ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A126
(2016) 1 ΑΑΔ 652
29 Φεβρουαρίου, 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
CPS FREIGHT SERVICES LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Επικύρωση πρωτοβάθμιας απορριπτικής απόφασης σε αίτηση για παροχή άδειας καταχώρησης αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως Certiorari, το οποίο θα στόχευε στην ακύρωση εντάλματος έρευνας των υποστατικών της εφεσείουσας εταιρείας ― Για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας, αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.
Ποινική Δικονομία ― Ένταλμα έρευνας ― Εύλογη υποψία ― Εφαρμοστέες αρχές ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Στις 23.5.2014, στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων παράνομης πρόσβασης σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή και παράνομης παρέμβασης σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκδόθηκε, από Επαρχιακό Δικαστήριο, ένταλμα έρευνας των υποστατικών της εφεσείουσας εταιρείας, στη βάση ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται πως στα υποστατικά της υπήρχαν «ηλεκτρονικός (οι) υπολογιστές ή και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα» τα οποία σχετίζονταν με τη διάπραξη των παραπάνω αδικημάτων.
Μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, η εφεσείουσα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιζητώντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας. Ο δικαστής που επιλήφθηκε της αίτησης σε πρώτο βαθμό έκρινε τις αιτιάσεις της εφεσείουσας αβάσιμες και απέρριψε την αίτηση.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν προέκυπτε εύλογη υπόνοια ότι είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα σε σχέση με τα οποία ζητήθηκε το ένταλμα έρευνας. Επρόκειτο για αδικήματα κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5 του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 22(ΙΙΙ)/2004, με τον οποίο κυρώθηκε η ομώνυμη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 23.1.2001.
Επίσης, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε εξαγάγει το Επαρχιακό Δικαστήριο δικό του συμπέρασμα αναφορικά με το εύλογο της υπόνοιας. Επιπροσθέτως πως το ένταλμα στερείτο και αιτιολογίας, κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Ελευθεριών, ενώ υπήρξε και απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από την Αστυνομία, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να μπορούσε να παραχωρηθεί η αιτηθείσα άδεια.
β) Το Δικαστήριο έσφαλε σε σχέση με την εφαρμογή των αρχών που τέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Stefanov v. Bulgaria, Application No. 65755/2001 ημερομηνίας 22.8.2008 αναφορικά με τις εξουσίες της Αστυνομίας και την κατάσχεση ως τεκμηρίων ηλεκτρονικών υπολογιστών, εν προκειμένω, της εφεσείουσας, δεδομένης της ύπαρξης άλλου υπαλλακτικού τρόπου διερεύνησης, με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση της εφεσείουσας ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ήταν γενικά, αόριστα, ανεπαρκή και μη ικανά για να δημιουργηθεί «εύλογη υποψία», επέβαλλε την παραπομπή στη συνοπτική παράθεση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του Αστυφύλακα 4855 που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του εντάλματος έρευνας.
2. Στο πλαίσιο της αίτησης για άδεια, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη. Απορρίπτοντας δε τη θέση της εφεσείουσας ότι η πρώην εργοδοτούμενη της εταιρείας είχε πρόσβαση στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία και άρα δεν υφίστατο παράβαση ασφαλιστικών μέτρων, υπέδειξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτή δεν βρισκόταν στην εργοδοσία της εταιρείας.
3. To ίδιο ίσχυε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, και σε σχέση με την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι στο υλικό που παρουσίασε η Αστυνομία απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά σε συστατικό στοιχείο του αδικήματος.
4. Απορία προκαλείτο αναφορικά με την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εμπλοκή της πρώην εργοδοτουμένης της εταιρείας στην υπόθεση, δεδομένης της απουσίας, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας, οποιουδήποτε συσχετισμού ή σύνδεσης του συγκεκριμένου προσώπου με την εφεσείουσα.
5. Πέραν τούτου, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως στην ένορκη δήλωση γινόταν αναφορά σε πιθανή «παραβίαση» του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεν εύρισκε έρεισμα στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης όπου αντικείμενο της λέξης «παραβίαση» ήταν «εμπιστευτικές πληροφορίες» που αφορούσαν την παραπονούμενη εταιρεία («πιθανή παραβίαση εμπιστευτικών πληροφοριών»).
6. Επομένως, δεν συναρτάται, η χρήση του όρου «παραβίαση», προς τον τρόπο πρόσβασης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εταιρείας ο οποίος, για να στοιχειοθετηθεί ως μέρος του αδικήματος του Άρθρου 4 του Νόμου, απαιτείται παραβίαση μέτρων ασφαλείας.
7. Συγκεκριμένα, γινόταν σαφής διαχωρισμός στο εν λόγω άρθρο μεταξύ της μη εξουσιοδοτημένης ή χωρίς δικαίωμα πρόσβασης αφενός και του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται η πρόσβαση, δηλαδή, δια της παραβίασης ασφαλιστικών μέτρων, αφετέρου.
8. Το επίδικο ένταλμα έρευνας, όπως προέκυπτε από το περιεχόμενο του, στόχευε στην ανεύρεση ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων για τα οποία υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι συνδέονταν με τα συγκεκριμένα αδικήματα που εκτίθενται σε αυτό.
9. Η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα που συνδέονται με αδικήματα αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης (Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155).
10. Σύμφωνα με τον συνήγορο της εφεσείουσας στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας για ένταλμα έρευνας, δεν υπήρχε αναφορά σε συστατικά στοιχεία των διερευνώμενων αδικημάτων, ειδικότερα για τον τρόπο επιτυχούς πρόσβασης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της παραπονούμενης εταιρείας και κατά πόσο υπήρξε χρήση «τεχνικών μέσων».
11. Βέβαια, για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας, αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.
12. Εξετάζοντας τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, όπως τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπό το φως της σχετικής νομολογίας, προέκυπτε ότι η διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών της παραπονούμενης εταιρείας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η σύνδεση επτά IP addresses της εφεσείουσας με ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της εταιρείας, εκτός ωρών εργασίας, ενώ κανένας υπάλληλος της δεν εισήλθε στα ταχυδρομεία αυτά εξ αποστάσεως, ήταν αρκετά να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη εύλογης υποψίας.
13. Συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το ίδιο το δικαστήριο, στην τελευταία παράγραφο του εντάλματος, αναφέροντας ότι ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη γεγονότων που το οδήγησαν στην εύλογη υπόνοια ότι στα υποστατικά της εφεσείουσας μπορεί να υπήρχαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων τα οποία δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων.
14. Ήταν ορθή η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η υπόθεση Stefanov v. Bulgaria, Application No. 65755/2001 ημερομηνίας 22.8.2008 (ECHR), διακρινόταν από την παρούσα και συνεπώς δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Stefanov v. Bulgaria, Application No. 65755/2001 ημερομηνίας 22.8.2008 (ECHR),
Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,
Hussien v. Kam [1970] A.C. 942 (P.C.),
O' Hara v. Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286,
Commissioner of Police for the Metropolis v. Raissi [2008] EWCA Civ 1237,
Μακρίδης (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238,
Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207,
Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παρπαρίνος, Δ.), (Αίτηση Αρ. 117/14), ημερομηνίας 17/7/2014.
Γ. Πολυχρόνης, για την Εφεσείουσα.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Στις 23.5.2014, στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων παράνομης πρόσβασης σε σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή και παράνομης παρέμβασης σε δεδομένα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκδόθηκε, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ένταλμα έρευνας των υποστατικών της εφεσείουσας εταιρείας, στη βάση ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται πως στα υποστατικά της υπήρχαν «ηλεκτρονικός (οι) υπολογιστές ή και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα» τα οποία σχετίζονταν με τη διάπραξη των παραπάνω αδικημάτων.
Μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας, η εφεσείουσα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο διεκδικώντας άδεια για την καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος έρευνας. Ο αδελφός μας δικαστής που επιλήφθηκε της αίτησης έκρινε τις αιτιάσεις της εφεσείουσας αβάσιμες και απέρριψε την αίτηση.
Ένας είναι ο λόγος έφεσης: Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ώστε να μπορούσε να παραχωρηθεί η αιτηθείσα άδεια. Με βάση τα στοιχεία και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι απέσεισε το βάρος που είχε στους ώμους της να αποδείξει την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης. Επίσης ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έσφαλε σε σχέση με την εφαρμογή των αρχών που τέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Stefanov v. Bulgaria, Application No. 65755/2001 ημερομηνίας 22.8.2008 αναφορικά με τις εξουσίες της Αστυνομίας και την κατάσχεση ως τεκμηρίων ηλεκτρονικών υπολογιστών, εν προκειμένω, της εφεσείουσας, δεδομένης της ύπαρξης άλλου υπαλλακτικού τρόπου διερεύνησης, με βάση την αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Η αίτηση για άδεια αρχικά βασιζόταν σε πέντε νομικούς λόγους, από τους οποίους οι πρώτοι δύο αποσύρθηκαν. Με τους υπόλοιπους τρεις λόγους, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν προέκυπτε εύλογη υπόνοια ότι είχαν διαπραχθεί τα υπό διερεύνηση αδικήματα σε σχέση με τα οποία ζητήθηκε το ένταλμα έρευνας. Επρόκειτο για αδικήματα κατά παράβαση των Άρθρων 4 και 5 του περί της Σύμβασης κατά του Εγκλήματος μέσω του Διαδικτύου (Κυρωτικού) Νόμου, Ν. 22(ΙΙΙ)/2004, με τον οποίο κυρώθηκε η ομώνυμη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 23.1.2001 (στο εξής «η Σύμβαση»). Επίσης, ισχυρίζεται ότι δεν είχε εξαγάγει το Επαρχιακό Δικαστήριο δικό του συμπέρασμα αναφορικά με το εύλογο της υπόνοιας. Τέλος, διατείνεται πως το ένταλμα στερείτο και αιτιολογίας, κατά παράβαση του Άρθρου 16 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Ελευθεριών, ενώ υπήρξε και απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από την Αστυνομία, με αποτέλεσμα την παραπλάνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Η θέση της εφεσείουσας ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ήταν γενικά, αόριστα, ανεπαρκή και μη ικανά για να δημιουργηθεί «εύλογη υποψία», επιβάλλει τη συνοπτική παράθεση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του Αστυφύλακα 4855 Σάββα Συμεού που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας για την έκδοση του εντάλματος έρευνας:
Σύμφωνα με καταγγελία του διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας Airtrans Group Ltd (η εταιρεία), η οποία ασχολείται, μεταξύ άλλων, με αερομεταφορές, ταχυμεταφορές, τουριστικές υπηρεσίες και την επίγεια εξυπηρέτηση αεροσκαφών στα αεροδρόμια, στις 11.4.2014 του ανέφερε υπάλληλος της εταιρείας ότι πιθανώς να παραβιάστηκαν εμπιστευτικές πληροφορίες που την αφορούσαν, οι οποίες διέρρευσαν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Την ίδια μέρα, δόθηκαν οδηγίες στο τεχνικό τμήμα της εταιρείας για τη διενέργεια ελέγχου στα αρχεία καταγραφής του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (server) σε σχέση με έξι ηλεκτρονικά ταχυδρομεία που είχαν τη δυνατότητα σύνδεσης εξ αποστάσεως, στα οποία υπήρχε αλληλογραφία που αναφερόταν σε προσφορές της εταιρείας, με σκοπό τη διαπίστωση κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση. Από την έρευνα εντοπίστηκαν δέκα IP addresses σε διαφορετικές ημερομηνίες και ώρες, τα οποία παραδόθηκαν στην Αστυνομία. Οι προσβάσεις στα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της εταιρείας είχαν γίνει εκτός ωρών εργασίας ή όταν οι υπάλληλοι της ήταν εκτός γραφείου. Κατά τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, κανένας υπάλληλος της δεν εισήλθε εξ αποστάσεως στα ηλεκτρονικά της ταχυδρομεία. Περαιτέρω, αυτός πληροφόρησε την Αστυνομία ότι συγκεκριμένη υπάλληλος που εργοδοτείτο από την εταιρεία μέχρι και την 15.11.2013, η οποία είχε πρόσβαση κατά τη διάρκεια της εργασίας της στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία, ακολούθως εργοδοτήθηκε από ανταγωνιστική εταιρεία.
Διαδικτυακές εξετάσεις που έγιναν από το Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος σε σχέση με τα IP addresses που παραδόθηκαν από την εταιρεία, οδήγησαν στον διαδικτυακό παροχέα, ο οποίος κατόπιν έκδοσης σχετικού δικαστικού διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αποκάλυψε, μεταξύ άλλων, ότι κατά το δεδομένο χρονικό διάστημα, επτά από τα δέκα ύποπτα IP addresses ανήκουν στην εφεσείουσα.
Στο πλαίσιο της αίτησης για άδεια, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας ήταν πλήρης και εμπεριστατωμένη. Απορρίπτοντας δε τη θέση της εφεσείουσας ότι η πρώην εργοδοτούμενη της εταιρείας είχε πρόσβαση στα συγκεκριμένα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία και άρα δεν υφίστατο παράβαση ασφαλιστικών μέτρων, υπέδειξε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτή δεν βρισκόταν στην εργοδοσία της εταιρείας. To ίδιο ίσχυε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, και σε σχέση με την εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι στο υλικό που παρουσίασε η Αστυνομία απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά σε συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το Άρθρο 4 του Νόμου, συγκεκριμένα, στην ύπαρξη ή όχι «ασφαλιστικών μέτρων» και την παράκαμψη τους από την εφεσείουσα, θεωρώντας ότι το υπό αναφορά θέμα προέκυπτε εκ της αναφοράς στην ένορκη δήλωση σε πιθανή «παραβίαση» του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, λέξη η οποία κατά το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη, σημαίνει, μεταξύ άλλων, «απασφάλιση με παράνομο τρόπο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν υπάρχει στο υλικό που παρουσίασε η Αστυνομία, μαρτυρία για παρέμβαση «με τεχνικά μέσα», που είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το Άρθρο 5 του Νόμου.* Θεωρώντας πως η όλη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του απολήγει σ' αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπενθύμισε συναφώς πως το αιτούμενο διάταγμα ήταν για έρευνα που αποσκοπούσε στην ανεύρεση τεκμηρίων που έχουν σχέση με τα διερευνόμενα αδικήματα.
Θα πρέπει κατ' αρχάς να εκφράσουμε την απορία μας για την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εμπλοκή της πρώην εργοδοτουμένης της εταιρείας στην υπόθεση, δεδομένης της απουσίας, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση της Αστυνομίας, οποιουδήποτε συσχετισμού ή σύνδεσης του συγκεκριμένου προσώπου με την εφεσείουσα. Πέραν τούτου, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως στην ένορκη δήλωση γίνεται αναφορά σε πιθανή «παραβίαση» του εξυπηρετητή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης όπου αντικείμενο της λέξης «παραβίαση» είναι «εμπιστευτικές πληροφορίες» που αφορούσαν την παραπονούμενη εταιρεία («πιθανή παραβίαση εμπιστευτικών πληροφοριών»). Επομένως, δεν συναρτάται, η χρήση του όρου «παραβίαση», προς τον τρόπο πρόσβασης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της εταιρείας ο οποίος, για να στοιχειοθετηθεί ως μέρος του αδικήματος του Άρθρου 4 του Νόμου, απαιτείται παραβίαση μέτρων ασφαλείας.** Συγκεκριμένα, γίνεται σαφής διαχωρισμός στο εν λόγω άρθρο μεταξύ της μη εξουσιοδοτημένης ή χωρίς δικαίωμα πρόσβασης αφενός και του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται η πρόσβαση, δηλαδή, δια της παραβίασης ασφαλιστικών μέτρων, αφετέρου.
Το επίδικο ένταλμα έρευνας, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του, στόχευε στην ανεύρεση ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων για τα οποία υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι συνδέονταν με τα συγκεκριμένα αδικήματα που εκτίθενται σε αυτό. Η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτημένης προς πράγματα που συνδέονται με αδικήματα αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης. Το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, προνοεί συναφώς ότι ένταλμα έρευνας εκδίδεται όταν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται, στη βάση ένορκης καταγγελίας, πως σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει,
«οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε
ή
οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
ή
οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος»
Συναφώς προς τα πιο πάνω, σημειώνουμε την παρατήρηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Αστυνομίας για ένταλμα έρευνας, δεν υπάρχει αναφορά σε συστατικά στοιχεία των διερευνώμενων αδικημάτων, ειδικότερα για τον τρόπο επιτυχούς πρόσβασης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της παραπονούμενης εταιρείας και κατά πόσο υπήρξε χρήση «τεχνικών μέσων». Βέβαια, για να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας, αυτό που απαιτείται είναι να ικανοποιηθεί το δικαστήριο για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος.
Όπως τονίστηκε στην Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 σε σχέση με την έννοια του όρου «υπόνοια», συνώνυμου με τον όρο «υποψία»:
«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»
Επί του προκειμένου, διαφωτιστική είναι και η αγγλική νομολογία. Λέχθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-
«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.»
Ενώ ένδειξη για το τι συνιστά «εύλογη υποψία» προσφέρεται και από την ακόλουθη αναφορά στην O' Hara v. Chief Constable of the Royal Ulster Constabulary [1997] AC 286:
«In order to have a reasonable suspicion the constable need not have evidence amounting to a prima facie case. Ex hypothesi one is considering a preliminary stage of the investigation and information from an informer or a tip-off from a member of the public may be enough: Hussien v Chong Fook Kam [1970] AC 942, 949.Hearsay information may therefore afford a constable reasonable grounds to arrest. Such information may come from other officers: Hussien's case . »
Το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί είναι το ελάχιστο από απόψεως μαρτυρίας. Αναφέρεται σχετικά στην Commissioner of Police for the Metropolis v Raissi [2008] EWCA Civ 1237:
«The threshold for the existence of reasonable grounds fοr suspicion is low: see e.g. Dumbell v Roberts [1944] 1 All ER 326 per Scott LJ where he said at page 329 A-B "the requirement is very limited".»
Έχει και πρόσφατα τονιστεί στην Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτορα Μακρίδη (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A238Α.Α.Δ. 756, ότι η εύλογη υποψία αφορά τον ίδιο τον Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα. Η όποια πεποίθηση της Αστυνομίας περί του εύλογου της υποψίας καμιά επίδραση δεν μπορεί να έχει στην κρίση του Δικαστηρίου, ούτε βεβαίως και αρκεί για να νομιμοποιήσει την έκδοση του εντάλματος. Από την άλλη, ο ίδιος ο Δικαστής πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο δικαστικό (βλ. Polycarpou (1991) 1 Α.Α.Δ. 207) και όχι μηχανικό (βλ. Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17), ικανοποιούμενος ως προς την επάρκεια του όρκου και τα στοιχεία που εκεί προσφέρονται ως μαρτυρία.
Εξετάζοντας τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής, όπως τέθηκαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπό το φως της σχετικής νομολογίας, θεωρούμε ότι η διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών της παραπονούμενης εταιρείας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η σύνδεση επτά IP addresses της εφεσείουσας με ηλεκτρονικά ταχυδρομεία της εταιρείας, εκτός ωρών εργασίας, ενώ κανένας υπάλληλος της δεν εισήλθε στα ταχυδρομεία αυτά εξ αποστάσεως, είναι αρκετά να στοιχειοθετήσουν την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το ίδιο το δικαστήριο, στην τελευταία παράγραφο του εντάλματος, αναφέροντας ότι ικανοποιήθηκε για την ύπαρξη γεγονότων που το οδήγησαν στην εύλογη υπόνοια ότι στα υποστατικά της εφεσείουσας μπορεί να υπήρχαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων τα οποία δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων.
Δεν παραγνωρίζουμε τη θέση της εφεσείουσας για μη αποκάλυψη ουσιωδών στοιχείων/δεδομένων, με αποτέλεσμα, κατά την εισήγηση της, να παραπλανηθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο. Η θέση αυτή στηρίζεται στα αποφασισθέντα στην απόφαση του ΕΔΑΔ Iliya Stefanov v. Bulgaria (ανωτέρω) με ιδιαίτερη αναφορά στην υποχρέωση της Αστυνομίας να κατάσχει μόνο όσα αντικείμενα είναι ευλόγως αναγκαία για την έρευνα και για όσο χρόνο είναι αναγκαία. Εν προκειμένω, ισχυρίζεται η εφεσείουσα, στη βάση έκθεσης εμπειρογνωμόνων που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η κατακράτηση των περιφερειακών συστημάτων ήταν αχρείαστη γιατί τα συστήματα αυτά δεν κατακρατούν δεδομένα, ενώ δεδομένα που δεν υπάρχουν στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή, χάνονται με το σβήσιμο του (shut down). Η δε λήψη δεδομένων από το σκληρό δίσκο δεν συνεπάγεται την αφαίρεση του ηλεκτρονικού υπολογιστή από το υποστατικό στο οποίο ευρίσκεται αφού μπορεί να γίνει πιστό αντίγραφο του δίσκου κλωνοποιώντας τον, επιτρέποντας έτσι στην εφεσείουσα να λειτουργήσει και παράλληλα στις ανακριτικές αρχές να διεξάγουν την έρευνα τους. Η απόκρυψη εδώ, κατά την εφεσείουσα αποστέρησε από το Επαρχιακό Δικαστήριο τη δυνατότητα να κρίνει με γνώμονα το σύνολο των ενώπιον του δεδομένων αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και μόλυνε την κρίση του ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.
Στην Stefanov (ανωτέρω) λέχθηκε:
«According to the Court's case-law, search warrants have to be drafted, as far as practicable, in a manner calculated to keep their impact within reasonable bounds.This is all the more important in cases where the premises searched are the office of a lawyer, which as a rule contains material which is subject to legal professional privilege.»
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί πως στη Stefanov ούτε στην αίτηση για ένταλμα έρευνας ούτε στο ίδιο το ένταλμα καθορίζονταν τα πράγματα και έγγραφα που αναμενόταν να ανευρεθούν στα υποστατικά του εκεί αιτητή, σε αντίθεση με το ένταλμα έρευνας στην παρούσα στο οποίο γίνεται σαφής καταγραφή των αντικειμένων ήτοι «ηλεκτρονικούς(οι) υπολογιστές ή και άλλα μέσα αποθήκευσης ηλεκτρονικών δεδομένων που περιέχουν δεδομένα». Επρόκειτο δε, στη Stefanov, για ένταλμα ευρείας εμβέλειας χωρίς να διασφαλίζεται το περιεχόμενο του σκληρού δίσκου και συναφών που είχαν παραληφθεί κατά την έρευνα, με αποτέλεσμα η έρευνα να προσκρούει στο επαγγελματικό απόρρητο του αιτητή, ο οποίος ήταν δικηγόρος, σε δυσανάλογο, υπό τις περιστάσεις, βαθμό. Τα δε παραληφθέντα κατακρατήθηκαν από την Αστυνομία στη συνέχεια για περίοδο πέραν των δύο μηνών και αφού είχαν τύχει ελέγχου από εμπειρογνώμονα. Μας βρίσκει σύμφωνους η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η Stefanov διακρίνεται από την παρούσα τόσο στη βάση των γεγονότων της όσο και των καταστάσεων που αυτή αποσκοπούσε να ρυθμίσει και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.