ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A751
(2015) 1 ΑΑΔ 2376
13 Nοεμβρίου, 2015
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ,
Εφεσείων - Εναγόμενος,
ν.
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 141/2010)
Συμβάσεις ― Σύμβαση μεταξύ εφεσιβλήτων και εφεσείοντα για παροχή από τους πρώτους στον δεύτερο, πιστωτικών διευκολύνσεων με συμμετοχή του εφεσείοντα σε επενδυτικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου ο εφεσείων υπέγραψε, προς όφελος των εφεσιβλήτων, έγγραφο ενεχυρίασης τίτλων αξιών ― Κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ήταν ένοχοι για αμέλεια, παράβαση συμφωνίας, και κατά πόσον καθυστέρησαν στην πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών ― Κατά πόσον δημιουργήθηκε οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων ― Απόφανση Εφετείου ότι η επίδικη σύμβαση, το μόνο που δημιουργούσε ήταν απλά σχέση δανειστή και οφειλέτη με το δανειστή να έχει υπέρ του ως ασφάλεια την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη.
Τραπεζικό Δίκαιο ― Εγκύκλιοι Κεντρικής Τράπεζας ― Οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική που να απαγορεύει την παραχώρηση πιστώσεων για αγορά μετοχών ― Οι Εγκύκλιοι που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας, δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας.
Συμβάσεις ― Καταχρηστικές ρήτρες ― Ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996 (Ν.93(Ι)/1996) ― Ακόμη και αν ο Εφεσείων κατάφερνε να πείσει για την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, αυτό δεν θα τον απάλλασσε από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, αλλά θα είχε το δικαίωμα, είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει στη μη εφαρμογή της συγκεκριμένης καταχρηστικής ρήτρας.
Νομολογία ― Δεσμευτικό προηγούμενο ― Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία αποτελεί καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας, ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου ― Απόφανση Εφετείου περί μη ύπαρξης λόγου απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο.
Δίκαιο επιείκειας ― Καθυστέρηση (Laches) ― Για να επικαλεστεί κάποιος τις αρχές του δικαίου της επιείκειας, θα πρέπει ο ίδιος να προσέλθει με καθαρά χέρια.
Απόδειξη ― Εξουσία κλήτευσης μαρτύρων για αντεξέταση σε περίπτωση εξ ακοής μαρτυρίας ― Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τις σχετικές πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Κεφ. 9 και ορθά έκρινε ότι συγκεκριμένη μαρτυρία του Εφεσείοντος ήταν εξ ακοής, με αποτέλεσμα να δικαιολογείτο η αντεξέταση δύο προσώπων κατ' εφαρμογή του Άρθρου 26 του Νόμου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πότε επεμβαίνει το Εφετείο ― Εφαρμοστέες αρχές.
Οι Εφεσίβλητοι με την αγωγή τους αξίωναν εναντίον του Εναγομένου: (α) Ποσό Λ.Κ.18.564,98, πλέον τόκους, δυνάμει γραπτής σύμβασης παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δυνάμει του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής», (β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατασσόταν η ρευστοποίηση αριθμού μετοχών, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του Εφεσείοντος-Εναγομένου και οι οποίες είχαν ενεχυριαστεί και εκχωρηθεί προς τους Εφεσίβλητους και τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της πώλησης προς ικανοποίηση της οφειλής προς τους Εφεσίβλητους, και (γ) διάταγμα με το οποίο να διορίζονταν οι Εφεσίβλητοι ως παραλήπτες των πιο πάνω μετοχών.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως αυτά εκτίθεντο από την Έκθεση Απαίτησης, οι Εφεσίβλητοι στη βάση γραπτής συμφωνίας ημερ. 8.9.1998, άνοιξαν τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του Εφεσείοντος, με πιστωτικό όριο και/ή δικαίωμα παρατραβήγματος, μέχρι ποσού Λ.Κ.10.000 με αποκλειστικό σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών. Στις 30.9.1998, ο Εφεσείων διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του, το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities, ενώ την ίδια ημέρα προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που θα του παρείχαν οι Εφεσίβλητοι, υπέγραψε προς όφελος των τελευταίων, έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών. Στη βάση των πιο πάνω συμφωνιών, οι Εφεσίβλητοι παρείχαν πιστωτικές διευκολύνσεις στον τρεχούμενο λογαριασμό που ανοίχθηκε προς όφελος του Εφεσείοντος.
Στις 10.6.2005 οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παράβαση όρων συμφωνίας και ο Εφεσείων αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις σχετικές ειδοποιήσεις που του απέστειλαν, με αποτέλεσμα να τερματίσουν τις πιστωτικές διευκολύνσεις και να κλείσουν τον τρεχούμενο λογαριασμό, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο Λ.Κ.18.441,27.
Ο Εφεσείων καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης, στην οποία προέβαλε σωρεία ισχυρισμών νομικών και άλλων.
Περαιτέρω, με ανταπαίτησή του, αξίωσε εναντίον των Εφεσιβλήτων, απόφαση για ακύρωση των επίδικων συμφωνιών και κήρυξης της ακυρότητας τους, διαγραφή του επίδικου χρέους, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας κ.ά..
Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν δύο μάρτυρες, ενώ η πλευρά του Εφεσείοντος, τρεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων ήταν έγκυρη και ότι ήταν ο Εφεσείων που παρέβη τη συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι νόμιμα να την τερματίσουν. Ενόψει των διαπιστώσεών του, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντος.
Περαιτέρω, εξέδωσε διατάγματα ως οι παράγραφοι (Β) και (Γ) της Έκθεσης Απαίτησης για εκποίηση των μετοχών του Εφεσείοντος, οι οποίες ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος των Εφεσιβλήτων. Τέλος, απέρριψε την ανταπαίτηση του Εφεσείοντος, θεωρώντας ότι αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης στην αγωγή, οι οποίοι δεν έγιναν αποδεκτοί.
Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:
Λόγοι έφεσης 1- 4:
Παραβίαση Εγκυκλίων Κεντρικής Τράπεζας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η επίκληση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και η διασύνδεση τους με τη δημόσια πολιτική, έγινε με σκοπό να υποστηριχθεί ότι ως αποτέλεσμα της παραβίασης των Εγκυκλίων, η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική.
2. Όπως φαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι εγκύκλιοι κατατέθηκαν σε δέσμη και σημειώθηκαν ως Τεκμήριο 55.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψη ότι η επίδικη συμφωνία καταρτίστηκε στις 8.9.1998, έκρινε ότι οι συγκεκριμένες εγκύκλιοι, δεν μπορούσαν να έχουν αναδρομική ισχύ ώστε να καταστήσουν άκυρη μία συμφωνία που αρχικά ήταν καθ' όλα έγκυρη.
4. Ο Εφεσείων με τους υπό εξέταση λόγους έφεσης παραπονείτο κατά κύριο λόγο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της συμφωνίας και περαιτέρω ότι εσφαλμένα έκρινε ότι οι εγκύκλιοι δεν ήταν άκυροι λόγω δημόσιας πολιτικής.
5. Με το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, ζητείτο από το Εφετείο να διαφοροποιηθεί από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, (κατωτέρω), καθότι εκεί «δεν εξετάστηκε ουσιαστικά το θέμα εάν οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποτελούσαν έκφραση της Δημόσιας Πολιτικής.»
6. Δεν ήταν ορθές οι εισηγήσεις του εφεσείοντα. Το θέμα καλύπτεται πλήρως από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, στις οποίες κρίθηκε για τους λόγους που εκεί εξηγούνται, ότι οι εγκύκλιοι (ακόμα και αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της μη κοινοποίησης (Συρίμη) ή της αναδρομικότητας (εδώ), δεν εκφράζουν δημόσια πολιτική που να απαγορεύει την παραχώρηση πιστώσεων για αγορά μετοχών. Ήταν ορθός ο τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της Εγκυκλίου σε σχέση με τη δημόσια πολιτική.
7. Η υπόθεση Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, (κατωτέρω), η οποία αφορά όχι μόνο τους ίδιους Εφεσίβλητους, αλλά και το ίδιο επενδυτικό σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», εφαρμόζεται πλήρως στην προκειμένη περίπτωση, αφού ρητά το Εφετείο αποφάσισε ότι ακόμα και αν έκρινε ότι εφαρμόζονταν οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας, τυχόν παραβίαση τους δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση συμβατικών πράξεων.
8. Το Εφετείο υιοθετώντας πλήρως το δικαστικό λόγο στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, (κατωτέρω), επανέλαβε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική. Το Εφετείο έκαμε αναφορά και στην Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635, στην οποία επίσης τονίστηκε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας (όπως εδώ) δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας.
9. Αυτό συνάδει απόλυτα με την εμπεριστατωμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην εκκαλούμενη απόφαση επί του θέματος των Εγκυκλίων.
10. Η εισήγηση του Εφεσείοντος ότι το Εφετείο θα έπρεπε να αποστεί από τη νομολογία δεν ήταν ορθή. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε από τα εκτεταμένα επιχειρήματα του Εφεσείοντος, ότι τηρούνταν οι προϋποθέσεις για απόκλιση.
11. Αντίθετα, η νομολογία επιβεβαιώθηκε πλειστάκις τα τελευταία πέντε χρόνια από διαφορετικές συνθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Λόγοι έφεσης 5, 7-12, 15, 17, 19-24 και 27-29:
Επαγγελματική Αμέλεια Εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Εφεσείων παραπονείτο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με την επίδικη συμφωνία δημιουργείται σχέση δανειστή-χρεώστη και όχι μια συμφωνία επενδυτικού λογαριασμού η οποία καθιστά τους Εφεσίβλητους καταπιστευματοδόχους ή αντιπροσώπους του Εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και κατ' επέκταση υποχρεώσεις από πλευράς Εφεσιβλήτων προς τον Εφεσείοντα.
2. Ο Εφεσείοντας επεδίωκε να ανατρέψει τα πρωτόδικα ευρήματα για να εδραιώσει σχέση εμπιστοσύνης με τους Εφεσίβλητους για να τους αποδώσει στη συνέχεια αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθούσε. Όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο, εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι η ξεκάθαρη και σαφής διατύπωση της πρόθεσης των μερών, όπως αυτή διατυπώνεται στους όρους της σύμβασης.
4. Ορθά, επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτά που πιθανόν να είχε στο μυαλό του ή αντιλήφθηκε ο Εφεσείων, ο οποίος ας σημειωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τραπεζικός υπάλληλος, δεν του επέτρεπαν να τα προβάλλει ως όρους που διέπουν τη συμφωνία, όταν ο ίδιος, θέτοντας την υπογραφή του στην επίδικη συμφωνία, όχι μόνο αποποιήθηκε τέτοια θέματα, αλλά και αποδέχθηκε εντελώς αντίθετους όρους.
5. Και με βάση προηγούμενη νομολογία, ήταν ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ότι από τους όρους της επίδικης συμφωνίας και από όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαφαινόταν οτιδήποτε που να δημιουργεί σχέση καταπιστεύματος ή αντιπροσώπευσης.
6. Όπως αποφασίστηκε και σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η συμφωνία των μερών (σχέδιο «Εθνοεπενδυτής») το μόνο που δημιουργούσε ήταν απλά σχέση δανειστή και οφειλέτη με το δανειστή να έχει υπέρ του ως ασφάλεια την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη.
7. Δεν διακρινόταν λόγος απόκλισης από το δεσμευτικό προηγούμενο που προκύπτει από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί του θέματος.
8. Τα πιο πάνω συμπαρέσυραν σε απόρριψη και τους λόγους έφεσης 7, 8, 9, 10, 15 και 19-24 αυτής της ενότητας, με τους οποίους ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνοώντας τους όρους του Τεκμηρίου 1, εσφαλμένα θεώρησε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών.
9. Ανεξάρτητα των όσων αναφέρθη, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόλου δεν αγνόησε το Τεκμήριο 1.
10. Δεν ήταν ορθή η θέση του Εφεσείοντα ότι στην προκειμένη περίπτωση τίθεται θέμα εξυπακουόμενων όρων. Σύμφωνα με την Μαρκίδης, (κατωτέρω), η υποχρέωση των Εφεσιβλήτων περιοριζόταν στην παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων για την αγοραπωλησία μετοχών, ενώ την όλη ευθύνη για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος, την είχε το χρηματιστηριακό γραφείο με το οποίο συμβλήθηκε ο Εφεσείων. Βέβαια οι Εφεσίβλητοι επιφύλαξαν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές, σε περίπτωση που ο Εφεσείων δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του.
11. Τίποτε από τα όσα ανέφερε ο Εφεσείων ήταν αρκετά για να διαφοροποιήσουν το δικαστικό λόγο στις υποθέσεις Συρίμη, Καλλικάς και Μαρκίδης.
12. Συνακόλουθα, συμπαρασύρονταν σε απόρριψη και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης (11, 17) με τους οποίους αποδίδεται αμέλεια στους Εφεσίβλητους για το ότι ως σύμβουλοι του Εφεσείοντος όφειλαν να ενεργήσουν με τρόπο ώστε αυτός να μην υποστεί ζημιά. Τέτοιος ρόλος δεν προκύπτει από τα όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.
13. Τη συγκεκριμένη ευθύνη για διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος την είχε το χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο είχε διοριστεί από τον Εφεσείοντα με πληρεξούσιο έγγραφο.
14. Δεν ευσταθούσε ούτε το παράπονο του Εφεσείοντος ότι οι Εφεσίβλητοι επέδειξαν «απραξία, ολιγωρία και απάθεια» και καθυστέρησαν πέραν του εύλογου χρόνου στο να πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές ώστε να αποφευχθεί ζημιά στον Εφεσείοντα. Όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί υποχρέωση ή καθήκον στους Εφεσίβλητους να πωλήσουν τις μετοχές τη στιγμή που ο ίδιος ο Εφεσείων παρά τις επανειλημμένες γραπτές προειδοποιήσεις των Εφεσιβλήτων επέλεξε την απραξία παρά να δώσει οδηγίες για διόρθωση της κατάστασης ή για μείωση της ζημιάς του.
15. Ενόψει της φύσης της συναλλαγής, ούτε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας θα ήταν εύκολο για τους Εφεσίβλητους να αναλάβουν ευθύνη να πωλήσουν τις μετοχές τη στιγμή που ο ίδιος ο Εφεσείων επέλεξε να σιωπά επί του θέματος.
16. Περαιτέρω, ο Εφεσείων παραπονείτο ότι ο τερματισμός ήρθε 5 χρόνια μετά που παραβιάστηκε το συμφωνηθέν περιθώριο ασφαλείας και ως εκ τούτου το δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος ότι οι Εφεσίβλητοι κωλύονταν λόγω καθυστέρησης (laches) να εγείρουν την αγωγή και ότι εν πάση περιπτώσει η έγερση της αγωγής έγινε αυθαίρετα και καταχρηστικά.
17. Δεν ήταν ορθή η εν λόγω εισήγηση. Καθ' όλη τη διάρκεια μεταξύ 2000-2004 οι Εφεσίβλητοι απέστειλαν σωρεία επιστολών στον Εφεσείοντα (Τεκμήρια 24-40), προειδοποιώντας τον ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού του υπερέβαινε το συμβατικό όριο, χωρίς όμως ο Εφεσείων να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις τους.
18. Ενώ ο ίδιος ήταν ένοχος απραξίας, παρουσιαζόταν να παραπονείται για καθυστέρηση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων.
Λόγος έφεσης 6:
Μη απόδειξη του κατ' ισχυρισμό χρέους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Εφεσείων διατυπώνει παράπονο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στα Τεκμήρια 22 και 56 (Καταστάσεις λογαριασμού του Εφεσείοντος) και τα αποδέχθηκε ως έγγραφα μέρους αρχείου επιχείρησης, χωρίς να συνοδεύονται από πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της επιχείρησης από τον οποίο να βεβαιούται το γεγονός αυτό σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε.
2. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθούσε. Από τη στιγμή που το Κεφ. 9, διά του Άρθρου 22, προνοεί ειδικά για τραπεζικά βιβλία, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, όπως λανθασμένα εισηγείται ο Εφεσείων, οι γενικότερες πρόνοιες του Άρθρου 35, οι οποίες αφορούν σε έγγραφα που αποτελούν μέρος αρχείου επιχείρησης.
Λόγοι έφεσης 13 και 14:
Λανθασμένα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προέκυπτε ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την Μ.Ε.1 και τον Εφεσείοντα, ήταν λανθασμένα.
2. Ούτε ως προς τον Εφεσείοντα ευσταθούσε το παράπονο για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Ήταν φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο, κυρίως λόγω της προσπάθειάς του να υποστηρίξει γεγονότα και ερμηνείες που ήταν σαφώς αντίθετα, ακόμα και με αποδεκτά γεγονότα και με τα όσα ο ίδιος ρητά συμφώνησε στις διάφορες συμφωνίες και άλλα έγγραφα που υπέγραψε.
3. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την Μ.Ε.1 και τον Εφεσείοντα, ουδόλως εκφεύγουν του ευλόγως επιτρεπτού.
Λόγος έφεσης 18:
Καταχρηστικές ρήτρες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο Εφεσείων εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο 93(Ι)/96.
2. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθούσε. Τα όσα ισχυρίστηκε ο Εφεσείων έχουν απαντηθεί προ πολλού στην υπόθεση Συρίμη και υιοθετήθηκαν μετέπειτα στην Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, οι οποίες αφορούσαν παρόμοια γεγονότα και όρους. Όπως εκεί έτσι και εδώ δεν διαπιστώνεται παραβίαση του Άρθρου 5 του Ν. 93(Ι)/96. Ο Εφεσείων συμπλήρωσε, υπέγραψε και υπέβαλε το τυποποιημένο έντυπο αίτησης για συμμετοχή στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής».
3. Όπως ορθά υπεδείχθη πρωτοδίκως, ουδείς τον εξανάγκασε να συμμετάσχει στο σχέδιο. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα για τον Εφεσείοντα, αν ληφθεί υπόψη και η ιδιότητά του ως τραπεζικού υπαλλήλου, ο οποίος τεκμαίρεται ότι γνώριζε ή τουλάχιστον δεν ήταν ξένος προς τους τραπεζικούς όρους.
4. Με βάση το Άρθρο 5 του Ν. 93(Ι)/1996, δεν διαπιστωνόταν οποιαδήποτε έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων ή άσκηση ψυχικής ή άλλης αθέμιτης πίεσης ώστε να εξεταστούν περαιτέρω οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος.
5. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν ο Εφεσείων κατάφερνε να πείσει για την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, αυτό δεν θα τον απάλλασσε από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, αλλά θα είχε το δικαίωμα, είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει στη μη εφαρμογή της συγκεκριμένης καταχρηστικής ρήτρας.
Λόγοι έφεσης 30-34:
Ενδιάμεση απόφαση σε σχέση με την κλήτευση δύο μαρτύρων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος κατά τη μαρτυρία του σε σχέση με τα δύο πρόσωπα, στόχευαν στην απόδειξη δικογραφημένων ισχυρισμών του, τόσο σε σχέση με την υπεράσπιση του, όσο και σε σχέση με την ανταπαίτησή του.
2. Αφού ανέλυσε τα Άρθρα 23 και 26 του Κεφ. 9, κατέληξε ότι οι αναφορές του Εφεσείοντος συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία, όπως προνοείται στο Άρθρο 23 του Νόμου και έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις θα έπρεπε να εγκριθεί η αίτησή της άλλης πλευράς για αντεξέταση των δύο προσώπων.
3. Σαφώς τα όσα ισχυρίστηκε ο Εφεσείων ότι τον διαβεβαίωσαν οι δύο μάρτυρες, αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον προσφέρονται για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Η αντίθετη άποψη του Εφεσείοντος αποτελεί στρέβλωση του δικαίου της απόδειξης και ιδιαίτερα του Άρθρου 23 του Κεφ. 9 σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ανέλυσε και εφάρμοσε τις σχετικές πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Κεφ. 9 και ορθά έκρινε ότι η επίδικη μαρτυρία του Εφεσείοντος ήταν εξ ακοής, σύμφωνα με το Άρθρο 23, με αποτέλεσμα να δικαιολογείτο η αντεξέταση των δύο προσώπων κατ' εφαρμογή του Άρθρου 26 του Νόμου.
5. Δεν ευσταθούσε ούτε το παράπονο του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καθόρισε τα σημεία επί των οποίων τα δύο πρόσωπα θα αντεξετάζονταν.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131,
Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238,
Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 324,
Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635,
Makushin (Aρ. 1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 20,
Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474,
Καραγιάννης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2379,
Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042,
Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ.974,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,
Αl Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924,
Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1549,
Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229.
Έφεση.
Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κίτσιος, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 4880/2005), ημερομ. 30/3/2010.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Χρ. Κότσαπα (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι με την αγωγή τους αξίωναν εναντίον του Εναγομένου:- (Α) Ποσό Λ.Κ.18.564,98, πλέον τόκους, δυνάμει γραπτής σύμβασης παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, ημερ. 8.9.1998 και/ή δυνάμει του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής», (Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η ρευστοποίηση αριθμού μετοχών, οι οποίες ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του Εφεσείοντος-Εναγομένου και οι οποίες είχαν ενεχυριαστεί και εκχωρηθεί προς τους Εφεσίβλητους, είτε με πλειστηριασμό, είτε άλλως πως, κατά την κρίση των Εφεσιβλήτων και τη χρησιμοποίηση του προϊόντος της πώλησης προς ικανοποίηση της οφειλής προς τους Εφεσίβλητους, και (Γ) διάταγμα με το οποίο να διορίζονται οι Εφεσίβλητοι ως παραλήπτες των πιο πάνω μετοχών.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως αυτά προκύπτουν από την Έκθεση Απαίτησης, οι Εφεσίβλητοι στη βάση γραπτής συμφωνίας ημερ. 8.9.1998, άνοιξαν τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του Εφεσείοντος, με πιστωτικό όριο και/ή δικαίωμα παρατραβήγματος, μέχρι ποσού Λ.Κ.10.000 με αποκλειστικό σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών. Στις 30.9.1998, ο Εφεσείων διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του, το χρηματιστηριακό γραφείο Severis & Athienitis Securities, ενώ την ίδια ημέρα προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που θα του παρείχαν οι Εφεσίβλητοι, υπέγραψε προς όφελος των τελευταίων, έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών. Στη βάση των πιο πάνω συμφωνιών, οι Εφεσίβλητοι παρείχαν πιστωτικές διευκολύνσεις στον τρεχούμενο λογαριασμό που ανοίχθηκε προς όφελος του Εφεσείοντος.
Στις 10.6.2005 οι Εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι υπήρξε παράβαση όρων συμφωνίας και ο Εφεσείων αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις σχετικές ειδοποιήσεις που του απέστειλαν, με αποτέλεσμα να τερματίσουν τις πιστωτικές διευκολύνσεις και να κλείσουν τον τρεχούμενο λογαριασμό, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο Λ.Κ.18.441,27.
Ο Εφεσείων καταχώρησε πολυσέλιδη Έκθεση Υπεράσπισης, στην οποία προβάλλει σωρεία ισχυρισμών νομικών και άλλων. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες για σύνοψη των όσων ο Εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως, φαίνεται ότι οι βασικές του θέσεις ήταν οι πιο κάτω:-
1. Η σύναψη και/ή συνέχιση της επίδικης συμφωνίας, ήταν αντίθετη με τις ρητές οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και συνεπώς η συμφωνία ήταν άκυρη, ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική.
2. Ο λογαριασμός που ανοίχθηκε δεν ήταν τρεχούμενος, όπως ισχυρίζονται οι Εφεσίβλητοι, αλλά επενδυτικός λογαριασμός και ως εκ τούτου τα καθήκοντα των Εφεσιβλήτων ήταν διαφορετικά και ότι οι Εφεσίβλητοι παραβίασαν τα καθήκοντά τους επιδεικνύοντας αμέλεια.
3. Η επίδικη συμφωνία ήταν προϊόν ψυχικής πίεσης και/ή εξώθησης του Εφεσείοντος να συμμετέχει στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής».
4. Οι Εφεσίβλητοι ουδέποτε εξήγησαν στον Εφεσείοντα τη σημασία που έχει ο χρηματιστής για την κίνηση του λογαριασμού του και ότι ο χρηματιστής που επιλέγηκε ήταν εξαρτώμενος των Εφεσιβλήτων.
5. Αναφορικά με τις παραγράφους 5, 7 και 11 της επίδικης συμφωνίας, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που η εξασφάλιση των Εφεσιβλήτων ήταν εκτός των συμφωνηθέντων ορίων, μόνο οι τελευταίοι θα είχαν δικαίωμα να πραγματοποιούν συναλλαγές στον επενδυτικό λογαριασμό και συνεπώς είχαν και ανάλογη υποχρέωση να πωλήσουν ενεχυριασμένες μετοχές ούτως ώστε να εξασφαλίσουν οποιοδήποτε χρέος προέκυπτε. Αντί αυτού, οι Εφεσίβλητοι μονομερώς τροποποίησαν τους όρους συμφωνίας, αυξάνοντας το όριο ασφάλειας. Πέραν τούτου, αρνήθηκαν να εκτελέσουν οδηγίες του Εφεσείοντος, όπως προβλέπεται στον όρο 11 της συμφωνίας.
6. Η επίδικη συμφωνία είναι ετεροβαρής και ως εκ τούτου, ακυρώσιμη.
7. Ουδέποτε συμφωνήθηκε οποιοδήποτε επιτόκιο.
8. Ο Εφεσείων ουδέποτε υπέγραψε έγκυρη σύμβαση επενδυτικού ή τρεχούμενου λογαριασμού και η υπογραφή οποιωνδήποτε εγγράφων έγινε χωρίς προηγουμένως να του εξηγηθεί η σημασία τους.
9. Η υπογραφή των εγγράφων ενεχυρίασης μετοχών δεν συνοδευόταν από νόμιμο αντάλλαγμα.
10. Διαζευκτικά, ισχυρίζεται ότι οι Εφεσίβλητοι υπήρξαν αμελείς και παραθέτει στην Έκθεση Απαίτησης λεπτομέρειες αμέλειας.
11. Υπήρξαν ρητές και εξυπακουόμενες υποσχέσεις από πλευράς Εφεσιβλήτων για τη σύναψη και συνέχιση του επίδικου επενδυτικού λογαριασμού, τις οποίες οι Εφεσίβλητοι δεν εκπλήρωσαν, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να θεωρεί ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό.
12. Η επίδικη συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε νόμιμα, αφού οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνται 7 χρόνια μετά το άνοιγμα του λογαριασμού να τον τερματίσουν και ιδιαίτερα όταν ο δείκτης του ΧΑΚ βρισκόταν στο χαμηλότερό του τότε σημείο.
13. Οι Εφεσίβλητοι ως θεματοφύλακες των μετοχών του Εφεσείοντος, παρέλειψαν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και ιδιαίτερα να πωλήσουν έγκαιρα τις μετοχές, ώστε να μην προκληθεί στον Εφεσείοντα οποιαδήποτε ζημιά.
14. Η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας και των πληρεξουσίων εγγράφων, ήταν προϊόν απάτης, ψευδών παραστάσεων, απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων και πίεσης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων.
15. Δημιουργήθηκε σχέση εμπιστευματοδόχου με ανάλογα καθήκοντα τα οποία οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να εκπληρώσουν.
16. Οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να διασφαλίσουν το δικαίωμα του Εφεσείοντος να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή προτού συμβληθεί μαζί τους.
Περαιτέρω, με ανταπαίτησή του, αξίωσε εναντίον των Εφεσιβλήτων:-
(Α) Απόφαση με την οποία να ακυρώνονται:-
(α) Η συμφωνία επενδυτικού σχεδίου ημερ. 8.9.1998.
(β) Οι συμφωνίες ενεχυρίασης μετοχών.
(γ) Τα πληρεξούσια έγγραφα ως και τα έγγραφα εμπιστεύματος.
(Β) Απόφαση με την οποία να κηρύσσονται άκυρες οι πιο πάνω συμφωνίες.
(Γ) Απόφαση για διαγραφή του κατ' ισχυρισμόν χρέους του Εφεσείοντος προς τους Εφεσίβλητους.
(Δ) Απόφαση με την οποία να διατάσσονται οι Εφεσίβλητοι να επιστρέψουν στον Εφεσείοντα το ποσό των Λ.Κ.5.100, πλέον τόκους, το οποίο αντιπροσώπευε το περιθώριο εξασφάλισης (margin of security) της πιο πάνω συμφωνίας επενδυτικού σχεδίου.
(Ε) Αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Με την Έκθεση Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, οι Εφεσίβλητοι αρνούνται όλους τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Εφεσείων, θεωρώντας τους ως ανυπόστατους και ανεδαφικούς.
Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι Εφεσίβλητοι παρουσίασαν δύο μάρτυρες, ενώ η πλευρά του Εφεσείοντος, τρεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Εφεσιβλήτων, κατέληξε ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων ήταν έγκυρη και ότι ήταν ο Εφεσείων που παρέβη τη συμφωνία, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι νόμιμα να την τερματίσουν. Ενόψει των διαπιστώσεών του, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντος για το ποσό των €26.258,21 (Λ.Κ.15.368,25), πλέον τόκο 11.5% ετησίως από 10.6.2015 κεφαλαιοποιημένο κάθε 30/6 και 31/12 εκάστου έτους, μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, εξέδωσε διατάγματα ως οι παράγραφοι (Β) και (Γ) της Έκθεσης Απαίτησης για εκποίηση των μετοχών του Εφεσείοντος, οι οποίες ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος των Εφεσιβλήτων. Επίσης, επιδίκασε τα έξοδα της δίκης εις βάρος του Εφεσείοντος. Τέλος, απέρριψε την ανταπαίτηση του Εφεσείοντος, θεωρώντας ότι αυτή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης στην αγωγή, οι οποίοι δεν έγιναν αποδεκτοί.
Ο Εφεσείων διαφωνώντας με την πρωτόδικη κρίση καταχώρησε έφεση με την οποία αρχικά ήγειρε 29 λόγους έφεσης. Στη συνέχεια, με άδεια του δικαστηρίου πρόσθεσε άλλους 5, οι οποίοι αφορούσαν ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με εξ ακοής μαρτυρία. Τελικά, απέσυρε τους λόγους έφεσης 16, 25 και 26.
Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης σύμφωνα με τον Εφεσείοντα, μπορούν να ομαδοποιηθούν στις πιο κάτω 6 κατηγορίες:-
1. Παράβαση εγκυκλίων Κεντρικής Τράπεζας - Δημόσια Πολιτική - 4 λόγοι έφεσης (Αρ. 1, 2, 3 και 4).
2. Επαγγελματική αμέλεια Εφεσιβλήτων - 18 λόγοι έφεσης (Αρ. 5, 7-12, 15, 17, 19-24 και 27-29).
3. Μη απόδειξη του κατ' ισχυρισμό χρέους - 1 λόγος έφεσης (Αρ. 6).
4. Λανθασμένα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντος που δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου - 2 λόγοι έφεσης (Αρ. 13 και 14).
5. Καταχρηστικές ρήτρες που επιφέρουν ακυρότητα της συμφωνίας - 1 λόγος έφεσης (Αρ. 18) και
6. Λανθασμένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 11.9.2009 σε σχέση με την κλήτευση δύο μαρτύρων δυνάμει του Άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 32(Ι)/04 - 5 λόγοι έφεσης (Αρ. 30-34).
Προτού προχωρήσουμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, όπως έχουν ομαδοποιηθεί, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά την απόσυρση των δικηγόρων του Εφεσείοντος και το μη διορισμό νέων δικηγόρων, ο Εφεσείων αναγκάστηκε να χειριστεί μόνος του την έφεση κατά την ημέρα που ήταν ορισμένη για ακρόαση.
Παραβίαση Εγκυκλίων Κεντρικής Τράπεζας - Λόγοι έφεσης 1-4
Η επίκληση των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας και η διασύνδεση τους με τη δημόσια πολιτική, έγινε με σκοπό να υποστηριχθεί ότι ως αποτέλεσμα της παραβίασης των Εγκυκλίων, η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη ως αντίθετη με τη δημόσια πολιτική. Όπως φαίνεται από τη σελίδα 50 της πρωτόδικης απόφασης, οι εγκύκλιοι κατατέθηκαν σε δέσμη και σημειώθηκαν ως Τεκμήριο 55. Πρόκειται για τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας που φέρουν ημερομηνία 12.7.1999, 24.11.1999, 29.11.1999, 5.1.2000, 15.3.2000 και 28.7.2000. Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας υπόψη ότι η επίδικη συμφωνία καταρτίστηκε στις 8.9.1998, έκρινε ότι οι συγκεκριμένες εγκύκλιοι δεν μπορούσαν να έχουν αναδρομική ισχύ ώστε να καταστήσουν άκυρη μία συμφωνία που αρχικά ήταν καθ' όλα έγκυρη. Συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αιτιολόγησε την κρίση του ως εξής:-
«(1) Όλες οι εγκύκλιοι οι οποίες αποτελούν το τεκμήριο 55 και είναι ημερομηνίας 12.07.1999, 24.11.1999, 29.11.1999, 05.01,2000, 15.03.2000 και 28.07.2000, είναι μεταγενέστερες της ημερομηνίας 08.09.1998 οπότε συνάφθηκε η επίδικη συμφωνία κατ' επέκταση της οποίας ανοίχθηκε τρεχούμενος λογαριασμός από τους ενάγοντες. Προβάλλουν συνεπώς εύλογα τα ερωτήματα, κατά πόσο μπορεί να υπάρχει αναδρομική ισχύς αυτών των εγκυκλίων με τρόπο που θα καθίσταται μία συμφωνία αρχικά έγκυρη, στην πορεία της παράνομη στη βάση τέτοιων εγκυκλίων, και αν ναι, πώς επηρεάζεται η ασφάλεια των συναλλαγών η οποία αντανακλά ως μια άλλη πτυχή της δημόσιας πολιτικής του κράτους, αφού δεν θα ήταν δυνατό μια τέτοια δημόσια πολιτική να προκαλεί ρήξη στην ασφάλεια των συναλλαγών.
Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική και παρεμβάλλει ως χρήσιμη η υπενθύμιση γενικής αρχής δικαίου, ότι ο γενικός κανόνας είναι ότι όλοι οι νόμοι, εκτός από εκείνους που είναι απλώς αναγνωριστικοί ή δικονομικοί, θεωρούνται ότι δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Ακόμη, ότι δεν προσδίδεται αναδρομική δύναμη στους νόμους, πόσο μάλλον σε εγκυκλίους, εκτός αν, είτε ρητά, είτε σιωπηρά φαίνεται ότι αυτή ήταν η πρόθεση του νομοθέτη (βλέπε Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, τόμος 36, παράγραφος 644, σελίδες 423 και επόμενες). Εδώ αξίζει να παρατηρηθεί και το εξής φαινόμενο που παρουσιάζεται μέσα από το περιεχόμενο των εγκυκλίων: Στην εγκύκλιο (τεκμήριο 55) ημερομηνίας 12.10.1999 γίνεται εισήγηση όπως οι ενάγοντες ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε σταδιακά να επέλθει το κλείσιμο όλων των επενδυτικών λογαριασμών (investor accounts) ωστόσο με την εγκύκλιο ημερομηνίας 28.07.2000 φαίνεται ότι αίρονται οι απαγορεύσεις για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων με σκοπό την αγορά μετοχών. Από το περιεχόμενο όμως των πιο πάνω εγκυκλίων προκύπτουν οι πιο κάτω απαραίτητες επισημάνσεις σχετικά πάντοτε με το υπό συζήτηση θέμα:
(α) Γίνεται αντιληπτό πόσο επικίνδυνο θα ήταν για το Δικαστήριο να κρίνει ότι η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη στηριζόμενο στην εγκύκλιο ημερομηνίας 12.10.1999 όταν λίγους μήνες αργότερα το ίδιο όργανο ήρε τις απαγορεύσεις του και συνεπώς θα αίρετο και η ακυρότητα στη σύμβαση.
(β) Κατά το χρόνο (28.07.2000) άρσης οποιωνδήποτε απαγορεύσεων, η επίδικη συμφωνία ήταν σε λειτουργία χωρίς προβλήματα, τα οποία άρχισαν σύμφωνα με την κοινά αποδεκτή μαρτυρία το Σεπτέμβριο του 2000 και εν τω μεταξύ ο εναγόμενος είχε ήδη αποσύρει ΛΚ54.000,00 στη βάση αυτής της συμφωνίας.
(2) Διαπιστώνεται περαιτέρω πως κάποιες εισηγήσεις προς τους ενάγοντες οι οποίες γίνονται μέσα από το περιεχόμενο των εγκυκλίων (τεκμήριο 55) τηρήθηκαν ήδη από αυτούς κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Τέτοια στοιχεία αποτελούν η ύπαρξη πιστωτικού ορίου, σε αντίθεση με διευκολύνσεις που κατά τις εγκυκλίους ήταν χωρίς πιστωτικό όριο. Επίσης υπήρξε στην παρούσα υπόθεση αύξηση του ορίου ασφαλείας από 120% σε 200% γεγονός το οποίο αποδέχεται ο εναγόμενος, ενώ η εισήγηση της εγκυκλίου ομιλεί μόνο περί 100% περιθώριο ασφάλειας.
(3) Θα πρέπει να επισημανθεί τέλος πως η επίκληση από τον εναγόμενο της υπόθεσης S. Kyriacou Euromarket Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4(Ε) Α.Α.Δ. 1391 δεν είναι ικανή αυθεντία για να υποστηρίξει τη θέση του. Οι λόγοι είναι ευνόητοι, η εν λόγω απόφαση έκρινε ένα θέμα δημοσίου δικαίου, ενώ στην παρούσα υπόθεση κρίνεται ιδιωτική διαφορά. Ακόμη θα πρέπει να επισημανθεί πως μέσα από το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης δεν γίνεται αναφορά για «τριτογενή νομοθεσία» όπως αποκάλεσε τις εγκυκλίους η πλευρά του εναγόμενου. Και αν ακόμη υπήρχε τέτοια ερμηνεία-αναφορά, τότε τίθεται το ερώτημα ποια η πρωτογενής νομοθεσία η οποία ρυθμίζει το θέμα και μέσα από αυτήν υπάρχει το νομικό έρεισμα. Αν η απάντηση είναι πως πρωτογενής νομοθεσία είναι ο περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος, τότε παρατηρείται ότι ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι παρά εποπτικός επί των Τραπεζών με δικαίωμα κυρώσεων αν παραβιάζονται οδηγίες και όχι προέκταση στην εγκυρότητα των συμβάσεων που συνάπτουν οι τράπεζες δεδομένου του συνταγματικού δικαιώματος για ελευθερία των συμβάσεων ως προβλέπεται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος.».
Ο Εφεσείων με τους υπό εξέταση τέσσερις λόγους έφεσης παραπονείται κατά κύριο λόγο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν επηρεάζουν τη νομιμότητα της συμφωνίας και περαιτέρω ότι εσφαλμένα έκρινε ότι οι εγκύκλιοι δεν ήταν άκυροι λόγω δημόσιας πολιτικής.
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι το θέμα αποφασίστηκε από τις υποθέσεις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238 και Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 324. Βέβαια, η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 10.3.2010, δηλαδή λίγους μήνες πριν την Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω και γι' αυτό δεν θα μπορούσε να γίνεται αναφορά σ' αυτές στην πρωτόδικη απόφαση.
Με το περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, ζητείται από το Εφετείο να διαφοροποιηθεί από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, καθότι εκεί «δεν εξετάστηκε ουσιαστικά το θέμα εάν οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας αποτελούσαν έκφραση της Δημόσιας Πολιτικής.» Άλλη ειδοποιός διαφορά, ανέφερε ο Εφεσείων, είναι ότι στην Συρίμη, ανωτέρω, δεν είχαν κοινοποιηθεί οι εγκύκλιοι στον Εφεσίβλητο Χρηματοδοτικό Οργανισμό. Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος, αλλά δεν συμφωνούμε. Κρίνουμε ότι το θέμα καλύπτεται πλήρως από τις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, στις οποίες κρίθηκε για τους λόγους που εκεί εξηγούνται, ότι οι εγκύκλιοι (ακόμα και αν δεν υπήρχε το πρόβλημα της μη κοινοποίησης (Συρίμη) ή της αναδρομικότητας (εδώ), δεν εκφράζουν δημόσια πολιτική που να απαγορεύει την παραχώρηση πιστώσεων για αγορά μετοχών. Θεωρούμε ορθό τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα της Εγκυκλίου σε σχέση με τη δημόσια πολιτική.
Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, η υπόθεση Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανωτέρω, η οποία αφορά όχι μόνο τους ίδιους Εφεσίβλητους, αλλά και το ίδιο επενδυτικό σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», εφαρμόζεται πλήρως στην προκειμένη περίπτωση, αφού ρητά το Εφετείο αποφάσισε ότι ακόμα και αν έκρινε ότι εφαρμόζονταν οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας, τυχόν παραβίαση τους δεν οδηγεί αυτόματα σε ακύρωση συμβατικών πράξεων. Το Εφετείο υιοθετώντας πλήρως το δικαστικό λόγο στις υποθέσεις Συρίμη και Καλλικάς, ανωτέρω, επανέλαβε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική. Το Εφετείο έκαμε αναφορά και στην Γιάλλουρου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1635, στην οποία επίσης τονίστηκε ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας που εκδόθηκαν μετά τη σύναψη μιας συμφωνίας (όπως εδώ) δεν επηρεάζουν αναδρομικά τη νομιμότητα της συμφωνίας. Αυτό συνάδει απόλυτα με την εμπεριστατωμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην εκκαλούμενη απόφαση επί του θέματος των Εγκυκλίων.
Η εισήγηση του Εφεσείοντος ότι θα πρέπει να αποστούμε από τη νομολογία που προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Έκδοση του Victor Ν. Makushin (Aρ. 1) (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 20, «Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο) ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου.». (Βλ. επίσης Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474, στην οποία συζητήθηκαν εκτενώς τα στενά περιθώρια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις).
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί από τα εκτεταμένα επιχειρήματα του Εφεσείοντος, ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις για απόκλιση. Δεν διαπιστώνουμε ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη καθ' οιονδήποτε τρόπο ή ότι υπάρχει οποιοσδήποτε σημαντικός λόγος για απόκλιση. Αντίθετα, η νομολογία επιβεβαιώθηκε πλειστάκις τα τελευταία πέντε χρόνια από διαφορετικές συνθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η εμμονή του Εφεσείοντος να πείσει περί του αντιθέτου, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί παράλογη και πεισματική.
Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Επαγγελματική Αμέλεια Εφεσιβλήτων - Λόγοι έφεσης 5, 7-12, 15, 17, 19-24 και 27-29
Φαίνεται ότι κύριος άξονας για προώθηση της πιο πάνω ομάδας λόγων έφεσης, είναι ο λόγος έφεσης 27, με τον οποίο ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι με την επίδικη συμφωνία δημιουργείται σχέση δανειστή-χρεώστη και όχι μια συμφωνία επενδυτικού λογαριασμού η οποία καθιστά τους Εφεσίβλητους καταπιστευματοδόχους ή αντιπροσώπους του Εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών και κατ' επέκταση υποχρεώσεις από πλευράς Εφεσιβλήτων προς τον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείοντας επιδιώκει να ανατρέψει τα πρωτόδικα ευρήματα για να εδραιώσει σχέση εμπιστοσύνης με τους Εφεσίβλητους για να τους αποδώσει στη συνέχεια αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο, εκείνο που έχει καθοριστική σημασία είναι η ξεκάθαρη και σαφής διατύπωση της πρόθεσης των μερών, όπως αυτή διατυπώνεται στους όρους της σύμβασης. Ορθά, κατά την άποψή μας, επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτά που πιθανόν να είχε στο μυαλό του ή αντιλήφθηκε ο Εφεσείων, ο οποίος ας σημειωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν τραπεζικός υπάλληλος, δεν του επιτρέπουν να τα προβάλλει ως όρους που διέπουν τη συμφωνία, όταν ο ίδιος, θέτοντας την υπογραφή του στην επίδικη συμφωνία, όχι μόνο αποποιήθηκε τέτοια θέματα, αλλά και αποδέχθηκε εντελώς αντίθετους όρους, όπως για παράδειγμα τον όρο 9 του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής» (Τεκμήριο 1), με τον οποίο συμφωνήθηκε ότι:-
«9. Η βασική διαχείριση και διεκπεραίωση των ΑΞΙΩΝ θα γίνεται από το ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ το οποίο θα έχει την ευθύνη παρακολούθησης των ΑΞΙΩΝ που θα είναι ενεχυριασμένες υπέρ της ΤΡΑΠΕΖΑΣ περιλαμβανομένης και της υποχρέωσης για άσκηση οποιωνδήποτε δικαιωμάτων απορρέουν από αυτές και η ΤΡΑΠΕΖΑ με το παρόν απαλλάσσεται από οποιαδήποτε ευθύνη συνεπεία της άσκησης ή μη άσκησης τέτοιων δικαιωμάτων.»
Θεωρούμε απόλυτα ορθό τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και χωρίς την καθοδήγηση από την Συρίμη, ανωτέρω, αντιμετώπισε τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος. Δεν προτιθέμεθα να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με τα όσα με περίπλοκο τρόπο έθεσε ενώπιον μας ο Εφεσείων. Θεωρούμε ότι τόσο επί αυτού του θέματος, όσο και επί πολλών άλλων θεμάτων που εγείρονται, το σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» που εμπορεύονταν οι Εφεσίβλητοι, έχει ειδικά αποφανθεί το Ανώτατο Δικαστήριο σε δύο πρόσφατες υποθέσεις, στην Μαρκίδης ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ανωτέρω και Καραγιάννης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2379. Αν και η πρωτόδικη κρίση στην παρούσα έφεση προηγήθηκε των δύο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εντούτοις, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ακολουθεί την ίδια γραμμή ως προς την εγκυρότητα της σύμβασης. Ως εκ τούτου θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το ότι από τους όρους της επίδικης συμφωνίας και από όλες τις υπόλοιπες περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαφαίνεται οτιδήποτε που να δημιουργεί σχέση καταπιστεύματος ή αντιπροσώπευσης. Όπως αποφασίστηκε στις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα στην Μαρκίδης, ανωτέρω, η συμφωνία των μερών (σχέδιο «Εθνοεπενδυτής») το μόνο που δημιουργούσε ήταν απλά σχέση δανειστή και οφειλέτη με το δανειστή να έχει υπέρ του ως ασφάλεια την ενεχυρίαση των μετοχών του οφειλέτη. Δεν διακρίνουμε κανένα λόγο να αποκλίνουμε από το δεσμευτικό προηγούμενο που προκύπτει από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες βέβαια είχαν ως υπόβαθρο τις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Συρίμη και Καλλικάς, στις οποίες έχουμε ήδη κάνει αναφορά. Το ότι στις Συρίμη και Καλλικάς δεν υπήρξε συγκεκριμένος λόγος με ακριβώς την ίδια επιχειρηματολογία, δεν επηρέαζε καθόλου την κατάληξή μας, εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο είχε στη συνέχεια την ευκαιρία στην Μαρκίδης, ανωτέρω, να ενδιατρίψει επί ολόκληρου του σχεδίου «Εθνοεπενδυτής».
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τα πιο πάνω συμπαρασύρουν σε απόρριψη και τους λόγους έφεσης 7, 8, 9, 10, 15 και 19-24 αυτής της ενότητας, με τους οποίους ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνοώντας τους όρους του Τεκμηρίου 1*, εσφαλμένα θεώρησε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση πώλησης των ενεχυριασμένων μετοχών. Ανεξάρτητα των όσων έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο καθόλου δεν αγνόησε το Τεκμήριο 1. Αντίθετα, παρέθεσε αυτούσιους στην απόφασή του όλους τους όρους του σχεδίου και στη συνέχεια προχώρησε όχι μόνο να εξετάσει, ως όφειλε, την εγκυρότητα της συμφωνίας με βάση τα όσα ισχυριζόταν ο Εφεσείων, αλλά εξέτασε και το περιεχόμενο διαφόρων όρων της Συμφωνίας και ιδιαίτερα τους όρους 3, 7, 9 και 11, με απώτερο στόχο να εξακριβώσει την πρόθεση των μερών, πράγμα που έπραξε με ορθό, κατά την άποψή μας, τρόπο, σημειώνοντας ότι σε ορισμένους από αυτούς γίνεται ρητή αναφορά σε «δικαίωμα» της τράπεζας και όχι σε υποχρέωση, όπως για παράδειγμα στον όρο 7.
Δεν συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα ότι στην προκειμένη περίπτωση τίθεται θέμα εξυπακουόμενων όρων. Σύμφωνα με την Μαρκίδης, ανωτέρω, η υποχρέωση των Εφεσιβλήτων περιοριζόταν στην παροχή τραπεζικών διευκολύνσεων για την αγοραπωλησία μετοχών, ενώ την όλη ευθύνη για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος, την είχε το χρηματιστηριακό γραφείο με το οποίο συμβλήθηκε ο Εφεσείων. Βέβαια οι Εφεσίβλητοι επιφύλαξαν το δικαίωμα να πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές, σε περίπτωση που ο Εφεσείων δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Τίποτε από τα όσα ανέφερε ο Εφεσείων είναι αρκετά για να διαφοροποιήσουν το δικαστικό λόγο στις υποθέσεις Συρίμη, Καλλικάς και Μαρκίδης, ανωτέρω. Η σωρεία αγγλικών αποφάσεων στις οποίες έκαμε αναφορά, πέραν του ότι πολλές από αυτές είναι επί εντελώς διαφορετικών γεγονότων, ουδόλως αδυνατίζουν τα αποφασισθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στις πιο πάνω κυπριακές αποφάσεις, οι οποίες είναι δεσμευτικές σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας μας.
Συνακόλουθα, συμπαρασύρονται σε απόρριψη και οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης (11, 17) με τους οποίους αποδίδεται αμέλεια στους Εφεσίβλητους για το ότι ως σύμβουλοι του Εφεσείοντος όφειλαν να ενεργήσουν με τρόπο ώστε αυτός να μην υποστεί ζημιά. Όπως έχουμε εξηγήσει, τέτοιος ρόλος δεν προκύπτει από τα όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Τη συγκεκριμένη ευθύνη για διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος την είχε το χρηματιστηριακό γραφείο το οποίο είχε διοριστεί από τον Εφεσείοντα με πληρεξούσιο έγγραφο.
Δεν ευσταθεί ούτε το παράπονο του Εφεσείοντος (λόγοι έφεσης 12, 17, 28 και 29) ότι οι Εφεσίβλητοι επέδειξαν «απραξία, ολιγωρία και απάθεια» και καθυστέρησαν πέραν του εύλογου χρόνου στο να πωλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές ώστε να αποφευχθεί ζημιά στον Εφεσείοντα. Όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, δεν είναι δυνατό να αποδοθεί υποχρέωση ή καθήκον στους Εφεσίβλητους να πωλήσουν τις μετοχές τη στιγμή που ο ίδιος ο Εφεσείων παρά τις επανειλημμένες γραπτές προειδοποιήσεις των Εφεσιβλήτων επέλεξε την απραξία παρά να δώσει οδηγίες για διόρθωση της κατάστασης ή για μείωση της ζημιάς του. Η ειδοποιός διαφορά με την Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1042, την οποία μας προέτρεψε ο Εφεσείων να ακολουθήσουμε, είναι ότι εδώ οι Εφεσίβλητοι δεν ήταν αντιπρόσωποι ή καταπιστευματοδόχοι του Εφεσείοντος. Ενόψει της φύσης της συναλλαγής, ούτε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας θα ήταν εύκολο για τους Εφεσίβλητους να αναλάβουν ευθύνη να πωλήσουν τις μετοχές τη στιγμή που ο ίδιος ο Εφεσείων επέλεξε να σιωπά επί του θέματος.
Ο Εφεσείων με σκοπό να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, έκαμε αναφορά και στο Άρθρο 46 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο αφορά στην υποχρέωση του «οφειλέτη» να εκπληρώσει την υπόσχεση του, χωρίς όχληση του δανειστή, εντός εύλογου χρόνου. Το συγκεκριμένο άρθρο δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον οφειλέτης εδώ θεωρείται, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Κεφ. 2, ο Εφεσείων και όχι οι Εφεσίβλητοι, εφόσον ήταν ο Εφεσείων που με την αίτηση που υπέβαλε ζητούσε να συμμετάσχει στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής», ενώ οι Εφεσίβλητοι ως οι αποδεχόμενοι, κατέστησαν οι δανειστές.
Στην ενότητα αυτή ο Εφεσείων συμπεριλαμβάνει και το λόγο έφεσης 5, ο οποίος όμως δεν σχετίζεται άμεσα με αμέλεια, αλλά με το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε νόμιμο τον τερματισμό της σύμβασης από τους Εφεσίβλητους. Ο Εφεσείων παραπονείται ότι ο τερματισμός ήρθε 5 χρόνια μετά που παραβιάστηκε το συμφωνηθέν περιθώριο ασφαλείας και ως εκ τούτου το δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί τις εισηγήσεις του Εφεσείοντος ότι οι Εφεσίβλητοι κωλύονταν λόγω καθυστέρησης (laches) να εγείρουν την αγωγή και ότι εν πάση περιπτώσει η έγερση της αγωγής έγινε αυθαίρετα και καταχρηστικά.
Καθόλου δεν συμφωνούμε με τον Εφεσείοντα. Όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσίβλητους, καθ' όλη τη διάρκεια μεταξύ 2000-2004 οι Εφεσίβλητοι απέστειλαν σωρεία επιστολών στον Εφεσείοντα (Τεκμήρια 24-40), προειδοποιώντας τον ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού του υπερέβαινε το συμβατικό όριο, χωρίς όμως ο Εφεσείων να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις τους. Ενώ ο ίδιος είναι ένοχος απραξίας, παρουσιάζεται σήμερα να παραπονείται για καθυστέρηση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων. Όμως για να επικαλεστεί κάποιος τις αρχές του δικαίου της επιείκειας, όπως κάνει ο Εφεσείων επικαλούμενος την αρχή του κωλύματος και της καθυστέρησης (laches), θα πρέπει ο ίδιος να προσέλθει με καθαρά χέρια, κάτι που δεν πράττει. Κατά την κρίση μας, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Μη απόδειξη του κατ' ισχυρισμό χρέους - Λόγος έφεσης 6
Ο Εφεσείων διατυπώνει παράπονο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στα Τεκμήρια 22 και 56 (Καταστάσεις λογαριασμού του Εφεσείοντος) και τα αποδέχθηκε ως έγγραφα μέρους αρχείου επιχείρησης, χωρίς να συνοδεύονται από πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της επιχείρησης από τον οποίο να βεβαιούται το γεγονός αυτό σύμφωνα με το Άρθρο 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Θεωρούμε ορθή τη θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσιβλήτων ότι από τη στιγμή που το Κεφ. 9, διά του Άρθρου 22, προνοεί ειδικά για τραπεζικά βιβλία, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, όπως λανθασμένα εισηγείται ο Εφεσείων, οι γενικότερες πρόνοιες του Άρθρου 35, οι οποίες αφορούν σε έγγραφα που αποτελούν μέρος αρχείου επιχείρησης (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, του Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη, Έκδοση 2014, σελ. 361-364).
Λανθασμένα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντος - Λόγοι έφεσης 13 και 14
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την Μ.Ε.1 ως αξιόπιστη, ενώ η μαρτυρία της περιείχε ψεύδη και αρκετές αντιφάσεις. Επίσης, παραπονείται ότι αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντος περιείχε τέτοιες αδυναμίες που δεν μπορούσε να θεωρηθεί αξιόπιστη.
Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, η ευθύνη για την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, είναι σε μοναδική θέση να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους. Το Εφετείο, κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εκτός εάν αυτά δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα (βλ. Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) A.A.Δ.974). Όπου διαπιστώνονται αντιφάσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ουσιαστικής μορφής, σε σχέση με τα επίδικα θέματα, προτού το Εφετείο επέμβει (βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Αl Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Το βάρος να πείσει το Εφετείο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε, το φέρει ο Εφεσείων (βλ. Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1549).
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε πειστεί ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την Μ.Ε.1 και τον Εφεσείοντα, είναι λανθασμένα. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόλου δεν στηρίχθηκε μόνο στην πεποίθησή του, όπως εσφαλμένα εισηγείται ο Εφεσείων. Ως προς τη μαρτυρία της Μ.Ε.1 αφιέρωσε σχεδόν δύο σελίδες της απόφασης για να εξηγήσει για ποιους λόγους έκρινε την Μ.Ε. 1 αξιόπιστη.
Ούτε ως προς τον Εφεσείοντα ευσταθεί το παράπονο για εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Είναι φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο, κυρίως λόγω της προσπάθειάς του να υποστηρίξει γεγονότα και ερμηνείες που ήταν σαφώς αντίθετα, ακόμα και με αποδεκτά γεγονότα και με τα όσα ο ίδιος ρητά συμφώνησε στις διάφορες συμφωνίες και άλλα έγγραφα που υπέγραψε.
Κατά την κρίση μας, τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την Μ.Ε.1 και τον Εφεσείοντα, ουδόλως ξεφεύγουν του ευλόγως επιτρεπτού, με κανένα τρόπο δεν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα.
Καταχρηστικές ρήτρες - Λόγος έφεσης 18
Ο Εφεσείων θεωρεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν. 93(Ι)/96).
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τα όσα ισχυρίζεται ο Εφεσείων έχουν απαντηθεί προ πολλού στην υπόθεση Συρίμη και υιοθετήθηκαν μετέπειτα στην Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, οι οποίες αφορούσαν παρόμοια γεγονότα και όρους. Όπως εκεί έτσι και εδώ δεν διαπιστώνεται παραβίαση του Άρθρου 5 του Ν. 93(Ι)/96. Ο Εφεσείων συμπλήρωσε, υπέγραψε και υπέβαλε το τυποποιημένο έντυπο αίτησης για συμμετοχή στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής» (Τεκμήριο 1). Όπως ορθά υποδεικνύει και το πρωτόδικο δικαστήριο, ουδείς τον εξανάγκασε να συμμετάσχει στο σχέδιο. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα για τον Εφεσείοντα, αν ληφθεί υπόψη και η ιδιότητά του ως τραπεζικού υπαλλήλου, ο οποίος τεκμαίρεται ότι γνώριζε ή τουλάχιστον δεν ήταν ξένος προς τους τραπεζικούς όρους. Με βάση το Άρθρο 5 του Ν. 93(Ι)/96, δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους των Εφεσιβλήτων ή άσκηση ψυχικής ή άλλης αθέμιτης πίεσης ώστε να εξεταστούν περαιτέρω οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος. Εν πάση περιπτώσει, όπως υποδείχθηκε και στην Γρηγορίου, ανωτέρω, ακόμη και αν ο Εφεσείων κατάφερνε να πείσει για την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας, αυτό δεν θα τον απάλλασσε από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε, αλλά θα είχε το δικαίωμα, είτε να τερματίσει τη σύμβαση, είτε να επιμένει στη μη εφαρμογή της συγκεκριμένης καταχρηστικής ρήτρας.
Ενδιάμεση απόφαση σε σχέση με την κλήτευση δύο μαρτύρων - Λόγοι έφεσης 30-34
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητοί οι υπό εξέταση πέντε λόγοι έφεσης, θα δώσουμε σε συντομία το αναγκαίο υπόβαθρο. Η αγωγή κατά του Εφεσείοντος καταχωρίστηκε περί τα τέλη του 2005. Πέρασαν πέντε περίπου χρόνια μέχρι να συμπληρωθούν τα δικόγραφα και να ξεκινήσει η ακρόαση της υπόθεσης περί τα μέσα του 2010. Για τους Εφεσίβλητους κατέθεσαν δύο μάρτυρες, οπότε και έκλεισαν την υπόθεσή τους. Ακολούθως κατάθεσε ο Εφεσείων προς υπεράσπισή του. Σε κάποιο στάδιο της μαρτυρίας του, αναφέρθηκε σε δύο υπαλλήλους των Εφεσιβλήτων (Ανδρέα Βασιλείου και Λίζα Παντελίδου), οι οποίοι, όπως ισχυρίστηκε, του παρέστησαν συγκεκριμένα πράγματα και του έδωσαν συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που τον ώθησαν να λάβει μέρος στο σχέδιο «Εθνοεπενδυτής». Οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος συνοψίζονται στις σελίδες 4-5 της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, ημερ. 11.9.2009. Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας του και ενώ διαφάνηκε ότι η πλευρά του Εφεσείοντος δεν θα καλούσε άλλους μάρτυρες και ιδιαίτερα τα δύο πιο πάνω πρόσωπα, η συνήγορος των Εφεσιβλήτων υπέβαλε αίτημα όπως επιτραπεί στην πλευρά της να αντεξετάσει τα δύο πρόσωπα στα οποία έκαμε αναφορά ο Εφεσείων κατά τη μαρτυρία του. Θεώρησε ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία του Εφεσείοντος ήταν εξ ακοής και ως εκ τούτου οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα δυνάμει των Άρθρων 23 και 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, να ζητήσουν την αντεξέτασή τους. Ο Εφεσείων έφερε ένσταση στο αίτημα. Ήταν η θέση του ότι τα όσα μετέφερε στο δικαστήριο ότι είπαν τα δύο άλλα πρόσωπα, λέχθηκαν στην παρουσία του και ως εκ τούτου η μαρτυρία του θα έπρεπε να θεωρηθεί ως πρωτογενής μαρτυρία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος σε σχέση με τα δύο πρόσωπα, στοχεύουν στην απόδειξη δικογραφημένων ισχυρισμών του, τόσο σε σχέση με την υπεράσπιση του, όσο και σε σχέση με την ανταπαίτησή του. Αφού ανέλυσε τα Άρθρα 23 και 26 του Κεφ. 9, κατέληξε ότι οι αναφορές του Εφεσείοντος συνιστούσαν εξ ακοής μαρτυρία, όπως προνοείται στο Άρθρο 23 του Νόμου και έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις θα έπρεπε να εγκριθεί η αίτησή του για αντεξέταση των δύο προσώπων.
Ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο:- (α) εσφαλμένα έκρινε ότι οι αναφορές του Εφεσείοντος στα όσα του είπαν οι δύο υπάλληλοι των Εφεσειόντων, είναι εξ ακοής μαρτυρία και όχι πρωτογενής μαρτυρία, (β) εσφαλμένα ερμήνευσε τα Άρθρα 23 και 26 του Κεφ. 9, (γ) εσφαλμένα έκρινε ότι δεν ήταν εύλογη και εφικτή η κλήτευση των δύο προσώπων από τους ίδιους τους Εφεσίβλητους κατά την παρουσίαση της υπόθεσης του και (δ) ότι το δικαστήριο δεν καθόρισε επί ποιων συγκεκριμένων δηλώσεων των δύο προσώπων θα έπρεπε να περιοριστεί η αντεξέταση.
Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Σαφώς τα όσα ισχυρίστηκε ο Εφεσείων ότι τον διαβεβαίωσαν οι δύο μάρτυρες, αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον προσφέρονται για την αλήθεια του περιεχομένου τους. Η αντίθετη άποψη του Εφεσείοντος αποτελεί στρέβλωση του δικαίου της απόδειξης και ιδιαίτερα του Άρθρου 23 του Κεφ. 9 σε σχέση με την εξ ακοής μαρτυρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ανέλυσε και εφάρμοσε τις σχετικές πρόνοιες των Άρθρων 23 και 26 του Κεφ. 9 και ορθά έκρινε ότι η επίδικη μαρτυρία του Εφεσείοντος ήταν εξ ακοής, σύμφωνα με το Άρθρο 23, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η αντεξέταση των δύο προσώπων κατ' εφαρμογή του Άρθρου 26 του Νόμου. Δεν συμφωνούμε ότι η κλήτευση των δύο πιο πάνω προσώπων για σκοπούς αντεξέτασης, δυνάμει του Άρθρου 26 του Κεφ. 9 λειτουργεί ως επανάνοιγμα της υπόθεσης των Εφεσιβλήτων ή ως προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας. Αντίθετα, λειτουργεί ως αντιστάθμισμα οποτεδήποτε διάδικος επιχειρήσει να προσαγάγει εξ ακοής μαρτυρία, χωρίς να κλητεύσει το πρόσωπο ως μάρτυρα. Η υποβολή αίτησης από την αντίπαλη πλευρά για αντεξέταση, είναι κάτι που θα πρέπει να θεωρείται αναμενόμενο και προβλεπτό και καθόλου δεν δικαιολογείται ο Εφεσείων που παραπονείται. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιτρέψει υπό τις περιστάσεις την αντεξέταση των δύο μαρτύρων, ήταν καθόλα εύλογη και αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης και ορθά επετράπη από το πρωτόδικο δικαστήριο (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, του Τ. Ηλιάδη και Ν. Γ. Σάντη, Έκδ. 2014, σελ. 319-320).
Δεν ευσταθεί ούτε το παράπονο του Εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καθόρισε τα σημεία επί των οποίων τα δύο πρόσωπα θα αντεξετάζονταν. Το πρωτόδικο δικαστήριο μπορεί να μην καθόρισε ρητά τα σημεία, αλλά είναι φανερό από τη δομή της ενδιάμεσης απόφασής του ότι τα σημεία επί των οποίων θα υπήρχε αντεξέταση είναι αυτά που προσδιορίζονται στις σελίδες 4 και 5 της ενδιάμεσης απόφασης. Εν πάση περιπτώσει, αν κατά τη διάρκεια της σύντομης κατάθεσης των δύο μαρτύρων υπήρχε οποιαδήποτε ένσταση ότι η κατάθεσή τους ξέφευγε των καθορισμένων σημείων, το δικαστήριο θα επιλαμβανόταν του θέματος. Κάτι τέτοιο έγινε μόνο στην περίπτωση της μάρτυρος Λίζας Παντελίδου και η παρέμβαση του δικαστηρίου ήταν καταλυτική.
Με την απόρριψη όλων των λόγων έφεσης, η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται, με έξοδα, εναντίον του Εφεσείοντος, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.