ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A753

(2015) 1 ΑΑΔ 2404

17 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, 133(Ι)/2004,

 

SHINI-MEHRABZADEH SAID,

 

Εφεσείων - Εκζητούμενος,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2015)

 

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Η απουσία του εκζητούμενου προσώπου από τη δίκη του δεν οδηγεί, αφ' εαυτής, σε παραβίαση οποιουδήποτε θεμελιώδους δικαιώματος ― Η ίδια η Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ προβλέπει για την εκτέλεση εντάλματος παρά την απουσία εκζητουμένου από τη δίκη του ― Επικύρωση απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε Ε.Ε.Σ.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ― Κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Η αναζήτηση πληροφοριών κατά τα διαλαμβανόμενα στο νόμο, ήτοι μέσω της Κεντρικής Αρχής, διασφαλίζει τον συντονισμό και τη συνεχή εμπλοκή της υπό αναφορά Αρχής και επιβεβαιώνει τον επικουρικό ρόλο της, όπως αποτυπώνεται στο Άρθρο 5 του Νόμου ― Το Άρθρο 21(2) του Νόμου, προβλέπει για απευθείας επαφή της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, χωρίς την παρεμβολή της Κεντρικής Αρχής.

 

Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης ― Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν υπεισέρχεται να ερμηνεύσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του κράτους-μέλους, από το οποίο προήλθε το ΕΕΣ, όσον αφορά στο θέμα των νομικών εγγυήσεων για επανεκδίκαση της υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του ερήμην.

 

Επαρχιακό Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης προς παράδοση του Εφεσείοντα στην Σλοβακία για την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, τεσσάρων χρόνων φυλάκισης, η οποία εκκρεμούσε.

 

Ο Εκζητούμενος συνελήφθη στις 20.8.15 από την Αστυνομία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 17(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης Νόμου, 133(Ι)/2004 και ακολούθως οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

 

Δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή του και ακολούθησε διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας κατατέθηκαν ως τεκμήρια αριθμός εγγράφων και παρουσιάστηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου η προφορική μαρτυρία αρμόδιου λειτουργού της Κεντρικής Αρχής, ήτοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Μαρτυρία έδωσε και ο ίδιος ο Εκζητούμενος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέπτυξε τη νομική διάσταση του ενώπιόν του αιτήματος, κατέληξε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις, τυπικές και ουσιαστικές, για εκτέλεση του εντάλματος και παράδοση του Εκζητουμένου στις αρχές της Σλοβακίας. Με αυτά ως δεδομένα προχώρησε, στις 30.9.2015, στην έκδοση ανάλογου διατάγματος εκτέλεσης του υπό αναφορά Εντάλματος.

 

Η έφεση με την οποία επιζητήθηκε η ανατροπή της πιο πάνω απόφασης, στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Λόγοι έφεσης 1 και 3:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως από το ενώπιον του υλικό είχε στοιχειοθετηθεί ότι θα παρέχονταν στον Εφεσείοντα, σε περίπτωση έκδοσής του, οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 14(2) του Νόμου.

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στα αρχικά στάδια της πορείας της ακρόασης, η Κεντρική Αρχή, παραδεχόμενη ότι απουσίαζαν οι υπό αναφορά νομικές εγγυήσεις, ζήτησε χρόνο και απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές της Σλοβακίας. Σε επόμενη δικάσιμο, ημερομηνίας 10.9.2015, κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σειρά σχετικών τεκμηρίων.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στήριξε ουσιαστικά τη θέση του περί παροχής στον Εφεσείοντα των νομικών εγγυήσεων που θεσπίζονται στο Άρθρο 14 του Νόμου στις παρατεθείσες αναφορές περί εγγυήσεων. Η προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα ήταν ότι οι αναφορές αυτές δεν καλύπτουν σε καμία περίπτωση τις προαναφερόμενες νομικές εγγυήσεις και πως, εν πάση περιπτώσει, δεν παραπέμπουν στις εγγυήσεις της Απόφασης-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ.

 

3.  Σύμφωνα με το Άρθρο 21(2) του Νόμου σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, «ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων».

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας την ευχέρεια που του παρέχεται από το άρθρο αυτό του Νόμου αποφάσισε να ζητήσει διευκρινίσεις από την αρμόδια αρχή έκδοσης. Σχετικά ενημέρωσε τις δύο πλευρές στις 15 Σεπτεμβρίου, 2015 και ακολούθως στις 17 Σεπτεμβρίου, 2015 και ενώ η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη.

 

5.  Παρά την, εκ πρώτης όψεως, αντιφατική συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την, όπως διεφάνη τελικά, αχρείαστη αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων, προσεκτική αντίκρυση του όλου θέματος και του τελικού χειρισμού κατεδείκνυε ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη βάση που οι συνήγοροι του Εκζητουμένου εισηγήθηκαν.

 

6.  Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο η εξέταση του ενώπιόν του αιτήματος  θα έπρεπε να γίνει, όπως και έγινε, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Άλλωστε, η αναζήτηση περαιτέρω λεπτομερειών και διευκρινίσεων σκοπό είχε τη διευκόλυνση της διαδικασίας και την αποφυγή της ταλαιπωρίας του Δικαστηρίου να ανατρέξει στα διάσπαρτα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς εντοπισμό των αναγκαίων στοιχείων για θεμελίωση του αιτήματος.

 

7.  Ούτε ήταν βάσιμη η εισήγηση της πλευράς του Εκζητουμένου ότι η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 21(2) του Νόμου, οδήγησε σε παραπλάνηση και πρόκληση αδικίας.

 

8.  Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 και προτού παρουσιάσει την όποια μαρτυρία της η πλευρά του Εκζητουμένου, το Δικαστήριο ενημέρωσε ότι οι πληροφορίες δεν λήφθηκαν και ότι η διαδικασία ακρόασης θα προχωρούσε. Στο στάδιο αυτό ο Εκζητούμενος έδωσε τη δική του ένορκη μαρτυρία. Είχε, συνεπώς, κάθε ευχέρεια να αξιολογήσει τη θέση του, γνωρίζοντας το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων και να παρουσιάσει την υπόθεσή του και τα όποια στοιχεία έκρινε σκόπιμο ότι ήταν αναγκαία προς υποβοήθηση των εισηγήσεών του.

 

9.  Στην υπό κρίση περίπτωση, στην παράγραφο (δ) του υπό εξέταση εντάλματος δεν συμπληρώθηκε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο πέραν της αναφοράς ότι η απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του ενδιαφερομένου.

 

10. Τέθηκε όμως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το πλέγμα των νομικών εγγυήσεων με τα σχετικά τεκμήρια. Υπό το φως αυτών των δεδομένων το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ως προς την επάρκεια των εγγυήσεων και στην άσκηση της εξουσίας του προς την κατεύθυνση απόρριψης των ενστάσεων του Εκζητουμένου και έγκρισης του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος και παράδοση του Εκζητουμένου στις σλοβακικές αρχές.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα διακριτική ευχέρεια στην πορεία εξέτασης του αιτήματος για παράδοση του Εκζητουμένου.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο εξεταζόμενος αυτός λόγος ήταν έκθετος σε απόρριψη καθότι η αποτυχία των λόγων έφεσης 1 και 3 τον καθιστά, αναπόδραστα, άνευ αντικειμένου.

2.    Δεν τίθεται ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αλλά υποχρεωτικής εκτέλεσης του εντάλματος, με βάση την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της συνδρομής και εγκυρότητας των νομικών εγγυήσεων.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Η ερήμην καταδίκη του Εκζητουμένου και το αίτημα παράδοσής του για έκτιση της αντίστοιχης ποινής, συνιστούσαν παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η απουσία του εκζητούμενου προσώπου από τη δίκη του δεν οδηγεί, αφ' εαυτής, σε παραβίαση οποιουδήποτε θεμελιώδους δικαιώματος. Η ίδια η Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ προβλέπει για την εκτέλεση εντάλματος παρά την απουσία εκζητουμένου από τη δίκη, με πρόνοιες για τη διασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης.

 

2.  Οι δικονομικές εγγυήσεις που δόθηκαν στην υπό κρίση περίπτωση κρίθησαν ικανοποιητικές για σκοπούς εκτέλεσης του εντάλματος και, συνεπώς, δεν τίθετο ζήτημα παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος του Εκζητουμένου.

 

Πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση των ενώπιον του στοιχείων ή/και αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιόν του αναντίλεκτη μαρτυρία.

 

β)  Δεν στάθμισε τις περιστάσεις και τις προσωπικές συνθήκες του Εκζητουμένου και παρέλειψε να διασφαλίσει τα δικαιώματά του.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε την ενώπιόν του υπόθεση υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα έκδοσης ΕΕΣ. Υπό το πρίσμα αυτό αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και, ως είναι επιβεβλημένο, επικεντρώθηκε στα όσα ουσιαστικά και μόνο ενδιέφεραν.

 

2.  Με τον τελευταίο λόγο, ετέθη ουσιαστικά, ότι η παράδοση του Εκζητουμένου θα είναι άδικη και καταπιεστική ένεκα της καθυστέρησης που μεσολάβησε και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ερήμην του στη Σλοβακία.

3.    Όπως είναι νομολογημένο, η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη, πάντοτε κατ' ισχυρισμό, των αδικημάτων, δεν αποτελεί από μόνη της λόγο μη έκδοσης. Θα πρέπει να τεκμηριωθεί με μαρτυρία ότι, υπό το φως της καθυστέρησης, η παράδοση θα καθίστατο άδικη και καταπιεστική.

 

4.  Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν τεκμηριώθηκε τέτοια βάση γεγονότων. Αντίθετα, η όλη διαδικασία διερεύνησης στη Σλοβακία προχώρησε χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, με τη συμμετοχή μάλιστα του Εκζητουμένου μέχρι και το στάδιο των ανακρίσεων.

 

5.  Υπό τις συνθήκες αυτές ο Εκζητούμενος γνώριζε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη εναντίον του ποινική διαδικασία και μάλιστα εκπροσωπείτο από δικηγόρο στο στάδιο αυτό. Η αδυναμία εντοπισμού του στη συνέχεια οφειλόταν στο γεγονός ότι άλλαξε διεύθυνση χωρίς να ενημερώσει, ως είχε υποχρέωση, τις αρμόδιες αρχές.

 

6.  Παρά ταύτα, όπως είναι καταγραμμένο στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, τον εκπροσωπούσε στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, δικηγόρος που διορίστηκε από το κράτος και ήταν ο ίδιος δικηγόρος ο οποίος παρουσιάστηκε κατά το στάδιο των ανακρίσεων.

 

7.  Επιπρόσθετα, οι Αρχές της Σλοβακίας εγγυήθηκαν τη δυνατότητα του Εκζητουμένου να αιτηθεί επανεκδίκασης. Επιπλέον τίποτα ουσιαστικό δεν διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές συνθήκες του Εκζητουμένου στο μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473,

 

Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 519,

 

Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546,

 

Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764,

 

Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrukwa (2014) 1 Α.Α.Δ. 495, ECLI:CY:AD:2014:A160,

 

Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, ECLI:CY:AD:2014:A313,

Hadwen v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ. 1680, ECLI:CY:AD:2014:A537,

 

Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 Α.Α.Δ. 433, ECLI:CY:AD:2015:A155,

 

Pomiechowski v. Poland [2012] EWHC 3161.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εκζητούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Αρ. 6/2015), ημερομ. 30/9/2015.

 

Α. Πελεκάνος και Γ. Πολυχρόνης, για τον Εφεσείοντα.

 

Π. Ευθυβούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Povazska Bystrica, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (το Ένταλμα) προς παράδοση του Εφεσείοντα στην Σλοβακία για την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, τεσσάρων χρόνων φυλάκισης, η οποία εκκρεμεί.

 

Ο Εκζητούμενος συνελήφθη στις 20.8.15 από την Αστυνομία της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 17(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, Ν. 133(Ι)/2004 (ο Νόμος) και ακολούθως οδηγήθηκε ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Ο Εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοσή του και ακολούθησε διαδικασία ακρόασης της υπόθεσης, στα πλαίσια της οποίας κατατέθηκαν ως τεκμήρια αριθμός εγγράφων και παρουσιάστηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου η προφορική μαρτυρία αρμόδιου λειτουργού της Κεντρικής Αρχής, ήτοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Μαρτυρία έδωσε και ο ίδιος ο Εκζητούμενος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέπτυξε τη νομική διάσταση του ενώπιόν του αιτήματος, κατέληξε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις, τυπικές και ουσιαστικές, για εκτέλεση του εντάλματος και παράδοση του Εκζητουμένου στις αρχές της Σλοβακίας. Με αυτά ως δεδομένα προχώρησε, στις 30.9.2015, στην έκδοση ανάλογου διατάγματος εκτέλεσης του υπό αναφορά Εντάλματος.

 

Η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης συνιστά το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Οι έξι λόγοι έφεσης περιστρέφονται, γενικά, γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου Εντάλματος, χωρίς να σταθμίσει τα δικαιώματα του Εκζητουμένου και ακόμη, ότι λανθασμένα κατέληξε πως από το ενώπιον του υλικό στοιχειοθετούνταν οι προβλεπόμενες εγγυήσεις του Άρθρου 14(2) του Νόμου.

 

Προτού παραθέσουμε με λεπτομέρεια την αιτιολογία των λόγων έφεσης και τις αντίστοιχες θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε, επιγραμματικά, τους βασικούς σκοπούς του Νόμου και τους στόχους της όλης διαδικασίας που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ):

 

Οι λόγοι που οδήγησαν στη θέσπιση του ΕΕΣ και η όλη φιλοσοφία που το διέπει, κινούνται γύρω από την ανάγκη παροχής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξή τους ή που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος-μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος-μέλος. Στόχος της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να συλλαμβάνονται και να παραδίδονται οι εμπλεκόμενοι χωρίς ιδιαίτερες, περίπλοκες, διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Είναι για το λόγο αυτό που η όλη διαδικασία σύλληψης και παράδοσης είναι ιδιόμορφη και εστιάζει στην απλοποίηση της δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών-μελών και στη γρήγορη και αποτελεσματική διεκπεραίωσή της. Οι βασικές αυτές παράμετροι, σε συνδυασμό με την ανάγκη για διαφύλαξη των θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του κάθε εκζητούμενου προσώπου, έχουν κατ' επανάληψη τεθεί και υιοθετηθεί από τη νομολογία μας (Hadjiametovic v. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 519, Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(B) Α.Α.Δ. 1546, Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(Β) A.A. 1764, Γενικός Εισαγγελέας ν. Mrukwa (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A160Α.Α.Δ. 495, Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A313Α.Α.Δ. 937,  Ηadwen v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:A537Α.Α.Δ. 1680, Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1 , ECLI:CY:AD:2015:A155Α.Α.Δ. 433). Ο όλος μηχανισμός που καλύπτει το ΕΕΣ βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών και - κατ' ακολουθία της αιτιολογικής σκέψης 10 που παρατίθεται στο προοίμιο της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ - η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνο στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος-μέλος των αρχών που διατυπώνονται στην πρώτη παράγραφο του Άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή �Ένωση. Ήτοι των αρχών της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη-μέλη. Με αυτά ως δεδομένα τα δικαστήρια των κρατών-μελών θα πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά την πορεία εξέτασης ΕΕΣ, έχοντας πάντα κατά νουν ότι κάθε τέτοιο ένταλμα εκτελείται βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2002/584/ΔΕΥ, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2002, όπως τροποποιήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, ημερομηνίας 26 Φεβρουαρίου 2009. Αποφάσεις που μεταφέρθηκαν στο κυπριακό δίκαιο με τον Νόμο 133(Ι)/2004.

 

Με οδηγό τα πιο πάνω θα προχωρήσουμε στην εξέταση των ενώπιόν μας λόγων έφεσης.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 προωθήθηκαν, λόγω της αλληλοσύνδεσής τους, από κοινού. Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως από το ενώπιον του υλικό είχε στοιχειοθετηθεί ότι θα παρέχονταν στον Εφεσείοντα, σε περίπτωση έκδοσής του, οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 14(2) του Νόμου.

 

Το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο καλύπτει τους υπό εξέταση λόγους έφεσης παραμένει αδιαμφισβήτητο. Όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, στα αρχικά στάδια της πορείας της ακρόασης, η Κεντρική Αρχή, παραδεχόμενη ότι απουσίαζαν οι υπό αναφορά νομικές εγγυήσεις, ζήτησε χρόνο και απευθύνθηκε στις αρμόδιες αρχές της Σλοβακίας. Σε επόμενη δικάσιμο, ημερομηνίας 10.9.2015, κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σειρά τεκμηρίων μεταξύ των οποίων τα τεκμήρια Η9, Η12 και Η14 (όπως προσδιορίστηκε πρωτοδίκως, Η, κατά το αγγλικό Hearing).

 

Στα τεκμήρια Η9 και Η14 (supplemented/corrected EAW) παρατίθεται η παράγραφος 362(1) της Ποινικής Δικονομίας της Δημοκρατίας της Σλοβακίας (Law no. 301/2005Z.z. Criminal Procedure), η οποία προβλέπει, σε σχέση με αποφάσεις που λήφθηκαν στην απουσία κατηγορουμένου:

«(1) Convicted in proceedings under the Part shall have the right to apply for a re-hearing of his case by a court in the presence on non-compliance pursuant to §358 paragraph. 1 the expire of six months from the date when he learned of the prosecution or sentencing, not later than the relevant limitation period provided for in the Criminal Code.»

 

Η παράγραφος 358(1) διαλαμβάνει:

 

«(1) Proceedings under this part can be done against whoever avoids prosecution by residing abroad or by hiding (the "loss").»

 

Στο τεκμήριο Η12 η Αρμόδια Αρχή Έκδοσης του Εντάλματος αναφέρει:

 

«As per your request regarding a disclosure of legal guarantees, we would like to advise you that according to the judicial code of Slovac Republic, Mr. SHINI MEHRABZADEH Said will have an opportunity to apply a retrial as in accordance with the Council Framework Decision of 13 June 2002 (2002/584/JHA) Article 5 paragraph 1. .»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στήριξε ουσιαστικά τη θέση του περί παροχής στον Εφεσείοντα των νομικών εγγυήσεων που θεσπίζονται στο Άρθρο 14 του Νόμου στις πιο πάνω αναφορές. Η προσέγγιση της πλευράς του Εφεσείοντα είναι ότι οι αναφορές αυτές δεν καλύπτουν σε καμία περίπτωση τις προαναφερόμενες νομικές εγγυήσεις και πως, εν πάση περιπτώσει, δεν παραπέμπουν στις εγγυήσεις της Απόφασης-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ.

 

Ένα επιπρόσθετο, παραδεκτό, γεγονός, συμπλέκεται και επιβεβαιώνει, κατά την πλευρά του Εφεσείοντα, αντιφατική και αντιδεοντολογική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της συνδρομής των νομικών εγγυήσεων. Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά ημερομηνίας 17.9.2015 ο πρωτόδικος Δικαστής - και ενώ η ακροαματική διαδικασία ήταν σε εξέλιξη - θεώρησε χρήσιμο και υποβοηθητικό να αναζητήσει από την Αρμόδια Αρχή Έκδοσης του Εντάλματος σειρά διευκρινίσεων. Σχετικά ενημέρωσε τις ενδιαφερόμενες πλευρές και τις προμήθευσε με εννεασέλιδο υπόμνημα το οποίο θα απέστελλε ο ίδιος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail). Αφού τοποθετήθηκαν οι δύο πλευρές, το Δικαστήριο απέστειλε το υπόμνημα στην Αρμόδια Αρχή Έκδοσης του Εντάλματος, ορίζοντας ως προθεσμία για την προσκόμιση των διευκρινίσεων την 22α Σεπτεμβρίου και προγραμματίζοντας για συνέχιση τη διαδικασία για τις 25 Σεπτεμβρίου, 2015. Όπως εντοπίζεται στο πρακτικό της εν λόγω ημερομηνίας, δεν δόθηκε οποιαδήποτε απάντηση από τις αρχές της Σλοβακίας και υπό τις συνθήκες αυτές η διαδικασία προχώρησε με την μαρτυρία του Εκζητουμένου και ολοκληρώθηκε με τις αγορεύσεις και την επιφύλαξη της απόφασης, η οποία δόθηκε πέντε μέρες μετά, στις 30.9.2015.

 

Επί των γεγονότων αυτών εδράζεται και η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εκζητουμένου ότι το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τα διαλαμβανόμενα από το Άρθρο 21(2) του Νόμου είχε κρίνει ότι οι πληροφορίες που είχαν διαβιβασθεί από το κράτος-μέλος της έκδοσης του Εντάλματος δεν αρκούσαν ώστε να του επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση και αναζήτησε την προσκόμιση περαιτέρω απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων. Υπό τα δεδομένα αυτά, τέθηκε ως προέκταση της εν λόγω θέσης του συνήγορου, ότι ήταν αφενός αντιφατικό να κρίνει, τελικά, το Δικαστήριο ότι στην απουσία των συμπληρωματικών στοιχείων οι απαραίτητες προϋποθέσεις συνέτρεχαν και ότι, αφετέρου, ο τρόπος ενέργειας του Δικαστηρίου οδήγησε σε παραπλάνηση την πλευρά του Εφεσείοντα, η οποία ένεκα της πρωτοβουλίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου έκρινε αχρείαστο να παρουσιάσει περαιτέρω μαρτυρία.

 

Παρεμβάλλουμε ότι στην παρούσα περίπτωση ο πρωτόδικος Δικαστής επικοινώνησε απευθείας με την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους έκδοσης του Εντάλματος, παρακάμπτοντας την Κεντρική Αρχή. Το στοιχείο αυτό επεσήμανε και σχολίασε κατά τη συζήτηση της έφεσης η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου. Η αναζήτηση πληροφοριών κατά τα διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο, ήτοι μέσω της Κεντρικής Αρχής, διασφαλίζει τον συντονισμό και τη συνεχή εμπλοκή της υπό αναφορά Αρχής και επιβεβαιώνει τον επικουρικό ρόλο της, όπως αποτυπώνεται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Υπό το πρίσμα αυτό είναι σκόπιμη η αναζήτηση οποιωνδήποτε πληροφοριών διά μέσου της Κεντρικής Αρχής, χωρίς όμως να καθίσταται μοιραία η απευθείας λήψη πληροφοριών από τη δικαστική αρχή, στην οποία μάλιστα και επαφίεται η εκτέλεση ΕΕΣ. Άλλωστε, η αναφορά στο Άρθρο 21(2) «μέσω της Κεντρικής Αρχής» συνιστά προσθήκη στο Νόμο που δεν εντοπίζεται στο αντίστοιχο Άρθρο 15(2) της Απόφασης-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει για απευθείας επαφή της δικαστικής αρχής εκτέλεσης, χωρίς την παρεμβολή της Κεντρικής Αρχής.

 

Μετά την πιο πάνω παρεμβολή επανερχόμαστε στην εξέταση της ουσίας των θέσεων που καλύπτουν τους λόγους έφεσης 1 και 3.

Σύμφωνα με το Άρθρο 21(2) του Νόμου σε περίπτωση κατά την οποία η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, «ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων .».

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασκώντας την ευχέρεια που του παρέχεται από το άρθρο αυτό του Νόμου αποφάσισε να ζητήσει διευκρινίσεις από την αρμόδια αρχή έκδοσης. Σχετικά ενημέρωσε τις δύο πλευρές στις 15 Σεπτεμβρίου, 2015 και ακολούθως στις 17 Σεπτεμβρίου, 2015 και ενώ η ακροαματική διαδικασία βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκρινε, όπως καταγράφεται στα πιο πάνω πρακτικά, ότι «υπό τις περιστάσεις οι διευκρινίσεις χρήζουν να αναζητηθούν» και «ότι υπό τις περιστάσεις θα ήταν χρήσιμο, ως υποβοηθητικό το Δικαστήριο να αναζητήσει από την αρμόδια αρχή έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος τις ακόλουθες διευκρινίσεις ή/και επιπρόσθετα στοιχεία». Στο σχετικό κείμενο των διευκρινίσεων που συντάχθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο, επεξηγείται ότι οι πληροφορίες θα βοηθούσαν το Δικαστήριο να εξετάσει ευχερέστερα τα όσα περιέχονται στο ένταλμα και όλες τις σχετικές λεπτομέρειες που λήφθηκαν με τη συνδρομή της Κεντρικής Αρχής και αφορούσαν το ένταλμα αυτό. Όπως δε καταγράφεται στην παράγραφο 13, σελίδα 12, της πρωτόδικης απόφασης:

 

«13. Αυτές, κατά άποψη του Δικαστηρίου, θα βοηθούσαν ως προαναφέρθηκε στην ευχερέστερη εξέταση του αιτήματος, λόγω του ότι, της σύλληψης του Εκζητουμένου και της παρουσίασης του ενώπιον του Δικαστηρίου, προέκυψαν πληροφορίες, - από αλληλογραφία που επακολούθησε, κατόπιν συνδρομής και της Κεντρικής Αρχής -, που με τις διευκρινήσεις που ζητήθηκαν, αυτές θα τίθεντο σε μια ξεκάθαρη σειρά και βάση, χωρίς ανάγκη παραπομπής από το Δικαστήριο, στα διάφορα αυτά μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατά την έκδοση της απόφασης του.»

 

Τελικά, όπως προαναφέραμε, οι πληροφορίες δεν λήφθηκαν και το πρωτόδικο Δικαστήριο χειρίστηκε, όπως εντοπίζεται στη συνέχεια της πιο πάνω παραγράφου, ως εξής το όλο ζήτημα:

 

«Το γεγονός ότι, μέχρι και την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, αυτές δεν έχουν εξασφαλιστεί, δεν συνιστά, ως εισηγείται ο Εκζητούμενος μέσω του συνηγόρου του, κώλυμα για το Δικαστήριο να εξετάσει το αίτημα και να εκδώσει την απόφαση του, στην βάση των στοιχείων που έχουν ήδη τεθεί στην προσοχή του, έστω και σποραδικά. Αν τέτοια ήταν η περίπτωση, σίγουρα το Δικαστήριο, δεν θα προχωρούσε με την ολοκλήρωση της διαδικασίας και θα ανέμενε την απάντηση της Αρμόδιας Αρχής Έκδοσης του εντάλματος.»

 

Παρά την, εκ πρώτης όψεως, αντιφατική συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την, όπως διεφάνη τελικά, αχρείαστη αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων, προσεκτική αντίκρυση του όλου θέματος και του τελικού χειρισμού καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το μεμπτό στη βάση που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εκζητουμένου εισηγούνται. Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο η εξέταση του ενώπιόν του αιτήματος θα έπρεπε να γίνει, όπως και έγινε, στη βάση του συνόλου των στοιχείων που τέθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία. Άλλωστε, η αναζήτηση περαιτέρω λεπτομερειών και διευκρινίσεων σκοπό είχε τη διευκόλυνση της διαδικασίας και την αποφυγή της ταλαιπωρίας του Δικαστηρίου να ανατρέξει στα διάσπαρτα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς εντοπισμό των αναγκαίων στοιχείων για θεμελίωση του αιτήματος.

 

Ούτε είναι βάσιμη η εισήγηση της πλευράς του Εκζητουμένου ότι η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασκήσει την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 21(2) του Νόμου, οδήγησε σε παραπλάνηση και πρόκληση αδικίας. Η εξεταζόμενη αυτή εισήγηση στηρίχθηκε στη θέση ότι η πλευρά του Εκζητουμένου απέφυγε να προσκομίσει σχετική περαιτέρω μαρτυρία κατά την πορεία ακρόασης, θεωρώντας, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ενεργειών του Δικαστηρίου, ότι το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει πως τα ενώπιον του στοιχεία δεν ήταν ικανοποιητικά. Όπως εντοπίζεται από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας το όλο ζήτημα τέθηκε από το Δικαστήριο και ζητήθηκαν οι απόψεις των εμπλεκομένων μερών ενώ η διαδικασία εκκρεμούσε. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 και προτού παρουσιάσει την όποια μαρτυρία της η πλευρά του Εκζητουμένου, το Δικαστήριο ενημέρωσε ότι οι πληροφορίες δεν λήφθηκαν και ότι η διαδικασία ακρόασης θα προχωρούσε. Στο στάδιο αυτό ο Εκζητούμενος έδωσε τη δική του ένορκη μαρτυρία. Είχε, συνεπώς, κάθε ευχέρεια να αξιολογήσει τη θέση του, γνωρίζοντας το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων και να παρουσιάσει την υπόθεσή του και τα όποια στοιχεία έκρινε σκόπιμο ότι ήταν αναγκαία προς υποβοήθηση των εισηγήσεών του.

Προέβαλαν ακόμη οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εκζητουμένου ότι η παράλειψη των αρχών της Σλοβακίας να απαντήσουν στο κείμενο διευκρινίσεων του Δικαστηρίου συνιστούσε έλλειψη ενδιαφέροντος στην προώθηση της υπόθεσης και σεβασμού στη διαδικασία. Η προσέγγιση αυτή είναι επίσης, με όλο το σεβασμό, αστήρικτη. Όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο η Αρμόδια Αρχή της Σλοβακίας απαντούσε χωρίς καθυστέρηση σε κάθε αίτημα της Κεντρικής Αρχής. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η παράλειψη απάντησης στο υπό αναφορά κείμενο πιθανό να οφειλόταν, όπως μας υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου, στο γεγονός ότι η ηλεκτρονική διεύθυνση στην οποία απεστάλη το κείμενο ήταν λανθασμένη. Όπως εντοπίζεται από το τεκμήριο Η2 η ορθή ηλεκτρονική διεύθυνση είχε ως αρχικό λέξης μικρό αγγλικό γράμμα m, ενώ η διεύθυνση στην οποία στάληκε το κείμενο είχε ως αρχικό στην ίδια λέξη κεφαλαίο γράμμα Μ.

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες το μόνο ερώτημα που εκκρεμεί είναι κατά πόσο όντως τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα δικαιολογούσαν και τεκμηρίωναν την αποδοχή του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος.

 

Συνιστά αναντίλεκτο γεγονός ότι ο τύπος του υπό κρίση Εντάλματος συνάδει απόλυτα με τον τύπο του Παραρτήματος Α του Νόμου, πριν από την τροποποίησή του από το νόμο 30(Ι)/2014. Έχει δηλαδή τον τύπο που θεσμοθετήθηκε από την Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, προτού λάβει χώραν η τροποποίηση με την Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ. Είναι η τελευταία αυτή τροποποίηση που ενσωματώθηκε και στην εσωτερική μας νομοθεσία και αποτυπώνεται στο Άρθρο 14(2) του τροποποιημένου Νόμου.

 

Εισηγήθηκαν οι συνήγοροι του Εκζητουμένου ότι τόσο ο τύπος του Εντάλματος όσο και οι νομικές εγγυήσεις που στάληκαν πάσχουν, αφού σε αυτές γίνεται αναφορά στην αρχική Απόφαση-πλαίσιο του 2002.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) απασχόλησε παρόμοιο ζήτημα, δεδομένου ότι επίσης χρησιμοποιήθηκε τύπος εντάλματος στη βάση της Απόφασης-πλαίσιο του 2002. Αφού επανατονίστηκε η σημασία της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και ότι η πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να τεθεί σε λειτουργία ένα εργαλείο που να μπορεί εύκολα να συμπληρώνεται από τις δικαστικές αρχές έκδοσης και να αναγνωρίζεται από τις δικαστικές αρχές εκτέλεσης, αποφασίστηκε ότι η μη συμπλήρωση της παραγράφου (δ) του ΕΕΣ δεν συνιστά παράβαση του Άρθρου 4(4) του Νόμου, που προβλέπει για υποχρεωτική συμπλήρωση του εντύπου, και δεν οδηγεί σε απόρριψη του αιτήματος προς εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος. Περαιτέρω, όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης του Εντάλματος απέστειλε κατά την πορεία εκδίκασης της υπόθεσης συμπληρωματικά στοιχεία με βάση τα οποία παρεχόταν η ευχέρεια εξέτασης των διαλαμβανομένων στο Άρθρο 14(2) του Νόμου εγγυήσεων.

 

Ό,τι απομένει να εξεταστεί σε σχέση με τους υπό αναφορά λόγους έφεσης είναι το ζήτημα της επάρκειας των νομικών εγγυήσεων.

 

Η εμβέλεια του Άρθρου 14 του Νόμου, το πεδίο εφαρμογής του και οι λόγοι θέσπισής του, έτυχαν εξαντλητικής εξέτασης στην απόφαση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω). Όπως εντοπίζεται, το εν λόγω άρθρο παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης διακριτική εξουσία να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ. Το εδάφιο (2) προβλέπει για δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην απόφαση. Στη συνέχεια όμως του κειμένου του εδαφίου (2) παρατίθενται συγκεκριμένες δικονομικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων αφαιρεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης διακριτικής εξουσίας προς την κατεύθυνση άρνησης εκτέλεσης ΕΕΣ.

 

Η πιο πάνω αντιμετώπιση αποτελεί ένδειξη ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν υπεισέρχεται να ερμηνεύσει τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες του κράτους-μέλους, από το οποίο προήλθε το ΕΕΣ, όσον αφορά το θέμα των νομικών εγγυήσεων για επανεκδίκαση της υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας του ερήμην. Το ίδιο, ασφαλώς, ίσχυε και πριν από την τροποποίηση που επέφερε η Απόφαση πλαίσιο 2009/299, εφόσον, κατά τα άλλα, δίδονταν οι σχετικές νομικές εγγυήσεις.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως ήδη επεξηγήθηκε, στην παράγραφο (δ) του υπό εξέταση εντάλματος δεν συμπληρώθηκε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο πέραν της αναφοράς ότι η απόφαση εκδόθηκε στην απουσία του ενδιαφερομένου. Τέθηκε όμως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το πλέγμα των νομικών εγγυήσεων με τα τεκμήρια Η9, Η12 και Η14. Υπό το φως αυτών των δεδομένων το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ως προς την επάρκεια των εγγυήσεων και στην άσκηση της εξουσίας του προς την κατεύθυνση απόρριψης των ενστάσεων του Εκζητουμένου και έγκρισης του αιτήματος για έκδοση του εντάλματος και παράδοση του Εκζητουμένου στις σλοβακικές αρχές.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα διακριτική ευχέρεια στην πορεία εξέτασης του αιτήματος για παράδοση του Εκζητουμένου. Ο εξεταζόμενος αυτός λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη καθότι η αποτυχία των λόγων έφεσης 1 και 3 τον καθιστά, αναπόδραστα, άνευ αντικειμένου. Δεν τίθεται δηλαδή ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αλλά υποχρεωτικής εκτέλεσης του εντάλματος, με βάση την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της συνδρομής και εγκυρότητας των νομικών εγγυήσεων.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι η ερήμην καταδίκη του Εκζητουμένου και το αίτημα παράδοσής του για έκτιση της αντίστοιχης ποινής, συνιστούν παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

 

Η απουσία του εκζητούμενου προσώπου από τη δίκη του δεν οδηγεί, αφ' εαυτής, σε παραβίαση οποιουδήποτε θεμελιώδους δικαιώματος. Η ίδια η Απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ προβλέπει για την εκτέλεση εντάλματος παρά την απουσία εκζητουμένου από τη δίκη, με πρόνοιες για τη διασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης. Οι δικονομικές εγγυήσεις που δόθηκαν στην υπό κρίση περίπτωση έχουν κριθεί ως ικανοποιητικές για σκοπούς εκτέλεσης του εντάλματος και, συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματος του Εκζητουμένου όπως προβάλλεται στον λόγο έφεσης 2.

 

Το παράπονο του Εκζητουμένου, όπως αποτυπώνεται στον λόγο έφεση 5, είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβηκε σε ορθή εκτίμηση των ενώπιον του στοιχείων ή/και αξιολόγησε εσφαλμένα την ενώπιόν του αναντίλεκτη μαρτυρία.

 

Δεν εντοπίζουμε βάση στήριξης ούτε αυτού του λόγου έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως ήδη εξηγήσαμε, εξέτασε την ενώπιόν του υπόθεση υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα έκδοσης ΕΕΣ. Υπό το πρίσμα αυτό αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και, ως είναι επιβεβλημένο, επικεντρώθηκε στα όσα ουσιαστικά και μόνο ενδιέφεραν.

 

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης η πλευρά του Εκζητουμένου εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν στάθμισε τις περιστάσεις και τις προσωπικές συνθήκες του Εκζητουμένου και παρέλειψε να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, παραβλέποντας τις πρόνοιες των Άρθρων 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τίθεται, ουσιαστικά, ότι η παράδοση του Εκζητουμένου θα είναι άδικη και καταπιεστική ένεκα της καθυστέρησης που μεσολάβησε και της διαδικασίας που ακολουθήθηκε ερήμην του στη Σλοβακία.

 

Όπως είναι νομολογημένο (Spiriev v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 937, ECLI:CY:AD:2014:A313), η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη, πάντοτε κατ' ισχυρισμό, των αδικημάτων, δεν αποτελεί από μόνη της λόγο μη έκδοσης. Θα πρέπει να τεκμηριωθεί με μαρτυρία ότι, υπό το φως της καθυστέρησης, η παράδοση θα καθίστατο άδικη και καταπιεστική. Άδικη, υπό την έννοια επηρεασμού των δικαιωμάτων του εκζητουμένου στα πλαίσια εξασφάλισης δίκαιης δίκης και καταπιεστική προς την κατεύθυνση πρόκλησης ταλαιπωρίας στον εκζητούμενο, ως αποτέλεσμα αλλαγής των προσωπικών του συνθηκών συνεπεία της παρόδου του χρόνου (Pomiechowski v. Poland [2012] EWHC 3161). 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν τεκμηριώθηκε τέτοια βάση γεγονότων. Αντίθετα, η όλη διαδικασία διερεύνησης στη Σλοβακία προχώρησε χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, με τη συμμετοχή μάλιστα του Εκζητουμένου μέχρι και το στάδιο των ανακρίσεων και αμέσως πριν την απαγγελία γραπτών κατηγοριών. Υπό τις συνθήκες αυτές ο Εκζητούμενος γνώριζε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη εναντίον του ποινική διαδικασία και μάλιστα εκπροσωπείτο από δικηγόρο στο στάδιο αυτό (τεκμήριο Η5). Η αδυναμία εντοπισμού του στη συνέχεια οφειλόταν στο γεγονός ότι άλλαξε διεύθυνση χωρίς να ενημερώσει, ως είχε υποχρέωση, τις αρμόδιες αρχές. Παρά ταύτα, όπως είναι καταγραμμένο στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, τον εκπροσωπούσε στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, δικηγόρος που διορίστηκε από το κράτος και ήταν ο ίδιος δικηγόρος ο οποίος παρουσιάστηκε κατά το στάδιο των ανακρίσεων. Επιπρόσθετα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αρχές της Σλοβακίας εγγυούνται τη δυνατότητα του Εκζητουμένου να αιτηθεί επανεκδίκασης. Τέλος, τίποτα ουσιαστικό δεν διαφοροποιήθηκε σε σχέση με τις προσωπικές, οικογενειακές  συνθήκες του Εκζητουμένου στο μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα.

 

Συνεπώς, και ο τελευταίος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ολοκληρώνοντας, συμπληρώνουμε ότι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εκζητουμένου προέβαλαν κατ' επανάληψη, κατά την ανάπτυξη των λόγων έφεσης, θέματα αντικανονικότητας στη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στη Σλοβακία και κινδύνου παραβίασης των δικαιωμάτων του Εκζητουμένου λόγω, πάντα κατά τον ισχυρισμό της πλευράς του Εκζητουμένου, μεμπτού νομικού συστήματος στη χώρα αυτή. Στα πλαίσια αυτά ενέπλεξε και το γεγονός ότι Δικαστήριο της Σλοβακίας ανέβαλε την εξέταση αιτήματος του Εκζητουμένου για ακύρωση της απόφασης που οδήγησε στην προώθηση του Εντάλματος, μέχρις ότου περατωθεί η παρούσα, κατ' έφεση, διαδικασία εκτέλεσης του Εντάλματος.

 

Τα πιο πάνω ζητήματα εκφεύγουν των πλαισίων και του σκοπού της παρούσας διαδικασίας. Αποτελούν κατ' εξοχήν έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες αρμόδιες για την εξέτασή τους, στη βάση των ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων δικαίου της Σλοβακίας (Spiriev ανωτέρω). Υπενθυμίζουμε ότι η άρνηση παράδοσης ενός εκζητουμένου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τονίζουμε, περαιτέρω, ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη που απαρέγκλιτα θα πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών-μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού τους, αλλά και της τήρησης της ελάχιστης κοινής συνισταμένης που θα πρέπει και αναμένεται ότι ισχύει σε όλα τα κράτη-μέλη στα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης. Με αυτά ως δεδομένα οι δικαστικές αρχές της Σλοβακίας τεκμαίρεται ότι θα διασφαλίσουν κατά τη δίκη τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του Εκζητουμένου.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.

 

Ο Εφεσείων, στο μεταξύ, να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας της Σλοβακίας.

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο