ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D227
(2016) 1 ΑΑΔ 1060
27 Απριλίου, 2016
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 27-29 ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΚΕΦ. 155, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΝΟΜΟΥ, Ν. 23(Ι)/2001 ΚΑΘΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΡΩΓΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΥΡΩΤΙΚΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2000, Ν.2(ΙΙΙ)/2000,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ
1. PETER KRAEMER HOLDINGS LIMITED,
2. MARINE SERVICE SHIPPING (GIBRALTAR) LIMITED KΑΙ
3. CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ
Ε. Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/2/2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ
ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHEMIKALIEN SEETRANSPORT CYPRUS LIMITED.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 40/2016)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση παραχώρησης άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, προς ακύρωση εντάλματος έρευνας υποστατικών εταιρείας, εκδοθέν από Επαρχιακό Δικαστήριο ― Απορριπτική κατάληξη ― Δεν διαπιστωνόταν, έστω και εκ πρώτης όψεως, το Επαρχιακό Δικαστήριο να είχε υπερβεί την εξουσία του, όπως δεν διαπιστωνόταν, η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως πασίδηλου νομικού σφάλματος στο πρακτικό.
Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε, στις 10.2.2016, ένταλμα έρευνας των υποστατικών της εταιρείας Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, η οποία έχει την έδρα της στη Λεμεσό. Η έκδοσή του επιτεύχθηκε στο πλαίσιο αιτήματος Αρχιαστυφύλακα που υπηρετεί στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, Λεμεσού, προς ικανοποίηση εγγράφου αιτήματος αρμόδιας αρχής της Γερμανίας, για δικαστική συνδρομή σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση φοροδιαφυγής από συγκεκριμένη εταιρεία. Πρόκειται για το αδίκημα το οποίο, στην Κύπρο, προβλέπεται από το Άρθρο 50 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, (Ν. 4/1978), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η δε αιτηθείσα δικαστική συνδρομή αφορούσε σε έρευνα για ανεύρεση και παραλαβή εγγράφων σε γραπτή ή και ηλεκτρονική μορφή. Η υπό διερεύνηση εταιρεία στη Γερμανία είναι η Marine Service Shipping (Gibraltar) Limited, η οποία φέρεται να έχει την έδρα της στο Γιβραλτάρ.
Η εκτέλεσή του εντάλματος πραγματοποιήθηκε στις 23.2.2016 και, κατ' αυτήν, παραλήφθηκαν είκοσι έξι κιβώτια με έγγραφα, τα οποία θα προσκομίζονταν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως οι οδηγίες του, για μεταχείρισή τους σύμφωνα με το Νόμο.
Η παρούσα μονομερής αίτηση υποβλήθηκε, από την εταιρεία Marine Service Shipping (Gibraltar) και στηρίχθηκε στους κάτωθι κυρίως λόγους:
α) Υπήρχε πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας το ένταλμα έρευνας, υπερέβη την εξουσία του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τη σχετική ένορκη δήλωση, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση του εντάλματος, προέκυπτε, κατ' αρχάς, πως, ενώ το αίτημα της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή παρελήφθη από την αντίστοιχη Κυπριακή Αρχή στις 27.5.2015, τελικά, το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε μετά από οκτώ και πλέον μήνες, στις 10.2.2016.
2. Είναι γεγονός ότι δε διδόταν οποιαδήποτε εξήγηση για την πιο πάνω καθυστέρηση, η οποία, από την πλευρά της αιτήτριας, θεωρείτο επιλήψιμη, χωρίς, όμως, και η ίδια να εξηγεί το λόγο που είχε προβάλει την πιο πάνω πτυχή.
3. Περαιτέρω, από την ένορκη δήλωση, διαπιστωνόταν, επίσης, ότι η υποβολή του αιτήματος από τη Γερμανική Αρχή για δικαστική συνδρομή είχε εξουσιοδοτηθεί με δικαστικό διάταγμα, το οποίο εξέδωσε δικαστήριο της Γερμανίας, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας, υπό διερεύνηση, υπόθεσης φοροδιαφυγής.
4. Σύμφωνα δε με έγγραφη μαρτυρία αναφορικά με το δίκαιο της χώρας εκείνης, το εν λόγω διάταγμα ήταν διάρκειας έξι μηνών και, κατά συνέπεια, αυτό έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ πριν από την έκδοση του εντάλματος έρευνας, γεγονός το οποίο, όπως προβλήθηκε από την πλευρά της αιτήτριας, ο ενόρκως δηλών Αρχιφύλακας, παρέλειψε να αποκαλύψει.
5. Τα εν λόγω ζητήματα αποτελούν πτυχές οι οποίες είναι σχετικές με τις διαδικασίες του αρμόδιου Δικαστηρίου της Γερμανίας, που θα ασχοληθεί με την υπό διερεύνηση υπόθεση στη χώρα εκείνη, και, εκεί, θα πρέπει να προβληθούν.
6. Η μαρτυρία σε σχέση με το δίκαιο της Γερμανίας, δεν αποτελεί μέρος του πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε προέκυπτε, από την προαναφερθείσα ένορκη δήλωση, το γεγονός της λήξης της ισχύος του εν λόγω διατάγματος να ήταν γνωστό στον ενόρκως δηλούντα, ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι αυτός το απέκρυψε από το Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, όπως ήταν, επίσης, η εισήγηση εκ μέρους της αιτήτριας.
7. Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης σχετιζόταν με την ώρα που αναγραφόταν στο τέλος του κειμένου τόσο της ένορκης δήλωσης όσο και του εντάλματος έρευνας. Η σχετική εισήγηση, ήταν πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε την ίδια ακριβώς ώρα που έγινε και η ένορκη δήλωση, δηλαδή στις 11.00 π.μ., και, άρα, η έκδοση του εντάλματος έγινε χωρίς να προηγηθεί η ανάγνωση της ένορκης δήλωσης.
8. Δεν μπορούσε να συναχθεί με βεβαιότητα ότι, στις 11.00 π.μ., ο Δικαστής διενήργησε τον όρκο και, χωρίς να διαβάσει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας. Εκείνο που, εύλογα, συναγόταν ήταν ότι έθεσε και στα δύο έγγραφα την ώρα που αυτός επιλήφθηκε του προφορικού αιτήματος για έκδοση του εντάλματος έρευνας και αυτή ήταν περί τις 11.00 π.μ., χωρίς να ήταν ακριβής ως προς το χρόνο που διενήργησε τον όρκο και, εν συνεχεία, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
9. Το θέμα επιδεχόταν διάφορες ερμηνείες, ώστε να μην αποτελούσε πασίδηλο σφάλμα, ακόμα και με δεδομένη την υποχρέωση του Δικαστή καταχώρισης στο ένταλμα έρευνας της ώρας έκδοσής του, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 28 του Κεφ. 155.
10. Η μη αναγραφή δε, από Δικαστή ο οποίος εκδίδει ένταλμα έρευνας, επ' ακριβώς, της ώρας για την κάθε του ενέργεια, ασφαλώς, δεν καθιστά το ένταλμα, χωρίς άλλο, άκυρο.
11. Με μια άλλη παρεμφερή πτυχή, τέθηκε υπό αμφισβήτηση αν, τελικώς, η διαπίστωση για ύπαρξη εύλογης αιτίας ήταν του ιδίου του Δικαστή, επειδή το σχετικό πρακτικό έκδοσης του εντάλματος έρευνας δε φαινόταν να είχε ετοιμαστεί από αυτό.
12. Σε καμιά, όμως, περίπτωση, δεν μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τούτο, από τη στιγμή που, κάτω από τη συγκεκριμένη δήλωση ικανοποίησης ότι υπάρχει εύλογη αιτία, ο Δικαστής έθεσε την υπογραφή του.
13. Στο πλαίσιο ανάπτυξης του επόμενου λόγου της αίτησης για άδεια, υποβλήθηκε ότι ο Επαρχιακός Δικαστής υπερέβη την εξουσία που αυτός έχει δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 και, ειδικά, ότι εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, στην απουσία ικανής μαρτυρίας προς τούτο.
14. Στην έκθεση, η οποία συνόδευε τη μονομερή αίτηση, πιθανολογείτο μεταξύ άλλων ότι συγκεκριμένα έγγραφα ίσως να βρίσκονται στα υποστατικά της Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, με δεδομένο ότι οι δύο εμπλεκόμενες εταιρείες είχαν, σε διάφορους χρόνους, δύο πρόσωπα κοινούς διευθυντές, εναντίον των οποίων διενεργείται, επίσης, ποινική διερεύνηση στη Γερμανία, σε σχέση με την ίδια υπόθεση φοροδιαφυγής.
15. Είναι στους πιο πάνω ισχυρισμούς, που, προφανώς, βασίστηκε ο Επαρχιακός Δικαστής, έχοντας ικανοποιηθεί περί της ύπαρξης εύλογης αιτίας σε σχέση με το ζητούμενο, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, για να προβεί στην έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας.
16. Οι ισχυρισμοί επί γεγονότων, οι οποίοι περιέχονται σε ένορκη δήλωση και προβάλλονται προς υποστήριξη αιτήματος για έκδοση εντάλματος έρευνας, δεν απαιτείται να ικανοποιούν οποιοδήποτε βαθμό αποδεικτικής βεβαιότητας (evidential certainty).
17. Είναι αρκετό, με βάση τις νομολογημένες αρχές, αν αυτοί αποκαλύπτουν εύλογη αιτία, φράση η οποία θεωρείται συνώνυμη της εύλογης υποψίας και της εύλογης υπόνοιας.
18. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Επαρχιακός Δικαστής, κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας του, είναι πρόδηλο ότι ενήργησε στο πλαίσιο των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη, με βάση τους ενώπιόν του τεθέντες ισχυρισμούς, εύλογης αιτίας, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από τη σχετική νομολογία.
19. Κατά συνέπεια, δεν διαπιστωνόταν, έστω και εκ πρώτης όψεως, να είχε υπερβεί την εξουσία του, όπως δεν διαπιστωνόταν, επίσης, η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως πασίδηλου νομικού σφάλματος στο πρακτικό.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
R. v. Northumberland Comp. App. Tribunal [1952] 1 All E.R. 122,
Moran (2016) 1 Α.Α.Δ. 926, ECLI:CY:AD:2016:A185,
CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 652, ECLI:CY:AD:2016:A126.
Αίτηση.
Α. Χαραλάμπους, για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε, στις 10.2.2016, περί την 11.00 π.μ., ένταλμα έρευνας των υποστατικών της εταιρείας Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, η οποία έχει την έδρα της στη Λεμεσό. Η έκδοσή του επιτεύχθηκε στο πλαίσιο αιτήματος του Αρχιαστυφύλακα Φώτη Οντέτση, στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων, (Τ.Α.Ε.), Λεμεσού, προς ικανοποίηση εγγράφου αιτήματος αρμόδιας αρχής της Γερμανίας, για δικαστική συνδρομή σε σχέση με διερευνώμενη υπόθεση φοροδιαφυγής από συγκεκριμένη εταιρεία. Πρόκειται για το αδίκημα το οποίο, στην Κύπρο, προβλέπεται από το Άρθρο 50 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978, (Ν. 4/1978), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, η δε αιτηθείσα δικαστική συνδρομή αφορά σε έρευνα για ανεύρεση και παραλαβή εγγράφων σε γραπτή ή και ηλεκτρονική μορφή. Η υπό διερεύνηση εταιρεία στη Γερμανία είναι η Marine Service Shipping (Gibraltar) Limited, η οποία φέρεται να έχει την έδρα της στο Γιβραλτάρ.
Η υποβολή του αιτήματος, ανωτέρω, της Γερμανικής Αρχής προς την αντίστοιχη Κυπριακή επιδιώχθηκε, προφανώς, στη βάση του Άρθρου 9 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν. 23(Ι)/2001), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, το οποίο προβλέπει για τη συνεργασία, στο δικανικό τομέα, της Κύπρου, μεταξύ άλλων, και με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία, προς το σκοπό καταπολέμησης εγκλημάτων, η διερεύνηση των οποίων ξεφεύγει των συνόρων της χώρας διάπραξής τους. Δεν εγείρεται οποιοδήποτε θέμα σε σχέση με την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στην προκειμένη περίπτωση. Εγείρεται, όμως, κάποιο θέμα, που είναι σχετικό με το διάταγμα που εκδόθηκε στη Γερμανία, προκειμένου να καθίστατο δυνατή η υποβολή του προαναφερθέντος αιτήματος προς την αρμόδια Αρχή της Κύπρου∙ θα γίνει αναφορά σε αυτό πιο κάτω.
Το εν λόγω ένταλμα έρευνας εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, στη βάση ένορκης δήλωσης του κ. Οντέτση, που υπέβαλε και τη σχετική αίτηση, η οποία φέρει, επίσης, ημερομηνία 10.2.2016 και ώρα 11.00 π.μ. Ο σκοπός του εντάλματος ήταν η διενέργεια της έρευνας που έχει προαναφερθεί, σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση φοροδιαφυγής που αναφέρεται πιο πάνω. Η εκτέλεσή του πραγματοποιήθηκε στις 23.2.2016 και, κατ' αυτήν, παραλήφθηκαν είκοσι έξι κιβώτια με έγγραφα, τα οποία πρέπει να έχουν, ήδη, προσκομισθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ως οι οδηγίες του, για μεταχείρισή τους σύμφωνα με το Νόμο.
Η παρούσα μονομερής αίτηση υποβλήθηκε, μεταξύ άλλων, και από την εταιρεία Marine Service Shipping (Gibraltar) Limited και προωθείται, πλέον, από αυτήν, η οποία, μετά την απόσυρση των άλλων δύο εταιρειών που συμμετείχαν, αρχικά, στην καταχώρισή της, παρέμεινε η μοναδική αιτήτρια. Με την αίτηση, ζητείται άδεια για την προώθηση, ακολούθως, διαδικασίας προς έκδοση εντάλματος certiorari, με σκοπό την ακύρωση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας, για τρεις, βασικά, λόγους. Οι δύο από αυτούς προβάλλουν τη θέση ότι υπάρχει πασίδηλο νομικό σφάλμα στο πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ο τρίτος υποστηρίζει ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, εκδίδοντας το ένταλμα έρευνας, υπερέβη την εξουσία του. Προκειμένου να δοθεί η αιτούμενη, ως άνω, άδεια, πρέπει να διαπιστωθεί η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250), με αναφορά στο πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου ή σε άλλη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, αναλόγως της περίπτωσης, (βλ. R. v. Northumberland Comp. App. Tribunal [1952] 1 All E.R. 122).
Ο πρώτος λόγος βασίζεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στην ένορκη δήλωση, στην οποία στηρίχτηκε η έκδοση του εντάλματος έρευνας και είναι σύνθετος, αφού, όπως διαπιστώνεται, έχει δύο πτυχές. Από την εν λόγω ένορκη δήλωση, προκύπτει, κατ' αρχάς, πως, ενώ το αίτημα της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή παρελήφθη από την αντίστοιχη Κυπριακή Αρχή στις 27.5.2015, τελικά, το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε μετά από οκτώ και πλέον μήνες, στις 10.2.2016. Είναι γεγονός ότι δε δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση για την πιο πάνω καθυστέρηση, η οποία, από την πλευρά της αιτήτριας, θεωρείται επιλήψιμη, χωρίς, όμως, και η ίδια να εξηγεί το λόγο που έχει προβάλει την πιο πάνω πτυχή. Περαιτέρω, από την ένορκη δήλωση, διαπιστώνεται, επίσης, ότι η υποβολή του αιτήματος από τη Γερμανική Αρχή για δικαστική συνδρομή είχε εξουσιοδοτηθεί με δικαστικό διάταγμα, (αναφέρεται ως «δικαστική εντολή»), το οποίο εξέδωσε δικαστήριο της Γερμανίας, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας, υπό διερεύνηση, υπόθεσης φοροδιαφυγής. Σύμφωνα δε με έγγραφη μαρτυρία αναφορικά με το δίκαιο της χώρας εκείνης, το εν λόγω διάταγμα ήταν διάρκειας έξι μηνών και, κατά συνέπεια, αυτό έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ πριν από την έκδοση του εντάλματος έρευνας, γεγονός το οποίο ο κ. Οντέτση παρέλειψε να αποκαλύψει.
Η δεύτερη πτυχή του πρώτου λόγου, ανωτέρω, που αφορά στην εκπνοή του διατάγματος του Γερμανικού Δικαστηρίου πριν από την υλοποίηση του αιτήματος, την υποβολή του οποίου αυτό είχε εξουσιοδοτήσει, φαίνεται να είναι πιο ουσιαστική από την πρώτη, η οποία αφορά στην καθυστέρηση προώθησής του, χωρίς να αναφέρεται οτιδήποτε άλλο σχετικά. Καμία, όμως, από τις δύο αυτές πτυχές δε θα μπορούσε να εμποδίσει την αρμόδια Αρχή της Κύπρου να προχωρήσει στην υλοποίηση της υποχρέωσής της να ικανοποιήσει το αίτημα που υπέβαλε προς αυτήν η αντίστοιχη Γερμανική Αρχή, για δικαστική συνδρομή και να επιδιώξει την έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας. Οι εν λόγω πτυχές είναι, μάλλον, σχετικές με τις διαδικασίες του αρμόδιου Δικαστηρίου της Γερμανίας, που θα ασχοληθεί με την υπό διερεύνηση υπόθεση στη χώρα εκείνη, και, εκεί, θα πρέπει να προβληθούν. Επιπρόσθετα, να σημειωθεί πως η μαρτυρία σε σχέση με το δίκαιο της Γερμανίας δεν αποτελεί μέρος του πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε προκύπτει, από την προαναφερθείσα ένορκη δήλωση, το γεγονός της λήξης της ισχύος του εν λόγω διατάγματος να ήταν γνωστό στον ενόρκως δηλούντα, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι αυτός το απέκρυψε από το Δικαστήριο που εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, όπως ήταν, επίσης, η εισήγηση εκ μέρους της αιτήτριας.
Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης σχετίζεται με την ώρα 11.00 π.μ., που αναγράφεται στο τέλος του κειμένου τόσο της ένορκης δήλωσης όσο και του εντάλματος έρευνας. Η εισήγηση, σχετικά, είναι πως το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε την ίδια ακριβώς ώρα που έγινε και η ένορκη δήλωση, δηλαδή στις 11.00 π.μ., και, άρα, η έκδοση του εντάλματος έγινε χωρίς να προηγηθεί η ανάγνωση της ένορκης δήλωσης. Ως εκ τούτου, το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, η σύνταξη των οποίων είχε, προφανώς, προηγηθεί, δεν έτυχε οποιασδήποτε ή και της δέουσας προσοχής από τον εκδώσαντα το ένταλμα έρευνας Δικαστή και, έτσι, δεν αποτελεί δική του διαπίστωση ότι υπήρχε εύλογη αιτία, που οδήγησε στην έκδοσή του. Να σημειωθεί πως τα δύο πιο πάνω έγγραφα αποτελούν το πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου, στο οποίο η εξέταση του λόγου αυτού εστιάζει.
Ουσιαστικά, με το δεύτερο λόγο, αμφισβητείται ότι ο Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου εξέδωσε το υπό αναφορά ένταλμα έρευνας, αφού είχε ικανοποιηθεί ο ίδιος, με βάση τους ενώπιόν του τεθέντες ισχυρισμούς, ότι υπήρχε εύλογη αιτία, όπως απαιτείται από το Άρθρο 27 του Κεφ. 155. Σαφώς, με βάση το τι αναγράφεται, σχετικά, στο πρακτικό, δηλαδή, με βάση την ώρα επί των δύο προαναφερθέντων εγγράφων, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει. Δεν μπορεί, δηλαδή, να συναχθεί με βεβαιότητα ότι, στις 11.00 π.μ., ο Δικαστής διενήργησε τον όρκο και, χωρίς να διαβάσει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας. Εκείνο που, εύλογα, συνάγεται είναι ότι έθεσε και στα δύο έγγραφα την ώρα που αυτός επιλήφθηκε του προφορικού αιτήματος για έκδοση του εντάλματος έρευνας και αυτή ήταν περί τις 11.00 π.μ., χωρίς να ήταν ακριβής ως προς το χρόνο που διενήργησε τον όρκο και, εν συνεχεία, εξέδωσε το ένταλμα έρευνας.
Βέβαια, το θέμα που πρέπει, εδώ, ιδιαίτερα, να απασχολήσει είναι κατά πόσο η εμφάνιση της ίδιας ώρας στα εν λόγω δύο έγγραφα, που συναποτελούν, εν προκειμένω, το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου, συνιστά, πράγματι, πασίδηλο νομικό σφάλμα, ώστε να δικαιολογείται, εξ αυτού, η ακύρωση του εντάλματος έρευνας. Με βάση τη συζήτηση, η οποία έχει προηγηθεί, κάθε άλλο παρά μπορεί ένα τέτοιο συμπέρασμα να εξαχθεί με βεβαιότητα. Αντίθετα, όπως έχει, ήδη, καταδειχθεί, προφανώς, το θέμα επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, ώστε να μην αποτελεί πασίδηλο σφάλμα, ακόμα και με δεδομένη την υποχρέωση του Δικαστή καταχώρισης στο ένταλμα έρευνας της ώρας έκδοσής του, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 28 του Κεφ. 155. Η μη αναγραφή δε, από Δικαστή ο οποίος εκδίδει ένταλμα έρευνας, επ' ακριβώς, της ώρας για την κάθε του ενέργεια, ασφαλώς, δεν καθιστά το ένταλμα, χωρίς άλλο, άκυρο.
Με μια άλλη παρεμφερή πτυχή, τέθηκε υπό αμφισβήτηση αν, τελικώς, η διαπίστωση για ύπαρξη εύλογης αιτίας είναι του ιδίου του Δικαστή, επειδή το σχετικό πρακτικό έκδοσης του εντάλματος έρευνας δε φαίνεται να είχε ετοιμαστεί από αυτό. Σε καμιά, όμως, περίπτωση, δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τούτο, από τη στιγμή που, κάτω από τη συγκεκριμένη δήλωση ικανοποίησης ότι υπάρχει εύλογη αιτία, ο Δικαστής έθεσε την υπογραφή του. Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί πρόσφατα στην υπόθεση Moran (2016) 1 , ECLI:CY:AD:2016:A185Α.Α.Δ. 926, όπου η πιο πάνω αντιμετώπιση έτυχε της επιδοκιμασίας της Ολομέλειας, βασιζόμενη σε προηγούμενη σχετική νομολογία, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά.
Απομένει να εξεταστεί ο τρίτος λόγος ακύρωσης, ο οποίος είναι και ο πλέον ουσιαστικός. Στο πλαίσιο ανάπτυξής του, υποβλήθηκε ότι ο Επαρχιακός Δικαστής υπερέβη την εξουσία που αυτός έχει δυνάμει του Άρθρου 27 του Κεφ. 155 και, ειδικά, ότι εξέδωσε το ένταλμα έρευνας, στην απουσία ικανής μαρτυρίας προς τούτο. Στη δήλωση, (προφανώς πρόκειται για την έκθεση), η οποία συνοδεύει τη μονομερή αίτηση, αναφέρεται, συγκεκριμένα, ότι, από την τεθείσα ενώπιόν του μαρτυρία, δε θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί η απαραίτητη εύλογη αιτία, ώστε να πιστεύεται ότι στα υποστατικά της Chemikalien Seetransport Cyprus Limited υπήρχαν έγγραφα που σχετίζονταν με την επιχειρηματική δραστηριότητα της αιτήτριας και, επίσης, ότι αυτή είχε κέρδη, τα οποία ήταν φορολογητέα στη Γερμανία.
Η αναφορά είναι στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας, όπου συμπεριλήφθηκαν οι ισχυρισμοί οι οποίοι αναφέρονται στο γραπτό αίτημα της Γερμανικής Αρχής για δικαστική συνδρομή. Ό,τι δε είναι σχετικό από αυτούς και, προφανώς, επέδρασε στη σκέψη του Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα είναι οι αναφορές ότι συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα, τα οποία διετέλεσαν διευθυντές της αιτήτριας εταιρείας, ή ασχολήθηκαν με τη διαχείριση των δραστηριοτήτων της και, επίσης, σχετίζονταν κατά παρόμοιο τρόπο και με την εταιρεία Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, παρέλειψαν, ενώ είχαν υποχρέωση προς τούτο, να υποβάλουν εμπορικούς φόρους, εταιρικές φορολογικές δηλώσεις για την αιτήτρια σε σχέση με τις οικονομικές περιόδους 2001 έως 2007, παρόλο ότι αυτή είχε κέρδη, που ήταν φορολογητέα στη Γερμανία. Ως αποτέλεσμα δε της παράλειψής τους αυτής, δεν εκδόθηκαν, από την αρμόδια φορολογική αρχή της προαναφερθείσας χώρας, για τη συγκεκριμένη περίοδο, φορολογικές αποτιμήσεις για εμπορικούς και εταιρικούς φόρους, που έπρεπε να καταβάλει η αιτήτρια κατά τις προαναφερθείσες φορολογικές περιόδους.
Στα όσα αναφέρονται πιο πάνω, προστίθεται και ο ισχυρισμός ότι, από αλληλογραφία, η οποία είναι διαθέσιμη στις αρχές που διεξάγουν τις ανακρίσεις στη Γερμανία, είναι γνωστό ότι έγγραφα σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση μεταφέρθηκαν από το Γιβραλτάρ, όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αιτήτριας, στην Κύπρο. Πιθανολογείται δε ότι τα έγγραφα αυτά ίσως να βρίσκονται στα υποστατικά της Chemikalien Seetransport Cyprus Limited, με δεδομένο ότι οι δύο εταιρείες είχαν, σε διάφορους χρόνους, δύο πρόσωπα κοινούς διευθυντές, εναντίον των οποίων διενεργείται, επίσης, ποινική διερεύνηση στη Γερμανία, σε σχέση με την ίδια υπόθεση φοροδιαφυγής. Είναι στους πιο πάνω ισχυρισμούς, που, προφανώς, βασίστηκε ο Επαρχιακός Δικαστής, έχοντας ικανοποιηθεί περί της ύπαρξης εύλογης αιτίας σε σχέση με το ζητούμενο, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, για να προβεί στην έκδοση του υπό αναφορά εντάλματος έρευνας.
Οι ισχυρισμοί επί γεγονότων, οι οποίοι περιέχονται σε ένορκη δήλωση και προβάλλονται προς υποστήριξη αιτήματος για έκδοση εντάλματος έρευνας, δεν απαιτείται να ικανοποιούν οποιοδήποτε βαθμό αποδεικτικής βεβαιότητας (evidential certainty). Είναι αρκετό, αν αυτοί αποκαλύπτουν εύλογη αιτία, φράση η οποία θεωρείται συνώνυμη της εύλογης υποψίας και της εύλογης υπόνοιας. Στην πρόσφατη υπόθεση CPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2016) 1 Α.Α.Δ. 652, ECLI:CY:AD:2016:A126, η Ολομέλεια, υιοθετώντας παλαιότερη νομολογία και επιβεβαιώνοντας, συγχρόνως, την ορθότητά της επί του συγκεκριμένου θέματος, κατέληξε στη διαπίστωση πως: «..., για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας, αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.»
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Επαρχιακός Δικαστής, κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας του, είναι πρόδηλο ότι ενήργησε στο πλαίσιο των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155 και ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη, με βάση τους ενώπιόν του τεθέντες ισχυρισμούς, εύλογης αιτίας, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται από τη σχετική νομολογία. Κατά συνέπεια, δε διαπιστώνεται, έστω και εκ πρώτης όψεως, να έχει υπερβεί την εξουσία του, όπως δε διαπιστώνεται, επίσης, η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως πασίδηλου νομικού σφάλματος στο πρακτικό, στη βάση των υπολοίπων αιτιών που πρόβαλε η αιτήτρια.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.