηκε απόφαση επί πλήρους ευθύνης της εφεσείουσας. Επανεκδόθηκε απόφαση λόγω εσφαλμάτων σε μαθηματικούς υπολογισμούς που περιέχονταν στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίφθηκε και η αντέφεση επέτυχε μερικώς, με έξοδα, κατ' έφεση και πρωτοδίκως.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 236,
Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cardridges Industries) Ltd (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 974,
Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298,
Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,
Ανδρέου v. Junguirth (1995) 1 Α.Α.Δ. 431,
Αζόφ v. Προδρόμου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 331,
Τζιβανίδης v. Μιχαηλίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 218,
Κούρρης v. Παπαδοπούλου κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1147.
Έφεση.
Έφεση από την Ενάγουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4508/2004), ημερομηνίας 24/3/2011.
Ν. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσείουσα.
Α. Δράκος, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα τραυματίστηκε σε τροχαίο δυστύχημα που έγινε στις 29.11.2003 στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς. Ως αποτέλεσμα κίνησε αγωγή με την οποία ζητούσε ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τις βλάβες και ζημιές που υπέστη.
Στην Έκθεση Απαίτησής της ισχυρίστηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε το αυτοκίνητό της με αρ. εγγραφής KPB788 μάρκας Toyota, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Κοκκινοτριμιθιάς, με κατεύθυνση την Κοκκινοτριμιθιά, όταν η πορεία του αυτοκινήτου της ανεκόπη από το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής EΜZ565 μάρκας Mazda, το οποίο οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση από την Εφεσίβλητη, η οποία, κατά τον ισχυρισμό, επιχείρησε να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο της οδού Μ. Αλεξάνδρου. Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση προκλήθηκε καθαρά από την αμέλεια της άλλης οδηγού.
Η Εφεσίβλητη στην υπεράσπισή της παραδέχθηκε τη σύγκρουση, αλλά αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας για τον τρόπο που έγινε η σύγκρουση και κατ' επέκταση ότι είχε ευθύνη. Σύμφωνα με τη δική της εκδοχή, το όχημα της Εφεσίβλητης ήταν σταματημένο σε ειδική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου που επιτρέπει τη στροφή δεξιά και ανέμενε να ελευθερωθεί ο δρόμος για να μπορέσει να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην παρόδο. Όμως η Εφεσείουσα, η οποία ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, προσέκρουσε στο ακινητοποιημένο όχημά της. Καταλογίζοντας την ευθύνη για το δυστύχημα στην Εφεσείουσα, ήγειρε ανταπαίτηση, με την οποία ζητά γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και ζημιές που υπέστη.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, οι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων της Εφεσείουσας επί πλήρους ευθύνης στα €9.634, πλέον νόμιμο τόκο. Περαιτέρω η Εφεσείουσα δήλωσε ότι αποσύρει την απαίτησή της για γενικές αποζημιώσεις. Για την ανταπαίτηση της Εφεσίβλητης δηλώθηκε ότι συμφωνήθηκε το ποσό των €9.900 για ειδικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο, με αποτέλεσμα να παραμείνει προς εκδίκαση το θέμα της ευθύνης και των γενικών αποζημιώσεων της Εφεσίβλητης.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η Εφεσείουσα κατέθεσε η ίδια και κάλεσε ως μάρτυρες τον Αστυφ. Α. Πολυβίου, Μ.Ε.1, εξεταστή του δυστυχήματος, και τον Δ. Ασπρή, Μ.Ε.2, αυτόπτη μάρτυρα. Από πλευράς Εφεσίβλητης, πλην της ιδίας, Μ.Υ.3, κατέθεσε η θυγατέρα της Ελένη Τριβιζαδάκη, Μ.Υ.1, ο γιος της Γιώργος Τριβιζαδάκης, Μ.Υ.2, ο Κώστας Καρανίκης, μετέπειτα σύζυγος Εφεσίβλητης, Μ.Υ.4, ο Γιαννάκης Συρίμης, γαμβρός Εφεσίβλητης και φίλος του Κ. Καρανίκη, Μ.Υ.5 και η Sheila Fenton, M.Y.6, αυτόπτης μάρτυρας. Περαιτέρω κατατέθηκε εκ συμφώνου το ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Σιάμιση, ημερ. 26.1.2005, το οποίο αφορούσε στις σωματικές βλάβες της Εφεσίβλητης.
Το δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, στηρίχθηκε στη μαρτυρία της Fenton (Μ.Υ.6), την οποία θεώρησε ανεξάρτητη μάρτυρα, η οποία κατέθεσε στο δικαστήριο την αλήθεια. Απέρριψε τη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα Δ. Ασπρή (Μ.Ε.2), κρίνοντας ότι η μαρτυρία του δεν ταυτιζόταν με τη θέση όλων των υπολοίπων μαρτύρων και με την πραγματική μαρτυρία.
Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσείουσα δεν κατέθεσε όλη την αλήθεια σε σχέση με τις συνθήκες που έγινε το δυστύχημα. Όπως αναφέρει, η εκδοχή της ότι η Εφεσίβλητη σταμάτησε για να στρίψει δεξιά και εκκίνησε ενώ το όχημα της Εφεσείουσας ήταν κοντά, δεν επιβεβαιώνεται ούτε και από τον ίδιο τον αυτόπτη μάρτυρα της Εφεσείουσας, Δ. Ασπρή (Μ.Ε.2), ούτε από την αυτόπτη μάρτυρα της Εφεσίβλητης Fenton (Μ.Υ.6).
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε μερικώς μόνο τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης Μ.Ε.1, απορρίπτοντας τις μετρήσεις του αναφορικά με το πλάτος του δρόμου, θεωρώντας ότι η μαρτυρία του ήταν ασαφής. Επί αυτού του σημείου δέχθηκε τη μαρτυρία του Κ. Καρανίκη (Μ.Υ.4). Όμως δέχθηκε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης ότι το σημείο σύγκρουσης βρισκόταν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Εφεσείουσας κατά 30 εκ..
Ως προς την υπόλοιπη μαρτυρία έκρινε ότι η Εφεσίβλητη ήταν αξιόπιστη μάρτυρας, όμως η μαρτυρία της δεν βοήθησε στο να αποκρυσταλλωθούν τα γεγονότα, αφού δεν θυμόταν οτιδήποτε για τις συνθήκες της σύγκρουσης. Περαιτέρω το Δικαστήριο σχημάτισε καλή εντύπωση για τα δύο παιδιά της Εφεσίβλητης, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2. Τέλος, δέχθηκε και τη μαρτυρία του Γ. Συρίμη (Μ.Υ.5) ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα.
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, κατέληξε σε εύρημα ότι η Εφεσίβλητη εισήλθε εντός της μεσαίας ειδικής λωρίδας για να στρίψει δεξιά, ακινητοποιώντας το όχημά της με ελαφρά κλήση προς τα δεξιά, εισερχόμενη όμως κατά 30 εκ. στην πλευρά της Εφεσείουσας. Εκείνη τη στιγμή έσκυψε να βρει το κινητό της για να το δώσει στη θυγατέρα της. Την ίδια ώρα η Εφεσείουσα με μεγάλη ταχύτητα και χωρίς να λάβει οποιαδήποτε μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, συγκρούστηκε με το όχημα της Εφεσίβλητης στο σημείο που ήταν σταματημένη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε τη νομική έννοια της αμέλειας, έκρινε ότι η Εφεσίβλητη είχε ευθύνη 40% για το ότι σταμάτησε κατά 0,30 εκ. εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Εφεσείουσας, «σε συνδυασμό με την κίνηση της να ψάχνει το κινητό της, χάνοντας κάθε επαφή και έλεγχο του δρόμου και παραλείποντας να αντιληφθεί με οποιοδήποτε τρόπο το όχημα της Εφεσείουσας». Ταυτόχρονα απέδωσε 60% συντρέχουσα αμέλεια στην Εφεσείουσα για το ότι είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το όχημα της Εφεσίβλητης το οποίο ήταν ακινητοποιημένο στη μεσαία λωρίδα και παρά ταύτα, παρέλειψε να λάβει οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγει πρόσκρουση με το αυτοκίνητο της Εφεσίβλητης.
Ως προς την ανταπαίτηση καθόρισε τις γενικές αποζημιώσεις της Εφεσίβλητης επί πλήρους ευθύνης, στις €25.000, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ήτοι 3.2.2005. Περαιτέρω, επιδίκασε προς όφελος της Εφεσίβλητης το ποσό των €5.780, το οποίο αποτελεί το 60% των ειδικών αποζημιώσεων που είχαν συμφωνηθεί (€9.634), πλέον νόμιμο τόκο, όπως είχε συμφωνηθεί, από 3.2.2005.
Ενόψει των πιο πάνω και με βάση το ποσοστό ευθύνης της κάθε πλευράς, εξέδωσε στην αγωγή απόφαση υπέρ της Εφεσείουσας για ποσό €3.960, πλέον νόμιμο τόκο από 3.2.2005, πλέον έξοδα. Στην απόφαση δεν επεξηγείται πώς το δικαστήριο καταλήγει στο ποσό των €3.960, αφού το 40% των συμφωνηθέντων ειδικών αποζημιώσεων (€9.634 για την Εφεσείουσα) είναι €3.853,60. Προφανώς, υπολογίστηκε το 40% των ειδικών αποζημιώσεων οι οποίες συμφωνήθηκαν για την Εφεσίβλητη (€9.900), αντί αυτών που συμφωνήθηκαν για την Εφεσείουσα. Στην Ανταπαίτηση εξέδωσε προς όφελος της Εφεσίβλητης απόφαση για ποσό €15.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και ποσό €5.780, ως ειδικές αποζημιώσεις, με νόμιμο τόκο από 3.2.2005, πλέον έξοδα. Το ποσό, όμως, υπολογίστηκε επί των €9.634 αντί των συμφωνηθέντων €9.900.
Η Εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση εγείροντας τέσσερις λόγους έφεσης με τους οποίους προβάλλει ότι:- (1) Είναι λανθασμένη η κρίση του δικαστηρίου ως προς το ποσοστό ευθύνης της κάθε οδηγού, (2) ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του δυστυχήματος λανθασμένα απέρριψε τους μάρτυρές της και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εφεσίβλητης, (3) λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Δ. Ασπρή (Μ.Ε.2) και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της S. Fenton (Μ.Υ.6) και (4) λανθασμένα έκρινε ότι γενεσιουργός αιτία για την πρόκληση του δυστυχήματος ήταν η ταχύτητα της Εφεσείουσας, η παράλειψη της να αντιληφθεί το όχημα της Εφεσίβλητης το οποίο λανθασμένα βρήκε ότι ήταν σταματημένο και όχι εν κινήσει.
Η Εφεσίβλητη με αντέφεση αμφισβητεί την ορθότητα:- (1) του ποσοστού ευθύνης του κάθε οδηγού, όπως αυτή καθορίστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο και (2) του ποσού των €25.000 που επιδικάστηκε προς όφελος της Εφεσίβλητης υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, το οποίο θεωρεί ανεπαρκές.
Προτού ασχοληθούμε με τον πρώτο λόγο έφεσης και αντέφεσης που αφορούν την ευθύνη, θα πρέπει να αποφασίσουμε επί των λόγων έφεσης 2, 3 και 4 οι οποίοι αφορούν στην αξιοπιστία των διαδίκων και την αξιολόγηση των αυτοπτών μαρτύρων. Η κατάληξή μας επί της αξιοπιστίας θα είναι καθοριστική στην κρίση μας επί των λόγων έφεσης και αντέφεσης που αφορούν την ευθύνη.
Αξιολόγηση μαρτυρίας - Λόγοι έφεσης 2 και 3
Το πρώτο που θα πρέπει να πούμε είναι ότι ενώ ο λόγος έφεσης 2, όπως είναι διατυπωμένος στην ειδοποίηση έφεσης, αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της Εφεσείουσας μετατρέπεται ανεπίτρεπτα σε λόγο έφεσης κατά της αξιοπιστίας όλων των μαρτύρων. Ως προς την Εφεσείουσα, ο ευπαίδευτος συνήγορός της εισηγείται ότι η μαρτυρία της δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, αφού ταυτίζετο απόλυτα με τα σταθερά σημεία της πραγματικής μαρτυρίας, τα οποία θεωρεί ότι είναι το σημείο σύγκρουσης και οι ζημιές που υπέστησαν τα οχήματα. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στη σύγχυση βοήθησε και ο ανορθόδοξος τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία, συμπλέκοντας τη μαρτυρία διαφόρων μαρτύρων προτού καταλήξει.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το έργο της αξιολόγησης αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, εφόσον οι μάρτυρες καταθέτουν ενώπιον του και το ίδιο έχει την ευκαιρία να τους παρακολουθεί καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Βέβαια, το Εφετείο πάντοτε διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όπου διαπιστώνονται αντιφάσεις (βλ. Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 236 και Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cardridges Industries) Ltd (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 974).
Έχουμε εξετάσει τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την αξιοπιστία της Εφεσείουσας και των μαρτύρων της, αλλά παρά τις κάποιες λεκτικές ασάφειες στον τρόπο διατύπωσης της σκέψης του, δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέμβασή μας. Όλες οι αντίθετες εισηγήσεις του συνηγόρου της Εφεσείουσας ήταν γενικόλογες χωρίς να μας υποδειχθεί κάτι συγκεκριμένο γιατί η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη. Σύμφωνα με τη νομολογία, το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές ή ακραίες περιπτώσεις επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου και ιδιαίτερα όταν αυτά δικαιολογούνται για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω ή όταν η κατάληξη του δικαστηρίου είναι αυθαίρετη, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί ότι δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα αξιοπιστίας που κατέληξε. Κρίνοντας την αξιοπιστία της Εφεσείουσας και των μαρτύρων της δεν περιορίστηκε μόνο στον τρόπο που κατέθεσαν στο δικαστήριο, αλλά διερεύνησε την αντικειμενική υπόσταση της μαρτυρίας τους, αντιπαραβάλλοντας την με σταθερά σημεία όπως τα σημεία σύγκρουσης, της διαρρύθμισης του δρόμου και ειδικά της ύπαρξης της τρίτης λωρίδας.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στη μαρτυρία της αυτόπτου μάρτυρος S. Fenton (M.Y.6), η οποία κατέθεσε για λογαριασμό της Εφεσίβλητης, και απέρριψε αυτή του άλλου αυτόπτη μάρτυρα Δ. Ασπρή (M.E.2), ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους της Εφεσείουσας.
Η Εφεσείουσα θεωρεί ότι η Fenton υπέπεσε σε αντιφάσεις, η μαρτυρία της ήταν παραπλανητική και πολλά μέρη της, π.χ. ότι η Εφεσείουσα οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, δεν επιβεβαιώνεται ούτε από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, ούτε και από το μέγεθος της ζημιάς. Πέραν τούτου, παραπονείται ότι δεν ήταν ανεξάρτητη μάρτυρας, αφού συνδεόταν φιλικά με την Εφεσίβλητη και τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρό της.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία των δύο αυτόπτων μαρτύρων, αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του γιατί προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία της Fenton αντί σε αυτή του άλλου αυτόπτη μάρτυρα, Δ. Ασπρή. Η Fenton δεν ήταν η μόνη που μίλησε για την ταχύτητα της Εφεσείουσας, όπως εσφαλμένα διατείνεται η Εφεσείουσα. Για την ταχύτητα της Εφεσείουσας αναφέρθηκε και ο Μ.Υ.2 και δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη επιβεβαίωση μιας γενικής εντύπωσης της μάρτυρος. Η ζημιά επί των αυτοκινήτων, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι προσδιοριστική της ταχύτητας των αυτοκινήτων, χωρίς μαρτυρία ειδικών, όπως εισηγείται ο συνήγορος της Εφεσείουσας. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο αποδίδοντας ευθύνη στην Εφεσείουσα δεν στηρίχθηκε στην ταχύτητα της, αλλά στην παράλειψη της να λάβει μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης. Ως προς το ανεξάρτητο της μαρτυρίας της Fenton, ένας μάρτυρας μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητος όπως εδώ, παρόλο ότι είναι γνωστός με ένα από τους διαδίκους. Οι κοινωνικές σχέσεις της Fenton με την οικογένεια της Εφεσίβλητης ήταν γνωστές στο δικαστήριο και λήφθηκαν δεόντως υπόψη.
Ως προς τον Δ. Ασπρή, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στη μαρτυρία του, κυρίως επειδή δεν ήταν σαφές αν ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ότι υπήρχε η μεσαία λωρίδα στο δρόμο για όσους ήθελαν να στρίψουν δεξιά. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στο μάρτυρα λόγω αυτής της λανθασμένης ή μη σαφούς εντύπωσης του μάρτυρα ως προς τη διαρρύθμιση του δρόμου, η οποία φαίνεται να επηρέασε την όλη αντίληψη του για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα. Αντίθετα, ως προς την Fenton έκρινε ότι αυτή ήταν σταματημένη με το αυτοκίνητο της ακριβώς απέναντι από τον τόπο που έγινε το δυστύχημα και ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να δει πώς έγινε το δυστύχημα. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ήταν απόλυτα θετική και σαφής προς όλα τα σημεία που σχετίζονται με τις συνθήκες του δρόμου και τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα.
Δεν έχουμε πειστεί ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στον πιο πάνω τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο αυτόπτων μαρτύρων.
Ούτε ως προς τους υπόλοιπους μάρτυρες εντοπίσαμε οτιδήποτε που θα μας επέτρεπε να παρέμβουμε, αφού το δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία τους και αξιολόγησε τη μαρτυρία τους με ορθό και εύλογο τρόπο.
Ευθύνη - 1ος και 4ος λόγος έφεσης και 1ος λόγος αντέφεσης
Ο πρώτος λόγος έφεσης και ο πρώτος λόγος αντέφεσης αφορούν το ποσοστό ευθύνης της κάθε οδηγού για τα εκατέρωθεν καθήκοντά τους. Η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το ποσοστό του 60% που το πρωτόδικο δικαστήριο της απέδωσε υπό μορφή συντρέχουσας αμέλειας, είναι λανθασμένο και θεωρεί ότι ολόκληρη η ευθύνη θα έπρεπε να αποδοθεί στην Εφεσίβλητη η οποία της απέκοψε το δρόμο, χωρίς η Εφεσείουσα να μπορεί να αντιδράσει, λόγω της μικρής απόστασης μεταξύ των δύο οχημάτων τη δεδομένη στιγμή.
Η Εφεσίβλητη αντέτεινε ότι με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, η ίδια ήταν ακινητοποιημένη στη μεσαία λωρίδα. Το ότι το αυτοκίνητό της προεξείχε κατά 30 εκατοστά, δεν ήταν ουσιαστικός παράγοντας ο οποίος θα έπρεπε να επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ώστε να της αποδοθεί 40% της ευθύνης.
Από τη στιγμή που κρίναμε ότι οι λόγοι έφεσης επί της αξιοπιστίας των διαδίκων και της αξιολόγησης της μαρτυρίας των αυτοπτών μαρτύρων δεν ευσταθούν, σε μεγάλο βαθμό κρίνεται και η τύχη των λόγων έφεσης που αφορούν το ποσοστό ευθύνης των δύο διαδίκων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο καταλογίζοντας αμέλεια στην Εφεσίβλητη ανέφερε τα εξής:-
«Καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομικές αρχές και με βάση τα ευρήματα μου, η Εναγόμενη σταμάτησε στη μεσαία λωρίδα, ενώ καταλάμβανε μικρό μέρος της λωρίδας της Ενάγουσας, ενώ είχε καθήκον να σταματήσει εντός της δικής της λωρίδας και ενώ ήταν εκεί σταματημένο το όχημα της, έχασε κάθε επαφή με το δρόμο σκύβοντας εντός αυτού για να βρει το κινητό της τηλέφωνο και να το δώσει στην κόρη της. Καθήκον για την επίδειξη επιμέλειας εκ μέρους της Εναγόμενης έναντι της Ενάγουσας ηγέρθη όταν σταμάτησε το όχημα της στη μεσαία λωρίδα αναμένοντας το δρόμο να ελευθερωθεί. Το γεγονός ότι σταμάτησε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της Εναγόμενης έστω πολύ λίγο μόνο 0.30 cm, σε συνδυασμό με την κίνηση της να ψάχνει το κινητό της χάνοντας κάθε επαφή και έλεγχο του δρόμου και παραλείποντας να αντιληφθεί με οποιοδήποτε τρόπο το όχημα της Ενάγουσας πιστεύω ότι συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος, ενώ θα μπορούσε να λάβει κάποια αποτρεπτικά μέτρα για να αποφύγει τη σύγκρουση. Κρίνω υπό τις περιστάσεις ότι μπορεί να αποδοθεί συντρέχουσα αμέλεια στην Εναγόμενη κατά ποσοστό 40%.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο με τον τρόπο που διατύπωσε τις σκέψεις του, φαίνεται να αποδίδει συντρέχουσα αμέλεια στην Εφεσίβλητη-εναγόμενη, προφανώς επειδή την θεώρησε ότι ήταν ενάγουσα στην ανταπαίτηση, ενώ θα έπρεπε να ομιλεί περί ευθύνης στην πρόκληση του δυστυχήματος. Το ότι η Εφεσίβλητη ανταπαιτητικά διεκδικούσε αποζημιώσεις, δεν είχε σχέση με το θέμα της ευθύνης που θα εκρίνετο στην αγωγή, εφόσον αγωγή και ανταπαίτηση συνεκδικάζονταν.
Έχουμε εξετάσει το ποσοστό ευθύνης που απέδωσε το δικαστήριο και δεν συμφωνούμε με το ποσοστό του 40% ευθύνης που καταλόγισε στην Εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε ευθύνη στην Εφεσίβλητη καταλογίζοντας σ' αυτήν αμέλεια για δύο λόγους. Πρώτο, ότι πριν στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην πάροδο, σταμάτησε κατά τρόπο που το αυτοκίνητο της προεξείχε κατά 30 εκατοστά εντός του κύριου δρόμου, ο οποίος είχε πλάτος 4,50 μέτρα και δεύτερο, ότι όταν σταμάτησε, έψαχνε να βρει το κινητό της, χάνοντας κάθε επαφή με τον δρόμο. Κατά την κρίση μας καμία από τις δύο πράξεις στις οποίες αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν γενεσιουργός αιτία ή συνέβαλε καθ' οιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος. Το αναπόδραστο γεγονός από το οποίο σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, είναι ότι η Εφεσίβλητη σταμάτησε, με το αυτοκίνητό της να προεξέχει κατά 30 εκατοστά στον κύριο δρόμο. Το ότι έψαχνε για το κινητό της δεν ήταν η αιτία για το δυστύχημα και ούτε συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην πρόκληση του δυστυχήματος. Ούτε βέβαια η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε περαιτέρω, ακόμα και αν αντιλαμβανόταν πιο έγκαιρα το όχημα της Εφεσείουσας.
Γενικές αποζημιώσεις Εφεσίβλητης - 2ος λόγος αντέφεσης
Οι σωματικές βλάβες της Εφεσίβλητης περιγράφονται στο ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Σιάμισιη, ημερ. 26.1.2005 (Τεκμήριο 14), το περιεχόμενο του οποίου κατατέθηκε ως παραδεχτό γεγονός. Από το εν λόγω πιστοποιητικό προκύπτει, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι:-
«.. η Εναγόμενη υπέστη κάκωση αριστερής κνήμης, μετώπου και οδόντων. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε εξέταση και ακτινολογικό έλεγχο και διαγνώστηκε κάταγμα κνήμης περόνης αριστερά, θλαστικό τραύμα μετώπου και κάκωση οδόντων. Στις 29.11.04 υπό γενική νάρκωση έγινε ανάταξη της κνήμης και ενδομυελική ήλωση αριστερής κνήμης. Νοσηλεύτηκε 2 ημέρες και έγινε συρραφή τραύματος μετώπου. Η ασθενής υποβαλλόταν σε συχνό ακτινολογικό έλεγχο, ενώ βάδιζε με βακτηρίες μασχάλης για 3 μήνες. Έκανε αντιπηκτική αγωγή για 1 μήνα και ελάμβανε αντιβίωση από το στόμα. Πλήρης πώρωση του κατάγματος είχε επιτευχθεί 3 μήνες μετά την επέμβαση. Παρουσιάζει οίδημα στην περιοχή του κατάγματος μετά από κόπωση. Παρουσιάζει επίσης υποτροπιάζων άλγος στην ποδοκνημική και στην κνήμη. Πλήρης επούλωση τραύματος στο μέτωπο. Έγινε αφαίρεση υλικών οστεοσύνθεσης 18 μήνες μετά την επέμβαση με γενική αναισθησία. Επίσης δέχομαι τη μαρτυρία της Εναγομένης και των μαρτύρων της για τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη σχετικά με τις σωματικές της βλάβες.»
Με τον δεύτερο λόγο αντέφεσης η Εφεσίβλητη προσβάλλει την ορθότητα του ποσού των €25.000 επί πλήρους ευθύνης, που τους επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Θεωρεί το ποσό ανεπαρκές για να την αποζημιώσει για τα τραύματα που υπέστη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, με αναφορά στη νομολογία (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Ανδρέου v. Junguirth (1995) 1 Α.Α.Δ. 431, Αζόφ v. Προδρόμου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 331 και Τζιβανίδης ν. Μιχαηλίδη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 218), υποστηρίζει ότι το ποσό των γενικών αποζημιώσεων θα έπρεπε να ήταν περίπου €45.000.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα, με αναφορά στην υπόθεση Κούρρης v. Παπαδοπούλου κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1147, στην οποία για παρόμοια τραύματα επιδικάστηκαν γενικές αποζημιώσεις περίπου €12.000 (£7.000), αντιτείνει ότι το ποσό που επιδικάστηκε στην Εφεσίβλητη θα πρέπει να θεωρηθεί γενναιόδωρο.
Έχουμε εξετάσει το ποσό που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και δεν συμφωνούμε ότι αυτό είναι ανεπαρκές για να αποζημιώσει για τα τραύματά της την Εφεσίβλητη, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 44 χρόνων. Κατ' αρχάς οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος της Εφεσίβλητης είναι για πολύ διαφορετικά και πιο σοβαρά τραύματα και καθόλου δεν βοηθούν στο να εξευρεθεί το ορθό μέτρο. Αν ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης ήθελε να εξετάσουμε περαιτέρω την ορθότητα του ποσού, όφειλε να εντοπίσει αποφάσεις με παραπλήσια τραύματα, ώστε να μας καθοδηγήσει. Δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να αποτύχει να μας πείσει ότι υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε το ύψος του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Επομένως, απορρίπτουμε τον δεύτερο λόγο αντέφεσης.
Επειδή η πρωτόδικη απόφαση περιέχει λάθη στους μαθηματικούς υπολογισμούς των αποζημιώσεων, προτιμούμε, ενόψει του αποτελέσματος των λόγων που αφορούν την ευθύνη, να ακυρώσουμε την πρωτόδικη απόφαση εξ ολοκλήρου και να επανεκδώσουμε απόφαση ως ακολούθως:-
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Ενόψει της κατάληξής μας για απόλυτη ευθύνη της Εφεσείουσας-ενάγουσας για το δυστύχημα, η αγωγή απορρίπτεται.
Η ανταπαίτηση επιτυγχάνει και επιδικάζεται υπέρ της Εφεσίβλητης το ποσό των €9.900 που αντιπροσωπεύει συμφωνηθείσες ειδικές αποζημιώσεις, πλέον ποσό €25.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων. Επί των πιο πάνω ποσών θα υπάρχει νόμιμος τόκος από 3.2.2005.
Τα πρωτόδικα έξοδα τόσο στην αγωγή, όσο και στην ανταπαίτηση, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης.
Επιδικάζεται επίσης υπέρ της Εφεσίβλητης το ποσό των €2.500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, για τα έξοδα έφεσης και αντέφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται και η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς, με έξοδα, κατ' έφεση και πρωτοδίκως.