ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A129
(2016) 1 ΑΑΔ 664
1 Μαρτίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ANTΩΝΗΣ ΣΑΛΑΧΩΡΗ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΓΥΡΟΥΛΛΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 257/2010)
Συμβάσεις ― Γραμμάτιο ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή αναφορικά με γραμμάτιο συνήθους τύπου, η οποία βασίστηκε σε διαπιστωθείσα έλλειψη ικανοποιητικής απόδειξης ως προς τούτο, και μόνο εκ της αδυναμίας του εφεσείοντος να θυμηθεί τα ονόματα των μαρτύρων που το υπέγραψαν ― Επέμβαση Εφετείου και απόφανση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε να αναζητήσει διαζευκτικές αιτίες αγωγής με γνώμονα τη νομολογία.
Δίκη ― Επίδικα θέματα ― Παρέκκλιση από την αρχική δικογραφημένη αιτία αγωγής επενεργεί προς ανατροπή της αρχικής αιτίας και των θέσεων που προβάλλει ο ενάγων.
Η έφεση στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε αποδείξει ότι το επίδικο έγγραφο, στο οποίο στήριζε τις διαζευκτικές βάσεις της αξίωσης του, αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου ή οποιοδήποτε άλλο αξιόγραφο όπως δικογραφήθηκε στην Έκθεση Απαιτήσεως.
Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης-εναγομένης επί τω ότι, δεν είχε προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς και την απαίτηση της, εναντίον του εφεσείοντος.
Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε με την υπεράσπιση της, ότι το υπό αναφορά έγγραφο φέρει την υπογραφή της, εισάγοντας ισχυρισμούς περί δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του ενάγοντος, τους οποίους όμως δεν προώθησε μέχρι τέλους.
Η εφεσίβλητη δεν παρέστη κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία στην έφεση και δεν καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης.
Η έφεση αποτελείτο από τέσσερεις λόγους έφεσης, που άπτονταν των ευρημάτων και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 1 δεν συνιστούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου στην έννοια των προνοιών των Άρθρων 78 και 80 του Κεφ. 149, εφόσον δεν είχε υπογραφεί στην παρουσία δύο μαρτύρων. Ζήτημα συναρτώμενο άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, η οποία κρίθηκε ως αναξιόπιστη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με σαφήνεια προέκυπτε από ανάγνωση των δικογράφων, ότι για πρώτη φορά με την απάντηση στην υπεράσπιση ο εφεσείων εισήγαγε ισχυρισμούς πέραν των όσων δικογραφούσε με την έκθεση απαίτησης. Ενώ στην έκθεση απαίτησης, η αξίωση του εδραζόταν επί γραμματίου και/ή συναλλαγματικής και/ή γραπτής αναγνώρισης χρέους και/ή χρωστικού ομολόγου, στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταξίωση εισήγαγε και άλλη θέση.
2. Το Δικαστήριο δεν τήρησε αυστηρά την ορθή πορεία και αποκλίνοντας από τα θέσμια, επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία στη βάση της απάντησης.
3. Προέκυπτε ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ήταν σαφής: η οφειλή που προέκυψε δυνάμει της υπογραφής του γραμματίου. Οτιδήποτε άλλο εισήχθη με την απάντηση ή την υπεράσπιση στην ανταξίωση ή και δια ζώσης, δεν ήταν, παρά μόνο εξιστόρηση των γεγονότων που προηγήθηκαν της υπογραφής του επίδικου εγγράφου και απαντούσε στους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.
4. Ο εφεσείων πλήρωσε το αξιούμενο ποσό με τη συγκατάθεση και εξουσιοδότηση της εφεσίβλητης, ποσό το οποίο αργότερα η τελευταία αναγνώρισε δια της υπογραφής του επίδικου γραμματίου, όπως διαπίστωσε άλλωστε και το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσα από σχετικό απόσπασμα της απόφασης του.
5. Εκείνο που δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο, ώστε να θεωρήσει έγκυρη την αιτία αγωγής στη βάση γραμματίου, ήταν ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία πως το εν λόγω έγγραφο είχε υπογραφεί ενώπιον δύο, τουλάχιστον, μαρτύρων, ικανών προς το συμβάλλεσθαι.
6. Η πλούσια νομολογία επί του γραμματίου συνήθους τύπου που καλύπτεται από το Άρθρο 78 του Κεφ. 149, σαφώς επιβεβαιώνει την ιδιάζουσα νομική οντότητα του γραμματίου συνήθους τύπου στο Κυπριακό νομικό στερέωμα, η έννοια του οποίου χρήζει αυστηρής ερμηνείας ενόψει του ότι το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, προνοεί ότι το περιεχόμενο ενός τέτοιου γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκεί αναφέρονται. Οι μόνες υπερασπίσεις που επιτρέπονται είναι ότι το γραμμάτιο λήφθηκε κατόπιν δόλου ή ότι η υπογραφή του χρεώστη ή άλλου μέρους, δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του.
7. Συνακόλουθα, η κρίση του Δικαστηρίου, η οποία βασίστηκε στην έλλειψη ικανοποιητικής απόδειξης ως προς τούτο, απλώς και μόνο εκ της αδυναμίας του εφεσείοντος να θυμηθεί τα ονόματα των μαρτύρων, ήταν λανθασμένη. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν ο εφεσείων κρίθηκε καθόλα αξιόπιστος, το επίδικο έγγραφο φέρει την υπογραφή της εφεσίβλητης και δύο ευδιάκριτες υπογραφές στη θέση των μαρτύρων.
8. Λανθασμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τη βάση της αγωγής του που εδραζόταν επί γραμματίου συνήθους τύπου όπως και λανθασμένα κινήθηκε να αναζητήσει διαζευκτικές αιτίες αγωγής με γνώμονα τη νομολογία.
9. Ως εκ τούτου με βάση τα αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο γεγονότα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε και αντικαστάθηκε με έκδοση απόφασης ως η απαίτηση.
Η έφεση επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Al Sharif (2012) 1 A.A.Δ. 28,
Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2258, ECLI:CY:AD:2014:A788,
Alikhani v. Προδρόμου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 657,
Λεωνίδου v. Σπυριδάκη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1694,
Πελετιές κ.ά. v. Fayek Μ. Αtaya of Kuwait κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 167,
Τζιούρου v. Κιούρλαππου (2001) 1 Α.Α.Δ. 429,
Kennedy Hotels v. Indirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400,
Alexandros Camera House Ltd v. Minerva Finance Investments Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1734,
Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Χριστοδούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4301/05), ημερομηνίας 9/7/2010.
A. Ποιητής, για τον Εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι ο εφεσείων-ενάγων δεν είχε αποδείξει ότι το επίδικο έγγραφο, στο οποίο στήριζε τις διαζευκτικές βάσεις της αξίωσης του, αποτελούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου ή οποιοδήποτε άλλο αξιόγραφο όπως δικογραφήθηκε στην Έκθεση Απαιτήσεως. Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης-εναγομένης αλλά για άλλο λόγο: δεν είχε προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία που να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς και την απαίτηση της, εναντίον του εφεσείοντος. Σημειώνουμε ως ιδιαιτέρως σημαντικό ότι η εφεσίβλητη παραδέχεται με την υπεράσπιση της, ότι το υπό αναφορά έγγραφο φέρει την υπογραφή της, εισάγοντας ισχυρισμούς περί δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του ενάγοντος, τους οποίους όμως δεν προώθησε μέχρι τέλους. Σημειώνουμε, επίσης, ότι κατά την ενώπιον μας επ' ακροατηρίω διαδικασία η εφεσίβλητη όχι μόνο δεν παρέστη, αλλά και το προνοούμενο από τους Κανονισμούς περίγραμμα αγόρευσης της, δεν καταχωρήθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου. Παραμένει έτσι το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντος που υποστηρίζει τέσσερεις λόγους έφεσης, που άπτονται των ευρημάτων και της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 1 δεν συνιστούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου στην έννοια των προνοιών των Άρθρων 78 και 80 του Κεφ. 149, εφόσον δεν είχε υπογραφεί στην παρουσία δύο μαρτύρων (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3). Ζήτημα συναρτώμενο άμεσα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, η οποία κρίθηκε ως αναξιόπιστη.
Ανεξάρτητα από την προώθηση της θέσης ότι το έγγραφο συνιστούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, προωθείται ως αυτοτελής λόγος έφεσης (4ος λόγος), ότι το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αγωγή εφόσον ενώπιον του υπήρχε η δικογραφημένη θέση και γεγονότα, τόσο στην απάντηση στην υπεράσπιση όσο και στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση του εφεσείοντος-ενάγοντος, που δικαιολογούσαν την επιδίκαση του αξιούμενου ποσού των £4.000, όπως υποστηρίχθηκε με μαρτυρία την οποία αγνόησε το Δικαστήριο. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εν κατακλείδι, προωθεί τη θέση ότι η μαρτυρία του πελάτη του, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε για να καταλήξει σε συνακόλουθα ευρήματα, εμφανέστατα αποδείκνυε ότι πρόκειται για γνήσια περίπτωση εκκαθαρισμένου λογαριασμού (account stated): η εφεσίβλητη δια της υπογραφής της αναγνώρισε ότι όφειλε στον εφεσείοντα το εν λόγω ποσό και υποσχέθηκε να το πληρώσει, υπόσχεση που όμως δεν τήρησε.
Με σαφήνεια προκύπτει από ανάγνωση των δικογράφων, ότι για πρώτη φορά με την απάντηση στην υπεράσπιση ο εφεσείων εισάγει ισχυρισμούς πέραν των όσων δικογραφεί με την έκθεση απαίτησης. Ενώ στην έκθεση απαίτησης, η αξίωση του εδράζεται επί γραμματίου και/ή συναλλαγματικής και/ή γραπτής αναγνώρισης χρέους και/ή χρωστικού ομολόγου, στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταξίωση εισάγει τη θέση ότι:
«§3. .με την παράκληση και ή εντολή της εναγομένης επλήρωσε και έτερο ποσό £4.000 (€6.834,41) προσωπικά και ή εξ ιδίων δια συμπλήρωση και ή ανέγερση της κατοικίας της, το ποσό δεν αυτό η εναγόμενη υπεσχέθη και ανεγνώρισε να πληρώσει εις τον ενάγοντα τον Αύγουστο του 2004, όταν θα επέστρεφε στην Κύπρο από την Αμερική.»
Όπως και στην §4 που ακολουθεί:
«.και αφού λογαριάσθηκε με τον ενάγοντα και έλαβε τις σχετικές αποδείξεις και εξηγήσεις από τον ενάγοντα συνεφώνησε και απεδέχθη να του πληρώσει το ποσό των £4.000 (€6.834,41). Προς τον σκοπό αυτό, υπέγραψε το επίδικο γραμμάτιο και ή γραπτή αναγνώριση χρέους και ή άλλως πως, πλην όμως δεν επλήρωσε το χρέος της, με την δικαιολογία ότι το δολλάριο ήταν φθηνό και πίστευε ότι θα ανέβει η αξία του μετά τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική.»
Η αναγκαιότητα να παραμείνει η δίκη μέσα στην πορεία που προδιαγράφουν τα δικόγραφα, έχει απασχολήσει επανειλημμένα το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων με ξεκαθαρισμένο πλέον το νομολογιακό πλαίσιο (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Al Sharif (2012) 1 A.A.Δ. 28 και Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A788Α.Α.Δ. 2258). Ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντιστοίχως, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση αστήρικτη, Δ.19 θ. 13. Παρέκκλιση από την αρχική δικογραφημένη αιτία αγωγής επενεργεί προς ανατροπή της αρχικής αιτίας και των θέσεων που προβάλλει ο ενάγων (Alikhani v. Προδρόμου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 657 και Eurogal Surveys Ltd (ανωτέρω)). Προκύπτει συναφώς, ότι παρά το ότι ο εφεσείων δεν ακολούθησε εξ υπαρχής ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία δικογράφηση των θέσεων του, εφόσον η απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθής και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης (Eurogal Surveys Ltd (ανωτέρω)), το Δικαστήριο δεν τήρησε αυστηρά την ορθή πορεία και αποκλίνοντας από τα θέσμια, επέτρεψε να δοθεί μαρτυρία στη βάση της απάντησης.
Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ήταν σαφής: η οφειλή που προέκυψε δυνάμει της υπογραφής του γραμματίου. Οτιδήποτε άλλο εισήχθη με την απάντηση ή την υπεράσπιση στην ανταξίωση ή και δια ζώσης δεν ήταν, θεωρούμε, παρά μόνο εξιστόρηση των γεγονότων που προηγήθηκαν της υπογραφής του επίδικου εγγράφου και απαντούσε στους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων πλήρωσε το αξιούμενο ποσό με τη συγκατάθεση και εξουσιοδότηση της εφεσίβλητης, ποσό το οποίο αργότερα η τελευταία αναγνώρισε δια της υπογραφής του επίδικου γραμματίου, όπως διαπιστώνει άλλωστε και το Δικαστήριο με το απόσπασμα που ακολουθεί, για να αιτιολογήσει την απόρριψη της αγωγής:
«.Προς τον σκοπό αυτό, υπέγραψε το επίδικο γραμμάτιο και ή γραπτή αναγνώριση χρέους και ή άλλως πως χωρίς όμως να πληρώσει το χρέος της.
Παρόλα αυτά όμως, το γεγονός αυτό δεν αλλάζει τις αιτίες αγωγής που επικαλέστηκε ο ενάγοντας με την έκθεση απαίτησης του και που προώθησε τελικά στη δίκη. Ουσιαστικά, η αξίωση του ενάγοντα όπως έχει δικογραφηθεί στην έκθεση απαίτησης του και έχει προωθηθεί, εδράζεται επί του επίδικου εγγράφου. Δεν επικαλέστηκε είτε παράβαση συμφωνίας από την εναγομένη είτε οφειλή χρέους προς αυτόν. .»
Προκύπτει από τα ανωτέρω με σαφήνεια ότι εκείνο που δεν ικανοποίησε το Δικαστήριο, ώστε να θεωρήσει έγκυρη την αιτία αγωγής στη βάση γραμματίου, ήταν ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία πως το εν λόγω έγγραφο είχε υπογραφεί ενώπιον δύο, τουλάχιστον, μαρτύρων, ικανών προς το συμβάλλεσθαι.
Στη Λεωνίδου v. Σπυριδάκη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1694, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με την παρούσα περίπτωση, και εκεί η αξίωση βασιζόταν σε γραμμάτιο συνήθους τύπου επαναβεβαιώθηκε ότι επί αξιώσεως που βασίζεται σε γραμμάτιο συνήθους τύπου το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή:
«Η πλούσια νομολογία επί του γραμματίου συνήθους τύπου που καλύπτεται από το Άρθρο 78 του Κεφ. 149, σαφώς επιβεβαιώνει την ιδιάζουσα νομική οντότητα του γραμματίου συνήθους τύπου στο Κυπριακό νομικό στερέωμα, η έννοια του οποίου χρήζει αυστηρής ερμηνείας ενόψει του ότι το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, προνοεί ότι το περιεχόμενο ενός τέτοιου γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκεί αναφέρονται. Οι μόνες υπερασπίσεις που επιτρέπονται είναι ότι το γραμμάτιο λήφθηκε κατόπιν δόλου ή ότι η υπογραφή του χρεώστη ή άλλου μέρους, δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του. Σχετική είναι η κλασσική υπόθεση Παπαστράτης v. Οικονόμου (1971) 1 Α.Α.Δ. 11, αναφορικά με την αυστηρή ερμηνεία του Άρθρου 78. Σύμφωνα δε με την υπόθεση Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του γραμματίου. Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Παύλου v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483 και Χαραλάμπους κ.ά. v. Χρηματοδοτήσεων Πάνθηρα Λίμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 733.»
Συνακόλουθα, η κρίση του Δικαστηρίου , η οποία βασίστηκε στην έλλειψη ικανοποιητικής απόδειξης ως προς τούτο, απλώς και μόνο εκ της αδυναμίας του εφεσείοντος να θυμηθεί τα ονόματα των μαρτύρων, κρίνεται λανθασμένη. Ιδιαιτέρως μάλιστα όταν ο εφεσείων κρίθηκε καθόλα αξιόπιστος, το επίδικο έγγραφο φέρει την υπογραφή της εφεσίβλητης και δύο ευδιάκριτες υπογραφές στη θέση των μαρτύρων.
Η πρόταξη εκ μέρους της εφεσίβλητης γενικής άρνησης της απαίτησης του εφεσείοντος άφηναν τους ισχυρισμούς του τελευταίου αναντίλεκτους (Πελετιές κ.ά. v. Fayek Μ. Αtaya of Kuwait κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 167 και Τζιούρου v. Κιούρλαππου (2001) 1 Α.Α.Δ. 429) χωρίς αυτό να είχε καταστεί, όπως είδαμε ανωτέρω επίδικο από την εφεσίβλητη μέσω της δικογραφίας της.
Λανθασμένα λοιπόν το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε τη βάση της αγωγής του που εδραζόταν επί γραμματίου συνήθους τύπου όπως και λανθασμένα κινήθηκε να αναζητήσει διαζευκτικές αιτίες αγωγής με γνώμονα τη νομολογία (Kennedy Hotels v. Indirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400, Alexandros Camera House Ltd v. Minerva Finance Investments Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 1734 και Κυπριανού v. Βασιλείου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1320).
Με αναδρομή στην πρωτόδικη απόφαση και την ανάλυση της μαρτυρίας, την οποία παραθέτει με πολλή λεπτομέρεια το Δικαστήριο, είμαστε σε καλή θέση να κρίνουμε ότι είναι η κατάλληλη περίπτωση για να επέμβουμε και να ανατρέψουμε τα ευρήματα του Δικαστηρίου τόσο επί της αξιοπιστίας, όσο και επί των γεγονότων. Ως εκ τούτου με βάση τα αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο γεγονότα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με την ακόλουθη:
Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό £4.000 (€6.832), πλέον τόκο 8% ετησίως επί ποσού £4.000 (€6.832) από 12.8.2004 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται σε βάρος της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.