ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A764
(2015) 1 ΑΑΔ 2475
19 Noεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
1. ELLINAS FINANCE LTD,
2. ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,
3. SHARELINK SECURITIES LTD,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πoλιτική Έφεση Αρ. 351/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα για παροχή από τους πρώτους στον δεύτερο, πιστωτικών διευκολύνσεων με συμμετοχή του εφεσείοντα σε επενδυτικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών ― Κατά πόσον οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι παράβασης συμφωνίας Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου, παράβασης εμπιστευτικής σχέσης, σχέσης καταπιστεύματος, σχέσης αντιπροσωπείας, επαγγελματικής αμελείας, απάτης, παραπλάνησης συνεπεία απόκρυψης ουσιωδών πληροφοριών, και καταχρηστικής εφαρμογής και λειτουργίας του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού ― Νομολογιακή επισκόπηση.
Συμβάσεις ― Σύμβαση για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο ― Η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, μετοχών πρέπει να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Επίδικα θέματα ― Η προσπάθεια διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων, με εμφανή στόχο την ενδυνάμωση της υπόθεσης, πλήττει καίρια την αξιοπιστία της πλευράς η οποία το πράττει.
Νομολογία ― Δεσμευτικό προηγούμενο ― Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας ― Απουσία λόγου απόκλισης από προηγούμενη νομολογία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε αγωγή του εφεσείοντα/ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων, με την οποία αξιωνόταν ποσό ΛΚ33.177 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από τις 31.10.00 λόγω ισχυριζόμενης παράβασης συμφωνίας Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου, παράβασης εμπιστευτικής σχέσης, σχέσης καταπιστεύματος, σχέσης αντιπροσωπείας, επαγγελματικής αμελείας, απάτης, παραπλάνησης συνεπεία απόκρυψης ουσιωδών πληροφοριών και καταχρηστικής εφαρμογής και λειτουργίας σε βάρος του ενάγοντα, του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού.
Μετά τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού, η εναγόμενη 1 από καιρού εις καιρό, απέστελλε στον ενάγοντα επιστολές με τις οποίες τον καλούσε να φέρει στην εναγόμενη 1 επιπρόσθετες εξασφαλίσεις, υπό τη μορφή αξιών ή μετρητών που θα πιστώνονταν στο λογαριασμό του. Ο ενάγοντας έλαβε προειδοποιητικές επιστολές που του απέστειλε η εναγόμενη 1 οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Ο ενάγοντας παρέλαβε επίσης την επιστολή των δικηγόρων της εναγόμενης 1 ημερομηνίας 27.6.02 ενώ απέστειλε στην εναγόμενη 1 σχετική επιστολή.
Λόγω της άρνησης του ενάγοντα να ανταποκριθεί στις επιστολές της εναγόμενης 1, η εναγόμενη 1 έδωσε εντολές μέσω της εναγόμενης 2 στον χρηματιστή να πωλήσει όλες τις αξίες του ενάγοντα και απέστειλαν επιστολή τερματισμού, με την οποία απαίτησαν πληρωμή του ποσού των ΛΚ16.553,79 πλέον τόκο 8.5% από 18.6.02 μέχρι εξοφλήσεως.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός της απόρριψης της αγωγής, εξέδωσε και απόφαση στη βάση της ανταπαίτησης υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €28.265,01 με τόκο προς 8.5% ετησίως από 18.6.02 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.
Επί της νομικής πτυχής το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις επιμέρους θέσεις που είχε προωθήσει ο εφεσείων, έκρινε με αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι κανένας από τους εφεσίβλητους δεν ανέλαβε την υποχρέωση για πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα σε οποιοδήποτε στάδιο και ότι η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε.
Πρόσθετα κρίθηκε, ότι η εφεσίβλητη 3 είχε το ρόλο εκτέλεσης των οδηγιών του εφεσείοντα και ότι ο ΜΕ2 δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 3. Εν κατακλείδι θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετούσε επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης αρ. 21, 22 και 23:
Αξιοπιστία μαρτύρων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ουδέν από τους δοθέντες λόγους δεν κατέδειξε λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δικαιολογούσε με βάση τις νομολογημένες αρχές, επέμβαση του Εφετείου στο πεδίο της αξιολόγησης μαρτυρίας.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε λιτά αλλά αρκούντως περιεκτικά, τα κενά και τις αντιφάσεις στους μάρτυρες που κατέθεσαν για τον εφεσείοντα-ενάγοντα, επισημαίνοντας παράλληλα και την εν γένει πτωχή εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες αυτοί. Εν αντιθέσει, εξήγησε, γιατί ο ΜΥ1 και ΜΥ2 ήσαν θετικοί μάρτυρες παρά τη μακρά και πιεστική αντεξέταση τους.
3. Ενώ επεσήμανε ταυτόχρονα, τις υποβολές που δίδονταν από την πλευρά του εφεσείοντα οι οποίες παρουσιάζονταν χωρίς δικογραφικό υπόστρωμα, κάτι το οποίο ως είναι νομολογημένο έχει τη σημασία του σε σχέση με την αξιοπιστία.
4. Στη βάση δε αυτής της θεώρησης επί της πρωτόδικης αξιολόγησης δεν είχαν έρεισμα τα παράπονα του εφεσείοντα, για το ρόλο που έπρεπε να αποδοθεί στο ΜΕ2 ως αντιπροσώπου των εφεσιβλήτων, αφού η εκδοχή του δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη.
Λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 9, 12 και 24:
Εσφαλμένη ερμηνεία όρων λειτουργίας και σχεδίου χρηματοδότησης.
Λόγοι έφεσης αρ. 4, 5, 6, 7 και 27:
Ευθύνη εφεσίβλητης 2 ως καταπιστευματοδόχου.
Λόγοι έφεσης αρ. 10, 11, 12, 14, 17, 18, 19, 20 και 25:
Υποχρέωση προς πώληση για αποφυγή ζημίας της ίδιας της εφεσίβλητης 1 και/ή διαζευκτικά έστω και δικαίωμα να είχε η εφεσίβλητη 1, η παράλειψη της να το εξασκήσει προς μετριασμό της ζημιάς της, την εμποδίζει να ανταπαιτεί οτιδήποτε από τον ενάγοντα.
Λόγοι έφεσης αρ. 10, 15, 18 και 27:
Ευθύνη εφεσίβλητης 3, ως χρηματιστή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλα τα ζητήματα που αφορούσαν στις ως άνω εισηγήσεις, έχουν αποφασιστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
2. Σε συνάρτηση με την κύρια θέση του εφεσείοντος ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη 1 υπείχε θέση διαχειριστή και/ή εμπιστευματοδόχου και/ή θεματοφύλακα με την εφεσίβλητη 2 του λογαριασμού του εφεσείοντος και τις συναφείς θέσεις, ως η προβαλλόμενη ως υποχρέωση για τις εφεσίβλητες 1 και 3 για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, ορθά έγινε πρωτοδίκως αναφορά στους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ) της πιο πάνω συμφωνίας και ορθά υπεδείχθη ότι από το κείμενο των πιο πάνω όρων αυτής, δεν προκύπτει ότι υπήρξε ανάληψη υποχρέωσης για πώληση των μετοχών του εφεσείοντος σ' οποιοδήποτε στάδιο, ενώ η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε.
3. Άμεσα σχετικές είναι επ' αυτού οι αποφάσεις Συρίμη και Καλλικά, (κατωτέρω), οι οποίες επιλύουν δεσμευτικά όλα τα επίδικα ως πιο πάνω θέματα, όπως ορθά εξήγησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
4. Επί των λοιπών προβαλλομένων θεμάτων (ερμηνεία άρθρων του περί Συμβάσεων Νόμου, περί καταχρηστικών ρητρών, ιδιότητα συμβαλλομένου, κλπ.) η υπάρχουσα ad hoc νομολογία τα έχει επιλύσει και τίποτε νέο δεν τέθηκε στην έφεση ώστε να χρειαζόταν να επαναπροσδιοριστούν ή επαναξιολογηθούν.
5. Αναφορικά με την εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι δεν καλύπτεται από τις προηγούμενες αυθεντίες ή πρέπει να τύχει διαφοροποίησης, η ευθύνη της εφεσίβλητης 3, προέκυπτε ότι η ιδιότητα της εφεσίβλητης 3 προσδιορίζεται ευθέως και άμεσα από το τεκμ. 12 ως ο «χρηματιστής».
6. Η εισήγηση του εφεσείοντα ήταν ότι ο όρος 1(Δ) της συμφωνίας ήταν τέτοιου περιεχομένου ώστε μπορούσε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη 3 ενεργεί ως «Διαχειριστής» και συνεπώς με συμβατική ευθύνη τέτοια, ως εισηγείτο, ώστε να θεωρείται πληρεξούσιος αντιπρόσωπος με τέτοια δυνατότητα.
7. Δεν προέκυπτε από το ίδιο το περιεχόμενο του όρου αλλά και των λοιπόν σημείων που εγείρονταν στο περίγραμμα αγορεύσεων εφεσείοντα ότι ήταν βάσιμες οι σχετικές θέσεις του εφεσείοντος.
8. Στη Νικολάου (κατωτέρω) λέχθηκαν τα εξής: «Η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.»
9. Από την ίδια τη φρασεολογία της Συμφωνίας προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι 3 δεν ανέλαβαν τη διαχείριση του εφεσείοντα υπό την έννοια του management ή under discretion, χωρίς εντολές του ιδιοκτήτη. Εάν υπήρχε τέτοιο θέμα, θα έπρεπε η Συμφωνία να περιλάμβανε και συγκεκριμένους όρους για τις επενδύσεις που ο εφεσείων θα ήθελε να αποκλεισθούν, την πληρωτέα αμοιβή κ.λ.π..
10. Εκτός από τη Συμφωνία και η μαρτυρία που δόθηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα αναφορικά με τις ειδικές εντολές που έδιδε στην εφεσίβλητη 3, ακριβώς υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε τέτοια διαχείριση των αξιών του εφεσείοντος ως η εισήγηση του.
11. Στη βάση των πιο πάνω, παρουσιαζόταν εύλογο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι καμιά από τις εφεσίβλητες δεν ανέλαβε την υποχρέωση για πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντος σε οποιοδήποτε στάδιο και ότι η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε.
12. Ακόμα αδιατάρακτο παρέμενε το πρωτόδικο εύρημα ως συναρτώμενο με το έργο της αξιολόγησης ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είχε τεθεί αξιόπιστη μαρτυρία που να υποδείκνυε αμέλεια των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131,
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ, (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238,
Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,
Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836,
Κουλλαπής ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2376, ECLI:CY:AD:2015:A751,
Φιλής ν. Ellinas Finance κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2118, ECLI:CY:AD:2015:A671,
Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2392.
Έφεση.
Έφεση από τον Ενάγοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαϊωάννου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4119/2002), ημερομ. 11/10/2010.
Δ. Δημητρό (κα), για Αντ. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Σιακαλλής για Λ. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
Μ. Ανδρέου (κα), για Γεωργιάδη και Πελίδη, για τον Εφεσίβλητο 3.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη T. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις 11.10.2010, απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα/ενάγοντα εναντίον των 3 εφεσιβλήτων/εναγομένων, με την οποία αξιώνετο το ποσό των ΛΚ33.177 πλέον τόκο προς 9% ετησίως από τις 31.10.00 «λόγω παράβασης συμφωνίας Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου, παράβαση εμπιστευτικής σχέσης, σχέσης καταπιστεύματος, σχέσης αντιπροσωπείας, επαγγελματικής αμελείας, απάτη και παραπλάνηση συνεπεία απόκρυψης ουσιωδών πληροφοριών, καταχρηστική εφαρμογή και λειτουργία σε βάρος του ενάγοντα του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού».
Στην Έκθεση Υπεράσπισης τους οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αρνούνται ότι παραβίασαν οποιονδήποτε όρο της συμφωνίας και ότι επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο τον εφεσείοντα να συμβληθεί μαζί τους ή ότι υποσχέθηκαν σ' αυτόν ότι το σχέδιο θα είχε οικονομική επιτυχία. Υπήρξε άρνηση και της θέσης ότι είχαν οποιανδήποτε σχέση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του ή ότι άσκησαν όποιας μορφής πίεσης σ' αυτόν.
Προσθέτως, εκτός των πιο πάνω, η εφεσίβλητη 3, αναφέρει ότι ο ρόλος της περιοριζόταν στην εκτέλεση εντολών του εφεσείοντα για αγορά και πώληση αξιών και ότι ουδέποτε ανέλαβε τη διαχείρηση του επίδικου λογαριασμού.
Για την πλευρά του εφεσείοντα κατέθεσε ο ίδιος καθώς και ο Μ.Ε.2 Π. Κωνσταντίνου, παρουσιαζόμενος ως αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 3, ο οποίος και συμφώνησε σε υποβολή ότι η τελευταία δεν ασχολείτο με διαχείριση χαρτοφυλακίου.
Για την πλευρά των εφεσιβλήτων 1 και 2 έδωσε μαρτυρία ο ΜΥ1, διευθύνων σύμβουλος της πρώτης, ενώ για την εφεσίβλητη 3 ο διευθύνων σύμβουλος της SLS, MΥ2 Λ. Λοΐζου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προχώρησε σε επιμέρους και συνολική θεώρηση της μαρτυρίας, έκρινε ως εντελώς αναξιόπιστους τους ΜΕ1 και 2, ενώ έκρινε ως αξιόπιστους τους ΜΥ1 και 2, επισημαίνοντας μάλιστα ότι κύρια υποβολή του δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν η μη δικογραφημένη θέση ότι ετοίμασαν μια συμφωνία χρηματοδότησης επενδυτικού σχεδίου που δεν μπορούσε να παραβιαστεί από την εφεσίβλητη 2, λόγω της διατύπωσης αυτής.
Με βάση λοιπόν το έργο της αξιολόγησης πρωτοδίκως διατυπώθηκαν τα εξής ευρήματα:
«Η εναγόμενη 1, δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εισηγμένη στο ΧΑΚ, είναι χρηματοδοτικός οργανισμός και παρέχει σε πελάτες δάνεια και πιστωτικές διευκολύνσεις περιλαμβανομένων και επενδυτικών σχεδίων μέσω ειδικών λογαριασμών για επενδύσεις στο ΧΑΚ. Στις 20.4.00 ο ενάγοντας υπέβαλε στην εναγόμενη 1 αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο, Τεκμήριο 11. Με την έγκριση των πιστωτικών διευκολύνσεων με όριο ΛΚ10000 υπεγράφη η συμφωνία Τεκμήριο 12 μεταξύ του ενάγοντα και των εναγομένων 1, 2 και 3. Ταυτόχρονα ο ενάγοντας υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διόριζε την εναγόμενη 3 πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του.
Με την υπογραφή της συμφωνίας η εναγόμενη 1 άνοιξε λογαριασμό στο όνομα του ενάγοντα με κωδικό αριθμό EFC9848 και έθεσε στη διάθεση του όριο ΛΚ10000. Ο ενάγοντας όπως είχε υποχρέωση με βάση τη συμφωνία μεταβίβασε στην εναγόμενη 2, 1500 μετοχές Libra Holidays Group Ltd και 4165 μετοχές Options Cassoulides Ltd. Στις 19.5.00 με τροποποιητική συμφωνία Τεκμήριο 13 το όριο του ενάγοντα αυξήθηκε σε ΛΚ20000.
Στα πλαίσια της συμφωνίας οι αξίες του ενάγοντα εγγράφονταν στο όνομα της Ellinas Finance Custodian Ltd. Η εναγόμενη 3 ως χρηματιστής του ενάγοντα διαβίβαζε μέσω του ΜΕ2 στο ΧΑΚ εντολές του ενάγοντα και ενημέρωνε την εναγόμενη 1 με το Τεκμήριο 26, πινακίδια συναλλαγής. Η εναγόμενη 1 βασιζόμενη σ' αυτά πλήρωνε το συνολικό ποσό του πινακιδίου στον χρηματιστή και χρέωνε το λογαριασμό του ενάγοντα και είσπραττε το καθαρό ποσό του κάθε πινακιδίου και πίστωνε το λογαριασμό του ενάγοντα. Στον ενάγοντα αποστέλλονταν καταστάσεις λογαριασμού μηνιαίως με τις οποίες δεν διαφώνησε.
Η εναγόμενη 1 από καιρού εις καιρό απέστελλε στον ενάγοντα επιστολές με τις οποίες τον καλούσε να φέρει στην εναγόμενη 1 επιπρόσθετες εξασφαλίσεις, υπό τη μορφή αξιών ή μετρητών που θα πιστώνονταν στο λογαριασμό του. Ο ενάγοντας έλαβε τις προειδοποιητικές επιστολές που του απέστειλε η εναγόμενη 1 ημερομηνίας 20.9.00 (Τεκμήριο 15), 4.4.01 (Τεκμήριο 16) και 25.1.02 (Τεκμήριο 17). Ο ενάγοντας παρέλαβε επίσης την επιστολή των δικηγόρων της εναγόμενης 1 ημερομηνίας 27.6.02 ενώ απέστειλε στην εναγόμενη 1 σχετική επιστολή (Τεκμήριο 18).
Ο ενάγοντας μεταβίβασε στην εναγόμενη 2 κατά ή περί τις 14.6.00 1.388 μετοχές DEMETRA EPENDITIKI LTD και 278 DEMETRA EPENDITIKI LTD warrants, στις 31.10.00 28.000 μετοχές DRAKE INVESTMENTS LTD, στις 23.11.00 500 μετοχές ΕLLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LTD και 100 warrants της ίδιας εταιρείας, στις 28.6.00 4000 μετοχές ΚΥΚΝΟΣ ΕΤΕRIA EPENDISEON HARTOFILAKIOU LTD,1.500 μετοχές LIBRA HOLIDAYS GROUP LTD, στις 13.6.01 4165 μετοχές OPTIONS CASSOULIDES LTD και στις 9.1.01 2000 μετοχές LIBRA HOLIDAYS GROUP LTD.
Λόγω της άρνησης του ενάγοντα να ανταποκριθεί στις επιστολές της εναγόμενης 1 και μετά την αποστολή του Τεκμηρίου 30 η εναγόμενη 1 έδωσε εντολές μέσω της εναγόμενης 2 στον χρηματιστή να πωλήσει όλες τις αξίες του ενάγοντα και απέστειλαν επιστολή τερματισμού, Τεκμήριο 6 με την οποία απαίτησαν πληρωμή του ποσού των ΛΚ16553,79 πλέον τόκο 8.5% από 18.6.02 μέχρι εξοφλήσεως. Το υπόλοιπο φαίνεται στο Τεκμήριο 14. Ο ενάγοντας δεν έχει μέχρι σήμερα καταβάλει οποιοδήποτε ποσό.»
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός της απόρριψης της αγωγής, εξέδωσε και απόφαση στη βάση της ανταπαίτησης υπέρ της εφεσίβλητης 1 και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €28.265,01 (ΛΚ16542,79) με τόκο προς 8.5% ετησίως από 18.6.02 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα.
Επί της νομικής πτυχής το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τις επιμέρους θέσεις που είχε προωθήσει ο εφεσείων, έκρινε ότι κανένας από τους εφεσίβλητους δεν ανέλαβε την υποχρέωση για πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντα σε οποιονδήποτε στάδιο και ότι η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε. Αυτό το έπραξε με αναφορά στη σχετική νομολογία. (βλ. Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238). Πρόσθετα κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη 3 είχε το ρόλο εκτέλεσης των οδηγιών του εφεσείοντα και ότι ο ΜΕ2 δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντιπρόσωπος της εφεσίβλητης 3. Εν κατακλείδι θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας που να στοιχειοθετεί επαγγελματική αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Ο εφεσείων προβάλλει πολλαπλούς και πολυσχιδείς λόγους έφεσης οι οποίοι για σκοπούς ευκολίας μπορούν να καταταχθούν όπως ομαδοποιήθηκαν ως ακολούθως:
Α. Εσφαλμένη ερμηνεία όρων λειτουργίας και σχεδίου χρηματοδότησης.
Λόγοι έφεσης αρ. 2, 3, 9, 12 και 24.
Β. Ευθύνη εφεσίβλητης 2 ως καταπιστευματοδόχου.
Λόγοι έφεσης αρ. 4, 5, 6, 7 και 27.
Γ. Ευθύνη εφεσίβλητης 3, ως χρηματιστή.
Λόγοι έφεσης αρ. 10, 15, 18 και 27.
Δ. Υποχρέωση προς πώληση για αποφυγή ζημίας της ίδιας της εφεσίβλητης 1 και/ή διαζευκτικά έστω και δικαίωμα να είχε η εφεσίβλητη 1, η παράλειψη της να το εξασκήσει προς μετριασμό της ζημιάς της, την εμποδίζει να ανταπαιτεί οτιδήποτε από τον ενάγοντα.
Λόγοι έφεσης αρ. 10, 11, 12, 14, 17, 18, 19, 20 και 25.
Ε. Αξιοπιστία μαρτύρων.
Λόγοι έφεσης αρ. 21, 22 και 23.
(Σημειώνεται ότι ο εφεσείων έχει αποσύρει τους λόγους έφεσης 1, 8, 13, 16 και 26).
Σε σχέση με την ενότητα Ε θα είμαστε λακωνικοί. Τίποτε από τους δοθέντες λόγους δεν κατέδειξαν λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στο πεδίον της αξιολόγησης μαρτυρίας. Όπως είναι γνωστό η αξιολόγηση μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο εάν τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεκτεί. (βλ. Παπακόκκινου ν. Σμιρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236). Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε λιτά αλλά αρκούντως περιεκτικά τα κενά και τις αντιφάσεις στους ΜΕ, επισημαίνοντας παράλληλα και την εν γένει πτωχή εντύπωση που άφησαν στο Δικαστήριο οι μάρτυρες αυτοί. Εν αντιθέσει εξήγησε γιατί ο ΜΥ1 και ΜΥ2 ήσαν θετικοί μάρτυρες παρά την μακρά και πιεστική αντεξέταση τους. Παρατήρησε περαιτέρω ότι η μαρτυρία τους ήταν ομοιογενής χωρίς αντιφάσεις. Ενώ επεσήμανε ταυτόχρονα τις υποβολές που δίδονταν από την πλευρά του εφεσείοντα οι οποίες παρουσιάζονταν χωρίς δικογραφικό υπόστρωμα, κάτι το οποίο ως είναι νομολογημένο έχει τη σημασία του σε σχέση με την αξιοπιστία. Η προσπάθεια διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων ως εν προκειμένω, με εμφανή στόχο την ενδυνάμωση της υπόθεσης πλήττει καίρια την αξιοπιστία της πλευράς η οποία το πράττει. (βλ. Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836). Στη βάση δε αυτής της θεώρησης μας επί της πρωτόδικης αξιολόγησης δεν έχουν έρεισμα τα παράπονα του εφεσείοντα, ευρισκόμενα διάσπαρτα σε αρκετούς λόγους έφεσης, για το ρόλο που έπρεπε να αποδοθεί στο ΜΕ2 ως αντιπροσώπου των εφεσιβλήτων, αφού η εκδοχή του δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη.
Ερχόμενοι στους λόγους έφεσης της Α, Β και Δ ενότητας ως ανωτέρω, μπορούμε με άνεση να πούμε ότι όλες οι πιο πάνω θέσεις έχουν αποφασιστεί από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μάλιστα σε σχετική ερώτηση μας προς την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα εάν υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί την παρούσα υπόθεση με την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου απάντησε ότι η διαφοροποίηση υπάρχει μόνο ως προς την ευθύνη της εφεσίβλητης 3.
Η επίδικη σχέση του διαδίκου προσδιορίζεται κυρίως από τη «Συμφωνία Χρηματοδοτήσεως Επενδυτικού Σχεδίου» ημερ. 4.5.2000, τεκμ. 12, στην οποία ο εφεσείων χαρακτηρίζεται ως ο «Επενδυτής», η εφεσίβλητη 1 ως η «εταιρεία», η εφεσίβλητη 2 ως η «θυγατρική εταιρεία» και η εφεσίβλητη 3 ως «χρηματιστής».
Σε συνάρτηση με την κύρια θέση του εφεσείοντος ότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η εφεσίβλητη 1 υπείχε θέση διαχειριστή και/ή εμπιστευματοδόχου και/ή θεματοφύλακα με την εφεσίβλητη 2 του λογαριασμού του εφεσείοντος και τις συναφείς θέσεις, ως η προβαλλόμενη ως υποχρέωση για τις εφεσίβλητες 1 και 3 για πώληση των ενεχυριασμένων μετοχών, ορθά έγινε πρωτοδίκως αναφορά στους όρους 2(Ε) και 2(ΣΤ) της πιο πάνω συμφωνίας, τεκμ. 12 και ορθά υπεδείχθη ότι από το κείμενο των πιο πάνω όρων αυτής δεν προκύπτει ότι υπήρξε ανάληψη υποχρέωσης για πώληση των μετοχών του εφεσείοντος σ' οποιοδήποτε στάδιο, ενώ η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε.
Άμεσα σχετικές είναι επ' αυτού οι αποφάσεις Συρίμη και Καλλικά, ανωτέρω, τις οποίες θεωρούμε ότι επιλύουν δεσμευτικά όλα τα επίδικα ως πιο πάνω θέματα, όπως ορθά εξήγησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εξ άλλου, πριν λίγες μέρες είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε τα λεχθέντα στις πιο πάνω υποθέσεις (βλ. Κουλλαπής ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1 Α.Α.Δ. 2376, ECLI:CY:AD:2015:A751) όπου συνοψίζεται όλη η σχετική νομολογία αλλά και προηγουμένως από Εφετείο με άλλη σύνθεση στη Φιλής ν. Ellinas Finance κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2118, ECLI:CY:AD:2015:A671).
Επί των λοιπών προβαλλομένων θεμάτων (ερμηνεία άρθρων του περί Συμβάσεων Νόμου, περί καταχρηστικών ρητρών, ιδιότητα συμβαλλομένου, κ.λπ) η υπάρχουσα ad hoc νομολογία τα έχει επιλύσει και τίποτε νέο δεν μας έχει τεθεί, ώστε να χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν ή επαναξιολογηθούν.
Στην Κουλλαπής ν. Εθνική Τράπεζα (ανωτέρω) ακριβώς επισημάναμε τα ακόλουθα:
«Η εισήγηση του Εφεσείοντος ότι θα πρέπει να αποστούμε από τη νομολογία που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Έκδοση του Victor N. Makushin (Aρ. 1) (2012) 1 Α ΑΑΔ 20, «Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο) ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου.» (Βλ. επίσης Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/08, ημερ. 7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474, στην οποία συζητήθηκαν εκτενώς τα στενά περιθώρια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις).
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί από τα εκτεταμένα επιχειρήματα του Εφεσείοντος, ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις για απόκλιση. Δεν διαπιστώνουμε ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη καθ' οιονδήποτε τρόπο ή ότι υπάρχει οποιοσδήποτε σημαντικός λόγος για απόκλιση. Αντίθετα, η νομολογία επιβεβαιώθηκε πλειστάκις τα τελευταία πέντε χρόνια από διαφορετικές συνθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εμμονή του Εφεσείοντος να πείσει περί του αντιθέτου, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί παράλογη και πεισματική.»
Ερχόμενοι στη μόνη ενότητα λόγων (ενότητα Γ) που κατά την ίδια την εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα δεν καλύπτεται από τις προηγούμενες αυθεντίες ή που πρέπει να τύχει διαφοροποίησης, δηλαδή την ευθύνη της εφεσίβλητης 3, παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Η ιδιότητα της εφεσίβλητης 3 προσδιορίζεται ευθέως και άμεσα από το τεκμ. 12 ως ο «χρηματιστής».
Η κα Δημητρό μας υπέδειξε τον όρο 1(Δ) ως τέτοιου περιεχομένου ώστε να θεωρήσουμε ότι η εφεσίβλητη 3 ενεργεί ως «Διαχειριστής» και συνεπώς με συμβατική ευθύνη τέτοια, ως εισηγείται, ώστε να θεωρείται πληρεξούσιος αντιπρόσωπος με τέτοια δυνατότητα (βλ.τεκμ. 2 και άλλα συναφή τεκμήρια).
Θέτουμε στη συνέχεια τον όρο 1(Δ) εκ του τεκμ. 12:
«(Δ) Ο Επενδυτής παρέχει δια του παρόντος εκ μέρους του και εκ μέρους των διαδόχων και εκδοχέων του (successors and assigns) ανέκκλητη εξουσιοδότηση στο Χρηματιστή και στους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους του Χρηματιστή να διαχειρίζονται και/ή να χειρίζονται το Λογαριασμό για σκοπούς της Συμφωνίας και αναγνωρίζει και δηλώνει ότι ανέκκλητα παραιτείται οποιουδήποτε δικαιώματος να παρέχει εντολές ή οδηγίες προς την Εταιρεία αναφορικά με το Λογαριασμό, τη διαχείριση και/ή το χειρισμό του.»
Μ' όλο το σεβασμό, δεν προκύπτει ούτε από το ίδιο το περιεχόμενο του όρου αλλά και των λοιπών σημείων που εγείρονται (στο περίγραμμα αγορεύσεων εφεσείοντα) ότι είναι βάσιμες οι θέσεις του εφεσείοντος.
Oι πιο πάνω υποθέσεις είναι σχετικές, είτε ο «χρηματιστής» ήταν διάδικος, είτε όχι.
Στη Νικολάου ν. Ellinas Finance Ltd κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2392, τα γεγονότα ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με την παρούσα, παρά το ότι για τους χρηματιστές (εναγόμενους 3) η αγωγή αποσύρθηκε. Υπήρχαν και παρόμοιου τύπου πληρεξούσια.
Στη Νικολάου λέχθηκαν τα εξής:
«Όπως εξηγείται στη Συρίμη με αναφορά στη China and South Sea Bank v. Tan [1989] 3 All E.R. 839, η μόνη υποχρέωση της χρηματοδότριας εταιρείας, η οποία εξισώνεται με ενεχυροδανειστή, είναι ότι σε περίπτωση που αποφασίσει να ασκήσει το δικαίωμα πώλησης, να το πράξει επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια.»
Θεωρούμε ότι το ίδιο ισχύει και εν προκειμένω. Εξ άλλου πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σχεδόν σε όλους τους λόγους έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα ενώ τους παρουσιάζει πρωταρχικά ως τεχνικά νομικούς λόγους, εν τέλει στην ανάλυση τους, τους συμπλέκει με υποδεικνυόμενα λάθη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ώστε να μην αποδοθούν συγκεκριμένες ιδιότητες στους μάρτυρες και τους διαδίκους. Ξεκαθαρίζουμε λοιπόν για ακόμα μια φορά ότι επί του έργου της αξιολόγησης δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Από την ίδια τη φρασεολογία της Συμφωνίας προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι 3 δεν ανέλαβαν τη διαχείριση του εφεσείοντα υπό την έννοια του management ή under discretion, χωρίς εντολές του ιδιοκτήτη. Όπως σωστά υποδεικνύει ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης 3 αν υπήρχε τέτοιο θέμα θα έπρεπε η Συμφωνία να περιλάμβανε και συγκεκριμένους όρους για τις επενδύσεις που ο εφεσείων θα ήθελε να αποκλεισθούν, την πληρωτέα αμοιβή κλπ..
Εκτός από τη Συμφωνία και η μαρτυρία που δόθηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα αναφορικά με τις ειδικές εντολές που έδιδε στην εφεσίβλητη 3 ακριβώς υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε τέτοια διαχείριση των αξιών του εφεσείοντος ως η εισήγηση του.
Στη βάση των πιο πάνω παρουσιάζεται εύλογο το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι καμιά από τις εφεσίβλητες δεν ανέλαβε την υποχρέωση για πώληση των μετοχών του χαρτοφυλακίου του εφεσείοντος σε οποιοδήποτε στάδιο και ότι η εφεσίβλητη 1 μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα της για πώληση οποτεδήποτε επέλεγε.
Χρήσιμο δε είναι να σημειώσουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την ανάλυση της πιο πάνω νομολογίας καταλήγει και ως εξής:
«Θεωρώ ότι τα πιο πάνω καλύπτουν και την εισήγηση του κου Παπαντωνίου στην ενότητα 12 ότι η εναγόμενη 3 ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος δεν είχε απλώς ρόλο εκτέλεσης των οδηγιών του ενάγοντα αλλά μπορούσε αυτεπάγγελτα να διαχειρίζεται το λογαριασμό του ενάγοντα. αναφέρω προς τούτο ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου ίχνος μαρτυρίας ότι η εναγόμενη 3 ενεργούσε ως διαχειριστής των αξιών του ενάγοντα.»
Ακόμα αδιατάρακτο παραμένει το πρωτόδικο εύρημα ως συναρτώμενο με το έργο της αξιολόγησης ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει τεθεί αξιόπιστη μαρτυρία που να υποδεικνύει αμέλεια των εφεσιβλήτων.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η έφεση είναι αβάσιμη στην ολότητα της και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.